Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ (Μπομποστίτσα), ΕΔΕΣΣΑ ΚΑΙ ΛΑΜΙΑ! - Luftëtarë të panjohur maqedonas që luftuan për çështjen maqedonase nga Korça (Boboshtica), Edessa dhe Lamia!!

 ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ, ΕΔΕΣΣΑ ΚΑΙ ΛΑΜΙΑ

 

Καρακίτσιος Ελευθέριος

Πρωτοπρεσβύτερος – Καθηγητής – Δρ. Θ.

 

ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ, ΕΔΕΣΣΑ ΚΑΙ ΛΑΜΙΑ

 

          Αρχικά η αφετηρία του σλαβικού κινήματος στη Χερσόνησο του Αίμου (Βαλκάνια) δεν υπήρξε πολιτική, αλλά θρησκευτική. Οι πανσλαβισταί ζητούσαν να ιδρυθή αυτόνομη βουλγαρική Εκκλησία, ώστε να δοθή έτσι στους Βουλγάρους αυτόνομη εθνική υπόστασις και να αναγνωριστούν ως αυτοτελές έθνος[1].

          Οι απαιτήσεις των πανσλαβιστών περιορίστηκαν αρχικά στην αντικατάστασι της Ελληνικής γλώσσης με τη σλαβική στις εκκλησίες, στο διορισμό βουλγαροφώνων και όχι Ελλήνων επισκόπων και ιερέων στα διαμερίσματα των βουλγαρικών πληθυσμών καθώς και στην μόρφωσιν της βουλγαρικής νεολαίας με την βουλγαρικήν γλώσσαν[2].

          Αυτές τις σλαβικές απαιτήσεις νόμιμες ή νομιμόφρονες δεν μπόρεσε να απορρίψη το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή της χριστιανικής κοινωνίας που στηριζόταν στην αποστολική ρήσι «Ουκ ένι Ιουδαίος, ουκ ένι Έλλην, αλλά πάντες εν εσμέν εν Χριστώ Ιησού»[3] αλλά και την δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία δεν απευθύνεται στην ανθρώπινη αρχή της εθνικής ταυτότητος των πιστών της, αλλά την προϋποθέτει και την υποβοηθεί η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνήλθε στις 24 Φεβρουαρίου 1861 στην Κωνσταντινούπολι και οδηγήθηκε σε σοβαρές παραχωρήσεις υπέρ των Βουλγάρων, οι οποίες κάλυπταν απόλυτα τις τρεις απαιτήσεις των πανσλαβιστών που αναφέρθηκαν[4].Οι πανσλαβιστές δεν αρκέστηκαν όμως σε ευρείες παραχωρήσεις. Σκοπός τους ήταν η δημιουργία εθνοφυλετικής Εκκλησίας καθαρά βουλγαρικής και αυτόνομης, ώστε να επιδιωχθή με τον τρόπο αυτό η απόσπαση των βουλγαροφώνων των πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου από την Μεγάλη Εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είχε απόλυτα πανορθόδοξον χαρακτήρα και αποτελούσε την πνευματική ηγεσία όλων των Ορθοδόξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για αυτό και αρχικά δέχτηκε την πίεση της πανσλαβιστικής και βουλγαρικής προπαγάνδας. Η έντονη πολεμική που εξαπολύθηκε κατά του Πατριαρχείου είχε ως αποτέλεσμα την αντικανονική ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Το σχετικό σουλτανικό φιρμάνι που εκδόθηκε το 1870, αποτέλεσμα ευρωπαϊκών και κυρίως ρωσικών πιέσεων άφηνε όρια της Εξαρχίας γεωγραφικά αόριστα, έτσι ώστε να λειτουργή ως κέντρο του βουλγαρικού επεκτατισμού. Ενώ το ζήτημα φαινομενικά ήταν εκκλησιαστικό, η εξέτασή του σε βάθος αποκάλυπτε στοιχεία ενός καθαρά εθνοφυλετικού και πολιτικού θέματος. Πάντως η Ορθόδοξος Εκκλησία με την ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1872 καταδίκασε ως αίρεσιν τον εθνοφυλετισμόν και ως σχισματικούς τους οπαδούς της Βουλγαρικής Εξαρχίας[5]. Η πολεμική κατά του Πατριαρχείου είχε πρωταρχικό στόχο τον Ελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης που υπαγόταν εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για αυτό και η Βουλγαρική Εξαρχία προσπαθούσε ιδιαίτερα να περιλάβη με κάθε τρόπο όσο δυνατόν περισσότερες επισκοπές στη Μακεδονία και Θράκη απωθώντας έτσι τον Ελληνισμό[6]. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ήταν στενά συνδεδεμένη με τον μακεδονικό Ελληνισμό και κατά την περίοδο της σκοτεινής δουλείας του, συνέβαλε σημαντικά στην πνευματική και ηθική επιβίωσή του για πέντε ολόκληρους αιώνες. Η Μεγάλη Εκκλησία όμως αντιστάθηκε σθεναρά. Χωρίς να έχη δεχθεί μέχρι το 1903 καμία έμπρακτη βοήθεια από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος και με μοναδικά εφόδια την αίγλη της ηθικής της χριστιανικής παιδείας  κατόρθωσε να συγκρατήση τις θέσεις της παρά τα αιματηρά πλήγματα που δέχθηκε από την Βουλγαρική Εξαρχία, σύμφωνα πάντα υποστηριζόμενη από την κυρίαρχο τότε Οθωμανική Τουρκία και τους Σλάβους.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στελέχωσε τις Μητροπόλεις με νέους μέσης ηλικίας 32 ετών άξιους Ιεράρχας, μορφωμένους, φωτισμένους Έλληνας πατριώτας, τις πιο πολλές Μητροπόλεις της Μακεδονίας και Θράκης, οι οποίοι έγραψαν λαμπρές σελίδες Ιστορίας στον Μακεδονικό Αγώνα επισφραγίζοντάς τον με την ίδια τους την θυσία με οικτρόν θάνατον από τους Κομιτατζήδες Βουλγάρους.

          Αυτοί οργάνωσαν τον αγώνα με τους ντόπιους Μακεδόνας 30 ολόκληρα σχεδόν χρόνια έως ότου αφυπνιστούν οι απανταχού[7] Έλληνες οργανωμένοι σε συλλόγους να φθάσουν στην Μακεδονία και να αποτελέσουν ένοπλα αντάρτικά σώματα υπό την καθοδήγησιν καπεταναίων και αξιωματικών που απέδρασαν με διάφορες αιτίες από τον Ελληνικό Στρατό. Στις αγριότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων στον απέραντο χώρο της Μακεδονίας, οι Μακεδόνες αντιστάθηκαν γύρω από την Ορθόδοξο Εκκλησία, τις Μητροπόλεις της, τους Ιερούς Ναούς, τις Ιερές Μονές κυρίως, όλες ανεξαιρέτως οι τάξεις του πληθυσμού, κληρικοί, λόγιοι, έμποροι, παντοπώλες, βοσκοί, τσαγκάρηδες, γεωργοί, γυρολόγοι πολλοί που έπαιξαν τον ρόλο τους στο σύστημα πληροφοριών από τον εξέχοντα ως τον απλό Μακεδόνα Έλληνα πατριώτη και πατριώτισσα.

          Μετά από 90 περίπου χρόνια από τον Μακεδονικό Αγώνα είχα την αγαθή τύχη να ευρεθώ στην Ανατολική Βόρειο Ήπειρο με κέντρο την Κορυτσά μας που έως την δημιουργία του Αλβανικού κράτους σε όλα τα επίσημα έγγραφα[8] την αποκαλούμενην περιοχή Μακεδονίας. Μετ΄ εκπλήξεως βρέθηκα μπροστά σε μία απέραντο φυλακή, έτσι φαινόταν όλη η περιοχή και ο υπερήφανος λαός της από το τυραννικό πενηντάχρονο κομμουνιστικό καθεστώς Ενβέρ Χότζα, που εφήρμοσε διωγμούς που ξεπέρασαν τους Νέρωνες, όπως ομολογεί ο μακαριστός 90χρονος τότε παπά-Χρήστος Ράτσης[9], μα παρ΄ όλην «την ανήκουστον τυραννίαν» ο λαός της κρατούσε ανυπολόγιστης αξίας κειμήλια και αρχεία[10] που δείχνουν το μεγαλείο του Βορειοηπειρώτη που δημιούργησε τους προηγούμενους αγώνες.

          Ένα κομμάτι της Βορείου Ηπείρου που ανήκε στη Δυτική Μακεδονία ήταν αδύνατον να μην γεννήση ανδρειωμένους να υπερασπίσουν την πατρώα γη, αλλά και να προστρέξουν όπου η μάννα Ελλάδα τους κάλεσε. Μέσα στα λιγοστά αρχεία αυτής της επαρχίας που με κίνδυνο της ζωής των και τον αφανισμό όλης της οικογένειας από τον ανθέλληνα τύραννο Ενβέρ Χότζα διαφύλαξαν ως κόρην οφθαλμού αδιάσειστα στοιχεία που δείχνουν την πατριωτική προσήλωσι στα ιδεώδη του Ελληνισμού και την θυσία τους, πλειάδα ηρώων στον Μακεδονικό Αγώνα για την διάσωσι και απελευθέρωσι της Μακεδονίας..

          Στην συνέχεια θα παρουσιάσωμε αγνώστους αγωνιστάς του Μακεδονικού Αγώνος αγνώστους στο ευρύτερο κοινό, εκ των οποίων οι πέντε είναι από το χωριό Ποποστίτσα ή Μπομποστίτσα Κορυτσάς, ένας είναι από την πόλιν της Λαμίας και οι υπόλοιποι είναι η ομάδα των δολοφονηθέντων Μακεδονομάχων με τον ιερέα του χωριού τους από το Μεσημέρι Εδέσσης.

          Μια ομάδα Μακεδονομάχων είναι από το χωριό Ποποστίτσα ή Μπομποστίτσα Κορυτσάς[11]. Ήταν πέντε συγχωριανοί και υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό, από όπου απέδρασαν ένστολοι με τον οπλισμό τους[12]. Κατετάγησαν εθελονταί στον ένοπλο ανταρτικό σώμα «σώμα Καραϊσκάκη»[13] ως Έλληνες φλογεροί πατριώται να ελευθερώσουν την Μακεδονία υπερασπίζοντάς την από τις αυθαιρεσίες των Βουλγάρων κομιτατζήδων.

          Την ομάδα αποτελούσαν πέντε άτομα εκ των οποίων μόνο διά τους τεσσάρους εξ αυτών ευρέθησαν στοιχεία, ενώ ο πέμπτος μένει άγνωστος. Όπως εμφανίζονται στην διασωθείσα φωτογραφία[14].

1.    Ο πρώτος Μπομποστιανός είναι άγνωστος σήμερα γιατί δεν άφησε απογόνους.

2.    Ο δεύτερος Μακεδονομάχος στη φωτογραφία όρθιος δεύτερος από αριστερά είναι ο Χριστάκης Γώγου. Ήταν εξάδελφος του Θεμιστοκλέους Βησσαρίωνος Πύργου ή Μπαμπούλλα και υπηρέτησε στα ανταρτικά του Μακεδονικού Αγώνος μαζί με τους υπολοίπους συγχωριανούς του. Επέζησε των πολέμων και έζησε ως το τέλος της ζωής του στην Μπομποστίτσα, όπου ετάφη. Επολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα όπου κατετάγη τρεις φορές διακεκομμένα, στο τέλος στο σώμα Καραϊσκάκη. Εγεννήθη το 1886 στην Μπομποστίτσα, όπου υπάρχει το λιθόκτιστο σπίτι του μέχρι σήμερα.

3.    Ο άλλος Μακεδονομάχος Μπομποστιανός όρθιος τρίτος στην σειρά από αριστερά στην ίδια φωτογραφία είναι ο Γαβριήλ Καβάτσης γεννηθείς το 1886 στην Μπομποστίτσα. Υπηρέτησε μαζί με τους υπολοίπους συγχωριανούς του στον Μακεδονικό Αγώνα. Δεν έχουμε μέχρι στιγμής άλλα ιστορικά στοιχεία.

4.    Ο τέταρτος Μακεδονομάχος καθιστός πρώτος από αριστερά στην φωτογραφία είναι ο Θεμιστοκλής Βησσαρίωνος Πύργου ή Μπάμπουλλας. Είχε επίθετο το πατριδωνύμιό του γιατί ο παππούς του έφυγε από τον Πύργο Ηλείας Πελοποννήσου ως ζωέμπορος κατέληξε στην Κορυτσά, αφού επολέμησε για την απελευθέρωσι της Ελλάδας στην εθνεγερσία του 1821, όπως μας αφηγείται ο Σωτήριος Θεμιστοκλή Μπάμπουλλας. Πήρε το επίθετο του πεθερού του Μπαμπούλλας για να χαθούν τα ίχνη του…

Γεννήθηκε το 1882 και υπηρέτησε στον Μακεδονικό Αγώνα μαζί με τους υπολοίπους συγχωριανούς του «Προ του να φύγουν μεταλάβαν» στην Ι.Μ. Αγίου Νικολάου[15] Μπομποστίτσας ή Βοβοστίτσας το ορθόν Ποποστίτσας[16]. Πήγε τρεις φορές στον Μακεδονικό Αγώνα με διακεκομμένες περιόδους, γιατί διαλυόταν το ανταρτικό σώμα. Τελικά το 1906 κατετάγη στο αντάρτικο σώμα «Λόχος Καραϊσκάκη»[17] όπου αγωνιζόταν στην περιοχή Γευγελής μέχρι το τέλος του Μακεδονικού Αγώνος. Υπάρχει ο τάφος[18] του με πέτρινο σταυρό παραπλεύρως του κωδωνοστασίου της Ι. Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Ποποστίτσας της γενέτειράς του. Ο αδελφός του Θεμιστοκλή, ο Σωτήριος Πύργου[19] ζούσε στην Θεσσαλονίκη και χάθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους, όπου υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό. Το όνομά του έλαβε ο εγγονός του Θεμιστοκλή, ο σημερινός Σωτήριος Μιχ. Μπάμπουλλας. Η κόρη του Ολυμπία Κορμαλή υπανδρεύθη στην Αθήνα όπου ζούσε με την οποία είχε αλληλογραφία. Ο φλογερός πατριώτης Θεμιστοκλής μετέδωσε όλη του την φιλοπατρία στα παιδιά του και τα εγγόνια του τα οποία με την σειρά τους την μετέδωσαν στους απογόνους του. Σήμερα το όνομά του φέρει ο Θεμιστοκλής Μιχαλάκη Μπάμπουλλας τρισέγγονος του, θεολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα δραστηριοποιείται στην Κορυτσά[20].

5.    Ο πέμπτος της ομάδος Ποποστιανών Μακεδονομάχων είναι ο Θεμιστοκλής Νικόλα Κώτσιος[21] που γεννήθηκε στις 14-6-1887 στην Μπομποστίτσα ή Ποποστίτσα Κορυτσάς. Πολέμησε τέσσερα χρόνια στον Μακεδονικό Αγώνα όπως μας αφηγείται ο 78χρονος εγγονός του Νικόλα Κώτσιος που ζει σήμερα στην Μπομποστίτσα. Σε μία μάχη έχασε τρία δάκτυλα του χεριού του από το σπαθί βούλγαρου κομιτατζή, όπως δείχνει στη φωτογραφία. Στο 1940 υπηρέτησε ως σύνδεσμος αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού στο Ε’ Σώμα που είχε την έδρα του στην Μπομποστίτσα και φωτογραφήθηκε[22] με Έλληνα αξιωματικό στο κέντρο της Κορυτσάς. Φυλακίσθηκε από τους Αλβανούς ως φιλέλληνας μετά την ίδρυσι του αλβανικού κράτους. Ο πατέρας του Νικόλας είχε φυλακισθεί από τους Τούρκους για την δράσι του υιού του Θεμιστοκλή στον Μακεδονικό Αγώνα. Επίσης φυλακίσθηκε ο υιός του Θεμιστοκλής,  ο Νικόλας από το κομμουνιστικό καθεστώς Ενβέρ Χότζα ως φιλέλληνας, ενώ ο ίδιος δεν έλαβε κάρτα ομογένειας (παρ΄ όλες τις εκκλήσεις μας) ως Έλληνας από τον πρόξενο Κορυτσάς[23].

 

Ο τάφος του υπάρχει σήμερα στο παλαιό νεκροταφείο της γενέτειράς του δίπλα από το καμπαναριό της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

6.    Ο έκτος στη σειρά παρουσιάσεώς μας είναι ο «καπετάν Γεώργιος Σάββας / Λαμιεύς». Γεννήθηκε στην Λαμία το 1882 και απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη το 1959. Στην στρατιωτική του θητεία μυείται στον Μακεδονικό Αγώνα. Μόλις τελείωσε την θητεία του στρατολογείται στο απόσπασμα των συντρόφων του Παύλου Μελά, όπως φαίνεται σε φωτογραφία κάπου στην Μακεδονία. Σε όλο το Μακεδονικό Αγώνα έδρασε από το Μοναστήρι ως την Θεσσαλονίκη ως Διμοιρίτης-Πράκτωρ μεταμφιεσμένος ζωέμπορος-κρεοπώλης, επάγγελμα που άσκησε και μετά την αποστράτευσή του το 1908. Διατηρούσε κρεοπωλείο κοντά στην Καμάρα Θεσσαλονίκης. Μέσα στο κρεοπωλείο του επετέθησαν να τον δολοφονήσουν κομιτατζήδες Βούλγαροι και πυροβόλησαν πέντε φορές εναντίον του ανεπιτυχώς να τον φονεύσουν. Τον τραυμάτισαν στο αυτί εξωτερικά και ένα άλλο τραύμα του έσπασε την κάτω σιαγόνα. Αιμόφυρτος με ακόμη ένα επιπόλαιο τραύμα στο πόδι τους κυνήγησε έως κοντά στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Εγνατίας με το μπαλντά (μαχαίρι κρεοπωλείου) στην αρχή και ύστερα με το περίστροφο (πιστόλι) του. Εκεί κοντά στην εκκλησία έπεσε αιμόφυρτος και διεκομίσθη στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε πολύ καιρό δραπετεύσας από εκεί (οι Τούρκοι φρουρούσαν μόνον εκείνον για τους κομιτατζήδες δολοφόνους δεν γινόταν λόγος) στη συνέχεια συνελήφθη από τους Τούρκους .Επενέβη ο Έλληνας Πρόξενος και τον πήρε υπό την ευθύνην του και τον φυγάδευσε με την γυναίκα του στην Κρήτη. Ενυμφεύθη το 1909 και με την κήρυξη των Βαλκανικών πολέμων κατετάγη εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό ως Λοχίας εγκαταλείποντας την σύζυγόν του Φωτεινή Ντόκαλη από την Εράτυρα Κοζάνης στην Κρήτη  όπου διέμενε. Υπηρέτησεν δύο χρόνια και μετά την λήξη του Βουλγαρικού Πολέμου το 1913 απεστρατεύθη. Ως λοχίας διεκρίθη σε όλες τις μάχες και τραυματίσθηκε σε μάχη εναντίον των Βουλγάρων. Διά τα ανδραγαθήματά του[24] στην «εκστρατείαν κατά της Τουρκίας (1912-13) ως μετάσχοντα αυτής και των μαχών (…) της εκστρατείας κατά της Βουλγαρίας (1913) ως μετάσχοντα αυτής και των μαχών, ο ειρημένος ετραυματίσθη εις (…)» του απενεμήθη από τον Υπουργό Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο το έτος 1914 αναμνηστικόν Μετάλλιον. Το έτος 1926 το Διοικητικόν Συμβούλιον της Εθνικής Οργανώσεως «ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ» του απονέμει «ΔΙΠΛΩΜΑ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΜΕΛΟΥΣ»[25]. Το έτος 1927 το ίδιον Σωματείον του χορηγεί «ΑΤΟΜΙΚΟ ΒΙΒΛΙΑΡΙΟΝ»[26] με αριθμό μητρώου 170. Μέχρι το 1940 εργάζεται ως ζωέμπορος-κρεοπώλης αλλά κυνηγήθηκε από τους Βενιζελικούς επειδή ήταν φιλοβασιλικός και έχασε τα κρεοπωλεία του. Το έτος 1938 ο υπουργός στρατιωτικών Ιωάννης Μεταξάς του απονέμει «(…) ΤΟ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟΝ ΜΕΤΑΛΛΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ/ εις τον Σάββαν Γεωργίου του Παναγιώτου εκ Θεσσαλονίκης / Διά τα εξαιρετικάς υπηρεσίας εις τον αγώνα τούτον δι’  ας / ενεγράφη εις την Επετηρίδα των Μακεδονομάχων 1903-1909 / εις την κατηγορίαν των οπλιτών υπ΄ αύξουσα αριθ. πίνακος 836/ (…)[27]

          Το 1941 τον βρήκε η Κατοχή των Γερμανών στο σπίτι του στο Καραμπουρνάκι πτωχό με μια κόρη άρρωστη από ελονοσία. Τον βρήκαν καινούργια δεινά με την αποχώρησιν των Γερμανών από τους κομμουνιστάς του ΕΛΑΣ, γιατί ήταν Μακεδονομάχος προσπαθώντας να στρατολογήσουν τον ίδιον και την κόρη του. Πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να επιζήση και τα κατάφερε παρ΄ ότι ήρθε σε δεινή θέσι γιατί το μόνο που του έμεινε ήταν ο γεωργικός κλήρος 35 στρέμματα χωράφι που τους έδωσε η Κυβέρνησις Ιωάννη Μεταξά ως σύνταξι – αποζημείωσι για τους αγώνες του που υπηρέτησε την Πατρίδα με το όπλο στο χέρι (1901-1913) ήτοι 12 χρόνια έφυγε άρρωστος (φυματικός) και με πολλαπλά τραύματα στο σώμα του που τον συνόδευαν έως το τέλος της ζωής του. Αυτό το οικόπεδο και το σπίτι του στο Καραμπουρνάκι, που το είχε αγοράσει το 1913 με χρήματα της προίκας της συζύγου, αυτή η πατρίς το απαλλοτρίωσε μαζί με όλη την περιοχή Καραμπουρνακίου και Καλαμαριάς να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ήρθε η απαλλοτρίωσις μετά από δικαστήρια που κράτησαν από το 1924 ως το 1973[28] που δικαιώθηκε η κόρη του Μακεδονομάχου Γεωργίου Σάββα που αναπαύεται στο κοιμητήριο Καλαμαριάς, κομμάτι της Μακεδονικής γης για την οποία αφιέρωσε όλη του τη ζωή.

          Δυτικά της πόλεως της Εδέσσης δύο χιλιόμετρα επάνω στο βουνό βρίσκεται το κεφαλοχώρι Μεσημέριον. Το χωριό αυτό εκτός των τόσων παλλικαριών που πρόσφερε για την ελευθερία της Πατρίδος, ξεχωριστή είναι η θυσία του ιερέως του χωριού, του προέδρου αυτού και των προκρίτων του την 2-2-1905 για την ελευθερία της πατρίδος.

          Η ομάδα αυτή αποτελούμενη[29] από τον 63χρονο ηρωικό ιερέα-μάρτυρα Ευστάθιο Παπαστογιάννη εφημέριο του χωρίου Μεσημερίου Εδέσσης, τον Γιαννάκη Στεργίου 63 ετών, πρόεδρο της κοινότητος Μεσημερίου, τον Κωνσταντίνο Ζαφειρίου 70 ετών, τον Αθανάσιον Τρύπκον 70 ετών, τον Τρύφωνα Θωμάν 60 ετών, τον Νικόλαον Μπουζίνην 50 ετών, όλοι τους κάτοικοι Μεσημερίου μαζί με τον Κωνσταντίνον Σταύρου Κίτσον 35 συγγενή του ιερέα από το χωριό Φλαμουριά. Επιστρέφαν από την Θεία Λειτουργία και πανήγυριν του Αγίου Τρύφωνος που ετέλεσαν στο χωριό Φλαμουριά (Πόδα παλαιά ονομασία) παρά τις απαγορεύσεις και τρομοκρατίες των Βουλγάρων να προσχωρήσουν οι πάντες στη Βουλγαρική Εξαρχία που αποσχίσθηκε από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

          Βορειοδυτικά του χωριού κοντά στην Ιερά Μονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού περίπου χίλια μέτρα έξω από το χωριό ο συμμορίτης Βούλγαρος κομιτατζής Λούκας τους έστησε ενέδρα και τους κατέσφαξε όλους. Ο στόχος τους ήταν κυρίως ο ιερεύς παπα-Στάθης Στογιάννης που ήταν η ψυχή του Μακεδονικού αγώνος στην περιοχή και κυρίως στο κεφαλοχώρι του Μεσημερίου. Είχε μυηθεί από τον καπετάν Μαζαράκη που δρούσε στην περιοχή και ο ίδιος ήταν σύνδεσμος του με τον Δεσπότη Εδέσσης. Τα μηνύματα τα μετέφερε η κόρη του Αικατερίνη μαζί με την παπαδιά του παπα-Στάθη στη Μητρόπολη τα οποία είχε μέσα σε κορδελίτσα που την έπλεκε στις πλεξούδες της Αικατερίνης για να μην προδοθή αν την συλλάβουν καθ΄ οδόν. Τον μαρτυρικό θάνατο του παπα-Ευσταθίου Στογιάννη του προέδρου Γιαννάκη Στεργίου και των υπολοίπων δολοφονημένων Μακεδονομάχων εκδικήθηκε ο ίδιος ο καπετάν Μαζαράκης φονεύοντας τον συμμορίτην Λούκα Βουλγαρο-κομιτατζή. Ο θάνατος των Μακεδονομάχων του Μεσημερίου έφερε την εκδίκησι που πήρε ο καπετάν Μαζαράκης φονεύοντας τον βουλγαροκομιτατζή Λούκα που ήταν ο φόβος και ο τρόμος σε όλη την περιοχή επί χρόνια. «Η δράση των ελληνικών τμημάτων ήταν τόσο αποτελεσματική, ώστε χίλιοι και πλέον φανατικοί εξαρχικοί και βουλγαρόφιλοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό Μαρίνα, τα Λευκάδια και άλλα χωριά και να ζητήσουν καταφύγιο στην Έδεσσα όπου τους προστάτευαν οι Τουρκικές Αρχές (…)[30]».

          Σήμερα οι κάτοικοι του Μεσημερίου τιμούν τους δολοφονημένους Μακεδονομάχους συγχωριανούς των την πρώτη Κυριακή του Φεβρουαρίου κάθε χρόνο με τελετή[31] στο μνημείο στον τόπο της σφαγής των αποτίοντες φόρον τιμής στους ήρωας προγόνους τους που θυσιάστηκαν για την ελευθερίαν της Μακεδονίας μας.

          Ο τελευταίος εις την παρουσίασίν  μας ο Ιωάννης Σούφρας του Κήτα και της Σοφίας[32] από την Κορυτσά. Γεννήθηκε στην ηρωική πόλι της Κορυτσάς το 1855. Έλαβε την ελληνική του μόρφωσι στην Αστική Σχολή της Κορυτσάς απ΄ όπου και αποφοίτησε. Ανήκε[33] στην μεσαία τάξι των Κορυτσαίων και νέος ακολούθησε το ζωεμπόριο δημιουργώντας δικό του κρεοπωλείο στην Κορυτσά. Μεσόκοπος στρατολογείται από τον «Δεσπότη» Φώτιο Καλπίδη, τον αργότερα εθνομάρτυρα. Ο Ιωάννης Σούφρας λόγω του επαγγέλματός του χρησιμοποιείται ως αγγελιοφόρος στον Μακεδονικό Αγώνα και είναι ο έμπιστος αγγελιοφόρος του Μητροπολίτου Κορυτσάς Φωτίου με τον συνεργάτη του Μητροπολίτη Μογλενών Ιωαννίκιου[34] Μαργαριτιάδη (1894-1905) του οποίου ο Ιωάννης Σούφρας ήταν ο πολύ έμπιστός του. Εργάστηκε με ζήλο στο Μακεδονικό Αγώνα μέχρι τη δολοφονία του εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Κορυτσάς Φωτίου Καλπίδη. Μετά τη δολοφονία του Μητροπολίτου γίνεται αντάρτης σε ανταρτικό σώμα του Βορειοηπειρωτικού αγώνος φυγαδεύοντας την οικογένειά του για λόγους ασφαλείας στην πόλιν της Φλώρινης. Καθ΄ όλον την Βορειοηπειρωτικόν αγώνα υπηρετεί στο αντάρτικο σώμα προσφέροντας τις υπηρεσίες του.

          Μετά την σύστασιν του αλβανικού κράτους διώκεται απηνώς για τις δραστηριότητές του τις οποίες συνεχίζει από την Φλώρινα. Συμμετέχει στο ανταρτικό σώμα[35] σε όλο τον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα και μετά το τέλος του οριστικά με την σύστασιν των συνόρων το 1920 αυτοεξορίζεται οικογενειακά στην Φλώρινα όπου συνέχισε τον αγώνα του για την Βόρειο Ήπειρο μέχρι το θάνατό του. Είναι ενεργό μέλος του συνδέσμου «ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ» [36]Θεσσαλονίκης με το υπ΄ αριθμ. α/α 19. Ετιμήθη από το Ελληνικόν Κράτος από το Υπουργείο Στρατιωτικών που του απένειμε «ΔΙΠΛΩΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ Σιδηρού Πολεμικού Σταυρού Βορειοηπειρωτικού Αγώνος 1914».[37] Απέθανε σε βαθύ γήρας και ετάφη εις την Φλώριναν όπου έζησε η εκεί μεταφερθείσα οικογένειά του όπου έκτοτε ζει.

πηγή 

 

 

Luftëtarë të panjohur maqedonas që luftuan për çështjen maqedonase nga Korça, Edessa dhe Lamia

 

Fillimisht, zanafilla e lëvizjes sllave në Gadishullin e Ballkanit nuk ishte politike, por fetare. Pansllavistët kërkonin themelimin e një Kishe bullgare autonome, në mënyrë që kështu t’u jepej bullgarëve ekzistencë kombëtare autonome dhe të njiheshin si komb i pavarur[1].

Kërkesat e pansllavistëve, fillimisht, u kufizuan në zëvendësimin e gjuhës greke me atë sllave në kishat, në emërimin e ipeshkvijve dhe priftërinjve bullgarofolës dhe jo grekë në krahinat ku banonin bullgarë, si dhe në edukimin e rinisë bullgare në gjuhën bullgare[2].

Këto kërkesa sllave, të ligjshme apo të ligjshme në pamje të parë, nuk mundi t’i refuzojë Patriarkana Ekumenike e Kostandinopojës. Sipas parimit themelor të shoqërisë së krishterë që mbështetej në thënien apostolike: «Nuk ka më as Hebre, as Grek, por të gjithë jemi një në Krishtin Jesu»[3], por edhe sipas mësimdhënies dogmatike të Kishës Ortodokse, e cila nuk i drejtohet përkatësisë kombëtare të besimtarëve të saj, por e pranon dhe e ndihmon atë, Sinodi i Madh i Kishës Ortodokse u mblodh më 24 shkurt 1861 në Kostandinopojë dhe arriti në lëshime të rëndësishme në favor të bullgarëve, të cilat i përmbushnin plotësisht tre kërkesat e përmendura të pansllavistëve[4].

Pansllavistët, megjithatë, nuk u mjaftuan me këto lëshime të gjera. Qëllimi i tyre ishte krijimi i një Kishe etnike tërësisht bullgare dhe autonome, në mënyrë që të arrihej shkëputja e popullsive bullgarofone të Gadishullit të Ballkanit nga Kisha e Madhe e Patriarkanës Ekumenike të Kostandinopojës. Kisha e Kostandinopojës kishte karakter panortodoks absolut dhe përfaqësonte udhëheqjen shpirtërore të të gjithë popujve ortodoksë të Perandorisë Osmane. Për këtë arsye, në fillim u përball me presionin e propagandës pansllaviste dhe bullgare.

Lufta e ashpër që u zhvillua kundër Patriarkanës çoi në themelimin jokanonik të Ekzarkatit Bullgar. Firmani përkatës sulltanor që u shpall në vitin 1870 – si rezultat i presioneve evropiane dhe sidomos ruse – la të papërcaktuara gjeografikisht kufijtë e Ekzarkatit, në mënyrë që ky të funksiononte si qendër e ekspansionizmit bullgar. Ndërkohë që çështja dukej si kishtare, shqyrtimi i saj i thelluar nxirrte në pah elemente të një problemi qartësisht etnik dhe politik.

Sidoqoftë, Kisha Ortodokse me Sinodin e saj të qëndrimit në Kostandinopojë më 1872 dënoi si herezi etnofiletizmin dhe shpalli si skizmatikë ndjekësit e Ekzarkatit Bullgar[5].

Lufta kundër Patriarkanës kishte si objektiv kryesor identitetin helen  të Maqedonisë dhe të Thrakës, që i përkisnin kishtarisht Patriarkanës Ekumenike. Për këtë arsye, Ekzarkati Bullgar përpiqej veçanërisht të përfshinte me çdo mënyrë sa më shumë dioqeza në Maqedoni dhe Traki, duke shtyrë kështu grekësinë në këto rajone[6].

Kisha e Madhe e Krishtit në Kostandinopojë ishte ngushtësisht e lidhur me helenizmin maqedonas dhe, gjatë periudhës së robërisë së errët, kontribuoi ndjeshëm në mbijetesën shpirtërore dhe morale të tij për pesë shekuj të tërë. Megjithatë, Kisha e Madhe qëndroi me vendosmëri. Pa pasur ndonjë ndihmë të prekshme nga shteti i lirë grek deri në vitin 1903 dhe e pajisur vetëm me lavdinë morale të edukatës së saj të krishterë, ajo arriti të mbante pozitat e saj përballë goditjeve të përgjakshme që mori nga Ekzarkati Bullgar, i cili mbështetej vazhdimisht nga Turqia Osmane sunduese e atëhershme dhe nga sllavët.

 

Patriarkana Ekumenike përgatiti dhe mbështeti Mitropolitë me hierarkë të rinj, mesatarisht 32-vjeçarë, të denjë, të arsimuar dhe të ndritur, patriotë grekë, në shumicën e Mitropolive të Maqedonisë dhe të Thrakës, të cilët shkruan faqe të lavdishme të historisë në Luftën e Maqedonisë, duke e vulosur atë me vetëflijimin e tyre, duke gjetur një vdekje të tmerrshme nga komitët bullgarë.

Këta organizuan luftën së bashku me maqedonasit vendas për plot 30 vite derisa të zgjoheshin të gjithë grekët anembanë, të organizuar në shoqata, për të ardhur në Maqedoni dhe për të formuar trupa guerile të armatosura nën udhëheqjen e kapedanëve dhe oficerëve që ishin larguar nga Ushtria Greke për arsye të ndryshme. Përballë mizorive të komitëve bullgarë në hapësirën e pafundme të Maqedonisë, maqedonasit qëndruan të bashkuar rreth Kishës Ortodokse, Mitropolive të saj, Kishave dhe sidomos Manastireve të Shenjta. Të gjitha shtresat e popullsisë pa përjashtim – klerikë, dijetarë, tregtarë, shitës, barinj, këpucarë, bujq, endacakë të shumtë – luajtën rolin e tyre në rrjetin e informacionit, nga figura të shquara deri te greku apo grekja më e thjeshtë patriote e Maqedonisë.

Pas rreth 90 vitesh nga Lufta e Maqedonisë, pata fatin e mirë të ndodhesha në Epirin Lindor të Veriut me qendër Korçën tonë, e cila deri në krijimin e shtetit shqiptar në të gjitha dokumentet zyrtare[8] quhej rajon i Maqedonisë. Me habi u përballa me një burg të pafund – kështu dukej i gjithë rajoni dhe populli krenar i tij – nën regjimin tiranik komunist pesëdhjetëvjeçar të Enver Hoxhës, që ushtroi përndjekje që tejkalonin ato të Neroneve, siç dëshmon i ndjeri prift 90-vjeçar atëherë, papa-Khristos Ratsës[9]. Por pavarësisht "tiranisë së paprecedentë", populli i këtij vendi ruante relike dhe arkiva me vlerë të paçmueshme[10], që tregojnë madhështinë e vorioepirotëve që ishin krijuesit e luftërave të mëparshme.

Një pjesë e Epirit të Veriut që i përkiste Maqedonisë Perëndimore nuk mund të mos lindte trima për të mbrojtur tokën e të parëve, por edhe për të rendur atje ku nëna Greqi i thërriste. Brenda arkivave të pakta të këtij rajoni, të cilat, me rrezik për jetën e tyre dhe tërë familjes së tyre, nga diktatori antishqiptar Enver Hoxha, i ruajtën si sytë e ballit, ndodhen dëshmi të padiskutueshme që tregojnë përkushtimin patriotik ndaj idealeve të Helenizmit dhe sakrificën e tyre: një mori heronjsh në Luftën e Maqedonisë për shpëtimin dhe çlirimin e Maqedonisë.

Në vijim do të paraqesim luftëtarë të panjohur të Luftës së Maqedonisë, të panjohur për publikun e gjerë, nga të cilët pesë janë nga fshati Poposticë ose Boboshticë e Korçës, një nga qyteti i Lamisë, dhe të tjerët janë një grup maqedonasish të vrarë së bashku me priftin e fshatit të tyre nga Mesimeri i Edessës.

Një grup luftëtarësh të Maqedonisë është nga fshati Poposticë ose Boboshticë i Korçës[11]. Ishin pesë bashkëfshatarë që shërbenin në ushtrinë osmane, nga e cila dezertuan të veshur me uniformë dhe të armatosur[12]. U regjistruan vullnetarë në trupat guerile të armatosura në njësinë "Trupa e Karaiskakisë"[13], si grekë patriotë të zjarrtë, për të çliruar Maqedoninë dhe për ta mbrojtur atë nga veprimet arbitrare të komitëve bullgarë.

Grupi përbëhej nga pesë persona, nga të cilët vetëm për katër janë gjetur të dhëna, ndërsa i pesti mbetet i panjohur. Kështu siç shfaqen në fotografinë e ruajtur[14].

I pari nga Boboshtica është i panjohur sot, sepse nuk la pasardhës.

I dyti luftëtar i Maqedonisë në fotografi, i dyti në këmbë nga e majta, është Kristaq Gogo. Ishte i afërm me i Themistokli Vissarion Pirgu ose Bambulla dhe shërbeu në luftën guerile të Luftës së Maqedonisë së bashku me bashkëfshatarët e tij. I mbijetoi luftërave dhe jetoi deri në fund të jetës së tij në Boboshticë, ku edhe u varros. Luftoi në Luftën e Maqedonisë ku u regjistrua tri herë në mënyrë të ndërprerë, në fund në trupën e Karaiskakit. Lindi në vitin 1886 në Boboshticë, ku ekziston deri sot shtëpia e tij e ndërtuar me gurë.

Tjetri luftëtar maqedonas boboshticar, i treti në këmbë nga e majta në të njëjtën fotografi, është Gabriel Kavaci, i lindur në vitin 1886 në Boboshticë. Shërbeu bashkë me të tjerët bashkëfshatarë të tij në Luftën e Maqedonisë. Deri më sot nuk kemi të dhëna të tjera historike.

Luftëtari i katërt i Maqedonisë, i ulur i pari nga e majta në fotografi, është Themistokli Vissarion Pyrgu ose Babulla. Mbiemrin e kishte nga prejardhja e tij, sepse gjyshi i tij kishte ardhur nga Pyrgu i Elias në Peloponez si tregtar bagëtish dhe kishte përfunduar në Korçë, pasi kishte luftuar për çlirimin e Greqisë në kryengritjen kombëtare të vitit 1821, siç na rrëfen Sotir Themistokli Babulla. Ai mori mbiemrin e vjehrrit të tij, Babulla, për të humbur gjurmët…

Ai lindi në vitin 1882 dhe shërbeu në Luftën e Maqedonisë së bashku me bashkëfshatarët e tij. “Para se të largoheshin, u kunguan” në Manastirin e Shën Nikollës[15] të Boboshticës ose siç është saktë Vovoshticës, Poposticës[16]. Shkoi tri herë në Luftën e Maqedonisë në periudha të ndërprera, sepse trupa guerile shpërndahej. Më në fund, në vitin 1906, u regjistrua në trupën guerile “Çeta e Karaiskakisë”[17], e cila luftonte në zonën e Gjevgjelisë deri në fund të Luftës së Maqedonisë. Ekziston varri[18] i tij me një kryq prej guri pranë kambanores së Manastirit të Fjetjes së Shën Mërisë në Boboshticë, vendlindja e tij. Vëllai i Themistokliut, Sotir Pirgu[19], jetonte në Selanik dhe u zhduk gjatë luftërave ballkanike, ku shërbente në Ushtrinë Greke. Emrin e tij e mori djali i Themistokliut, Sotir Bambulla i sotëm. Vajza e tij, Olimbia Kormali, u martua në Athinë, ku jetonte dhe me të mbante korrespondencë. Patrioti i zjarrtë Themistokli i transmetoi gjithë dashurinë e tij për atdheun fëmijëve dhe nipërve të tij, të cilët nga ana e tyre e trashëguan te pasardhësit. Sot, emrin e tij e mban Themistokli Mihallaq Bambulla, stërnip i tij, teolog me studime pasuniversitare në Greqi, veprimtar në Korçë[20].

I pesti i grupit të maqedonasve nga Boboshtica është Themistokli Nikola Koçio[21], i lindur më 14-6-1887 në Boboshticë ose Poposticë të Korçës. Luftoi katër vite në Luftën e Maqedonisë, siç na rrëfen nipi i tij 78-vjeçar Nikolla Koçio, i cili jeton sot në Boboshticë. Në një betejë, ai humbi tre gishta të dorës nga shpata e një komiti bullgar, siç shihet në fotografi. Në vitin 1940, ai shërbeu si ndërlidhës i oficerëve të Ushtrisë Greke në Korpusin e V-të që kishte selinë në Boboshticë dhe u fotografua[22] me një oficer grek në qendër të Korçës. U burgos nga shqiptarët si filogrek pas krijimit të shtetit shqiptar. I ati, Nikolla, ishte burgosur nga turqit për shkak të veprimtarisë së të birit, Themistokliut, në Luftën e Maqedonisë. Gjithashtu, u burgos i biri i Themistokliut, Nikolla, nga regjimi komunist i Enver Hoxhës si filogrek, ndërsa vetë ai nuk mori kartë omogjenie (pavarësisht apelimeve tona) si grek nga konsulli i Korçës[23].

 

 

Varri i tij ekziston sot në varrezat e vjetra të vendlindjes së tij, pranë kambanares së Manastirit të Fjetjes së Shën Mërisë.

I gjashti në rendin e paraqitjes sonë është “kapiten Jorgo Sava / nga Lamia”. Lindi në Lamia më 1882 dhe ndërroi jetë në Selanik më 1959. Gjatë shërbimit të tij ushtarak u iniciua në Luftën e Maqedonisë. Sapo përfundoi shërbimin ushtarak, u rekrutua në njësinë e bashkëluftëtarëve të Pavlos Melas, siç tregohet në një fotografi diku në Maqedoni. Gjatë gjithë Luftës së Maqedonisë veproi nga Manastiri deri në Selanik si komandant skuadre – agjent i maskuar si tregtar bagëtish – kasap, profesion që ushtronte edhe pas demobilizimit të tij më 1908. Mbante një kasapani afër Kamara në Selanik. Brenda kasapanisë së tij u sulmua për t’u vrarë nga komitë bullgarë, të cilët qëlluan pesë herë kundër tij pa arritur ta vrasin. E plagosën në vesh nga jashtë dhe një tjetër plagë i theu nofullën e poshtme. I mbuluar me gjak, me një plagë tjetër sipërfaqësore në këmbë, i ndoqi deri afër Kishës së Shën Athanasit në rrugën Egnatia, fillimisht me satërin (thikën e kasapit), pastaj me revole. Aty pranë kishës ra i mbuluar me gjak dhe u dërgua në spital, ku u shtrua për një kohë të gjatë, prej nga arratiset (turqit ruanin vetëm atë, për atentatorët komitë nuk u bë asnjë përpjekje). Më pas u arrestua nga turqit. Ndërhyri Konsulli Grek dhe e mori nën përgjegjësinë e tij, duke e strehuar bashkë me gruan e tij në Kretë.

U martua në vitin 1909 dhe me shpërthimin e Luftërave Ballkanike u regjistrua vullnetar në Ushtrinë Greke si rreshter, duke lënë gruan e tij, Fotini Dokali nga Eratira e Kozanit, në Kretë, ku banonin. Shërbeu dy vjet dhe pas përfundimit të Luftës së Dytë Ballkanike më 1913 u lirua nga ushtria. Si rreshter u dallua në të gjitha betejat dhe u plagos në një betejë kundër bullgarëve. Për trimëritë e tij në “fushatën kundër Turqisë (1912–1913) si pjesëmarrës në të dhe në betejat e saj (…) dhe në fushatën kundër Bullgarisë (1913) si pjesëmarrës në të dhe në betejat përkatëse, i përmenduri u plagos në (…)”, iu dha në vitin 1914 nga Ministri i Luftës Eleftherios Venizelos Medalja Përkujtimore. Në vitin 1926, Këshilli Drejtues i Organizatës Kombëtare “PAVLOS MELAS” i akordoi atij “DIPLOMËN E ANËTARIT TË RREGULLT”[25]. Në vitin 1927, i njëjti Shoqatë i dha “LIBRETËN INDIVIDUALE”[26] me numër regjistri 170.

Deri në vitin 1940 punoi si tregtar bagëtish – kasap, por u përndoq nga venizelistët sepse ishte filomonarkist dhe humbi dyqanet e tij të mishit. Në vitin 1938, ministri i luftës Ioannis Metaxas i dha “Medaljen Përkujtimore të Luftës së Maqedonisë për Georgios Sava, bir i Panajotit nga Selaniku / Për shërbime të jashtëzakonshme në këtë luftë, për të cilat / u regjistrua në përmbledhjen e luftëtarëve të Maqedonisë 1903–1909 / në kategorinë e ushtarëve me numër rendor të tabelës 836 / (…)”[27].

Në vitin 1941, e gjeti Pushtimi gjerman në shtëpinë e tij në Karabournaki, i varfër me një vajzë të sëmurë nga malaria. Pas largimit të gjermanëve, u përball me sprova të reja nga komunistët e ELAS-it, për shkak se ishte luftëtar i Maqedonisë dhe ata përpiqeshin të rekrutonin atë dhe vajzën e tij. Shiti gjithçka kishte për të mbijetuar dhe ia doli, megjithëse u gjend në një pozitë të rëndë, pasi e vetmja gjë që i mbeti ishte një parcelë toke bujqësore prej 35 dynymësh që i ishte dhënë nga qeveria e Ioannis Metaxas si pension – kompensim për shërbimet që i kishte bërë Atdheut me armë në dorë (1901–1913), pra për 12 vjet. U largua i sëmurë (tuberkuloz) dhe me plagë të shumta në trup, të cilat e shoqëruan deri në fund të jetës së tij. Këtë parcelë dhe shtëpinë e tij në Karabournaki, të cilën e kishte blerë në vitin 1913 me paratë e pajës së gruas së tij, kjo atdhe ia shpronësoi, bashkë me gjithë zonën e Karabournakisë dhe Kalamarias, për të strehuar refugjatët e Katastrofës së Azisë së Vogël. Shpronësimi ndodhi pas proceseve gjyqësore që zgjatën nga viti 1924 deri në 1973[28], kur u njohën të drejtat e vajzës së luftëtarit të Maqedonisë Georgios Sava, i cili prehet në varrezat e Kalamarias, pjesë e tokës maqedonase për të cilën i kishte kushtuar gjithë jetën e tij.

Në perëndim të qytetit të Edessës, dy kilometra mbi mal, ndodhet fshati i madh Mesimeri. Ky fshat, përveç djemve të shumtë trima që dha për lirinë e Atdheut, veçohet për flijimin e priftit të tij, të kryetarit të fshatit dhe të parive të tij më 2-2-1905 për lirinë e atdheut.

Kjo grup u përbë[29] nga prifti heroik dhe dëshmor, 63-vjeçari Efstathios Papastogiannis, famullitar i fshatit Mesimeri të Edessës, Giannakis Stergiou, 63 vjeç, kryetar i bashkisë së Mesimerit, Konstantinos Zafeiriou, 70 vjeç, Athanasios Trypkos, 70 vjeç, Tryfon Thomà, 60 vjeç, Nikolaos Bouzinis, 50 vjeç – të gjithë banorë të Mesimerit – si dhe Konstantinos Stavrou Kitsos, 35 vjeç, kushëri i priftit nga fshati Flamouria. Po ktheheshin nga Liturgjia Hyjnore dhe festa e Shën Tryfonit që u mbajt në fshatin Flamouria (emri i vjetër Poda), pavarësisht ndalimeve dhe terrorit nga bullgarët që kërkonin me çdo kusht kalimin e të gjithëve në Ekzarkatin Bullgar, i cili ishte shkëputur nga Patriarkana Ekumenike.

Në veriperëndim të fshatit, pranë Manastirit të Ngritjes së Kryqit të Shenjtë, rreth një mijë metra jashtë fshatit, komitja bullgar Luka u ngriti pritë dhe i masakroi të gjithë. Objektivi kryesor ishte prifti Papa-Stathis Stogiannis, që ishte shpirti i Luftës së Maqedonisë në zonën dhe veçanërisht në fshatin kryesor Mesimeri. Ishte iniciuar nga kapedani Mazarakis që vepronte në zonë dhe shërbente si lidhës i tij me Peshkopin e Edessës. Mesazhet i transmetonte vajza e tij Aikaterini së bashku me priftëreshën, duke i fshehur brenda një fjongoje që e përdorte për të bërë gërshetin e flokëve të Aikaterinit, në mënyrë që të mos zbulohej nëse kapeshin rrugës. Vdekjen dëshmore të papa-Efstathios Stogiannit, të kryetarit Giannakis Stergiou dhe të maqedonasve të tjerë të vrarë e hakmori vetë kapedani Mazarakis, duke vrarë komitin bullgar Luka. Vdekja e maqedonasve të Mesimerit solli hakmarrjen që mori kapedani Mazarakis duke vrarë komitin bullgar Luka, i cili për vite ishte tmerri i gjithë zonës. "Veprimi i njësive greke ishte aq efektiv, saqë më shumë se një mijë fanatikë të Ekzarkatit dhe bullgarofilë u detyruan të braktisin fshatin Marina, Lefkadia dhe fshatra të tjera dhe të kërkojnë strehë në Edessa ku mbroheshin nga autoritetet turke (...)[30]".

Sot banorët e Mesimerit nderojnë maqedonasit e vrarë, bashkëfshatarët e tyre, të dielën e parë të shkurtit çdo vit me një ceremoni[31] pranë monumentit në vendin e masakrës, duke u shprehur nderim paraardhësve të tyre heronj, që flijuan jetën për lirinë e Maqedonisë sonë.

I fundit në paraqitjen tonë është Ioannis Soufras, biri i Kita dhe Sofias[32], nga Korça. Lindi në qytetin heroik të Korçës më 1855. Arsimin grek e mori në Shkollën Qytetare të Korçës, nga e cila edhe u diplomua. I përkiste[33] shtresës së mesme të korçarëve dhe që në rininë e tij ndoqi tregtinë e bagëtive, duke hapur kasapaninë e tij në Korçë. Në moshë të mesme rekrutohet nga "Despoti" Fotios Kalpidis, i cili më pas u bë martir i kombit. Ioannis Soufras, për shkak të profesionit të tij, u përdor si korrier në Luftën e Maqedonisë dhe ishte i besuari i Mitropolitit të Korçës Fotios dhe i bashkëpunëtorit të këtij të fundit, Mitropolitit të Moglenës Ioannikios[34] Margaritiadis (1894–1905), për të cilin Ioannis Soufras ishte njeriu më i besuar. Punoi me përkushtim në Luftën e Maqedonisë deri në vrasjen e Mitropolitit martir të Korçës, Fotios Kalpidis. Pas vrasjes së Mitropolitit, iu bashkua një trupe guerile të Luftës për Epirin e Veriut, duke strehuar familjen e tij për arsye sigurie në qytetin e Florinës. Gjatë gjithë Luftës për Epirin e Veriut shërbeu në trupën guerile, duke dhënë shërbimet e tij.

Pas themelimit të shtetit shqiptar, u përndoq ashpër për veprimtaritë e tij, të cilat i vazhdoi nga Florina. Mori pjesë në trupën guerile[35] gjatë gjithë Luftës për Epirin e Veriut dhe pas përfundimit të saj, me përfundimin përfundimtar të kufijve në vitin 1920, u vetëinternua së bashku me familjen e tij në Florinë, ku vazhdoi luftën për Epirin e Veriut deri në vdekjen e tij. Ishte anëtar aktiv i shoqatës "PAVLOS MELAS"[36] në Selanik me numër regjistri rendor a/a 19. U nderua nga Shteti Grek nga Ministria e Luftës, e cila i dha “DIPLOMËN E NDERIMIT me Kryqin e Hekurt të Luftës për Epirin e Veriut 1914”[37]. Vdiq në pleqëri të thellë dhe u varros në Florinë, ku jetonte familja e tij e zhvendosur dhe ku prej atëherë jetojnë pasardhësit e tij.

