Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ο μύθος τής Αλβανικής συμβολής στην ανεξαρτησία τής Ελλάδος. - Legjenda e kontributit shqiptar në pavarësinë e Greqisë


Αποτέλεσμα εικόνας για arvanites
ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ



Ελλονοαλβανοί, Τουρκαλβανοί, Αρβανίτες, Ηπειρώτες, Βλάχοι.

Ο μύθος τής Αλβανικής συμβολής στην ανεξαρτησία τής Ελλάδος. Οι «Αρβανίτες» συμπολεμιστές τού Αλέξ. Υψηλάντου και μισθοφόροι τής Δύσεως.
Αρβανιτοχώρια.

Μέχρι των αρχών τού περασμένου αιώνος περίπου, αναφέρονται δυό κυρίως κατηγορίες Αλβανών, νοουμένων και των Ηπειρωτών, έξω τής Ηπείρου, Ελληνοαλβανοί = Έλληνες τής Αλβανίας, κατά το σημερινό Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και Τουρκαλβανοί = Αλβανοί εκτουρκισμένοι. Το όνομα Ηπειρώτες μάλλον αγνοείται. Αργότερα, παρεμβάλλεται και ή κατηγορία των Ιταλοαλβανών = Αλβανών τής Ιταλίας, δημιούργημα τού Βατικανού και τής ανθελληνικής Ιταλικής πολιτικής που για πρώτη φορά τούς παρουσίασε ή Ιταλία ως δήθεν Αλβανούς διαμαρτυρομένους κατά τής επεκτάσεις τής Ελλάδος στην Ήπειρο, θεωρουμένης ως Αλβανικής πατρίδος, επέκταση που είχε προτείνει το Συνέδριο τού Βερολίνου, κατά το 1878.
Τύπος αλβανικής εθνικότητος, όπως νοείται σήμερα, ήταν ανύπαρκτος και αδιανόητος μέχρι τέλους σχεδόν τού περασμένου αιώνος.
Ως ελληνοαλβανοί ελογίζοντο, χριστιανοί ορθόδοξοι, ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι ομού, προερχόμενοι από την Ήπειρο και Αλβανία, οι οποίοι δεν διέφερον κατά τίποτε ανάμεσά τους, εκτός από ένα νόθο αλβανικό οικογενειακό ιδίωμα τού οποίου έκαναν χρήσι μερικοί, λεγόμενοι ως εκ τούτου αλβανόφωνοι. Το ιδίωμα τούτο μάλιστα ήταν τόσο νόθο, ώστε με την πάροδο τού χρόνου, να καθίσταται δύσκολη αν όχι αδύνατη ή συνεννόησι μεταξύ αυτών και τών τουρκαλβανών.
Αργότερα, όπως συνήθως συμβαίνει, χάριν συντομίας, παρελήφθη το πρώτο συνθετικό «έλλην» και «τουρκ» και έκτοτε γίνεται λόγος, ακαθορίστως, για «αλβανός», πράγμα πού ταυτίζει τις δυό τελείως διαφορετικές έννοιες τού «αλβανού - ελληνοαλβανού» και τού «αλβανού τουρκαλβανού». Επέρχεται δηλ. σύγχυσις πού γίνεται εμφανέστερη, μετά την ανάπτυξι τής αλβανιστικής κινήσεως—έργον εχθρών τού ελληνισμού— πού είχεν εν τελευταία αναλύσει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία Αλβανικού Κράτους.
Το θρήσκευμα όμως αποτελεί βασικά διακριτικό γνώρισμα απαραίτητο, μεταξύ των δύο αυτών αλβανικών κατηγοριών, για κείνον πού σέβεται και εκτιμά την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για ένα τεραστίας σημασίας εθνικό και μάλιστα Ηπειρωτικό θέμα, για το οποίο δεν εδόθη ή δέουσα προσοχή.
Υπήρχαν οι Αλβανοί μουσουλμάνοι, άσπονδοι εχθροί των ομοφύλων τους χριστιανών και φυσικά παντός χριστιανού, με πρωτόγονο φανατισμό, πού αγωνίζονταν υπέρ τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τής οποίας ενσυνειδήτως εταυτίζοντο. Παραλλήλως δε, υπήρχαν Αλβανοί ορθόδοξοι χριστιανοί, εχθροί των μωαμεθανών Αλβανών, πού εμάχοντο για μία πατρίδα ελληνική και όχι αλβανική.
Ο Αλβανός μουσουλμάνος Εκρέμ Βλιώρα, στο βιβλίο του «Φύλλα Ημερολογίου από το Βεράτιον και το Τομόρι» γράφει, ότι ή Αλβανία έχει δώσει 36 από τούς ικανότατους Μ. Βεζύρηδες τής Τουρκίας και τελευταίως τον Φερήτ πασάν τον Πρώτον Μ. Βεζύρην τής Ν. Τουρκίας και 100 αρχηγούς τού τάγματος των Γενιτσάρων.
Επίσης ό Τζαβάτ Καλαντζής, δ)ντής τής αλβ. «Δημοκρατίας» τού Αργυροκάστρου, έγραφε το 1931 μάλιστα: «Διατί να το αποκρύψωμεν. Εάν τα τουρκικά σύνορα ήσαν κοντά, θα είμεθα Τούρκοι την συνείδησιν όπως οι χριστιανοί αποβλέπουν εις την Ελλάδα».
Εξ άλλου ό Παπαρρηγόπουλος, γράφει τα εξής σχετικά με τη συμπεριφορά των τουρκαλβανών κατά την Πελοποννησιακή επανάστασι τού 1770 (Ορλώφ): «Οι Αλβανοί τούς οποίους ή Υψηλή Πύλη απέστειλε κατά τής Πελοποννήσου, αφού ευχερώς κατέπνιξαν το ασθενές εκείνο κίνημα, εξετράπησαν εις λεηλασίαν και δήωσιν δεινήν. Συμποσωθέντες βαθμηδόν εις 60 χιλιάδας, κατέστρεψαν πόλεις και χωρία και τούς μεν ευπορωτέρους παντελώς γυμνώσαντες, κατηνάγκαζον να υπογράψωσιν ομολογίας μεγάλων ποσών τούς δε πενεστέρους απεμπόλουν ως κτήνη.
«Οι κάτοικοι τής Βοστίτζης (Αίγιον), καταφυγόντες εις την μονήν των Ταξιαρχών άπαντες εσφάγησαν... Είκοσι χιλιάδες Πελοποννήσιοι επωλήθησαν ως δούλοι εις την Αλγερίαν... Δεν εφείσθησαν ουδέ των πέριξ νήσων. Ιδίως αι Σπέτσαι αίτινες έλαβον μέρος εις τον αγώνα, έπαθον πολλά από Αλβανούς προερχομένους εξ Αργολίδος. Η Πελοπόννησος ηρημώθη κατοίκων, διότι, όσοι δεν εξηνδραποδίσθησαν ή μετηνάστευσαν εις Επτάνησα ή κατέφυγον εις τα κρησφύγετα των ορέων και των σπηλαίων. Η οικτρά αυτή κατάστασις διήρκεσεν 9 έτη.
«Οι Αλβανοί, όχι μόνον δεν επείθοντο να απέλθωσιν εκ Πελοποννήσου, όπως κατ’ επανάληψιν διετάχθησαν υπό τής Οθωμανικής κυβερνήσεως, αλλ’ αντέστησαν. Τότε ή τελευταία αυτή ανέθηκε την κατατρόπωσίν των εις τον αρχιναύαρχον Χασάν και τη βοηθεία των εντοπίων (Σ. Σ. φυσικά Αλβανών χριστιανών και Ελλήνων) κατετρόπωσαν αυτούς».
Επίσης, κατά την επανάστασιν τού 1821, «οι εντόπιοι αλβανόφωνοι —χριστιανοί φυσικά— γράφει ό Κ. Τριανταφύλλου, έλαβον τα όπλα κατά των Τούρκων ομού μετά των Ελλήνων, άνευ άλλης τινός διακρίσεως, ενώ οι Αλβανοί μωαμεθανοί απετέλουν μονάδας τού τουρκικού στρατού, κατελθόντες μετ’ αυτού κατά των εντοπίων». Κλασσικό παράδειγμα τέλος —ένα από τα άπειρα— αποτελεί ό αρβανίτης Αλή πασάς πού εξόντωσε τούς λεγομένους αρβανίτες τού Σουλίου Τζαβελαίους, Μποτσαραίους κλπ. Συνεπώς, όταν γίνεται λόγος αορίστως περί Αλβανών, ασχέτως δηλ. θρησκεύματος, είναι μακράν τής ιστορικής πραγματικότητος. Εν τούτοις, σύγχρονοι Αλβανοί, διαστρεβλώνοντας την εν λόγω ωμή πραγματικότητα, εν γνώσει των, διατείνονται, ότι ό Αλβανικός λαός αντίκρυσε με συμπάθεια τις εθνικές κινήσεις για την ελευθερία και ανεξαρτησία των γειτονικών τους λαών έναντι των ξένων κατακτητών. Ενώ είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι Αλβανοί συνέβαλον στην προσπάθεια τής καταστολής κάθε ελληνικού απελευθερωτικού κινήματος και μάλιστα εκείνης τού 1821. Επί παραδείγματι ή εφημερίς Μπασκίμι τής 7 - 11 - 1962 γράφει: «οι Μποτσαραίοι, ό Αλή Φαρμάκης, ό Μιαούλης, ή Μπουμπουλίνα συνέβαλαν αποφασιστικώς εις τον πόλεμον των Ελλήνων κατά τού Τούρκου δυνάστου». Όλοι όμως αυτοί οι χριστιανοί «αλβανοί» και πολυάριθμοι άλλοι «αρβανίτες» ηγωνίζοντο για την πίστι τους και για την ίδρυσι Ελληνικού Βασιλείου, «Ρωμέϊκου» και όχι αλβανικού. Μεμονωμένες δε εξαιρέσεις αποτελούσαν οι τουρκαλβανοί εκείνοι πού ένεκα διαφόρων λόγων ατομικών είτε εξ ατταβισμού ως απόγονοι εξισλαμισθέντων διέκειντο συμπαθώς στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Εάν όλοι οι φερόμενοι ως Αλβανοί, ήταν πράγματι τέτοιοι και είχαν αλβανική εθνική συνείδησι, τότε θα ηγωνίζοντο για αλβανική εθνική αποκατάστασι, όπως οι Έλληνες, Σέρβοι κ.ά. Άφθονες άλλωστε μαρτυρίες και αυτά τα αναλλοίωτα και ανόθευτα δημοτικά τραγούδια στα οποία είναι διάχυτη ή οιμωγή και ό θρήνος τού Ελληνικού λαού για όσα υπέφερε εκ μέρους των Αλβανών μουσουλμάνων κατά την Τουρκική δουλεία των 400 ετών.
Μετά την κατάρρευσι (1798) τής υπερδυνάμεως για την εποχή Ενετίας, τής οποίας οι ένοπλες δυνάμεις απετελούντο κατά 80 % περίπου από μισθοφόρους ελληνοαλβανούς, γνωστούς με τα ονόματα Στρατιότι, Μορντάτι, Στρατοκόπι, Αλβανοί κλπ. διελύθησαν. Από τότε δε γίνεται χρήσις περισσότερο αν όχι αποκλειστικά τού ονόματος αλβανοί ή αρβανίτες, νοουμένων ως τέτοιων των μισθοφόρων εκείνων χριστιανών ορθοδόξων πού προήρχοντο κυρίως εξ Ηπείρου Αλβανίας, κατά παράδοσι και συνέχεια των μισθοφόρων Στρατιότι, Μορντάτι κλπ. Πολλές φορές δε μέσα στα σώματα των εν λόγω μισθοφόρων ήταν και άλλοι, ξένοι, προς την Αλβανία και την Ήπειρο.
Στις παραδουνάβιες χώρες λόγου χάριν, υπήρχαν «αρβανίτες» για τη δημόσια ασφάλεια — δεν επετρέπετο παρουσία τουρκικών δυνάμεων, βάσει ρωσσοτουρκικής συνθήκης — «αρβανίτες» για προσωπική φρουρά των ηγεμόνων, «αρβανίτες» με την έννοια τού χωροφύλακος, αγροφύλακος κλπ.
Υπολογίζονται μάλιστα σε 4 χιλιάδες οι «αρβανίτες» τού είδους αυτού πού έλαβον μέρος στην επανάστασι τού Αλ. Υψηλάντη, πού μετά την αποτυχία, κατήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και συνέπραξαν στον απελευθερωτικόν μας αγώνα. Εξ αυτού δε προέρχονται και πολυάριθμα επώνυμα από παρεπώνυμα, όπως Αρβανίτης... άκης... όπουλος, Αρβανιτογιάννης, Αρβανιτογιώργος, κ.ά. πού σε πολλές περιπτώσεις δεν σχετίζονται ούτε με την Ήπειρο, ούτε με την Αλβανία και ενδεχομένως να πρόκειται περί απογόνων Σέρβων, Βουλγάρων κ.ά.
Σχετικώς, οι καθηγηταί π.χ. Κλ. Νικολαΐδης τού Πανεπιστημίου τής Βιέννης πού συνεβουλεύθη και τα αρχεία τού υπουργείου των εξωτερικών τής Αυστρίας και Γκιουρέσκου τού Πανεπιστημίου τού Βουκουρεστίου, γράφουν τα εξής περιστατικά από το Κίνημα τού Υψηλάντη:
Ο Ιερός λόχος υπό τον Ν. Υψηλάντη παρεπείσθη υφ’ ενός των ηγετών των αλβανών ονόματι Καραβία... Οι αρχηγοί των αλβανών Γεωργάκης, Φαρμάκης και Πρόδανος διεσκορπίσθησαν έκαστος μεθ’ εκατοντάδων τινων αλβανών εις τα ορεινά τής Βλαχίας... Των πυρήνα τού στρατεύματος τού Υψηλάντη όταν διέβη τον Προύθον απετέλουν 250 Αλβανοί. Οι Τούρκοι δεν κατεδίωξαν τον Υψηλάντην, χάρις εις το γεγονός, ότι ό Γεωργάκης Ολύμπιος μετά των αλβανών του».
Χαρακτηριστικό δε είναι το κατωτέρω έγγραφο προαγωγής τού τελευταίου, όταν ηγωνίζετο (1807) στο πλευρό των Ρώσσων κατά τον Ρωσσοτουρκικόν εκείνον πόλεμον, το οποίον αντιγράφομεν από την εφημ. «Εστία» των Αθηνών τής 14-3- 1975 (Ιστορήματα):
«Τω κυρίω συνταγματάρχη Γεωργίω Νικολάου Ολυμπίω. Η αυτού Εκλαμπρότης ό κ. Γενικός Αρχιστράτηγος (…….) με ειδοποίησεν, ότι υμείς, κατά το τής Α. Μεγαλειότητος Δ)μα το εκδοθέν (. . . . . .) τη 30 τού παρελθόντος Αυγούστου, διά την εξαίρετον ανδρείαν υμών εκδηλωθείσαν εν τη μάχη κατά τού τουρκικού στρατού εν τω χωρίω Οστροβίου μετωνομάσθητε από Αλβανόν λοχαγόν, συνταγματάρχης τού στρατού (. . . . . . ). Διέταξα δε να ορκισθήτε εις τον βαθμόν τούτον. τη 3-12- 1807, Κραϊόβα. Ο υποστράτηγος Ι. Σμολένσκης». Διευκρινίζει δε ό συγγραφεύς, ότι «αλβανοί» εκαλούντο οι εθελονταί οι συρρέυσαντες εκ των δυτικών περιφερειών.
«Ο Αναστάσιος Μπίκμπασης, έγραφε ό Μιχ. Σούτσος στον Υψηλάντη, ελθών ενταύθα, χωρίς να συμβουλευθή τούς άλλους εφόρους ή άλλον τινά, ήρχισε να καταγράφη αναφανδόν και να ορκώνη ανεξετάστως αρβανίτας των εντοπίων αρχόντων». Όρκιζε δηλαδή και κατέγραφε «αρβανίτες» για τούς σκοπούς τής Φιλικής Εταιρείας. Είναι φανερό, πώς κάθε άλλο παρά περί μουσουλμάνων αλβανών πρόκειται.
Μιά άλλη πλήρη σχετική απόδειξι μάς παρέχουν και τα αρχεία τής Ηπειρωτικής εκκλησίας Παναγία των Ξένων Κερκύρας: Όταν το 1813 κατείχαν την Κέρκυρα οι αυτοκρατορικοί Γάλλοι, είχαν στην υπηρεσία τους, όπως και οι Ενετοί, μισθοφορικά τάγματα «αρβανιτών». Τη χρονιά εκείνη εκκενώθη ή θέσις του εφημερίου τής εν λόγω εκκλησίας ένας δε ιερέας ονόματι Αρσένιος Γιαννούσης πού υπηρετούσε στο «Τάγμα των αρβανιτών» υπέβαλε αίτησι στον χιλίαρχο των «αρβανιτών» ονόματι Μηνάν στην οποίαν λέγει και τα εξής:
«Ο γραικός ιερεύς τής εκκλησίας Υ. Θ. Φανερωμένης των Ξένων, μέλλει μετ’ ολίγον να εκλεγή ... ό υπογεγραμμένος ζητεί την δυνατήν προστασίαν τής υμετέρας εξοχότητος διά να λάβη τον τιμητικόν και εξαιρετικόν τίτλον του εφημερίου τής αυτής εκκλησίας, ευγάζοντάς τον με τοιούτον τρόπον από την άκραν δυστυχίαν εις την οποίαν ούτος ευρίσκεται εξ αιτίας τής μετριότητος των μισθών όπου λαμβάνει ως πνευματικός πατήρ του αλβανικού στρατιωτικού τάγματος». Εν συνεχεία ό «χιλίαρχος των αρβανιτών Μηνάς» την υποβάλλει στο Γάλλο κομισσάριο διά τα περαιτέρω.
Το «αλβανός — αρβανίτης», επαναλαμβάνομε, είχε την έννοια του ορθοδόξου χριστιανού μισθοφόρου και όχι άτομο αλβανικής εθνικότητος, ακατανόητος για την εποχή. Πρόκειται δε περί χριστιανών κυρίως τής Ηπείρου, γιατί αυτοί εγκατέλειπαν τον τόπο τους για να αποφύγουν τον τουρκαλβανικόν ζυγό, και τον εκτουρκισμό. Στον ξένο τόπο δε μη έχοντες άλλο πόρο ζωής, εύρισκαν σαν πρόχειρο επάγγελμα εκείνο τού μισθοφόρου, το όπλο, με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι και αποτελούσε οικογενειακή παράδοσι γι’ αυτούς. Έτσι είχε δημιουργηθή «αλβανική» παράδοσι μισθοφόρων. (Βλ. και 22ον Κεφ.)
Οι εκτουρκισθέντες αλβανοί δεν είχαν λόγους εκπατρισμού, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, γιατί αποτελούσαν το καθεστώς, ως γαιοκτήμονες όργανα τής εξουσίας, τής διοικήσεως κλπ. ενώ οι χριστιανοί ήταν είλωτές τους. Έτσι, στην πραγματικότητα και τα λεγόμενα Αρβανιτοχώρια ή Βλαχοχώρια τού Παναχαϊκού, Πελοποννήσου, Κεφαλληνίας κ.ά. έξω τού Ελλαδικού χώρου, όπως το Αρβανιτοχώρι τού Μ. Τυρνόβου Βουλγαρίας λ.χ. απετελούντο — παρά το όνομά τους — από ελληνοφώνους, αλβανοφώνους και βλαχόφωνους χριστιανούς ορθόδοξους με κοινή καθημερινή γλώσσα την ελληνική, που κυριαρχούσε παντού. Συνέβαινε δε τούτο, γιατί επλεόναζε το ελληνόφωνο στοιχείο. Η παρουσία του δε παντού, εθεωρείτο σαν κάτι το αυτονόητο, το φυσικό. Εντυπωσίαζε εξ άλλου και ή ύπαρξι ξενοφώνων ανάμεσά του και στο γεγονός αυτό οφείλεται το διακριτικό όνομα «Αρβανιτοχώρι ή Βλαχοχώρι» σε μερικές περιπτώσεις. Ενώ σ’ άλλες το Αρβανιτοχώρι δηλοί Ηπειρωτοχώρι, δεδομένου, ότι εταυτίζοντο Ηπειρώτες και Αλβανοί χριστιανοί.
Πρωτίστως, εξεπατρίζοντο ελληνόφωνοι — οι βλαχόφωνοι ήταν ασήμαντη μειονότης και κατά το πλείστον νομάδες — οι δε αλβανόφωνοι είχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος εξισλαμισθή, προ, κατά και μετά την αποτυχία τού Καστριώτη (1468). Κατά τον Παπαρρηγόπουλο (Ε-292) «οι αλβανοί εφ’ ων πολλοί ήδη (1444) είχον ασπασθή τον ισλαμισμόν βραδύτερον ηυτομόλησαν προς αυτόν πολυαριθμώτεροι, ίσως όλων των λοιπών ιθαγενών τής Ανατολής».
Μιά από τις μεγάλες αφορμές τής εκτεταμένης αυτής αλβανικής αλλαξοπιστίας ήταν, το ότι οι Αλβανοί δεν είχαν στεριωμένη τη χριστιανική τους πίστι γιατί εθρησκεύοντο, όχι με τη δική τους μητρική γλώσσα αλλά μέσον τής ελληνικής.
Είναι κοινώς γνωστό άλλωστε, ότι ή Αλβανία, από τότε αποτελούσε την κοιτίδα τού μουσουλμανισμού, σ’ ολόκληρη σχεδόν τη Βαλκανική. Οι πρώτοι εξισλαμισθέντες, ήταν ό αλβανός φύλαρχος Ισαήμ, ή Ισάμ μετά των ανδρών του πού ήταν εντεταλμένοι να εμποδίσουν την εισχώρησι των τούρκων από την Μακεδονία στην Ήπειρο — αρχές τού 14ου αιώνος — οι οποίοι όχι μόνον δεν παρημπόδισαν την τουρκική προέλασι προς την Ήπειρο αλλά και συνειργάσθησαν ως τούρκοι πλέον εναντίον της πατρίδος τους. Εξ αυτού δε —κατά τον Παραμυθίας Αθηναγόραν—και το όνομα «Τσάμης» από το Ισάμης πού εννοεί τον άπιστον, τον προδότη και σώζεται σήμερα προκειμένου περί θεσπρωτών. Τότε, λέγει, όλους τούς νεοφωτίστους μουσουλμάνους τούς ωνόμαζαν Τσάμηδες και τούς άλλους χριστιανούς γκιαούρηδες, δηλ. απίστους.
Ανάλογο σχετικό περιστατικό αναφέρει και ό Π. Καρολίδης, για αλβανούς τής Πελοποννήσου (1460). Οι αλβανοί πού υπερήσηιζαν, λέγει, την τοποθεσία Ταρσό υπό την αρχηγία τού Λοξία, δεν αντέταξαν ισχυρή άμυνα προς τον σουλτάνο. Παρέδωσαν δε τη θέσι και 300 νεαροί αλβανοί αλλαξοπιστήσαντες κατετάγησαν αμέσως στο τάγμα των γενιτσάρων.
Συνεπώς, όπου γίνεται λόγος περί Αλβανών χριστιανών ορθοδόξων κατά το παρελθόν πρόκειται κυρίως περί Ηπειρωτών —Ελλήνων και κατόπιν περί αλβανοφώνων. Σημειωτέον, ότι οι καθολικοί Αλβανοί έτρεφαν εχθρικώτατα αισθήματα εναντίον των ορθοδόξων, μέσα στην Ήπειρο δε λέγοντας «Αρβανίτες», εννοούσαν πάντοτε, κατά κανόνα, Τουρκαλβανό. Τέτοιου είδους «Αρβανίτες», Ελληνοαλβανούς δηλ. είχε υπ’ όψιν του (1797) κι’ ό Ρήγας Φεραίος με το θούριό του: «Βούλγαροι και Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί — Νησιώτες, Ηπειρώτες με μιά κοινή ορμή — για την ελευθερία να ζώσωμε σπαθί....».
Ειδικώτερα, εάν υποθέσωμε λ.χ. ότι οι άποικοι τής Ύδρας, λεγόμενοι Αλβανοί ανήρχοντο σε 1000 άτομα εξ αυτών τα 700—800 θα ήσαν Ηπειρώτες δηλ. ελληνόφωνοι και τα υπόλοιπα αλβανόφωνοι. Η αυτή αναλογία δε θα πρέπει να υπάρχη προκειμένου και περί των λεγομένων Αλβανών τής Αττικής, Πελοποννήσου, κ.ά. Υπήρχε πάντοτε και επλεόναζε το ελληνόφωνο στοιχείο και στο γεγονός αυτό οφείλεται ή γνώσις και χρήσις τής καθημερινής ελληνικής διαλέκτου παρ’ όλων. Οπωσδήποτε δε, στερείται λογικής βάσεως ή άποψις, ότι επρόκειτο μονοπλεύρως περί ελληνοφώνων ή αλβανοφώνων και το όνομα Αρβανιτοχώρι ή Βλαχοχώρι πρέπει να εννοείται πάντοτε με την παρουσία πλεονάζοντος ελληνοφώνου στοιχείου. Ανάμικτοι ζούσαν στην πατρίδα, μετά την αποτυχία Σκεντέρμπεη, ανάμικτοι αποδημούσαν και ανάμικτοι κατά κανόνα εγκαθίσταντο και στην καινούργια πατρίδα, όποια και αν ήταν.
Προκειμένου δε περί των Βλάχων, έτσι εξηγείτο το διπλό φαινόμενο πού ανεφάνη κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων τού αλβανικού μετώπου και τής κατοχής. Σε μερικές περιοχές γράφει ό Σ. Γυαλίστρας, ευρέθησαν στην Πίνδο, μερικοί λεγόμενοι Κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί που συμπεριεφέρθησαν πατριωτικώς έναντι των μαχομένων ελληνικών στρατευμάτων. Ευρέθησαν όμως και κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί, ιδίως στα Ιταλοκρατούμενα μέρη, όπου ή συγγένεια τού γλωσσικού ιδιώματος ίσως, καθίστα ευχερέστερη την εξαγορά των συνειδήσεων, οι οποίοι συνεμάχησαν μετά των Ιταλών καραμπινιέρων. Μετά δε την σκόπιμη υπό των ιταλικών αρχών Κατοχής αποφυλάκισι Ελλήνων βαρυποινιτών, υπέβαλον τούς ελληνικούς πληθυσμούς τής υπαίθρου εις μαρτύρια εφάμιλλα τής Ιεράς Εξετάσεως.
Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει σαφώς, ότι όταν γίνεται λόγος κατά τούς περασμένους αιώνες για «Στρατιώτες», Μορντάτι, Ελληνοαλβανούς, Αρβανίτες» κλπ. αφορά στο σύνολό τους, Ηπειρώτες, δηλ. χριστιανούς ορθοδόξους Έλληνες, μερικοί από τούς οποίους έκαναν χρήσι και του νόθου αλβανικού προφορικού και μόνον ιδιώματος.
Εάν οι χιλιάδες των λεγομένων Αλβανών πού εγκατεστάθησαν κατά καιρούς στην Ελλάδα ήταν αλβανικής εθνικής συνειδήσεως και αλβανόφωνοι, τότε, θα είχαμε ακόμα και σήμερα μιά πολύ μεγάλη αλβανική μειονότητα, όπως συμβαίνει με εκείνη του Κοσσυφοπεδίου τής Γιουγκοσλαβίας.
Εν κατακλείδι, όλοι αυτοί οι Ηπειρώτες τής διασποράς διά μέσου των αιώνων και μάλιστα των πρώτων τέτοιων μετά την κατάκτησι, πολεμοχαρείς, σκληραγωγημένοι, πειθαρχικοί, μισόξενοι και πρωτόγονοι στη λιτότητα και απλότητα του ήθους τους, θυμίζουν τους Δωριείς. Η συμβολή τους όμως στην εθνική μας επιβίωσι και εν τελευταία αναλύσει και στην αναγέννησι τής συγχρόνου Ελλάδος, αποφασιστικής ίσως σημασίας, δεν έχει ερευνηθή και αξιολογηθή.



Πηγή: Το βιβλίο του Σπύρου Στούπη, Ηπειρώτες και Αλβανοί –η προσφορά της Ηπείρου προς το έθνος, εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Ιωάννινα 1976.


Vorio Epiri

Helenoshqiptarë, turkoshqiptarë, Arvanitë, Epirotë, Vllehë.

Legjenda e kontributit shqiptar në pavarësinë e Greqisë. “Arvanitët” bashkëluftëtarë të Aleksandër Ipsilantit dhe mercenarët e Perëndimit.
Fshatrat Arvanitase

Deri në filli të shekulli të kaluar, përafërsisht, përmenden dy kategori shqiptarësh, duke përfshirë Epirotët dhe ata jashtë Epirit.

Helenoshqiptarët- Grekët e Shqipërisë, ashtu siç quhen sot dhe helelnoqipriotët, turkoqipriotët dhe Turkoshqiptarët= Shqiptarë të turqizuar. Emërtimi Epirot më tepër nuk njihet. Më vonë shtohet kategoria e italoshqiptarëve=shqiptarëve të Italisë krijimi i Vatikanit dhe e politikës antihelene që ndjek Italia e cila për herë të parë paraqiti Italia si gjoja protestues shqiptarë ndaj planeve aneksuese të Greqisë në Epir, duke cënuar atdheun e konsideruar si të tillë Shqipërinë, një aneksim që kishte propozuar Konferenca e Berlinit gjatë shek të 1878.
Një lloj kombësie shqiptare, ashtu siç konceptohet sot, ishte inekzistente deri në gjysmën e  fundit të shekullit të kaluar.
Helenoshqiptarët mendoheshin si të krishterë orthodhoksë, grekofolës dhe shqipfolës gjithashtu, që kanë prejardhje nga Epiri dhe Shqipëria, të cilët nuk ndryshonin aspak ndërmjet tyre, përveçse nga cilësia e adoptuar, familjare shqiptare, përdorim të sëcilës bënin vetëm disa prej tyre, dhe që si rrjedhim quheshin shqipfolës. Kjo cilësi bile ishte kaq shumë e dobët, sa me kalimin e kohës, ishte tepër i vështirë , në mos i pamundur, komunikimi i tyre me turkoshqiptarët.

Më vonë, siç ndodh rëndom, për shkak të shkurtimit, u morr, u hoq, pjesa e parë përbërëse e emërtimit “helen” dhe “turk” dhe që prej atëhere bëhet fjalë në mënyrë të përgjithëshme “shqiptarë”,  gjë e cila përputh dy nocione komplet të kundërta të “shqiptarit – helenoshqiptarit” dhe të “shqiptarit-turkoshqiptar”. Vjen si rrjedhim pra ngatërrimi i mëvonshëm që shfaqet fort pas zhvillimit të lëvizjes shqiptare- vepër e armiqëve të helenizmit- që në fund të fundit solli si rezultat dhe krijimin e Shtetit Shqiptar.
Por, feja përbente një karakteristikë dalluese bazë dhe të domosdoshme, ndërmjet dy këtyre kategorive, për atë , natyrisht, që respekton të vërtetën historike.
Bëhet fjalë për një çështje tepër të rëndësishme kombëtare dhe bile çështje Epirote, të cilës nuk ju dha rëndësia e nevojshme.

Ekzistonin shqiptarë mysylmanë, armiq të pabesë të të krishterë bashkëkombas të tyre dhe natyrisht ndaj çdo të krishteri, me një fanatizëm primitv, që luftonte në krah të Perandorisë Osmane me të cilën me ndërgjegjie të plotë përputheshin. Në të njejtën kohë, ekzistonin shqiptarë orthodhoksë, armiq të muhamendanëve shqiptarë, që luftonin për atdheun e tyre grek dhe jo atë shqiptar.
Shqiptari myslyman Eqerem Vlora, në librin e tij “Fletë ditari nga Berati e Tomorri” shkruan se Shqipëria i kishte dhënë Turqisë 36 nga Vezirët më të aftë, me të fundit Ferrit Pashanë, Vezirin e Parë të Madh të Turqisë Jugore dhe 100 udhëheqës së trupës ushtarake të Jeniçerëve.
Gjithashtu Xhavat Kalanxhi , drejtor i “Demokracisë” shqiptare të Argjirokastrës, shkruante në vitin 1931: “Përse ta fshehim. Nëse kufijtë turq ishin afër, do të ishim me ndërgjegjie turke dhe ashtu si të krishterët që shohin nga Greqia”.

Ndër të tjera Paparigopouloja, shkruan si mëposhtë për sjelljen e turkoshqiptarëve gjatë kryengritjes së Peloponezit të vitit 1770 (Orlof): “Shqiptarët të cilët Porta e Lartë  i dërgoi kundër Peloponezit, pasi shtypën atë lëvizje të dobët, devijuan në plaçkitje dhe dhunë të egër. Duke u mbledhur gradualisht në 60.000 mijë, shkatërruan qytete e fshatra dhe ata që ishin në gjendje ekonomike i zhveshën lakuriq, plotësisht, i detyruan që të nënshkruanin letra me vlerë në shuma të mëdha ndërsa më të varfërit i trajtonin si kafshë.
“Banorët e Vosticës (Egion) , pasi u strehuar në manastirin e Kryeëngjëjve u masakruan që të gjithë... Njëzetmijë  banorë të Peloponezit u shitën si skllevër në Algjeri... Nuk lanë gjë as në ishujt pranë. Në veçanti në Speces banorët e së cilës morën pjesë në kryengritje, vuajtën shumë nga shqiptarët të cilët erdhën nga Argolidha. Peloponezi u shkrretua nga banorët, sepse, ata sa nuk u vranë ose emigruan në Eptanisat (ishujt e Jonit) ose u fshehën nëpër male e shpella.
Kjo gjendje e mjerueshme zgjati për 9 vjet.

“Shqiptarët, jo vetëm nuk bindeshin që të largoheshin nga Peloponezi, siç u urdhëruan për të disatën herë nga qeveria Osmane, por dhe rrezistonin. Atëhere, për herën e fundit, ju caktua largimi i tyre, kryekapitenit Hasan me ndihmën e vëndasve (të krishterëve shqiptarë dhe të grekëve) që ti largonin ata”.

Gjithashtu, gjatë kryengritjes së 1821, “shqipfolësit vendas - të krishterët natyrisht- shkruan K Triandafillou, rrëmbyen  armët kundër turqve sëbashku me grekët, pa asnjë lloj dallimi, ndërsa myslymanët shqiptarë që ishin pjesë e ushtrisë turke  erdhën që të luftonin kundër vendasve”.  Një shembull karakteristik – nga të panumurtat- përbën dhe arvaniti Ali Pasha që masakroi arvanitët e njohur të Sulit, Xhavellat, Boçarenjtë etj. Si rrjedhim kur bëhet fjalë në përgjithësi për Shqiptarë, duke shtrembëruar këtë realitet të padiskutueshëm, nënkuptohet, dhe pranohet në mënyrë të gabuar, me ndërgjegjie, se populli shqiptar e priti me simpati lëvizjet kombëtare për liri dhe pavarësi të popujve të tyre fqinj kundër pushtuesve të huaj. Ndërsa është gjërësisht e ditur se shqiptarët ndihmuan me çdo mënyrë për të shtypur lëvizjen kombëtare helene për liri dhe sidomos atë të vitit 1821.

Le të marrim akoma dhe një shembull. Gazeta Bashkimi e dt 7-11-1962 shkruan: “Boçarenjtë, Ali Farmaqi, Miauli, Bubilina kontribuan në mënyrë deçizive në luftën e grekëve ndaj dinastit turk”.

Por të gjithë këta të krishterë “shqiptarë”dhe numër i pafund “arvanitë” luftonin për besimin e tyre dhe për themelimin e mbretërisë Helene, “Romeikon” dhe jo atë shqiptare. Raste të rralla ishin ata turkoshqiptarë të cilët për shkak të interesave të tyre personale ose dhe kujtesës së tyre si parardhës së të krishterëve të kthyer në myslymanë, që shikonin me sy të mirë betejën për liri të Helenëve. Nëse të gjithë ata sa duken si  shqiptarë, ishin me të vërtetë të tillë dhe kishin ndërgjegjie kombëtare shqiptare, atëhere di të luftonin për çlirimin kombëtar shqiptar, ashtu si Helenët, Serbët etj.  Janë të panumërta dëshmitë dhe këngët e panjollosura, popullore në të cilat është i ndjeshëm vajtimi i popullit Helen nga ato sa vuajti nga shqiptarët myslymanë gjatë skllavërimit Turk në 400 vjet.


Pas rrënies (1798) të superfuqisë së asaj kohe   Venecias, forcat luftarake të së cilës të përbëra kryesisht, 80%, nga mercenarë helenoshqiptar, të njohur me emrat e tyre Stratioti, Mordati, Stratokopi, Albanë etj, u shpërbënë.
Që prej atëhere, përdoret, më tepër, nëse jo vetëm, emërtimi shqiptar ose arvanit, për të kuptuar si të tillë ata mercenarë të krishterë orthodhoksë që kishin prejardhjen nga Epiri i Shqipërisë, tradicionalisht dhe vazhdimësi e mercenarëve Stratioti, Mordati etj. Shpesh herë në këto trupa, të mercenarëve në fjalë ishin dhe të tjerë të huaj, në lidhje me Shqipërinë dhe Epirin.

Në vendet përbri Danubit psh, ekzistonin “arvanitë”për sigurinë publike – nuk lejohej prezenca e forcave turke,  për shkak të marrveshjes ruso-turke – “arvanitët” për mbrojtje personale të udhëheqësve, “arvanitë” në kuptimin e korofillakëve, agrofilakëve etj.


Bile, llogariten  në 4000 “arvanitët” të këtij lloji që morën pjesë në kryengritjen e Aleksandër Ipsilantit,  të cilët pas dështimit, zbritën në Greqinë e kryengritur dhe morën pjesë në betejën tonë për liri. Prej tyre vijnë si rrjedhojë dhe shumë mbiemra si Arvanitis, Arvanitaqis, Arvanitopulos, Arvanitojanis, Arvanitojorgos etj. Të cilat në shumë raste nuk kanë lidhje as me Epirin as me Shqipërinë dhe me sa duket bëhet fjalë për pasardhës të Serbëve, Bullgarëve etj.
Në lidhje me këtë, profesorët psh Kl Nikolaidhis i Univesitetit të Vjenës i cili u konsultua dhe me arkivat e ministrisë së jashtme të Austrisë dhe Jureskut të Universitetit të Bukureshtit, përmendin këto të ndodhi nga Lëvizja e Ipsilantit:

Batalioni i Shenjtë i N Ipsilantit  mashtrua nga një prej udhëheqësve të shqiptarëve me emrin Karavia... Udhëheqësit e shqiptarëve Gjeorgaqis, Farmaqis dhe Prodhanos u shprandanë secili  me qindra prej shqiptarëve në lartësitë e Vllahisë... bërthamën e ushtrisë së Ipsilantit kur kaloi Pruson e përbënin 250 shqiptarë. Turqit nuk ndoqën Ipsilantin, për shkak të Gjeorgaqis Olimpio dhe shqiptarëve të tij”
Karakteristike është dhe shkresa e mëposhtme e ngritjes në detyrë të këtij të fundit, kur luftonte(1807) në krah të Rusëve gjatë luftës ruso-turke, të cilën po e kopjojmë nga gazeta “Estia” e Athinës 14-03-1975
(Histori):
“Zotit nënkolonel Gjeorgjio Nikolau Olimpio. Shkëlqesia e tij z Gjeneral i Përgjithshëm  (......) më lajmëroi, se ju, sipas Shkëlqesisë së tij Urdhër i nxjerrë (....) dt 30 të Gushtit të kaluar, për burrërinë tuaj e cila u shpreh në betejë ndaj ushtrisë turke në fshatin Ostrov, emëroheni nga oficer shqiptar në kolonel të ushtrisë (....) kam urdhëruar që të betoheni në këtë gradë në dt 03 12 1807, Krajova. Nëngjenerali I Smolenski”.


Këtu sqaron shkrimtari se “shqiptarë” quheshin të gjithë vullnetarët e ardhur nga zonat perendimore.

“Anastas Bikbashi, i shkruante Mih. Sutso, tek Ipsilanti, erdhi këtu pa u konsultuar me taksambledhësit e tjerë apo ndonjë tjetër, filloi që të rregjistrojë pa kriter dhe të betojë pa i testuar arvanitët e udhëheqësve lokalë”. Betonte dmth betonte dhe rregjistronte  “arvanitë” për qëllimet e Filiki Eterias. Është e dukshme, se për çdo gjë tjetër mund të bëhet fjalë përveç se për myslymanët.
Një vërtetim të plotë në lidhje me këtë na jep dhe arkivi i kishës Epirote të së Tërëshenjtës e të Huajve në Korfuz: Kur  më 1813-ën zotëronin Korfuzin, francezët perandorakë, kishin në shërbimin e tyre, ashtu si dhe Venecianët, batalione mercenarësh me “arvanitë”. Atë vit u zbraz vendi i famulltarit i kishës në fjalë dhe një prift me emrin Arsen Janusi që i shërbente “Batalionit të arvanitëve” bëri një kërkesë tek njëmijëshi i “arvanitëve” me emrin Mina tek i cili i shkruante si më poshtë:
“Prifti grek i kishës I.F i Shën Marisë së të Huajve, do të zgjidhet pas pak ... i nënshkruari kërkon mbrojtje të fortë të shkëlqesisë sonë që të marrë titullin e nderuar dhe të shkëlqyer të famulltarit të kësaj kishe, duke e nxjerrë në këtë mënyrë nga mjerimi i plotë në të cilin ai gjendet për shkak të rrogës së ultë të cilën merr si atë shpirtëror i batalionit ushtarak shqiptar”. Në vazhdim “njëmijëshi i shqiptarëve Minai” i shkruan komisarit Francez për të tjerat.
“Shqiptar-Arvani”, e përsërisim kishte kuptimin e mercenarit të krishter orthodhoks dhe jo të një personi me kombësi shqiptare diçka që ishte e pakuptueshme për atë kohë. Bëhet fjalë për të krishterët kryesisht të Epirit, sepse ata braktisin vendin e tyre për t’iu shmangur zgjedhës turkoshqiptare dhe turqizimit. Në vend të huaj duke mos patur tjetër mënyrë jetese, gjenin si profesion të përkohshëm atë të mercenarit, armën , me të cilën ishin të ambientuar dhe përbënte një traditë familjare për ta. Kështu ishte krijuar, tradita e mercenarëve “shqiptarë” (shiko kap. 22).
Shqiptarët e turqizuar nuk ishin arsye që të largoheshin nga atdheu, përveç se në raste të rralla, sepse përbenin vetë pushtetin, si pronarë, vegla të pushtetit, të komandës etj, ndërsa të krishterët ishin elotët/punëtorët e tyre. Kështu, në realitet dhe fshatrat që quheshin Arvanitohoria ose Vllahohoria të Panahaikisë, Peloponezit, Kefalinisë etj jashtë ambientit Helen, si arvanitohori M Tirnavu i Bullgarisë psh përbëhej nga të krishterë orthodhoksë grekofonë, shqipfolës dhe vllahofonë me një gjuhë të përbashkët të përditëshme greqishten, e cila mbizotëronte kudo. Ndodhte kjo sepse mbizotëronte elementi grekofon. Ndërsa prezenca e tij kudo, konsiderohej  si diçka e vetëkuptueshme , e natyrshme. Ndër të tjera impresiononte gjithashtu dhe prezenca e të huajve ndërmjet këtij elementi prandaj quheshin  dhe arvanitohoria/fshatra arvanite apo vllahohoria në disa raste. Ndërsa në vende të tjera arvanitohori ishte emërtim deklarues i fshtarave Epirote duke pasur parasysh se Epirotët dhe shqiptarët orthodhoksë përputheshin.  Kryesisht largoheshin nga atdheu  grekofonë- vllahofonët ishin një numër i vogël banorësh të cilët kryesisht jetonin në fise – ndërsa shqipfolësit në shumicën e rasteve ishin kthyer në myslymanë, para, gjatë dhe pas dështimit të Kastriotit (1468). Sipas Paparigopoulos “një numër i madh ishte islamizuar tashmë, më shpejt se çdo popull tjetër i zonës i që i përkiste Lindjes”
Një prej shkaqeve të mëdha të këtij ndryshimi në besë të shqiptarëve ishte fakti se Shqiptarët nuk e kishin të stabilizuar besimin e tyre të krishter sepse kryenin gjithçka në lidhje me besimin, jo në gjuhën e tyre por nëpërmjet greqishtes. Është e ditur nga të gjithë se Shqipëria, që prej atëhere përbënte dhe djepin e myslymanizmit, në të gjithë Ballkanin. Të islamizuarit e parë ishin kryetari i fisit Isaim, ose Isam, me gjithë burrat e tij që ishin të urdhëruar të mos hynin turqit  nga Maqedonia në Epir – fillimi i shek të 14-të – të cilët jo vetëm që nuk ndaluan marshimin turk drejt Epirit por dhe bashkëpununa si turq  kundër atdheut të tyre. Nga ky fakt- sipas Athinagorës së Paramithisë – dhe emërtimi “Çam” nga Isami që do të thotë i pabesi, tradhëtari dhe ka shpëtuar deri më sot në rastin konkret për thesprotët. Atëhere thotë, të gjithë myslymanët e rinj në besë i quanin Çamë dhe të krishterët e tjerë kaurë, dmth të pabesë.
Një ndodhi të ngashme, në lidhje me këtë rrëfen dhe P. Karolidhi, për shqiptarët e Peloponezit (1460).  Shqiptarët që  rrezistuan, thotë, në Tarso nën udhëheqjen e Loksias, nuk përgatitën një mbrojtje të fortë përballë sulltanit.  Dorëzuan vendin dhe 300 shqiptarë të rinj që ndërruan besë dhe u rradhitën menjëherë në batalionin e jeniçerëve.  Si rrjedhim, atje ku përmenden të krishterët orthodhoksë shqiptarë gjatë së kaluarës bëhet fjalë për Epirotë- HELENË dhe në rradhë të dytë për shqipfolës. Duhet shënuar këtu se shqiptarët katolikë ushqenin ndjenja armiqësore të theksuara  kundër orthodhoksëve, brenda në Epir duke thënë “Arvanitë” nënkuptonin gjithmonë, si rregull, turkoshqiptarët. Të tillë "arvanitë” dmth helenoshqiptarë ksihte parasysh më 1797-ën dhe Riga Fereo në  “thurio” –n e tij: “Bullgarë dhe Arvanitë dhe Serbë e Romii-ishulltarë , Epirotë me një vrull – për lirinë le të kapim shpatën....”
Më specifikisht, nëse supozojmë psh se kolonizatorët e Hidrës, të quajturit Shqiptarë  ishin rreth 1000 persona prej këtyre 700-800 ishin Epirotë dmth grekofonë dhe të tjerët shqipfolës. Kjo analogji nuk duhet të ekzistojë kur iu rreferohemi të ashtuquajturve shqiptarë të Atikës, Peloponezit etj. Ekzistonte gjithmonë dhe tepronte elementi grekofon dhe pikërisht nga kjo vjen dhe përdorimi e njohja e gjuhës së përditëshme greke nga të gjithë. Natyrisht që nuk ka llogjikë as bazë as argument, ideja që bëhej fjalë  në mënyrë të njëanshme për grekofonë ose shqipfolës dhe emërtimi Arvanitohorë ose Vllahohor duhet gjithmonë të nënkuptohet me prezencën e elementit helen që mbizotëronte. Të ngatërruar jetonin në atdhe , pas dështimit të Skendërbeut, të ngatërruar emigronin e të ngatërruar, si rregull, vendoseshin në atdheun e tyre të ri kudo që të ishte ai.
Më konkretisht për Vllehët, kështu shpjegohet dhe fenomeni i dyfishtë i cili u shfaq gjatë përplasjeve në frontin shqiptar dhe gjatë pushtimit. Në disa zona shkruan S Jalistra, u gjendën në Pindho, disa që popullata që quhen Kucovllehë që u sollën si patriotë ndaj forcave luftarake greke. Por pati dhe popullata kucovllahe, në veçanti në zonat të cilat ishin të pushtuara nag italianët ku afrimiteti i dialektit që përdornin, ndoshta, bëri më të lehtë blerjen e ndërgjegjies , dhe solli përkrahjen e tyre ndaj karabinierëve italianë.
Pas çlirimit të qëllimshëm nga ana e administratës pushtuese italiane të kriminelëve grekë, popullatat greke të periferisë ju nënshtruan tortuarave të përafërta me ato të mesjetës.
Nga të gjitha sa përmendëm më sipër, natyrisht që sel, se gjatë shekujve të kaluar “Stratiotes/ushtarë”, Mordati, helenoshqiptarë, arvanitë etj” iu rreferohen në tërësinë e tyre Epirotëve dmth të krishterëve orthodhoksë Helenë, disa prej të cilëve përdornin dialektin e dobët, dhe vetëm atë,  të gjuhës shqipe.
Nëse mijërat e të quajturve shqiptarë që u vendosën kohë pas kohe në Greqi ishin me ndërgjegjie shqiptare dhe shqipfolës, atëhere, do të kishim deri më sot një minoritet të madh shqiptar, siç ndodh në Kosovë të Jugosllavisë.
Për ta mbyllur, të gjithë këta Epirotë të diasporës ndër shekuj dhe sidomos në të parët pas pushtimit, luftarakë, të mësuar me jetën e vështirë, të disiplinuar, urrejtës të të huajve, primitivë  në thjeshtësinë e moralit dhe jetën e tyre, të kujtojnë Dhorianët. Por kontributi i tyre, në mbijetesën tonë kombëtare dhe në fund të fundit dhe në rilindjen e Greqisë moderne,  i një karakteri të deçiziv, nuk është gjetur për tu vlerësuar.

Burimi: Libri i Spiro Stupit, Epirotë dhe Shqiptarë – kontributi i Epirit ndaj kombit, Botimet e Institutit të Kërkimeve Vorioepirote Janinë, 1976.


Përktheu, përgatiti, pelasgoskoritsas

Δεν υπάρχουν σχόλια: