Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα poezi - ποίημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα poezi - ποίημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Κωνσταντίνος Καβάφης - Θερμοπύλες! - Kostas Kavafis Termopile[1]


Kostas Kavafis

 

Termopile[1]

 

Nder u qoftë atyre që jetën e çojnë

duke ruajtur Termopilet.

Nuk tunden kurrë nga detyra;

mbeten të drejtë dhe të rreptë në çdo vepër,

por plot me keqardhje, plot dhembshuri;

zemërgjerë kur janë të pasur, kur janë të varfër

sërish pak zemërgjerë,

gjithmonë ndihmojnë me sa munden;

thonë ngaherë të vërtetën,

por gënjeshtarët nuk i urrejnë.

 

Edhe më shumë nder u ka hije

kur parashohin (dhe këta janë të shumtë)

se në fund do të shfaqet Efialti,

se medët, më në fund, do të shkojnë tutje.

 



[1] Në vitin 480 Greqia u pushtua nga persët (medët), që udhëhiqeshin nga perandori Kserks. Mbreti spartan Leonida, në krye të 7 000 grekëve, mori urdhër të ndalte përparimin e ushtrisë perse në Termopile (Greqia qendrore), një kalim i ngushtë mes detit dhe maleve të pakapërcyeshme. Ushtria perse, e përbërë prej 250 000 trupash dhe shumë e fuqishme, sulmoi dy herë, por që të dyja herët u shtrëngua të tërhiqej, pasi kalimi ishte kaq i ngushtë, sa nuk mund të poziciononin të gjitha forcat e tyre. Mirëpo, një bujk vendas, Efialti koprrac, udhëhoqi një pjesë të këmbësorisë perse nëpër një kalim malor, dhe në mëngjes persët u shfaqën pas shpinës së grekëve. Leonida e urdhëroi ushtrinë të tërhiqej dhe qëndroi tek shtegu vetëm me 300 spartanë. Si spartan i vërtetë që ishte, zgjodhi vdekjen në vend të tërheqjes; të 300 spartanët, përfshi dhe Leonidën, vdiqën, por arritën t’i pengonin persët për aq kohë sa i duhej ushtrisë greke të tërhiqej e sigurt.



Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΘΕΕ ΜΟΥ

ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο τυφλός προ του Σταυρού.

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΘΕΕ ΜΟΥ

 

Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα
τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους,
τὰ βουνὰ
καὶ τ’ ἄνθη, ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ  δωκες
τὰ μάτια.

 

***

Κι ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴν ἥσυχη ἀμμουδιὰ
κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμμένο ἀηδόνι
κι ὃταν ἀκούω τ’ ἀγέρι στοῦ δέντρου τὰ κλαδιὰ
κι ὅταν ἀκούω ἀκόμη τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιώνη
καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ
μου, ποὺ  μοῦ δωκες τ’ αὐτιά.

 

***

Κι ὅταν στὸ δρόμο βρίσκω γέρο, τυφλό, ζητιᾶνο
ἢ κι ὀρφανὰ παιδάκια, ποὺ τρέμουν καὶ πεινοῦν,
καὶ σταματῶ μ’ ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη κάνω
κρυφὰ ἀπ’ τοὺς διαβάτες, ποὺ δίπλα μου περνοῦν,
κι εὐφραίνετ’ ἡ ψυχή
μου κι ἀγάλλεται καὶ χαίρει,
Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ  ’δωκες τὸ χέρι.

.
᾽Ιωάννης Πολέμης


Ο ΤΥΦΛΟΣ

Ο τυφλός Βαρτίμαιος | Αιρετικός

Ο ΤΥΦΛΟΣ

 

Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;

-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον πλᾶνο.

-Ποιοὶ νἆν οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;

-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.

-Καὶ ποιὸς ὁ πλᾶνος ποὺ κι αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;

-Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἰναι δουλειὰ δικὴ τους!

-Θὰ πάω νὰ δῶ... Εἶπα «νὰ δῶ» κι ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι.

Τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι

δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,

ὅταν μὲ μάτια ὁρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!

Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμή ποὺ ἐστάθη αὐτός μπροστὰ μου

καὶ μ' εὐσπλαχνίσθη, κ’ ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου

κι ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλό ἐκεῖνο,

μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωάμ τὴ στέρνα νὰ τὰ πλύνω!

Ὅταν τὸν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρός μου,

στὴν ὄψη του εἶδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου. Μοσχοβολοῦσε κ’ ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά του...

Φῶς καὶ τὰ χείλη, κ’ ἡ φωνή, τὰ μάτια κ’ ἡ ματιά του.

Στὰ χείλη του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια του ἡ ἐλπίδα...

Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυὸ μου μάτια κι εἶδα

κάθε ποὺ ζεῖ καὶ ποὺ δὲν ζεῖ, κ’ εἶδα παντοῦ γραμμένη

τὴν ὄψη του, λὲς κ’ ἤτανε καθρέπτης του ἡ οἰκουμένη.

Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! … Ἂς πάω νὰ δῶ τὸν πλᾶνο

ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό. Κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω

κόσμος, περιγελάσματα, κι ὀχλοβοή, κ’ ἀντάρα,

χίλιες φωνὲς σὰν μιὰ φωνή, κι ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.

Ποῦ πάει; Σπρώχνει καὶ σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,

καὶ σταματᾶ προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει

τρεῖς μαυροφόρες ποὺ κρατοῦν μιὰ λιγοθυμισμένη. 

Θὲ νἆναι μάνα, ἡ δύστυχη! Ξάφνω, μὲ μιᾶς σωπαίνει

τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ!

 Καρφώνουν, κρότοι πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά!  Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι

σταυροί· κανείς δὲν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ!  Ξανακαρφώνουν,

μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται. Νὰ, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν.

… Πῶς; Σὺ ποὺ μοῦ ’δωσες τὸ φῶς, ἐσένα πλᾶνο λένε;

Κ’ ἦταν γραφτὸ τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιὰ νὰ κλαῖνε;

Τί νὰ τὰ κάνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη;

Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοῦ 'δωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!


Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ερήμωσης της Ηπείρου. - Ποίημα

Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε και εκφωνήθηκε από τον ίδιο τον  εθνικό ποιητή της Κορυτσάς τον Γεώργιο Μπαϊρακτάρη κατά την ορκωμοσία των ιερολοχιτών στις 7 Ιανουαρίου 1914 στην Ι.Μ Κορυτσάς. Παρόν ήταν και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός.