Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Η μόδα του να επιτίθεσαι στον Ευάγγελο Ντουλε -Moda për të sulmuar Vangjel Dulen

Του AGRON GJEKMARKAJ
 Τον Ευάγγελο Ντουλε δεν τον γνωρίζω πέραν της μικρής οθόνης, μάλιστα δεν τον έχω συναντήσει ούτε τυχαία στο δρόμο. Δεν γνωρίζω τίποτα για το παραπολιτικό του παρελθόν και δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά μήτε για να τον καταραστώ μήτε να τον ευλογήσω. Αλλά τον γνωρίζω επαρκώς από τις δημόσιες τοποθετήσεις του για να τον κρίνω ως πολιτικό με ορθό λόγο. Είναι μειονοτικός, Αλβανός υπήκοος με ελληνική εθνικότητα. Διοικεί επίσης και το κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κόμμα με εκλογική στήριξη στις μειονοτικές περιοχές. Ιστορικά, οι σχέσεις μας με τους Έλληνες που ζουν στην Αλβανία ήταν φιλικές. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι εμείς οι Αλβανοί δεν είμαστε σοβινιστές, αλλά και στο ότι οι ίδιοι οι Έλληνες έχουν κερδίσει τον σεβασμό με την συμπεριφορά τους. Επίσης, έχουμε την επίγνωση ότι οι Έλληνες είναι ένας φίλος λαός, ο οποίος δεν έχει εισβάλλει ποτέ. Παντού ανά το κόσμο οι γείτονες και τσακώνονται, αναμφισβήτητα στην Ευρώπη, ακόμα χειρότερα δε στα Βαλκάνια. Από κοινού για μερικούς αιώνες έχουμε υποφέρει υπό τον τρομακτικό τουρκικό ζυγό. Οι Έλληνες χάριν της εσωτερικής συνοχής, της αξιομνημόνευτης επανάστασης, και της ανάμνησης της Ευρώπης για την κληρονομιά των Αισχύλου, Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Περικλή, Δημοσθένη κλπ. η οποία μετετράπη σε διπλωματική στήριξη, βρήκαν το μονοπάτι προς την εθνική ανεξαρτησία χρονικά πολύ πριν από μας. Εμάς των Αλβανών συχνά μας αρέσει να φερόμαστε ως θύματα και να κλαυθμηρίζουμε πένθιμα, πως ήμασταν παντελώς ειρηνικοί και ικανοί. Με το κεφάλι κάτω όσες φορές μας άστραψαν χαστούκια, περιμένοντας να μας χαριστεί η δικαιοσύνη. Τους λαούς χωρίς συνοχή η ιστορία τους παραπατάει. Αλλά αυτή η θεωρεία της κλαψομοιρίας έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική αλήθεια. Δεν υπήρξαμε ούτε πιο γενναίοι ούτε πιο δειλοί απ’ ότι οι άλλοι. Οι μπέηδες του Αλβανικού νότου αποτελούσαν ανά τους αιώνες τον τρόμο για την Ελλάδα και όχι μόνο, ενώ στις άλλες περιοχές των Βαλκανίων οι αντίστοιχοι του βορά. Ο αντίλαλος έχει αποτυπωθεί και στην ιστορική λογοτεχνία. Ο Ίβο Άντριτς στο «Χρονικό του Τράβνικ» περιγράφει το πως όταν μπήκαν στην πόλη με κραυγές δυο χιλιάδες μεγαλόσωμοι Αλβανοί ιππείς, ο τόπος σείστηκε και η ζωή σταμάτησε. Ομοίως δε, όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία, οι γείτονες δεν λησμόνησαν. Οι Έλληνες μας το ανταπέδωσαν στην εποχή του Βενιζέλου του Α’ με τις γνωστές σφαγές στην ‘Τσαμουριά’ και στο νότο της χώρας. Αυτή την τόσο όμορφη αλβανική γη, την ‘τσαμουριά’, την πήραν από την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία βέβαια δεν αναγνώρισε το νεοσύστατο αλβανικό κράτος και δεν είχε κανένα καημό να μας αφήσει τη γη ως ύστατη φιλανθρωπική πράξη. Να μην ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη μέχρι το έτος 1914 βρισκόταν υπό την κυριαρχία του σουλτάνου. Η κυβέρνηση της Άγκυρας συμφώνησε να δεχθεί τους τσάμιδες ως Τούρκους το έτος 1929 σε ανταλλαγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι μετεφέρθησαν στο ελληνικό κράτος. Οι καταγεγραμμένες αντιδράσεις του Μιτχατ Φρασερι, τότε πρέσβη στο ελληνικό κράτος, περιγράφουν με ρίγη, αυτή την εθνική απογύμνωση. Γενικώς είχαμε αντιπαλότητα γειτόνων, ένα «γινάτι» στα πλαίσια τις ομοιότητας ιδιοσυγκρασιών με τους Έλληνες, αλλά όχι πόλεμο. Η ελληνική και αλβανική πολιτική σκηνή αρέσκονται για εσωτερική κατανάλωση, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε ανοιχτά να καλλιεργούν το συναίσθημα ότι η μοίρα μας έχει τιμωρήσει έχοντας στα σύνορα έναν «εχθρικό» λαό. Αυτό δεν είναι λαϊκό συναίσθημα. Ο μόνος πόλεμος μεταξύ ημών, ήταν ο στημένος από την Ιταλία και εγκαταλελειμμένος από τους Αλβανούς, καθώς δεν ήταν δικός τους, όταν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μουσολίνι ανάγκασε την κυβέρνηση «κουινσλίγκ» του Σεφκιετ Βερλατσι να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα. Ατυχώς, χωρίς νόημα, και σαν λαϊκό κειμήλιο, η Αθήνα διατηρεί ακόμη τον νόμο του «εμπόλεμου». Πέραν αυτού του συμβολικού βυζαντισμού, εκεί πάνω από 800 χιλιάδες Αλβανοί μετά την πτώση του κομμουνισμού βρήκαν φιλοξενία και δουλειά χτίζοντας μια αξιοπρεπή ζωή. Η μειονότητα στην Αλβανία ορισμένες φόρες αποτέλεσε αντικείμενο ‘βορειοηπειρωτικής’ κατάχρησης, από συγκεκριμένους κύκλους της εθνικιστικής και ξενοφοβικής πολιτικής της Ελλάδος. Ενώ η πλήρωση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών για τις μειονότητες έχει βοηθήσει τη χώρα μας στην πορεία ένταξής της, στην οποία η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εμπόδιο, αν και με δικαίωμα βέτο. Ομοίως, στα καφενεία της ακαλλιέργητης πολιτικής σκέψης μας δεν έχουν λείψει οι ανθέλληνες προβοκάτορες. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνησή μας τους έχει ξανακαλέσει για ένα δίκαιο ζήτημα, το οποίο υπερασπίζεται με λάθος τρόπο. Επιστρέφοντας στον Ευάγγελο Ντούλε, μπορεί να ειπωθεί ότι ουκ ολίγες φορές η παραπλάνηση των ιστορικών αποχρώσεων πέφτει πάνω του, με τη μορφή της προκατάληψης και της λεκτικής επιθετικότητας. Το κόμμα του οποίου ηγείται, λόγω του εθνικού του χαρακτήρα, αλλά και λόγω των «δημοκρατικών» αναγκών των αλβανικών κυβερνήσεων, αριστερές ή δεξιές, έχει κληθεί να