Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ



π. Δημητρίου Μπόκου

Χα­ρι­σμέ­νο σὲ ὅ­σους βα­φτί­ζουν τὸν πό­λε­μο ἀν­θρω­πι­στι­κὴ ἐ­πι­χεί­ρη­ση

Μὲ τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ βα­σι­λιὰ Γό­μερ οἱ ἀρ­χη­γοὶ ὕ­ψω­σαν τὰ ξί­φη τους καὶ οἱ πο­λε­μι­στὲς ἐ­πευ­φή­μη­σαν τὸν βα­σι­λιά τους. Μὰ ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος Ρό­μαν δὲν τοὺς μι­μή­θη­κε. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ χέ­ρι στὴ λα­βὴ τοῦ ξί­φους του, μά, σὰν κά­τι νὰ τὸν κρά­τη­σε, στα­μά­τη­σε ἐ­κεῖ. Οἱ ἄν­τρες του, βλέ­πον­τας τὸν δι­σταγ­μό του, ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί.
Ὁ σαλ­πιγ­κτὴς ἔ­φε­ρε τὸ στρι­φτὸ βού­κι­νο στὸ στό­μα του. Ἕ­νας βα­θὺς ἦ­χος ἁ­πλώ­θη­κε στὴν κοι­λά­δα καὶ σύγ­και­ρα ὁ στρα­τός, σὰν γι­γάν­τιο σῶ­μα, κι­νή­θη­κε μπρο­στά. Ἡ πα­νί­σχυ­ρη στρα­τιὰ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ τὴ νέ­α της ἀ­πο­στο­λή.
Ὁ Ρό­μαν σπι­ρού­νι­σε τὸ ἄ­λο­γό του βα­ρύ­θυ­μος. Γύ­ρω του ὑ­ψω­νό­ταν μιὰ βου­ε­ρὴ σύγ­χυ­ση, κα­θὼς τὰ ποι­κί­λα σώ­μα­τα προ­χω­ροῦ­σαν ἀρ­γὰ μὲ τὸν βα­ρὺ ὁ­πλι­σμό τους. Στὰ κον­τά­ρια τους, ἴ­διο κι­νού­με­νο δά­σος, ἀ­νέ­μι­ζαν λευ­κὰ τρι­γω­νι­κὰ φλάμ­που­ρα μὲ ἔμ­βλη­μα στὴ μέ­ση τὸν σταυ­ρό. Προ­η­γοῦν­ταν ἱπ­πεῖς, ἐ­νῶ το­ξό­τες σὲ πυ­κνὰ τμή­μα­τα κά­λυ­πταν τὰ πλα­ϊ­νὰ καὶ τὰ νῶ­τα. Ἑ­κα­τον­τά­δες ὑ­πο­ζύ­για καὶ ἅ­μα­ξες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν ξο­πί­σω μὲ ἐ­φό­δια γιὰ πο­λύ­μη­νη ἐκ­στρα­τεί­α.
Ἁ­πλω­μέ­νο στὴν πλα­τειὰ κοι­λά­δα τὸ με­γά­λο στρά­τευ­μα φάν­τα­ζε ὑ­πο­βλη­τι­κό. Μὰ ὁ Ρό­μαν ἔ­βλε­πε μὲ βα­θὺ σκε­πτι­κι­σμὸ τὸ με­γα­λό­πρε­πο θέ­α­μα ποὺ θὰ χα­νό­ταν σὲ λί­γο, ὅ­ταν ἡ ἁ­πλο­χω­ριὰ θά ’­δι­νε τὴ θέ­ση της σὲ στε­νω­ποὺς καὶ ὑ­πώ­ρει­ες. Δὲν ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὴν ἰ­σχύ τους. Οὔ­τε ὁ ἴ­διος ἦ­ταν δει­λός. Εἶ­χε δεί­ξει τὴν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τη ἀ­ξί­α του, ὅ­σες φο­ρὲς ἡ πα­τρί­δα του βρέ­θη­κε σὲ κίν­δυ­νο.
Μὰ τώ­ρα ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὸν σκο­πό τους. Ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α δὲν βρι­σκό­ταν σὲ κίν­δυ­νο. Ἦ­ταν πιὰ πα­νί­σχυ­ρη. Εἶ­χε ὑ­πο­τά­ξει τοὺς λα­οὺς ποὺ τὴν ἐ­πι­βου­λεύ­τη­καν. Ποῦ πή­γαι­ναν;
Στὴν ἄλ­λη σχε­δὸν ἄ­κρη τῆς γῆς. Ὁ Γό­μερ εἶ­χε μά­θει πὼς κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ ἕ­νας λα­ός. Μι­κρὸς μπρο­στὰ στὴ με­γά­λη αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οὔ­τε πο­λε­μο­χα­ρής, οὔ­τε ἐ­χθρι­κὸς μα­ζί τους. Μὰ οὔ­τε καὶ πρό­θυ­μος νὰ ὑ­πο­τα­χθεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ ζεῖ ἐ­λεύ­θε­ρος.
