
Κατά
τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου ένας στρατιώτης έχασε τη μονάδα του μέσα στον χαμό των εκρήξεων και τον πυροβόλων. Έψαξε για τους συμπολεμιστές
του αλλά προς μεγάλη του θλίψη
δεν μπόρεσε να τους βρει. Είχε μείνει μόνος του σε κείνο το τόπο. Άκουγε τους εχθρούς να έρχονται κατά το μέρος του. Απεγνωσμένα έψαχνε για καταφύγιο και κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε σε κάποιες σπηλιές στα αντικρινά βράχια. Γρήγορα σκαρφάλωσε και χώθηκε σε μια από αυτές. Παρότι
ήταν για την ώρα ασφαλής, διαπίστωσε ότι οι εχθροί δεν θα αργούσαν να σκαρφαλώσουν κι αυτοί, να ψάξουν τις σπηλιές να τον βρουν και να τον σκοτώσουν.
Όση
ώρα περίμενε προσευχήθηκε στο Θεό:
"Σε παρακαλώ Θεέ μου,
αν θέλεις προστάτεψε με. Παρόλα
αυτά ό,τι είναι θέλημα
σου σε αγαπώ και σε εμπιστεύομαι".
Όταν τέλειωσε τη προσευχή
του ξάπλωσε ήρεμος και άκουγε τους εχθρούς που πλησίαζαν. Σκέφτηκε: "Όπως βλέπω ο Θεός δεν πρόκειται να με βοηθήσει να γλυτώσω αυτή τη φορά".
Τότε
παρατήρησε μια αράχνη που
ξεκίνησε να υφαίνει τον ιστό της στην είσοδο της σπηλιάς."Χα!" σκέφτηκε, "αυτό που θέλω είναι πέτρες και τούβλα και
ο Θεός μου έστειλε μια
αράχνη και τον ιστό της. Μα τη πίστη μου ο Θεός έχει χιούμορ!"
Καθώς
πλησίαζε ο εχθρός, από τη σκοτεινή μεριά της σπηλιάς έβλεπε τους στρατιώτες που εξερευνούσαν την μια σπηλιά ύστερα από την άλλη. Όταν έφτασαν στη δική του ήταν έτοιμος να δώσει την τελευταία του μάχη. Όμως προς μεγάλη του έκπληξη
οι στρατιώτες έριξαν μόνο
μια ματιά μέσα και συνέχισαν στην επόμενη.
Ξαφνικά
συνειδητοποίησε ότι με τον
ιστό στην είσοδο της σπηλιάς φαινόταν ότι ήταν κλειστή εδώ και πάρα πολύ καιρό.
"Θεέ
μου, συγχώρεσε με" είπε ο νεαρός στρατιώτης. "Είχα ξεχάσει ότι ο ιστός
της αράχνης είναι πιο δυνατός
από ένα τοίχο φτιαγμένο
από τούβλα"!
|
Gjatë Luftës së 2-të Botërore një ushtar humbi
skuadrën e tij në rëmujën e shpërthimeve dhe të bombardimeve. Kërkoi për
bashkëluftëtarët e tij por u hidhërua shumë që nuk mundi që ti gjejë. Kishte
mbetur i vetëm në atë vend. Dëgjonte
armiqtë e tij që po drejtoheshin drejt vendit në të cilin nodhej. I dëshpëruar kërkonte të gjente një strehim
dhe në një farë momenti syri i tij ra në disa shpella në shkembinjtë
përballë. Shpejt u ngjit dhe u fut në
një prej tyre. Mgjth se ishte për momentin i sigurt, vuri re që armiqtë nuk ishin
shumë larg dhe do të ngjiteshin drejt tij, që të kërkonin nëpër shpella ku do
ta kapnin dhe do ta vrisnin.
Për sa kohë pristeiu lut Zotit: “ O Zot të lutem,
nëse do më mbro. Mgjth atë le të bëhet vullneti yt, të dua dhe kam besim tek
ty”. Kur mbaroi lutjen u shtri i qetë dhe dëgjonte armiqtë që afroheshin. U mendua:
“Me sa duket Zoti nuk do të më ndihmojë që të shpëtoj kësaj rradhe”.
Atëhere vuri re një merimangë që filloi të thurrte
rrjetën e saj në hyrjen e shpellës: “Ha!” Mendoi, “ajo që dua janë tulla dhe
gurë dhe Zoti më dërgoi një merimangë dhe rrjetën e saj. Për besimin tim,
Zoti ka humor!”.
Pasi afrohej armiku, nga ana e errët e shpellës
shikonte ushtarët që kontrrollonin njërën shpellë pas tjetrës. Kur arritën
tek shpella e tij ishte gati që të jepte betejën e fundit. Por për çudi
ushtarët hodhën një sy brenda dhe vazhduan tek shpella tjetër.
Pa pritur kuptoj se me rrjetën e merimangës në
hyrje shpella dukej se ishte e mbyllur këtu e shumë kohë. “O Zot më fal”, tha
ushtari i ri. “Kisha harruar që rrjeta e merimangës është më e frotë nga një
murr i bërë me tulla”!.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου