Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αντίσταση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Η Μάχης Της Κρήτης: 20 Μαΐου - 1 Ιουνίου 1941




Ο αγώνας της Ελλάδας εναντίον του Άξονα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν τελείωσε στην Ηπει­ρωτική Ελλάδα. Γνώρισε το κορύφωµά του στην ηρωική μεγαλόνησο Κρήτη. Εκεί λίγα λιανοτούφεκα στα χέρια των Κρητικών και των ολίγων μι­σογυµνασµένων εφήβων θαυματούργησαν κι ανάγκασαν τον επιδροµέα να διεξαγάγει επί δυο εβδομάδες φοβερό αγώνα και να υποστεί αιματηρές θυ­σίες των πιο εκλεκτών στρατευμάτων του, έως ότου στερεωθεί επάνω στο νησί. 

Η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς είχε τεράστια στρατηγική σημασία, γιατί θα αποτελούσε βάση εξόρμησης για τις δυνάμεις το άξονα στις χώρες της Μέσης Ανατολής, την Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική.

Για την κατάληψη όμως της Κρήτης ήταν σχεδόν αδύνατο να γίνει ενέργεια από τη θάλασσα, αφού οι Γερμανοί δεν είχαν αποβατικά πλοία για μια τέτοια μεγάλη επιχείρηση αφενός και αφετέρου ο αγγλικός στόλος κυριαρχούσε στη Μεσόγειο. Έτσι αποφασίστηκε τελικά από τον Χίτλερ, μετά από τις προτάσεις του Αντιπτεράρχου Κουρτ Στούντεν, η κατάληψη της Κρήτης να γίνει εξολοκλήρου από τον αέρα. Έτσι, για πρώτη και τελευταία φορά οι Γερμανοί έκαναν μια τέτοιας έκτασης και μορφής αεροπορική επιχείρηση.

Η στρατιωτική κατάσταση στην Κρήτη την περίοδο αυτή ήταν απελπιστική. Η 5η Μεραρχία, η Μεραρχία της Κρήτης, η οποία είχε μεταφερθεί από τον Νοέμβριο του 1940 στο Αλβανικό μέτωπο εναντίων των Ιταλών, παρέμενε αποκλεισμένη ακόμη στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Ελληνικές Δυνάμεις της Κρήτης στις 2ο Μαΐου ήταν 474 αξιωματικοί και 10977 οπλίτες, που είχαν μεταφερθεί από το Κέντρο Νεοσύλλεκτων Πελοποννήσου. Επιπλέον κατά τη διάρκεια της Γερμανικής εισβολής συγκροτήθηκαν και πολλά τμήματα από άοπλους και ένοπλους πολίτες. Οι συμμαχικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 1512 αξιωματικούς και 21977 οπλίτες. Διοικητής όλων των δυνάμεων ελληνικών και συμμαχικών ήταν ο Νεοζηλανδός Υποστράτηγος Φρέυμπεργκ. 

Οι Γερμανοί διέθεσαν αρχικά 22750 άνδρες, 1370 αεροσκάφη και 70 σκάφη. Τελικά όμως για την κατάληψη της Κρήτης έλαβαν μέρος πάνω από 60.000 Γερμανοί.

Η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί να εκτελεστεί σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα είχε ως στόχο να καταλάβει το αεροδρόμιο του Μάλεμε των Χανίων. Η δεύτερη ομάδα την πόλη των Χανίων τη Σούδα και το Ρέθυμνο και η τρίτη ομάδα την πόλη και το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Το νομό Λασιθίου  ανέλαβαν να τον καταλάβουν οι Ιταλοί.



"Μάης είχεν είκοσι κι ήταν ημέρα Τρίτη,
το ΟΧΙ της περήφανη συνέχιζε η Κρήτη...
στην εποχή του ναζισμού εις το σαράντα ένα,
ενώ τα πάντα φαίνονταν κι ήτανε χαμένα...
Εδώ ακόμη άναβαν της λευτεριάς τα φώτα,
γιατί μας είχ’ απάτητους των Γερμανών η μπότα...
Ο έξω κόσμος έμενε με ανοιχτό το στόμα,
γιατί και πως στεκόμαστε αδούλωτοι ακόμα..."


Έτσι την Τρίτη στις 20 Μαΐου 1941 από της 6ης πρωινής ώρας το σύνολο της βομβαρδιστικής αεροπορίας βομβάρδιζε άγρια και ανελέητα τις περιοχές Μάλεμε μέχρι Σούδα. Μία ώρα αργότερα άρχισε η υποστήριξη της μαχητικής αεροπορίας η οποία από ύψος 200-300 μέτρων άφηνε τους αλεξιπτωτιστές. Παράλληλα τα αεροπλάνα δίωξης πολυβολούσαν κάθε κινούμενο στόχο έμψυχο ή άψυχο πάνω στους δρόμους και τους αγρούς. Ο αριθμός των αεροπλάνων ήταν τόσο μεγάλος και πετούσαν σε τόσο κλειστούς σχηματισμούς ώστε κυριολεκτικά σκίαζαν τον ουρανό της Κρήτης. Ο οργανωμένος στρατός των συμμάχων έλαβε θέσεις μάχης.



 
"Ξένος καρπός στο χώμα μου εμένα δε ριζώνει,
γιατί η γή μου τον ξερνά γιατί τον πνίγει το αίμα...
Κοράκια στ’ ακροβούνια μου εμένα δε φωλιάζουν,
γιατί τα διώχνουν οι αϊτοί γιατί τα τρων οι γύπες...
Κι εδά τη σέρνω τη φωνή ν’ ακούσουν οι Μαδάρες,
να κατεβούνε οι γενιές να μαζωχτούν τα σόγια...
Και να χυμήξουν στη φωτιά παιδιά γυναίκες άντρες,
να δείτε σκύλοι Γερμανοί πως πολεμά η Κρήτη..."
 

Άοπλοι και ανοργάνωτοι οι γέροι, οι νέοι, οι γυναίκες, με λιονταρίσια καρδιά έδιναν το εθνικό παρόν στο πεδίο της μάχης με κάθε μέσο που έβρισκαν. Με παλιούς γκράδες, καραμπίνες μαχαίρια, τσεκούρια, δρεπάνια, φτυάρια, λοστούς, ξύλα ακόμα και πέτρες.

Τις απογευματινές ώρες οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές δημιούργησαν ένα μικρό προγεφύρωμα και κατέλαβαν ένα τμήμα του ζωτικού υψώματος 107. Τις νυχτερινές ώρες οι Νεοζηλανδοί εγκατέλειψαν το ύψωμα και το πρωί έκπληκτοι οι Γερμανοί κατέλαβαν αμαχητί. 

Στο Ρέθυμνο η πτώση των αλεξιπτωτιστών άρχισε τις μεσημεριανές ώρες. Οι μισοί περίπου αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν στον αέρα ή κατά την ώρα της προσγείωσης τους.

Παράλληλα στο Ηράκλειο προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός τις πρωινές ώρες στο αεροδρόμιο, το λιμάνι και τις νότιες παρυφές της πόλης. Τις μεσημεριανές ώρες άρχισε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών. Βρετανοί και ομάδες πολιτών ρίχνονται στον αγώνα. Οι αλεξιπτωτιστές δεν κατάφεραν να πατήσουν το πόδι τους στο Ηράκλειο.

"Ηλιόλουστη και ήσυχη ήταν η μέρα κείνη,
τίποτα δεν φανέρωνε τι έμελλε να γίνει...
Ξάφνου η Κρήτη άρχιζε,  άοπλη και μονάχη,
ίσως της ιστορίας της την πιο μεγάλη μάχη...
Βοήθεια δεν πρόσμενε σχεδόν από κανένα,
και ο στρατός της έλειπε αιχμάλωτος στα ξένα...
Ο Γερμανός ξεκίνησε την Κρήτη να σκλαβώσει,
γιατί  'χε κι άλλα βάσανα η μοίρα να της δώσει...
Χιλιάδες αερόπλανα πετούσαν στον αέρα,
τον ήλιο τον εκρύψανε και θάμπωσε η μέρα…
Κι ώσπου να διαδεχθεί η μια στιγμή την άλλη,
η Κρήτη σκεπαζότανε με φλόγες και ατσάλι…"


Έτσι κατά την πρώτη μέρα της επίθεσης ο απολογισμός ήταν απογοητευτικός για τους Γερμανούς. Κανέναν αντικειμενικό στόχο δεν πέτυχαν και οι απώλειες τους ήταν τρομακτικές και περισσότερες από όσες είχαν σε άλλες μάχες. Η δε αντίσταση του Κρητικού λαού ήταν υπεράνθρωπη.

Στις 21 Μαΐου οι βομβαρδισμοί στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και κατά της πόλης των Χανίων συνεχίστηκε. Οι Γερμανοί τις μεσημεριανές ώρες έγιναν κυρίαρχοι του αεροδρομίου του Μάλεμε. Ο αγώνας συνεχίστηκε με μανία και από τις δύο πλευρές.

Στο Ρέθυμνο συνεχίστηκαν οι συγκρούσεις και οι σκληρές αντεπιθέσεις των συμμάχων. Επί μία βδομάδα οι υπερασπιστές του Ρεθύμνου κρατούσαν τους Γερμανούς σε συνεχή πίεση, παρά τους βομβαρδισμούς της πόλης.


Και στο Ηράκλειο συνεχίστηκαν ο βομβαρδισμοί. Παράλληλα διεξάγονταν σφοδρές οδομαχίες από απλούς πολίτες που είχαν αρπάξει τον οπλισμό των Γερμανών.

"Οι άντρες μας που γύρισαν από την Αλβανία,
δεν ημπορούσαν να ‘βλεπαν αυτή την τυραννία...
Επήραν τα τουφέκια τους και σφαίρες εις τα χέρια,
και μετερίζι πιάσανε ψηλά στ’ απανωμέρια...
Εγγλέζοι, Κρήτες, Ζηλανδοί εις τα Σφακιά κρυμμένοι,
εις τις χαράδρες βρίσκονται και είν’ αρματωμένοι...
Και καρτερούν ενίσχυση Χριστέ μου για να φτάσει,
να βγούνε οι γενναίοι μας τους Γερμανούς να φάσι...
Άντρες, γυναίκες και παιδιά πρέπει ν’ αρματωθούμε,
για της πατρίδος την τιμή όλοι να σκοτωθούμε..."

 
Στις 22 Μαΐου οι Γερμανοί ανενόχλητοι μετέφεραν τις δυνάμεις τους από τον αέρα στα αεροδρόμια που εξασφάλισαν. Οι σύμμαχοι αδυνατούσαν να αντεπιτεθούν και όπου το επιχειρούσαν αποτύγχαναν. Παρ' όλα αυτά η αντίσταση συνεχίστηκε πάνω στο νησί με αμείωτη ένταση στις 22 και 23 Μαΐου. Στις 25 Μαΐου διεξάγεται η περίφημη μάχη του Γαλατά μια από τις πιο άγριες και φονικές. Ο αγώνας ήταν σκληρός με πρωταγωνιστές τους άνδρες τις γυναίκες, τους γέρους, ακόμα και τα παιδιά.


"Παιδιά είντα ‘ναι οι αστραπές και τα αστροπελέκια,
που τυραννούν την Κρήτη μας εδά δυο τρεις ημέρες...
-Όι δεν είναι αστραπές δεν είν' αστροπελέκια,
οι Γερμανοί μας πολεμούν με τα αεροπλάνα...
Ρίχνουνε μπόμπες σα βροχή χαλούν τσι πολιτείες,
τσι πολιτείες τα χωριά σκοτώνουνε τσ’ ανθρώπους...
Την Κρήτη αιματοπότισαν και τη μαυροφορέσαν,
μα τσι ψυχές δε σκότωσαν και δεν την εκερδέσαν..."
 

Στις 27 Μαΐου πέφτουν τα Χανιά και η Σούδα και έτσι ολοκληρώθηκε από τους Γερμανούς το μεγάλο προγεφύρωμα Μάλεμε- Χανιά - Σούδα και η μάχη της Κρήτης είχε πια κριθεί.

Παράλληλα, βεβαία στους άλλους τομείς Ρέθυμνου και Ηρακλείου οι μάχες συνεχίστηκαν με πολλές απώλειες. Ήδη όμως, από τις 26 Μαΐου είχε αρχίσει να εφαρμόζεται το σχέδιο των συμμάχων για εκκένωση του νησιού από τις δυνάμεις του στρατού από τα νότια παράλια της Κρήτης.

                      
               "  Παλικαράκι αμούστακο έπιανα το ντουφέκι, 
στση Κρήτης τα ψηλά βουνά φωθιά κι αστροπελέκι...
Νόμισες Χίτλερ πως θα μπεις σε πουλημένο Κάστρο,
πως περιμέναμε να’ ρθεις για να σου πούμε πάρτο...
Του Κρητικού τη λεβεντιά το θάρρος και την Πίστη,
δεν τα λογάριασες καλά πριν έρθεις εις την Κρήτη...
Μον’ η μαθιά του Κρητικού όντε θα σε κοιτάξει,
μαχαίρι χρυσοσκάλιστο γίνεται να σε σφάξει..."


Μέχρι τις 28 Μαΐου όλα τα βρετανικά τμήματα είχαν επιβιβαστεί στα πλοία με προορισμό την Αίγυπτο. Επίσης στις 28 Μαΐου οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Σητεία από τα Δωδεκάνησα και κατέλαβαν όλο το νομό Λασιθίου.

Στις 29 Μαΐου οι Γερμανοί κατέλαβαν το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Το βράδυ έφτασαν στην Ιεράπετρα όπου συνάντησαν τους Ιταλούς.

Στις 30 Μαΐου αναχώρησε και ο Υποστράτηγος Φρέυμπεργκ μαζί με το ελληνικό κυβερνητικό κλιμάκιο.

Το βράδυ της 1ης Ιουνίου ο Γερμανός στρατηγός Λερ μετέδωσε το κάτωθι τηλεγράφημα:

"Η εντολή εξεπληρώθει. Η Κρήτη είναι ελευθέρα από του εχθρού. Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν χθες το τελευταίο σημείο στηρίγματος του εχθρού στα Σφακιά".


"Έντεκα μέρες βάστηξε η μπόρα του πολέμου,
και ο δρυγιάς δεν άντεξε στη δύναμη τ’ ανέμου!…
Η Κρήτη πέφτει άψυχη χωρίς να ξαποστάσει,
Και στο βαρύ της πέσιμο ετράνταξε η πλάση!
Αντρειωμένα πάλαιψε να στέσει την πλημμύρα,
Κι αντρειωμένο θάνατο τση φύλαξε η μοίρα!"

Ο ηθικός και κυρίαρχος συντελεστής της παράδοξης, τιτάνιας και ένδοξης αυτής μάχης υπήρξε, αναμφισβήτητα ο Κρητικός Λαός, ο οποίος για ακόμα μία φορά ότι δεν ξέρει άλλον τρόπο από το να ζει ελεύθερος! 

"Μόνο οι πέτρες δεν σηκώθηκαν μόνες τους να μας χτυπήσουν. Κάθε έμψυχο μας πολεμούσε μέχρι την τελευταία του πνοή" ομολογούν γερμανοί στρατιώτες. 

Ο Ταξίαρχος Σώλσμπερυ τονίζει:
 " Ήταν υπέροχο το θέαμα να βλέπει κανείς χωρικούς όλων των ηλικιών να ζητούν όπλα και μόνο όπλα. Το ηθικό των Κρητών είναι αδύνατο να περιγραφεί. Το γεγονός αυτό συγκαταλέγεται μεταξύ των ευγενέστερων παραδειγμάτων της ιστορίας."

"Μάρτυρες της ελευτεριάς, της δόξας, της θυσίας,
Των μαύρων χρόνων της σκλαβιάς και της αθανασίας,
Ώσπου να στέκεται η κορφή του γέρου Ψηλορείτη,
Θα στέκονται αθάνατοι στην ένδοξή μας Κρήτη
Οι τάφοι σας κι αιώνια κι άγια προσκυνητήρια
Στη μνήμη σας θ’ ανάβονται χρυσά λιβανιστήρια..."

Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, αλλά δεν την κατέκτησαν. Η αντίσταση στην Κρήτη άρχισε από την πρώτη μέρα εισβολής των Γερμανών και συνεχίστηκε μέχρι την απελευθέρωσή της, παρά τις ομαδικές εκτελέσεις και τις θηριωδίες στον άμαχο πληθυσμό.



Ο Κρητικός λαός έμεινε απτόητος, πιστός στην πατροπαράδοτη και προαιώνια κληρονομημένη επιταγή να πολεμά στην ειρήνη και στον πόλεμο.


 
"Από την πρώτη τη στιγμή, από την πρώτη ώρα,
που πάτησαν οι Γερμανοί στων Κρητικών τη χώρα,
στο Ρέθεμνος και στα Χανιά, στη Στεία και στο Κάστρο,
έλαμψε της Αντίστασης, της Κρητικής το άστρο!
Στσ’ Αρχάνες, στο Ηράκλειο, τσ’ Αντίστασης η δάδα,
άναψε και λαμπάδιασε τους Γερμανούς αράδα.
Στσ’ Αρχάνες, στο Ηράκλειο, γίνηκε πανηγύρι,
Οι γκεσταμπίτες ήπιανε το πιο πικρό ποτήρι.
Η Κρητική Αντίσταση, η πρώτη στην Ευρώπη,
Τον Χίτλερ τον εκέρασε πικρόπιοτο σιρόπι.
Η Κρητική Αντίσταση, δεν ήταν στιγμιαία,
Δεν ήταν ξέσπασμα λαού, την ώρα την κορφαία,
Η Κρητική Αντίσταση πηγάζει απ’ τα υπέρτερα,
Τα Ιδανικά ενός Λαού, που ανασαίνει Λεύτερα!
Πιότερο λεύτερος λαός, στον Κόσμο δεν είν’ άλλος,
Ένας είν’ ο μοναδικός της Κρήτης, ο Μεγάλος!"

 Του apeleutheros

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

 Έσχατη αντίσταση στη Μονή Σέκου Σεπτέμβριος 1821


Από τα τέλη Ιουλίου, όταν είχε παύσει κάθε αντίσταση στη Μικρή και στη Μεγάλη Βλαχία, ο αγώνας περιορίσθηκε στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί το ισχυρό επαναστατικό σώμα του Ολύμπιου και του Φαρμάκη και μικρές επαναστατικές ομάδες, που συνέπρατταν μαζί του, παρενοχλούσαν τον εχθρό αδιάκοπα σχεδόν, αν και ο ίδιος ο Ολύμπιος εξακολουθούσε να είναι άρρωστος, και συχνές ήταν οι συμπλοκές η και μεγαλύτερες συγκρούσεις με τουρκικά αποσπάσματα.

Οι φήμες, για τις συμπλοκές και τις συγκρούσεις αυτές, εξογκώνοντας τα γεγονότα, ανέβαζαν σε χιλιάδες ανδρών τις απώλειες των Τούρκων. Έτσι, ο Αθανάσιος Ξόδιλος σε επιστολή του από 23 Σεπτεμβρίου, που αναφέρεται σε γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου, γράφει από το Ρέννι προς τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό:

«Ο ήρως Ολύμπιος εις τα βουνά της Μολδαβίας κατέστρεψε και τετάρτην φοράν χιλιάδας βαρβάρων, όπου εκινούντο εναντίον του, με νίκην λαμπράν».

Κατά το τέλος Αυγούστου ο Ολύμπιος, που είχε ήδη αναρρώσει, αποφάσισε να εγκαταλείψη την ορεινή περιοχή της Βράνσας, Όπου δεν θα ,μπορούσε να διατηρεί τον χειμώνα το ιππικό, και να προχωρήση προς τα πεδινότερα, επιχειρώντας με πορεία επικίνδυνη να φθάση στη Βεσσαραβία, σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο. Το υψηλό φρόνημα του Ολύμπιου εκφράζεται και με την προκήρυξη, που εξέδωσε τις δύσκολες εκείνες ημέρες:

«Ανδρείοι Έλληνες! Oλoι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας!
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ».


Οι περισσότεροι όμως από τους στρατιώτες, ιδίως οι προερχόμενοι από τις γειτονικές περιοχές, που δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από αυτές, αλλά και έβλεπαν τον κίνδυνο αυξημένο, εγκατέλειψαν το σώμα. Απόμειναν έτσι ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης με 350 περίπου άνδρες και με αυτούς κλείσθηκαν προσωρινά στη Μονή Νάμτσου και από αυτή μετακινήθηκαν στη Μονή Σέκου, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο, και βρισκόταν σε κοιλάδα στενή, τριγυρισμένη από κατάφυτα βουνά, με μια μόνη είσοδο σε απόσταση μισής ώρας από τη Μονή. Ο Φαρμάκης με τους περισσότερους στρατιώτες ανέλαβε τη φύλαξη της εισόδου της κοιλάδας, ο Ολύμπιος με τους υπόλοιπους έμεινε στον χώρο της Μονής.

Εναντίον τους κινήθηκαν από το Ιάσιο 6.000 τούρκοι με αρχηγό τον Σελήχ πασά. Έστειλαν στις 5 Σεπτεμβρίου απόσπασμα από 300 ιππείς για να ενεργήση αναγνώριση στην περιοχή. Το απόσπασμα αυτό έπεσε σε ενέδρα, που είχε στήσει προωθημένο μικρό τμήμα του Φαρμάκη από 50 άνδρες υπό τον εμπειροπόλεμο οπλαρχηγό Γεώργιο Κολαούζ, και αναγκάσθηκε να τραπή σε φυγή, αφήνοντας 200 νεκρούς και 3 αιχμαλώτους.

Ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης πληροφορήθηκαν από τους αιχμαλώτους αυτούς ότι ισχυρή δύναμη των εχθρών είχε φθάσει ήδη σε απόσταση 6 ωρών και ετοιμαζόταν να επιτεθή. Σκέφθηκαν τότε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Μονή, αλλά ο Ολύμπιος ήθελε να διασχίσουν τη Μολδαβία για να φθάσουν στη Βεσσαραβία, ο Φαρμάκης και ο Βλάδεν, υποστήριζαν ότι ήταν αδύνατο σχεδόν να διασχίσουν την Μολδαβία, όπου υπήρχε τότε πολυάριθμος τουρκικός στρατός, και ότι έπρεπε να διαφύγουν στην Αυστρία, από όπου τoυς χώριζε μικρή απόσταση.

Δεν δεχόταν όμως ο Ολύμπιος να καταφύγη στην Αυστρία, πιστεύοντας ότι εκεί θα συλληφθεί, και έτσι από αλληλεγγύη, ο πιστός φίλος του Φαρμάκης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του στη Μονή.

Όπως γράφει ο Φιλήμων, αντιμετώπισε ο Ολύμπιος και μιά σκέψη να γυρίσουν πάλι στα βουνά της Βράνσας, αποφάσισε όμως τελικά να παραμείνη στη Μονή Σέκου, επηρεασμένος και από επιστολή του επισκόπου του Ρωμανού, σταλμένη ίσως «επί εισηγήσει των Τούρκων», όπου του απευθυνόταν έκκληση να παραμείνη στη Μονή για να αποφευχθή διαρπαγή των ιερών κειμηλίων της από τους Τούρκους.

Το σχέδιο της άμυνας του χώρου της Μονής στηριζόταν κυρίως στον υπολογισμό ότι θα ήταν δυνατόν να αποκρουστούν οι επιθέσεις των Τούρκων στην είσοδο της στενής κοιλάδος. Αγνοούσαν, φαίνεται, οι αρχηγοί του επαναστατικού τμήματος την ύπαρξη μονοπατιών που οδηγούσαν από τα βουνά στο εσωτερικό της κοιλάδας.

Οι τούρκοι στις 6 Σεπτεμβρίου έστειλαν δύναμη 600 ανδρών, που συγκρούσθηκε, κοντά στην είσοδο της κοιλάδος πιθανώτατα, με στρατιώτες του Φαρμάκη και του Βλάδεν χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα. Στις 8 Σεπτεμβρίου άρχισαν τηv κύρια επίθεσή τους, χρησιμοποιώντας τα ορεινά αυτά, μoνoπάτια για την προώθηση των ανδρών τους.

Οδηγημένο «παρά εντοπίων Εφιαλτών» από μονοπάτια, «καταβαίνει... ενώπιον του Σέκου» το κύριο σώμα των Τούρκων, όπως γράφει ο Φιλήμων.

Ο Ολύμπιος, μόλις είδε ξαφνικά να πλησιάζουν τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, τοποθετήθηκε με τους άνδρες του στις επάλξεις της Μονής και με τα εύστοχα πυρά τους κράτησαν τα εχθρικά τμήματα έξω από τη Μονή. Ο Φαρμάκης, που είχε υπερφαλαγγισθεί από το κύριο σώμα των Τούρκων, άρχισε να υποχωρή με το τμήμα του και πολεμώντας κατόρθωσε να φθάση ως τη Μονή, όπου και μπήκε τη νύκτα και ενώθηκε με το τμήμα του Ολύμπιου. Την ίδια νύκτα, ο Βλάδεν και ο Κολαούζ διέφυγαν από τη Μονή στα γύρω δάση και από εκεί στην Αυστρία.

Από το πρωί της επόμενης ημέρας, 9 Σεπτεμβρίου, άρχισε πολιορκία στενή της Μονής από τους Τούρκους, που έβαλλαν εναντίον των πολιορκημένων με ένα κανόνι και με τα ατομικά όπλα τους. Οι Έλληνες, τοποθετημένοι σε κατάλληλες θέσεις, τους αντιμετώπιζαν με πυροβολισμό εύστοχο. Ο Ολύμπιος βρισκόταν με 11 ή 7 πιστούς συμπολεμιστές επάνω στο κωδωνοστάσιο της Μονής, όπου είχε μεταφέρει πυρομαχικά. Ο Φαρμάκης με περισσότερους στρατιώτες κατείχε τις άλλες θέσεις.

Σε κάποια φάση της μάχης, την ημέρα αυτή, 9 Σεπτεμβρίου, έγινε και το πιο ένδοξο επεισόδιο του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Ο Ολύμπιος, απομονωμένος με τους συντρόφους του επάνω στο κωδωνοστάσιο, απειλημένος και από πυρκαγιά γύρω του, βρέθηκε σε κίνδυνο να αιχμαλωτισθεί υπό συνθήκες μη εξακριβωμένες. Διατηρώντας ακραίο φρόνημα στρατιωτικής τιμής και πατριωτικής αδιαλλαξίας, «μετά των Τούρκων εις oυδένα ερχόμενος λόγον», κάλεσε τότε τους συμπολεμιστές του να φύγουν όσοι θέλουν και αφού εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον αρχηγό τους εμπρός στον θάνατο, πυροβόλησε βαρέλι πυρίτιδος και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα με το κωδωνοστάσιο, μαζί και με Τούρκους που βρέθηκαν πολύ κοντά.

Ο Φαρμάκης, μόνος έκτοτε αρχηγός των εγκλείστων επαναστατών, εξακολούθησε την αντίσταση επί 14 ημέρες.

Άγριες επιθέσεις επί 4 ημέρες αποκρούσθηκαν. Η άμυνα των Ελλήνων ήταν αποφασιστική και απoτελεσματική. Όταν έσπασε η πόρτα της Μονής, ο Φαρμάκης διέταξε και κλείσθηκε με σκοτωμένα άλογα των Τούρκων. Επί άλλες τέσσερεις ημέρες εξαπολύονταν νέες επιθέσεις του εχθρού ενισχυμένου με νέες δυνάμεις, και αυτές όμως αποκρούσθηκαν από τους αμυνόμενους Έλληνες.

Ο Σελήχ πασάς έστειλε τότε και άλλες ακόμη δυνάμεις και 4 κανόνια και ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό εξαπέλυσε γενική επίθεση των Τούρκων. Ο Φαρμάκης διέταξε τους πολεμιστές του να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και άφησε έτσι τους Τούρκους να πλησιάσουν στην κεντρική πύλη της Μονής. Τότε ο ίδιος και 160 στρατιώτες του ενήργησαν αιφνιδιαστική ορμητική αντεπίθεση, προκάλεσαν βαριές απώλειες στους επιτιθέμενους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν αφήνοντας και μια σημαία.

Νέα επίθεση των Τούρκων είχε οικτρότερη αποτυχία και τους στοίχισε 400 νεκρούς. Επακολούθησε ορμητική επίθεση 100 γενιτσάρων εναντίον της κεντρικής πύλης της Μονής, αποκρούσθηκε όμως και αυτή από τα σφοδρά πυρά των αμυνομένων. Από τους επιτιθέμενους 72 σκοτώθηκαν, οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή.

Ύστερα από τις αλλεπάλληλες αυτές αποτυχίες ανέθεσαν οι τούρκοι στον Αυστριακό διπλωματικό υπάλληλο Βόλφ να επιδιώξη συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Εν τω μεταξύ, τα τρόφιμα των Ελλήνων είχαν εξαντληθή, τα πυρομαχικά τους πλησίαζαν να εξαντληθούν, και είχαν απομείνει στη Μονή 235 πολεμιστές, οι περισσότεροι τραυματισμένοι, όπως και ο αρχηγός τους. Σε τέτοια κατάσταση των πολιορκημένων, ο Φαρμάκης δέχθηκε να συζητήση με τον Βολφ και συναντήθηκε μαζί του έξω από τη Μονή, αφού είχαν παύσει οι πυροβολισμοί και από τα δύο μέρη.


Ό Φαρμάκης, στη συζήτηση με τον Βολφ, πρότεινε αρχικά να επιτραπεί η αναχώρηση των εγκλείστων από τη Μονή με τα όπλα τους χωρίς κανένα περιορισμό, ή τουλάχιστον η μετακίνησή τους προς τα αυστριακά σύνορα, όπου να καταθέσουν τα όπλα τους ζητώντας καταφύγιο στην Αυστρία. Οι τούρκοι όμως δεν δέχθηκαν τις προτάσεις του Φαρμάκη και αποφάσισαν τελικά να περιμένουν τον Σελήχ πασά, που θα έφθανε την επομένη με νέες ενισχύσεις από 4.000 άνδρες και 4 κανόνια.

Σε δόλο κατέφυγε, όταν έφθασε, ο Σελήχ πασάς. ανέθεσε νέες διαπραγματεύσεις στον Βολφ και του ζήτησε να βεβαιώση στον Φαρμάκη ότι είχε σταλή φιρμάνι από τον σουλτάνο και ότι χορηγούσε αυτό αμνηστία στους πολιορκημένους, αν κατέθεταν τα όπλα, οπότε θα ήταν ελεύθεροι να καταφύγουν όπου ήθελαν. Ξανασυναντήθηκε ο Βολφ με τον Φαρμάκη, του δήλωσε αυτά και του επιβεβαίωσε και ο ίδιος την ύπαρξη του φιρμανιού.

Ο Φαρμάκης τότε δήλωσε ότι θα δεχόταν την πρόταση των Τούρκων, αλλά υπό τον όρο να απομακρυνθούν πριν τα στρατεύματά τους εκτός από 1.000 άνδρες. Οι τούρκοι όμως απέρριψαν τον όρο αυτό. Και ο Φαρμάκης, ύστερα και από νέες διαβεβαιώσεις του Βολφ, και προπάντων επηρεασμένος από τη δεινή κατάσταση των στρατιωτών του, αποφάσισε να εισηγηθεί σ' αυτούς να αποδεχθούν την πρόταση των Τούρκων.

Πολλοί από τους πολιορκημένους στη Μονή, δυσπιστώντας προς την ειλικρίνεια των Τούρκων, όταν ο Φαρμάκης ανακοίνωσε τις προτάσεις τους για συνθηκολόγηση, ζήτησαν να. μη γίνουν δεκτές και πρότειναν να επιχειρηθεί τη νύκτα έξοδος από τη Μονή προς το γειτονικό δάσος, από όπου να προσπαθήσουν διαφυγή προς την Αυστρία. Επακολούθησε ολονύκτια συζήτηση και οι γνώμες ήταν διχασμένες.

Ο ίδιος ο Φαρμάκης ταλαντευόταν. Έφτασε η αυγή, και τότε, όταν πια και το σχέδιο για διαφυγή κατά τη νύκτα ήταν ανεφάρμοστο, επιβλήθηκε από την κόπωση και από πίεση των πραγμάτων ή αποδοχή των προτάσεων για συνθηκολόγηση.

Έτσι, παραδόθηκαν το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα όπλα των πολιορκημένων ανδρών στους Τούρκους. Και τότε αμέσως εκδηλώθηκε ή παρασπονδία του Σελήχ πασά. Μόλις βγήκε ο Φαρμάκης από τη Μονή, ένοπλος, με 18 αξιωματικούς του, για να επισκεφθή τον τούρκο πασά, πολυάριθμοι τούρκοι όρμησαν, τους αφόπλισαν και τους έθεσαν υπό φρούρηση. Ταυτόχρονα, πλήθος τούρκοι όρμησαν με αλαλαγμούς στο εσωτερικό της Μονής και άρχισαν να σκοτώνουν τους άοπλους πολεμιστές. Εκείνοι πρόβαλαν απεγνωσμένη αντίσταση με τα χέρια τους μόνο, και μάλιστα κατόρθωσαν να στραγγαλίσουν 40 από τους Τούρκους σφαγείς, τελικά όμως εξοντώθηκαν όλοι, εκτός από τρεις. Άλλοι 33 Έλληνες πολεμιστές, που υποπτεύονταν έντονα τον δόλο των Τούρκων, είχαν αυτόβουλα διαφύγει από τη Μονή κατά τη νύκτα. Ο Φαρμάκης και οι 18 αξιωματικοί του μεταφέρθηκαν δέσμιοι στο Ιάσιο και από εκεί στη Σιλίστρια, όπου ύστερα από βασανιστήρια θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό οι αξιωματικοί, ενώ ο Φαρμάκης είχε την ίδια τύχη στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε τελικά μεταχθεί.

Αυτή ήταν η τραγικότατη έκβαση της τελευταίας μάχης των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία, που διεξήχθηκε από εθελοντές επίλεκτους πολεμιστές, πιστούς μέχρι τέλους στον Αγώνα, προκάλεσε πολύ μεγάλες απώλειες στους Τούρκους και διήρκεσε ως τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.

Οι δυό αρχηγοί της έσχατης αυτής μάχης υπήρξαν άξιοι της Αποστόλης τους. Ο ένας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, περιβλήθηκε δίκαια με τον φωτοστέφανο του θρύλου. Γεννημένος στο Λειβάδι του Ολύμπου το 1772, έζησε αφιερωμένος στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους και ταυτισμένος με το συναίσθημα της τιμής. Ευτύχησε να έχει θάνατο αυθεντικού ήρωα, και να εκπληρώσει ακέραια ό,τι έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1820 στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: "υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις".


Ο άλλος, ο Γιάννης Φαρμάκης, γεννημένος στο Μπλάτσι της Μακεδονίας, το 1772, αγωνίσθηκε άοκνα και αυτός, με πίστη και συνέπεια, για την απελευθέρωση του Έθνους. Υπήρξε ο ικανός αρχηγός της άμυνας των Ελλήνων στη φονικώτατη για τους Τούρκους έσχατη μάχη του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Δεν ευτύχησε να πεθάνει την ώρα που αγωνιζόταν ως ήρωας. Πέθανε, όπως και οι τελευταίοι σύντροφοί του, ως μάρτυρας του Αγώνος
Γεωργάκης Ολύμπιος

Πηγή