Το γκρέμισμα από τις αλβανικές Αρχές του ναού του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμάδες Χειμάρρας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά της χριστιανικής κοινότητας της Αλβανίας και συσσώρευσε και άλλα σύννεφα στις ήδη αρνητικά φορτισμένες ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Η κατεδάφιση μιας εκκλησίας αποτελεί σε κάθε περίπτωση βάναυση πρόκληση στο θρησκευτικό αίσθημα των πιστών, μπορεί όμως να προκαλέσει και ισχυρές αναταράξεις στις διακρατικές σχέσεις. Και τα δύο αυτά έγιναν με το γκρέμισμα από τις αλβανικές Αρχές του ορθόδοξου χριστιανικού ναού του Αγίου Αθανασίου στο χωριό Δρυμάδες στην περιοχή της Χειμάρρας, ενέργεια που πυροδότησε ένταση στην ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα της Αλβανίας και συσσώρευσε και άλλα σύννεφα στις ήδη αρνητικά φορτισμένες ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Για τους ορθόδοξους χριστιανούς της Αλβανίας, ο Αη-Θανάσης ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της προαιώνιας θρησκευτικής τους παρουσίας στη Χειμάρρα και δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ, ακόμη και στις πιο μαύρες μέρες, όταν το 1972 το καθεστώς Χότζα τον κατέστρεψε, μαζί με εκατοντάδες άλλες εκκλησίες και μοναστήρια στην Αλβανία. Τις νύχτες, κρυφά και με κίνδυνο να βρεθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, πιστοί, Ελληνες της Χειμάρρας αλλά και Αλβανοί, άναβαν ένα κερί και άλλοι, πιο τολμηροί, τελούσαν εν ριπή οφθαλμού έναν άτυπο γάμο ή έκαναν μια (αερο)βάπτιση.
Ωσπου, το 1992, όταν το καθεστώς κατέρρευσε, οι πιστοί έχτισαν όπως όπως, χωρίς άδεια, όπως οι πάντες λειτουργούσαν τότε στην Αλβανία, έναν πρόχειρο ναό για τις λατρευτικές τους ανάγκες, με την προσδοκία ότι σε βάθος χρόνου θα τον ολοκληρώσουν.
Είκοσι τρία χρόνια αργότερα, στις αρχές Αυγούστου, το υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας ανακοινώνει ότι σχεδιάζει να αναστηλώσει στην αρχική του μορφή τον παλαιό ναό, τον οποίο κατατάσσει στα μνημεία πολιτισμού της χώρας, και στέλνει συνεργείο της πολεοδομικής αστυνομίας, που γκρεμίζει το κτίσμα των πιστών, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις σε τοπική κοινωνία, Τίρανα και Αθήνα. Στους επίσημους ισχυρισμούς περί «μνημείου πολιτισμού» αντιτάχθηκε με σφοδρότητα η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, που κατήγγειλε ως βεβήλωση την κατεδάφιση, τονίζοντας πως η εκκλησία των Δρυμάδων αποτελεί με νόμο ιδιοκτησία της και δεν βρίσκεται σε καμία λίστα μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ισως, εάν η υπόθεση εξελισσόταν σε κάποια άλλη περιοχή της Αλβανίας, να μην είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις. Στη Χειμάρρα όμως η ατμόσφαιρα, ιστορικά φορτισμένη, ηλεκτρίζεται με το παραμικρό, καθώς εμπλέκεται ενστικτωδώς, κάθε φορά που ανακύπτει ένα ζήτημα τριβής, και η εθνοτική παράμετρος, με την ελληνική μειονότητα να τη θεωρεί προπύργιό της και τον αλβανικό εθνικοπατριωτισμό να επιμένει πως αποτελεί κοιτίδα του.
Αυτή η πτυχή δεν θα μπορούσε να εκλείψει ούτε και τώρα. Ετσι, σε μια προσπάθεια να προβληθεί η θεωρία περί «ιστορικά αμιγώς αλβανικής» Χειμάρρας, επιστρατεύθηκε από μερίδα της πολιτικής και πνευματικής ελίτ ένας ρωμαιοκαθολικός ιεραπόστολος του 17ου αιώνα, ονόματι Nilo Catalano, ο οποίος φέρεται να λειτούργησε την εποχή εκείνη σχολεία στην αλβανική γλώσσα, γεγονός που, σύμφωνα με το σχετικό αφήγημα, αποδεικνύει την προαιώνια παρουσία του αλβανικού στοιχείου. Προσαρμοζόμενο στις τωρινές συνθήκες το αφήγημα, που είδες το φως σε μερίδα του αλβανικού Τύπου, θέλει τους χριστιανούς ορθόδοξους, Ελληνες μειονοτικούς στην πλειονότητά τους, να έχτισαν το παράνομο «γκαράζ», όπως το αποκάλεσε ακόμη και ο πρωθυπουργός Ράμα (!), για να καλύψουν τον τάφο του ιεραπόστολου και να εξαφανίσουν έτσι στοιχεία που κατ’ εκείνους ενισχύουν την θεωρία ότι στη Χειμάρρα ανέκαθεν κυριαρχούσε το αλβανικό στοιχείο.
Δεν είναι καινούργιο αυτό το αφήγημα. Οταν το 1999 ο UCK κατέλαβε με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ το Κόσοβο, φανατικοί Αλβανοί αξίωναν να κατεδαφιστούν τα ιστορικά χριστιανικά μοναστήρια και οι εκκλησίες, για να αποκαλυφθεί ότι κάτω από αυτά υπήρχαν στοιχεία που δήθεν αποδείκνυαν ότι οι Αλβανοί προϋπήρχαν των Σέρβων... Η διεθνής ειρηνευτική δύναμη πρόλαβε και ανέπτυξε γύρω από αυτά ενόπλους και, τελικά, τα έσωσε.
Η κατεδάφιση του ναού του Αγίου Αθανασίου προκάλεσε την ανταλλαγή σκληρών δηλώσεων σε Αθήνα και Τίρανα –την καταδίκασαν το ΚΕΑΔ και η ΟΜΟΝΟΙΑ–, με τον εκπρόσωπο του ΥΠΕΞ Κωνσταντίνο Κούτρα να κάνει λόγο για «τζιχαντισμό» και για «αχαριστία από ευεργετηθέντα», ενώ ο Εντι Ράμα, με το σύνηθες αλαζονικό του ύφος, είπε πως «θα πάρει λίγο καιρό στην Ελλάδα να καταλάβει ότι η Αλβανία δεν δέχεται κηδεμόνα».
Ο τέως πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα μίλησε για «κρατικό έγκλημα», όμοιο με αυτό του Χότζα, εις βάρος των θρησκευτικών ελευθεριών, και επιτέθηκε ευθέως εναντίον του Ράμα, στον οποίο υπενθύμισε καταγγελία στη Βουλή του Φατός Νάνο, σύμφωνα με την οποία, όταν στη δεκαετία του 1990 ζούσε (σ.σ. ο Ράμα) στο Παρίσι, ασχολήθηκε με πωλήσεις κλεμμένων εικόνων από εκκλησίες της Αλβανίας. «Πρόκειται για απαίσια πράξη, για επιστροφή της μαύρης εποχής του 1967 της κομμουνιστικής δικτατορίας, όταν οι Χότζα, Αλία, αλλά και ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, Κριστάκ Ράμα, προχώρησαν στην κατεδάφιση χιλιάδων εκκλησιών, τζαμιών και τεκέδων σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες εικόνες, ιερά βιβλία και άλλα αντικείμενα αξίας των χώρων λατρείας καταληστεύτηκαν και εξαφανίστηκαν από τις συμμορίες του Χότζα», είπε.