Απλοποιήστε την ζωή σας! (Γέρ. Παΐσιος Αγιορείτης)
Οι κοσμικοί λένε: “Καλότυχοι αυτοί που ζουν στα παλάτια και έχουν
όλες τις ευκολίες”. Αλλ’ όμως μακάριοι είναι αυτοί που κατόρθωσαν να
απλοποιήσουν την ζωή τους και ελευθερώθηκαν από την θηλεία της κοσμικής αυτής
εξελίξεως των πολλών ευκολιών, ίσον των πολλών δυσκολιών, και απαλλάχθηκαν
από τον φοβερό άγχος της σημερινής εποχής μας. Αν δεν απλοποιήσει την ζωή του
ο άνθρωπος, βασανίζεται. Ενώ, αν την απλοποιήσει, δεν θα έχει αυτό το άγχος.
Ένας Γερμανός μια φορά στο Σινά είπε σε ένα Βεδουϊνάκι που ήταν
πανέξυπνο: “Εσύ είσαι έξυπνο, μπορείς να μάθεις γράμματα”. “Και μετά;” τον
ρωτάει εκείνο. “Μετά θα γίνεις μηχανικός”. “Και μετά;” “Μετά θ’ ανοίξεις ένα
συνεργείο αυτοκινήτων”. “Και μετά;” “Μετά θα το μεγαλώσεις”. “Και μετά;”
“Μετά θα πάρεις και άλλους να δουλεύουν και θα έχεις πολύ προσωπικό”.
“Δηλαδή, του λέει, να έχω έναν πονοκέφαλο, να βάλω άλλον έναν πονοκέφαλο και
μετά να βάλω και έναν άλλον; Δεν είναι καλύτερα τώρα που έχω ήσυχο το κεφάλι
μου;” Ο περισσότερος πονοκέφαλος είναι από αυτές τις σκέψεις, να κάνουμε
αυτό, να κάνουμε εκείνο. Αν ήταν πνευματικές οι σκέψεις, θα ένιωθε κανείς
πνευματική παρηγοριά και δεν θα είχε πονοκέφαλο.
Τώρα και στους κοσμικούς τονίζω πολύ την απλότητα. Γιατί πολλά από
αυτά που κάνουν, δεν χρειάζονται και τους τρώει το άγχος. Τους μιλάω για την
λιτότητα και την ασκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: “Απλοποιήστε την ζωή σας, για
να φύγει το άγχος”. Και τα περισσότερα διαζύγια από ‘κει ξεκινούν. Πολλές
δουλειές, πολλά πράγματα έχουν να κάνουν οι άνθρωποι και ζαλίζονται.
Δουλεύουν και οι δύο, πατέρας και μάνα, αφήνουν και τα παιδιά
εγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεύρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγάς – αυτόματο
διαζύγιο μετά, εκεί φθάνουν. Αν απλοποιούσαν όμως την ζωή τους, θα ήταν και ξεκούραστοι
και χαρούμενοι. Αυτό το άγχος είναι καταστροφή!
Μια φορά βρέθηκα σε ένα σπίτι που ήταν όλο πολυτέλεια και, καθώς
συζητούσαμε, μου είπαν: “Ζούμε στον Παράδεισο, ενώ άλλοι άνθρωποι
στερούνται”. “Ζείτε στην κόλαση, τους λέω. “Άφρον, ταύτη τη νυκτί”(8), είπε ο
Θεός στον πλούσιο. Αν ο Χριστός με ρωτούσε: “Πού θέλεις να σε βάλουμε, σε μια
φυλακή ή σε ένα σπίτι σαν αυτό;” θα έλεγα: “Σε μια σκοτεινή φυλακή”. Γιατί η
φυλακή θα με βοηθούσε. Θα μου θύμιζε τον Χριστό, θα μου θύμιζε τους αγίους
Μάρτυρες, θα μου θύμιζε τους ασκητές που ήταν στις οπές της γης, θα μου
θύμιζε καλογερική. Η φυλακή θα έμοιαζε και λίγο με το κελί μου και θα
χαιρόμουν. Αυτό το δικό σας τι θα μου θύμιζε και σε τι θα με βοηθούσε; Γι’
αυτό οι φυλακές με αναπαύουν καλύτερα όχι μόνον από ένα σαλόνι κοσμικό αλλά
και απ’ ένα ωραίο κελί μοναχού. Χίλιες φορές στην φυλακή παρά σε ένα τέτοιο
σπίτι”.
Κάποτε που είχα φιλοξενηθεί στην Αθήνα σ’ έναν φίλο μου, με
παρακάλεσε να δεχθώ έναν οικογενειάρχη πριν φωτίσει, γιατί άλλη ώρα δεν
ευκαιρούσε. Ήρθε λοιπόν χαρούμενος και συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό. Είχε και
πολλή ταπείνωση και απλότητα και με παρακαλούσε να εύχομαι για την οικογένειά
του. Ο αδελφός αυτός ήταν περίπου τριάντα οκτώ ετών και είχε επτά παιδιά. Δύο
το ανδρόγυνο και άλλοι δύο οι γονείς του, εν όλο έντεκα ψυχές, και έμεναν
όλοι σε ένα δωμάτιο. Μου έλεγε με την απλότητα που είχε: “Όρθιους μας χωράει
το δωμάτιο, αλλά, όταν ξαπλώνουμε, δεν μας παίρνει, είναι λίγο στενόχωρα.
Δόξα τω Θεώ, τώρα κάναμε ένα υπόστεγο για κουζίνα και βολευτήκαμε. Εμείς
έχουμε και στέγη. Πάτερ μου, ενώ είναι άλλοι που μένουν στην ύπαιθρο”. Η
εργασία του ήταν σιδερωτής. Έμενε στην Αθήνα και έφευγε πριν φωτίσει, για να βρεθεί
εγκαίρως στον Πειραιά όπου εργαζόταν. Από την ορθοστασία και τις πολλές
υπερωρίες τα πόδια του είχαν κιρσούς και τον ενοχλούσαν, αλλά η πολλή αγάπη
του προς την οικογένειά του τον έκανε να ξεχνά τους πόνους και τις
ενοχλήσεις. Ελεεινολογούσε μάλιστα τον εαυτό του συνέχεια και έλεγε ότι δεν
έχει αγάπη, γιατί δεν κάνει καλοσύνες σαν Χριστιανός, και επαινούσε την
γυναίκα του ότι εκείνη κάνει καλοσύνες, γιατί εκτός από τα παιδιά και τα
πεθερικά της που φρόντιζε, πήγαινε και έπαιρνε τα ρούχα από τους γέρους της
γειτονιάς, τα έπλενε, τους συγύριζε και τα σπίτια, τους έφτιαχνε και καμιά
σούπα. Έβλεπε κανείς στο πρόσωπο του καλού αυτού οικογενειάρχη ζωγραφισμένη
την θεία Χάρη. Είχε μέσα του τον Χριστό και ήταν γεμάτος χαρά και το δωμάτιό
του γεμάτο από παραδεισένια χαρά. Ενώ αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τον
Χριστό, είναι γεμάτοι από άγχος, και δύο άνθρωποι να είναι, δεν χωράνε μέσα
σε έντεκα δωμάτια. Ενώ οι έντεκα αυτοί άνθρωποι με τον Χριστό, χωρούσαν μέσα
σ’ ένα δωμάτιο.
Ακόμη και πνευματικοί άνθρωποι, όσους χώρους και να έχουν, βλέπεις να
μη χωρούν, γιατί μέσα τους δεν έχει χωρέσει ο Χριστός ολόκληρος. Αν οι
γυναίκες που ζούσαν στα Φάρασα έβλεπαν την πολυτέλεια που υπάρχει σήμερα,
ακόμη και σε πολλά Μοναστήρια, θα έλεγαν: “Θα ρίξη ο Θεός φωτιά να μας κάψη!
Εγκατάλειψη Θεού!” Εκείνες μάζευαν τις δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί έπρεπε
να βγάλουν τα γίδια, μετά να συμμάσουν το σπίτι. Ύστερα πήγαιναν στα
εξωκκλήσια ή μαζεύονταν στις σπηλιές, και μια που ήξερε λίγα γράμματα διάβαζε
το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά δωσ’ του μετάνοιες, έλεγαν και την
ευχή. Και δούλευαν, κουράζονταν. Μια γυναίκα έπρεπε να ξέρη να ράβη όλα τα
ρούχα του σπιτιού. Και τα έρραβαν με το χέρι. Μηχανές του χεριού λίγες είχαν
σε καμμιά πόλη, στα χωριά δεν είχαν. Αν υπήρχε στα Φάρασα όλο και όλο μια
μηχανή του χεριού. Έρραβαν ακόμη και του άνδρα τα ρούχα και ήταν πιο άνετα,
και τις κάλτες τις έπλεκαν στο χέρι. Είχαν γούστο, μεράκι, αλλά τους
περίσσευε και χρόνος, γιατί τα είχαν όλα απλά. Οι Φαρασιώτες δεν κοιτούσαν
λεπτομέρειες. Ζούσαν την χαρά της καλογερικής. Και αν, για παράδειγμα, η κουβέρτα
δεν ήταν καλά στρωμένη και κρεμόταν λίγο από την μια μεριά και έλεγες: “Σιάξε
την κουβέρτα”, θα σου έλεγαν: “Σε εμποδίζει στην προσευχή σου;”
Αυτήν την χαρά της καλογερικής οι άνθρωποι σήμερα δεν την γνωρίζουν.
Νομίζουν ότι δεν πρέπει να στερηθούν, να ταλαιπωρηθούν. Αν σκέφτονταν οι
άνθρωποι λίγο καλογερικά, αν ζούσαν πιο απλά, θα ήταν ήσυχοι. Τώρα
βασανίζονται. Άγχος και απελπισία στην ψυχή. “Ο τάδε πέτυχε που έφτιαξε δυο
πολυκατοικίες ή που έμαθε πέντε γλώσσες κ.λπ.! Εγώ δεν έχω ούτε ένα
διαμέρισμα, δεν ξέρω ούτε μια ξένη γλώσσα. Ωχ, χάθηκα!” Έχει κάποιος ένα
αυτοκίνητο και αρχίζει: “Ο άλλος έχει καλύτερο. Να πάρω και εγώ”. Παίρνει το
καλύτερο, ύστερα μαθαίνει ότι άλλοι έχουν αεροπλάνα ατομικά και πάλι
βασανίζεται. Τελειωμό δεν έχουν. Ενώ άλλος που δεν έχει αυτοκίνητο, όταν δοξάζει
τον Θεό, χαίρεται: “Δόξα τω Θεώ, λέει, ας μην έχω αυτοκίνητο, έχω γερά τα
πόδια μου και μπορώ να περπατήσω. Πόσοι άνθρωποι είναι με κομμένα πόδια, δεν
μπορούν να εξυπηρετηθούν, να βγουν έναν περίπατο, θέλουν έναν άνθρωπο να τους
υπηρετεί, ενώ εγώ έχω τα πόδια μου!” Και ένας κουτσός που λέει: “Και άλλοι
που δεν έχουν και τα δύο πόδια;” και αυτός χαίρεται.
Η αχαριστία και η απληστία είναι μεγάλο κακό. Ο κυριευμένος από υλικά
πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει
μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Μια μέρα ήρθε ένας
πλούσιος από την Αθήνα και μου λέει: “Πάτερ, έχασα την επαφή με τα παιδιά
μου, έχασα τα παιδιά μου”. “Πόσα παιδιά έχεις;” του λέω. “Δύο, μου λέει. Τα
μεγάλωσα με το πουλιού το γάλα. Τι ήθελαν και δεν το είχαν! Ακόμη και
αυτοκίνητο τα πήρα”. Από την συζήτηση βγήκε ότι είχε και αυτός δικό του
αυτοκίνητο και η γυναίκα του δικό της και τα παιδιά δικό τους. “Ευλογημένε,
του λέω, εσύ, αντί να λύσης τα προβλήματά σου, τα μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ένα
μεγάλο γκαράζ για τα αυτοκίνητα, έναν μηχανικό να τον πληρώνεις τετραπλάσια,
για να τα διορθώνεις, χώρια που κινδυνεύετε και οι τέσσερις κάθε στιγμή να σκοτωθείτε.
