Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Τί κάνω τώρα Θεέ μου; (Αληθινή Ιστορία) - Çfarë të bëj tani o Zot? (histori e vërtetë).

Τί κάνω τώρα Θεέ μου; (Αληθινή Ιστορία)
Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"

Çfarë të bëj tani o Zot?
(histori e vërtetë).

Kjo është një histori e vërtetë, që na i tregoi dikush i cili e përjetoi nga afër.


Burri dhe gruaja ishin emigrantë nga Smirni

Gjyshi që na foli për ta, i kishte njohur në Athinë. Ishin vetëm, plotësisht vetëm, pa të afërm si shumica e të shpërngulurve nga Lindja. A fëmijë nuk kishin.

Dy njerëz të thjeshtë dhe të munduar që kurrë nuk e treguan dhimbjen e tyre. Vetëm  shpersën  e tyre në Zoti që gëdhin ditët shikoje dhe varfërinë e tyre e cila nuk fshihej.


Në një gjysmëpodrum burri kishte një dyqan të vogël dhe shiste ullinj. Mbi të një dhomë e vogël ishte shtëpia e tyre. Shtëpi ta bëjë Zoti: në një anë trekëmbëshit prej hekuri me dërrasat prje druri dhe ky ishte krevati, ngjitur një tavolinë çalamane, dy gota bakri për ujën, një vatër gatimi, një tenxhere të djegur pak rroba të mbuluara me një çaraçaf.



Shtëpia me qira.


Sa ullinj mund të shiste i gjori që të mbahej?

Më pas kishte dhe më të varfër se ata dhe të pamundurit që duhej të mos mbeteshin pa ngrënë... Të uriturit ndihmonin të varfërit dhe thoshin sëbashku “Lavdi Perëndisë”, sepse kështu është e shkruar në Shkrimet dhe çifti dinte shumë mirë matematikën e Zotit, matematikën e dy rrobave.



Koha kaloi “dyqani” u mbyll, vitet për pension nuk ekzistonin, të varfërit e Zotit filluan të lypin qosheve.


Pastaj as këtë nuk mundeshin sepse u plakën shumë dhe u sëmurën. Nëse dikush ju jepte një copë bukë e hanin, nëse jo flinin pa ngrënë.


“Ka Zoti” theshin dhe sërish “ka Zoti”, thanë dhe kur rrobat e tyre të thjeshta u bënë lecka dhe godat prej bakri u bënë jeshile nga përdorimi, ku nuk kishin të paguanin të paguanin as qiranë. Ah kjo qiraja... vite që nuk e paguanin dot.
Thërriste i zoti i shtëpisë por më pas “harronte” shtëpinë e humbur dhe ata vazhdonin jetën e tyre të humbur, duke mos munguar nga kisha dhe duke buzëqeshur me besim në të gjitha ikonat e kishës.

Kaq shumë shenjtorë u torturuan një Zoti që u kryqëzua, e Mamaja që ju dogj zemra e Saj dhe ata që nuk pësuan gjë do të frikësohen?


U frikësuan ndërkaq një ditë kur i zoti ju tha që të largohen sepse do ta prishte shtëpinë. Do të ndërtonte pallat.


Të ikin e të shkojnë ku?

Këtu u dashuruan, u bekuan, u ngopën, u urtësuan, qanë, shpresuan, këtu ishte kandilja tashmë e shuar,  këtu leckat e tyre, këtu dhe pirunjtë e tyre të ndryshkur nga mospërdorimi.


Kjo derë mbante jashtë shirat, dëborën, kohët dhe nga brenda jetonin zotërimin e shpresës së falur.

Tani?

“Çfarë të bëj tani o Zot?” ngriti duart drejt tavanit me mëngët e coptuara plaku.


Ditën tjetër erdhi përmbaruesi, me dokumentat e gjykatës për nxjerrjen jashtë të tyre.

-          “Duhet të ikni”.

-          “ Ku të shkojmë”

Ai njeri pa rreth e rrotull ahurin që quhej shtëpi.... Pa dhe pleqtë e skeletosur.


“Kam një dhomë që më tepron” tha me ngadalë.


“Nuk kemi para” tha i turpëruar plaku.


“Shkojmë” tha përmbaruesi dhe pasi nuk kishin gjë për të marrë ikën menjëherë.


I mori në makinë i çoi në shtëpinë e tij, gruaja e tij i pastroi i veshi, i ushqehu, fëmijët nuk kishin  as këta, dhoma ishte e ndritëshme, e pastër, me kurtina që ju pëlqente ti çonin andej –këtej.


Rranë në gjunjë në dysheme pleqtë që të falenderojnë të qajnë , të bekojnë, të urojnë të lavdërojnë.

“Do të kemi dhe ne shoqëri” i tha gruas përmbaruesi. Këtë vetëm......


Tashmë pleqtë duhet të mësohen me erën e bukës së freskët që vjen e nxehtë nga furra, se si  mban erë gjella kur zjen pasi dhe se si përgjigjet Krishti tek njerëzit e tij, kur e pyesin “Çfarë të bëj tani o Zot?”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: