Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Përkujtimoret! (Të ndarat) - Τα Μνημόσυνα!

Εμφάνιση της εικόνας προέλευσης


Τά Μνημόσυνα

Γιά τό κάθε δικό μας πρόσωπο πού ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό ὡς μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας συνηθίζουμε νά τελοῦμε τά ὁρισμένα Μνημόσυνα· τριήμερα, ἐννιάμερα, τεσσαρακονθήμερα, τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐτήσια. Τό καθένα ἀπό αὐτά ἔχει τό συμβολισμό καί τό νόημά του (βλ. Ἀποστολικαί Διαταγαί 8,42· PG 1,1145B-1148A). Εἶναι ὄχι μόνο μία πράξη τιμῆς καί μνήμης γιά τόν κεκοιμημένο μας ἀλλά καί μία εὐκαιρία γιά τή δική μας πνευματική ἀνανέωση καί ἐνίσχυση. Παρηγοριόμαστε γιά τήν ἀπουσία τῶν ἀγαπητῶν μας, ἀλλά καί ἐνθαρρυνόμαστε στόν ἀγώνα καί ἐνισχυόμαστε στήν πίστη, καθώς αἰσθανόμαστε τίς ψυχές στή χώρα τῶν ζώντων.
   Κανονικά τά Μνημόσυνα τελοῦνται κατά τή θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου, τῆς ἡμέρας πού εἶναι ἀφιερωμένη στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων. Γιά λόγους πρακτικούς ὅμως ἐπικράτησε ἡ συνήθεια νά τελοῦνται καί κατά τήν Κυριακή.
   ῾Η ᾿Εκκλησία τελεῖ Μνημόσυνα μόνο ὑπέρ τῶν μελῶν της, δηλαδή, γιά ὅσους ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι, διότι αὐτοί βρίσκονται στή δικαιοδοσία της. Δέν τελεῖ Μνημόσυνα γιά μή χριστιανούς, γιά αἱρετικούς, γιά ἀφορισμένους καί γιά ἀνθρώπους πού αὐτοκτόνησαν ἔχοντας συναίσθηση τῆς πράξεώς τους (Τελοῦνται π.χ. Μνημόσυνα γιά ψυχοπαθεῖς οἱ ὁποῖοι αὐτοκτόνησαν, διότι αὐτοί δέν ἔχουν συναίσθηση τῶν πράξεών τους). ῞Ολους αὐτούς τούς ἀφήνει ἡ ᾿Εκκλησία στήν κρίση τοῦ πανάγαθου καί πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ.
   Γιά τήν τέλεση εἰδικοῦ Μνημοσύνου ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος συνεννοεῖται μέ τόν ἱερέα τῆς ἐνορίας του καί φροντίζει νά φέρει στό ναό τό πρόσφορο καί τό νάμα, πού θά χρησιμοποιηθοῦν γιά τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Φέρνει ἐπίσης τό θυμίαμα, τά κεριά, τά κόλλυβα. ῞Ολα αὐτά, πού χρησιμοποιοῦνται καί κατά τήν Κηδεία, ἔχουν τό συμβολικό νόημά τους:
   * Τά κεριά, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, σημαίνουν «ὅτι προπέμπουμε ἀθλητή» (Εἰς Ἑβραίους 4,5· ΕΠΕ 24,310).
  * Τά θυμιάματα προσφέρονται «εἰς ἱλασμόν», γιά τή συγχώρεση, τοῦ κεκοιμημένου καί ὡς δεῖγμα τῆς εὐσεβοῦς καί ὀρθοδόξου ζωῆς του (Συμεών Θεσ/νίκης, Περί τοῦ τέλους ἡμῶν καί τῆς ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας 361· PG 155,676C).
   * Τά κόλλυβα εἶναι σύμβολο τῆς ἐλπίδας μας στήν ἀνάσταση. Τό μελετήσαμε ἤδη ἀναλύοντας τή διδαχή τοῦ ἀποστόλου Παύλου· ῞Οπως ἀπό τό σπόρο τοῦ σιταριοῦ βλαστάνει τό νέο φυτό, ἔτσι τό νεκρό σῶμα πού θάψαμε στή γῆ θά ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο. Αὐτή τήν πίστη μας διατρανώνουμε μέ τά κόλλυβα πού κάνουμε στίς Κηδεῖες καί στά Μνημόσυνα. ᾿Επιπλέον τά κόλλυβα, πού τά μοιράζουμε κατόπιν στόν κόσμο, εἶναι ἕνα λείψανο τῆς ἐλεημοσύνης, πού πρέπει νά συνοδεύει τά Μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων μας. Γιά τόν ἴδιο λόγο πολλοί συνηθίζουν νά παραθέτουν καί γεῦμα καί νά κάνουν δωρεές στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων.


   Εἶναι ἀναγκαῖο νά κάνουμε δωρεές καί ἐλεημοσύνες εἰς μνήμην τῶν κεκοιμημένων μας. ῾Η ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν καί ἐνδεῶν φθάνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς μία εὐπρόσδεκτη προσευχή γιά τίς ψυχές. Εἶναι σάν νά ἐξοφλοῦμε τά μικροχρέη πού ἄφησαν σ᾿ αὐτή τή γῆ, διότι ὅλοι καί πάντοτε ὀφείλουμε τό  ἀνεξόφλητο χρέος τῆς ἀγάπης πρός τόν ἀδελφό, πού εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. ᾿Επειδή, λοιπόν, οἱ κεκοιμημένοι μας, ὅσο ἐλεήμονες κι ἄν ὑπῆρξαν κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους, θά μποροῦσαν νά κάνουν περισσότερα καλά ἔργα, πού δέν τά ἔκαναν, ἐμεῖς μέ τίς δωρεές εἰς μνήμην τους συμπληρώνουμε αὐτά τά καλά ἔργα καί πληρώνουμε γιά δικό τους λογαριασμό τό χρέος τῆς ἀγάπης.
  ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει σχετικά· «Κάθε ἄνθρωπος, πού ἀπέκτησε μικρή ζύμη ἀρετῶν, ἀλλά δέν πρόφθασε νά τήν κάνει ψωμί· πού ἐπιθύμησε, ἀλλά δέν μπόρεσε νά κάνει πράξη τήν καλή ἐπιθυμία του -εἴτε ἀπό ραθυμία εἴτε ἀπό ἀμέλεια εἴτε ἀπό ἀνανδρία ἤ ἀπό ἀναβολή-, πού θερίστηκε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πρίν προλάβει νά κάνει τό καλό. Αὐτός δέν θά κατακριθεῖ ἀπό τόν δίκαιο κριτή καί δεσπότη, ἀλλά μετά τό θάνατό του θά διεγείρει ὁ Κύριος τούς οἰκείους, τούς συγγενεῖς καί φίλους του... ὥστε αὐτοί νά ἀναπληρώσουν τά ὑστερήματα αὐτοῦ πού ἔφυγε» (Περί τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων 21· PG 95,268A-B).
  ῾Ωστόσο, νά μή λησμονοῦμε ποτέ ὅτι οἱ δωρεές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων γίνονται «ἀντί στεφάνου» κι ὄχι ἀντί Μνημοσύνου. Τίποτε δέν ἀντικαθιστᾶ τήν προσευχή τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τήν ἀνάπαυση τῶν «ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων» ἀδελφῶν μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

 

Përkujtimoret

 

Për çdo të afërmin tonë që iku nga kjo botë si anëtar i Kishës kemi si zakon që të kryejmë disa përkujtimore, të ndara në tre ditë, në nëntë ditë, në tre muaj në gjashtë muaj në një vit. Secila prej tyre ka simbolikën dhe kuptimin e saj (shiko Urdhëresat e Apostujve 8,42 PG1,1145 B-1148A). Nuk janë vetëm një xhest nderimi dhe përkujtimi për të fjeturit tanë por dhe një rast i mirë për rinovimin dhe përforcimin tonë shpirtëror. Ngushëllohemi për mungesën e të dashurve tanë, por dhe marrim kurajo për betejën si dhe forcojmë besimin tonë, pasi ndjejmë shpirtrat në vendin e të gjallëve.

 

Rregullisht përkujtimoret kryhen gjatë Meshës Hyjnore të së Shtunës, ditës e cila i është dedikuar kujtimit të së fjeturve. Për arsye praktike mbizotërori zakoni që të kryhen dhe gjatë së dielës.

Kisha kryen Përkujtimore vetëm për anëtarët e saj, dmth, për të gjithë ata që ikën nga kjo botë si të krishterë orthodhoksë, sepse ata gjenden nën juridiksionin e saj. Nuk kryen përkujtimore për ata që nuk janë të krishterë, për heretikët, për të çkishëruarit dhe për njerëzit që vranë veten me dijeni të plotë të veprimit që kryen. (kryhen psh Përkujtimore për të sëmurët mendorë të cilët vranë veten, sepse nuk kanë dijeni të veprimeve të tyre). Të gjithë ata Kisha i le nën gjykimin e Zotit të gjithëmirë dhe zemërdhembshur.

Për kryerjen e Përkujtimores çdo i interesuar merret vesh me priftin e famullisë dhe kujdeset që të sjellë në tempull meshë dhe verë, të cilat do të përdoren gjatë Meshës Hyjnore. Sjell dhe temian, qirinj, grurë.

 

Të gjitha këto përdoren dhe gjatë varrimit dhe kanë simbolikën e tyre.

 

*Qirinjtë, siç shpjegon Shën Joan Gojarti, simbolizojnë “se po përcjellim atlet” (Koment mbi Letrën drejtuar Hebrenjëve 4,5 EPE 24,310)

*Temiani ofrohet për “për prehje”, për falje të të fjeturit dhe si një shenjë e një jete j orthodhokse dhe me besim. (Simeon Thes/nikis, Mbi fundin tonë dhe rendit të shenjtë të ceremonisë mortore 361 PG155,676 C).

* Gruri është simbol i shpresës sonë në ngjallja. E kemi tashmë studiuar duke analizuar mësimin e apostull Pavllit. Ashtu si nga fara e grurit lind një bimë e re, kështu dhe  trupi i vdekur që ne varrosëm në tokë do të ngjallet i pavdekshëm. Këtë besim tonin e shprehim dhe e shpërndajmë me grurin që bëjmë në Varrime dhe në Përkujtimore. Gjithashtu gruri, që ndajmë më pas tek njerëzit, është një shprehje elementare e bamirësisë, lëmoshës, që duhet të shoqërojë Përkujtimoret e të fjeturve tanë. Për të njejtën arsye shumë njerëz kishin si zakon që të shtronin drekë dhe të bënin dhurata në kujtim të të fjeturve.

 

 Është e nevojshme që të bëjmë dhurata dhe japim lëmoshë në kujtim të të fjeturve tanë. Prehja e të varfërve dhe të nevojtarëve shkon tek froni i Zotit si një lutje e pranueshme për shpirtrat tanë. Është sikur të shlyejmë borxhet e vogla që lanë në këtë botë, pasi të gjithë dhe gjithmonë kemi borxh të pashlyer dashurinë ndaj vëllait që është imazhi i Perëndisë.

Meqënëse të fjeturit tanë, sado bamirës që të ishin gjatë jetës së tyre në tokë, do të mund të bënin më tepër vepra të mira që nuk i bënë dhe ne me dhuratat tona, në kujtim të tyre, plotësojmë ato vepra të mira dhe paguajmë për llogari të tyre borxhin e dashurisë.

Shën Joan Damaskinoi shkruan konkrretisht: “Çdo njeri, që përfitoi një brum të vogël virtytesh por nuk arriti që ta bëjë bukën që dëshironte, nuk mundi që të bënte vepër atë dëshirën e tij të mirë- qoftë nga neglizhenca, qoftë nga pakujdesia, qoftë nga mungesa e guximit apo për shkak të shtyrjes së saj në kohë,- që u korr nga bota pa arritur të bëjë të mirën. Ai nuk do të gjykohet nga gjykatësi dhe dhespoti i drejtë por pas vdekjes së tij do të ngrerë Zoti të afërmit e tij, njerëzit e shtëpisë, miqtë e tij... që ata të plotësojnë ato sa nuk arriti të bënte ai që u largua” (Mbi të fjeturit besimtarë 21 PG95, 268A-B).

Ndërkaq, të mos harrojmë kurrë se dhuratat për të fjeturit bëhen “në vend të kurorës” dhe jo në vend të Përkujtimores. Asnjë gjë nuk e zvendëson lutjen e Kishës për prehjen e “atyre që fjetën me shpresën e ngjalljes së përjetëshme” vëllezërve tanë.

 

Stergios N Sakos.

 

 


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΙΗΑ

ΟΙ ΔΙΑΦΗΜΙΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΤΟΥΡΚΟΣΕΙΡΕΣ 1-5 ΙΟΥΝΙΟΥ 2020

studio

Την εβδομάδα 1-5 Ιουνίου 2020  εκατόν σαράντα περίπου  διαφορετικές εταιρίες, «χρηματοδότησαν» με την δαπάνη 476 περίπου διαφημιστικών μηνυμάτων τις τουρκικές σειρές–βιτρίνα της ελληνικής τηλεόρασης.

Από αυτές, πέντε επιχειρήσεις αναδείχθηκαν «Χρυσοί Χορηγοί» της εβδομάδος 1-5 Ιουνίου 2020, με 12 ή περισσότερα διαφημιστικά μηνύματα σε τουρκικές σειρές της ελληνικής τηλεόρασης: 

Κάνουμε και πάλι έκκληση στις επιχειρήσεις που διαφημίζονται μέσα από τις τουρκικές σειρές των καναλιών STAR και SKAI, να δώσουν οδηγίες στις διαφημιστικές τους εταιρίες ώστε να εξαιρούν από την προβολή διαφημιστικών τους μηνυμάτων τις τουρκικές σειρές που μεταδίδονται από την ελληνική τηλεόραση, σαν μια στοιχειώδη «πρακτική» αντίδραση στην διαρκώς αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας.

Υπενθυμίζουμε ότι η χιτλερικής λογικής Ερντογανική δικτατορία της γειτονικής χώρας, απαιτεί από την Ελλάδα «ζωτικό χώρο», δηλαδή διεθνώς κατοχυρωμένα ελληνικά δικαιώματα – κάτι που ήδη έχει κάνει αυθαίρετα σε βάρος άλλων χωρών όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, η Συρία, το Ιράκ και η Λιβύη.

Είναι επιεικώς απαράδεκτο να παρακολουθούμε αμέριμνοι, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, επιδοτούμενες τουρκοσειρές που έχουν διακηρυγμένο στόχο την διείσδυση στην συνείδηση ανυποψίαστων τηλεθεατών και τον πολιτιστικό τους εκτουρκισμό με την δημιουργία συνειδητής ή υποσυνείδητης συμπάθειας σαν μια μορφή επικίνδυνου, υβριδικού πολέμου «ήπιας ισχύος».

Είναι επιεικώς απαράδεκτο να παρακολουθούμε καθημερινά την ραγδαία συρρίκνωση των περιθωρίων ειρηνικής αντιμετώπισης των νέο – οθωμανικών φαντασιώσεων του χιλτερικού κακέκτυπου της Ερντογανικής Τουρκίας και εμείς να παρακολουθούμε αμέριμνοι την καθημερινή της προπαγάνδα -να την πληρώνουμε και από πάνω από την τσέπη μας!

Ακολουθεί ο πλήρης κατάλογος των καταγεγραμμένων διαφημιστικών μηνυμάτων σε τουρκικές σειρές-βιτρίνα της ελληνικής τηλεόρασης για την εβδομάδα 1 έως και 5 Ιουνίου 2020:

συνεχίζεται…

Επιτροπή «Τουρκοσειρών 2020» του ΙΗΑ

Περισσότερες πληροφορίες στην ενότητα ΤΟΥΡΚΟΣΕΙΡΕΣ 2020

International Hellenic Association
Delaware U.S.A
www.professors-phds.com
ihahellas@gmail.com

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Κωνσταντίνος Καβάφης - Θερμοπύλες! - Kostas Kavafis Termopile[1]


Kostas Kavafis

 

Termopile[1]

 

Nder u qoftë atyre që jetën e çojnë

duke ruajtur Termopilet.

Nuk tunden kurrë nga detyra;

mbeten të drejtë dhe të rreptë në çdo vepër,

por plot me keqardhje, plot dhembshuri;

zemërgjerë kur janë të pasur, kur janë të varfër

sërish pak zemërgjerë,

gjithmonë ndihmojnë me sa munden;

thonë ngaherë të vërtetën,

por gënjeshtarët nuk i urrejnë.

 

Edhe më shumë nder u ka hije

kur parashohin (dhe këta janë të shumtë)

se në fund do të shfaqet Efialti,

se medët, më në fund, do të shkojnë tutje.

 



[1] Në vitin 480 Greqia u pushtua nga persët (medët), që udhëhiqeshin nga perandori Kserks. Mbreti spartan Leonida, në krye të 7 000 grekëve, mori urdhër të ndalte përparimin e ushtrisë perse në Termopile (Greqia qendrore), një kalim i ngushtë mes detit dhe maleve të pakapërcyeshme. Ushtria perse, e përbërë prej 250 000 trupash dhe shumë e fuqishme, sulmoi dy herë, por që të dyja herët u shtrëngua të tërhiqej, pasi kalimi ishte kaq i ngushtë, sa nuk mund të poziciononin të gjitha forcat e tyre. Mirëpo, një bujk vendas, Efialti koprrac, udhëhoqi një pjesë të këmbësorisë perse nëpër një kalim malor, dhe në mëngjes persët u shfaqën pas shpinës së grekëve. Leonida e urdhëroi ushtrinë të tërhiqej dhe qëndroi tek shtegu vetëm me 300 spartanë. Si spartan i vërtetë që ishte, zgjodhi vdekjen në vend të tërheqjes; të 300 spartanët, përfshi dhe Leonidën, vdiqën, por arritën t’i pengonin persët për aq kohë sa i duhej ushtrisë greke të tërhiqej e sigurt.



Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Οι κομμουνιστικές φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ε Χότζα στην Αλβανία! - Burgjet komuniste të E Hoxhës në Shqipëri!




Fundi i luftës (1944) përkoi edhe në Shqipëri me periudhën e hakmarrjeve politike, që më pas u transformuan nga regjimi komunist në një sistem të vërtetë qeverisjeje bazuar në arrestimin dhe persekutimin e kundërshtarëve politikë duke filluar me ish-krerët, intelektualët, tregtarët dhe pronarët e tokave. Burgjet që ishin në dispozicion në vitin 1944 ishin tërësisht të pamjaftueshme për të përmbushur kërkesat e reja, kështu qeveria e re e drejtuar nga Enver Hoxha filloi duke përdorur shtëpitë private dhe institucionet publike, si qendra paraburgimi dhe torture.

 

Në vitet 1944 – 1946 burgjet politike vareshin nga Drejtoria e Mbrojtjes së Popullit, struktura operative e Ministrisë së Mbrojtjes. Në vitin 1947 të gjitha burgjet kaluan nën kontrollin e Ministrisë së Brendshme, që ishte përgjegjëse për sigurinë e brendshme. Tetë burgje ekzistuese në Shqipëri iu  rezervuan të burgosurve politikë të cilët përcaktoheshin si “armiq të popullit”, shtatë të burgosurve normal të përcaktuar si “ordinerë” dhe tre burgje ishin të përziera. Me kalimin e viteve regjimi hapi burgje të reja në të gjitha qendrat kryesore, duke i specifikuar ato për të burgosurit politikë dhe burgjet e destinuara për të burgosurit ordinerë.

 

Qëllimi zyrtar i paraburgimit që i rezervohej të burgosurve politikë ishte “riedukimi dhe rehabilitimi” nëpërmjet vuajties dhe punës. Kështu, përveç burgjeve (që ishin të izoluara e të rrethuara me tela me gjemba dhe me ushtarë, brenda të cilave të burgosurit vuanin dënimin e tyre pa punuar) regjimi filloi ndërtimin e kampeve të punës. Kampet e punës ishin vende ku dënimi kryhej duke bërë punë të detyruar si bonifikim, ndertime veprash publike, nxjerrje mineralesh apo bujqësi. Kampet e punës ndërtoheshin posaçërisht pranë vendit ku të burgosurit duhet të punonin. Kampet e tilla, në shumicën e rasteve, kanë qenë të përkohshme (të ndërtuara me çadra apo baraka, të rrethuar nga tela me gjemba dhe ushtarë të armatosur), ndërsa në disa raste ishin të vendosura në formë të përhershme sidomos afër minierave. Pothuajse të gjithë të burgosurit që ishin në gjendje të punonin caktoheshin në këto kampe dhe me kalimin e viteve numri i kampeve të punës tejkaloi atë të burgjeve.

 

Punimet publike më të mëdha në Shqipëri, gjatë viteve të komunizmit, janë realizuar nëpërmjet punës së detyruar të të burgosurve (si të burgosur

politikë ashtu dhe ordinerë) dhe të të internuarve, të cilët ishin të detyruar të punonin mbi këto vepra edhe për të siguruar jetesën. Ndër burgjet e

destinuara për “armiqtë e popullit” më famëkeqi ishte ai i Burrelit, konsiderohej si një super burg nga i cili ishte e pamundur të arratiseshe dhe në të cilin të burgosurit politikë jetonin në kushte çnjerëzore. Nga viti 1946 deri 1950 kampet e punës ishin 20, por në periudhën e viteve 1950-1990 u ndërtuan edhe 90 të tjerë: ato mbeten të hapur për kohën e nevojshme që duhej për të përfunduar punën e besuar të burgosurve. Më i madhi dhe më famëkeqi ishte ai i Spaçit, i cili mbeti i hapur nga viti 1968 deri në vitin 1990 për shfrytëzimin e një miniere bakri dhe piri. Jeta në burgjet komuniste, ashtu si dhe në kampet e punës ishte shumë e ashpër: të burgosurit politikë, shpesh të akuzuar mbi baza dëshmish të rreme, ose mbi dëshmi të nxjerra përmes torturave nga Sigurimi, nëse nuk dënoheshin me vdekje, shpesh vdisnin për shkak sëmundjesh, urie ose kushtesh të vështira pune. Në çdo burg e kamp pune Sigurimi kishte infiltruar bashkëpunëtorët e vet mes të burgosurve që për të marrë një copë buke më shumë, apo edhe një copë sapun, ishin të gatshëm të denonconin shokët e qelisë edhe duke gënjyer.

 

Në arkivin e Ministrisë së Brendshme deri në vitin 1990 rezultojnë të dënuar 25 mijë të burgosurit politikë, por duke qënë se mungojnë statistikat e të dënuarve të periudhës nga 1945 në 1946 dhe të dënuarve me dënime të vogla, besohet se të burgosurit politikë në Shqipëri kanë qenë mes 30.000 dhe 34.000. Sipas një raporti të publikuar në 2016 nga Instituti i Studimeve për Krimet dhe Pasojat e Komunizmit (ISKK) në Shqipëri, të burgosurit politikë ishin 26.768 burra dhe 7.367 gra, të burgosurit e vdekur në burg për shkak të kushteve të burgjeve ishin 984, dhe 308 të tjerët humbën aftësinë e tyre mendore. Sipas të njëjtit burim 5.577 burra dhe 450 gra u dënuan me vdekje dhe u vranë. Trupat e të burgosurve që ekzekutoheshin ose vdisnin në burg gjatë punës së detyruar apo nga sëmundje, nuk iu ktheheshin të afërmve.

Το τέλος του πολέμου (1944) ήταν και η αρχή της περιόδους της πολιτικής εκδίκησης στην Αλβανία, που ύστερα μετατράπηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς ως ένα πραγματικό σύστημα διακυβέρνησης που βασιζόταν σε συλλήψεις και διωγμούς  των πολιτικών αντιπάλων, ξεκινώντας από τους πρώην αρχηγούς, διανοούμενους, εμπόρους και κτηματίες.

 Οι φυλακές που ήταν στην διάθεση της κυβέρνησης το 1944 ήταν ανεπαρκής για να καλύψουν τις νέες ανάγκες.

Έτσι η νέα κυβέρνηση με αρχηγό τον Ε Χότζα ξεκίνησε χρησιμοποιώντας τα ιδιόκτητα κτίρια και τις δημόσιες υπηρεσίες ως κέντρα κράτησης και βασανισμών.

Τα έτη 1944-1946 οι πολιτικές φυλακές βρίσκονταν υπό την Διεύθυνση της Λαϊκής Προστασίας, επιχειρησιακή δομή του Υπουργείου Άμυνας. Το έτος 1947 όπως και όλες οι φυλακές πέρασαν υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Εσωτερικών. Από το σύνολο των  φυλακών που υπήρχαν στην Αλβανία οι οχτώ κρατήθηκαν για τους πολιτικούς φυλακισμένους οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «εχθροί του λαού», οι εφτά στους κανονικούς φυλακισμένους και τρείς ήταν μικτές. Με το πέρασμα του χρόνου το καθεστώς έχτισε καινούριες φυλακές σε όλα τα βασικά κέντρα, διαχωρίζοντας ποιες ήταν για πολιτικούς κρατούμενους και ποιες για τους κανονικούς.

Ο επίσημος σκοπός της προφυλάκισης που αφορούσε τους πολιτικούς κρατούμενους ήταν «επαναδιαπαιδαγώγηση και επανένταξη» μέσω του πόνου και της εργασίας. Έτσι πέρα από τις φυλακές ( πού ήταν απομονωμένες και περιφραγμένες με συρματοπλέγματα και στρατιώτες, μέσα στα οποία οι φυλακισμένοι εκτίαν την ποινή τους  χωρίς να εργάζονται) το καθεστώς άρχισε την οικοδόμηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης για εργασία. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εργασίας ήταν τα μέρη που η ποινή εκτίονταν  με την υποχρεωτική εργασία όπως  αποκαταστάσεις, χτίσιμο δημόσιων έργων, εξόρυξη μετάλλων ή γεωργικές εργασίες.

Τα στρατόπεδα εργασίας χτίζονταν επίτηδες κοντά στο μέρος όπου οι φυλακισμένοι θα έπρεπε να εργαστούν. Τέτοια στρατόπεδα των πλείστων των περιπτώσεων ήταν προσωρινά, (χτισμένα με σκηνές ή ξύλινες κατασκευές , περιφραγμένες με σύρματα  και ένοπλους στρατιώτες γύρω τους)  ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ήταν τοποθετημένα σε μόνιμες εγκαταστάσεις ιδιαίτερα κοντά στα ορυχεία.

Σχεδόν όλοι οι φυλακισμένοι που μπορούσαν να δουλέψουν ορίζονταν να πάνε στις φυλακές αυτές και με το πέρας του χρόνου ο αριθμός των στρατοπέδων ξεπέρασε αυτό των φυλακών.

 

Τα μεγάλα δημόσια έργα στην Αλβανία, κατά τα χρόνια του κομμουνισμού, έχουν γίνει μέσα από την υποχρεωτική εργασία των φυλακισμένων ( πολιτικούς  και κοινούς φυλακισμένους) και των εξόριστων, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλέψουν στα έργα αυτά για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.

 Από τις φυλακές που προορίζονταν για «τους εχθρούς του λαού» το πιο κακόφημο ήταν αυτό του Μπουρέλ, αφού θεωρούνταν ως μία υπερ-φυλακή από το οποίο ήταν αδύνατον να δραπετεύσεις και στον οποίο οι πολιτικοί κρατούμενοι ζούσαν σε απάνθρωπες συνθήκες. Από το 1946  μέχρι το 1950 τα στρατόπεδα εργασίας ήταν 20, όμως κατά την περίοδο 1950-1990 χτίστηκαν άλλα 90 στρατόπεδα, τα οποία λειτουργούσαν μέχρι την ολοκλήρωση του έργου που είχε ανατεθεί στους φυλακισμένους. Το μεγαλύτερο όλων ήταν και το κακόφημο του Σπάτς, το οποίο παρέμεινε ανοιχτώ από το 1968 έως το 1990 για την εκμετάλλευση ενός ορυχείου χαλκού και πυρίτι.

Η ζωή στις κομμουνιστικές φυλακές όπως και στα στρατόπεδα εργασίας ήταν πολύ δύσκολη. Οι πολιτικοί κρατούμενοι, πολλές φορές καταδικασμένοι με βάση ψεύτικες μαρτυρίες ή με ομολογίες αντλημένες από τα βασανιστήρια του Σιγκουρίμι (Μυστική Υπηρεσία), εάν δεν καταδικάζονταν με εκτέλεση συχνά  πέθαιναν εξαιτίας των ασθενειών, της πείνας ή των δύσκολων συνθηκών εργασίας.

Σε κάθε φυλακή η στρατόπεδο εργασίας το Σιγκουρίμι είχε συνεργάτες ανάμεσα στους φυλακισμένους. Για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω ή σαπούνι ήταν έτοιμοι να καταγγείλουν τους συγκρατούμενους του στο κελί λέγοντας ψέματα.

 

 

Στο αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικού μέχρι το 1990 φαίνονται καταδικασμένοι 25000 πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά επειδή λείπουν τα στατιστικά των καταδικασθέντων κατά την περίοδο 1945-1946 και των καταδικασθέντων για μικρά αδικήματα, θεωρείτε πως οι πολιτικοί κρατούμενοι στην Αλβανία ήταν περίπου 30.000-34.000. Σύμφωνα με την αναφορά που δημοσιεύθηκε το 2016 από το Ίδρυμα Μελετών για τα Εγκλήματα και τις Συνέπειες του Κομμουνισμού  στην Αλβανία, οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν 26.768 άντρες και 7367 γυναίκες, φυλακισμένοι και νεκροί στην φυλακή εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών ήταν 984 και άλλοι 308 έχασαν την ικανότητα τους να σκέφτονται, με λίγα λόγια έχασαν τα λογικά τους. Σύμφωνα με την ίδια πηγή 5577 άντρες και 450 γυναίκες καταδικάστηκαν εις θάνατον και εκτελέστηκαν. Τα σώματα των κρατουμένων που εκτελέστηκαν ή πέθαιναν στην φυλακή κατά την υποχρεωτική εργασία ή από αρρώστιες, δεν επιστρέφονταν στους συγγενείς.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Επιστολή Πατριάρχη προς Ορθόδοξες Εκκλησίες : Μην υποχωρείτε – Δεν θα μείνουμε άφωνοι!!!

Επιμέλεια: Γιάννης Παπανικολάου
Την ξεκάθαρη θέση της Εκκλησίας να μην υποχωρήσει στο θέμα της  εκφράζει ο , μέσω επιστολής στις Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Οπως σημειώνει “ηκούσθησαν ανοίκειοι απόψεις τινές περί του τρόπου προσελεύσεως εις τα Άχραντα Μυστήρια, είναι αδύνατον εις ημάς να παραμείνωμεν άφωνοι και αμέτοχοι ενώπιον μιάς τοιαύτης αμφισήμου καταστάσεως, αδρανούντες πρότών εξελίξεων και των κατά Πολιτείαν σχετικών ρυθμίσεων και απαγορεύσεων”.

Αναλυτικά όσα αναφέρει:

«Μακαριώτατε, Χριστός Ανέστη!

Εβιώσαμεν επωδύνως τας συνθήκας αι οποίαιεν εφανίσθησαν εις την ζωήν της Εκκλησίας, λόγω της σοβούσης πανδημίας του νέου κορωνοιού, και έφθασαν ενώπιον ημών, διάγραμμάτων και υπό μορφήν ερωτήσεων και προβληματισμού, πανταχόθεν, νέα κατά τόπους δεδομένα και ποικιλόμορφοι εξελίξεις. Ημείς, εμφορούμενοι υπό πνεύματος αλληλεγγύης και συνεργασίας, διά την προστασίαν της υγιείας των πιστών και το κοινόν καλόν, απεδέχθημεν την τέλεσιν των ιερών ακολουθιών άχρι καιρού άνευτής παρουσίας πιστών εις τους ναούς, πλην ως πρωτεύον μέλημα έγνωμεν την διαφύλαξιν της πίστεως των Πατέρων ημών, της αεί φωτιζούσης την οικουμένην.

Επειδή όμως, ομού μετά του επαινετού κατά την πανδημίαν του COVID-19, εν πολλοίς, κρατικού ενδιαφέροντος και της των ιθυνόντων αξιοζήλου προνοίας, ηκούσθησαν ανοίκειοι απόψεις τινές περί του τρόπου προσελεύσεως εις τα Άχραντα Μυστήρια, είναι αδύνατον εις ημάς να παραμείνωμεν άφωνοι και αμέτοχοι ενώπιον μιάς τοιαύτης αμφισήμου καταστάσεως, αδρανούντες πρότών εξελίξεων και των κατά Πολιτείαν σχετικών ρυθμίσεων και απαγορεύσεων.

Υπηκούσαμεν εις τας προτροπάς των υγιειονομικών και πολιτικών αρχών, και, ως εικός, υπακούομεν, μέχρις, όμως, του σημείου καθ᾽ου θίγεται η ουσία και το κέντρον της πίστεως ημών. Η συγκατάβασις της Εκκλησίας φθάνει μέχρι Σταυρού, αρνείται, όμως, την κατάβασιν εξαυτού, εξ υπακοής προς τας αρχάς και τας εξουσίας του κόσμου τούτου, όταν αμφισβητήται το Μυστήριον των μυστηρίων της ζωής της, η Θεία Ευχαριστία.

Εις την ζωήν της Εκκλησίας, είναι γνωστόν τοις πάσιν ότι αυθεντικός ερμηνευτής των Ευαγγελικών και Αποστολικών προτροπών και νοημάτων, ου μην αλλά και του πνεύματος και του γράμματος των Θείων και Ιερών Κανόνων, υπάρχει η Ιερά Παράδοσις, συνυφασμένη αρρήκτως μετά της καθ᾽ημέραν εκκλησιαστικής πρακτικής και κενωτικής εμπειρίας. Προσφεύγοντες εις αυτήν την καθηγιασμένην πράξιν της Εκκλησίας, βλέπομεν και αδιαψεύστως διαπιστούμεν ότι αύτη ζη εν τω κόσμω διά της Θείας Ευχαριστίας και εν τη Θεία Ευχαριστία, ή, άλλως, η Θεία Ευχαριστία είναι η αποκάλυψις και η βίωσις του θεανδρικού μυστηρίου της Εκκλησίας. Ο ίδιος ο Κύριος, ο «αοράτως συνών», «ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος», δίδωσιν ημίν εν τη Ευχαριστία το άχραντον σώμα και το τίμιον Αυτού αίμα, καθιστών ημάς «βασιλείας ουρανών πλήρωμα».

Εν τω πνεύματι και εν τω φρονήματι τούτω, επικοινωνούμεν μετά της λίαν ημίν αγαπητής Υμετέρας Μακαριότητος, προσεπιδηλούντες εν συνειδήτως ότι ουδόλως προτιθέμεθα να αποστώμεν εκ των κληροδοτηθέντων πάσιν ημίν υπό των μακαρίων Πατέρων ημών. Ενώπιον των διαμορφουμένων συνθηκών, επιθυμούμεν να ενωτισθώμεν τον αδελφικόν Υμών λογισμόν και τας σκέψεις, ώστε, από κοινού να πορευθώμεν εις την ποιμαντικήν αντιμετώπισιν των αμφισβητήσεων του καθιερωμένου τρόπου μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας.

Εφ᾽οις και πόθω Χριστού και φιλήματι αγίω περιπτυσσόμεν οι την Υμετέραν σεβασμιοπόθητον Μακαριότητα, διατελούμεν Αυτής αγαπητός αδελφός, συλλειτουργός και συγκοινωνός εν τω ενί και κοινώ Ποτηρίω, εξούπίοντες, ου μη διψήσωμεν εις τον αιώνα. Αμήν!»

Εν τοις Πατριαρχείοις, τη 1η Ιουνίου 2020

Εκ της Αρχιγραματείας

της Αγίας και Ιεράς Συνόδου


πηγή