Ὁ Γό­μερ ὅ­μως ἦ­ταν ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς. Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας. Ὁ ἐ­κλε­κτὸς τοῦ Θε­οῦ. Θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του κυ­ρί­αρ­χο τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Μὲ ἐ­ξου­σί­α δο­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ τί ἄλ­λο θά ’­ταν ἀ­π’ τὸ νὰ βα­σι­λεύ­ει ὁ με­γά­λος βα­σι­λιὰς σ’ ὅ­λη τὴ γῆ; Στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ λοι­πὸν ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θὰ ἔ­βα­ζε τώ­ρα τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους.
Ὁ πα­λαί­μα­χος Ρό­μαν πο­ρευ­ό­ταν σι­ω­πη­λὸς καὶ σκε­πτό­ταν. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α τοῦ Γό­μερ τὸν ἔ­κα­νε νὰ ἀν­τι­δρᾶ. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὰ βά­λει μ’ ἕ­να λα­ό, ποὺ θὰ πο­λε­μοῦ­σε γιὰ τὴ γῆ του καὶ τὰ παι­διά του. Ποι­ὸς Θε­ὸς θὰ εὐ­λο­γοῦ­σε τέ­τοι­ον πό­λε­μο;
Γιὰ βδο­μά­δες ὁ­λό­κλη­ρες ἡ με­γά­λη στρα­τιὰ ἅ­πλω­νε τὴν ἀ­πει­λη­τι­κή της πα­ρου­σί­α σὲ βου­νὰ καὶ πε­διά­δες, ὥ­σπου ἔ­φτα­σε κά­πο­τε ἀ­πέ­ναν­τι στὰ κά­στρα τῆς μι­κρῆς χώ­ρας. Ὁ λα­ός της ἀν­τί­κρυ­σε τὸν στρα­τὸ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μὰ δὲν τό ’­βα­λε κά­τω. Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­τρί­δα καὶ τὴ λευ­τε­ριὰ ἔ­κα­με ἀ­τσά­λι τὴν καρ­διά τους.
Κι ἔ­τσι πι­ά­στη­κε ὁ πό­λε­μος. Μῆ­νες κρά­τη­σε, μὰ τὰ ὀ­χυ­ρὰ τοῦ μι­κροῦ λα­οῦ ἄν­τε­χαν. Ὁ χει­μώ­νας ἔ­φτα­σε. Οἱ μα­χη­τὲς τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἔ­χα­ναν τὸ ἠ­θι­κό τους. Ἄρ­χι­σαν τὴ γκρί­νια.
-  Για­τί πο­λε­μᾶ­με αὐ­τὸν τὸν λα­ό; Σὲ τί μᾶς ἔ­φται­ξε; Αὐ­τοὶ πο­λε­μοῦν γιὰ τὰ παι­διά τους. Ἦρ­θαν τὰ Χρι­στού­γεν­να. Ἐ­μεῖς πῶς θὰ τὰ γι­ορ­τά­σου­με χω­ρὶς τὰ παι­διά μας; Για­τί ἤρ­θα­με τό­σο μα­κριά;
Ὁ στρα­τη­γὸς προ­σπά­θη­σε νὰ τοὺς το­νώ­σει. Τοὺς μά­ζε­ψε καὶ τοὺς μί­λη­σε. Τοὺς θύ­μι­σε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος στρα­τὸς τῆς γῆς. Κι ὁ βα­σι­λιάς τους αὐ­το­κρά­το­ρας τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Καὶ ὅ­λοι οἱ λα­οὶ πρέ­πει νὰ προ­σκυ­νοῦν τὸν με­γά­λο βα­σι­λιά. Καὶ θέ­λη­μα Θε­οῦ εἶ­ναι νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ποὺ τοὺς τα­λαι­πω­ρεῖ τό­σον και­ρὸ μὲ τὸ πεῖ­σμα του νὰ μὴν προ­σκυ­νᾶ.
-  Στ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, σᾶς τοὺς πα­ρα­δί­δω στὰ χέ­ρια σας καὶ στὸ σπα­θί σας!
Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ στρα­τη­γὸς ἐ­πευ­φή­μη­σε τὸν βα­σι­λιά τους. Τὸν μι­μή­θη­καν κάμ­πο­σοι, μὰ οἱ πολ­λοὶ δὲν ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν.
-  Νά, πῶς ὁ σταυ­ρὸς γί­νε­ται σύμ­βο­λο τοῦ μί­σους! σκέ­φτη­κε ἀ­κό­μα πιὸ βα­ρύ­θυ­μος ὁ Ρό­μαν. Αὐ­τὸς ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νή­θι­κος.
Ὁ στρα­τη­γὸς ὅ­ρι­σε ἡ τε­λι­κὴ ἕ­φο­δος νὰ γί­νει τὴ νύ­χτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ποὺ δὲν θὰ πε­ρί­με­νε ἐ­πί­θε­ση κα­νέ­νας. Χρι­στια­νοὶ μέ­σα, Χρι­στια­νοὶ ἔ­ξω, θὰ γι­όρ­τα­ζαν Χρι­στού­γεν­να ἀν­τὶ νὰ πο­λε­μοῦν. Τὴ νύ­χτα ποὺ γεν­νι­ό­ταν ὁ Χρι­στὸς φέρ­νον­τας τὴν ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θ’ ἀ­φά­νι­ζε στ’ ὄ­νο­μά Του τὸν μι­κρὸ λα­ό.
Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε.
Τὴν ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα τῆς ἅ­γιας νύ­χτας ἄρ­χι­σε ἡ ἐ­πί­θε­ση. Ὁ στρα­τη­γὸς δὲν εἶ­χε γε­λα­στεῖ. Ὁ πο­λὺς κό­σμος ἦ­ταν στὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς γιὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ καὶ νὰ πα­ρα­κα­λέ­σει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Λί­γοι μα­χη­τὲς ἦ­ταν στὰ τεί­χη. Μὰ κι αὐ­τοὶ πο­λέ­μη­σαν γεν­ναῖ­α. Ἀλ­λὰ κά­πο­τε λύ­γι­σαν. Οἱ πύ­λες πα­ρα­βι­ά­στη­καν. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς ὅρ­μη­σαν στὴν πό­λη. Λε­η­λα­σί­α καὶ φω­τιὰ ἀν­τά­μα ἄρ­χι­σαν τὸ μα­κά­βριο ἔρ­γο τους.
Καὶ ὁ Ρό­μαν; Τί ἔ­γι­νε; Ποῦ βρι­σκό­ταν;
Μὲς στὸ σκο­τά­δι καὶ τὴ σύγ­χυ­ση οἱ ἄν­δρες του ἀ­πὸ τὸ δε­ξιὸ κέ­ρας ὅ­που βρί­σκον­ταν, πλα­γι­ο­δρό­μη­σαν ἀ­θό­ρυ­βα καὶ ἀ­θέ­α­τοι βγῆ­καν ἀ­π’ τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Κα­θη­λω­μέ­νοι σ’ ἕ­να χα­μη­λὸ κοί­λω­μα κον­τὰ στὰ τεί­χη πε­ρί­με­ναν, ὥ­σπου ἡ πρώ­τη πύ­λη ὑ­πο­χώ­ρη­σε.
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ φά­λαγ­γα τό­τε στὸ σύν­θη­μα τοῦ Ρό­μαν ὅρ­μη­σε τα­χύ­τα­τα, σὰν βέ­λος, μπρο­στά. Προ­χώ­ρη­σαν μὲς ἀ­π’ τὶς φλό­γες ποὺ ἀγ­κάλι­α­ζαν τὰ πρῶ­τα σπί­τια. Δι­έ­σχι­σαν γορ­γά τοὺς σκο­τει­νοὺς ἔ­ρη­μους δρό­μους, ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν στὴν πρώ­τη ἐκ­κλη­σιά. Ὁ Ρό­μαν ὑ­πο­λό­γι­ζε, σω­στὰ ὅ­πως φά­νη­κε, πὼς ὅ­λοι θὰ βρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ. Φω­τει­νὲς ἀν­ταύ­γει­ες ξε­χεί­λι­ζαν ἀ­π’ τὰ χρω­μα­τι­στά της πα­ρά­θυ­ρα γλυ­καί­νον­τας τὴν πα­γω­νιὰ τῆς μά­χης καὶ τοῦ σκο­τα­διοῦ.
Στὴν πλα­κό­στρω­τη αὐ­λὴ ἀν­τή­χη­σαν τὰ πο­δο­βο­λη­τὰ ἀν­θρώ­πων καὶ ἀ­λό­γων. Ὁ Ρό­μαν πρό­βα­λε στὴν εἴ­σο­δο. Σύγ­και­ρα μιὰ μυ­ρι­ό­στο­μη κραυ­γὴ ἀ­π’ τὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἔ­τρε­ψε τὴν πα­ρή­γο­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης λει­τουρ­γί­ας σὲ θρῆ­νο. Οἱ μη­τέ­ρες ἔσφι­ξαν στὰ στή­θη τὰ μω­ρά τους. Βι­βλι­κὸ δέ­ος πλημ­μύ­ρι­σε τὰ πάν­τα. «Φω­νὴ ἐν Ρα­μὰ ἠ­κού­σθη, θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς». Τὸ κλά­μα τῆς Ρα­χὴλ γιὰ μιὰ φο­ρὰ ἀ­κό­μα ὑ­ψώ­θη­κε ὣς τὰ με­σού­ρα­να. Τὰ βλέμ­μα­τα ὅ­λων, ἀλ­λοι­ω­μέ­να ἀ­π’ τὸν τρό­μο, στρά­φη­καν πρὸς τὴν πόρ­τα.
Μὰ εἶ­δαν τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο μὲ τὴν πε­ρι­κε­φα­λαί­α στὸ χέ­ρι νὰ κά­νει μό­νο τὸν σταυ­ρό του. Δί­πλα του οἱ πο­λε­μι­στὲς ἔ­κα­ναν τὸ ἴ­διο.
-  Δὲν θὰ γι­νό­μου­να πο­τὲ Ἡ­ρώ­δης! Θὰ σᾶς προ­στα­τέ­ψω! Μὴ φο­βά­στε! εἶ­πε μο­νά­χα ὁ Ρό­μαν ση­κώ­νον­τας γιὰ κα­θη­συ­χα­σμὸ τὸ χέ­ρι του καὶ βγῆ­κε.
Ἄ­φη­σε μιὰ ὁ­μά­δα γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τους καὶ μὲ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἄν­δρες του προ­χώ­ρη­σε. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς βρῆ­καν στὴν εἴ­σο­δο κά­θε να­οῦ τοὺς ὁ­πλι­σμέ­νους ἐ­πί­λε­κτους τοῦ Ρό­μαν. Γνώ­ρι­ζαν ὅ­λοι τὴν ἀ­ξί­α τους. Δί­στα­σαν νὰ ἐμ­πλα­κοῦν σὲ ἐμ­φύ­λια σύρ­ρα­ξη. Δὲν ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καὶ τό­σο πε­ρή­φα­νοι γι’ αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο. Ὁ πλη­θυ­σμὸς σώ­θη­κε.
Ξη­μέ­ρω­νε σχε­δόν, ὅ­ταν ὁ στρα­τη­γὸς ἔμ­παι­νε στὴ λε­η­λα­τη­μέ­νη πό­λη. Ἡ εἴ­δη­ση γιὰ τὴ δρά­ση τοῦ Ρό­μαν εἶ­χε ἁ­πλω­θεῖ κι­ό­λας παν­τοῦ. Ὁ στρα­τη­γὸς τὸν κά­λε­σε πά­ραυ­τα σὲ ἀ­πο­λο­γί­α.
-  Ἑ­κα­τόν­ταρ­χε Ρό­μαν! Πα­ρά­δω­σε ἀ­μέ­σως τὸ σπα­θί σου καὶ ἐ­ξή­γη­σέ μας για­τί ἀ­ψή­φη­σες τὸ θέ­λη­μα τοῦ με­γά­λου βα­σι­λιᾶ.
-  Ἀ­κό­μα καὶ στὸν πό­λε­μο ὑ­πάρ­χουν κα­νό­νες! εἶ­πε ὁ Ρό­μαν προ­χω­ρών­τας θαρ­ρε­τὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ στρά­τευ­μα καὶ ρί­χνον­τας τὴ ζώ­νη μὲ τὸ ξί­φος του στὰ πό­δια τοῦ στρα­τη­γοῦ. Δὲν πρέ­πει νὰ κυ­ρια­ρχεῖ μό­νο ὁ νό­μος τῆς δύ­να­μης. Πο­τὲ δὲν ἀ­τί­μω­σα τὸ σπα­θί μου μὲ ἐγ­κλή­μα­τα καὶ δὲ θὰ τό ’­κα­να τώ­ρα!
-  Γιὰ ποι­ὰ ἐγ­κλή­μα­τα μι­λᾶς, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε;
-  Γιὰ τὸν ἀ­νέν­τι­μο πό­λε­μο ποὺ κά­νου­με τώ­ρα, στρα­τη­γέ μου. Ὁ ἀ­ναί­τιος ἀ­φα­νι­σμὸς ἑ­νὸς λα­οῦ εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα. Ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς, ἀλλὰ καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐγ­κλη­μα­τεῖ ἄραγε; Ἔστω πὼς εἶναι! Μὰ ὅ­ταν φορ­τώ­νει τὸ ἔγ­κλη­μά του στὴν πλά­τη τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ ξε­φορ­τω­θεῖ ὁ ἴ­διος τὴν εὐ­θύ­νη, δὲν ἐγ­κλη­μα­τεῖ δι­πλά; Κα­νέ­νας, μὰ κα­νέ­νας δὲν ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα, οὔ­τε κι ὁ βα­σι­λιάς, νὰ κά­νει τὰ ἐγ­κλή­μα­τά του στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν πο­τὲ κά­τω ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ φύλ­λο τῆς συ­κῆς νὰ κρύ­ψει κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κὰ τὴ γύ­μνια του; Καὶ ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε χει­ρό­τε­ρη βλα­στή­μια τοῦ Θε­οῦ ἀ­π’ αὐ­τήν; Πα­ρα­μορ­φώ­σα­με τὴν εἰ­κό­να του. Σβή­σα­με τὴν ἀ­γά­πη ἀ­π’ τὴ μορ­φή του καὶ βά­λα­με στὸ χέ­ρι του μα­χαί­ρι. Τὸν θέ­λου­με κι Αὐ­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ σχέ­διά μας, ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι!
…Ὁ Ρό­μαν μί­λη­σε πα­ρά­τολ­μα. Πα­γε­ρὴ σι­γὴ ἁ­πλώ­θη­κε στὸ στρά­τευ­μα. Οἱ στιγ­μὲς ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν ἦ­ταν δρα­μα­τι­κές. Μὰ ὁ στρα­τη­γὸς δὲ βι­ά­στη­κε ν’ ἀ­παν­τή­σει. Ζύ­γι­ζε τὴν κα­τά­στα­ση. Γνώ­ρι­ζε τὸν γεν­ναῖ­ο Ρό­μαν καὶ ἤ­ξε­ρε πό­σο βα­θιὰ τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σε ὁ στρα­τός του.
-  Πά­ρε τὸ σπα­θί σου, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε! εἶ­πε στὸ τέ­λος. Δὲν εἴ­μα­στε βάρ­βα­ροι καὶ θὰ τὸ ἀ­πο­δεί­ξου­με. Ἔ­χου­με ἀ­κό­μα τὸν και­ρὸ νὰ φτι­ά­ξου­με μιὰ νέ­α σχέ­ση μὲ τὸν λα­ὸ αὐ­τό. Ἂς ξα­να­χτί­σου­με τὴν πό­λη τους πρὶν φύ­γου­με. Ἂς μᾶς θυ­μοῦν­ται φί­λους καὶ ὄ­χι ἐ­χθρούς.
Ἀ­λα­λαγ­μὸς χα­ρᾶς ὑ­ψώ­θη­κε γιὰ τὴ δι­καί­ω­ση τοῦ Ρό­μαν…
-  …αὐ­τὰ γι­νόν­του­σαν, παι­δί μου, τὸν πα­λιὸ και­ρό! ἔ­λε­γε ὁ παπ­ποὺς τε­λει­ώ­νον­τας τὴν ἱ­στο­ρί­α του.
Μὰ μέ­χρι σή­με­ρα δὲν ἔ­λει­ψαν πο­τὲ οἱ ἀ­λα­ζό­νες ἄν­θρω­ποι. Ποὺ πο­λε­μᾶ­νε τά­χα­τες γιὰ τὸ κα­λὸ καὶ γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Μὰ στὴν οὐ­σί­α κα­πη­λεύ­ον­ται τὸ ὄ­νο­μά Του γιὰ νὰ κα­λύ­πτουν τὰ ἐγ­κλή­μα­τά τους.
Νὰ ὑ­πάρ­χουν ἄ­ρα­γε καὶ  οἱ γεν­ναῖ­οι Ρό­μαν ποὺ ξε­σκε­πά­ζουν τὸ κα­κό;
…Φαν­τά­ζο­μαι πὼς ναί, …μιὰ καὶ δὲν ἔ­σβη­σε ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμο αὐ­τὸν ἀ­κό­μα…
Χρι­στού­γεν­να 2004


 Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η».

Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ιστοσελίδα μας προάγει τον πολιτισμένο διάλογο και τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων. Παρακαλούμε θερμά, πριν σχολιάσετε:

Να διατηρείτε ευγένεια και σεβασμό προς όλους τους συνομιλητές.

Να αποφεύγετε προσβλητικούς ή υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς.

Να στηρίζετε τις απόψεις σας με επιχειρήματα και καλή διάθεση.

Να μην κάνετε χρήση λεκτικής βίας, ειρωνείας ή φανατισμού.

Τα σχόλια με υβριστικό, ρατσιστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται.

📌 Θυμηθείτε: η ελεύθερη έκφραση είναι πολύτιμη όταν συνοδεύεται από σεβασμό, σοβαρότητα και αληθινό ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο και την αλήθεια.

Σας ευχαριστούμε που συμβάλλετε σε έναν πολιτισμένο και δημιουργικό διάλογο.
..........................
Komentet e lexuesve
Faqja jonë promovon dialogun e qytetëruar dhe shkëmbimin e frytshëm të mendimeve. Ju lutemi, para se të komentoni:

Tregoni mirësjellje dhe respekt ndaj çdo bashkëbiseduesi.

Shmangni fjalët fyese apo përçmuese.

Mbështetni mendimet tuaja me argumente dhe frymë bashkëpunimi.

Mos përdorni gjuhë të dhunshme, ironi poshtëruese apo fanatizëm.

Komentet me përmbajtje fyese, raciste apo përçarëse nuk do të publikohen.

📌 Mbani mend: liria e shprehjes është e vlefshme vetëm kur shoqërohet me respekt, maturi dhe dashamirësi ndaj të tjerëve dhe ndaj së vërtetës.
Ju falënderojmë që kontribuoni në një dialog të qytetëruar dhe konstruktiv