Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Κορυτσά και Μοσχόπολη το 1913 - Korça dhe Voskopoja më 1913

βορειοηπειρωτης κορυτσα
Κορυτσά και Μοσχόπολη το 1913

 του Νίκου Υφαντή 
Στον «Oδηγό της Νέας Ελλάδος» (Μπαίδεκερ) υπό Τρύφωνος Ευαγγελίδη, που εκδόθηκε το 1913 (Εν Αθήναις, τύποις Δ. Γ. Ευστρατίου και Δ. Δελή – Πραξιτέλους 8) περιλαμβάνεται και η Κορυτσά, απελευθερωθείσα Ηπειρωτική πόλη, με πολυπληθή ελληνικό πληθυσμό και ακμάζοντα πολιτισμό, η οποία, δυστυχώς, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την διανομή των «ιματίων» της, μετά δηλ. τους Βαλκανικούς πολέμους, με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, η Κορυτσά, όπως και το υπόλοιπο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ευαγγελίδης αναφέρει όσα πρέπει να γνωρίζουν οι επισκέπτες – περιηγητές επισκεπτόμενοι την Κορυτσά. Γράφει για τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία, τα φαρμακεία και λοιπά καταστήματα, που ήταν όλα ελληνικά.
Γράφει σχετικά: «Ξενοδοχεία: «Μοναστήριον» αδελφών Τσίγκου μεθ’ εστιατορίου, «Κωνσταντινούπολις» Δ. Δημέλη – Εστιατόρια: Β. Ηλιού, Μ. Πάντου – Ζαχαροπλαστεία: αδελφών Βίκα Α. και Γ. και Χ. Μιχαήλ, Ε. Γκίκα, Χ. Λιμπώνια – Ζύθος παρά Κ. Σκένδερη – Ιατροί: Α. Βαλαούρης, Σ. Βιλβίλης, Χ. Δάρδας, Δ. Παπαδόπουλος, Α. Χριστοδούλου, Χ. Ζωγράφος και Χ. Κοντούλιας – Οδοντοϊατρός – Φαρμακεία: Ι. Παπαγιάννη, Γ. Σκάλλη, Π. Φύλλα. Φωτογραφεία: Π. Δημητριάδου, Α. Νικολακοπούλου, Χ. Σούλου – Κουρεία: Δ. Βόρια, Γ. Λετιμπέλου – Καφεία: Γ. Αντωνίου, Χ. Γερμενλή – Καπνοπωλεία: Κ. Αδέζα, Κ. Σκένδερη, Λ. Κονταξή».
Αφού μιλάει διεξοδικά για τη γεωγραφική θέση της Κορυτσάς, για τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις πεδιάδες, σημειώνει: «Έχει 22.000 κατοίκων, ων οι 16.000 Έλληνες, οι δ’ άλλοι Αλβανοί και Τούρκοι και Αθίγγανοι καλούντες αυτήν Γκιορδζά και διατηρούντες διά της προπαγάνδας, σχολεία στοιχειώδη, εν ω ημείς διατηρούντες από του 1817, ειμή πρότερον, (Μ. Παρανίκας Σχεδίασμα σ. 79) προς τω Γυμνασίω, πλείστα Ελληνικά Σχολεία Αρρένων και Θηλέων».
Η πόλη είναι του Μητροπολίτη Κορυτσάς, ο οποίος, πριν καταργηθεί η Αρχιεπισκοπή της πρώτης Ιουστινιανής το 1767, είχε και τη φήμη Κορυτσάς και Σελασφόρου. Μετά υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολλοί κάτοικοι της Κορυτσάς αποδημούν στο εξωτερικό, επιστρέφουν και ανεγείρουν λαμπρά οικοδομήματα. Η πόλη έχει «ζωηρόν εμπόριον και βιομηχανίαν εντοπίων υφασμάτων».
Ο Τρύφων Ευαγγελίδης μέτρησε 4 ναούς, λαμπρό μητροπολιτικό ίδρυμα, δημόσια καταστήματα, ωρολόι της πόλης, 2 τεμένη, λουτρά, δημαρχιακό κατάστημα και στρατώνα.
Αναφέρει επίσης τα εξής χωριά γύρω από την Κορυτσά: Μπόρια (Εμπορία) (με ανθρακωρυχεία), Σιάπκα ή Σίπτικη (Ιππιοχία) και Μοσχόπολη, Ζβέσδα (Σελασφόρος), Βιθικούκι, Βοβοστίτσα και Πλιάσα (Πήλιον – Ιστορικό από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου 336-4 π.Χ.). Τα χωριά αυτά μετά την Επανάσταση του 1770 έπαθαν πολλά από τους Τουρκαλβανούς και δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν από την καταστροφή.
Ο Τρ. Ευαγγελίδης προτρέπει τους επισκέπτες μετά την Κορυτσά να επισκεφτούν την Μοσχόπολη, η οποία απέχει τρεις ώρες από την Κορυτσά και υπήρξε πνευματική όαση «κατά τα δυσπροπέλαστα ταύτα μέρη της Μακεδονίας» πριν από την καταστροφή της από τους Τουρκαλβανούς.
Γράφει σχετικά: «Η πόλις αύτη το πρώτον Βοσκόπολις (Τουρκιστί Τομόρδζα) καλουμένη φαίνεται ότι ιδρύθη, ως μεν εν τω κώδικι της Μονής Προδρόμου λέγεται τω 1330 υπό βοσκών εκ των πέριξ συμπηξάντων τας καλύβας αυτών εις πόλιν, αλλ’ ως ο περί αυτής εξ αυτοψίας γράψας γραμματεύς του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ιεροδιάκονος της Ε’ Μεραρχίας της καταλαβούσης την Δυτικήν Μακεδονίαν κ. Δ. Καλλίμαχος, θεωρεί ότι η πόλις εκτίσθη κατά τον ΙΕ’ αιώνα επί οροπεδίου της οροσειράς Όπαρης εις ύψος 1.200 μ. Συν τω χρόνω ευδοκιμών ο συνοικισμός ούτος έφθασεν εις το άκρον της ακμής του κατά τα τέλη του ΙΖ’ αιώνος, εξαπλωθείς επί επτά λόφων, εφ ων εισέτι σώζονται τα ερείπια της υπό των Αλβανών καταστροφής».
Για πρώτη φορά ονομάστηκε Μοσχόπολη ίσως το 1610 από τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, οι οποίοι διεπίστωσαν ότι τα ελέη που προσέφερε η Βοσκόπολη ήταν περισσότερα και από εκείνα που πρόσφεραν πολύ μεγάλες πόλεις.
Για το λόγο αυτό την ονόμασαν Μοσχόπολη. Οι Μοσχοπολίτες κατέστησαν σπουδαία την πατρίδα τους.
Το 1750 είχε περίπου 60.000 ψυχές, εκλεκτά σχολεία, όπως η Νέα Ακαδημία, τυπογραφείο, στο οποίο τυπώθηκαν αρκετά βιβλία, συντεχνίες, κανονισμό της κοινότητας, ιδιωτικές και κοινοτικές οικοδομές και πολλά άλλα.
Όλα αυτά τα κατάστρεψαν το 1769 οι Τουρκαλβανοί. Οι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή σκορπίστηκαν στις γειτονικές πόλεις και πολλοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Εκεί εμπορεύονταν και πλούτισαν, όπως ο Σίνας και ο Σμολένσκης. «Σήμερον Μοσχόπολις αποτελεί μικρόν χωρίο (κ. 2.000). Είναι δε πατρίς του εθνικού ευεργέτου βαρώνου Σίμωνος Σίνα και του στρατηγού Κωνσταντίνου Σμολένσκη».

Korça dhe Voskopoja më 1913

 nga Niko Ifandi
Në “Guidën e Greqisë së Re” (Baidheker) të Trifon Evangjelidhit, që u botua më 1913, (Në Athinë, Botimii Dh, G. Evstratiu dhe D Dheli- Praksitelus 8), përfshihet dhe Korça, qyteti Epirot i çliruar me një popullatë helene të shumtë dhe një kulturë tepër të zhvilluar, e cila, fatkeqësisht , pas shpërbërjes së perandorisë Osmane dhe ndarjse së “plaçkës” së saj, dmth pas luftërave Ballkanike, me vendim të fuqive të atëhershme të Mëdha, Korça, si dhe pjesa Veriore e Epirit, iu dorëzua, shtetit shqiptar të sapokrijuar.

Të bën përshtypje të madhe, fakti që Evangjelidhi, përmend të gjitha ato sa duhet të njohin vizitorët – turistët duke vizituar Korçën. Shkruan hotelet, restorantet, embëltoret, farmacitë dhe dyqanet e tjera, që ishin greke. Shkruan tekstualisht në lidhje me këtë: “ Hotele: “Monastirion” i vëllezërve Cingu/Çingu me restorant, “Konstandinupoja” e DH Dhimelit – Restorante: V Iliu, M Pandu – Ëmbëltore: e vëllezërve Vika A dhe G, dhe H Mihail, E Gjika, H Libonja, - Birrari pranë K Skendherit – Mjekë: A Ballauri, S Bimbli, H Dardha, Dh Papadhopoulos, A Kristodhulu, H Zografos dhe H Kondulias – Dentist – Farmaci: I Papajani, G Skalli, P Filla, Studio Fotografie: P Dhimitriadhu, A Nikolopoulou, H Sulu, -Berberanë: Dh Voria, G Letibelu, - Kafe: G Andoniu, H Germenli – Dyqane Duhani: K Adheza, K Skendheri, L Kondakçi”.

Pasi flet me hollësira për pozicioni gjeografik të Korçës, për malet, lumenjtë, liqenet dhe fushat, shënon: “Ka 22 000 banorë nga të cilët 16000 janë Helenë/ Grekë, ndërsa pjesa tjetër përbëhet nga Shqiptarë dhe Turq dhe Ciganë, duke e quajtuar atë Korçë dhe mbajnë për arsye propagandisitke shkolla elementare, ndërsa ne i mbajmë që prej 1817, për mos thënë më parë, (M Paranika, Skicë fq 79) drejt Gjimnazit, një numër të madh Shkollash Greke , Djemsh dhe Vajzash”.
Qyteti është i Mitropolitit të Korçës, i cili para se të eliminohej Kryepiskopata e Justinianës së parë më 1767, ksihte dhe famën, i Korçës dhe i Selasforës. Më pas u vendos nën Administratën e Patriarkanës Ikumenike. Shumë banorë të Korçës, emigrojnë jashtë, kthehen që të ndërtojnë ndërtesa të ndritëshme. Qyteti ka “një tregëti të zhvilluar dhe industri të bezeve lokale”.
Trifon Evangjelidhi numëron 4 tempuj, ndërtesën e ndritëshme të mitropolisë, dyqane publike, orën e qytetit, 2 xhami, banja, dyqan bashkiak dhe kamp ushtarak.
Përmend gjithashtu dhe këto fshatra rreth Korçës: Mborjen (me miniera qymyri) Shipskën dhe Voskopojën, Svezdën (Selasforin), Vithkuqin, Vovosticën (Boboshticën) dhe Plasën (Plion – vendëndodhje historike që prej viteve të Aleksandrit të madh 336-4 para Krishtit). Këto fshatra pas Kryengritjes së 1770 pësuan shumë të këqija nga turkoshqiptarët dhe nuk mundën të rimëkëmben nga shkatërrimi. Trifon Evangjelidhi iu propozon vizitorëve që pas Korçës të vizitojnë Voskopojën/Moskopolin, e cila është rreth 3 orë nga Korça dhe ishte një oaz “në këto vende të vështira për tu kalar, të Maqedonisë” para se ajo të shkatërrohej nga turkoshqiptarët. Shkruan mbi këtë: “Ky qytet Voskopoja e parë (turqisht Tomadhza), duket se u themelua, siç thuhet dhe në kodikun e Manastirit të Shën Prodhromit, më 1330, nga barinj të zonës përreth që vendosën kasollet e tyre në këtë qytet, por nga ato sa shkroi për të dëshmitari okular dhe sekretari i Patriarkanës së Aleksandrisë dhe hierodhiakoni i Batalionit të 5-të që pushtoi Maqdoninë Perendimore z Dh Kalimahos, e konsideron se qyteti u ndërtua në shek e 15-të në fushëgropën e vargmalit të Oparit, në lartësinë 1200 m. Me kohën ky vendbanim arriti kulmin e tij gjatë fundit të shekullit të 17-të duke u shtrirë në shtatë kodrat, ku në secilin janë shpëtuar themelet e shkatërrimit të shkakëtuar nga Shqiptarët”.
Për herë të parë u quajt Voskopojë ndoshta më 1610 nga Patriarkët e Jerusalemit, të cilët konstatuan se ato sa ofroi Voskopoja ishin shumë më tepër nga ato sa ofruan qytete të mëdha. Për këtë arsye e quajtën Moskopoli. Moskopolitët e bënë atdheun e tyre të veçantë e të famshëm.  Më 1750 kishte pothujse 60000 frymë, shkolla të shkëlqyera, si Akademia e Re, shtypshkronjë, tek të cilat u shtypën mjaft libra, studime, rregullorja e komunitetit, ndërtesa private dhe publike dhe shumë të tjera.
Të gjitha këto i shkatërruan më 1769 turkoshqiptarët. Moskopolitët pas shkatërrimit u shpërndanë në qytetet fqinje dhe në vende të largëta.
Atje u morën me tregti dhe u pasuruan, si Sina dhe Smolenski “Sot Voskopja përbën një fshat të vogël (me 2000 banorë). Është dhe atdheu i bamirësit kombëtar Simon Sina dhe e gjeneralit Konstandin Smolenski”.
Përktheu: Pelasgos Koritsas

Δεν υπάρχουν σχόλια: