Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διδακτικές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διδακτικές ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Ο αετος και ο γυμνοσαλιαγκας....- Fabul:Shqiponja dhe kërmilli...


Eιναι πανω σε ένα ψηλό βουνό, ενας αετος και χαζευει τη θεα του καμπου.
Καμαρωνει που ειναι τοσο ψηλα!!
Θαυμαζει τα φτερα του που εγιναν τοσο δυνατα απο το πεταγμα!!
Κοιταζει τα κοφτερα του νυχια και νιωθει πολυ περηφανος!!
-Ειμαι δυνατος σκεφτεται.Μονος μου εφτασα εδω στην κορυφη!!Με τη δυναμη μου!!
Ξαφνικα ομως νιωθει κατι γλειωδες και σιχαμενο στα ποδια του..
-Πως εφτασες μεχρι εδω σιχαμενε σαλιγκαρι??
-Γλείφοντας και έρποντας , απάντησε αυτό!!!!!!!!
Mbi një mal të lartë, qëndron një shqiponjë dhe sodet pamjen e fushës.
Krenohet që është kaq lart!!
Mrekullohet me krahët e saj që u bënë kaq të forta nga fluturimi!!
Shikon thonjtë e saj të mprehtë dhe ndjehet krenare!!!
-         Jam e fortë – mendon.  E vetëm arrita këtu në këtë majë! Me fuqinë time!!!
Papritur ndjen diçka të rrëshqitëshme, të ftohtë, dhe plot me qure në këmbët e tij....Shikon papritur një kërmill.
-         Si arrite deri këtu ti kërmill i pështirë???- e pyeti
-         Duke lëpirë dhe duke u hequr zvarrë - tha kërmilli.


(Për të gjithë ata që kanë si model kërmillin dhe janë aq shumë në shoqërinë shqiptare)



Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Ο ιστός της αράχνης! - Rrjeta e merimangës


Κατά τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου ένας στρατιώτης έχασε τη μονάδα του μέσα στον χαμό των εκρήξεων και τον πυροβόλων. Έψαξε για τους συμπολεμιστές του αλλά προς μεγάλη του θλίψη δεν μπόρεσε να τους βρει. Είχε μείνει μόνος του σε κείνο το τόπο. Άκουγε τους εχθρούς να έρχονται κατά το μέρος του. Απεγνωσμένα έψαχνε για καταφύγιο και κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε σε κάποιες σπηλιές στα αντικρινά βράχια. Γρήγορα σκαρφάλωσε και χώθηκε σε μια από αυτές. Παρότι ήταν για την ώρα ασφαλής, διαπίστωσε ότι οι εχθροί δεν θα αργούσαν να σκαρφαλώσουν κι αυτοί, να ψάξουν τις σπηλιές να τον βρουν και να τον σκοτώσουν.
Όση ώρα περίμενε προσευχήθηκε στο Θεό: "Σε παρακαλώ Θεέ μου, αν θέλεις προστάτεψε με. Παρόλα αυτά ό,τι είναι θέλημα σου σε αγαπώ και σε εμπιστεύομαι". Όταν τέλειωσε τη προσευχή του ξάπλωσε ήρεμος και άκουγε τους εχθρούς που πλησίαζαν. Σκέφτηκε: "Όπως βλέπω ο Θεός δεν πρόκειται να με βοηθήσει να γλυτώσω αυτή τη φορά".
Τότε παρατήρησε μια αράχνη που ξεκίνησε να υφαίνει τον ιστό της στην είσοδο της σπηλιάς."Χα!" σκέφτηκε, "αυτό που θέλω είναι πέτρες και τούβλα και ο Θεός μου έστειλε μια αράχνη και τον ιστό της. Μα τη πίστη μου ο Θεός έχει χιούμορ!"
Καθώς πλησίαζε ο εχθρός, από τη σκοτεινή μεριά της σπηλιάς έβλεπε τους στρατιώτες που εξερευνούσαν την μια σπηλιά ύστερα από την άλλη. Όταν έφτασαν στη δική του ήταν έτοιμος να δώσει την τελευταία του μάχη. Όμως προς μεγάλη του έκπληξη οι στρατιώτες έριξαν μόνο μια ματιά μέσα και συνέχισαν στην επόμενη.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι με τον ιστό στην είσοδο της σπηλιάς φαινόταν ότι ήταν κλειστή εδώ και πάρα πολύ καιρό.
"Θεέ μου, συγχώρεσε με" είπε ο νεαρός στρατιώτης. "Είχα ξεχάσει ότι ο ιστός της αράχνης είναι πιο δυνατός από ένα τοίχο φτιαγμένο από τούβλα"! 


Gjatë Luftës së 2-të Botërore një ushtar humbi skuadrën e tij në rëmujën e shpërthimeve dhe të bombardimeve. Kërkoi për bashkëluftëtarët e tij por u hidhërua shumë që nuk mundi që ti gjejë. Kishte mbetur i vetëm  në atë vend. Dëgjonte armiqtë e tij që po drejtoheshin drejt vendit në të cilin nodhej.  I dëshpëruar kërkonte të gjente një strehim dhe në një farë momenti syri i tij ra në disa shpella në shkembinjtë përballë.  Shpejt u ngjit dhe u fut në një prej tyre. Mgjth se ishte për momentin i sigurt, vuri re që armiqtë nuk ishin shumë larg dhe do të ngjiteshin drejt tij, që të kërkonin nëpër shpella ku do ta kapnin dhe do ta vrisnin.
Për sa kohë pristeiu lut Zotit: “ O Zot të lutem, nëse do më mbro. Mgjth atë le të bëhet vullneti yt, të dua dhe kam besim tek ty”. Kur mbaroi lutjen u shtri i qetë dhe dëgjonte armiqtë që afroheshin. U mendua: “Me sa duket Zoti nuk do të më ndihmojë që të shpëtoj kësaj rradhe”.
Atëhere vuri re një merimangë që filloi të thurrte rrjetën e saj në hyrjen e shpellës: “Ha!” Mendoi, “ajo që dua janë tulla dhe gurë dhe Zoti më dërgoi një merimangë dhe rrjetën e saj. Për besimin tim, Zoti ka humor!”.
Pasi afrohej armiku, nga ana e errët e shpellës shikonte ushtarët që kontrrollonin njërën shpellë pas tjetrës. Kur arritën tek shpella e tij ishte gati që të jepte betejën e fundit. Por për çudi ushtarët hodhën një sy brenda dhe vazhduan tek shpella tjetër.
Pa pritur kuptoj se me rrjetën e merimangës në hyrje shpella dukej se ishte e mbyllur këtu e shumë kohë. “O Zot më fal”, tha ushtari i ri. “Kisha harruar që rrjeta e merimangës është më e frotë nga një murr i bërë me tulla”!.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ


π. Δημητρίου Μπό­κου
Στε­ρέ­ω­σε κα­λύ­τε­ρα τὰ γυα­λιά του, μὲ μιὰ κί­νη­ση ποὺ πρό­δι­νε ἐ­λα­φριὰ ἀ­μη­χα­νί­α, καὶ ξα­νά­σκυ­ψε πά­νω στὸν ἐ­πι­χει­ρη­σια­κὸ χάρ­τη.
Οἱ ἐ­πι­τε­λεῖς του, σὲ μιὰ ὕ­στα­τη προ­σπά­θεια νὰ δι­α­σκε­δά­σουν τοὺς δι­σταγ­μούς του, ξα­νάρ­χι­σαν νὰ ἀ­πα­ριθ­μοῦν τὰ σο­βα­ρὰ πλε­ο­νε­κτή­μα­τα τοῦ σχε­δί­ου τους.
-Κύ­ρι­ε Πρό­ε­δρε, ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α μας εἶ­ναι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ σί­γου­ρη…
Ἐ­πι­τέ­λους φά­νη­κε νὰ πεί­θε­ται.
-Ἐν­τά­ξει λοι­πόν…, ἤ­χη­σε βα­ρειὰ ἡ φω­νή του, κα­θὼς τὸ ἐ­ξε­τα­στι­κό του βλέμ­μα ζύ­γι­ζε προ­σε­κτι­κὰ ἕ­ναν-ἕ­ναν. Σὲ πό­ση ὥ­ρα ξε­κι­νᾶ­με;
-Σὲ δύ­ο ὧ­ρες ἀ­πὸ τώ­ρα, κύ­ρι­ε Πρό­ε­δρε!
-Ἀ­κρι­βῶς με­σά­νυ­χτα… στὴν ὥ­ρα τῆς γι­ορ­τῆς…, μο­νο­λό­γη­σε, ρί­χνον­τας μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἔ­χου­με δὰ καὶ Χρι­στού­γεν­να ἀ­πό­ψε, πῶς νὰ τὸ κά­νου­με! συ­νέ­χι­σε μ’ ἕ­να πι­κρὸ χα­μό­γε­λο, σὰν νά ’­ταν μό­νος του στὴν τε­ρά­στια αἴ­θου­σα συ­νε­δρι­ά­σε­ων.
Τὸ πρά­σι­νο φῶς γιὰ τὸ πρό­γραμ­μα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» μὲ τὴν ἔγ­κρι­ση τοῦ Προ­έ­δρου ἄ­να­ψε.
Σὲ λί­γο ἡ με­γα­λού­πο­λη πλημ­μύ­ρι­σε στὰ φῶ­τα. Ὁ σκο­τει­νὸς οὐ­ρα­νὸς γέ­μι­σε πορ­φυ­ρὲς ἀν­ταύ­γει­ες. Γύ­ρω στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­δρο, ντυ­μέ­νοι στὰ γι­ορ­τι­νά, μὲ μά­τια λαμ­πε­ρὰ κι ἀ­στρα­φτε­ρὰ χα­μό­γε­λα, ἄρ­χι­σαν ὅ­λοι ν’ ἀν­ταλ­λάσ­σουν τὶς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες εὐ­χὲς καὶ τὰ δῶ­ρα. Ὁ κό­σμος φάν­τα­ζε πα­ρα­μυ­θέ­νιος.
Στὸ σπί­τι τοῦ Προ­έ­δρου μιὰ τρυ­φε­ρὴ εἰ­κό­να θὰ κα­θή­λω­νε κά­θε βλέμ­μα. Οἱ γλυ­κει­ὲς νό­τες τοῦ πιά­νου γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­π’ τὸ ἀ­έ­ρι­νο παί­ξι­μο τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης κο­ρού­λας, ἐ­νῶ ἀν­τή­χη­σαν ὣς ἔ­ξω στὸν δρό­μο οἱ ἑ­νω­μέ­νες φω­νὲς ὅ­λης τῆς οἰ­κο­γέ­νειας στὶς ἁ­πα­λὲς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες με­λω­δί­ες. Ἅ­για Νύ­χτα… Τί συγ­κί­νη­ση! Τί χα­ρά!
Ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να…
… στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ πλα­νή­τη, φω­τει­νὲς λάμ­ψεις ἀλ­λι­ώ­τι­κες ἔ­σκι­σαν τὴ σκο­τει­νιὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Μιὰ σφο­δρὴ κα­ται­γί­δα ἄρ­χι­σε νὰ μα­στι­γώ­νει ἀ­λύ­πη­τα τὴ ρα­κέν­δυ­τη σάρ­κα τῆς γῆς. Τὸ πρό­γραμ­μα «ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ» (τῶν «κα­λῶν»), μὲ τὴν προ­ε­δρι­κὴ ἔγ­κρι­ση, ἔμ­παι­νε πλέ­ον στὴ φά­ση τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς του πά­νω στοὺς «κα­κούς».
Βόμ­βες, πύ­ραυ­λοι, μα­χη­τι­κά, ἑ­λι­κό­πτε­ρα, ὅ­λα τὰ ὄ­πλα τοῦ θα­νά­του, ξερ­νοῦ­σαν ἀ­στα­μά­τη­τα τὴ φω­τιὰ καὶ τὴν κό­λα­ση. Πυ­κνὰ σύν­νε­φα κα­πνοῦ τύ­λι­ξαν τὴ γῆ. Λι­πό­σαρ­κα κορ­μιὰ ἀ­μά­χων καὶ τυ­ραν­νι­σμέ­να σώ­μα­τα παι­δι­ῶν τι­νά­χτη­καν καὶ γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα μέ­σα στὸν ἐκ­κω­φαν­τι­κὸ ὀ­ρυ­μα­γδὸ τῶν ἐ­κρή­ξε­ων. Τὰ παι­διὰ τοῦ κα­τώ­τε­ρου θε­οῦ πα­ρα­δό­θη­καν στὴν ἀ­νε­λέ­η­τη σφα­γή.
Οἱ σκο­τει­νὲς φι­γοῦ­ρες τῶν ἀ­τσα­λέ­νι­ων που­λι­ῶν, σὰν σὲ μα­κά­βριο χο­ρὸ δαι­μο­νι­κῶν φαν­τα­σμά­των, συ­νέ­θε­ταν στὴν κο­λα­σμέ­νη νύ­χτα τὴ νέ­α φρι­κι­α­στι­κὴ με­λω­δί­α τῆς («ἐ­πὶ γῆς») εἰ­ρή­νης.
… Ἀ­π’ τ’ ἀ­νοι­χτὰ πα­ρά­θυ­ρα τῆς προ­ε­δρι­κῆς κα­τοι­κί­ας, στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τῆς γῆς, ξε­χύ­νον­ταν ἀ­κό­μα στὸ δρό­μο οἱ ἀγ­γε­λι­κὲς γι­ορ­τι­νὲς με­λω­δί­ες. Ἡ βα­ρύ­το­νη φω­νὴ τοῦ Προ­έ­δρου συγ­κι­νη­μέ­νη τὶς συ­νό­δευ­ε.
Τί εἰ­ρω­νεί­α!
Ὁ χα­λα­σμὸς ἦ­ταν πο­λὺ μα­κριὰ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ βγά­λει τὸν κό­σμο τῶν «κα­λῶν» ἀ­π’ τὴ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἀ­φα­σί­α του.

Χρι­στού­γεν­να 2001
(Περιοδ. ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ, τ. 11, Δεκ. 2012, σ. 22)

Δι­α­δί­δω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η».

Ἐ­κτυ­πώνω/προ­ω­θῶ σὲ φι­λι­κά μου e-mails

ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ



π. Δημητρίου Μπόκου

Χα­ρι­σμέ­νο σὲ ὅ­σους βα­φτί­ζουν τὸν πό­λε­μο ἀν­θρω­πι­στι­κὴ ἐ­πι­χεί­ρη­ση

Μὲ τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ βα­σι­λιὰ Γό­μερ οἱ ἀρ­χη­γοὶ ὕ­ψω­σαν τὰ ξί­φη τους καὶ οἱ πο­λε­μι­στὲς ἐ­πευ­φή­μη­σαν τὸν βα­σι­λιά τους. Μὰ ὁ ἑ­κα­τόν­ταρ­χος Ρό­μαν δὲν τοὺς μι­μή­θη­κε. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ χέ­ρι στὴ λα­βὴ τοῦ ξί­φους του, μά, σὰν κά­τι νὰ τὸν κρά­τη­σε, στα­μά­τη­σε ἐ­κεῖ. Οἱ ἄν­τρες του, βλέ­πον­τας τὸν δι­σταγ­μό του, ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί.
Ὁ σαλ­πιγ­κτὴς ἔ­φε­ρε τὸ στρι­φτὸ βού­κι­νο στὸ στό­μα του. Ἕ­νας βα­θὺς ἦ­χος ἁ­πλώ­θη­κε στὴν κοι­λά­δα καὶ σύγ­και­ρα ὁ στρα­τός, σὰν γι­γάν­τιο σῶ­μα, κι­νή­θη­κε μπρο­στά. Ἡ πα­νί­σχυ­ρη στρα­τιὰ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ τὴ νέ­α της ἀ­πο­στο­λή.
Ὁ Ρό­μαν σπι­ρού­νι­σε τὸ ἄ­λο­γό του βα­ρύ­θυ­μος. Γύ­ρω του ὑ­ψω­νό­ταν μιὰ βου­ε­ρὴ σύγ­χυ­ση, κα­θὼς τὰ ποι­κί­λα σώ­μα­τα προ­χω­ροῦ­σαν ἀρ­γὰ μὲ τὸν βα­ρὺ ὁ­πλι­σμό τους. Στὰ κον­τά­ρια τους, ἴ­διο κι­νού­με­νο δά­σος, ἀ­νέ­μι­ζαν λευ­κὰ τρι­γω­νι­κὰ φλάμ­που­ρα μὲ ἔμ­βλη­μα στὴ μέ­ση τὸν σταυ­ρό. Προ­η­γοῦν­ταν ἱπ­πεῖς, ἐ­νῶ το­ξό­τες σὲ πυ­κνὰ τμή­μα­τα κά­λυ­πταν τὰ πλα­ϊ­νὰ καὶ τὰ νῶ­τα. Ἑ­κα­τον­τά­δες ὑ­πο­ζύ­για καὶ ἅ­μα­ξες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν ξο­πί­σω μὲ ἐ­φό­δια γιὰ πο­λύ­μη­νη ἐκ­στρα­τεί­α.
Ἁ­πλω­μέ­νο στὴν πλα­τειὰ κοι­λά­δα τὸ με­γά­λο στρά­τευ­μα φάν­τα­ζε ὑ­πο­βλη­τι­κό. Μὰ ὁ Ρό­μαν ἔ­βλε­πε μὲ βα­θὺ σκε­πτι­κι­σμὸ τὸ με­γα­λό­πρε­πο θέ­α­μα ποὺ θὰ χα­νό­ταν σὲ λί­γο, ὅ­ταν ἡ ἁ­πλο­χω­ριὰ θά ’­δι­νε τὴ θέ­ση της σὲ στε­νω­ποὺς καὶ ὑ­πώ­ρει­ες. Δὲν ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὴν ἰ­σχύ τους. Οὔ­τε ὁ ἴ­διος ἦ­ταν δει­λός. Εἶ­χε δεί­ξει τὴν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τη ἀ­ξί­α του, ὅ­σες φο­ρὲς ἡ πα­τρί­δα του βρέ­θη­κε σὲ κίν­δυ­νο.
Μὰ τώ­ρα ἀμ­φέ­βαλ­λε γιὰ τὸν σκο­πό τους. Ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α δὲν βρι­σκό­ταν σὲ κίν­δυ­νο. Ἦ­ταν πιὰ πα­νί­σχυ­ρη. Εἶ­χε ὑ­πο­τά­ξει τοὺς λα­οὺς ποὺ τὴν ἐ­πι­βου­λεύ­τη­καν. Ποῦ πή­γαι­ναν;
Στὴν ἄλ­λη σχε­δὸν ἄ­κρη τῆς γῆς. Ὁ Γό­μερ εἶ­χε μά­θει πὼς κα­τοι­κοῦ­σε ἐ­κεῖ ἕ­νας λα­ός. Μι­κρὸς μπρο­στὰ στὴ με­γά­λη αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οὔ­τε πο­λε­μο­χα­ρής, οὔ­τε ἐ­χθρι­κὸς μα­ζί τους. Μὰ οὔ­τε καὶ πρό­θυ­μος νὰ ὑ­πο­τα­χθεῖ σὲ κα­νέ­ναν. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ ζεῖ ἐ­λεύ­θε­ρος.
Ὁ Γό­μερ ὅ­μως ἦ­ταν ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς. Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας. Ὁ ἐ­κλε­κτὸς τοῦ Θε­οῦ. Θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του κυ­ρί­αρ­χο τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Μὲ ἐ­ξου­σί­α δο­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Καὶ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ τί ἄλ­λο θά ’­ταν ἀ­π’ τὸ νὰ βα­σι­λεύ­ει ὁ με­γά­λος βα­σι­λιὰς σ’ ὅ­λη τὴ γῆ; Στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ λοι­πὸν ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θὰ ἔ­βα­ζε τώ­ρα τὰ πράγ­μα­τα στὴ θέ­ση τους.
Ὁ πα­λαί­μα­χος Ρό­μαν πο­ρευ­ό­ταν σι­ω­πη­λὸς καὶ σκε­πτό­ταν. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α τοῦ Γό­μερ τὸν ἔ­κα­νε νὰ ἀν­τι­δρᾶ. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὰ βά­λει μ’ ἕ­να λα­ό, ποὺ θὰ πο­λε­μοῦ­σε γιὰ τὴ γῆ του καὶ τὰ παι­διά του. Ποι­ὸς Θε­ὸς θὰ εὐ­λο­γοῦ­σε τέ­τοι­ον πό­λε­μο;
Γιὰ βδο­μά­δες ὁ­λό­κλη­ρες ἡ με­γά­λη στρα­τιὰ ἅ­πλω­νε τὴν ἀ­πει­λη­τι­κή της πα­ρου­σί­α σὲ βου­νὰ καὶ πε­διά­δες, ὥ­σπου ἔ­φτα­σε κά­πο­τε ἀ­πέ­ναν­τι στὰ κά­στρα τῆς μι­κρῆς χώ­ρας. Ὁ λα­ός της ἀν­τί­κρυ­σε τὸν στρα­τὸ τῆς με­γά­λης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μὰ δὲν τό ’­βα­λε κά­τω. Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­τρί­δα καὶ τὴ λευ­τε­ριὰ ἔ­κα­με ἀ­τσά­λι τὴν καρ­διά τους.
Κι ἔ­τσι πι­ά­στη­κε ὁ πό­λε­μος. Μῆ­νες κρά­τη­σε, μὰ τὰ ὀ­χυ­ρὰ τοῦ μι­κροῦ λα­οῦ ἄν­τε­χαν. Ὁ χει­μώ­νας ἔ­φτα­σε. Οἱ μα­χη­τὲς τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ἔ­χα­ναν τὸ ἠ­θι­κό τους. Ἄρ­χι­σαν τὴ γκρί­νια.
-  Για­τί πο­λε­μᾶ­με αὐ­τὸν τὸν λα­ό; Σὲ τί μᾶς ἔ­φται­ξε; Αὐ­τοὶ πο­λε­μοῦν γιὰ τὰ παι­διά τους. Ἦρ­θαν τὰ Χρι­στού­γεν­να. Ἐ­μεῖς πῶς θὰ τὰ γι­ορ­τά­σου­με χω­ρὶς τὰ παι­διά μας; Για­τί ἤρ­θα­με τό­σο μα­κριά;
Ὁ στρα­τη­γὸς προ­σπά­θη­σε νὰ τοὺς το­νώ­σει. Τοὺς μά­ζε­ψε καὶ τοὺς μί­λη­σε. Τοὺς θύ­μι­σε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος στρα­τὸς τῆς γῆς. Κι ὁ βα­σι­λιάς τους αὐ­το­κρά­το­ρας τῆς οἰ­κου­μέ­νης. Καὶ ὅ­λοι οἱ λα­οὶ πρέ­πει νὰ προ­σκυ­νοῦν τὸν με­γά­λο βα­σι­λιά. Καὶ θέ­λη­μα Θε­οῦ εἶ­ναι νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ποὺ τοὺς τα­λαι­πω­ρεῖ τό­σον και­ρὸ μὲ τὸ πεῖ­σμα του νὰ μὴν προ­σκυ­νᾶ.
-  Στ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, λοι­πόν, σᾶς τοὺς πα­ρα­δί­δω στὰ χέ­ρια σας καὶ στὸ σπα­θί σας!
Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ στρα­τη­γὸς ἐ­πευ­φή­μη­σε τὸν βα­σι­λιά τους. Τὸν μι­μή­θη­καν κάμ­πο­σοι, μὰ οἱ πολ­λοὶ δὲν ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν.
-  Νά, πῶς ὁ σταυ­ρὸς γί­νε­ται σύμ­βο­λο τοῦ μί­σους! σκέ­φτη­κε ἀ­κό­μα πιὸ βα­ρύ­θυ­μος ὁ Ρό­μαν. Αὐ­τὸς ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νή­θι­κος.
Ὁ στρα­τη­γὸς ὅ­ρι­σε ἡ τε­λι­κὴ ἕ­φο­δος νὰ γί­νει τὴ νύ­χτα τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ποὺ δὲν θὰ πε­ρί­με­νε ἐ­πί­θε­ση κα­νέ­νας. Χρι­στια­νοὶ μέ­σα, Χρι­στια­νοὶ ἔ­ξω, θὰ γι­όρ­τα­ζαν Χρι­στού­γεν­να ἀν­τὶ νὰ πο­λε­μοῦν. Τὴ νύ­χτα ποὺ γεν­νι­ό­ταν ὁ Χρι­στὸς φέρ­νον­τας τὴν ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α θ’ ἀ­φά­νι­ζε στ’ ὄ­νο­μά Του τὸν μι­κρὸ λα­ό.
Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε.
Τὴν ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα τῆς ἅ­γιας νύ­χτας ἄρ­χι­σε ἡ ἐ­πί­θε­ση. Ὁ στρα­τη­γὸς δὲν εἶ­χε γε­λα­στεῖ. Ὁ πο­λὺς κό­σμος ἦ­ταν στὶς ἐκ­κλη­σι­ὲς γιὰ νὰ λει­τουρ­γη­θεῖ καὶ νὰ πα­ρα­κα­λέ­σει γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α του. Λί­γοι μα­χη­τὲς ἦ­ταν στὰ τεί­χη. Μὰ κι αὐ­τοὶ πο­λέ­μη­σαν γεν­ναῖ­α. Ἀλ­λὰ κά­πο­τε λύ­γι­σαν. Οἱ πύ­λες πα­ρα­βι­ά­στη­καν. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς ὅρ­μη­σαν στὴν πό­λη. Λε­η­λα­σί­α καὶ φω­τιὰ ἀν­τά­μα ἄρ­χι­σαν τὸ μα­κά­βριο ἔρ­γο τους.
Καὶ ὁ Ρό­μαν; Τί ἔ­γι­νε; Ποῦ βρι­σκό­ταν;
Μὲς στὸ σκο­τά­δι καὶ τὴ σύγ­χυ­ση οἱ ἄν­δρες του ἀ­πὸ τὸ δε­ξιὸ κέ­ρας ὅ­που βρί­σκον­ταν, πλα­γι­ο­δρό­μη­σαν ἀ­θό­ρυ­βα καὶ ἀ­θέ­α­τοι βγῆ­καν ἀ­π’ τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Κα­θη­λω­μέ­νοι σ’ ἕ­να χα­μη­λὸ κοί­λω­μα κον­τὰ στὰ τεί­χη πε­ρί­με­ναν, ὥ­σπου ἡ πρώ­τη πύ­λη ὑ­πο­χώ­ρη­σε.
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ φά­λαγ­γα τό­τε στὸ σύν­θη­μα τοῦ Ρό­μαν ὅρ­μη­σε τα­χύ­τα­τα, σὰν βέ­λος, μπρο­στά. Προ­χώ­ρη­σαν μὲς ἀ­π’ τὶς φλό­γες ποὺ ἀγ­κάλι­α­ζαν τὰ πρῶ­τα σπί­τια. Δι­έ­σχι­σαν γορ­γά τοὺς σκο­τει­νοὺς ἔ­ρη­μους δρό­μους, ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν στὴν πρώ­τη ἐκ­κλη­σιά. Ὁ Ρό­μαν ὑ­πο­λό­γι­ζε, σω­στὰ ὅ­πως φά­νη­κε, πὼς ὅ­λοι θὰ βρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ. Φω­τει­νὲς ἀν­ταύ­γει­ες ξε­χεί­λι­ζαν ἀ­π’ τὰ χρω­μα­τι­στά της πα­ρά­θυ­ρα γλυ­καί­νον­τας τὴν πα­γω­νιὰ τῆς μά­χης καὶ τοῦ σκο­τα­διοῦ.
Στὴν πλα­κό­στρω­τη αὐ­λὴ ἀν­τή­χη­σαν τὰ πο­δο­βο­λη­τὰ ἀν­θρώ­πων καὶ ἀ­λό­γων. Ὁ Ρό­μαν πρό­βα­λε στὴν εἴ­σο­δο. Σύγ­και­ρα μιὰ μυ­ρι­ό­στο­μη κραυ­γὴ ἀ­π’ τὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἔ­τρε­ψε τὴν πα­ρή­γο­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης λει­τουρ­γί­ας σὲ θρῆ­νο. Οἱ μη­τέ­ρες ἔσφι­ξαν στὰ στή­θη τὰ μω­ρά τους. Βι­βλι­κὸ δέ­ος πλημ­μύ­ρι­σε τὰ πάν­τα. «Φω­νὴ ἐν Ρα­μὰ ἠ­κού­σθη, θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς». Τὸ κλά­μα τῆς Ρα­χὴλ γιὰ μιὰ φο­ρὰ ἀ­κό­μα ὑ­ψώ­θη­κε ὣς τὰ με­σού­ρα­να. Τὰ βλέμ­μα­τα ὅ­λων, ἀλ­λοι­ω­μέ­να ἀ­π’ τὸν τρό­μο, στρά­φη­καν πρὸς τὴν πόρ­τα.
Μὰ εἶ­δαν τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο μὲ τὴν πε­ρι­κε­φα­λαί­α στὸ χέ­ρι νὰ κά­νει μό­νο τὸν σταυ­ρό του. Δί­πλα του οἱ πο­λε­μι­στὲς ἔ­κα­ναν τὸ ἴ­διο.
-  Δὲν θὰ γι­νό­μου­να πο­τὲ Ἡ­ρώ­δης! Θὰ σᾶς προ­στα­τέ­ψω! Μὴ φο­βά­στε! εἶ­πε μο­νά­χα ὁ Ρό­μαν ση­κώ­νον­τας γιὰ κα­θη­συ­χα­σμὸ τὸ χέ­ρι του καὶ βγῆ­κε.
Ἄ­φη­σε μιὰ ὁ­μά­δα γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τους καὶ μὲ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἄν­δρες του προ­χώ­ρη­σε. Οἱ εἰ­σβο­λεῖς βρῆ­καν στὴν εἴ­σο­δο κά­θε να­οῦ τοὺς ὁ­πλι­σμέ­νους ἐ­πί­λε­κτους τοῦ Ρό­μαν. Γνώ­ρι­ζαν ὅ­λοι τὴν ἀ­ξί­α τους. Δί­στα­σαν νὰ ἐμ­πλα­κοῦν σὲ ἐμ­φύ­λια σύρ­ρα­ξη. Δὲν ἦ­ταν ἄλ­λω­στε καὶ τό­σο πε­ρή­φα­νοι γι’ αὐ­τὸν τὸν πό­λε­μο. Ὁ πλη­θυ­σμὸς σώ­θη­κε.
Ξη­μέ­ρω­νε σχε­δόν, ὅ­ταν ὁ στρα­τη­γὸς ἔμ­παι­νε στὴ λε­η­λα­τη­μέ­νη πό­λη. Ἡ εἴ­δη­ση γιὰ τὴ δρά­ση τοῦ Ρό­μαν εἶ­χε ἁ­πλω­θεῖ κι­ό­λας παν­τοῦ. Ὁ στρα­τη­γὸς τὸν κά­λε­σε πά­ραυ­τα σὲ ἀ­πο­λο­γί­α.
-  Ἑ­κα­τόν­ταρ­χε Ρό­μαν! Πα­ρά­δω­σε ἀ­μέ­σως τὸ σπα­θί σου καὶ ἐ­ξή­γη­σέ μας για­τί ἀ­ψή­φη­σες τὸ θέ­λη­μα τοῦ με­γά­λου βα­σι­λιᾶ.
-  Ἀ­κό­μα καὶ στὸν πό­λε­μο ὑ­πάρ­χουν κα­νό­νες! εἶ­πε ὁ Ρό­μαν προ­χω­ρών­τας θαρ­ρε­τὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ στρά­τευ­μα καὶ ρί­χνον­τας τὴ ζώ­νη μὲ τὸ ξί­φος του στὰ πό­δια τοῦ στρα­τη­γοῦ. Δὲν πρέ­πει νὰ κυ­ρια­ρχεῖ μό­νο ὁ νό­μος τῆς δύ­να­μης. Πο­τὲ δὲν ἀ­τί­μω­σα τὸ σπα­θί μου μὲ ἐγ­κλή­μα­τα καὶ δὲ θὰ τό ’­κα­να τώ­ρα!
-  Γιὰ ποι­ὰ ἐγ­κλή­μα­τα μι­λᾶς, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε;
-  Γιὰ τὸν ἀ­νέν­τι­μο πό­λε­μο ποὺ κά­νου­με τώ­ρα, στρα­τη­γέ μου. Ὁ ἀ­ναί­τιος ἀ­φα­νι­σμὸς ἑ­νὸς λα­οῦ εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα. Ὁ με­γά­λος βα­σι­λιάς, ἀλλὰ καὶ κά­θε ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ ἐγ­κλη­μα­τεῖ ἄραγε; Ἔστω πὼς εἶναι! Μὰ ὅ­ταν φορ­τώ­νει τὸ ἔγ­κλη­μά του στὴν πλά­τη τοῦ Θε­οῦ, γιὰ νὰ ξε­φορ­τω­θεῖ ὁ ἴ­διος τὴν εὐ­θύ­νη, δὲν ἐγ­κλη­μα­τεῖ δι­πλά; Κα­νέ­νας, μὰ κα­νέ­νας δὲν ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα, οὔ­τε κι ὁ βα­σι­λιάς, νὰ κά­νει τὰ ἐγ­κλή­μα­τά του στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν πο­τὲ κά­τω ἀ­π’ αὐ­τὸ τὸ φύλ­λο τῆς συ­κῆς νὰ κρύ­ψει κά­ποι­ος πραγ­μα­τι­κὰ τὴ γύ­μνια του; Καὶ ὑ­πάρ­χει ἄ­ρα­γε χει­ρό­τε­ρη βλα­στή­μια τοῦ Θε­οῦ ἀ­π’ αὐ­τήν; Πα­ρα­μορ­φώ­σα­με τὴν εἰ­κό­να του. Σβή­σα­με τὴν ἀ­γά­πη ἀ­π’ τὴ μορ­φή του καὶ βά­λα­με στὸ χέ­ρι του μα­χαί­ρι. Τὸν θέ­λου­με κι Αὐ­τὸν νὰ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ σχέ­διά μας, ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι!
…Ὁ Ρό­μαν μί­λη­σε πα­ρά­τολ­μα. Πα­γε­ρὴ σι­γὴ ἁ­πλώ­θη­κε στὸ στρά­τευ­μα. Οἱ στιγ­μὲς ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν ἦ­ταν δρα­μα­τι­κές. Μὰ ὁ στρα­τη­γὸς δὲ βι­ά­στη­κε ν’ ἀ­παν­τή­σει. Ζύ­γι­ζε τὴν κα­τά­στα­ση. Γνώ­ρι­ζε τὸν γεν­ναῖ­ο Ρό­μαν καὶ ἤ­ξε­ρε πό­σο βα­θιὰ τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σε ὁ στρα­τός του.
-  Πά­ρε τὸ σπα­θί σου, ἑ­κα­τόν­ταρ­χε! εἶ­πε στὸ τέ­λος. Δὲν εἴ­μα­στε βάρ­βα­ροι καὶ θὰ τὸ ἀ­πο­δεί­ξου­με. Ἔ­χου­με ἀ­κό­μα τὸν και­ρὸ νὰ φτι­ά­ξου­με μιὰ νέ­α σχέ­ση μὲ τὸν λα­ὸ αὐ­τό. Ἂς ξα­να­χτί­σου­με τὴν πό­λη τους πρὶν φύ­γου­με. Ἂς μᾶς θυ­μοῦν­ται φί­λους καὶ ὄ­χι ἐ­χθρούς.
Ἀ­λα­λαγ­μὸς χα­ρᾶς ὑ­ψώ­θη­κε γιὰ τὴ δι­καί­ω­ση τοῦ Ρό­μαν…
-  …αὐ­τὰ γι­νόν­του­σαν, παι­δί μου, τὸν πα­λιὸ και­ρό! ἔ­λε­γε ὁ παπ­ποὺς τε­λει­ώ­νον­τας τὴν ἱ­στο­ρί­α του.
Μὰ μέ­χρι σή­με­ρα δὲν ἔ­λει­ψαν πο­τὲ οἱ ἀ­λα­ζό­νες ἄν­θρω­ποι. Ποὺ πο­λε­μᾶ­νε τά­χα­τες γιὰ τὸ κα­λὸ καὶ γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ. Μὰ στὴν οὐ­σί­α κα­πη­λεύ­ον­ται τὸ ὄ­νο­μά Του γιὰ νὰ κα­λύ­πτουν τὰ ἐγ­κλή­μα­τά τους.
Νὰ ὑ­πάρ­χουν ἄ­ρα­γε καὶ  οἱ γεν­ναῖ­οι Ρό­μαν ποὺ ξε­σκε­πά­ζουν τὸ κα­κό;
…Φαν­τά­ζο­μαι πὼς ναί, …μιὰ καὶ δὲν ἔ­σβη­σε ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμο αὐ­τὸν ἀ­κό­μα…
Χρι­στού­γεν­να 2004


 Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η».

Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Παιδαγωγός! - Mësuesi/ja e vërtetë!

Παιδαγωγός

Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε’ δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμά του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας… Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό. Άφησε του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε έκπληκτη!
Η δασκάλα της Α’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους… είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ’ δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν. Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε δείχνει πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δεν δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».
Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της. Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου. Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων. Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα. Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου». Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν. Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε τον Μάνο ιδιαίτερα.
Μετά από ένα χρόνο βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από τον Μάνο. Της έλεγε ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Πέρασαν έξι χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από τον Μάνο. Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις. Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.
Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμά του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό. Στο γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του. Μα τώρα το όνομά του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ. Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν. Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού. Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Μαντέψτε! Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα – χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες. Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα μαζί.
Όταν συναντήθηκαν αγκαλιάστηκαν με στοργή. Ο κύριος Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστεύατε σε μένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάννα με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες. Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα».
Σε παρακαλώ να θυμάσαι πως ό,τι κι αν κάνεις, όπου κι αν πας θα έχεις την ευκαιρία να αγγίξεις ή και να αλλάξεις τη σκοπιά, την άποψη ενός ανθρώπου. Και όταν το κάνεις σε παρακαλώ προσπάθησε να την κάνεις θετική.

Pedagog=Edukues

Pasi qëndronte para klasës së 5-të gjatë ditës së parë të shkollës mësuese  Xhoana ju tha fëmijëve një gënjeshtër. Si shumica e mësuese ve, i pa nxënësit dhe ju tha që i donte të gjithë njësoj.
Por kjo ishte e pamundur sepse atje në bangën e parë, i zhytur në karrigen e tij ishte një djalë i vogël, Mano Manusa... Mësuese  Xhovana kishte ndjekur Manon vitin e kaluar dhe kishte vënë re se ai nuk luante mirë me fëmijët e tjerë. Rrobat e tij ishin të zhubrosura. Gjithmonë dukej që i duhej një banjo. Manoja mund të ishte shumë i pakëndshëm.
Në shkollën që punonte mësuese  Xhovana duhej të inspektonte historikun e çdo nxënësi. Historikun e Manos e la që ta lexonte në fund. Por kur lexoi Historikun që shkruanin mësueset para saj mbeti e çuditur!
Mësuesja e klasës së 1-rë fillore shkruante: “Manoja është një djalë si dritë, me buzëqeshjen gjithmonë në fytyrë. Bën detyrat e tij drejt dhe me kujdes dhe ka sjellje të mirë... është kënaqësi që ta kemi pranë”.
Mësuesja e klasës së 2-të shkruante: “Manoja është një nxënës i shkëlqyer. Nxënësit e tjerë e duan, por duket se diçka e shqetëson për shkak të nënës së tij që ka një sëmundje të pashërueshme, jeta në shtëpinë e tij është e vështirë”
Mësuesja e klasës së 3-të shkruante: “Vdekja e nënës së tij ishte shumë e ashpër dhe e hidhur për të. Përpiqet që të bëjë mirë detyrat e tij, por i ati i tij nuk tregon shumë interes. Jeta e shtëpisë shpejt do të ndikojnë nëse nuk merren masa”.
Mësuesja e klasës së 4-ët shkruante: Manoja është tërhequr dhe nuk tregon interes për shkollën. Nuk ka shumë miqë dhe shpesh herë fle në klasë”.
Duke lexuar këto mësuesja Xhovana kuptoi problemin dhe i erdhi turp nga vetja e saj. U ndje akoma më keq kur nxënësit i sollën dhurata për Krishtlindje. Të gjitha ishin të paketuara me letra me ngjyra dhe me fiongo, përveç dhuratës së Manos. Dhurata e tij ishte e mbështjellë keq me në një qese të trashë kafe si ato që përdoren në dyqani i frutave. Mësuese  Xhovana u vështirësua që ta hapte në mes të dhuratave të tjera. Disa fëmijë filluan të qeshin kur nxorri nga qesja një byzylyk me gurë fallco dhe një shishe që ishte e mbushur deri në çereku i saj. Por i mbyti të qeshurat e nxënësve pasi u shpreh me çudi se sa i bukur ishte byzylyku duke e veshur në dorën e saj dhe duke hedhur disa pika nga aroma në kyçin e saj.
Manoja qëndroi pak më tepër në shkollë pas mësimit që të thoshte “zysh Xhovana sot  ju mbanit një erë ashtu si mamaja ime”. Kur ikën fëmijët qante për pothuajse gjysmë ore. Që prej asaj dite mësuesja ndaloi së mësuari lexim, shkrim dhe matematikë. I tregonte shumë kujdes Manos. Pasi punonte me të mendja e tij ngjallej. Sa më tepër e inkurajonte aq më  shpejt reagonte. Deri në fund të vitit Manoja ishte bërë një prej fëmijëve më të zgjuar të klasës së tij, dhe mgjth  gënjeshtrës se i donte të gjithë   zysh Xhovana nënkuptonte Manon në veçanti.
Pas një viti gjeti një shënim poshtë derës së saj. Ishte nga Manoja. I thoshte që ishte mësuesja më e mirë dhe që nuk do ta harronte kurrë në jetën e tij. Kaluan gjashtë vjet para se marrë një tjetër letër nga Manoja. I shkruante se mbaroi Liceun dhe ishte i treti në klasën e tij, dhe se ishte mësuesja më e mirë që kishte ndonjëherë në jetën e tij.
Pas katër vjetësh mori një letër tjetër që i thoshte se mgjth se gjërat ishin të vështira arriti të këmbëngulte dhe të vazhdonte studimet e tij dhe shpejt do të mbaronte Universitetin me të gjitha nderimet. E siguronte që ajo ishte mësuesja më e dashur që kishte në jetën e tij.
Kaluan dhe katër vjetë të tjerë që të të merrte një letër. Kësaj here shpjegonte se ai pasi mori dipllomën e tij vendosi të vazhdojë më tepër dhe të mbarojë një doktoraturë. Në letër i shpjegonte se ajo mbetej mësuesja më e mirë dhe më e dashur që kishte në jetën e tij. Por tashmë emri i tij ishte Dr. Emanuil S Manousos.
Historia nuk ndalon atje. Kishte dhe një letër tjetër në atë pranverë. Manoja e lajmëronte se kishte njohur një vajzë të mrekullueshme me të cilën do të martohej. I shpjegonte se i ati i tij kishte vdekur para pak vitesh dhe pyeste veten nëse do të ishte dakort që të ishte në dasmë dhe të qëndronte në vendin e nënës së dhendërit. Sigurisht që mësuese  Xhovana pranoi. Gjejeni! Në dasmë kishte veshur byzylykun që i kishte dhuruar për Krishtlindje vite më parë Manoja. Po atë byzylyk nga i cili mungonin gurët prej diamanti. Por dhe aromën që mbante nëna e tij në Krishtlindjet e fundit që ishin bashkë.
Kur u takuan u përqafuan me dhembshuri. Zotëria Manuso i pëshpëriti në vesh mësuese  Xhovanës “ Ju falenderoj mësuese Xhovana që besuat në mua. Ju falenderoj shumë që më shtytë të ndjehem i rëndësishëm dhe më treguat që mund të jem i ndryshëm”.
Mësuese  Xhovana me lot në sy filloi të përshpëritë: “Mano e ke kuptuar gabim. Ti ishe ai që më mësove mua si të jem ndryshe. Nuk dija të jepja mësim der sa të njoha ty”.
Të lutem të mbash mend se çfarë do që të bësh, kudo që të shkosh do të kesh mundësinë që të prekësh apo të ndryshosh këndvështrimin, opinionin e një njeriu. Kur ta realizosh kujdesu, përpiqu që të jetë pozitiv.