συνεργαστεί. Όταν το πολιτικό τσίρκο έχει ανάγκη για νέους ακροβάτες, καλείται στη σκηνή ο «πατριωτισμός», ο οποίος μετριάζεται με τον αγώνα για επίθεση προς τον Ευάγγελο Ντούλε, «το άλογο της Τροίας», «τον υπηρέτη των Αθηνών»…. το πραγματικό αίτιο των παλινδρομήσεών μας. Εκτός των πολιτικών. οι οποίοι σπεύδουν να επικυρώσουν τον «πυρετό» του «εθνικού κινδύνου», και κλητεύονται ως «σωτήρες» μπας και μεταπηδήσουν σε κάποια κυβερνητική καρέκλα, ενεργοποιείται και ένας όχλος λαοπλάνων. Οι τελευταίοι έχουν περάσει όλη τους της ζωή, τσιμπολογώντας από την εξουσία και διαλογιζόμενοι πάνω από ένα βιβλίο του Αλία Ιζερμπέκοβιτς (Βόσνιος ισλαμιστής ηγέτης). Γεμάτοι μέχρι το λαιμό με τέτοιου είδους εμπειρία και μόρφωση, με φονταμενταλιστικές θρησκευτικές καταβολές, επιτίθονται στον Ντούλε όσο και στον Αναστάσιο χρησιμοποιώντας τον συσχετισμό «η Αθήνα», λες και είναι ντροπή και αμάρτημα ο Έλληνας Ευάγγελος Ντούλες να νιώθει υπερηφάνεια για το έθνος του, της ιστορία του, την πρωτεύουσά του και την κυβέρνηση που τη διοικεί. Παρόμοια λογική έχει χρησιμοποιήσει και η προπαγάνδα του Μιλόσεβιτς για τους Αλβανούς, με αναφορά τα Τίρανα. Μάλιστα, αυτή η διαλεκτική λογική φτάνει στα όριά της σε ορισμένους μιντιακούς καναπέδες, φτάνοντας σε συμπεράσματα ότι μπορεί να μην γνωρίζουμε τον συνδετικό κρίκο των σημερινών Ελλήνων με τους αρχαίους Έλληνες, αλλά για τον εαυτό μας επιβεβαιώνουμε ότι είμαστε άξιοι συνεχιστές των Πελασγών. Κάθε φορά που η κυβερνητική πολιτική σκηνή της Αλβανίας τα έβρισκε δύσκολα με τις εσωτερικές ισορροπίες, όπως συμβαίνει επί του παρόντος, καλοπιάνει την εθνικιστική θολούρα, λόγω της ανάγκης για το κόμμα του Ιντρίζι, και ανοίγει την κάνουλα των επιθέσεων κατά του Ντούλε. Οι ενθουσιώδεις, η νοσταλγία των οποίων τρέφεται και με ζωντανές αναμεταδώσεις ποιημάτων που κάνουν κάλεσμα σε τζιχάντ, την ελληνοτουρκική διαμάχη την μεταφράζουν συναισθηματικά ως ελληνοαλβανική διαμάχη και, αέρα αδέρφια, πάνω τους. Ηθικά, για την αξιοπρέπεια του κράτους μας και για τις σχέσεις που θέλουμε να έχουμε με μία χώρα με την οποία συνορεύομε, μέλος της ΕΕ και φίλης χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, δεν μας τιμά αυτή η σιωπή απέναντι στον κυριότερο εκπρόσωπο της Ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Στους λαοπλάνους θα πρέπει να τονιστεί επανειλημμένα ότι με τους Έλληνες έχουμε πολλά κοινά, αρετές και ελαττώματα, ο πολιτισμός των οποίων είναι η βάση της ευρωπαϊκής ταυτότητας πριν κάνουν απόβαση σε αυτά τα μέρη τα «αδέρφια» μας οι εισβολείς.
Προσοχή δεν συμφωνούμε με όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω. Το άρθρο το αναδημοσιεύουμε με στόχο την ενημέρωση και την έκθεση διαφορετικών απόψεων.
Vangjel Dulen nuk e njoh përtej ekranit të televizorit, as rastësisht në rrugë s’e kam ndeshur ndonjëherë. Nuk di asgjë për të kaluarën e tij parapolitike dhe nuk e vë dorën në zjarr as për ta mallkuar, as për ta bekuar. Por e njoh mjaftueshëm nga komunikimi publik për ta gjykuar si një politikan me gjuhë korrekte. Ai është minoritar, nënshtetas shqiptar me kombësi greke. Gjithashtu drejton Partinë Bashkimi për të Drejtat e Njeriut, subjekt ky me mbështetje elektorale në zonat minoritare. Historikisht, marrëdhëniet tona me grekët që jetojnë në Shqipëri kanë qenë miqësore. Kjo jo vetëm për faktin se ne shqiptarët nuk jemi shovinistë, porse vetë grekët e kanë merituar me sjelljen e tyre respektin. Po ashtu, ne e kemi vetëdijen se Greqia është një popull mik, i cili nuk na ka pushtuar kurrë. Kudo në botë fqinjët edhe grinden, në Europë po e po, ndërsa në Ballkan shumë më tepër. Për disa shekuj bashkërisht kemi vuajtur zgjedhën e tmerrshme otomane. Grekët, falë kohezionit të brendshëm, revolucionit mbresëlënës dhe kujtesës së Europës për trashëgiminë e Eskilit, Aristotelit, Platonit, Perikliut, Demostenit etj., e cila u shndërrua në mbështetje diplomatike, e gjeti rrugën e pavarësisë kombëtare shumë para nesh. Ne shqiptarëve shpesh na shijon të hiqemi si viktima dhe të përdëllehemi vajtueshëm se paskëshim qenë krejt te paqtë e esnafë. Kokulur sa herë na i kanë ndezur turinjtë me flakërima, duke pritur që të na darovisë drejtësia. Popuj pa grintë historia i nëpërkëmb. Por kjo doktrinë e qyqarisë i rri ndesh të vërtetës historike. Ne nuk kemi qenë as më trima e as më frikacakë se të tjerët. Bejlerët e jugut të Shqipërisë kanë qenë tmerri i Greqisë gjatë shekujve e jo vetëm, por edhe të zonave të tjera të Ballkanit këta të veriut. Jehu ndihet edhe te letërsia historike. Ivo Andriç te “Kronikat e Travnikut” përshkruan se si kur në qytet ia behën me britma dy mijë kalorës shqiptarë shtatlartë, me veshjet e tyre të praruara, vendit i hynë të dridhurat dhe jeta pushoi së ekzistuari. Po ashtu, kur ka trokitur rasti, fqinjët ne s’na e kanë harruar. Grekët na e kthyen reston në kohën e Venizellosit të parë me masakrat e njohura në Çamëri dhe jug të vendit. Këtë tokë shqiptare, kaq të bukur, Çamërinë, ata ia morën Perandorisë Osmane si palë e mundur me disa etapa, e cila nuk e njohu shtetin e ri shqiptar dhe s’pat ndonjë kokëçarje apo merak që të na e linte ne si akt të fundit “bamirës”. Të mos harrojmë se Selaniku deri në vitin 1914 ishte zotërim sulltanor. Qeveria e Ankarasë pranoi t’i marrë çamët si turq në vitin 1929 në këmbim të grekëve të Azisë, që u sollën në shtetin grek. Reagimet e dokumentuara të Mithat Frashërit, asokohe ambasador në shtetin helen, e përshkruajnë me ngjethje këtë zhveshje nga identiteti. Në përgjithësi kemi pasur rivalitet fqinjësh, një inat brenda karakteresh të ngjashme me grekët, por jo luftë. Politika greke dhe shqiptare ka preferuar për kalkulime të brendshme, herë nën zë e herë haptas, të kultivojë ndjenjën se fati na ka ndëshkuar duke pasur në kufi një komb “armiqësor”. Kjo nuk është ndjesi popullore. E vetmja luftë mes nesh është ajo e stisur nga Italia dhe e braktisur nga shqiptarët se nuk ishte e tyrja gjatë konfliktit të dytë botëror, kur Musolini e detyroi qeverinë kuislinge të Shefqet Vërlacit t’i shpallte lufte Greqisë. Fatkeqësisht, si relikte folklorike, në mënyrë të pakuptimtë Athina mban ende ligjin e luftës. Përtej këtij bizantinizmi simbolik, aty mbi 800 mijë shqiptarë pas rënies së komunizmit gjetën mikpritje e punë duke ndërtuar një jetë dinjitoze. Minoriteti në Shqipëri ndonjëherë ka qenë objekt abuzimi “vorioepirot” nga grupe të caktuara të politikës nacionaliste e ksenofobe në Greqi. Ndërsa plotësimi i standardeve të BE për pakicat e ka ndihmuar vendin tonë në procesin e integrimit dhe Greqia nuk ka qenë bllokuese, ndonëse me të drejtë vetoje. Po ashtu, në tavernat tona të mendimit të pakultivuar politik nuk kanë munguar provokatoret antigrekë. Në këtë moment, qeveria jonë i ka thirrur përsëri në kauzë për një çështje të drejtë, që po mbrohet në mënyrë të gabuar. Tani, duke u kthyer te Vangjel Dule, mund të themi se jo pak herë manipulimi i nuancave historike bie mbi të në formën e paragjykimit dhe agresionit verbal. Partia e kryesuar prej tij, prej karakterit të saj etnik, por edhe për nevojë “demokratike” të qeverive shqiptare, qoftë të majta apo të djathta, është e thirrur të bashkëpunojë. Kur cirku politik ka nevojë për akrobatë të rinj, thirret në skenë “patriotizmi”, i cili kalitet me provën e zjarrit në garën për të sulmuar Vangjel Dulen, “kalin e Trojës”, “shërbëtorin e Athinës”… shkakun “e vërtetë” të ngecjeve tona. Veç politikanëve të interesuar për të konfirmuar zjarrminë e “atdheut në rrezik”, fati i të cilit i thërret si shpëtimtarë për të kërcyer mbi ndonjë kolltuk pushteti, aktivizohet edhe një skotë dokrraxhinjsh. Këta të fundit gjithë jetën e kanë shkuar duke cimbisur kadaif dhe medituar mbi një libër të Alija Izetbegoviçit. Mbushur deri nën sqetulla me këso eksperience e kulture, me projeksion fundamentalist religjioz, i gërmushen Dules e po aq Janullatosit duke përdorur konotacionin “Athina”, a thua se është turp a mëkat që Vangjel Dule grek të mos ketë nderim për kombin e vet, historinë e tij, kryeqytetin dhe qeverinë që i udhëheq ato. Një logjikë kësisoj ka përdorur propaganda e Millosheviçit për shqiptarët me referencë Tiranën. Madje, djerrimi ligjërimor prek skaje të tilla në ndonjë divanhane mediatike, aq sa grekëve të sotëm nuk u njohim vazhdimësinë apo lidhjen me grekët e vjetër, ndërsa vetes i pohojmë se jemi vazhdues të ndershëm të pellazgëve. Sa herë që politika qeveritare në Shqipëri gjendet ngushtë me ekuilibrat e brendshëm, siç është tani, nevoja për partinë e Idrizit miklon turbullirën nacionaliste dhe hap rubinetin e sulmeve ndaj Dules. Entuziastët, nostalgjitë e të cilëve ushqehen edhe me poezi live, që bëjnë thirrje për xhihad, konfliktin turko­grek e përthyejnë shpirtërisht si konflikt shqiptaro­grek dhe, o burra, mbë ta. Etikisht, për dinjitetin e shtetit tonë nuk na nderon kjo gojështhurje ndaj përfaqësuesit kryesor të minoritetit grek në Shqipëri, por edhe për raportet që duam të kemi me një vend kufitar, anëtar i BE­së e mik, siç është Greqia. Dokrraxhinjve u duhet përsëritur se ne me grekët kemi shumë të përbashkëta, virtyte e cene, qytetërim i cili është në themel të identitetit europian para se këtyre anëve t’ia behnin “vëllezërit” pushtues.
Kujdes- Nuk jemi dakort me të gjitha ato sa shkruhen më lart. E vendosim artikullin me qëllim ekspozimin e ideve të ndryshme. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: