Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ορθόδοξο βίωμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ορθόδοξο βίωμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

Njeri i Zotit nuk deklaron por dukesh…. – Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι….

                                                      
Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι. Έχουμε κουραστεί από τους δήθεν. Από αυτούς που αυτοπροβάλλονται έστω και «ταπεινώ τω τρόπω». Αυτούς που πίσω από το χαμόγελο κρύβουν ακονισμένα για κατάκριση και «ιερές» μάχες δόντια .
Όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την εκκλησία για να διαμορφώσουν ένα προφίλ πνευματικότητας ώστε να εξασφαλίσουν την αίσθηση δύναμης που δεν βρήκαν στο κόσμο.
Στην εκκλησία δεν σώζεται ο ισχυρός, ο τέλειος, ο καπάτσος, ο καταφερτζής, εκείνος που τα κατάφερε, που νίκησε, που εξυψώθηκε, αλλά εκείνος που ταπεινώθηκε, που πόνεσε, που δυσκολεύτηκε, που ταλαιπωρήθηκε, λαβώθηκε και στην αγάπη αναστήθηκε.
Η εκκλησία ανήκει στους ταπεινούς αυτού του κόσμου, σε αυτούς που ζουν στα αζήτητα της εξουσίας και της δύναμης. Των υπαρξιακά λαβωμένων, ψυχικά κουρελιασμένων, εκείνων που έγλειψαν τα πατώματα της προσωπικής τους μοναξιάς και οδύνης και αισθάνθηκαν την ολική απογύμνωση της υπάρξεως τους.
Κουραστήκαμε και πολλές φορές λυγίσαμε, κλάψαμε και πενθήσαμε για μια παραχάραξη και παραμόρφωση του εκκλησιαστικού ήθους και της χριστιανικής κατανόησης, που κρατά το περικάλυμμα της παραδόσεως και χάνει με υπαρξιακά εκκωφαντικό ήχο την ουσία της χριστιανικής ζωής.
Για όλους εκείνους που βαπτίζουν αρετές τα πάθη και τις κακίες τους. Αυτούς που ζουν την κατά Χριστώ ζωή με σκοπό και στόχο, δίχως αγάπη, έρωτα και ελευθερία. Που περιμένουν πάντα κάτι να πάρουν, που αισθάνονται ότι κάποιος πάντα τους χρωστά.
Δεν είναι χριστιανικά στήθη αυτά που μετρούν τι δίνουν και τι παίρνουν, μα εκείνα που αγαπούν δίχως να περιμένουν.
Δεν είναι χριστιανή ψυχή εκείνη που νιώθει αυτοδικαιωμένη και ναρκισσιστικά ολοκληρωμένη στην ζάλη της αρετής και της θρησκευτικής δικαίωσης της. Ο χριστιανός δεν είναι δικαιωμένος, αλλά αγαπητικά σωσμένος. Η σωτηρία του, είναι καρπός αγάπης, και όχι κατορθωμάτων. Αίσθηση και εμπειρία ότι κάποιος με αγαπάει πολύ κι ας έχω τα χάλια μου, κι ας είμαι αδύναμος και ας μην έχω τίποτε να καυχηθώ πέρα της αγάπης του Θεού.
Ο παράδεισος δεν είναι κατάκτηση αλλά δωρεά. Είναι καρπός σχέσης και όχι κατάκτηση ισχυρών και υψηλών θρησκευτικών επιδόσεων.
Δεν σώζομαι επειδή κάτι σπουδαίο έκανα, αλλά επειδή κάποιον αγάπησα και με αγάπησε.
Όσο και αν το δηλώσεις άνθρωπος του Θεού, δεν θα γίνεις, εάν η χαρά και η ειρήνη δεν κατακλείσουν την ύπαρξη σου. Ας κάνουμε όσες νηστείες θέλουμε, αγρυπνίες και προσευχές, ας έχουμε Γέροντα τον πιο γνωστό πνευματικό της ορθοδοξίας, ας βγάλουμε όσες φωτογραφίες θέλουμε με στάρετς και οσίους, η χάρις δεν θα έρθει εάν δεν σταματήσουμε να την ζητούμε με την εσωτερική αδιάγνωστη πολλές φορές σκοπιμότητα, να κτίσουμε την εικόνα μας, το αυτοειδωλό μας, το εγωιστικό θρησκευτικό προφίλ μας. Για να αισθανθούμε ότι κάτι καταφέραμε και κάποιοι είμαστε.
Η χάρις δεν εκβιάζεται, ούτε εξαγοράζεται, δωρίζεται και εκχέεται αγαπητικά στους ταπεινούς, αφανοίς, πληγωμένους και αγαπητικά στραμμένους προς τον Θεό. Εκείνους που απογυμνώθηκαν και ξαρματώθηκαν από όλες τις αυταπάτες του κόσμου, όλες τις δυνάμεις και εξουσίες, από όλα τα είδωλα ακόμη και το ίδιου τους του εαυτού.
...................................................

Njeri i Zotit nuk deklaron por dukesh. Jemi lodhur nga të shtirurit. Nga ata që vetëdeklarohen qoftë dhe në mënyrë “të përulur”. Nga ata sa prapa buzëqeshjes fshehin dhembët e tyre të mprehur për gjykim dhe beteja “të shenjta”.

Të gjithë atyre që përdorin kishën që të krijojnë një profil shpirtëror, në mënyrë që të sigurojnë ndjenjën e fuqisë që nuk gjetën në botë.
Në kishë nuk shpëton i forti, i përsosuri, kapadaiu, ai që ja del mbanë, ai që ja doli, ai që fitoi që u ngrit, por ai që u përul, që dhembi, që u vështirësua, që u stërmundua, dëmtua dhe nga dashuria u ngjall.
Kisha i përket të përulurve të kësaj bote, tek ata që jetojnë në të padukshmet e pushtetit dhe forcës. Ju përket të plagosurve ekzistencialisht, atyre që lëpinë dyshemetë e vetmisë së tyre personale dhe të dhimbjes dhe ndjenë zhveshjen totale së qënijes së tyre.
U lodhëm dhe shpesh herë u përkulëm, qamë dhe vajtuam për shtrembërimin dhe shpërfytyrimin e moralit kishtar, që mban mbulesën e traditës dhe humbet me tingull shurdhues ekzistencial esencën e jetës së krishterë.
Për të gjithë ata që pagëzojnë virtyte pasionet dhe ligësitë e tyre. Ata që jetojnë jetën më Krishtin me qëllim dhe synim, pa dashuri, eros dhe liri.
Që presin gjithmonë diçka të marrin, që ndjejnë që dikush gjithmonë diçka ju ka hua.
Nuk janë gjokse të krishtera ato që matin se çfarë japin, por ato që duan pa pritur asgjë.
Nuk është shpirt i krishterë ai që ndjehet i vetëdrejtësuar dhe i plotësuar narkicikisht në dalldisjen e virtytit dhe të përligjjes së tij fetare. Shpëtimi i tij, është fryt i dashurisë, dhe jo i arritjeve. Ndjesia dhe eksperienca se dikush më do shumë dhe le të jem mos më keq, dhe le të jem i dobët dhe le të mos kem asgjë që të mburrem përveç dashurisë së Zotit.
Parajsa nuk është një diçka që pushtohet por është dhuratë. Është frut i marrdhënies dhe jo pushtim i të fortëve dhe performancave të mëdha fetare.
Nuk shpëtojmë sepse diçka të madhe kam bërë, por sepse dikë e desha dhe më deshi.
Sado që të deklarosh se je njeri i Zotit, nuk do të bëhesh, nëse gëzimi dhe paqja nuk përmbytin ekzistencën tënde. Le të bëjmë sa kreshmë të duam, sa lutje të përnatëshme , le të kemi si Jerond, atin më të njohur të orthodhoksisë, le të nxjerrim sa fotografi të duam me starec apo oshënarë, hiri nuk do të vijë nëse nuk ndalojmë ta kërkojmë shpesh herë me qëllimin tonëtë brendshëm të pa diagnostikushëm , që të ndërtojmë imazhin tonë, vetëidhullin tonë, profilin tonë fetar egoist. Që të ndjejmë se diçka arritëm dhe dikush jemi.
Hiri nuk shantazhohet, as blihet, falet dhe derdhet me dashuri tek të përulurit, të padukshmit, të plagosurit dhe tek ata sa janë kthyer me dashuri tek Zoti. Atyre që u zhveshën dhe u çarmatosën nga shumë iluzione të botës, nga të gjitha forcat dhe pushtetet, nga të gjithë idhujt akoma dhe të vetë vetes së tyre.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Άγιος Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός - Shën Nikolla çudibërësi

Image result for αγίος νικόλαος
Ὁ Νικόλαος, πρέσβυς ὢν ἐν γῇ μέγας,
Καὶ γῆς ἀποστὰς εἰς τὸ πρεσβεύειν ζέει.
Ἕκτῃ Νικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.
Βιογραφία
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους και έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.), Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) και Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Αλλά ο Νικόλαος, εμπνεόμενος από φιλάνθρωπα συναισθήματα, διέθετε την περιουσία του για να ανακουφίζει άπορα, ορφανά, φτωχούς, χήρες, στενοχωρημένους οικογενειάρχες. Ένας μάλιστα, θα διέφθειρε τις τρεις κόρες του, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, μυστικά σε τρεις νύκτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά φλουριά στην κάθε μία. Έτσι, οι τρεις κόρες αποκαταστάθηκαν και γλίτωσαν από βέβαιη διαφθορά.

Στην συνέχεια αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο, λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του τιμήθηκε, χωρίς να το επιδιώξει, αρχικά με το αξίωμα του Ιερέα στα Πάταρα και συνέχεια με το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων. Από τη θέση αυτή καθοδηγούσε με αγάπη το ποίμνιό του και ομολογούσε με παρρησία την αλήθεια. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τους τοπικούς άρχοντες και ρίχτηκε στη φυλακή.

Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, όπου ξεχώρισε για τη σοφία και την ηθική του τελειότητα.

Ο Άγιος Νικόλαος ήταν προικισμένος και με το χάρισμα της θαυματουργίας με το οποίο έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του το 330 μ.Χ. Για παράδειγμα όταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος στη θάλασσα - λόγω σφοδρών ανέμων - και επικαλέστηκε το όνομα του αγίου σώθηκε και μάλιστα ενώ βρισκόταν στη μέση του πελάγους βρέθηκε αβλαβής στο σπίτι του. Το θαύμα έγινε αμέσως γνωστό στην Πόλη και ο λαός προσήλθε αμέσως σε λιτανεία και αγρυπνία προκειμένου να τιμήσει το θαυματουργό Άγιο.

Περί των Ιερών Λειψάνων του Αγίου

Ο τάφος του Αγίου Νικολάου στη Βασιλική του Μπάρι, ανοίχθηκε αναγκαστικά το 1953 μ.Χ., κατά την διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών, την νύκτα της 5ης προς 6ης Μαΐου. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε επιτροπή από τον Πάπα, με Πρόεδρο τον τότε Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο του Μπάρι Ερρίκο Νικόδημο, στην οποία ανατέθηκε η κανονική αναγνώριση των λειψάνων του τάφου. Παράλληλα ο αναγνωριστικός έλεγχος και η καταμέτρηση των οστών ανατέθηκε στον Καθηγητή της Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι Λουΐτζι Μαρτίνο και τον βοηθό του Γιατρό Αλφρέντο Ρουγγίερι.

Τα Λείψανα μέσα στη λάρνακα έπλεαν σέ ένα διαυγές, άχρωμο και άοσμο υγρό, το οποίο είχε βάθος τρία περίπου εκατοστά. Η εξέταση του υγρού αυτού από τα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Μπάρι απέδειξε, ότι επρόκειτο για καθαρό νερό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς! Η έρευνα απέδειξε, ότι το υγρό αυτό προήρχετο από τις μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστέων!

Η τρίτη ιστορικά ανακομιδή έγινε την νύκτα της 7ης προς 8ης Μαΐου 1957 μ.Χ., με σκοπό νέα αναγνώριση, καταμέτρηση, ανατομική και ανθρωπολογική μελέτη, πριν την οριστική κατάθεση στην λάρνακα, μετά το πέρας των αναστηλωτικών εργασιών. Στην ιατρική ομάδα συμμετείχε την φορά αυτή και ο Γιατρός Λουΐτζι Βενέζια. Τα αποτελέσματα της ανθρωπολογικής εξετάσεως των Ιερών Λειψάνων υπήρξαν εντυπωσιακά. Διαπιστώθηκε, ότι ανήκαν σέ ένα και το αυτό άτομο και μάλιστα σε άνδρα που είχε ύψος 1.67 περίπου, τρεφόταν κυρίως με φυτικά προϊόντα και πέθανε σε ηλικία μεγαλύτερη των 70 ετών. Το άτομο αυτό ανήκε στην λευκή Ινδοευρωπαϊκή φυλή.

Η κατάσταση ορισμένων οστών έδειξε ακόμη, ότι το άτομο στο οποίο ανήκαν, πρέπει να είχε υποφέρει πολύ κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, που του άφησαν σημάδια στην υπόλοιπη ζωή του. Η αγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα και η διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση, πρέπει να κληρονομήθηκαν από κάποια υγρή φυλακή, όπου πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία.

Η ιχνογραφική ανάπλαση του προσώπου, με την μέθοδο της υπερσκελετικής αναπλάσεως των μαλακών μερών της κεφαλής, απέδωσε επίσης θεαματικά αποτελέσματα. Τα σχετικά ιχνογραφήματα που δημοσίευσε ο Καθηγητής Μαρτίνο, βρίσκονται σε συμφωνία με τις παλαιότερες απεικονίσεις του Αγίου, εκείνη της Αγίας Μαρίας της Πρώτης (στη Ρώμη, 8ος ή 9ος αιώνας μ.Χ.) και αυτή του Παρεκκλησίου του Αγίου Ισιδώρου, στον Ναό του Αγίου Μάρκου (στη Βενετία, ψηφιδωτό του 12ου αιώνα μ.Χ.).

Δηλαδή, με τις εξετάσεις των Λειψάνων του Αγίου Νικολάου, πιστοποιήθηκε η γνησιότητά τους, αποδείχθηκε επιστημονικά η μυροβλυσία του και επίσης ότι η πάροδος του χρόνου δεν άμβλυνε την μνήμη των βασικών χαρακτηριστικών της μορφής του, όπως τα διέσωσε η Ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση (πρόσωπο ασκητικό, ευγενικό, με αρμονικές αναλογίες, υψηλό και πλατύ μέτωπο, μεγάλα μάτια - ελαφρά βαθουλωτά - έντονα ζυγωματικά, φαλάκρα). (Βλ. Αντ. Μάρκου, «Τα Λείψανα του Αγ. Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας και οι ιστορικές τους περιπέτειες»· Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας, φ. 44/1994, σελ. 98 - 106· αγγλική έκδοση από το Κέντρο Παραδοσιακών Ορθοδόξων Σπουδών Έτνας Καλιφορνίας, 1994).

......................................
6 dhjetor - Shën Nikolla çudibërësi

Lindi në shekullin e 3-të nga prindër të krishterë në Patara të Azisë së Vogël jugperëndimore. Të mërkurat dhe të premtet pinte gji vetëm në darkë. Mbeti jetim që i ri dhe jetoi si murg duke bërë vepra të mira dhe mbrekulli. 
Midis të tjerash kur një i pasur që ishte varfëruar mendonte të nxirrte tri bijat e tij në prostitucion me qëllim që të mund të jetonin, shenjti që kishte hirin të parashihte gjërat shkoi natën fshehurazi dhe hodhi në shtëpi florinj. Kështu ai martoi vajzën e tij të parë. E njëjta gjë u përsërit edhe me vajzën e dytë, derisa herën e tretë, prindi, të cilit i ishte bërë kjo bamirësi dhe që ishte shumë mirënjohës, duke përgjuar e pa dhe e kapi oshënarin, i cili i kërkoi që të mos tregonte asgjë. 
Ngaqë kërkuan ndihmën e tij, qetësoi tri herë furtunat ose duke udhëtuar, ose duke u shfaqur në mënyrë të çuditshme dhe duke u zhdukur përsëri. Për më tepër, ngjalli një marinar, që kishte vdekur në një aksident. 
Me nxitjen e një engjëlli e hirotonisën episkop të qytetit të afërt Mira - ishte tashmë prift. Shkriu duke ndriçuar për grigjën e tij, saqë, në persekutimin gjatë sundimit të perandorit Dioklitian (284-305) e rrahën, e gjymtuan dhe e burgosën, por në sundimin e Konstandinit të Madh (21 maj) u lirua. Me lutjen e tij rrëzoi një altar pagan. 
Në Sinodin e Parë Ekumenik, të mbledhur në Nikea në vitin 325, për shkak të indinjatës së shenjtë, qëlloi me shuplakë kryeheretikun Arios. 
Tre ushtarakë të dënuar me vdekje për shkak të shpifjeve të thurrura kundër tyre iu drejtuan në lutjen e tyre shën Nikollës. Atëherë iu shfaq në ëndërr perandorit Konstandin i Madh dhe qeveritarit Avlavi, duke u bërë të qartë pafajësinë e ushtarakëve. Kështu shpëtuan dhe u bënë murgj. Hierarku fjeti në paqe në moshë shumë të madhe. 
Mrekullitë e tij janë të shumta. Kështu, një njeri që rrëshqiti në det në kohë stuhie, e thirri në ndihmë dhe menjëherë u gjend në shtëpinë e vet ndërkohë që rrobat e tij kullonin ujë deti! Shenjti, pra, është mbrojtësi i marinarëve, i nderuar në të gjithë botën. 
Më 20 maj kujtohet vendosja e lipsanit të tij në Bari të Italisë, më 9.5.1087, që të mos shkatërrohej nga pushtuesit turq. Atje venerohet deri më sot.
Në Sinaksarin e tij janë futur dhe disa të dhëna të Nikolla sionitit (shekulli i 6-të). 
Nikolla, greqisht = fitorja e popullit.

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Μία Προσευχή...-Një Lutje…


Një Lutje…

O Zot,

Sa njerëz... dhe për sa shumë arsye... e gdhijnë, me mundime dhe vështirësi.  Dërgo bekimin tënd Hyjnor për çdo përpjekje që bëhet për të mirën.

Midis tyre dhe unë, kapitem trupërisht o Zot, mundohem dhe punoj për dashurinë Tënde.

Qoftë emri Yt i lavdëruar që lejon të të ofroj edhe unë diçka, të kontribuoj edhe unë diçka në Kishën Tënde të shënjtë dhe madhështore.

E di që i neveritshëm është përpara Teje rënkimi, por... si të t’a them ndryshe o Krishti im, disa momente janë më të vështira se të tjerat.  Ka momente që ndjej lodhje tepër të rëndë.  Gjunjët përulen, sytë mbyllen, trupi i padisiplinuar nuk i bindet shpirtit.

Por ti o Zot n’a mësove që “forcat në sëmundje e dobësi përsosen”.

Qoftë gjithmonë emri Yt i lavdëruar... për dobësinë time dhe përforcimin prej Teje.  Qoftë emri Yt i lavdëruar që lejon me kaq pak të bëhen kaq shumë gjëra.

Qoftë emri Yt i lavdëruar që bekon dhe bën të mundur që përpjekia e vogël të sjellë pemë njëqindfish.

Të falenderoj Ty o Zot që zgjodhe të dobëtit dhe të vegjëlit e botës për të turpëruar të fuqishmet.

O Zot zgjate përdëllimin Tënd.  Jepu forca titanike trupave të dobët dhe të pamundur.

Jepu o Zot dëshirë, vullnet dhe vendosmëri për të kryer betejën deri në sakrificë, deri në fund.

Mbushe me flakën e Hirit Tënd shpirtin, që të fitojë mbi lodhjen,  rraskapitjen, mbi dobësinë, që kështu t’i nënshtrohet shpirtit natyra njerëzore.

Mbushe me Hirin Tënd të shënjtë punën e duarve tona të dheshme.  Amin

.................................

Një Lutje

O Zot Jisu Krisht,
I Pagabueshëm dhe i Pamëkatë Bir i Perëndisë së lartë,
ul kryet dhe gjunjëzohem përpara Teje...
Dhe të lutem, o Zot, më fal gabimet e mia...
Gabimet e mëdha dhe ato të vogla...
Gabimet e shfaqura të cilat skandalisën njerëzit,
Gabimet e fshehta të cilat tronditën ëngjëjt...
Gabimet të cilat i kuptova dhe më përulën...
Gabimet të cilat kurrë nuk i pranova por i lashë të madhohen
Gabimet të cilat shkaktuan probleme tek njerëzit përreth,
dhe të cilat shkaktuan zemërim, dhimbje dhe zhgënjim...
Më fal pra gabimet të cilat i di dhe ato që nuk i di.
Gabimet të cilat më bënë të ndjej turp, por edhe ato
të cilat më bënë që ndjej fshehurazi krenari.
Gabimet e mia o Zot m’i fal dhe fshiji...
sepse janë të shumta dhe më lodhin si një ngarkesë e rëndë
mbi supe, sepse nuk dua t’i bëj përsëri.

Ndriçomë o Jisu i Pamëkatë dhe i Pagabueshëm, të ndreq gabimet e mia...
Më ndihmo që të zëvendësoj çdo gabim timin me një vepër të drejtë dhe të mirë, me një veprim të mënçur.

Më ndihmo të pakësoj gabimet e mia, që kështu të mos mbushet jeta ime plot me zgjedhje të gabuara, por le të dalë përpara Teje si një buqetë lulesh me përcaktime të sakta dhe të ndriçuara prej Teje, si një buqetë lulesh me mendime dhe vepra të hirëshme dhe të frymëzuara prej Hirit Tënd të Shënjtë. Amin.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Σταθεροὶ στὴν ὁμολογία μας!- Të qëndrueshëm në pohimin tonë!

Image result for κυριακη ιδ λουκα
Σταθεροὶ στὴν ὁμολογία μας
«Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38)

O Ἰησοῦς, ἀγαπητοί μου, βαδίζει πρὸς τὴν Ἰεριχώ. Ὅταν πλησίασε στὴν πόλι, ἐκεῖ vας  τυφλὸς ζητιάνος, μόλις πληροφορήθηκε
ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅτι ἐκεῖ μπροστά του περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. 18,38). Ἀλλὰ οἱ ὄχλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ νιώσουν τὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου, δυσφοροῦν γιὰ τὶς φωνές του, τὸν παρατηροῦν καὶ τὸν διατάζουν νὰ σωπάσῃ.

Νὰ σωπάσῃ! Ἀλλὰ σωπαίνει τὸ βρέφος ὅ - ταν εἶνε ἡ ὥρα του νὰ θηλάσῃ καὶ πεινασμέ-νο ζητάῃ τὸ μαστὸ τῆς μητέρας; σωπαίνει ὁ ναυαγὸς ὅταν παλεύῃ μὲ τὰ κύματα καὶ κινδυνεύῃ νὰ πνιγῇ καὶ βλέπῃ στὴν ἀκτὴ κάποιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν σώσῃ; Ἄλλο τόσο μποροῦσε νὰ σωπάσῃ καὶ ὁ τυφλὸς αὐτός, ποὺ ἤξερε ὅτι τόσο κοντά του, σὲ μικρὴ ἀπόστασι ἀπ᾿ αὐτόν, βρισκόταν ὁ Φωτοδότης τοῦ παντός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Φωνάζει λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ δυνατά, ἐπανειλημμένα, καὶ ἀδιαφορεῖ ἂν οἱ θερμὲς παρακλήσεις του προκαλοῦν τὴ δυσαρέσκεια, τὸ θυμό, τὴν ἀγανάκτησι τοῦ κόσμου. Ομολογεί μὲ τὰ λόγια ποὺ λέει φωνάζοντας  τὸν Ἰησοῦ «υἱὸ τοῦ Δαυΐδ», ἀπόγονο δηλαδὴ τοῦ ἐνδόξου βασιλέως Δαυΐδ. Μὲ τὴν προσφώνησί του αὐτή,«υἱὲ Δαυΐδ», τί φανερώνει· φανερώνει ὅτι θεωρεῖ τὸν  Ἰησοῦ Μεσσία, γιατὶ γιὰ τὸ Μεσσία προέλεγαν οἱ προφητεῖες ὅτι θὰ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ. Τὸ «υἱὲ Δαυῒδ» λοιπὸν σημαίνει «Μεσσία».

«Ἐλέησόν με» , τοῦ φωνάζει. Καὶ μὲ τὸ αἴτημα αὐτό, μὲ τὴ θερμὴ αὐτὴ παράκλησι, τὴν ἔντονη καὶ σταθερή, φανερώνει ὅτι πιστεύει στὴ θεότητα τοῦ ταπεινοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὸ συμπεραίνει· κανεὶς ἂν κάνῃ τὴν ἀκόλουθη σύγκρισι ὅπως κάποτε ὁ Δαυῒδ μὲ τὸ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέ γα ἔλεός σου…» ἄρχιζε τὸ γνωστὸ ψαλμό του, τὸν ψαλμὸ τῆς μετανοίας (Ψαλμ. 50,3), ἔτσι τώρα καὶ ὁ τυφλὸς αὐτός, ποὺ νιώθει ὅτι βρίσκεται ἤδη μπροστὰ στὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ζητάει τὸ ἔλεός του λέγοντας τὸν ἴδιο· ἐκεῖνο θεόπνευστο λόγο, «Ἐλέησόν με» ἀπευθύνει στὸν Ἰησοῦ τὴν ἴδια παράκλησι μὲ τὸ Δαυΐδ, ποὺ σημαίνει ὅτι τὸν πιστεύει ὡς Θεὸ ἀληθινὸ ποὺ ἐνανθρώπησε καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ.
* * *     
Ἂς θαυμάσουμε, ἀγαπητοί μου, τὴ σταθερότητα τοῦ τυφλοῦ. Στὴ μέση τοῦ δρόμου κι ἀνάμεσαν σὲ κόσμο μὲ ἐχθρικὲς διαθέσεις ἀπέναντί του, δὲν διστάζει· πρῶτον μὲν νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό καὶ δεύτερον μὲ ταπείνωσι, σὰν ἐλάχιστος δοῦλος τῆς Θείας Μεγαλωσύνης, νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεός του. Στερεὸς σ᾽ αὐτὴ τὴν ὁμολογία του ὁ τυφλός, διδάσκει ὅτι παρόμοια σταθερότητα πρέπει νά ᾽χουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅταν πρόκειται νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Χριστὸ μέσα στὴ σημερινὴ γενεά μας.

Γιατὶ μήπως καὶ σήμερα ὁ κόσμος δὲν ἐνοχλεῖται ὅταν ἀκούῃ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ν᾿ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ ὑποστηρίζουν τὴν πίστι τους; Χαμόγελα, μορφασμοί, εἰρωνεῖες, ἠχηρὰ γέλια καὶ καγχασμοί, νά τί τὸ λιγώτερο περιμένουν τὸ Χριστιανὸ ποὺ θὰ τολμήσῃ π.χ. μέσα σ᾽ ἕνα κοσμικὸ κέντρο νὰ σηκωθῇ ὄρθιος καὶ νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἢ σὲ μιὰ ὁποιαδήποτε συνάντησι νὰ πῇ δυὸ θρησκευτικὲς λέξεις, ν᾿ ἀναφέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος ποὺ ζῇ μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ μὴν ἀκούγεται πουθενὰ ἡ λέξι «Χριστός» καί, ἂν εἶχε τὸ δικαίωμα, θὰ ἔβαζε φίμωτρο· στὰ στόματα ὅλων τῶν ἱεροκηρύκων γιατὶ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀκούῃ ἀλήθειες ποὺ ταράζουν τὴν ἡσυχία του, τὴν ἀνάπαυσί του. Ὁ κόσμος τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς πλάνης δὲν διστάζει νὰ χρησιμοποιήσῃ ἀκόμη καὶ μέσα βίας γιὰ νὰ κλείσῃ τὰ στόματα τῶν Χριστιανῶν, ὥστε νὰ μὴν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ δὲν γινόταν ἀνέκαθεν στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας;
Ὅταν οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης
μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ κήρυτταν μὲ μεγάλη δύναμι τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα, οἱ κοσμικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἀνησύχησαν. Ταράχτηκαν βλέποντας τὴν ταχεῖα διάδοσι τῆς νέας πίστεως «καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι,· μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ» ἀπηγόρευσαν δηλαδὴ αὐστηρὰ στοὺς δύο ἀποστόλους νὰ μιλοῦν καὶ νὰ διδάσκουν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, τοὺς εἶπαν οὔτε κἂν ν᾽ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους νὰ ποῦν τὸ ὄνομά του, οὔτε κἂν ἡ γλῶσσα τους νὰ προ φέρῃ τὴν γλυκύτατη λέξι· «Ἰησοῦς». Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι τί ἀπαντοῦν: Ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, τί λέτε; σᾶς φαίνεται σωστὸ μπροστὰ στὸ Θεό, νὰ ὑπακοῦμε περισσότερο σ᾽ ἐσᾶς παρὰ σ᾽ Ἐκεῖνον; Ἐμεῖς πάντως δὲν μποροῦμε νὰ μὴ λέμε αὐτὰ ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μας κι αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν τ᾽ αὐτιά μας. «Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ, κρίνατε. οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν», δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ μὴν κηρύττουμε ὅσα εἴδαμε κι ἀκούσαμε (Πράξ. 4,18-20).

Καὶ πράγματι, ἀντὶ νὰ κλείσουν τὸ στόμα τους καὶ νὰ σωπάσουν, αὐτοὶ ἐπαναλαμβά-νουν τὸ κήρυγμα μὲ μεγαλύτερο ζῆλο. Ἔκα-ναν, δηλαδή, ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος, στὶς φωνὲς τοῦ ὄχλου ποὺ τοῦ ᾽λεγε νὰ σωπάσῃ, αὐτὸς διπλασίαζε καὶ τριπλασίαζε τὴ φωνή· του καὶ δυνάμωνε τὴν ἔντασί της λέγονας το «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».

Τέτοια σταθερότητα στὴν ὁμολογία πρέπει νά ᾽χουμε ὅλοι οἱ πιστοί. Μακριὰ ἀπὸ μᾶς ἡ δειλία. Κι ὅλος ὁ κόσμος ἂν φωνάζῃ καὶ δια-μαρτύρεται ἐναντίον μας γιατὶ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστό, ἐμεῖς θὰ ὑψώσουμε τὴ φωνὴ τῆς πίστεώς μας τόσο ἔντονη καὶ τόσο θερμὴ καὶ τόσο σταθερή, ὥστε μέσα στὴ σύγχυσι τοῦ αἰῶνος τούτου ν᾿ ἀκούγεται καθαρὰ ἡ ὁμο-λογία τῆς πίστεώς μας.

Ἂν ἡ πίστι ἔπιασε καλὰ καὶ καίῃ σταθερὰ μέσα μας σὰν τὴ φωτιά, καμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ μᾶς τὴ σβήσῃ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ ἀντιδράσεις τοῦ κόσμου ἀντὶ νὰ τὴν καταστέλλουν θὰ τὴ γιγαντώνουν περισσότερο, ὅπως ὅταν σὲ ὥρα πυρκαγιᾶς τύχῃ νὰ φυσάῃ σφοδρὸς ἄνεμος καὶ τότε, ἀντὶ νὰ σβήνῃ τὴ φλόγα, τὴν κάνει ν᾽ ἀναρριπίζεται, νὰ φουντώνῃ περισσότερο καὶ νέες πύρινες γλῶσσες νὰ ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἑστία. Ἂν ἡ πίστι ῥιζώσῃ βαθειὰ στὴν καρδιά, καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν ξερριζώσῃ· ἡ θύελλα τῆς ἀπιστίας, μὲ ὅλες τὶς εἰρωνεῖες της καὶ μ᾽ ὅλες τὶς ἀπειλές της, μὲ τὰ γελοῖα ἐπιχειρήματά της καὶ μὲ τὰ ψεύτικα φόβητρά της, θὰ δυναμώνῃ πιὸ πολὺ τὸ δέντρο τῆς πίστεως· ὅπως ὁ ἄνεμος πού, ὅταν τὸ δέντρο κάνῃ γερὲς ῥίζες, τότε μὲ τὸ φύσημά του ἀντὶ νὰ τὸ ξερριζώνῃ, τὸ σταθεροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο, κάνει τὶς ῥίζες του νὰ πηγαίνουν πιὸ βαθειά, νὰ βγαίνουν νέα κλαδιὰ ποὺ ἀντλοῦν χυμὸ ἀπὸ τὴ ῥίζα, καὶ νὰ φυτρώνουν νέα ἄνθη ποὺ στολίζουν τὸ δέντρο.
Ἡ στερεὰ καὶ ἀκλόνητη ὁμολογία εἶνε καρ-
πὸς τῆς πίστεως. Ἂς τὸ παραδεχτοῦμε, ἀγα-
πητοί μου· δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ὁμολογή-
σουμε τὸ Χριστὸ μὲ τὸ θάρρος καὶ τὴν παρ-
ρησία ποὺ εἶχαν οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστιανι-
σμοῦ, οἱ παλαιότεροι καὶ οἱ νεώτεροι, γιατί; διότι δὲν ὑπάρχει μέσα μας ζωντανὴ ἡ πίστι
ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής, ὁ
Σωτήρας τοῦ κόσμου. Μόνο ἀπὸ μιὰ τέτοια
πίστι ξεπηδᾷ μόνη της ἡ ὁμολογία, ὅπως ξε-
πιδᾷ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Ἡ πίστι μας, ἐφ᾿
ὅσον εἶνε βαθειὰ καὶ εἰλικρινής, θὰ ξεχειλίσῃ, θὰ ἐξωτερικευθῇ, θὰ ξεπηδήσῃ σὰν μία διάπυρη ὁμολογία τοῦ γλυκυτάτου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
            * * *
«Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», λέει ὁ προφή-
της Δαυῒδ καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστο-
λος Παῦλος (Ψαλμ. 115,1 = Β΄ Κορ. 4,13)· πίστεψα δηλαδή, καὶ γι᾽ αὐτὸ μίλησα· ὅταν ἔνιωσα δυνατὴ τὴν πίστι μου, τότε ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ τὴν ἐξέφρασα· τὰ λόγια μου δὲν ἔχουν ἄλλο κίνητρο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πίστι.
Ὁ τυφλὸς ἔξω ἀπ᾽ τὴν Ἰεριχὼ μίλησε ὅπως
μίλησε, γιατὶ πίστευε στὸ Χριστό. Δὲν ἐξη-
γεῖται ἀλλιῶς ὁ τολμηρός του λόγος.
Οἱ μάρτυρες διὰ μέσου τῶν αἰώνων ὕψωσαν τὴ φωνή τους μπροστὰ στὰ δικαστήρια
καὶ μέσα στὰ ἀμφιθέατρα καὶ μέσα στὶς φυλακὲς – γιατί; διότι πίστευαν στὸ Χριστό.
Καὶ ἐμεῖς τότε θὰ ὁμολογήσουμε μὲ παρρησία, μὲ σταθερότητα καὶ μὲ ἀνδρεία τὸ Χριστό, ἐὰν πιστέψουμε σ᾽ αὐτὸν καὶ σὰν τὸν τυφλὸ τῆς Ἰεριχοῦς συναισθανθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν τύφλωσί μας καὶ στείλουμε σ᾽ αὐτὸν τὴν προσευχή μας· «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν μας».           (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Të qëndrueshëm në pohimin tonë

“Dhe thirri duke thënë: Jesu biri i Davidit, mëshiromë” (Sipas Llukait 18,38)
Jesui, të dashurit e mi, ecën drejt Ierihosë, kur u afrua në qytet atje një lypës i verbër , sapo mori vesh nga populli se atje para tij po kalonte Jezu Nazareasi, filloi të thërriste “Jesu biri i Davidit, mëshiromë” (Lluka 18,38). Por turmat, që nuk mundeshin të ndjenin dhimbjen e këtij njeriu të mjeruar, sikletosen për të thirrurat e tij, i bëjnë vërejtje dhe e urdhërojnë që të heshtë


Të heshtë! Por, a mund të heshtë foshnja kur vjen çasti për të pirë qumësht dhe e uritur kërkon gjirin e nënës? Mund të heshtë dikush kur lufton me dallgët dhe ka rrezik që të mbytet dhe shikon në breg dikë që mund ta shpëtojë? Kaq mund të heshte dhe ky i verbër i cili e dinte se kaq pranë tij, në një distancë shumë të vogël nga ai, gjendej Dritëdhënësi i  gjithësisë, Shpëtimtari i botës. Thërret pra Jesuin fort, në mënyrë të përsëritur dhe nuk i bëhet vonë nëse këto lutje të forta të tij shkakëtojnë sikletosje, zemërim, indinjim të popullatës. Pohon me fjalët që thotë duke thirrur Jesuin “birin e Davidit”, pasardhës pra të mbretit të lavdishëm David.  Me këtë emërtim, “biri i Davidit”, çfarë tregon, tregon se e konsideron Jesuin, Mesia, sepse për Mesian flisnin dhe porfecitë se do ishte nga fisi i Davidit. “Biri i Davidit”, pra, do të thotë “Messia”.







“Mëshiromë”, i thërret. Me këtë kërkesë, me këtë lutje të tij të ngrohtë, të fortë dhe të qëndrueshme, tregon se beson tek hyjnia e Jesuit të përulur.
Këtë nxjerr si konkluzion dikush dhe nëse bën krahasimin e mëposhtëm ashtu si dikur Davidi “Mëshiromë o Zot, me përdëllimin tënd të madh..” fillon psalmi i tij, psalmi i pendimit (Psalm 50, 3) kështu  tani dhe ky i verbër , i cili ndjen se është përpara Zotit të trupëzuar, kërkon mëshirën e tij duke thënë të njejtën, ato fjalë të frymëzuar nga hyjnia, “Mëshiromë”, i drejton Jesuit të njejtën lutje me Davidin, që do të thotë se e beson si Zot të vërtetë i cili u trupëzua dhe erdhi në botë për të na shpëtuar.

*****

Le të admirojmë, të dashurit e mi, qëndrueshmërinë e të verbërit. Në mes të rrugës dhe ndër të gjithë njerëzit me predispozita negative përballë tij, nuk ngurron, e para që të pohojë Krishtin dhe e dyta me përulësi, si një shërbëtor shumë i vogël i Madhështisë Hyjnore, të kërkojë mëshirën e tij. I qëndrueshëm në këtë pohim të tij, i verbëri, mëson se stabilitet të ngjashëm duhet të kemi dhe ne kur bëhet fjalë për të pohuar Krishtin në brezin tonë të sotëm.

Se mos ndoshta dhe sot bota nuk shqetësohet, kur dëgjon fëmijët e Zotit të përmendin emrin e Jesuit, dhe kur mbështetin besimin e tyre? Buzëqeshje, mimika, ironi, të qeshura të forta dhe të gajasura, ja, çfarë më pak e presin të Krishterin që do të guxojë psh, brenda një qëndre laike të ngrihet në këmbë dhe të bëjë shenjën e kryqit, ose në çfarë do lloj takimi të thotë dy fjalë fetare, të përmendë emrin e Zotit. Bota që jeton larg nga Zoti do të dëshironte që të mos dëgjohet askund fjala “Krisht” dhe nëse do të kishte këtë të drejtë, do të vendoste mbyllse goje, në gojët e të gjithë predikuesve sepse nuk mundet të dëgjojë të vërteta të cilat i prishin qetësinë e tij, prehjen e tij. Bota e pabesisë dhe e mashtrimit nuk ngurron që të përdorë akoma dhe mjete dhune që të mbyllë grykët e të Krishterëve, në mënyrë që të dëgjohet zëri i së vërtetës. Kjo nuk ndodhte gjithmonë në historinë e Kishës?

Kur apostujt Petro dhe Joan pas Pentikostisë predikonin me forcë të madhe fjalën e Zotit në Jeruzalem, udhëheqësit fetarë dhe politikë të Judenjëve u shqetësuan. U tronditën kur panë përhapjen e shpjetë të besmit të ri dhe “pasi i thirrën ata i prositën që të mos flasin fare, as të mos mësojnë në emër të Jesuit” i ndaluan pra rreptësisht të dy apostujt që të flasin dhe të mësojnë për Jesuin dhe ju thanë se nuk duhet të hapnin as gojën e tyre që të thonë emrin e tij, as gjuha e tyre të mos e belbëzojë fjalën e ëmbël “Jesu”. Por apostujt çfarë u pëgjigjën: Arkondë të Israelit, çfarë po thoni? Ju duket e drejtë  para Zotit, t’iu dëgjojmë më shumë juve se sa ATË? Ne nuk mund të mos themi ato sa panë sytë tanë dhe ato që dëgjuan veshët tanë.  “ Në është e udhës përpara Perëndisë t’ju dëgjojmë ju më tepër se Perëndinë, gjykoni. Sepse ne nuk mund të mso flasim për sa pamë e dëgjuam”, nuk mundemi ne të mos predikojmë ato sa pamë e dëgjuam. (Veprat 4, 18-20).

Dhe me të vërtetë, në vend që të mbyllnin gojën e tyre dhe të heshtin, ata pësërisnin predikimin e tyre me zell më tëmadh. Bënë dmth ato sa bëri i verbëri i ungjillit të sotëm, i cili në zërat e turmës që i thoshte të heshte, ai dyfishonte apo trefishonte zërin e tij dhe forconte volumin e tij  duke thënë “Jesu biri i Davidit, mëshiromë”.

Të tillë qëndrueshmëri në pohim duhet ta kemi dhe ne besimtarët. Larg nesh frika dhe ngurrimi. E gjithë bota të thërrasë dhe të ankohet për ne, sepse pohojmë Krishtin, ne të ngremë zërin e besimit tonë, kaq fort, kaq lart, kaq të qëndrueshëm sa brenda rrëmujës së këtij shekulli të dëgjohet pastër pohimi i besimit tonë.

Nëse besimi ka zënë vend mirë dhe djeg brenda nesh si zjarr, asnjë fuqi nuk mundet që të na i shuajnë, ngacmimet dhe reagimet e botësnë vend që ta ndalojnë do ta rritin më tepër, ashtu si në çastet e një zjarri ndodh të fryjë erë e fortë dhe atëhere në vend që ta shuajë zjarrin e bën që të rindizet, të marrë vrull më tepër dhe flakë të reja kërcejnë nga vatra e parë. Nëse besimi zë thellë rrënjë në zemër, asnjë forcë nuk do të mundet që ta shkulë. Stuhia e pabesisë, me të gjitha ironitë e saj, me argumentat e saj qesharakë, dhe me mjetet e saj frikësuese të gënjeshtra do ta forcojë më tepër pemën e besimit, si atëhere kur era e fortë në vend që të shkulë një pemë me rrënjë të forta, e bën atë më të qëndrueshme dhe rrënjët e saj shkojnë akoma dhe më thellë, dalin degë të rreja që marrin ushqim nga ato rrënjë dhe lule të reja lulëzojnë.



Pohimi i qëndrueshëm dhe i palëkundshëm është frut i besimit. Le ta pranojmë, të dashurit e mi, nuk mundemi ne të pohojmë Krishtin me guximin dhe forcën që kishin dëshmitarët e Krishtërimit, më të vjetrit por dhe të rinjtë, pse? Sepse nuk është brenda nesh i gjallë besimi se Jesui është Mesia, Shpëtimtari, Përdëllimtari i botës. Vetëm me një besim të tilë del vetë pohimi, si del uji nga burimi. Besimi ynë përderisa është i thellë dhe i sinqertë, do të derdhet, do të dalë jashtë, do të kërcejë si një pohim i zjarrtë i emrit të stërëmbël të Zotit tonë Jesu Krisht.

****

“Besova prandaj fola” thotë profeti David dhe e përsërit Apostull Pavlli (Psalmet 115, 1 = Korinthasit 4,13), besova pra dhe për këtë fola. Kur ndjeva të fortë besimin tim, atëhere hapa gojën dhe e shpreva. Fjalët e mia nuk kanë tjetër motiv përveç se besimit.
I verbëri jashtë Ierihosë foli ashtu siç foli, sespe besoi tek Krishti. Nuk shpjegohet ndryshe kjo fjalë e guximshme.
Dëshmorët ndër shekuj ngrinin zërin e tyre në gjykata dhe në amfiteatre dhe në burgje- pse? Sepse besuan tek Krishti. Ne atëhere do ta pohojmë me kurajo, me qëndrueshmëri dhe me burrëri Krishtin, nëse besojmë tek ai dhe si i verbëri i Ierihosë do të ndjejmë dhe ne verbërinë tonë dhe  dhe ta dërgojmë tek ai lutjen tonë. “Jesu biri i Davidit, mëshiromë”. (†) Episkop Avgustini


Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Μέχρι Πότε Προοδεύουν Οι Άδικοι; - Deri Kur Përparojnë të Padrejtët?

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς 


Μέχρι Πότε Προοδεύουν Οι Άδικοι;


Μέχρι πότε προοδεύουν; Και τί συμβαίνει στο τέλος σ΄ αυτούς και στους απογόνους τους; Αναρωτήθηκες ποτέ; Να μη σκοντάφτουν οι σκέψεις σου όταν βλέπεις ότι κάποιος καυχιέται με τη δύναμη και ξεχνά το Δωρητή της δύναμης.

Θυμήσου πως ο υπερήφανος και καυχόμενος Γολιάθ σκοτώθηκε από τη σφεντόνα ενός αγοριού, του Δαβίδ. Να μη συγχύζεται η καρδιά σου όταν βλέπεις πως κάποιος πλουτίζει με άδικο τρόπο.

Θα τρώει και δεν θα χορταίνει, θα αρπάζει και δεν θα του φτάνουν.

Θυμήσου τους πλούσιους πολίτες στα Σόδομα, πως σε μία στιγμή ρίχτηκε πάνω τους φωτιά και έγιναν στάχτη μ’ όλο τους τον πλούτο.

Εσύ είσαι χριστιανός, και ο χριστιανός παρατηρεί τα γεγονότα στην άλλη γραμμή, στην ολότητα, και όχι επί μέρους. Την πρόοδο του αδίκου ο χριστιανός δεν εκτιμά σαν κάποιο τετελεσμένο γεγονός αλλά περιμένει να δει τι ακολουθεί. Αυτός ξέρει πως ο άδικος δεν προοδεύει ούτε με τη δική του δύναμη ούτε με το δικό του μυαλό αλλά μόνο επειδή ο Θεός του επιτρέπει να προοδεύει, μπας και κάποια στιγμή θυμηθεί το Θεό.

Αφού είναι ανείπωτα ελεήμων ο Θεός μας, και επιτρέπει στους αδίκους εκείνο που αυτοί επιθυμούν, μπας και κάποια στιγμή σκεφθούν, ότι αυτό είναι από το Θεό και ντραπούν για την αδικία τους και διορθωθούν. Στο Θεό είναι αγαπητοί οι μετανοούντες, είναι πολύ αγαπητοί σ’ Αυτόν όσοι μετανοούν ταπεινά για τις άδικες πράξεις τους.

Ο Δημιουργός δεν θέλει πάντα να τιμωρήσει αμέσως μόλις κάποιος ξεκινήσει σε λάθος δρόμο. Εκείνος περιμένει τον πλανημένο να γυρίσει μόνος του στον σωστό δρόμο. Εκείνος βλέπει και σιωπά. Περιμένει και δεν αργεί. Είναι θαυμαστός στη σοφία, πανθαύμαστος στο έλεός Του. Γι’ αυτό ο προορατικός Ψαλμωδός ενθουσιασμένα λέει στον Κύριο: «Τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. 35,7). Ποιός θα ερευνήσει όλο το βάθος της πρόνοιας του Θεού;

Οι ανόητοι θυμώνουν επειδή ο Θεός δεν διοικεί τον κόσμο κατά τη δική τους λογική, και οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού. Είναι δύσκολο καμιά φορά και στο λογικότατο να κατανοήσει το γιατί σ’ έναν άνθρωπο συμβαίνει έτσι, ενώ στον άλλον αλλιώς· γιατί ο νέος που επιθυμεί τη ζωή πεθαίνει, ενώ ο γέρος που επιθυμεί τον θάνατο ζει – γιατί ο ευσεβής βασανίζεται, ενώ ο άθεος καλοπερνά. Και οι αγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο αίνιγμα των γεγονότων. Στην Ιερά παράδοση υπάρχει γραμμένη η εξής περίπτωση: πέθανε κάποιος αμαρτωλός πλούσιος, του οποίου οι αμαρτίες ήταν γνωστές σε όλους, και ο ενταφιασμός του ήταν πανηγυρικός, με τον επίσκοπο και πολλούς Ιερείς. Λίγο μετά απ’ αυτό επιτέθηκε ύαινα σ’ έναν ασκητή στην έρημο και τον κατασπάραξε.

Κάποιος μοναχός, ο οποίος είχε δει εκείνη την πανηγυρική νεκρώσιμη πομπή του αμαρτωλού και τα ματωμένα υπολείμματα του δίκαιου, στη σύγχυση του άρχισε να κλαίει και φώναξε: «Κύριε, πώς έγινε αυτό και γιατί; Πώς εκείνος ο αμαρτωλός είχε και απαλή ζωή και απαλό θάνατο, ενώ αυτός ο δίκαιος πικρή ζωή και πικρό θάνατο;».

Σ’ αυτό του εμφανίστηκε άγγελος του Θεού και εξήγησε: «Εκείνος ο κακός πλούσιος είχε στη ζωή του μόνο μία καλή πράξη, ενώ αυτός ο ασκητής είχε στη ζωή του μόνο μία πιο βαριά αμαρτία. Με την εορταστική και τιμητική νεκρώσιμη πομπή ο Ύψιστος ήθελε στον κακό πλούσιο να ξεπληρώσει εκείνο το καλό έργο, ώστε να μην περιμένει τίποτα άλλο σ’ εκείνον τον κόσμο, ενώ με τον φρικτό θάνατο του ασκητή ήθελε να τον απαλλάξει από εκείνη τη μία αμαρτία, ώστε να του δώσει πλήρες βραβείο στους ουρανούς».

Γι’ αυτό εσύ να σκέπτεσαι περί των κρίσεων του Θεού και τοποθέτησε όλη την ελπίδα στον Δημιουργό σου. «Μη φθονείς την ευτυχία εκείνων που σκέφτονται το πονηρό και μη ζηλεύεις εκείνους που κάνουν το κακό» (Ψαλμ. 36,1). Έτσι γράφει ο δίκαιος βασιλιάς Δαβίδ, τον οποίον για πολύ καιρό βασάνιζε εκείνο που βασανίζει και σένα, ώσπου ο Κύριος του αποκάλυψε το λόγο για να καταλάβει. Ο ίδιος λέει και αυτή την παρήγορη εμπειρία του: «Ήμουν νέος και τώρα γέρασα και δεν είδα δίκαιο να εγκαταλείπεται από το Θεό, ούτε τα παιδιά του να ζητιανεύουν ψωμί» (Ψαλμ. 36,25). Διάβαζε συχνά το Ψαλτήρι, και θα καταλάβεις και θα παρηγορηθείς.

Ειρήνη και η ευλογία από τον Κύριο!

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Deri Kur Përparojnë të Padrejtët?


Deri kur përparojnë? Çfarë ndodh në fund tek ata dhe pasardhësit e tyre? Pyete ndonjëherë veten? Të mos pengohen mendimet e tua kur dikush krenohet me forcën dhe harron Dhuruesin e Forcës.

Kujto se si Goliathi krenar dhe mburracak u vra nga llastiku i një djali, Davidit. Të mos ngatërrohet zemra jote kur shikon se si dikush pasurohet në mënyrë të padrejtë.

Do të hajë dhe nuk do të ngopet, do të rrëmbejë dhe nuk do t’i mjaftojnë.


Kujto qytetarët e pasur në Sodomë, se si në një çast u ra zjarri dhe u bënë hi, me të gjithë pasurinë e tyre.

Ti je i krishter, dhe i krishteri vëren ngjarjet në një linjë tjetër, në tërësi, jo pjesërisht. Përparimin e pardrejtësisë i krishteri nuk e konsideron si një fakt të përfunduar por pret që të shohë se çfarë do të pasojë. Ai e di se i padrejti nuk përparon as me forcën e tij as me mendjen e tij por vetëm sepse Zoti e lejon të përparojë, se mos ndoshta në një çast kujton Zotin.

Mqs Zoti është mëshirëplotë  dhe ju lejon të padrejtëve atë që ata dëshirojnë, se mos ndoshta në ndonjë çast mendohen, se të mirat e tyre janë nga Zoti dhe ju vjen turp për pardrejtësinë e bërë dhe korrigjohen. Zoti i do të penduarit,  është shumë i dashur me  ata sa pendohen duke u përulur për veprimet e tyre të padrejta.


Zoti nuk dëshiron që të ndëshkojë menjëherë sapo dikush fillon rrugën e gabuar. Ai pret të mashtruarin që të kthehet vetëm në rrugën e drejtë. Ai shikon dhe hesht. Pret dhe nuk vonon. Është i mrekullueshëm në mençurinë e tij, i pakufijshëm në mëshirën e Tij. Për këtë dhe psaltshkruesi me aftësi profetike i thotë Zotit me entuziazëm: “ Gjykimi yt i drejte sa abisi i madh” (psalm 35,7). Kush është ai i cili do të hulumtojë të gjithë thellësinë e providencës Hyjnore?


Mendjelehtët zemërohen sepse Zoti nuk e administron botën sipas llogjikës së tyre, dhe të llogjikshmit përpiqen pandalim që të hyjnë në llogjikën e Zotit. Është e vështirë nganjëherë  dhe tek ai që është shumë i llogjikshëm që të kuptojë se përse tek një njeri ndodh kështu dhe tek një tjetër ndryshe, përse i riu që dëshiron jetën vdes, ndërsa plaku që dëshiron vdekjen jeton- pse besimtari torturohet, ndërsa ateisti kalon mirë. Shpirtërat e shenjtë ndonjëherë qëndrojnë si të ngrirë para enigmave që krijonë ngjarjet. Në traditën e Shenjtë ekziston e shkruar rasti i mëposhtëm: Vdiq një i pasur mëkatar, mëkatet e të cilit ishin të njohura për të gjithë dhe varrimi i tij ishte madhështor, me dhespotin e shumë klerikë. Pak më vonë nga vdekja e tij një çakall sulmoi një asket në shkrretëtirë dhe e copëtoi.

Një murg, i cili kishte parë ceremoninë madhështore mortore të mëkatarit dhe copërat e gjakosura të të drejtit, në zemërim e sipër filloi të qante dhe të thërriste: “O Zot, si u bë kjo dhe përse? Si ai mëkatari kishte një jetë të qetë dhe vdekje të butë, ndërsa i drejti, jetë dhe vdekje të hidhur?”


Atij ju shfaq një ëngjëll i Zotit dhe shpjegoi: “ Ai i pasuri i keq kishte në jetën e tij vetëm një vepër të mirë, ndërsa asketi në jetën e tij një mëkat të rëndë. Me ceremoninë mortore madhështore Zoti i   shpërbleu atij veprën e vetme të mirë, në mënyrë që të mos presë asgjë nga Ai në botën tjetër ndrësa me vdekjen e tmerrshme të asketit donte që ta çlironte nga ai një mëkat, në mënyrë që ti jepte të plotë kurorrën në qiell”.

Prandaj të mendosh mbi gjykimet e Zotit dhe vendose të gjithë shpresën tënde tek Krijuesi tënd: “Mos kesh zili lumturinë e atryre që mendojnë gjërat e këqija dhe mos kesh xhelozi ata që bëjnë keq” (Psalmi 36,1)

Kështu shkruan mbreti i drejtë David, të cilin për shumë kohë e torturonte ajo që të torturon dhe ty, derisa Zoti i zbuloi arsyen që ta kuptonte. Ai vetë thotë dhe këtë eksperiencë ngushëlluese: “Isha i ri dhe tani u plaka dhe nuk pashë të drejtë të braktisej nga Zoti, as fëmijët e tij të vuanin për bukë” (Psalmi 36,25.
Lexohe shpesh psaltirin dhe do të kuptosh e e do të ngushëllohesh.

Bekimi dhe Paqja nga Zoti!

Shën Nikolla Velimiroviç