Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Opinione mbi çështjen "Janullatos". Nga kurorëzimi, te kërcënimi për sigurinë personale

Dhënia e nënshtetësisë shqiptare Kryepeshkopit Anastas përfshihet në ato akte që si të thuash i hap rrugë deklasifikimit të ngjarjeve që shoqëruan gjithë rrugëtimin e tij nga ardhja në Shqipëri dhe kurorëzimi në krye të Kishës Orthodhokse Autoqefale Shqiptare. Versione ka nga të dyja palët, megjithatë ato bashkohen në një emërues, mosbesimin e madh të autoriteteve politike shqiptare të kohës ndaj misionit të tij në Shqipëri, nisur gjithmonë nga predispozita se një grek në krye të Kishës Shqiptare do të helenizonte ortodoksët shqiptarë.
Gazetari Stavros Ximas në një reportazh të gjerë në gazetën Kathimerini, flet për episode ku ai ka qenë dëshmitar apo për detaje që tregojnë tensionin e madh të atyre ditëve që nga telefonata që Janullatos mori një pasdite vjeshte të vitit 1991 kur ndodhej me mision në Nairobi të Kenias. Po sjellim pjesë nga reportazhi thjesht për shkak të interesit gazetaresk, por edhe për të kuptuar dy pikëvështrimet mbi këtë çështje, duke lënë vërtetësinë e njarjeve që përshkruhen në përgjegjësinë e Ximas:
Një thirrje nga Patriarkana Ekumenike e Konstandinopojës, nga  Patriarku Dimitrios i kërkoi atij të shkonte sa më shpejt si Eksark Patriarkal në Shqipëri. Ai do të duhej të linte në mes punën e tij të madhe dhe ndihmën humanitare në Afrikë për një sfidë po aq të madhe. Kërkoi  pak kohë për ta menduar dhe pasi kaloi shumë orë i mbyllur në një dhomën të vogël, përgjigja e tij ishte "U bëftë vullneti i Zotit!
Xima thotë se elementi islamik me ndikme nga Arabia nuk e shihte me sy të mirë të ri-krijimin e Kishës Ortodokse, duke pasur parasysh faktin se përqindja e muslimanëve në Shqipëri i kalonte  60%  edhe pse vendi nuk kishte  pasur asnjëherë një traditë të fanatizmit fetar, pasi një pjesë e madhe e muslimanëve janë bektashinj.
Sipas tij Vatikani, me ndikim tradicionalisht të fortë të katolicizmit në Shkodër dhe në zona të tjera të Veriut, nuk është se kërceu përpjetë nga gëzimi  për praninë e Janullatos në Tiranë, edhe pse zyrtarisht nuk ka shkaktuar asnjë pengesë. Papa Benedikti e pranoi atë më vonë në Selinë e Shenjtë me nderime të larta.
"Megjithatë, Janullatos u zgjodh më 24 qershor, 1992 nga  Sinodi i Shenjtë i Patriarkanës Ekumenike Ortodokse si Kryepiskop i Tiranës dhe gjithë Shqipërisë. Në të njëjtën kohë, Sinodi patriarkal zgjodhi  tre peshkopët, Aleksandrin në Gjirokastër, Kristodulos në Korçë dhe Ignatius Berat. Dy të parët klerikë grekë, ndërsa i treti me origjinë arvanitase”
Por siç shkruan Ximas, Patriarkana ose Fanari i kishte bërë llogaritë pa marrë parasysh qeverinë e Tiranës.“Sapo u informua për emërimin Janullatos pyeti menjëherë nëse vendimi ishte në njohje të qeverisë shqiptare dhe Presidentit Sali Berisha dhe mori përgjigje negative. U shqetësus së tepërmi, ndjeu se po shkohej në aventurë do të tregonte në një nga diskutimet më vonë.
Frika e tij u verifikua kur ai kërkoi një takim me Presidentin Berisha të nesërmen, por ditët shkuan pa marrë një përgjigje. Pas shumë presioneve të Athinës dhe Uashingtonit, Berisha priti Kryepeshkopin, ndonëse bashkëpunëtorë të tij i kishin kërkuar të hiqte dorë duke ditur kokëfortësinë e Presidentit shqiptar. Takimi u zhvillua në një atmosferë miqësore, megjithatë, Berisha i sqaroi prerazi Kryepeshkopit, por edhe delegacionit patriarkal që e vizitoi më pas se do të pranonte fronëzimin e Janullatos në krye të Kishës Ortodokse, por jo ardhjen e klerikëve të tjerë nga Greqia.
Kur po afrohej dita e referendumit, orët për Janullatos po bëheshin gjithnjë e më të vështira. Rrugët përreth kryepeshkopatës ishin mbushur me parulla të tilla si "jashtë korbi i zi", ndërsa persona që kalonin me makina qëlluan me kallashnikovë ndërtesën e kryepeshkopatës. Misionet diplomatike perëndimore ishin të shqetësuara për jetën e tij madje edhe në prag të referendumit, ambasada e SHBA i kërkoi kryepeshkopit të mos flinte atë natë në shtëpinë e tij. Kryepeshkopi dëgjoi këshillën dhe fjeti në shtëpinë e ambasadorit grek Christos Tsalikis
Në të njëjtën periudhë në Gjirokastër ishte emëruar një hoxhë që vinte nga Shkupi, i cili kërkonte të kultivonte prirjet ekstremiste islamike në komunitetin mysliman të Gjirokastrës.
Ai u bënte  thirrje myslimanëve shqiptarë, të cilët ishin martuar me ortodoksë të divorcoheshin, ndërkohë që autoriteteve u kërkonte ndarjen e varrezave të myslimanëve nga ato të ortodoksëve

Veprimi i klerikut islamik ngjalli shqetësimin e komunitetit mysliman të Gjirokastrës, i cili në vitin 1994 kërkoi largimin e tij. Anastasi u përball me një problem serioz: si mund ta menaxhonte Kishën pa një sinod? Ai zgjodhi rrugën e dytë për të kapërcyer problemin e peshkopëve, duke ngrirë emërimin e tyre deri në vitin 1997. Peshkopët e Korçës dhe Gjirokastrës dhanë dorëheqjen, deri sa u zëvendësuan nga të tjerë kur në qeveri erdhi i krishteri ortodoks Fatos Nano.
Marrë me shkurtime nga Kathimerini

Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Ο Γολγοθάς για την ανάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Με ένα απλό διάταγμα που υπέγραψε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Ιλιρ Μέτα, το αλβανικό κράτος χορήγησε την υπηκοότητα στον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων - Δυρραχίου και Πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιο, σκορπίζοντας, μέρες εορτών, τη χαρά στους ανά τη χώρα ορθοδόξους που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν το 20% του πληθυσμού.
Την απόφαση του προέδρου της Δημοκρατίας χαιρέτισαν η πολιτική τάξη και τα ΜΜΕ της Αλβανίας, και βεβαίως της Ελλάδας, πλην κάποιων ακραίων εθνικιστικών κύκλων της γείτονος που θεωρούσαν και εξακολουθούν τον ηγέτη των Ορθόδοξων ως τον άνθρωπο δια του οποίου η Ελλάδα απεργάζεται την υπονόμευση του αλβανικού κράτους ή κάπως έτσι.

Ο Αρχιεπίσκοπος με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, Εντι Ράμα
Επί είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια και ενώ ο κ. Αναστάσιος πέτυχε, ανεβαίνοντας «Γολγοθά», την ανάσταση της κατεδαφισμένης από το κομμουνιστικό καθεστώς Ορθόδοξης Εκκλησίας και ακτινοβολούσε ως προσωπικότητα διεθνώς, προβάλλοντας ανά τον πλανήτη το προφίλ της Αλβανίας ως κράτους με θρησκευτική ανεκτικότητα, οι κύκλοι αυτοί τον κρατούσαν σε «ομηρεία», πιέζοντας τις κυβερνήσεις και τους προέδρους της Δημοκρατίας, να μην ικανοποιήσουν το αίτημά του για χορήγηση αλβανικής υπηκοότητα, την οποία οι πάντες παραδέχονταν ότι εδικαιούτο.
Και το πετύχαιναν στο όνομα του πολιτικού κόστους, το οποίο ο νέος πρόεδρος της χώρας αγνόησε και υπέγραψε το σχετικό διάταγμα.
Είχα την τύχη να βιώσω δημοσιογραφικά τον μεγάλο και δύσκολο ανήφορο του φωτισμένου ιεράρχη, από την ημέρα που πάτησε το πόδι του στα Τίρανα και μέρος τη περιπέτειάς του καταχώρησα στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Στον Αστερισμό του Εθνικισμού- Αλβανία και Ελλάδα στην μετά Χότζα Εποχή», μερικά αποσπάσματα:
Μια κορυφαία προσωπικότητα της Ορθοδοξίας

...Ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου του 1991, έφτανε στο πρωτόγονο αεροδρόμιο των Τιράνων, ένας μαυροντυμένος ρασοφόρος. Τον περίμεναν καμιά δεκαπενταριά άτομα και μετά τις διατυπώσεις στον έλεγχο διαβατηρίων, όλοι μαζί κατευθύνθηκαν σ’ έναν κατεστραμμένο ορθόδοξο χριστιανικό ναό, στο κέντρο των Τιράνων, στη θέση του οποίου είχε αναγερθεί γυμναστήριο. Σ’ αυτό γυμναζόταν ο πιτσιρικάς, τότε, Πύρος Δήμας, μετέπειτα χρυσός ολυμπιονίκης με τα ελληνικά χρώματα στην άρση βαρών.
Εκεί, ο διοπτροφόρος ιερωμένος τέλεσε πάνω σε κάποια υπολείμματα χαλασμάτων την πρώτη, ύστερα από εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια, θεία λειτουργία στην Αλβανία, με τους ανθρώπους του καθεστώτος –κυβερνούσε ακόμη ο Ραμίζ Αλία– να τον παρακολουθούν σε κάθε κίνησή του και τους απλούς πολίτες, που δεν είχαν αντικρίσει άλλη φορά μια τέτοια μορφή, να τον περιεργάζονται σαν εξωγήινο!
Ο άνθρωπος με τα ράσα, τα λευκά γένια και το σπινθηροβόλο βλέμμα, δεν ήταν άλλος από τον Αναστάσιο Γιανουλάτο, νυν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και Πάσης Αλβανίας, που έφτανε ως έξαρχος του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου, εντεταλμένος και αποφασισμένος να σηκώσει το βαρύ φορτίο της ανοικοδόμησης από τα ερείπια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία, την οποία από το 1967 το καθεστώς Χότζα είχε κατεδαφίσει πλήρως, απαγορεύοντας κάθε θρησκευτική εκδήλωση και μετατρέποντας τους ναούς σε μουσεία ή και στάβλους.
Ο Γολγοθάς του Αναστάσιου, που θα εξελισσόταν σε μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ορθοδοξίας, ξεκίνησε από τις ιεραποστολές στις ζούγκλες της Αφρικής και συνεχίζεται ακόμα τώρα, καθώς, μολονότι αποτελεί πλέον κατοχυρωμένο και καταξιωμένο, εντός και εκτός Αλβανίας, θεσμικό παράγοντα, δεν έπαψε να βρίσκεται στο στόχαστρο των εθνικιστικών κύκλων της χώρας τα συμφέροντα της οποίας προωθεί στα διεθνή εκκλησιαστικά φόρα.
Ήταν, ένα απόγευμα του φθινοπώρου του 1990, όταν δέχθηκε στο Ναϊρόμπι της Κένυα, όπου δραστηριοποιείτο στο πλαίσιο ιεραποστολής, ένα τηλεφώνημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με το οποίο ο τότε Πατριάρχης Δημήτριος τον καλούσε να πάει ως πατριαρχικός έξαρχος στην Αλβανία.
Η απόφαση ήταν μεγάλη. Θα αναγκαζόταν ν’ αφήσει στη μέση το σπουδαίο έργο του και την ανθρωπιστική βοήθεια που προσέφερε στους φτωχούς και δεινοπαθούντες Αφρικανούς. Εξίσου μεγάλη, όμως, ήταν και η πρόκληση. Αν ήταν να πάει σε κάποια μεγάλη πόλη ή μια πλούσια χώρα, δεν ετίθετο καν ζήτημα για τον σεμνό ιεράρχη, θα το απέρριπτε. Στην Αλβανία, όμως, όπου κατέρρεε το στυγνό καθεστώς και οι νέοι κυρίως άνθρωποι δεν είχαν ακούσει καν για το Χριστό, ούτε ήξεραν να κάνουν τον σταυρό τους;
Ζήτησε μια μικρή προθεσμία για να διαλογιστεί και αφού πέρασε πολλές ώρες κλεισμένος στο φτωχικό δωματιάκι, η απάντησή του στο δεύτερο τηλεφώνημα από το Φανάρι ήταν «γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου».
Δεν γνώριζε, βέβαια, την αλβανική πραγματικότητα, ούτε φυσικά ήταν σε θέση να προβλέψει το χάος στο οποίο θα έπρεπε να επιβιώσει και να δραστηριοποιηθεί, καθώς στη χώρα είχε αρχίσει ήδη να φουσκώνει το λαθρομεταναστευτικό τσουνάμι και διαλύονταν τα πάντα.
Χρειάστηκε να περιμένει κάμποσους μήνες για να πάρει βίζα, αλλά και να ευδοκιμήσει το δραματικό παρασκήνιο, με ισχυρές πιέσεις του διεθνούς παράγοντα προς τα Τίρανα, προκειμένου να αποδεχθεί την παρουσία ενός Έλληνα στην κορυφή της πυραμίδας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που μπορεί να είχε εκθεμελιωθεί από τον Χότζα, όμως, παρέμενε βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των μεγαλύτερων στην ηλικία ανθρώπων, ειδικά του νότου όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο.
Για τον αλβανικό εθνικισμό και τη διαχεόμενη στην πολιτική και πνευματική τάξη επιρροή του, ο Αναστάσιος δεν ήταν ένας απλός ποιμενάρχης, ο θρησκευτικός ηγέτης όσων ασπάζονταν ή επρόκειτο να ασπαστούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ο Δούρειος Ίππος της Ελλάδας, ο εντεταλμένος να εξελληνίσει την Αλβανία.
Ύστερα, ήταν και τα άλλα θρησκευτικά δόγματα, με τη δική τους προϊστορία και τους δικούς τους στόχους στην Αλβανία: ο αραβικός ισλαμισμός δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την επανίδρυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρώντας ότι η Αλβανία, με το ποσοστό των μουσουλμάνων να υπερβαίνει σε ποσοστό το 60% του πληθυσμού ήταν για το Κοράνι προνομιακό πεδίο, μολονότι αυτή η χώρα ουδέποτε είχε παράδοση στον θρησκευτικό φανατισμό και οι μουσουλμάνοι της είναι μπεχτασίδες. Ένα αμιγώς μουσουλμανικό, και γιατί όχι ισλαμικό κράτος, στην Ευρώπη, θα ήταν «δώρο Αλλάχ» για τα κέντρα του σκληρού ισλαμισμού της Ανατολής, ένα πρώτης τάξεως προγεφύρωμα στη χριστιανική Ευρώπη.
Αλλά και το Βατικανό, με παραδοσιακά ισχυρή την επιρροή του καθολικισμού στη Σκόδρα και άλλες περιοχές του βορρά, δεν χοροπηδούσε από τη χαρά του, με την παρουσία του Αναστάσιου στα Τίρανα, αν και επισήμως ουδέποτε του δημιούργησε πρόβλημα και ο Πάπας Βενέδικτος τον δέχτηκε αργότερα στην Αγία Έδρα με υψηλές τιμές.
Μολαταύτα, ο Αναστάσιος εξελέγη, στις 24 Ιουνίου 1992, από την Ιερά Σύνοδο του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας. Ταυτοχρόνως, η πατριαρχική σύνοδος εξέλεξε και τρεις μητροπολίτες, τον Αργυροκάστρου Αλέξανδρο, τον Κορυτσάς Χριστόδουλο και τον Βερατίου Ιγνάτιο, Έλληνες οι δυο πρώτοι και Έλληνας με αρβανίτικη καταγωγή ο τρίτος.
Όμως, το Φανάρι είχε υπολογίσει –ή θέλησε να προκαταλάβει με την απόφασή του τις όποιες αντιδράσεις των Τιράνων– χωρίς τον ξενοδόχο, την αλβανική κυβέρνηση, δηλαδή. Με το που πληροφορήθηκε, λοιπόν, τηλεφωνικά την προαγωγή του ο Αναστάσιος, ρώτησε αμέσως εάν η απόφαση ήταν σε γνώση της αλβανικής κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, που εν τω μεταξύ είχε ανέβει με εκλογές στην εξουσία, και έλαβε αρνητική απάντηση.
«Μ’ έζωσαν τα φίδια, αισθανόμουν ότι μπαίνουμε σε περιπέτειες», θα μου πει σε μια από τις πολλές συζητήσεις μας αργότερα.
Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν, όταν την επομένη ζήτησε συνάντηση με τον πρωθυπουργό Μπερίσα, αλλά οι μέρες περνούσαν χωρίς να παίρνει απάντηση. Με τα πολλά και κατόπιν πιέσεων της Αθήνας, αλλά και της Ουάσιγκτον, ο Μπερίσα δέχθηκε να δει τον Αρχιεπίσκοπο στον οποίο, μέχρι εκείνη την ώρα στενοί συνεργάτες του, που γνώριζαν τι σημαίνει αλβανική ξεροκεφαλιά, συνιστούσαν να τα παρατήσει, διαβλέποντας το μάταιο της προσπάθειας.
Η συνάντηση έγινε σε φιλική ατμόσφαιρα, όμως, ο Μπερίσα ξεκαθάρισε στον ιεράρχη, αλλά και στην πατριαρχική αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε αμέσως μετά, ότι δέχεται την εγκατάστασή του στην κορυφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όχι, όμως, και την πλαισίωσή του από άλλους ιερωμένους από την Ελλάδα.

Με τον πρώην πρόεδρο της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα
Το μήνυμα ήταν σαφές: τα Τίρανα δεν ήθελαν μια «ελληνοποιημένη» Ορθόδοξη Εκκλησία. Συμφωνούσαν στην παρουσία του ηγέτη, επ’ ουδενί, όμως, δέχονταν σύνοδο συγκροτούμενη από Έλληνες ιερείς, καθώς αυτή θα εξέλεγε από τα μέλη της το διάδοχο του Αναστάσιου, όταν στο μέλλον ερχόταν η ώρα. Άρα και ο μετά τον Αναστάσιο αρχιεπίσκοπος θα ήταν Έλληνας, πράγμα αδιανόητο για τους Αλβανούς ηγέτες.
Ο Αναστάσιος βρέθηκε ενώπιον ενός σοβαρού προβλήματος: πώς θα μπορούσε να διοικήσει την Εκκλησία χωρίς σύνοδο; Και αν επέμενε ο Μπερίσα, θα έβρισκε Αλβανούς ιερωμένους για να την συγκροτήσει; Μπορούσε, όμως, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, να κάνει πίσω ή έπρεπε να τραβήξει μπροστά έστω και με την κατάσταση ως είχε και όπου βγει;
Επέλεξε τον δεύτερο δρόμο, μολονότι ήξερε πως η πορεία θα ήταν επίπονη και, το σπουδαιότερο, αμφίβολη ως προς το αποτέλεσμα και, για να ξεπεραστεί το πρόβλημα των μητροπολιτών, πάγωσε ο διορισμός τους μέχρι το 1997, οπότε πλέον παραιτήθηκαν ο Κορυτσάς και ο Αργυροκάστρου, για να αντικατασταθούν από άλλους, όταν στην κυβέρνηση ήρθε ο ορθόδοξος χριστιανός Φατός Νάνο, ενώ παρέμεινε ο μητροπολίτης Βερατίου.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα, στις 2 Αυγούστου του 1992, ενθρονίστηκε παρουσία χιλιάδων πιστών στον καθεδρικό ναό των Τιράνων, που είχε διαμορφωθεί όπως όπως, σε εκκλησία, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και Πάσης Αλβανίας.
Μια μικρή οργανωμένη «κλάκα» εκκλησιαστικών αντιφρονούντων, μάλλον κατευθυνόμενων από τις μυστικές υπηρεσίες, επιχείρησε να προκαλέσει αναστάτωση φωνάζοντας συνθήματα κατά του Αναστάσιου στη τελετή, πλην όμως αποδοκιμάστηκε και απομονώθηκε από το πλήθος των ορθοδόξων που φώναζαν «άξιος-άξιος». Ήταν, ωστόσο, ένα μήνυμα ότι ο δρόμος δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Πράγματι ο τραχύς, μαρτυρικός ανήφορος, στην πραγματικότητα, άρχιζε από εκείνη την ημέρα.

Φωτογραφία από τα εγκαίνια του Καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως του Χριστού το 2014
Και μια σύμπτωση με ισχυρό συμβολισμό την οποία συνηθίζει να αφηγείται όταν αναφέρεται στο δύσκολο ξεκίνημά του: Σύμφωνα με το πατριαρχικό τυπικό, το έγγραφο εκ μέρους του αποδοχής της απόφασης του Πατριαρχείου για την ανάληψη της ηγεσίας τοποθετείται πάνω στο Ευαγγέλιο το οποίο ανοίγεται τυχαία. Στην περίπτωσή του άνοιξε στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής!
Τα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήσει ήταν πολλά και απρόβλεπτα. Κυρίως, όμως, ήταν υποχρεωμένος να κινείται μονίμως σε κλίμα καχυποψίας το οποίο τροφοδοτούσαν με κάθε τρόπο όσοι δεν τον ήθελαν στην Αλβανία, και ήταν πολλοί. Του πρότειναν κάποιοι ευκατάστατοι Ορθόδοξοι να του αγοράσουν για τις μετακινήσεις του μια θωρακισμένη Μερσέντες, ώστε να αισθάνεται ασφαλής, αλλά αρνήθηκε. Σκαρφάλωνε σε ορεινές περιοχές, πότε καβάλα σε γαϊδουράκι και πότε με τα πόδια.
Ανεβαίνοντας από την πλατεία Σκεντέρμπεη τη λεωφόρο Ρούγκα ε Ντούρεσιτ, που οδηγεί στο Δυρράχιο, στα δεξιά ήταν ο χώρος των πρεσβειών και αριστερά λίγο πιο πάνω η Αρχιεπισκοπή. Νιώσαμε σοκ, όταν μπήκαμε στο κτίριο για να συναντήσουμε τον Αναστάσιο. Έμενε κυριολεκτικά σ’ ένα ερείπιο.
Ήταν μια παλιά εκκλησία, που είχε μετατραπεί από το καθεστώς σε κλειστό γυμναστήριο, και τώρα προσπαθούσε ο Αναστάσιος να στήσει εκεί το στρατηγείο του. Αυτή ήταν η αρχιεπισκοπή… Μας δέχτηκε σ’ ένα δωματιάκι, τα τζάμια στα παράθυρα του οποίου ήταν σπασμένα και καλύπτονταν από χαρτόνια. Ένας παλιός καναπές, μια υποτυπώδης βιβλιοθήκη με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία, μια εικόνα του Χριστού, ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει το χώρο και κάποια μισοσβησμένα κεριά.
«Έχουμε δυο ως τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο ηλεκτρικό ρεύμα και δεν υπάρχει καλοριφέρ. Ας είναι καλά το μαγκάλι», μου είπε και στην επισήμανσή μου για τον κίνδυνο των αναθυμιάσεων, απάντησε γελώντας: «Δε βαριέσαι, όσο αντέξει το φιτίλι από το καντήλι μου».
Μιλήσαμε πολύ και για πολλά. «Το ταξίδι που ξεκινήσαμε είναι μακρύ και δύσκολο. Η δικτατορία του Χότζα δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Η καχυποψία του καθεστώτος είναι μεγάλο εμπόδιο στην προσπάθειά μας. Μας αντιπαλεύουν σκληρά οι ισλαμιστές, αλλά και κάποιοι κύκλοι του Βατικανού. Θα παλέψουμε και με τη βοήθεια του Θεού θα τα καταφέρουμε», μου είπε.

Η Ιερά Μονή Αγίου Βλασίου και την Θεολογική Ακαδημία, έργα κοινωνικής προσφοράς στον αλβανικό λαό
Ένας αρχιμανδρίτης βάζει μπουρλότο
“...Στις 2 Αυγούστου του 1992, εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων των αλβανικών εθνικιστικών κύκλων, πραγματοποιήθηκε στα Τίρανα η ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Αναστασίου Γιανουλάτου, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1991 τελούσε χρέη έξαρχου, απεσταλμένου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, με εντολή να ανορθώσει από τα ερείπια την ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, την οποία είχε καταστρέψει το καθεστώς Χότζα.
Η ενθρόνιση επιτράπηκε κατόπιν διεθνών πιέσεων. Ο αρχιεπίσκοπος, όπως έγινε και με τους καθολικούς και τους μουσουλμάνους, έφερε μαζί του και ορισμένους χαμηλόβαθμους ιερωμένους από την Ελλάδα για να μπορέσει να στηρίξει το έργο του. Στη μητρόπολη Αργυροκάστρου, το σπουδαιότερο κέντρο του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, τοποθέτησε δύο αρχιμανδρίτες: τον νυν μητροπολίτη Δημήτριο και τον Χρυσόστομο Μαϊδώνη.
Ο τελευταίος, ωστόσο, όπως ισχυρίστηκαν οι αλβανικές αρχές, δεν περιορίστηκε στα αμιγώς θρησκευτικά του καθήκοντα.
Συνδέθηκε με σκληροπυρηνικά στοιχεία της μειονότητας και μαζί με το λόγο του Θεού μετέδιδε εθνικοπατριωτικά μηνύματα.
Επόμενο ήταν να τεθεί στο στόχαστρο του καθεστώτος που βρήκε μια καλή αφορμή να πλήξει το θρησκευτικό φρόνημα των Ελλήνων της Αλβανίας. Και όχι μόνο αυτό. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών ορθοδόξων, για πρώτη φορά, δοκιμάστηκαν στ’ αλήθεια..
Στο Αργυρόκαστρο την ίδια περίοδο είχε τοποθετηθεί ένας χότζας προερχόμενος από τα Σκόπια, ο οποίος επιδίωκε να καλλιεργήσει ακραίες ισλαμικές τάσεις και νοοτροπία στη μουσουλμανική κοινότητα του Αργυροκάστρου.
Παρότρυνε τους Αλβανούς μουσουλμάνους, ανεξαρτήτως φύλου, που ήταν παντρεμένοι με ορθοδόξους, να πάρουν διαζύγιο, ενώ αξίωνε από τις αρχές να χωριστεί το νεκροταφείο σε ορθόδοξο και μουσουλμανικό.
Η δράση του ισλαμιστή ιερωμένου είχε ανησυχήσει έντονα τη χαμηλών τόνων μουσουλμανική κοινότητα του Αργυροκάστρου, η οποία το 1994 απαίτησε την απομάκρυνσή του. Αυτό συνέβη λίγο μετά το επεισόδιο της Επισκοπής. Αφορμή στάθηκαν οι πύρινοι λόγοι του από το μιναρέ του τζαμιού εναντίον του ελληνικού στοιχείου και των ορθοδόξων.
Η μουσουλμανική κοινότητα βρέθηκε εκτεθειμένη, καθώς τα όσα ξεστόμιζε ο θρησκευτικός τους ηγέτης ήταν πιο προχωρημένα ακόμα και από τα όσα ψυχροπολεμικά είχε αφήσει πίσω με την ομιλία του ο υπουργός Αμύνης της χώρας Σαφέτ Ζουλάλι, την ημέρα της κηδείας των θυμάτων του επεισοδίου της Επισκοπής, δηλώνοντας πως το αίμα των νεκρών της Επισκοπής θα πληρωθεί με αίμα! Οι Αλβανοί ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι δεν επιθυμούσαν σε καμιά περίπτωση να φθάσουν στα άκρα με την Ελλάδα, από την οποία εξασφάλιζαν επί το πλείστον την επιβίωσή τους, ενώ ποτέ στην ιστορία τους δεν είχαν ακραίες σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο.

Σε επίσκεψη στο κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στο Κουτσόχερο Λάρισας, 2017.
Στις 24 Ιουνίου του 1993, η αστυνομία του Αργυροκάστρου αξίωσε από τον Μαϊδώνη να εγκαταλείψει την ίδια κιόλας ημέρα την Αλβανία, με το πρόσχημα ότι δεν είχε άδεια παραμονής. Εκείνος αρνήθηκε, και, έτσι, μόλις έπεσε η νύχτα, η αστυνομία έθεσε υπό φρούρηση το σπίτι όπου έμενε και στο οποίο έτυχε να βρίσκεται και ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Αργά τη νύχτα, ο πρόξενος της Ελλάδας, Βασίλης Μπορνόβας, ζήτησε να δει τον αρχηγό της αστυνομίας, επικαλούμενος το γεγονός ότι πρόκειται για Έλληνα πολίτη· η συνάντηση έγινε στο γραφείο του αξιωματικού.
Ο σκοπός ξεκάθαρος: Να κερδηθεί χρόνος και ει δυνατόν να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Και επ’ αυτού ο Έλληνας πρόξενος έφερε ως επιχείρημα την έλλειψη οδηγιών από την Αθήνα, λόγω του προχωρημένου της νύχτας.
Καθώς ξημέρωνε, το νέο διαδόθηκε στα χωριά της Δρόπολης. Οι καμπάνες στις εκκλησίες ήχησαν και σε λίγη ώρα άρχισαν να καταφθάνουν έξω από το σπίτι εκατοντάδες πιστοί, στην πλειονότητά τους Έλληνες αλλά και Αλβανοί ορθόδοξοι.
Με το φως της ημέρας το πλήθος έξω από το σπίτι μεγάλωσε και οι δυνάμεις της αστυνομίας ενισχύθηκαν. Στην εξώπορτα είχαν στριμωχτεί δεκάδες γυναίκες για να μην επιτρέψουν την εισβολή των αστυνομικών. Οι ώρες περνούσαν και η αγωνία κορυφωνόταν. Ο διευθυντής της αστυνομίας, όμως, δεν έδινε εντολή για βίαιη επέμβαση. Ούτε η Αθήνα έστελνε οδηγίες στους διπλωμάτες της και δεν τις έστειλε ποτέ. Όπως δεν έστειλε ποτέ και μηνύματα μεσολάβησης στα Τίρανα.
Κάποια στιγμή μια πέτρα, που ίσως την έριξε κάποιος από τη στροφή του σοκακιού, χτύπησε έναν αστυνομικό στο μέτωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε και αντέδρασε βίαια, επιτιθέμενος εναντίον όσων βρίσκονταν κοντά του. Δημιουργήθηκε αναστάτωση. Σε λίγο, οι αστυνομικοί ανασυντάχθηκαν και άρχισαν να απωθούν το πλήθος βίαια, αδιαφορώντας αν ήταν γυναίκες ή άνδρες.
Στο μεταξύ, είχε φθάσει από τα Τίρανα και η επίσημη εντολή για δράση. Προκλήθηκε πανδαιμόνιο. Οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα, εισέβαλαν στο σπίτι και πήραν σηκωτό τον αρχιμανδρίτη Μαϊδώνη. Τον επιβίβασαν σε κλούβα και καταδιωκόμενοι από εκατοντάδες ορθόδοξους χριστιανούς στους κατηφορικούς δρόμους του Αργυροκάστρου κατευθύνθηκαν στην Κακαβιά όπου και τον απέλασαν στο ελληνικό φυλάκιο.
Η σκηνή κατά την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος περιπλανιόταν μόνος, σε απόγνωση, στα σοκάκια της πόλης σ’ εκείνες τις δύσκολες στιγμές, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο πλήθος και μεταδόθηκε από τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Η αντίδραση του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου υπήρξε δυναμική. Την ίδια μέρα, την επόμενη και τη μεθεπόμενη, εκατοντάδες διαδηλωτές συγκρούονταν με την αστυνομία. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν φθάσει και από άλλες περιοχές, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και την Πρεμετή. Η αστυνομία είχε αναπτυχθεί στους δρόμους και τα ελληνικά μειονοτικά χωριά, ασκώντας βία και τρομοκρατία και προβαίνοντας σε προσαγωγές και συλλήψεις. Πολλοί μειονοτικοί κατήγγειλαν ότι βασανίστηκαν κατά την κράτηση και την ανάκρισή τους. Τις επόμενες μέρες ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας που κυκλοφόρησε υπογράφηκε από μερικές χιλιάδες ορθόδοξους πιστούς.
Οι τόνοι ανέβηκαν στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και η Αθήνα απάντησε με σκληρές δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και μαζικές απελάσεις λαθρομεταναστών, ενώ τα Τίρανα κατηγόρησαν την Ελλάδα για ανάλγητη στάση απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες και προσπάθεια υπονόμευσης της εθνικής της κυριαρχίας.
Λίγες ώρες μετά την απέλαση, το Γενικό Συμβούλιο της Ομόνοιας, με ανακοίνωσή του καταδίκασε την ενέργεια της αλβανικής κυβέρνησης, τονίζοντας πως αυτή «αποτελεί περαιτέρω κλιμάκωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικά και ειδικότερα των δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας».
Ο ελεγχόμενος από την αλβανική κυβέρνηση κρατικός ραδιοσταθμός προέβαλε την αλβανική εκδοχή για τα γεγονότα και την ένταση που προκλήθηκε. Ανέφερε χαρακτηριστικά στις 6 Ιουλίου 1993:
«Τις τελευταίες ημέρες σημειώθηκε ένταση στις σχέσεις μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας, αφού η τοπική αστυνομία της επαρχίας Αργυροκάστρου εκδίωξε τον Έλληνα πολίτη Χρυσόστομο Μαϊδώνη που βρισκόταν στην Αλβανία ως ιερέας επισκέπτης, χωρίς τα απαιτούμενα έγγραφα, και ο οποίος για μακρύ χρονικό διάστημα μοίραζε προκηρύξεις, έντυπα και χάρτες στους οποίους η Νότια Αλβανία παρουσιαζόταν ως τμήμα της Ελλάδας. Ο ίδιος διακήρυττε τη θρησκευτική διάσπαση και επιτέθηκε ενάντια στον Πάπα του Βατικανού και την ισλαμική θρησκεία. Για την εκδίωξη αυτού του Έλληνα πολίτη ενημερώθηκε επίσημα ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο.
Όμως, η ελληνική κυβέρνηση αντί να ζητήσει τα αναγκαία στοιχεία για την παράνομη αντιαλβανική δραστηριότητα αυτού του ιερέα επισκέπτη και να την καταδικάσει, για να εκδικηθεί, προέβη άμεσα σε μια σειρά μέτρων που προκάλεσαν την ένταση μεταξύ των δυο χωρών.
Μεταξύ άλλων:
Α) Ανεστάλησαν οι προγραμματισμένες επισκέψεις των υπουργών Οικονομίας, Εξωτερικών και Άμυνας της Ελλάδας στην Αλβανία.
Β) Άρχισε επιχείρηση-σκούπα της αστυνομίας για τη μαζική, άμεση και χωρίς προειδοποίηση απέλαση των Αλβανών μεταναστών που εργάζονταν στην Ελλάδα, για τους οποίους στις διακυβερνητικές συναντήσεις είχε προβλεφθεί η νομιμοποίηση της απασχόλησής τους. Σε μια εβδομάδα εκδιώχθηκαν 20.981 Αλβανοί μετανάστες, από τους οποίους οι 3.401 με κανονικά έγγραφα και βίζα. Η επιχείρηση-σκούπα χαρακτηρίστηκε από τη χρήση σωματικής βίας (453 τραυματίες από τους οποίους οι 4 σοβαρά), τις μαζικές φυλακίσεις, την καταλήστευση των προσωπικών εσόδων των μεταναστών, την καταστροφή των εγγράφων τους και άλλες βίαιες πράξεις. Η όλη αυτή απάνθρωπη επιχείρηση εκδίκησης στοχεύει στην αποσταθεροποίηση της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και από το αίτημα των ελληνικών αρχών προς τους Αλβανούς μετανάστες να μεταβούν στα Τίρανα και να ανατρέψουν την κυβέρνηση, εάν επιθυμούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα…».
Τα νεύρα και στις δύο πλευρές είχαν αρχίσει να τεντώνονται....
«Να φύγει ο Μαύρος κόρακας»
«...Η δίκη και η καταδίκη των πέντε στελεχών της ομογενειακής οργάνωσης Ομόνοιας που ακολούθησε (Αυγουστος 1994), ανέβασαν στα ύψη τον πυρετό, ο οποίος προκάλεσε σπασμούς στις ελληνοαλβανικές σχέσεις με την απόπειρα αυτή τη φορά των Τιράνων να διώξουν τον Αναστάσιο.
Ο Σαλί Μπερίσα έπαιζε με τα νεύρα της Αθήνας. Στο σχέδιο συντάγματος, που επρόκειτο να τεθεί προς έγκριση στο τέλος του ’94, περιλαμβανόταν παράγραφος κατά την οποία «οι αρχηγοί των μεγάλων θρησκευτικών κοινοτήτων έπρεπε να είναι Αλβανοί υπήκοοι γεννημένοι στην Αλβανία και με μόνιμη διαμονή σ’ αυτήν τα τελευταία είκοσι έτη».
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι, εάν το σχέδιο ψηφιζόταν, ο Αναστάσιος έπρεπε την επομένη να τα μαζέψει και να φύγει, αφήνοντας την Ορθόδοξη Εκκλησία στην τύχη του καθεστώτος, το οποίο βρισκόταν υπό την ασφυκτική επιρροή ισλαμικών κύκλων. Ο κόσμος των ορθόδοξων χριστιανών απ’ άκρη σ’ άκρη στην Αλβανία ξεσηκώθηκε. Το ίδιο και πολλοί άθεοι Αλβανοί που αναγνώριζαν και επικροτούσαν το ανθρωπιστικό έργο του ιεράρχη. Ταυτόχρονα, όμως, εντάθηκαν οι εναντίον του επιθέσεις από αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους.

Το συγκρότημα του Καθεδρικού Ναού Τιράνων που είναι ένα από τα έργα κοινωνικής προσφοράς από τον Αρχιεπίσκοπο
Καθώς η μέρα του δημοψηφίσματος πλησίαζε, οι ώρες για τον Αναστάσιο γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Οι δρόμοι γύρω από την αρχιεπισκοπή είχαν γεμίσει με συνθήματα όπως "έξω ο μαύρος κόρακας" κ.ά., ενώ τις νύχτες άγνωστοι πυροβολούσαν μέσα από διερχόμενα αυτοκίνητα με καλάσνικοφ, γαζώνοντας το κτίριο της αρχιεπισκοπής.
Στις δυτικές διπλωματικές αποστολές προκλήθηκε ανησυχία για τη ζωή του ηγέτη των ορθοδόξων και μάλιστα, την παραμονή του δημοψηφίσματος, από την αμερικανική πρεσβεία διαμηνύθηκε στον Αναστάσιο να αποφύγει να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στο σπίτι του. Όπως και έγινε:
«Ο αρχιεπίσκοπος ξημέρωσε στην ελληνική πρεσβεία, στο σπίτι του πρέσβη Χρήστου Τσαλίκη.
Το αποτέλεσμα υπήρξε κόλαφος για τον Μπερίσα. Οι Αλβανοί απέρριψαν με ποσοστό 54% το δημοψήφισμα και η συμβολή των ορθοδόξων υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση ισχυρού ρεύματος εναντίον της συνταγματικής επιλογής του καθεστώτος. Ο Αναστάσιος παρέμεινε και εδραιώθηκε στην Αλβανία, ανόρθωσε την ορθόδοξη εκκλησία, αλλά μέχρι σήμερα η αλβανική υπηκοότητα δεν του έχει δοθεί.
Ρώτησα τρεις φορές, σε ισάριθμες συνεντεύξεις, τον Μπερίσα, γιατί δεν ικανοποιεί το σχετικό αίτημα του Αναστάσιου, και τις τρεις φορές μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια για εκείνον, πλην όμως παρέπεμπε το ζήτημα στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ούτε εκείνος, όμως, προχωρούσε το θέμα, φοβούμενος τις αντιδράσεις των εθνικιστικών κύκλων και, βεβαίως, θεωρώντας δεδομένη την απροθυμία του Μπερίσα...».
Ο πόλεμος των ακραίων εθνικιστικών κύκλων εναντίον του Αναστάσιου συνεχίστηκε και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Του επιτίθενται με κάθε αφορμή, παρότι ο ηγέτης των ορθοδόξων αποτελεί πλέον θεσμικό παράγοντα της σύγχρονης Αλβανίας με τεράστιο κύρος στο εσωτερικό και το εξωτερικό και ένα απίστευτο αναστηλωτικό (εκκλησίες, μοναστήρια) αλλά και κοινωνικό έργο (νοσοκομεία, υδροηλεκτρικό εργοστάσια, νηπιαγωγεία, κ.α.) προς όφελος των πολιτών όλων των θρησκευτικών δογμάτων. Η δικαίωση μπορεί να καθυστέρησε είκοσι έξι ολόκληρο χρόνια, αλλά ήρθε (και) με την μορφή της χορήγησης της υπηκοότητας. Ο ίδιος πότε δεν 'έχασε το θάρρος του και όταν ερωτάτο απαντούσε: «με την βοήθεια του θεού θα γίνει και αυτό». Και έγινε παραμονές της γέννησης του Χρίστου.
Διαβάστε στην Καθημερινή της Κυριακής, που κυκλοφορεί εκτάκτως το Σάββατο, τη συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας Αναστάσιου στον Αλ. Παπαχελά.

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Historiani iz.Olsi Jazexhi i jep mësimin më të mirë ekstremistit Ardit Bido!! (video)

Historiani Olsi Jazexhi i dha një mësim shumë të mirë ekstremistit, fashisto-ateistit, të pashkolluarit Ardit Bidos, që i përket partisë ekstremiste anti-greke PDIU dhe që ka studiuar në shkollat qesharake në Shqipëri. Një militant, oportunist, sahanlëpirës që u bë i njohur vetëm sepse pasi kreu një pagëzim të parregullt, hiqet si një orthodhoks i vërtetë ndërsa është vetëm një ekstremist, nacionalist, fashist. Nuk e dimë nëse pas degjenrimit publik do të ketë më kurajo të flasë për broçkullat e tij. Kaq në siklet ishte nga të vërtetat sa nuk dinte më se çfarë thoshte. Një këshillë dhe nga ne z Bido- Hap ndonjë fjalor të shikosh se çdo të thotë fjala "dogmë" të cilën e përdorje dje vend e pa vend. As je orthodhoks as ke për të qënë ndonjëherë, ekziston si parazit vetëm në kurriz të orthodhoksisë së vërtetë sepse ashtu duan disa. Sa për z Jazexhi e falenderojmë publikisht për të gjitha ato sa tha, jemi 98% dakort me të dhe mendojmë se duhet më tepër zëra të tillë të shëndetshëm që të shërojnë mentalitetin e sëmurë shoqëror nga mikrobe si Bido e CO.

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Γαλλικό Βιβλίο του 1922: Χρειάζεται ένας τύραννος για να εξουσιάσει έναν λαό αρπακτικών! - Libri i 1822/ “Duhej një tiran si Ali Pasha për të nënshtruar një popull grabitqarësh”



Nga Aurenc Bebja*, Francë

Në librin në gjuhën frënge, “Vie d’Ali-Pacha, visir de Janina, surnommé Aslan ou le Lion – Jeta e Ali-Pashës, vezirit të Janinës, i thirrur Asllan ose Luan”, të autorit Alphonse de Beauchamp, botuar në Paris në vitin 1822, gjejmë një fragment të veçantë, në faqen n°180, mbi rrëfimin e një filozofi shqiptar* për Ali Pashë Tepelenën.

Në vijim, do të gjeni tekstin e plotë, të sjellë në shqip nga Aurenc Bebja – Blogu “Dars (Klos), Mat – Albania”:



“Qeveria e tij kishte megjithatë apologjetë; Konsulli i Francës (François Pouqueville) citon si dëshmi, mendimin e një filozofi shqiptar, që e njihte Francën, që kishte qëndruar në Paris dhe frekuentuar shkrimtarë, bashkëkohorë si Volteri. Burri i moshuar i ka shprehur atij këto fjalë:

Në Prémiti (Përmet) kam lindur. Njeriu i mençur dhe i kujdesshëm mund të jetë i lumtur kudo. Për këtë, unë jam një shembull i padiskutueshëm. Kam parë Versajën dhe Mbretin e Francës; kam parë qytetërimin më të shkëlqyer; kam jetuar në mesin e popullit më të sjellshëm në botë; dhe pavarësisht kësaj, kam dëshiruar të kthehem në atdheun tim.

Për pesëmbëdhjetë vjet kam shërbyer si përkthyes, vezirit Ali Pasha, pa patur prej tij mosmirënjohje apo nder të madh. Qeveria e tij, të cilën ju me siguri do ta gjykoni me ashpërsi, është në raport me njerëzit që ai urdhëron; padrejtësitë dhe mizoritë e tij, gjithçka është e zbatueshme dhe proporcionale me natyrën e egër të shqiptarëve.

Duhej një tiran për të nënshtruar një popull grabitqarësh. Fjalët e mia ju çudisin, e pranoj; por dhjetë vjet më parë ju do të ishit vrarë ose shitur si skllav, nga ata që sot ju shoqërojnë dhe mirëpresin.”

* Identiteti i filozofit shqiptar nuk është përmendur në libër, por sipas kërkimeve mund të bëhet fjalë për Konstandin Dukën nga Përmeti.

Από τον Αουρέντς Μπέμπια, Γαλλία

Στο βιβλίο στα Γαλλικά « Η ζωή του Αλί Πασά, Βεζίρης των Ιωαννίνων ο επονομαζόμενος Ασλάν η Λιοντάρι», του συγγραφέα Alphonse de Beauchamp, που εκδόθηκε το 1822, βρίσκουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα στην σελίδα 180, σχετικά με την εξομολόγηση ενός αλβανού* φιλοσόφου σχετικά με τον Αλί Πασά Τεπενλελί

Στην συνέχεια ολόκληρο το κείμενο σα αλβανικά από τον Αουρέντς Μπέμπια – Μπλόγκ “Dars (Klos), Mat – Albania”:


« Η κυβέρνηση του είχε απολογητές: Ο Πρόξενος της Γαλλίας (François Pouqueville) αναφέρει ως μαρτυρία, τις σκέψεις ενός «αλβανού» φιλοσόφου, που γνώριζε την Γαλλία, και είχε καθίσει στο Παρίσι και μάλιστα είχε επισκεφτεί, συγγραφείς της εποχής του όπως ο Βολτέρος. Ο ηλικιωμένος αυτός άντρας είχε πει σ’ αυτόν, αυτά τα λόγια:
«Στην Πρεμετή έχω γεννηθεί. Ο σοφός και προσεχτικός άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος παντού. Εγώ είμαι το αδιαμφισβήτητο παράδειγμα. Έχω δει τα Βερσάγια και τον Βασιλιά της Γαλλίας , έχω δει τον καλύτερο πολιτισμό, έχω ζήσει ανάμεσα στο πιο ευγενικό λαό στο κόσμο, και ανεξάρτητα από αυτά έχω επιθυμήσει την πατρίδα μου.

Για δεκαπέντε χρόνια ήμουν μεταφραστής του Βεζίρη Αλί Πασά, χωρίς να είναι αχάριστος ή να με τιμά ιδιαίτερα. Την κυβέρνηση του, την οποία εσείς σίγουρα θα κρίνετε με αυστηρότητα, είναι ανάλογη με τους ανθρώπους που διατάζει, οι αδικίες και οι αγριότητες  του,  τα πάντα είναι κατάλληλα και ανάλογα  με την άγρια φύση των αλβανών.
Χρειαζόταν ένας τύραννος για να εξουσιάσει έναν λαό αρπακτικών. Τα λόγια μου να μην σας εκπλήσσουν, αλλά δέκα χρόνια νωρίτερα εσείς ή θα είχατε σκοτωθεί ή θα είχατε πωληθεί ως σκλάβος, από αυτούς που σήμερα σας συνοδεύουν και καλωσορίζουν»
·       Η ταυτότητα του «αλβανού» φιλοσόφου, δεν αναφέρεται αλλά  μάλλον πρόκειται για τον έλληνα Κωνσταντίνο Δούκα από την Πρεμετή.
Μετέφρασε επιμελήθηκε Πελασγός Κορυτσάς

Shtetësia shqiptare e Kryepeshkopit Anastas dhe fundi i alibisë për kundërvënien e jo ortodokseve ndaj ortodoksisë në Shqipëri

Shtetësia shqiptare e Kryepeshkopit Anastas dhe fundi i alibisë për kundërvënien e jo ortodokseve ndaj ortodoksisë në Shqipëri
Nga Panajot Barka
Në ditën e madhe për Krishtërimin, Krishtlindjet, të gjitha medjat në Shqipëri kishin si lajm të parë vendimin e Presidentit të Republikës Ilir Meta për dheniën e shtetësisë shqiptare Kryepeshkopit të Kishes Ortodokse të Shqipërisë, fortlumturisë së tij Anastas!
Fillimisht u duk se lajmi meritonte përgëzime pasi ruajti të paktën “asnjanësinë profesionale”, dmth, nuk pati reagime, për më shumë negative. Kjo tërheq vëmendjen, pasi po ndodhte për herë të parë një qëndrim i tillë me adresë Kryepeshkopin Anastas dhe për një “lajm” që ai e priti për 25 vjet.  U duk se ishte një zhvillim që e bënte të pavlefshme alibinë e pesë paraardhësve të presidentit Meta që ia mohuan këtë kërkesë të ligjshme Fortlumturisë së tij Anastas për gjithë ciklin e kontributit të tij në favor të KOASH, me preteksin se u trembëshin reagimeve negative të jo ortodokseve. E vërtet është se ky argument i bënte krerët e lartë të shtetit aq rezistentë saqë nuk pranonin as ndërhyrje të faktorëve ndërkombëtarë për këtë çeshtje, gjë që do të thotë se vendimi ishte ndërgjegje e brendshme e tyre. (Por, nëse Kryepeshkopi është grek dhe kjo përbënte pengësë, atëherë çfarë duhet menduar per ata mijra shqiptarë në Greqi që në respekt të ligjit kanë marrë, ose pritet të marrin nënshtetesinë greke ?!).
Fatkeqësisht, situata “e lajmit profeesionist” për vendimin e Metës si hap në frymë evropiane dhe që po shkrinte akujt me Athinën, zgjati vetëm një ditë. Detashmentët e reagimeve negative jashtë ortodoksisë ia bëhen mënjëherë një ditë më pas me një egërsi cfilitese. Madje pati nga ata tribalë që fituan të drejtën për t’i kërkuar llogari Presidentit për arsyet e vendimit të tij!!  Duke marrë parasysh aktin e Presidentit Meta si të tillë, (aspektin ligjor, kontributin e Kryepeshkopitnë ringritjen nga hiri të KOASH dhe kapacitetin intelektual me spekter botëror të tij të venë në funksion të vendit, anën humane me dimesion kohën e pritjes dhe moshën e vet Kryepeshkopit, por edhe momentin politik në lidhje me marrëdhëniet me Greqinë dhe hapat e Shqipërisë drejt BE-së), këto reagime nuk mund të justifikojnë nivelin intelektual, kulturor dhe profesional të pretenduar të autoreve të tyre. Por, ajo që u vu re është se arsyeja e vërtetë e tyre për këto reagime mbëtet e njëjtë. Ajo nuk ka të bëjë aq me figurën e Kryepeshkopit, se sa me atë që ai përfaqëson në Shqipëri, KOASH-in. Kat ë bëjë me mbylljen e çdo dritareje që mund të prodhojë marrëdhënie miqësore me Greqinë. Dhe fatkeqësisht, nuk shpreh thjesht komplekset e së kaluarës së largët, porse në këto komplekse gjejnë terren më të përshtashme interest e të tretëve dhe zhbirimi i interesave të brendshme politike.
Pikërisht në këtë qasje duhet kërkuar dhe arsyeja se përse nuk pati edhe kësaj here as reagime pozitive, madje as nga elita ortodokse. (Perjashto aktorin e madh Robert Ndrenika, i cili kesaj here nuk fshehu origjinën dhe përkatësinë e tij fetare midis emrit Robert dhe mbiemrit Ndrenika). Ky fakt nuk mund të lidhet me arsyetimin se është non sens të shprehesh konsiderata të larta, se më në fund u kapercye një refuzim absurd 25-vjecar duke shkelur ligjin shqiptar nga vet presidentët e Republikes. Aq më tepër kur Kryepeshkopi tregoi se nuk i duhej fare nënshtetësia shqiptare për  t’u përkushtuar me përgjegjësinë e një qytetari të devotshëm të këtij vendi, për të ndërmarrë veprën e tij të pamatë në shërbim të Kishës Ortodokse Autoqefale Shqiptare dhe të shoqerisë shqiptare, apo të përdorte kredibilitetet personale që janë të një niveli ndërkombëtar për të promovuar Shqipërinë në botë, më shumë se çdo figure politike në vend.
Në këto rrethana kuptohet se nënshtetësia shqiptare ishte për Kryepeshkopin Anastas një mjet për të treguar se edhe shteti shqiptar e pranonte Kryepeshkopin si pjesë të vet, ashtu siç e konsideronin ortodokset shqiptarë dhe populli shqiptar, pavarësisht përkatësisë fetare, ose ashtu si vet Kryepeshkopi përjetonte si qëllim sublim përkushtimin ndaj kishës ortodokse të Shqiperisë!
Kuptohet që mungesa e reagimeve pozitive nga besimtarët Ortodoksë dhe elita ortodokse, nuk lidhet aq me mungesën e motiveve për t’ u shprehur pozitivisht, se sa me faktin se këta faktorë e kuptojnë se vendimi i presidentit për t’i dhenë nënshtesinë shqiptare Kryepeshkopit të tyre Anastas, nuk do ta shpetojë ortodoksinë shqiptare nga paragjykimet e njohura të pseudonacionalisteve shqiptarë me përkatesi fetare joortodokse.  Për këtë nuk përbën garanci as deklarata e Kryepeshkopit Anastas se pasardhësi i tij në fronin e kreut të KOASH do të jetë me siguri një shqiptar. Një zhvillim i tillë do të krijojë garancinë se atëherë do të bjerë alibia e derisotshme që kësi paragjykimesh dhe qëndrimesh denigruese për ortodoksinë në Shqipëri lidhen me identifikimin e kreut të saj me “pretendimet armiqësore” greke ndaj Shqipërisë. (!!)
Kultivuesit e këtyre tezave të nxjerra nga mjedisi i shekullit XIX, nuk arriten kurre të shikojnë e të vlerësojnë veprën e Kryepeshkpit në krye të KOASH-it, që për nga përmasat konsiderohet totalisht e pamundur për një kohë kaq të shkurtër dhe nga një njeri i vetëm, qoftë ai edhe i perendishëm  dhe të realizuar pa asnje kacidhe nga buxheti i shtetit shqiptar. Ata e neglizhojnë ose e mohojnë atë, jo për të mohuar figurën e Kryepeshkopit Anastas, por pikërisht për të neutralizuar vepren e tij, që tanimë është identifikuar me këtë Kishë në të gjitha drejtimet. Pra, i tremben kësaj vepre se u vështirëson kundërvënien ndaj Ortodoksisë Shqiptare, kontributi i personaliteteve të secilës, pavarësisht nga motivet, qëndron në themelet dhe në terësinë e konstruktit të shtetit shqiptar. E tregoi më së miri këtë censusi i vitit 2011 ku dhe vet shteti tregoi se i intereson që numri i ortodokseve në Shqipëri të jetë më i pakët se numri që japin analet statistikorë  të Perandorisë Otomane të fundit të shek XIX, ose përpjekjet e pafundme për të eliminuar trashëgiminë e pasur kulturore të këtij besimi, pasi  kjo pasuri ka vulën e kulturës greke, qoftë të drejtpërdrejtë, qoftë si misherim të perandorive bizantine dhe otomane !!! Ndodh kështu kur dihet se ajo nuk është pasuri kulturore e kryepeshkopit Anastas por e popullit shqiptar, kur dihet se vlerat e vetme aktive me akses perendimor nga trashëgimia e së kaluarës lidhen me këtë besim dhe kulturën e vet shpirtërore dhe materiale.
Një gjykim i tillë lejon vlerësimin se akti i presidentit I. Meta nuk u shpeton dozave të ironisë dhe të cinizmit, që evidentohet tek pyetja:-Përse i duhet nënshtetësia Shqiptare Kryepeshkopit Anastas në këto momente dhe kur për shkak të moshës i kërkohet të deklarojë se kush do të jetë pasardhësi i tij!? Apo mos vallë Kryepeshkopi Anastas do të shpresojë se një ditë të së ardhmes do të pohohet se ringritja nga themelet e Kishës Ortodokse Shqiptare eshtë vepër e Kryepeshkopit me shtetësi shqiptare Anastas!?
Sado i vërtetë, ky argument ngjason i paqëndrueshëm po të kemi parasysh nivelin e lartë të institucioneve dhe të personaliteteve të involvuar në këtë çeshtje. Më i besueshëm duket argumenti që faktorët e këtij niveli e pranuan bashkarisht këtë sfidë ironie, për t’u shërbyer qëllimeve më të larta.
Kjo do të thotë se vendimi i Presidentit Meta i shkon përshtat rolit protagonist në sfidat kalimtare historike që ka përpara vendi, rol që atij i siguron një distancë nga vulgu politik në vend, ku nuk mbetet pa përmendur edhe emri i tij. U duk kjo qartë në të gjitha qëndrimet e fundit të Presidentit, si ndaj zgjedhjes së Prokurorës së Përgjithshme me mandate të përkohshëm, ashtu dhe përsa i përket votës së qeverisë në OKB për çeshtjen e Jeruzalemit. Në këtë rrjedh shkon edhe vendimi për shtetësinë shqiptare të Kryepeshkopit Anastas, pasi Meta është njohës shumë i mirë i faktorit Greqi në skaqerën e politikës ndërkombëtare dhe rolin e saj gjeostrategjik me rendësi për aleatët perendimorë dhe akti i tij në spektrin human, tejkalon çdo ngerç që prodhojnë bisedimet për zgjidhje paketë të problemeve midis dy vendeve. (!!!)
Në këtë linjë, javët e fundit qeveria ndryshoi totalisht kursin e politikës së saj me Greqinë dhe jo aq thjeshtë për të përmirësuar marrëdhëniet midis dy vendeve, se sa paralelisht me këtë, për t’i hequr nga dora Greqisë të drejtën për mbajtur ose për të inspiruar qëndrime që mund të pengojnë hapjen e negociatave për integrimin e vendit në familjen evropiane. Në këtë prizëm duhen pare edhe dy vendimet e fundit të qeverisë, po në prag të Krishtlindjeve, për problemin 76vjeçar të eshtrave të ushtarëve grekë renë në token shqiptare në betejën e parë fituese ndaj fashizmit në luftën e dytë Botërore, aq i ndjeshëm në Greqi. Mirëpo pala greke, duke u nisur nga fakti se këto hapa të qeverisë shqiptare ngjajnë si dy pika uji me situatën e vitit 2009, kur Athina dha çfarë kërkoi Tirana, por Tirana nuk iu përmbajt premtimeve, sidomos përsa i përket  çeshtjes së eshtrave të ushtarëve grekë dhe marrëveshjes së detit, ka rezerva besueshmerie shumë të larta ndaj hapave të mirëkuptimint të qeverisë Shqiptare, deri në atë shkallë saqë takimi i pritshëm i Korçës mund të shenojë edhe kthim prapa krahasimisht me atë të Kretës. Aq më tepër që kërkesa e pales shqiptare për riabrogimin e dekretit të gjendjes së luftes gjithnjë e më shumë lidhet me kërkesa të tjera që s[ kanë të bëjnë fare më të.
Në këto rrethana lëvizja e Metës me shtetësinë e mohuar Kryepeshkopit Anastas, përbën një lëvizje në një nivel tjetër për të shkuar drejt Athinës, kur dihet se Kryepeshkopi Anastas ishte bërë shpesh ndërmjetësi me rezultativ për të rregulluar marrëdhëniet me Athinën kur ato i minonte politika e ditës. Meta, nga posti i Presidentit të Republikës me vendimin e tij, është e sigurt se mendoi hapin e tij drejt Athinës, si kontribut për Shqipërinë, por edhe për vete. Reagimi pozitiv i niveleve të larta të politikës greke ndaj këtij vendimi e vërteton këtë konkluzion. Aq më shumë që ai ka një shans tjetër më të rendësishëm, atë të rinovimit të Traktatit të Miqësisë me Greqinë që përbën eksluzivitet të të dy presidenteve.  FUND (Javanews)

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Μία Προσευχή...-Një Lutje…


Një Lutje…

O Zot,

Sa njerëz... dhe për sa shumë arsye... e gdhijnë, me mundime dhe vështirësi.  Dërgo bekimin tënd Hyjnor për çdo përpjekje që bëhet për të mirën.

Midis tyre dhe unë, kapitem trupërisht o Zot, mundohem dhe punoj për dashurinë Tënde.

Qoftë emri Yt i lavdëruar që lejon të të ofroj edhe unë diçka, të kontribuoj edhe unë diçka në Kishën Tënde të shënjtë dhe madhështore.

E di që i neveritshëm është përpara Teje rënkimi, por... si të t’a them ndryshe o Krishti im, disa momente janë më të vështira se të tjerat.  Ka momente që ndjej lodhje tepër të rëndë.  Gjunjët përulen, sytë mbyllen, trupi i padisiplinuar nuk i bindet shpirtit.

Por ti o Zot n’a mësove që “forcat në sëmundje e dobësi përsosen”.

Qoftë gjithmonë emri Yt i lavdëruar... për dobësinë time dhe përforcimin prej Teje.  Qoftë emri Yt i lavdëruar që lejon me kaq pak të bëhen kaq shumë gjëra.

Qoftë emri Yt i lavdëruar që bekon dhe bën të mundur që përpjekia e vogël të sjellë pemë njëqindfish.

Të falenderoj Ty o Zot që zgjodhe të dobëtit dhe të vegjëlit e botës për të turpëruar të fuqishmet.

O Zot zgjate përdëllimin Tënd.  Jepu forca titanike trupave të dobët dhe të pamundur.

Jepu o Zot dëshirë, vullnet dhe vendosmëri për të kryer betejën deri në sakrificë, deri në fund.

Mbushe me flakën e Hirit Tënd shpirtin, që të fitojë mbi lodhjen,  rraskapitjen, mbi dobësinë, që kështu t’i nënshtrohet shpirtit natyra njerëzore.

Mbushe me Hirin Tënd të shënjtë punën e duarve tona të dheshme.  Amin

.................................

Një Lutje

O Zot Jisu Krisht,
I Pagabueshëm dhe i Pamëkatë Bir i Perëndisë së lartë,
ul kryet dhe gjunjëzohem përpara Teje...
Dhe të lutem, o Zot, më fal gabimet e mia...
Gabimet e mëdha dhe ato të vogla...
Gabimet e shfaqura të cilat skandalisën njerëzit,
Gabimet e fshehta të cilat tronditën ëngjëjt...
Gabimet të cilat i kuptova dhe më përulën...
Gabimet të cilat kurrë nuk i pranova por i lashë të madhohen
Gabimet të cilat shkaktuan probleme tek njerëzit përreth,
dhe të cilat shkaktuan zemërim, dhimbje dhe zhgënjim...
Më fal pra gabimet të cilat i di dhe ato që nuk i di.
Gabimet të cilat më bënë të ndjej turp, por edhe ato
të cilat më bënë që ndjej fshehurazi krenari.
Gabimet e mia o Zot m’i fal dhe fshiji...
sepse janë të shumta dhe më lodhin si një ngarkesë e rëndë
mbi supe, sepse nuk dua t’i bëj përsëri.

Ndriçomë o Jisu i Pamëkatë dhe i Pagabueshëm, të ndreq gabimet e mia...
Më ndihmo që të zëvendësoj çdo gabim timin me një vepër të drejtë dhe të mirë, me një veprim të mënçur.

Më ndihmo të pakësoj gabimet e mia, që kështu të mos mbushet jeta ime plot me zgjedhje të gabuara, por le të dalë përpara Teje si një buqetë lulesh me përcaktime të sakta dhe të ndriçuara prej Teje, si një buqetë lulesh me mendime dhe vepra të hirëshme dhe të frymëzuara prej Hirit Tënd të Shënjtë. Amin.