Përktheu, B.T. Marrë nga Burimi 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Φ/ΚΕ/4. Πρόγραμμα ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ Θεσσαλονίκης. Η εργασία αυτή επαρουσιάσθη στα ΛΘ’ ΔΗΜΗΤΡΙΑ του ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 6-11-2004. Δεν εδημοσιεύθη έκτοτε και δημοσιεύεται τώρα για πρώτη φορά με προσθήκες

[2] Γ.Ε.Στρατού – Δ.Ι.Σ. Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη (1904-1908), Αθήναι 1998, σελ.109.

[3] Κ.Δ., Γαλ., 3, 28.

[4] Μελάς Λέων, Πολιτικαί Μελέται, Αθήναι 1900, σελ. 25-26.  Νικολαΐδης Κλεάνθης, Ιστορία του Ελληνισμού με κέντρον και βάσιν την Μακεδονίαν, Αθήναι 1923, σελ. 420-421.

[5] Γ.Ε.Σ. – Δ.Ι.Σ. Μακεδονικός Αγώνας (…), ένθ’ αν., σελ. 110.

[6] Αυτόθι σελ. 110.

[7] Καρακίτσιος Ελ., «Μυροφυλλίτες στο Μακεδονικό Αγώνα», Εφημ. «ΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ», εκδ. Αποδήμων Μυροφυλλιτών, Ολυμπία 46, Αθήναι, φυλ. 4, σελ. 1-2/1979

[8] Αρχείον μου Φ.Γ. 3/ Βλ. Χάρτης ΕΛΛΑΣ GREECE,  John Speed and are to be sold by Ciro Humble 1626, Η Ελλάς των Πτολεμαίων του 2ου αι. Π.Χ. αιώνος, ΑΡΧΕΙΟΝ ΜΟΥ Φ.Γ./11 σελ. 1, Φ.ΣΤ/2α (Αρχείον Νίκου Παντελή Γκλιοζένη, Δαρδαίου), Φ.Γ./5 Χάρτης Αυστροουγγαρίας 1877.

[9] Καρακίτσιος Ελευθ., Ορθόδοξοι Ιερείς και Διάκονοι που επέζησαν του αθέου καθεστώτος στην Αλβανία (1945-1990), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 349 κ.εξ.

[10] Του ιδίου, «Παλαίτυπα και ενθυμήσεις από την Χότσιστα (Hocisht) Κορυτσάς», Μακεδονικά τομ. 33, σελ. 331-338, Θεσσαλονίκη 2003, του ιδίου «Παλαίτυπα εκ Χοτσίστης»  (Hocisht) Κορυτσάς της Βιβλιοθήκης Σωτηρίου Θ. Μπόρτση ή Κράλλη», Μακεδονικά τομ.34, σελ. 109-148, Θεσσαλονίκη 2005, Του ιδίου, Ν.Β.Κεραμιντζή, «Βιβλιοθήκη Δημοσθένους Θωμά Κεραμιντζή εκ Κορυτσάς», Μακεδονικά τομ. 36, σελ. 111-137, Θεσσαλονίκη 2007

[11] Καρακίτσιος Ελ., Ο Ελληνισμός στη Μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσάς, Θεσσαλονίκη 2010 (διατριβή Α.Π.Θ.), σελ. 427

[12] Φ/ΚΕ/1β. Φωτογραφία και περιγραφή του Δ/ντου Μακεδονικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.

[13] Φ/ΚΕ/1α. Διήγησις εγγονού του Σωτήριου Μπαμπούλλα, καθηγητού από την Μπομποστίτσα Κορυτσάς 10-6-1994.

[14] Φ/ΚΕ/1β. Έγγραφα, αρχείο μου από το αρχείο Σωτηρίου Θεμ. Μπάμπουλλα από την Ποποστίτσα Κορυτσάς.

[15] Γεωργιάδης Θεόφραστος, Μοσχόπολις, Αθήναι 1975, σελ. 13, Καρακίτσιος Ελευθ., ένθ΄ αν., σελ 169-170

[16] Ένθ΄ αν., βλ. Υποσημείωσις 15.

[17] ΓΕΣ-ΔΙΣ, Μακεδονικός Αγώνας (…) ένθ. αν. Σελ. 250 και 320. «Στις περιοχές Γευγελής και Δοϊράνης μετά τη διάλυση του σώματος Κακουλίδη τον Οκτώβριο του 1905 συνέχισε να παραμένη μικρή δύναμη από δώδεκα αντάρτες, η οποία κατά τη διάρκεια του 1906 τέθηκε υπό τις διαταγές του Γεωργίου Καραϊσκάκη από την Μπογδάντσα (…)»

[18] Φ/ΚΕ/1α/10-6-1994, σελ. 1-2

[19] Φ/ΚΕ/1α/10-6-1994, σελ. 2

[20] Φ/ΚΕ/7α

[21] Φ/ΚΕ/1β

[22] Καρακίτσιος Ελευθ. Ο διωγμοί του Ελληνισμού στην Αλβανία (πρωτογενείς μαρτυρίες από την Ανατολική Βόρειο Ήπειρο), Άγιοι Σαράντα 2011 σελ.

[23] Ένθ΄ ανωτ. Σελ. 147, 333-334 Πολλάκις παρεκλήθη ο Πρόξενος Ελ. Πρώιος.

[24] Φ/ΚΕ/5γ, σελ. 1

[25] Φ/ΚΕ/5ε σελ.1

[26] Φ/ΚΕ/5β σελ. 1-2

[27] Φ/ΚΕ/5α σελ.1-2

[28] Του θέματος επελήφθη ο Υπουργός των Κοινωνικών Υπηρεσιών Λαδάς (στρατιωτικής Κυβερνήσεως) παρά την επίμονη προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα που αντιδρούσε και ζητούσε από ημάς (είμεθα παρόντες στο γεγονός) τουλάχιστον 300000 για να υπογράψη… Έληξε με μαλλιοτράβηγμα του ίδιου του Λαδά… ο οποίος αυθημερόν, αφού είδε όλα τα ντοκουμέντα που αναφέραμε υπέγραψε την άρσιν της απαλλοτριώσεως, η οποία αυθημερόν εδημοσιεύθη!

[29] ΦΑ/ΚΕ/3γ1-2 χειρόγραφος αφήγησις του εγγονού του 70χρονου Ιωάννου Χρ. Λιόλιου Εδεσσαίου τον οποίον ευχαριστούμε και από αυτή την θέσι που έθεσε το αρχείο του στην διάθεσί μας. 40. ένθ’ ανωτ. Σελ. 1.

[30] ΓΕΣ – ΔΙΣ Μακεδονικό, (…), έν.αν., σελ. 198-199

[31] Στην τελετή παίρνει μέρος η μουσική της 2ας Μεραρχίας Εδέσσης, ο περιφερειάρχης πλήθος κόσμου.

[32] Φ/ΚΕ/6β

[33] Φ/ΚΕ/6ζ. Αφήγησις εγγονού του ΙωάννοΕ/υ Σούφρα κάτοικου Φλωρίνης σήμερα. Τον ευχαριστούμε γιατί μας διέθεσε όλο το αρχείον του για την εργασία.

[34] Φ/ΚΕ/6ε.

[35] Φ/ΚΕ/6στ.

[36] Φ/ΚΕ/6β και Φ/ΚΕ/6δ.

[37] Φ/ΚΕ/6γ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1575) Αλβανία (913) ιστορία-historia (429) ορθοδοξία (422) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (312) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (294) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (269) Β Ήπειρος (246) ορθοδοξία-orthodhoksia (245) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) Κορυτσά-Korçë (131) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά Β Ήπειρος (112) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (100) ορθόδοξη ζωή (97) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (77) διωγμοί - përndjekje (65) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (58) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (52) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (44) ανθελληνισμός (44) πολιτισμός - kulturë (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (41) besimi orthodhoks (40) βίντεο (36) ιστορία ορθοδοξίας (36) Shqipëria (33) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (33) κομμουνισμός- komunizmi (33) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (27) πνευματικά (27) πολιτική-politikë (24) Αρχαία Ελλάδα (22) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)