Ενώ, αν είχες απλοποιήσει την ζωή σου, θα ήταν ενωμένη η οικογένειά σου, θα
καταλάβαινε ο ένας τον άλλο και δεν θα είχες αυτά τα προβλήματα. Δεν φταίνε
τα παιδιά σου τώρα, εσύ φταις που δεν φρόντισες να δόσης άλλη αγωγή στα
παιδιά σου”. Μια οικογένεια τέσσερα αυτοκίνητα, ένα γκαράζ, έναν μηχανικό
κ.λπ.! Ας πάει ο άλλος λίγο αργότερα. Όλη αυτή η ευκολία γεννάει δυσκολίες.
Άλλη φορά ήρθε ένας άλλος οικογενειάρχης στο Καλύβι -ήταν πέντε άτομα
η οικογένειά του- και μου λέει: “Πάτερ, έχουμε ένα αυτοκίνητο και σκέφτομαι
να πάρουμε άλλα δύο. Θα μας διευκολύνει”. “Και πόσο θα σας δυσκολέψει το
σκέφτηκες; του λέω. Το ένα το βάζεις εκεί σε μια τρύπα, τα τρία πού θα τα βάλης;
Θα θέλεις ένα γκαράζ και μια αποθήκη για καύσιμα. Θα διατρέχετε τρεις
κινδύνους. Καλύτερα να έχετε ένα και να περιορίσετε τις εξόδους σας. Θα έχετε
χρόνο να δείτε τα παιδιά σας. Θα έχετε την ηρεμία σας. Η απλοποίηση είναι το
παν”. “Δεν το σκέφθηκα αυτό”, μου λέει.
- Γέροντα, μας είπε κάποιος ότι δύο φορές δεν μπορούσε να σταματήσει
τον συναγερμό του αυτοκινήτου. Την μια φορά, γιατί είχε μπει μια μύγα, και
την άλλη, γιατί είχε μπει ο ίδιος αντικανονικά στο αυτοκίνητο.
- Μαρτυρική είναι η ζωή τους, γιατί δεν απλοποιούν τα πράγματα. Οι
περισσότερες ευκολίες δυσκολίες προξενούν. Οι κοσμικοί πνίγονται από τα
πολλά. Έχουν γεμίσει ευκολίες-ευκολίες και έκαναν την ζωή τους δύσκολη. Αν
δεν απλοποιήσει κανείς τα πράγματα, μια ευκολία γεννάει ένα σωρό δυσκολίες.
Όταν ήμασταν μικρά, κόβαμε το καρούλι στις άκρες, βάζαμε μια σφήνα
μέσα και κάναμε ένα ωραίο παιχνίδι και χαιρόμασταν μ’ αυτό. Τα μικρά παιδιά
χαίρονται με ένα αυτοκινητάκι πιο πολύ από ό,τι ο πατέρας τους, όταν αγοράζει
μερσεντές. Αν ρωτήσεις ένα κοριτσάκι: “Τι θέλεις, ένα κουκλάκι ή μια
πολυκατοικία;” να δεις, θα σου πη: “Ένα κουκλάκι”. Και τελικά τα μικρά παιδιά
γνωρίζουν την ματαιότητα του κόσμου.
- Γέροντα, τι βοηθάει περισσότερο, για να καταλάβει κανείς αυτήν την
χαρά της λιτότητας;
- Να συλλάβει κανείς το βαθύτερο νόημα της ζωής. “Ζητείτε πρώτον την
Βασιλείαν του Θεού…”(9) Από εκεί ξεκινά η απλότητα και κάθε σωστή
αντιμετώπιση.
(8) Λουκ. 12, 20 (9) Ματθ. 6, 33
|
Thjeshtësoni jetën tuaj! (Atë Paisi
Agjiortiti)
Njerëzit e sotëm thonë: “ Me fat ata që janë në
pallate dhe kanë lehtësira”. Por, të
lumtur janë ata që ja dolën mbanë dhe thjeshtësuan jetën e tyre dhe u çliruan
nga laku i këtij zhvillimi botëror dhe
të shumë lehtësirave, që barazohet me shumë vështirësi, dhe u çliruan nga
stresi i tmerrshëm i kohës që jetojmë.
N.q.s nuk thjeshton jetën e tij njeriu, torturohet. Ndërsa n.q.s e thjeshtëson
nuk do të ketë këtë stres, ankth.
Një gjerman njëherë në Sina i tha një beduini të
vogël që ishte shumë i zgjuar: “ Ti je i zgjuar, mund të studiosh”. “ E
pastaj?” iu përgjigj ai. “Pastaj do të hapësh një servis makinash “. “E,
pastaj” “Pastaj do të marrësh e të tjerë të punojnë dhe do të kesh shumë veta
personel”. “Dmth, i tha, do të kem një dhimbje koke, do të shtoj dhe një
tjetër dhimbje koke, dhe pastaj do të vendos dhe një tjetër? Nuk është më
mirë tani që e kam kokën e qetë?” Shumica e dhimbjes së kokës është nga këto
mëndime, të bëjmë këtë pastaj atë. Nqs
ishin këto mendime shpirtërore, do të ndjehej dikush një ngazëllim shpirtëror dhe nuk do të
kishte dhimbje koke.
Tani, tek njerzit modernë iu përmënd vazhdimisht
rëndësinë e thjeshtësisë. Sepse shumë nga ato që bëjnë, nuk duhen dhe për
këtë arsye i ha stresi. Ju flas për thjeshtësinë dhe ushtrimin e vazhdueshëm.
Vazhdimisht thërres : “Thjeshtësoni jetën tuaj, që t’iu ikë stresi”. Shumica e divorceve që atje fillojnë. Shumë
punë, shumë gjëra kanë për të bërë njerëzit dhe ju ikën mendja. Punojnë që të
dy, baba e mama, i lenë fëmijët të braktisur. Lodhje nevrash – për çështje të
vogla bëhet sherr i madh- pastaj automatikisht divorc, atje arrijnë. Por
nqs thjeshtësonin jetën e tyre, do të
ishin të çlodhur dhe të lumtur. Ky stres është shkatërrues!
Njëherë shkova në një shtëpi që ishte plot lluks
dhe duke biseduar më thanë: “ Jetojmë në Parajsë, ndërsa njerëz të tjerë nuk
kanë”. “ Jetoni në ferr, iu thashë . “I mjerë , në këtë natë” (8), i tha Perëndia
të pasurit. Nqs Krishti më pyeste : “ Ku do të të vendosim në një burg apo në
një shtëpi si kjo?” do të thesha: “Në një burg të errët”. Sepse burgu do të
më ndihmonte. Do të më kujtonte Krishtin, do të më kujtonte Dëshmorët e
shënjtë, do të më kujtonte asketët që jetonin në vrimat e tokës, do të më
kujtonte murgërinë. Burgu do të ngjiste më shumë me dhomën time dhe do të
gëzohesha. Po kjo e juaja çfarë do të më kujtonte dhe si do të më ndihmonte?
Prandaj burgjet më çlodhin më tepër jo
vetëm se një sallon modern por edhe nga një dhomë murgu e bukur, një mijë
herë më mirë në burg se sa në një shtëpi të tillë.
Dikur isha mik në një shoku im në Athinë, mu lut
të pranoja një familjar para se të gdhihej sepse nuk mundej në orë tjetër.
Erdhi pra i gëzuar dhe vazhdimisht lavdëronte Perëndinë. Ishte dhe shumë i
përulur dhe i thjeshtë dhe më lutej që të unë të lutesha për familjen e tij.
Ky vëlla më Krishtin ishte afërsisht 38 vjeç dhe kishte shtatë fëmijë. Dy
vetë ishte çifti e dy vetë ishin prindërit e tij, të gjithë 11 frymë dhe
banonin të gjithë në një dhomë. Më thoshte me gjithë thjeshtësinë e mundshme
që kishte : “ Më këmbë na nxë dhoma, por kur shtrihemi nuk na merr është pak
ngushtë. Lavdi Perëndisë, tani bëmë një strehë dhe një guzhinë dhe u rregulluam.
Ne kemi dhe çati. Ati im, ndërsa të tjerët banojnë në qiell të hapur”. Puna e
tij ishte të hekuroste rroba. Banonte në Athinë dhe ikte më të gëdhirë që të
arrinte në kohë në Pire ku punonte. Nga e ndenjura në këmbë dhe puna me orar
të zgjatur i kishin dalë variçet dhe e shqetësonin, por dashuria e madhe për
familjen e bënte të harronte dhimbjet dhe shqetësimet. Shante bile veten e
tij dhe thoshte vazhdimisht që nuk ka dashuri, sepse nuk bën mirësi si i
krishter, lavdëronte gruan e tij që ajo bën mirësi, sepse përveç fëmijëve
mban dhe vjerrin dhe vjerrën për të cilët kujdesej, shkonte merrte rrobat nga
të moshuarit e mallës, i lante, kujdesej për shtëpitë e tyre, ju bënte dhe
ndonjë supë. Shikonte dikush në fytyrën e këtij familjari të mirë të
pikturuar hirin hyjnor. Kishte dhe brenda tij Krishtin dhe ishte plot me
gëzimin e parajsës. Ndërsa ata që nuk kanë brenda tyre Krishtin janë plot me
stres dhe dy njerëz të jenë nuk nxënë në 11 dhoma. Ndërsa këta 11 njerëz me
Krishtin nxinin në një dhomë.
Akoma dhe njerzit shpirtërorë sado vënde që të
kenë shikon që nuk nxënë sepse brënda tyre nuk ka nxënë Krishti i tëri. Nqs
gratë që jetonin në Farasa shikonin luksin që ekziston sot, akoma dhe në
shumë nga manastiret, do të thoshin: “ Do të hedhë Perëndia zjarr e do të na
djegë! Braktisja e Zotit!” Ato i
mblidhnin punët shpejt e shpejt . Herët në mëngjes duhet të nxirrnin dhitë,
pastaj të mbledhin shtëpinë. Pastaj shkonin në kishat e vogla jahtë fshatit
ose mblidheshin jashtë në shpellat dhe një nga ato që dinte pak shkrim
lexonte jetën e Shënjtit të ditës. Pastaj nisin përuljet dhe thoshin uratën
(Mëshiro o Zot). Punonin, lodheshin. Një nga gratë duhet të dinte të qepte të
gjitha rrobat e shtëpisë. I qepnin me dorë. Vetëm disa nga gratë që ishin në
qytet kishin makinë qepëse, në fshat s’ kishte. Nqs kishte në të gjithë zonën
e Farasas një makinë dore. Qepnin rrobat e burrit dhe ishin më rehat dhe
çorapet i punonin me dorë. Kishin shije, merak, por ju tepronte dhe kohë, sepse i kishin të gjitha të
thjeshta. Banorët e Farasave nuk shikoni hollësira. Jetonin në gëzimin e
ushtrimit murgëror dhe nqs psh kuverta nuk ishte e shtruar mirë dhe varej nga
njëra anë dhe thoshe: “Rregullo kuvertën”, do të përgjigjej: “ Të pengon
ndoshta gjatë lutjes?”.
Këtë lloj gëzimi të ushtrimit murgëror sot
njerëzit nuk e njohin. Kujtojnë që nuk duhet t’ iu mungojë gjë, e të
mundohen. Po të mendoheshin pak njerëzit si murgjër, nqs jetonin më thjesht
do të ishin rehat. Tani torturohen. Ankthi dhe dëshpërimi në shpirt. “ Filani
bëri dy pallate dhe mësoi 5 gjuhë etj!
Unë s’ kam as një hyrje, nuk di asnjë gjuhë të huaj. Bo,bo, do të humbas!” Ka
njëri psh një makinë dhe fillon e thotë : “ Tjetri e ka më të mirë. Do të
marr e një unë”. Merr më të mirën, më pas mëson që kanë të gjithë avionë
privatë dhe prap nis tortura. Nuk kanë fund. Ndërsa dikush tjetër që nuk ka
makinë kur lavdëron Perëndinë Gëzohet: “ Lavdi Perëndisë, thotë, le të mos
kem makinë kam këmbë të forta dhe mund të ec. Sa njerëz kanë këmbë të prera,
nuk mund të vetëshërbehen, nuk dalin dot shëtitje. Kanë nevojë për njeri që
t’ iu shërbejë, ndërsa unë i kam këmbët e mia!”. Një çalaman që thotë: “ Po
ata që si kanë të dyja këmbët?! Dhe ai gëzohet.
Mosmirënjohja dhe pangopësia janë të këqia të
mëdha. Ai që është i poseduar nga të mirat materiale është i pushtuar
gjithmonë nga shqetësimet dhe ankthi, sepse dridhet mos ja marrin ato por kurrë se mos i marrin shpirtin. Një ditë erdhi një i pasur nga Athina e më
thotë: “At humba kontaktin tim me fëmijët, humba fëmijët e mi”. “ Sa fëmijë
ke?” e pyeta “ Dy më thotë. I rrita me qumësht dallëndyshe. Çfarë deshin dhe
nuk e patën! Akoma dhe makinë ju mora”. Nga biseda doli që dhe ai kishte
makinë të tijën dhe gruaja të sajën dhe fëmijët të tyren! “ I bekuar i thashë
ti në vënd që ti zgjidhësh problemet e tua
i zmadhove. Tani të duhet një garazhd i madh për makinat, një mekanik
që ta paguash katërfish në mënyrë që t’ i rregullosh plus që secili nga ju
rrezikohet në çdo moment të vriteni që të katërt. Ndërsa po të kishe
thjeshtuar jetën tënde, do të ishte e bashkuar familja jote , do të kuptonte
njëri tjetrin dhe nuk do ti kishe këto probleme. Nuk e kanë fajin fëmijët
tënd tani por e ke fajin ti që nuk u
përkujdese t’ iu japësh edukatë tjetër fëmijëve të tu”. Një familje katër makina, një garazhd, një
mekanik etj.! Le të shkojë njeri nga
ju pak më vonë. Gjithë kjo lehtësi pjell vështirësi.
Njëherë tjetër më erdhi një familjar tjetër në
kasolle – familja e tij kishte pesë anëtarë- dhe më tha: “ At, kemi një
makinë dhe mendohem të marrim e dy të tjera. Do të na lehtësojë”. “ Po sa do
të vështirësojë e mendove?- i thashë.
Atë një që ke e vendos atje në një vrimë, të treja ku do ti vësh? Do
të të duhet një garazhd dhe një magazinë me karburant. Do të merrni përsipër
tre rreziqe. Më mirë të kini një e të
zvogëloni numrin e të dalave. Do të kini qetësi. Thjeshtësia është gjithçka”.
“ Nuk e mendova këtë” – më tha.
-
Gjerond më tha dikush që dy herë nuk mundej të ndalonte
alarmin e makinës së tij, njëherë sepse i kishte hyrë një mizë, e herën
tjetër sepse kishte hyre vetë në mënyrë të parregullt në makinë.
-
Jeta e tyre është një
martirizim sepse nuk i thjeshtojnë gjërat. Shumica e lehtësirave sjellin
vështirësi. Njerëzit modernë mbyten nga të shumtat. E kanë mbushur jetën vetëm
me lehtësira dhe e bënë të vështirë. Nqs dikush nuk thjeshëson gjërat, një
lehtësi lindën një grumbull me probleme.
Kur ishim të vegjël i prisnim skajet e rotës
mbështjellëse (të perit) i futniim një peronë nga njëri krah te tjetri dhe
bënim një lojë të bukur e gëzoheshim me të. Fëmijët gëzohen me një makinë më
shumë se babai i tyre kur ble Mercedes. Nqs pyet një çupkë : “ Çfarë do një kukull apo një pallat me shumë hyje” do të shohësh
që do të përgjigjet një “kukull”. Si përfundim fëmijët e dinë kotësinë e
kësaj bote.
-
Gjerond çfarë ndihmon më
tepër për që të kuptojë dikush gëzimin e thjeshtësisë?
-
Të arrijë dikush të hyjë në
kuptimin më të thellë të jetës. “Kërkoni
në fillim Mbretërinë e Perëndisë” (9). Që atje fillon thjeshtësia dhe
çdo përballim i drejtë e jetës dhe të problemeve të saj.
(8) Lukait 12,20, (9) Mateut 6, 33
Përgatiti Përktheu Pelasgos Koritsas
|
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΉ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΤΣΑΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΏΝ - GAZETË ELEKTRONIKE, KULTURORE, HISTORIKE, ORTHODHOKSE E KORÇARËVE EPIROTË
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου