Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β Ήπειρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β Ήπειρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Δύσκολη η χρονιά που πέρασε, ποιοι θα είναι οι νέοι στόχοι;


Δύσκολη η χρονιά που πέρασε, το 2023, για τον Ελληνισμό της Αλβανίας. Δεν ήταν μόνο η εκκένωση του βορειοηπειρωτικού χώρου, η απουσία του ζωντανού μας δυναμικού, που συνετέλεσαν στην δυσκολία αυτή, αλλά ο εθνικιστικός εσωτερικός αναβρασμός, με εκφραστή την κυβερνούσα αρχή, που ακολουθεί κατά γράμμα τον «απόρρητο φάκελο», των εκάστοτε κυβερνήσεων, που δεν είναι άλλος από τον αφανισμό του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Ιστορικό Αρχείο Πελασγού: Εφημερίδα Σκριπ 16 Φεβρουαρίου 1914: Η Νήσος Σάσων Πως και Διατί Εινε Ελληνική!

 Από το ιστορικό αρχείο μας σας παραθέτουμε το άρθρο της Εφημερίδας Σκριπ: Σκριπ είναι το όνομα σατιρικού εντύπου ιδιοκτησίας του βουλευτή Λέσβου Ευστρατιάδημε εκδότη τον Ευάγγελο Κουσουλάκο.Άρχισε να εκδίδεται στις 22 Αυγούστου του 1893 ως εφημερίδα και ονομαζόταν Το ΣΚΡΙΠ. Είχε στο πρωτοσέλιδό του μία ή πολλές γελοιογραφίες. Λίγο αργότερα ονομάστηκε απλά ΣΚΡΙΠ και έγινε εφημερίδα ειδήσεων και πολιτικής, Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα εθνικά θέματα και τις

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Μητροπολίτης Σεβαστιανός: 26 χρόνια από την κοίμησή του (12-12-1994)

 Μητροπολίτης Σεβαστιανός: 26 χρόνια από την κοίμησή του (12-12-1994)

ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΡΥΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΚΟΝΙΤΣΗΣ
ΥΠΕΡΤΙΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΧΟΣ ΠΑΣΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
1922 - 1994 (+)

ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΓΩΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

    Ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Βορείου Ηπείρου, Σεβαστιανός (κατά κόσμον Σωτήριος Οικονομίδης) γεννήθηκε την 20η Ιουνίου 1922 στα Καλογρηανά Καρδίτσης.
    Μετά την αποπεράτωση των μαθημάτων του Δημοτικού Σχολείου της ιδιαιτέρας πατρίδος και του ημιγυμνασίου Φαρσάλων, εφοίτησεν στο Ιεροδιδασκαλείον Κορίνθου και μετά την κατάργηση του εγράφη στο Γυμνάσιον Καρδίτσης, από το οποίο έλαβε απολυτήριο το 1941. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία ανεκηρύχθη πτυχιούχος το 1949.
    Κατόπιν εξεπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία επί 28 μήνες, υπηρετώντας στη Θρησκευτική Υπηρεσία του Στρατού.
    Το 1952 έγινε μέλος της αδελφότητας Θεολόγων "Η ΖΩΗ" και το 1960 μέλος της αδελφότητος Θεολόγων "Ο ΣΩΤΗΡ". Προσελήφθη αρχικά ως λαϊκός ιεροκήρυκας στην περιφέρεια Μεσσηνίας. Έπειτα εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη Αθηνών, μετονομασθείς σε Σεβαστιανός. Χειροτονήθηκε Διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Λήμνου (κατόπιν Τρίκκης και Σταγών) Διονύσιο τον Αύγουστο του 1956.

Τον Απρίλιο του 1957 διορίσθηκε ιεροκήρυκας της Ι. Μητροπόλεως Ιωαννίνων χειροτονηθείς σε πρεσβύτερο - Αρχιμανδρίτη την 26η Ιουνίου 1957 από τον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Δημήτριο. Δίδαξε ως καθηγητής στο ιεροδισκαλείον της Ιεράς Μονής Βελλάς και στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Ως ιεροκήρυκας στην Ι. Μητρόπολη Ιωαννίνων τη δεκαετία 1957 - 1967 συνεργάστηκε με τους Μητροπολίτες κ. Δημήτριο και κ. Σεραφείμ (πρώην Αρχιεπίσκοπο Αθηνών).
    Τον Ιούνιο του 1967 εκλέγεται Μητροπολίτης της ιστορικής Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης. Αισθανόμενος την μεγάλη ευθύνη αυτής της κλήσεως, στον λόγο του τη στιγμή της χειροτονίας του σε επίσκοπο ανέφερε: "Οι καιροί είναι χαλεποί. Η πίστις των πολλών κλυδωνίζεται. Η αμαρτία αποθρασύνεται. Το κακόν κορυφούται. Χρειάζονται επομένως επίσκοποι ικανοί, με πίστιν, με αγιότητα, με αυταπάρνησην, με πύρινο ζήλον, με μόρφωσιν".
    Έτσι ο ίδιος ανέδειξε με το πολυτιμότατο έργο του την φτωχική επαρχία της Κονίτσης, που είναι μία από τις μικρότερες μητροπόλεις της Ελλάδος, προπύργιο του ακριτικού Ελληνισμού και προμαχώνα των Ελληνορθοδόξων ιδεωδών και οραμάτων. Το όνομα του Μητροπολίτου Σεβαστιανού έγινε πανελληνίως αλλά και παγκοσμίως γνωστό και για την μαχητικότητα του στη διεκδίκηση των δικαίων του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.

Το Ποιμαντικό έργο του    

Το ποιμαντικό του έργο στην Μητρόπολη Κονίτσης είναι πολυσχιδές και μεγάλο · αν μάλιστα συγκριθεί με τα πληθυσμιακά δεδομένα της Μητροπόλεως είναι τεράστιο:
    α) Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός έκτισε τον περικαλλή Ιερό Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην Κόνιτσα, που είναι ναός μοναδικός για ολόκληρη την Ήπειρο, αλλά και ο μεγαλύτερος ναός του Αγίου Κοσμά σ' όλη την Ελλάδα. Η μνήμη δε του Αγίου Κοσμά εορτάζεται κάθε χρόνο με ιδιαίτερη λαμπρότητα και έχει γίνει πανελλήνιο προσκύνημα.
    β) Επίσης επί της Αρχιερατείας του και με προσωπικό του ενδιαφέρον ανακαινίσθηκαν οι δύο ιστορικές Ιερές Μονές Στομίου (18ος αιώνας) και Μολυβδοσκεπάστου (7ος αιώνας, δίπλα ακριβώς στα Ελληνοαλβανικά σύνορα).
    γ) Ίδρυσε στην Κόνιτσα Γηροκομείο για την περίθαλψη απόρων γερόντων.
    δ) Δημιούργησε δύο οικοτροφεία στα οποία παλαιότερα φιλοξενούνταν δωρεάν άποροι μαθητές και μαθήτριες Γυμνασίου και Λυκείου από την ευρύτερη περιοχή της Κόνιτσας. Από το 1990 και εξής, φιλοξενούνται δωρεάν μαθητές και μαθήτριες (ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι) απ' ολόκληρη τη Βόρειο Ήπειρο. Για τους αλβανοφώνους αλλά και για τους μαθητές με δυσκολίες στα μαθήματα, γίνονται ιδιαίτερα μαθήματα από καθηγητές των σχετικών ειδικοτήτων. Το προσωπικό ενδιαφέρον του Μητροπολίτη για τα παιδιά αυτά (ελλαδίτες και βορειοηπειρώτες) εκτείνεται και μετά την αναχώρηση τους από την Κόνιτσα για σπουδές. Φρόντιζε να εξασφαλίσει διαμονή στον τόπο σπουδών πληρώνοντας προσωπικά του χρήματα για να μπορέσουν τα παιδιά απερίσπαστα να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Η ΣΦΕΒΑ είναι σε θέση να γνωρίζει τα μεγάλα ποσά που διέθετε ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός για να ενισχύσει οικονομικά απόρους φοιτητές, μερικοί από τους οποίους είναι και μέλη της.
    ε) Αναδιοργάνωσε το πνευματικό κέντρο της Μητροπόλεως με τη λειτουργία Κατηχητικών Σχολείων, κατασκηνώσεων καθώς και με την ίδρυση τριών αιθουσών ομιλιών, κηρυγμάτων και εκδηλώσεων. Η προσωπικότητα του Μητροπολίτου Σεβαστιανού ήλκυσε στην Κόνιτσα κληρικούς, καθηγητές και επιστήμονες από άλλα μέρη της χώρας μας και από το εξωτερικό οι οποίοι με αυτοθυσία πρόσφεραν κοντά του τις υπηρεσίες τους.

Μητροπολίτης Σεβαστιανός και Βόρειος Ήπειρος 

    Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός από την πρώτη μέρα της παρουσίας του στην Μητρόπολη της Κονίτσης υποσχέθηκε ότι θ' αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση των δικαίων του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Στον ενθρονιστήριο λόγο του (29-6-1967) ανέφερε επί λέξει: "...Κατά την στιγμήν αυτή καθ' ην το πρώτον ανέρχομαι τον θρόνο τούτον, η σκέψις μου στρέφεται... προς τους αλύτρωτους αδελφούς μας της Βορείου Ηπείρου, τους στενάζοντας υπό τον ζυγόν της πικράς δουλείας, διά να τους διαβεβαιώσωμεν ότι όχι μόνο αι προσευχές μας θα τους συνοδεύουν καθημερινώς, αλλά και παν το δυνατόν θα πράξωμεν, όπως λυτρωθούν των δεσμών της δουλείας...". Την υπόσχεση αυτή υπηρέτησε με κάθε μέσο, παρά τις δυσκολίες, τις ύβρεις, την εντονότατη και σκληρή πολεμική που δέχτηκε.
    Ο Σεβαστιανός είναι ο Ιεράρχης του οποίου το όνομα συνδέθηκε άμεσα με το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα. "Σύμβολο του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου" τον είχε χαρακτηρίσει σε επιστολή της η ΟΜΟΝΟΙΑ Αργυροκάστρου (1991).

    1) Ήταν ο άνθρωπος που νεκρανάστησε το Βορειοηπειρωτικό. Τότε που κανένας δε μίλαγε για Βόρειο Ήπειρο, μόνο ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός, οργώνοντας κυριολεκτικά την Ελλάδα, ενημέρωνε και διαμαρτύρονταν για το δράμα των ξεχασμένων Ελλήνων. Ακόμα επισκέφθηκε το Αμερικανικό Κογκρέσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καταγγέλλοντας τις αλβανικές θηριωδίες.
       α) Ίδρυσε το 1982 και στη συνέχεια οργάνωσε και ενίσχυσε οικονομικά τη μοναδική φοιτητική οργάνωση για το βορειοηπειρωτικό - τη Συντονιστική Φοιτητική Ένωση Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (ΣΦΕΒΑ). Και κάτι σημαντικότερο: ήταν η ψυχή της, ο εμπνευστής της, ο εμψυχωτής της. Ήταν αυτός που με το λόγο του αλλά και με την ψυχική του δύναμη, το αγωνιστικό του φρόνημα, το ακέραιο ήθος του, με ολόκληρη τη ζωή του άνδρωσε τη ΣΦΕΒΑ, εμψυχώνοντας τα μέλη της. Στο Σεβαστιανό κυρίως οφείλεται το ότι οι φοιτητές και οι νέοι της ΣΦΕΒΑ θυσίασαν και θυσιάζουν χρόνο, διασκέδαση, διακοπές, μαθήματα για τον ιερό αγώνα του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου.
       β) Το 1987 ίδρυσε τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Βορειοηπειρωτικού Αγώνα (ΠΑΣΥΒΑ) με έδρα την Κόνιτσα, σύνδεσμο στον οποίο συμμετέχουν εξέχοντες επιστήμονες και στελέχη του διπλωματικού χώρου. Ο ΠΑΣΥΒΑ διοργάνωσε στην Κόνιτσα δύο (2) επιστημονικά συνέδρια (1987 & 1990) των οποίων έχουν ήδη εκδοθεί οι τόμοι των πρακτικών τους.
       γ) Περίπου δεκαπέντε (15) είναι οι εκδόσεις του Μητροπολίτου για το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα, πολλές απ' τις οποίες έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά και Αλβανικά. Επίσης εξέδιδε την εφημερίδα "Βορειοηπειρωτικό Βήμα", επίσημο όργανο του ΠΑΣΥΒΑ, του οποίου και προήδρευε.
       δ) Για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός θεσμοθέτησε ετήσιες εκδηλώσεις στην μητρόπολη:
          - Αγρυπνία δίπλα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, στην Ιερά Μονή Μολυβδοσκεπάστου στις 15 Αυγούστου.
          - Ανάσταση στο τελευταίο ακριτικό χωριό Μαυρόπουλο απέναντι από την Δρόπολη Αργυροκάστρου. Η τελετή της Αναστάσεως καθιερώθηκε στα χρόνια του Χότζα κατόπιν αιτήσεως των Βορειοηπειρωτών, οι οποίοι παρακολουθούσαν μέσα από τις γρύλλιες των παραθύρων, ενώ ο αντίλαλος του ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ έφτανε σ' αυτούς με ισχυρά μεγάφωνα.
          - Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η διοργάνωση "τριήμερου πένθους και προσευχής" στη Μητρόπολή του στα μέσα Φεβρουαρίου. Οι εκδηλώσεις κορυφώνονταν την Κυριακή στο Δελβινάκι Ηπείρου όπου μετά την αρχιερατική Θεία Λειτουργία, ψαλλόταν επιμνημόσυνος δέηση στο τάφο του Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου (υπουργού της κυβέρνησης Αυτονομίας το 1914) και ακολουθούσε ομιλία του Μητροπολίτου Σεβαστιανού στον ίδιο χώρο. Τέλος στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς απηύθυνε μήνυμα φιλίας και συνεργασίας προς τον Αλβανικό λαό αλλά και διαμαρτυρίας προς την κυβέρνησή του. Στις εκδηλώσεις συμμετείχαν χιλιάδες λαού από όλη την Ελλάδα.
    Να αναφερθεί ιδιαίτερα, ότι ο εθνικός αγώνας του Μητροπολίτου Σεβαστιανού είχε βαθιά πνευματικό χαρακτήρα, καθώς πίστευε ακλόνητα στη δύναμη της προσευχής: γι' αυτό και ανέθεσε στον αγιορείτη μοναχό π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη τη σύνθεση παράκλησης προς τους αγίους της Βορείου Ηπείρου υπέρ των Βορειοηπειρωτών.
       ε) Η Μητρόπολη Κονίτσης την εποχή του Χότζα ήταν το καταφύγιο φυγάδων, βορειοηπειρωτών και αλβανών. Δεν υπήρχε φυγάς ανεξαρτήτου εθνικότητας και θρησκεύματος που να μην φιλοξενήθηκε στη Μητρόπολη, που να μην άκουσε λόγο παρηγοριάς, αγάπης και ελπίδας.

    2) Αλλά και με την πτώση των ηλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων (1990) στην Αλβανία, συνέχισε πιο εντατικά τον αγώνα, εντοπίζοντας τον κυρίως στην προσπάθεια για παραμονή των βορειοηπειρωτών στις πατρογονικές τους εστίες. 

       α) Αυτός πρώτος επεσήμαινε ότι η ανάληψη της εξουσίας από τον Μπερίσα θα σήμαινε συνέχιση των διωγμών του Ελληνισμού. Όταν στην Ελλάδα επικρατούσε ευφορία για την άνοδο του Μπερίσα, όταν οι πολιτικοί φορείς ενίσχυαν το κόμμα του Μπερίσα, τότε πρώτος ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός επεσήμαινε: "Οι Αλβανοί πολιτικοί είναι το ίδιο μισέλληνες, είτε δεξιοί είναι είτε αριστεροί". Οι πολιτικοί στην Ελλάδα το κατάλαβαν αυτό πολύ αργότερα.
       β) Οργάνωσε αποστολές εκατοντάδων τόνων ανθρωπιστικής βοήθειας στη Βόρειο Ήπειρο. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανθρωπιστική βοήθεια της Μητροπόλεως Κονίτσης απεστέλλετο αδιακρίτως και σε ελληνικά αλλά και σε αλβανόφωνα και μουσουλμανικά χωριά.
       γ) Σημαντικότατη ήταν η προσφορά της μικρής Μητροπόλεως Κονίτσης στους Βορειοηπειρώτες με την αποστολή ιερέων για την εξυπηρέτηση τω θρησκευτικών τους αναγκών, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια πριν χειροτονηθούν βορειοηπειρώτες και αλβανοί ιερείς.
       δ) Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός ενίσχυε οικονομικά εκκλησιαστικές επιτροπές της Βορείου Ηπείρου για την ανοικοδόμηση ναών, συντηρούσε φροντιστήρια ελληνικής γλώσσας μισθοδοτώντας δασκάλους, αλλά και γενικότερα ποτέ δεν πέρασε από την Μητρόπολη του Βορειοηπειρώτης ή Αλβανός που να μην πήρε κάποια μικρή ή μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση.
       ε) Έχει γίνει αναφορά στη φιλοξενία παιδιών από τη Βόρειο Ήπειρο σε οικοτροφεία στην Κόνιτσα. Εδώ να σημειωθεί το προσωπικό του ενδιαφέρον για εγγραφή των παιδιών σε Πανεπιστήμια (ιδιαίτερα στην Θεολογική Σχολή) και η πληρωμή των τροφείων τους στην πόλη που σπουδάζουν.
       στ) Ύψιστη όμως είναι και η προσφορά του Μητροπολίτου Σεβαστιανού με την ίδρυση του Ραδιοφωνικού Σταθμού "Ράδιο Δρυϊνούπολη". Μέσω τριών ισχυρών πομπών το μήνυμα ορθοδοξίας και του ελληνισμού φτάνει στις περιοχές της Δρόπολης, Αργυροκάστρου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Πωγωνίου, Αγίων Σαράντα, Βούρκου, Χειμάρρας στη Βόρειο Ήπειρο, αλλά και στο Ελληνικό έδαφος, σε ολόκληρη την Ήπειρο και τα Επτάνησα.
    Με εκπομπές στα ελληνικά αλλά και αλβανικά για την ορθόδοξη πίστη, ελληνική ιστορία, την ιστορία του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, αλλά και μαθήματα ελληνικής γλώσσας, υπήρχε καθημερινή επικοινωνία του Σεβασμιωτάτου με το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου που ζει σήμερα στον τόπο του.
    Η σοβαρότητα του σταθμού, το πλούσιο πρόγραμμα, η αγάπη των βορειοηπειρωτών προς αυτόν αλλά και η ακροαματικότητα του έχουν εξοργίσει τους Αλβανούς και τους "συμμάχους" τους στην Ευρώπη και πιέζουν να τον κλείσουν.
       ζ) Τέλος να αναφέρουμε τις ανοιχτές επιστολές - εκκλήσεις που έχουν μοιραστεί σε χιλιάδες αντίτυπα για επιστροφή των βορειοηπειρωτών στον τόπο τους.

    ΄Ολος αυτός ο αγώνας έγινε μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Την δύναμη ,όμως ,ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός την αντλούσε από την πίστη του στο Θεό, την ηρεμία και προπαντώς από την αφοσίωσή του στην αλήθεια και το δίκαιο, που διακονούσε με ευλάβεια και υπευθυνότητα. Το ταπεινό φρόνημά του και το ανιδιοτελές του αγώνα του τον εξύψωσαν στα μάτια του λαού και κέρδισε την εμπιστοσύνη του.Έλεγε χαρακτηριστικά στη Διαθήκη του. "Ευγνωμονώ εξ όλης ψυχής και καρδίας τον Άγιον Θεόν, διότι, καίτοι ανάξιον όντα από πάσης απόψεως, με ετίμησε ποικιλοτρόπως, αξιώσας με μάλιστα και του ανωτάτου αξιώματος της Αρχιερωσύνης. Ας είναι ευλογημένον και δοξασμένον το Πανάγιον Όνομά Του εις τους αιώνας των αιώνων". Και λίγο παρακάτω έγραφε :"Τώρα, ασφαλώς, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, όλοι , υποθέτω, θα αντελήφθησαν την αγνότητα των προθέσεών μου".
    Η φωτισμένη μορφή και το απαράμιλλο έργο του αδάμαστου επισκόπου τον κρατούν ζωντανό στη μνήμη της Εκκλησίας και στις καρδιές όλων. Προπορεύεται νοερά ο σεμνός ιεράρχης και φωτίζει τον δρόμο μας. 

    Σε μία Ελλάδα που συνεχώς αλλοτριώνεται από τις μικρότητες της, αλλά και φτωχαίνει από τις απουσίες των μεγάλων, είναι αναγκαία η απόδοση ευγνωμοσύνης στα πρόσωπα των και επιβεβλημένος ο αναβαπτισμός στα ακατάλυτα και αιώνια πρότυπά των.


ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης
Αιωνία η μνήμη

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΕΚΔΗΜΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΚΟΥ

ΕΚΔΗΜΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΚΟΥ

Η ΣΦΕΒΑ με συγκίνηση αποχαιρετά τόν Γεώργιο Μπάκο, τον εμβληματικό φύλακα και την “ψυχή” του στρατιωτικού  νεκροταφείου των ηρώων του 1940, στο χωριό Βουλιαράτες του Αργυροκάστρου.

            Γνήσιος Ηπειρώτης  με καρδιά γεμάτη αγάπη για τον Χριστό και την Ελλάδα, αρετές που διδάχθηκε από την οικογένειά του στα δύσκολα χρόνια της αθεϊστικής δικτατορίας του Ενβέρ Χότζα ανέλαβε με υψηλό αίσθημα ευθύνης  και παρά τον κίνδυνο,   την διαφύλαξη της μνήμης των νεκρών αξιωματικών και οπλιτών, που έδωσαν τη ζωή τους είτε στις μάχες που έγιναν για την απελευθέρωση της Δρόπολης τον Νοέμβριο του 1940, είτε πέθαναν στο ορεινό νοσοκομείο που λειτουργούσε κατά την διάρκεια του πολέμου στο χωριό του, στους Βουλιαράτες. Ο πατέρας του Δημήτρης διέσωσε σε σχεδιάγραμμα τα ονόματα και τις θέσεις που είχαν ταφεί οι νεκροί, και όταν στη δικτατορία του  Χότζα, καταστράφηκαν οι πρόχειροι σταυροί που είχαν στηθεί, πέτυχε με τη συνεργασία των κατοίκων του χωριού, να μην ανασκαφεί ο χώρος αλλά να διατηρηθεί  προς μελλοντική κοινοτική εκμετάλλευση και στην ουσία να παραμείνει άθικτος. Αυτός είναι και  ο λόγος που στην περίπτωση του νεκροταφείου στους Βουλιαράτες είχαμε από την πρώτη στιγμή τα ονόματα και την ακριβή θέση ταφής των περίπου 60 νεκρών που αναπαύονται εκεί, κάτι που δεν συνέβη πουθενά αλλού στα μέτωπα του πολέμου στη Βόρειο Ήπειρο,

            Όταν πέθανε ο κ. Δημήτρης  το 1972, έδωσε τα στοιχεία στον γιό του Γεώργιο, “ορκίζοντάς” τον  να τα διαφυλάξει με κάθε θυσία, και να τα παραδώσει σε εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους, όταν  θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Η στιγμή αυτή ήλθε το 1991 όταν με την πτώση του καθεστώτος και το άνοιγμα των συνόρων, το υλικό παρεδόθη σε εκπρόσωπο της πρεσβείας για να αξιοποιηθεί κατάλληλα και να βρούνε οι  ήρωες νεκροί την δικαίωση και την τιμή που τους άξιζε αλλά και να μπορούν οι συγγενείς τους να αποτίσουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής μετά από 50 σχεδόν χρόνια.

            Με πρωτοβουλία του χωριού και την αμέριστη στήριξη του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου (και λίγα χρόνια αργότερα  και της ελληνικής κυβέρνησης) οριοθετήθηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα ο χώρος και οι τάφοι, ενώ κτίστηκε και το εκκλησάκι της Αγίας Σκέπης. Στην πορεία το στρατιωτικό νεκροταφείο στους Βουλιαράτες έγινε το κεντρικό σημείο τιμής και μνήμης του έπους του 1940 για την Βόρειο Ήπειρο και αυτό που ξεκίνησε με τη συμμετοχή μόνο των κατοίκων του χωριού και μετρημένων στα δάχτυλα Ελλαδιτών στη δεκαετία του 1990, είναι σήμερα μία μεγαλειώδης εκδήλωση μνήμης με τη συμμετοχή πολλών επισήμων και εκατοντάδων προσκυνητών από την Ελλάδα και άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου.

            Ο κ. Μπάκος πιστός στην υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα του, ανέλαβε την ευθύνη της φύλαξης και περιποίησης του νεκροταφείου. Από τότε ως σήμερα, παρά τα 80 χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του, και το γεγονός ότι δεν είχε αυτοκίνητο και το σπίτι του απείχε αρκετά από το νεκροταφείο, κάθε φορά που ένα λεωφορείο με προσκυνητές ερχόταν στο χωριό, οποιαδήποτε ημέρα και ώρα και κάτω από  οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες , ο κ. Γιώργος ήταν εκεί, εθελοντικά και με νεανική διάθεση, για να υποδεχθεί τους συμπατριώτες του στην ιδιαίτερη πατρίδα του , να τους ξεναγήσει στο ηρώο, και να ανάψει μαζί τους ένα κερί στη μνήμη των παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους  για την Ελευθερία. Δεκάδες φορές και εμείς, τα μέλη της ΣΦΕΒΑ είχαμε την χαρά να τον συναντήσουμε στο νεκροταφείο, να τον  ακούσουμε να μας εξιστορεί με εθνική υπερηφάνεια  τα γεγονότα εκείνης της εποχής αλλά και τα βάσανα του καθεστώτος του Χότζα, ενώ με συγκίνηση τον θυμόμαστε να δακρύζει συχνά για τους αξιωματικούς και οπλίτες που “αναπαύονται” στον ιερό εκείνο τόπο. Όταν τον ρωτούσαμε αν κουράζεται από το διακόνημά του αυτό, μας απαντούσε εμφατικά: Οι ήρωες αυτοί δώσανε τα νιάτα τους για την ελευθερία της Ελλάδος αλλά και τη δική μας και εγώ θα σκεφτώ την ώρα που θα αφιερώσω για να έλθω να ανοίξω το νεκροταφείο για να προσκυνήσετε; Όσο ζω και αναπνέω, θα έρχομαι εδώ να κάνω αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι γονείς, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους, που τους θρήνησαν και τους έκλαψαν από μακριά χωρίς να μπορούν να αφήσουν ένα λουλούδι στον τάφο τους και να τους ανάψουν το κανδήλι”!

            Ας είναι αιωνία η μνήμη του κ. Γεώργιου Μπάκου! Είμαστε σίγουροι ότι οι ψυχές των ηρώων του 1940 που τόσο τους αγάπησε και τίμησε την μνήμη τους , θα τον υποδεχθούν με αγάπη και ο Άγιος Θεός,  που με άδολη πίστη  υπηρετούσε τόσα χρόνια στην τοπική ενορία, θα τον αναπαύσει από τους κόπους του!

ΣΦΕΒΑ, 15/5/2020

ΕΚΔΗΜΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΚΟΥ

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

106 χρόνια μετά το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, το Βορειοηπειρωτικό ακόμη εκκρεμεί

Συμπληρώθηκαν 106 χρόνια από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας και ακόμη το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εκκρεμεί, όταν τα άλλα δύο ζητήματα είχαν αίσιο τέλος. Το Αυστριακό λύθηκε το 1955 με την ουδετερότητα της και το Γερμανικό το 1991 με την ένωση των δύο Γερμανιών.

Γράφει ο Αντιστράτηγος (ε.α.) Αντώνης Βασιλείου*

Το Πρωτόκολλο υπογράφηκε στην Κέρκυρα στις 17 Μαΐου 1914, ανάμεσα στηνΑλβανική κυβέρνηση, την οποία εκπροσωπούσε ο πρίγκιπας Wied (Vidi I) και του Γεωργίου Χρηστάκης – Ζωγράφος, προέδρου της «Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου». Με την συνυπογραφή αυτή, τερματίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στην Αλβανική χωροφυλακή και τους Ιερούς Λόχους της Β/Η και παραχωρήθηκε αριθμός δικαιωμάτων και προνομίων στον Ελληνικό τοπικό πληθυσμό της Βορείου Ηπείρου.

Οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων ανήγγειλαν στην Ελλάδα ότι οι κυβερνήσεις των εγκρίνουν το Πρωτόκολλο και η Αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε την συμφωνία και απέδωσε το επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στις 23 Ιουνίου 1914 στην αυτόνομη κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου.

Η περιοχή της Βορείου Ηπείρου απέκτησε επίσημα την αυτονομία της υπό την αιγίδα του πρίγκηπα Vidi Ι της Αλβανίας, με δικαιώματα μεταξύ των οποίων :

  • Στρατολόγηση αυτοχθόνων στην χωροφυλακή.
  • Απαγόρευση παραμονής στρατιωτικών μονάδων αποτελούμενων από μη ντόπιους στην περιοχή, παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου ή επανάστασης.
  • Διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, αν και στις τρεις πρώτες τάξεις η αλβανική θα διδάσκονταν παράλληλα με την ελληνική.
  • Θρησκευτική διδασκαλία μόνο στα ελληνικά.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακίνησε τον Ζωγράφο να επικυρώσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τους όρους του Πρωτοκόλλου χωρίς να προβάλει επιπλέον αξιώσεις. Η κυβέρνηση της Β/Η από την πλευρά της αξίωνε να εγκριθούν και να εγγυηθούν για το Πρωτόκολλο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά την 1η Ιουνίου 1914 το επικύρωσαν με εξαίρεση τους εκπρόσωπους της Χειμάρρας, οι οποίοι επέμεναν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα με το σύνθημα «Ένωσις ή θάνατος». Λίγες μέρες αργότερα η Αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε οριστικά την συμφωνία και απέδωσε το επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στις 23 Ιουνίου 1914 στην αυτόνομη κυβέρνηση.

Όμως, πριν τεθεί σε εφαρμογή, κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (Αύγουστος 1914) και παρόλο που το Πρωτόκολλο δεν αναιρέθηκε ποτέ από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι σήμερα ουδέποτε εφαρμόστηκε.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 είχε υπογραφεί το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις και πιο συγκεκριμένα την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αυστρία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Ρωσία βασιζόμενες αποκλειστικά στο κριτήριο της γλώσσας όσον αφορά στα σύνορα της νεοσύστατης Αλβανίας. Έτσι υπό τις πιέσεις της Ιταλίας και της Αυστρίας, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, η Κορυτσά, το Λεσκοβίκι και η Πρεμετή.

Στις 14 Οκτωβρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να ανακαταλάβει την Β/Η και στην περίπτωση συμμετοχής της Ελλάδας σε Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος τους τότε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα θα ήταν πλέον οριστική. Η Ελλάδα εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1917 χωρίς να εκμεταλλευτεί την υπόσχεση των Μεγάλων Δυνάμεων για ανακατάληψη της Β/Η.

Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41), η Ελλάδα απελευθέρωσε τη Β/Η, πλην όμωςη γερμανική κατοχή που επακολούθησε, ματαίωσε την ενσωμάτωση της στη μητέρα Ελλάδα. Πάλι μπροστά μας οι φίλοι μας οι Γερμανοί!!!!!.

Όταν στις 17 Μαΐου 1914 υπογραφόταν το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας», που επικύρωνε τον Αυτονομιακό Αγώνα των Ηπειρωτών της Β/Η, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό το ανελεύθερο καθεστώς της Αλβανίας θα έφθανε και θα ξεπερνούσε τα εκατό χρόνια.

Οι Χειμαρριώτες που δεν αναγνώρισαν το «Πρωτόκολλο της Κέρκυρας» και στη συνέχεια το 1946 αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, τιμωρήθηκαν με την «στέρηση» της ελληνικής εθνικότητας τους. Τελικά όχι μόνοι οι Χειμαρριώτες, αλλά και όλοι οι Ηπειρώτες της Β/Η έχασαν τα πάντα, κυρίως δε την ορθόδοξη χριστιανική πίστη τους, όταν τον Νοέμβριο 1967 η Αλβανία ανακηρύχθηκε επίσημα ως το πρώτο άθεο κράτος στον κόσμο.

Με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις τέλος του 1990 και το άνοιγμα των συνόρων αρχές του 1992, κατέρρευσε το κομμουνιστικό καθεστώς και γκρεμίστηκαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, που έζωναν την Χώρα, πλην όμως οι συνθήκες εντός της χώρας μέχρι και σήμερα ελάχιστα έχουν βελτιωθεί. Από τη μια μεριά υπάρχει ο μισελληνισμός των Αλβανών, που προβαίνουν σε συχνές εκδηλώσεις κατατρομοκρατήσεως και ενέργειες κατά των περιουσιών των Ηπειρωτών της Β/Η, ενώ απ' την άλλη μεριά βλέπουμε την απόλυτη αδιαφορία της Ελληνικής Πολιτείας για την οριστική προστασία της. Αν δε είχε γίνει ο τιτάνιος αγώνας του Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρού Σεβαστιανού, το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα θα ήταν θαμμένο στα χρονοντούλαπα της ιστορίας και ενδεχομένως να είχε ξεχαστεί.

Παρά του ότι το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας και τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας ουδέποτε εφαρμόστηκαν από το αλβανικό καθεστώς και παρά της μη εισέτι άρσης της εμπολέμου καταστάσεως Ελλάδος – Αλβανίας, η Ελληνική κυβέρνηση το 1992 άνοιξε τα σύνορα με τη γείτονα χώρα και έτσι στήριξε την οικονομία της και εμμέσως την επιβίωση του αυταρχικού καθεστώτος της Αλβανίας.

Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα παραμένει εκκρεμές στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων (ΗΠΑ, τ. Σοβιετικής 'Ένωσης, Βρετανίας και Γαλλίας). Όπως είναι γνωστό στο Παρίσι το 1946 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων. Στο συμβούλιο των υπουργών των Εξωτερικών και πάλι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα της Ελλάδος και η Βόρειος Ήπειρος παρέμεινε στην αλβανική επικράτεια. Δεν υπάρχει καμιά άλλη μεταπολεμική διεθνής πράξη που να κατοχυρώνει νομικά το γεγονός ότι η Βόρειος Ήπειρος παραμένει τμήμα της Αλβανίας.

H μεθοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας υφίσταται μόνο de facto και όχι de jure και τo Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό ηθικά και νομικά.

Η Αλβανία ενώ επιδιώκει την είσοδο της στην οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν σέβεται την υπογραφή της όχι μόνο στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας, αλλά και στην συμφωνία για την ΑΟΖ το 2009, ενώ η Ελλάδα αδικαιολόγητα αφήνει να διολισθαίνει το θέμα στη λήθη, ενεργώντας μάλιστα μονόπλευρα υπέρ της Αλβανίας. Χτυπητό παράδειγμα ο ΥΠΕΞ της Ελλάδος το 2014 ο οποίος διαβεβαίωνε χωρίς προαπαιτούμενα τον Έντι Ράμα, ότι η απόκτηση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας για την Αλβανία, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ, αποτελεί βασική προτεραιότητα της προεδρίας.

Η οριστική επίλυση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος θέλει ηγεσία με Αρετή και Τόλμη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους Ηπειρώτες της Β/Η, η οποία δυστυχώς δεν υπήρξε ούτε υπάρχει στον απαιτούμενο βαθμό.

* Ο Αντώνης Βασιλείου είναι Αντιστράτηγος (εα), Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, MSc Επιχειρησιακός Ερευνητής, τ. Σύμβουλος ΟΑΣΕ επί Συμβατικών Εξοπλισμών και τ. Μελετητής των Συστημάτων Διοικήσεως και Ελέγχου Πληροφοριών του ΝΑΤΟ.


Πηγή

Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924


Από τη Συνθήκη του Λονδίνου στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας – Το πλήρες κείμενό του – Η οριστική διευθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας – Τα χωριά της Φλώρινας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924 και τα ζητήσαμε πίσω (!) λίγα χρόνια αργότερα – Τι έγραψαν ξένοι διπλωμάτες.

Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, κυρίως με τις ανιστόρητες και επικίνδυνες κορόνες των γειτόνων αλλά και τα οράματά τους για τη δημιουργία της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας».
Θα χαρακτηρίζαμε την Αλβανία, ένα «μικρό ταραξία των Βαλκανίων». O «μεγάλος ταραξίας των Βαλκανίων» βέβαια είναι χωρίς αντίπαλο η Τουρκία, υποκινητής και αρωγός συχνά των Αλβανών στα επεκτατικά σχέδιά τους.

Πώς όμως έγινε η χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου;
Από ποια έγγραφα καθορίζονται τα ελληνικά και τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο;
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913), ίσως για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στο διαδίκτυο. Για να ξέρουμε πού πατάμε και να βλέπουμε ότι για μία ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε «ριγμένη» και έγινε έρμαιο των διαθέσεων των, τότε, ισχυρών...

             Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (30/5/1913) – ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΩΣ ΤΟ 
                          ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ (17/12/1913)  

Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, υπόγραψαν μυστική συμφωνία για το διαμοιρασμό της Αλβανίας σε σφαίρες επιρροής. Αυτή η συμφωνία, επαναβεβαιώθηκε στη Ρώμη με τη σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913. Η Αυστροουγγαρία, θεωρούσε την Αλβανία «ειδική ζώνη επιρροής», ενώ η Ιταλία έδειχνε ζωηρότατο ενδιαφέρον και για το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Αυλώνας που δεσπόζει στην Αδριατική και απέχει 100 χλμ από τις ιταλικές ακτές.
Με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ης Μαΐου του 1913, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας και στις 29 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η πρεσβευτική συνδιάσκεψη κατέληξε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε ανεξάρτητο κράτος, χωρίς όμως να καθορίσει τα όριά της.

Η Ελλάδα, αν και αρχικά αιφνιδιάστηκε και δεν παρουσίασε ολοκληρωμένες προτάσεις, επέμεινε στη συνέχεια για την άμεση ρύθμιση των ζωτικών εθνικών θεμάτων της Βορείου Ηπείρου. Τελικά, υπέκυψε στον στυγνό εκβιασμό του Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Edward Grey (1862-1913), ο οποίος, όπως γράφει ο Σ. Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Οι Συνθήκες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», «... είπεν εις τους Βαλκανικούς πληρεξούσιους ότι όσοι εξ αυτών επιθυμούν να υπογράψουν, ως έχει, την Συνθήκην πρέπει να το πράξουν άνευ αργοπορίας. Οι μη διατεθειμένοι να υπογράψουν, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν το Λονδίνο, διότι είναι ανωφελές να παραμένουν και να παρατείνουν τη συζήτηση, της οποίας το μόνο αποτέλεσμα είναι αναβολή ατέρμων. Όσοι υπογράψουν θα έχουν την ηθική ημών (ενν. των Βρετανών) συνδρομήν... »:
(Προσαρμόσαμε το κείμενο στα νέα ελληνικά).

Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθεί ανεξάρτητο αλβανικό κράτος σε βάρος βορειοηπειρωτικών εδαφών, οι κάτοικοι των περιοχών (της Β. Ηπείρου), κατέκλυσαν το Συνέδριο στο Λονδίνο με χιλιάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Σχετικό υπόμνημα, κατατέθηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου από αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών και συγκεκριμένα τους: Θεμιστοκλή Μπαχίμα (Δέλβινο), Βλάση Λέκκα (Χειμάρρα), Βασίλειο Ζούστη (Αργυρόκαστρο), Ιωσήφ Μπένια (Πρεμετή) και Πέτρο Ζάππα (Τεπελένι).

Βαρυσήμαντα υπομνήματα, έστειλαν ακόμα οι εκπρόσωποι των περιοχών: Δυρραχίου, Αυλώνας, Κορυτσάς, Βιγλίστας, Μοσχόπολης και Κολωνίας Βορείου Ηπείρου. 
Οι Βορειοηπειρώτες ζήτησαν να παρουσιάσουν οι ίδιοι το υπόμνημα, κάτι που δεν έγινε δεκτό, μετά από επίμονη άρνηση του Ιταλού και του Βρετανού εκπροσώπου. Στο υπόμνημα, οι Βορειοηπειρώτες αποδείκνυαν με ατράνταχτα στοιχεία την ελληνικότητα της Ηπείρου και πέρα από την Αυλώνα και επισήμαιναν τον κίνδυνο μελλοντικών περιπλοκών από τη δημιουργία αλβανικού κράτους σε βάρος ελληνικών εδαφών.

Οι εκπρόσωποι των «μεγάλων δυνάμεων», δεν έλαβαν υπόψη τους για ευνόητους λόγους, την εθνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού αλλά μόνο τη γλωσσική του σύνθεση, με αποτέλεσμα περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες βλαχόφωνους, αλβανόφωνους κλπ. να
δοθούν στο (μελλοντικό) αλβανικό κράτος. Στο πλευρό της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας σε βάρος της χώρας μας, τάχθηκε και η Ρουμανία, ο πρεσβευτής της οποίας ζήτησε από τη Συνδιάσκεψη «... όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας...». Τις θέσεις αυτές υποστήριξαν επίσης η Τουρκία και η Βουλγαρία...

Παράλληλα, η συνδιάσκεψη, αρνήθηκε την ελληνική πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις περιοχές της Β. Ηπείρου, προκειμένου ν' αποφασίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι για το μέλλον τους. Δέχτηκε μόνο τη σύσταση επιτροπής έρευνας για τη σύνθεση του πληθυσμού με κριτήριο τη γλώσσα και αποκλειστικά για το νομό Αργυροκάστρου. Παράλληλα, ξεκίνησε το έργο της η Επιτροπή για τον ακριβή καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων. Τα μέλη της, ήταν οι:
Tierry (Γερμανία), Billinsky και Buchberger (Αυστροουγγαρία), Lallemand και Krayer (Γαλλία), Doughty – Wylle και King (Αγγλία), Labia και Gastoldi (Ιταλία) και Goudim Len Kovitch (Ρωσία), η οποία θα τελείωνε τις εργασίες της στις 30 Νοεμβρίου.

Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο εργασίας και την επιθεώρηση των καθορισμένων τόπων. Απ' όπου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής, οι κάτοικοι Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, ελληνόγλωσσοι, δίγλωσσοι και βλαχόφωνοι διαδήλωναν την ελληνικότητα και την επιθυμία για ένωσή τους με την Ελλάδα.

Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 1913, τα μέλη της Επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι (σημ. Bitola της Fyrom) της Μακεδονίας για να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους. Εκεί, προσπάθησαν να τους συναντήσουν αντιπροσωπείες από διάφορα μέρη της Β. Ηπείρου, όμως τα μέλη της Επιτροπής με το πρόσχημα ότι η αποστολή τους ήταν πολύ λεπτή, δεν δέχτηκαν καμία ελληνική αντιπροσωπεία.

Αντίθετα, δεν ήταν το ίδιο «λεπτή» η αποστολή της Επιτροπής, όταν επρόκειτο για αλβανικές αντιπροσωπείες. Συγκεκριμένα, ο Ιταλός Bittorio Labia, δέχτηκε τρεις φορές Αλβανούς με επικεφαλής τον τουρκικής καταγωγής Σουλεϊμάν Ντελβίνα (26, 28 και 29/9/1913), ενώ ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας Billinsky, συναντήθηκε με την ίδια αντιπροσωπεία όπως και με δύο επιτροπές Τούρκων ψευτοαλβανών της περιοχής Κορυτσάς, υπό τον Σελίμ Μουσάι, απόγονο εξισλαμισμένων Σλάβων.

Την 1η Οκτωβρίου 1913, έφτασε στην Κορυτσά ο πρόεδρος της Επιτροπής, Άγγλος Doughty – Wylle και δύο μέρες αργότερα, πήγαν στην πόλη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του. Η Κορυτσά είχε ήδη επιδικαστεί στην Αλβανία και τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνά τους στην περιοχή της Κολώνιας.

Οι κάτοικοι της Κορυτσάς, αντιλήφθηκαν τις προθέσεις τους και τους ζήτησαν να παραμείνουν έστω μια μέρα για να εξετάσουν την εθνική τους συνείδηση. Οι αντιπρόσωποι, προσπάθησαν να φύγουν εγκαταλείποντας τις αποσκευές τους! Περικυκλώθηκαν όμως από αδιαπέραστο τείχος γυναικόπαιδων και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους υποδέχθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Παναγιώτης Κοντούλης.

Μπροστά από τον χώρο του Διοικητηρίου, στις 5/10/1913, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Ιταλού και του Αυστριακού αντιπροσώπου, τα μέλη της παρακολούθησαν την παρέλαση των 3.500 περίπου μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κορυτσάς και στη συνέχεια την εντυπωσιακή παρέλαση 2.500 ενόπλων. Την ίδια μέρα όμως, οι εκπρόσωποι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, ξέφυγαν από την προσοχή του κόσμου και πήγαν στην Ερσέκα. Λίγες μέρες αργότερα και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, συνοδευόμενα από τον Έλληνα ίλαρχο Βασίλειο Μελά, έφτασαν στην Ερσέκα, όπου συνέχισαν τις εργασίες τους από τις 16/10/1913. Εκεί, τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, βρέθηκαν μπροστά σε εκδηλώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα.  

Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ' όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε ως έθνος, ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος. Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ' όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».

Στις 27/11/1913, τα μέλη της Επιτροπής, συνεδρίασαν για τελευταία φορά στο Αργυρόκαστρο και στις 28/11/1913, αναχώρησαν για το Μπρίντεζι κι από εκεί για τη Φλωρεντία, όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφτεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στη συνέχεια, ίσως για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

  Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:
       «Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάς ενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.
      «Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.

      Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα (σημ. Χαραυγή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».

Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής:  

«Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), αι πόλεις είναι απολύτως ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των «Αλβανών» τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις».

Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, τα επόμενα χρόνια, θα το εξετάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε, ότι η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.

Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας, οι οποίοι «αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων» (έτσι τους αποκαλούσε μέχρι το τέλος της Διάσκεψης ο Γάλλος αντιπρόσωπος), ως «συντεταγμένον, κυρίαρχον και ανεξάρτητον κράτος», με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913).

Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας.

Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923 (σχετικό άρθρο στο protothema.gr στις 28/8/2016), είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της.

Στα τέλη Μαρτίου 1924, η επιτροπή τελικά ολοκλήρωσε τις εργασίες της και υπέβαλε το πόρισμά της στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία, μετά από πιέσεις της Ιταλίας, στις 19/4/1924, ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος κοντά στις Πρέσπες!
                ΤΑ 14 ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΊΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ
                ΤΟ 1924 – Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ «ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ» Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 
                 ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΟΤΑΝ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ 
                                            ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΑΥΤΑ

Η περιοχή αυτή, που με υπόδειξη της Ιταλίας δόθηκε στην Αλβανία, βρίσκεται, όπως είπαμε  κοντά στις Πρέσπες. Έτσι, 14 ελληνικά χωριά που από το 1912 βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.


Το εντυπωσιακό είναι, ότι στο διαδίκτυο ΜΟΝΟ στο florina-history.blogspot.gr, βρήκαμε πρόσθετα στοιχεία. Στα, αρκετά, βιβλία που διαθέτουμε, γραμμένα από διαπρεπείς ιστορικούς, δεν υπάρχει αναφορά σ' αυτή την παραχώρηση, εκτός από το «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ», η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Χρήστου Ρήγα).

Στο σάιτ λοιπόν που αναφέραμε παραπάνω, διαβάζουμε ότι: 
«Την ίδια εποχή (1924), παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα, τα παρακάτω 14 χωριά της περιοχής Φλώρινας – Καστοριάς με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό στην Αλβανία για διόρθωση (sic) των συνόρων των δύο χωρών: Άνω Γκορίτσα, Βερνίκι, Γκλομποτσάνη, Ζαγραδέτσι, Ζαρόσκα, Καπέστιτσο, Κάτω Γκορίτσα, Λέσκα, Πούστετς, Ρακίτσα, Σούλεν, Σούετς, Τέρστενικ και Τσέριε.




Με λίγα λόγια δηλαδή, επειδή δεν κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά καθόλου χριστιανικοί πληθυσμοί, τα ... χαρίσαμε στην Αλβανία!!!».

Επειδή κάποιοι θα σκεφτούν ότι τα περισσότερα από τα χωριά αυτά δεν έχουν ελληνικά ονόματα, να σημειώσουμε ότι πάρα πολλά χωριά της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, είχαν ξενικά ονόματα. Το 1928, τα ονόματα αυτά άλλαξαν και αντικαταστάθηκαν από ελληνικά. Πάντως, σε καμία περίπτωση η γλώσσα ή το θρήσκευμα των κατοίκων κάποιων περιοχών, δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ δύο χωρών.

Τα χωριά που αναφέραμε παραπάνω, καταλήφθηκαν από τα στίφη Τουρκαλβανών που συγκροτούσαν τον αλβανικό στρατό στις 30/10/1924.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως Υπουργός Εξωτερικών επιδιώκοντας την επανάκτησή τους, μετά από εντολή του πρωθυπουργού, τότε, Ελευθέριου Βενιζέλου, απευθύνθηκε στον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Μπριάν (Aristide Briand), τιμημένο με Νόμπελ Ειρήνης το 1926 μάλιστα, και πήρε την εξής κυνική απάντηση:
«Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι»...


Ο Βασ. Γεωργίου, στο βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, γράφει ότι αυτό έγινε στις 20/8/1927. 
Όμως τότε δεν υπήρχε κυβέρνηση Βενιζέλου. Πιθανότατα, αυτό έγινε το 1929, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Υπουργός Εξωτερικών (από 6/7/1929) ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και ο Μπριάν ήταν Υπουργός Εξωτερικών. (Μάλιστα από 29/7/1929 ως 22/10/1929, ο Μπριάν ήταν και πρωθυπουργός).


Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους:
Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα  Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.




                    ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι γνωστή η κήρυξη της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1914, ο ένοπλος αγώνας των Βορειοηπειρωτών εναντίον του νεοσύστατου αλβανικού στρατού ο οποίος κατευθυνόταν από Ιταλούς και Ολλανδούς αξιωματικούς και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 5 Μαΐου 1914. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα τα εξετάσουμε, όπως αναφέραμε, σε μελλοντικό άρθρο.

Ας δούμε όμως τι έγραψαν κάποιοι ξένοι για την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία.
Ο Γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος Ρενέ Πιό (1883-1951), γνωστός μας κι από το άρθρο για το «Κρυφό Σχολειό», στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Δυστυχισμένη Ήπειρος», γράφει: 
«Η Ευρώπη πρόκειται να επιτρέψει τη διάπραξη ενός εγκλήματος και η τύχη των μερών της Β. Ηπείρου θα έχει ήδη κανονιστεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, υποκλινόμεναι προ των ιταλικών ορέξεων θα έχουν παραχωρήσει εις το υποθετικό βασίλειον της Αλβανίας εδάφη κατοικημένα από Έλληνες πατριώτες, παραδίδουσαι αυτούς εις την τυραννίαν των Αλβανών... Η Ιταλία ζητούσα να κάμει την Αλβανίαν όσο το δυνατόν μεγάλην, προς μόνον σκοπόν να τη μοιραστεί αργότερα με την Αυστροουγγαρίαν, νομίζοντας ότι η συνένοχός της θα την αφήσει να εγκατασταθεί εις τον Αυλώνα και να τον κάμει πρωτεύουσα της «Ιταλικής αποικίας εις Αλβανίαν».
 
Ο Γάλλος, τότε πρωθυπουργός , Κλεμανσό, έγραφε στην παρισινή εφημερίδα «L' Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»), τα εξής συγκλονιστικά: 
«Ιδού 350.000 αληθινοί Έλληνες διανεμόμενοι εις χωρία των οποίων και μόνο τα ονόματα δηλώνουν την ελληνικήν καταγωγήν. Κατόρθωσαν να κρατήσουν την εθνικότητα των εναντίον των Τούρκων και όταν έφθασαν τα ελληνικά στρατεύματα προς απελευθέρωσίν των εκ του Οθωμανικού ζυγού, τους είπον και τους επανέλαβον ότι τώρα ήτο οριστική η αποκατάστασίς των εις την πατρίδα. Διότι αρχικώς θέμα της κυβερνήσεως των Αθηνών και της διπλωματίας της ήτο η επιστροφή ολοκλήρου της Ηπείρου στην Ελλάδα. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά προπαρασκευήν, χωρίς να λάβουν δια τους δυστυχείς αυτούς πληθυσμούς καμίαν εγγύησην ...  καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!»
Ζορζ Κλεμανσό, Γάλλος πολιτικός (1841-1929)



Κλείνοντας, αναφέρουμε το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, που υπέβαλε ο Ιωάννης Καποδίστριας, επωφελούμενος κι από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Μ' αυτό, ο Κυβερνήτης, έθετε το ζήτημα των συνόρων σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια» από τον κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τις Σαγιάδες (Θεσπρωτίας), παρότι φυσικότερη και προσήκουσα οροθεσία  θα ήταν από τον Θερμαϊκό έως τον Πάνορμο της Χειμάρρας, στην Αδριατική, βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων.
(D.C. Fleming, John  Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831 IMXA, Θεσσαλονίκη 1970).
Το υπόμνημα έφερε αποτελέσματα, καθώς προς τον Βορρά, η ελληνική μεθόριος καθοριζόταν από τη λεγόμενη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Μετά από 85 χρόνια και δύο νικηφόρους πολέμους, πανηγυρίζαμε γιατί τα σύνορα της χώρας μας έφτασαν στα βορειοδυτικά, εκεί που βρίσκονται μέχρι σήμερα...


ΠΗΓΕΣ: K.A. Βακαλόπουλου, «ΗΠΕΙΡΟΣ», εκδ. ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
Βασ. Γεωργίου, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», εκδόσεις Ε. ΡΗΓΑ
«Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ», Γιώργος Γεωργής (επιμέλεια), εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2015