Ένα
οδοιπορικό ιστορίας στο ναρκοθετημένο- εκατέρωθεν- πεδίο των ελληνοαλβανικών
σχέσεων των ετών 1945- 1991 είναι το βιβλίο «Ελλάδα και Αλβανία» του Σταύρου
Γ. Ντάγιου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Literatus στη
Θεσσαλονίκη.
Ο
συγγραφέας, που είναι διδάκτορας Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με σχετικό έργο («Ο ελληνικός
εμφύλιος», «Η διεθνής διάσταση της ρήξης Χότζα- Τίτο», «Αποκληρωμένο έθνος: Η
λαϊκή λογοτεχνία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου»), αποτολμά το περπάτημα…
Και το πραγματοποιεί πατώντας πάνω σε ελληνικά, δυτικά αλλά και αλβανικά
αρχεία, έχοντας παράλληλα συμβουλευθεί Έλληνες αξιωματούχους του υπουργείου
Εξωτερικών με πρώτους τους πρώην υπουργούς Πέτρο Μολυβιάτη και Θεόδωρο
Πάγκαλο, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας καθώς και ανώτατα
στελέχη του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας μεταξύ των οποίων και τον
πρώην υπουργό Παιδείας Τεύτα Τσάμη και δεκάδες άγνωστες μέχρι τώρα πηγές και
απόρρητους φακέλους.
Και-
χωρίς να κρύβει την θέση του υπέρ της κατατρεγμένης από το καθεστώς ελληνικής
μειονότητας- δεν χαρίζεται σε καμία πλευρά, σημειώνοντας πως στην πολυετή
αρχειακή έρευνά του συνάντησε προσκόμματα, εμπάθειες και αναλήθειες και από
τις δύο πλευρές:
«Η
κομμουνιστική βιβλιογραφία της Αλβανίας είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός
ψευδούς μύθου περί της ελληνικής ενοχής , ενώ η Ελλάδα εξέφραζε
υπερβολές και ανακρίβειες στοχοποιώντας τους κομμουνιστές ως το άπαν του
κακού».
Ένα
, πάντως, δεν διαπραγματεύεται σε αυτή την πραγματεία των 487 σελίδων. Ότι
στο χώρο της μειονότητας η πάλη των τάξεων υπήρξε μία μορφή παρατεταμένου
εμφυλίου, η οποία πάλη δεν απαλλάχθηκε από δύο βασικές ανεπάρκειες της
ανθρώπινης φύσης: Το μίσος του Αλβανού ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ενβέρ
Χότζα κατά των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά και το φόβο του …
Παραδεχόμενος
ότι «κανένα έθνος δεν είναι αλάθητο, ακόμη και τα έθνη- θύματα θηριωδών»,
χαρακτηρίζει την Αλβανία ως «έθνος που πιστεύει πως διαθέτει ένδοξη ιστορία
που όμως δεν μπορεί να… αποδείξει» , ενώ επισημαίνει ότι «η υπεροπτική Ελλάδα
είχε την τάση να αναδεικνύει μια υπέρμετρη αναφορά σε αρχαίες αξίες
συμπεριφερόμενη δυσανάλογα με την οικονομική της βαρύτητα».
Στο
πρώτο κεφάλαιο ο ερευνητής καταγράφει την άμεση εμπλοκή των Αλβανών στον
ελληνικό εμφύλιο με τις διαφωνίες Χότζα- Ζαχαριάδη . Στο δεύτερο κεφάλαιο
μιλάει για τον «άτσαλο» τρόπο αποχώρησης των ελλήνων ανταρτών του
Δημοκρατικού Στρατού με τις δύο χώρες να εμπλέκονται σε επιχειρήσεις
κατασκοπείας και δολιοφθοράς κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου
Σοβιετικής Ένωσης- ΗΠΑ. Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάει την μακρά πορεία
αποκατάστασης των διμερών σχέσεων που ξεκίνησε επί δικτατορίας το 1971 όταν
πια η Αλβανική κυβέρνηση είχε διώξει τους Σοβιετικούς καλώντας τους Κινέζους.
Στο τέταρτο κεφάλαιο φωτίζει την προσέγγιση των δύο χωρών μετά
την καραμανλική μεταπολίτευση του 1974 υπό την κοινό φόβο της σοβιετικής
απειλής. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύει την περίοδο διακυβέρνησης του Ανδρέα
Παπανδρέου το 1981- 1989 οπότε ήρθη εκ μέρους της Ελλάδας η ο νόμος περί
εμπολέμου, με διεξοδική παρουσίαση της καταπιεστικής πολιτικής η οποία
επέφερε καταδίκες εις βάρος της Αλβανίας από διεθνείς φορείς λίγο
πριν την πτώση του κομμουνιστικού συστήματος (1991).
Στο
δεύτερο μέρος ο συγγραφέας παρουσιάζει την προσπάθεια του αλβανικού
καθεστώτος να αλλοιώσει τη δημογραφική υπεροχή των Ελλήνων στα 101 χωριά της
«Νότιας Αλβανίας» , όπως ήταν η επίσημη ονομασία αυτού που οι Έλληνες
αποκαλούν «Βόρειο Ήπειρο», με τις μεθοδεύσεις αλλοίωσης να έχουν αρχίσει από την
εποχή του βασιλιά Ζόγκ.
Το
διάλλειμα της απελευθερωτικής εισόδου των ελληνικών στρατευμάτων το χειμώνα
του 1940 κράτησε μέχρι τον Απρίλιο του 1941, οπότε η μειονότητα
παραδόθηκε στις φρικαλεότητες των Ιταλών φασιστών, για να βρεθεί
κατόπιν στο πλευρό του αλβανικού ΕΑΜ προσδοκώντας την αυτοδιάθεση μέσω
δημοψηφίσματος- κάτι που δεν δόθηκε ποτέ από τους νικητές συμμάχους…
Ανάμεσα
στη πληθώρα των στοιχείων διασώζει τα ονόματα των πρώτων Ελλήνων διδασκάλων
που εκτελέστηκαν με την κατηγορία των «εχθρών της λαϊκής εξουσίας» αμέσως
μόλις ανακηρύχθηκε η «Λαϊκή Δημοκρατία». Και βέβαια στηλιτεύει την ύβρη του
Ενβέρ Χότζα να καταργήσει το 1976 δια… νόμου όλες τις
θρησκείες, που είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν 2.100 ελληνορθόδοξοι ναοί και
μοναστήρια με πολλές εκκλησιές να μετατραπούν σε αποθήκες ή κέντρα ψυχαγωγίας
για τη νεολαία!
Μια
τεκμηριωμένη έρευνα για τα δεινά του ελληνισμού στην Αλβανία που
αποφεύγει - μετά λόγου γνώσεως- τις «νάρκες» του εθνικισμού…
ΑΠΕ-ΜΠΕ
|
Një
udhëtim në fushën e minuar të marrëdhëniëve shqiptaro-greke që tenton të
hedhë dritë mbi raportin mes dy vendeve vjen i botuar në një libër nga
profesori i Historisë në Universitetin Aristotelio të Selanikut, Stavro Daju
me titull “Shqipëria dhe Greqia.
Daju analizon kryesisht periudhën pas
Luftës së Dytë Botërore, duke evidentuar se Letërsia e Realizmit Socialist
Shqiptare kishte për qëllim të krijonte një mit të rreme në lidhje me fajin
grek, ndërsa thotë se gjatë kësaj periudhe Greqia ka shprehur ekzagjerime dhe
pasaktësi, duke i cilësuar komunistët si burimi I të gjitha të kqëijave. Ai thotë se lufta e klasave në minoritet ishte
një formë e luftës zgjatur civile. Në pjesën e dytë autori paraqet përpjekjet
e regjimit shqiptar për të ndryshuar superioritetin demografik të grekëve në
101 fshatra në "Shqipërinë e Jugut", siç ishte emri zyrtar i asaj
që grekët e quajnë "Epiri i Veriut", me intriga e ngatërresa që
kanë filluar koha e Mbretit Zog.
Duke pranuar se "asnjë komb nuk është i pagabueshëm” Daju e
përshkruan Shqipërinë si "një komb që beson se ka një histori të
lavdishme, por që nuk mund të vërtetojë ...", ndërsa thekson se
"Greqia fodulle ka qenë e prirur për të nxjerr në pah referencat e
të kaluarës mitologjike që kanë qenë në disproporcion me peshën e saj ekonomike"
Në kapitullin e parë studiuesi regjistron përfshirjen e drejtpërdrejtë
të shqiptarëve në luftën civile greke duke përmendur mosmarrëveshjet Hoxha-
Zahariadi.Kapitulli i dytë flet për rrugën "ngathët" të tërheqjes
së rebelëve të Ushtrisë Demokratike Greke në të dy vendet për t'u angazhuar
në spiunazh dhe sabotuar operacionet gjatë Luftës së Ftohtë mes
Bashkimit Sovjetik dhe SHBA.
Në kapitullin e katërt Daju ndriçon afrimin mes dy vendeve gjatë
qeverisjes së Karamanlis në vitin 1974 nën frikën e përbashkët të kërcënimit
sovjetik. Kapitulli i pestë analizon periudhën e qeverisë së Andreas
Papandreu 1981- 1989, ku sipas tij Greqia tërheq aktin si palë ndërluftuese
me Shqipërinë dhe nisjen e një politike represive që shtoi presionin e
organizatave ndërkombëtarë ndaj Shqipërisë pak para rënies së
komunizmit (1991).
Daju ka shfrytëzuar Arkivin e Historisë Bashëkohore, burime deri tani
të panjohura dhe fotografi konfidenciale si dhe është konsultuar me
ish-zyrtarë të Ministrisë së Jashtme greke, me ish-ministrat Petro Moliviatis
dhe Theodoros Pangalos, ish-zyrtarë të lartë të regjimit komunist në
Shqipëri, duke përfshirë ish-ministrin e Arsimit, Tefta Çami.
|
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΉ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΤΣΑΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΏΝ - GAZETË ELEKTRONIKE, KULTURORE, HISTORIKE, ORTHODHOKSE E KORÇARËVE EPIROTË
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου