Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικοί ευεργέτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικοί ευεργέτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Αλβανία: Περπατώντας ανάμεσα στα ερείπια των πρώτων ελληνικών διδασκαλείων


ellinika-didaskaliaο Κεστοράτι Αργυροκάστρου είναι η γενέτειρα του Ηπειρώτη ευεργέτη Χριστάκη Ζωγράφου. Βρίσκεται μόλις λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης του Αργυροκάστρου, στο αλβανικό τμήμα της Ηπείρου. Εδώ σώζονται ακόμα τα χτίσματα του συγκροτήματος των Ζωγράφειων Διδασκαλείων. Πρόκειται για ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο με συνολικά 35 παράθυρα και τρεις εισόδους.

Τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία ήταν τα πρώτα εκπαιδευτήρια συστηματικής μόρφωσης Ελλήνων δασκάλων σε σχέση με το ελληνικό Γένος. Ιδρύθηκαν στα 1874 από τον Ηπειρώτη ευεργέτη κι εκεί φοιτούσαν και τα δύο φύλα.
Την αρχοντιά του κτιρίου δεν μπορεί να «γονατίσουν» ούτε η γκρεμισμένη οροφή, ούτε το σανό που έχουν τοποθετήσει στον δεύτερο όροφο νεόφερτοι κτηνοτρόφοι, ούτε και η κοπριά των ζώων στον πρώτο όροφο. Ωστόσο, η λέσχη θηλέων, τα αρχοντικά του ευεργέτη, ο περικαλλής ναός και άλλα κτίρια που χτίστηκαν από τον Χριστάκη Ζωγράφο έχουν κατεδαφιστεί. Κατεστραμμένοι είναι και οι δρόμοι με τα γνωστά καλντερίμια.
Για να κατανοηθεί η σημασία των Ζωγράφειων Διδασκαλείων θα πρέπει να τονιστεί ότι παρόμοιο διδασκαλείο της Αθήνας ιδρύθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1878. Δύο χρόνια μετά, το 1880, ιδρύθηκαν τα διδασκαλεία της Τρίπολης, της Κέρκυρας και της Λάρισας. Το ιεροδιδασκαλείο Βελλάς ιδρύθηκε το 1911 και εκείνο των Ιωαννίνων το 1913.
Η λειτουργία των διδασκαλείων στο Κεστοράτι συμπίπτει χρονικά με τις προκλήσεις για την ολοκλήρωση του ελληνικού έθνους κράτους και τους κινδύνους ενσωμάτωσης σ’ αυτό που διατρέχει η Ήπειρος. Η πλούσια εμπειρία των Ηπειρωτών όσον αφορά την συνεισφορά των Γραμμάτων στη Νεοελληνική Ιδεολογία και την απελευθερωτική Επανάσταση, υπαγόρευε στους Ηπειρώτες την ευρύτατη επέκταση και την ποιοτική άνοδο του σχολείου. Μοναδικός στόχος παρέμενε η ενίσχυση και προβολή του Ελληνισμού ως βασικό όπλο για να εμποδιστεί ο ακρωτηριασμός της ενιαίας Ηπείρου.
Σημειώνεται ότι το 1878, έτος του Συνεδρίου του Βερολίνου, στην Ήπειρο λειτουργούσαν 530 ελληνικά σχολεία με 20.000 μαθητές και περισσότερους από 800 δασκάλους. Δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτά το σαντζάκι της Κορυτσάς, στο οποίο υπήρχαν 70 ελληνικά σχολεία με 2000 μαθητές (σ.σ. πηγή Βακαλόπουλος Κ., 2003, Η ιστορία της Ηπείρου, Θεσσαλονίκη).
Για την άνθιση της Παιδείας στο βόρειο τμήμα της Ηπείρου, υπήρξε καθοριστική η αμέριστη συνεισφορά των μεγάλων Ηπειρωτών εθνικών ευεργετών Ζωγράφου, Σίνα, Αρσάκη, Ζάππα, Μπάγκα, Δούκα και άλλων.
Ο Χριστάκης Ζωγράφος αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι ως τραπεζίτης. Στήριξε ιδιαίτερα την ελληνική Παιδεία με τη χρηματοδότηση και ίδρυση σχολείων (Ζωγράφεια διδασκαλεία). Οι γενναίες δωρεές που προσέφερε σε κάθε τομέα των Γραμμάτων και των Επιστημών συνέβαλαν αποφασιστικά στη μόρφωση των υπό οθωμανικό ζυγό κυρίως ελληνικών πληθυσμών. Το Ζωγράφειο Λύκειο στην Κωνσταντινούπολη πήρε το όνομά του, λόγω του αστρονομικού ποσού που πρόσφερε για την ανέγερσή του. Από κοινού με τον άλλο συμπατριώτη του ευεργέτη, τον Κ. Ζάππα, ενίσχυσαν τον «Ηπειρωτικό Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως» (1872), ο οποίος τελούσε χρέη «αφανούς» υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας για την εκπαίδευση στην Ήπειρο.
Το νεοκλασικό συγκρότημα των Ζωγράφειων Διδασκαλείων στο Κεστοράτι καταστράφηκε από τους Αλβανούς εθνικιστές, συνεργάτες των Γερμανών ναζιστών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το κομμουνιστικό καθεστώς επισκεύασε τη στέγη και διαρρύθμισε τους εσωτερικούς χώρους για να στεγάσει πλέον το γνωστό αλβανικό γυμνάσιο και λύκειο της περιοχής.
Σε ένα «κομμάτι», στο βορειοανατολικό τμήμα των Διδασκαλείων, εκεί που ήταν η κοινή αυλή με την εκκλησία, το κομμουνιστικό καθεστώς, αφού φρόντισε πρώτα για την... Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ...

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Το φαινόμενο των Ηπειρωτών ευεργετών

       Η ευεργεσία είναι η ευγενέστερη εκδήλωση της ζωής του ανθρώπου. Συνίσταται στο ενδιαφέρον έως και την προσωπική ανάλωση του δωρητή με πνεύμα αγαπητικής αυτοπροσφοράς για την προκοπή και την ευδαιμονία του ευεργετούμενου, ο οποίος βρίσκεται σε δεινή θέση. Έχει ως κίνητρό της την αγάπη και τη φιλοτιμία. Την υπαγορεύει το πνεύμα της φιλαλληλίας και είναι σύμφωνη με την προτροπή του Απ. Παύλου, «μη τα εαυτού έκαστος αλλά τα του ετέρου».
      Ο ευεργέτης είναι ακριβώς εκείνος που επεμβαίνει και σώζει όταν υπάρχει αδιέξοδο, εκεί όπου καμία άλλη πόρτα, από πουθενά, δεν μπορεί να ανοιχτεί.
      Σε τέτοια δεινή κατάσταση μπορούν να περιέλθουν άτομα και έθνη. Και η Ελλάδα, δυστυχής, είχε περιέλθει στην εσχάτη μορφή εξαθλίωσης και εξαχρείωσης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Με μόνη παρηγοριά την διήγηση των περασμένων μεγαλείων, που έφερναν δάκρυα, και το φως της εκκλησίας που αναπτέρωνε τη χαρά.
     Η σκλαβιά του Τούρκου δυνάστη στεκόταν σαν βρόγχος στο στήθος. Και η ανάγκη της ελευθερίας άλλους οδήγησε στα βουνά και άλλους στα ξένα. Οι πρώτοι έγιναν Κλέφτες και αμύνθηκαν με το καριοφίλι. Οι δεύτεροι εργάστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις και …«επιτέθηκαν» με το χρήμα.
      Αυτοί είναι οι Εθνικοί Ευεργέτες. Έδρασαν τον 17ο, 18ο και 19ο αιώνα. Οι περιοχές του εξωτερικού που έζησαν ήταν αρχικά η Βενετία κι άλλες Ενετοκρατούμενες πόλεις και στη συνέχεια η Μολδοβλαχία, η Ν. Ρωσία, η Κωνσταντινούπολη, η Μ. Ασία και η Αίγυπτος. «Άνθρωποι απλοί, εργατικοί και ευφυείς, απέθεσαν στ’ απλωμένα χέρια της Πατρίδας ό,τι απόκτησαν με τον τίμιο μόχθο τους. Κι αυτή με ευγνωμοσύνη τους χάρισε τον επίζηλο τίτλο των «Εθνικών Ευεργετών».
      Ο πλούτος των ευεργετών αυξανόταν ως αποτέλεσμα του ιερού μόχθου που ήταν ταγμένος στον σκοπό της Πατρίδας: Να τη δουν ελεύθερη, αλλά και σε γερά θεμέλια στηριγμένη. Ελεύθερη από τους κατακτητές να ανακτά την παλιά της δόξα, το αρχαίο κάλλος της, οικοδομώντας το νέο της πρόσωπο πάνω στη σοφία των Αρχαίων προγόνων με την ορθόδοξη προοπτική, στο υπέροχο ελληνορθόδοξο ήθος. Έτσι μεγάλωσαν οι ίδιοι, ιδιαίτερα οι Ηπειρώτες ευεργέτες, έτσι ονειρεύονταν να ανατραφούν και τα νέα Ελληνόπουλα.
      Ακούμε συχνά ότι η Ήπειρος έχει ομορφύνει την Αθήνα με τα αρχιτεκτονικά της αριστουργήματα – δωρεές των ευεργετών. Θα λέγαμε, παραφράζοντάς το: «πάσαν την Ελλάδαν πεπαίδευκεν», φράση αφορώσα τον Όμηρο, πως η Ήπειρος, χωρίς να είναι υπερβολή, και «πεπαίδευκεν» την  Ελλάδα και «εκάλλυνε» αυτήν.  
Η ξενιτεία των Ηπειρωτών γινόταν πάντα με σκοπό όχι μόνο την οικογενειακή προκοπή αλλά και την εθνική, ίσως προπάντων αυτή, όπως αποδεικνύεται από τις προθέσεις των δωρητών, αλλά και από τα αποτελέσματα, δηλαδή τα έργα τους.
      Αυτή, η από αρχαιοτάτων χρόνων φιλογένεια της Ηπειρωτικής ευποιίας, κατέλειπε την προσωνυμία «εύανδρος» για την κακοτράχαλη, πλην, ευλογημένη ιδιαίτερη πατρίδα μας. Νιώθουμε υπερήφανοι που αρύουμε την καταγωγή μας από την δότειρα χώρα, την Παμβώτιδα, σημειολογικά επεκτείνοντας την ονομασία της λίμνης των Ιωαννίνων σε όλη την ευρύτερη περιφέρεια.
      Αλλά γιατί η Ήπειρος, η άγονη και ορεινή, ανέδειξε πλήθος εθνικών ευεργετών; Ίσως την εξήγηση του φαινομένου αυτού θα τη βρούμε στην ακλόνητη προσήλωση του Ηπειρώτη στις θρησκευτικές και εθνικές μας παραδόσεις και στη βαθιά πίστη του στο θεσμό της οικογένειας.
Οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί και η βαθιά πίστη της άδολης ηπειρωτικής ψυχής ενισχύονταν από την βιωματική σχέση τους με την εκκλησία.
       Η ηπειρώτισσα μάνα είναι εκείνη που γέννησε Ευεργέτες. Ταγμένη από τη μοίρα στο διπλό ρόλο του άνδρα και της γυναίκας, κυβέρνησε το σπιτικό της με σύνεση και εγαλούχησε τα παιδιά της με αρετές διαχρονικής αξίας: την τιμιότητα, την εργατικότητα, τη φιλομάθεια, την ολιγάρκεια, τη φιλανθρωπία, τη φιλοπατρία.
      Καλούμεθα λοιπόν να θυμηθούμε, να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ονόματα επιφανών ανδρών και γυναικών οι οποίοι εξεμέτρησαν το ζην ευ ποιούντες και σεβόμενοι Θεό και ανθρώπους, αγαπώντας μέχρι λατρείας και αυτοθυσιαζόμενοι μετ’ αυταπαρνήσεως. Και αυτό είναι το πρώτο αγαθό για τους εκλιπόντας: η εύφημος μνεία.
     
Ας αναφερθούμε με συντομία στην αδελφότητα Ζωσιμάδων. Έχει ειπωθεί άλλωστε ότι «Οι Ζωσιμάδες είναι οι ήλιοι της ευεργεσίας, οι δε λοιποί ευεργέται είναι οι πλανήτες των και οι δορυφόροι των πλανητών των». Παραπλήσιος, εξάλλου, είναι ο βίος και ο τρόπος σκέψης και δράσης  όλων.
      Εννιά στον αριθμό, πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια από τα Γραμμενοχώρια, κατέφυγαν στη Νίζνα της Ρωσσίας και ασχολήθηκαν με το εμπόριο εκεί και στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Και ο πλούτος τους, σαν ευλογημένος, αύξανε και εξέπληττε. Και εκείνοι δεν ξιπάστηκαν. Αντιθέτως ενσυνείδητα δοσμένοι στον Θεό και την Πατρίδα έταξαν σκοπό της ζωής τους την ωφέλεια της Ελλάδος με τίμημα τη δική τους ασκητική ζωή. Προτίμησαν, όπως και ο Ζώης Καπλάνης, το μετόχι της μονής Ιβήρων στη Μόσχα από τα παλάτια, όπου είχαν όλη τη δυνατότητα να κατοικούν, και επέλεξαν τη ζωή του εργένη θυσιάζοντας τις χαρές της οικογενειακής ζωής στην οποία είχαν όλες τις δυνάμεις να αναπτυχθούν. Εκούσια σταυρική αγάπη.
      Χιλιάδες ρωσικά ρούβλια έφταναν στα Γιάννενα και κάλυπταν όλες τις ανάγκες: προικίζονταν ορφανά ή φτωχά κορίτσια, περιμαζεύονταν εγκαταλελειμμένα παιδιά, τρόφιμα και ρούχα μοιράζονταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα σε όλους τους φτωχούς και φυλακισμένους της πόλης, ανεξαρτήτως  θρησκεύματος, σε Χριστιανούς, Εβραίους και Μωαμεθανούς. Από τα χρήματα που κάθε χρόνο η αδελφότητα των Ζωσιμάδων έστελνε στα Γιάννενα πληρώνονταν οι γιατροί της πόλης να επισκέπτονται δωρεάν τους άρρωστους φτωχούς. Ήταν τέτοια η έκταση της φιλανθρωπίας τους, που οι Γιαννιώτες αντί για το όνομά τους, έλεγαν « οι αγιασμένοι».
      Η προσοχή τους στράφηκε, όπως και όλων των ευεργετών προς τα Γράμματα. Άλλωστε τα Γιάννενα πρωτοστατούσαν στα γράμματα. Τα Γιάννενα μαζί με την Μοσχόπολη και την Κωνσταντινούπολη έπλασαν την ιδεολογία της μετατροπής του Γένους σε Έθνος. Ήταν κέντρο του νεοελληνικού διαφωτισμού και της εθνικής αυτογνωσίας.
      Οι Ζωσιμάδες ανέλαβαν  να συντηρήσουν τα δύο σχολεία των Ιωαννίνων (Σχολή Γκούμα και Μαρουτσαία Σχολή) για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους ύστερα από την πτώχευση της Τράπεζας της Βενετίας στην οποία ήταν κατατεθειμένες δωρεές Ελλήνων που τα φρόντιζαν ως τότε.   
     Κατανόησαν τη μεγάλη σημασία που έχει για το Γένος η παιδεία και βοήθησαν με μεγάλα χρηματικά ποσά τον Αδαμάντιο Κοραή να εκδώσει τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Και ο Κοραής σε κάθε τόμο των «Παράλληλων Βίων» του Πλουτάρχου αντί οποιονδήποτε άλλων κολακευτικών ή επαινετικών λόγων έγραφε μόνο: «τη φιλοτίμω δαπάνη των αδελφών Ζωσιμάδων παιδείας ένεκα των την Ελλάδα φωνήν διδασκομένων νέων». Ίδρυσαν τη Ζωσιμαία Σχολή, που διαιωνίζει το όνομά τους και λαμπρύνει τον τόπο μας.
      Όλοι οι ευεργέτες προίκισαν τα Γιάννενα και άλλα μέρη με γενναία κληροδοτήματα. Με αυτά ανακουφίστηκαν ενδεείς, ιδρύθηκαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ναοί, γηροκομεία, εκθετοτροφεία, προικίστηκαν φτωχά κορίτσια, βγήκαν άνθρωποι από τις φυλακές που κρατούνταν χρόνια για χρέη στον Τούρκο, εξαγοράστηκαν αιχμάλωτοι Έλληνες (Χιώτες, Μεσολογγίτες και Πελοποννήσιοι) από τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και έγινε κάθε δυνατή αγαθοεργία, ώστε να γράφεται επίσημα ότι «πάσα φανταστή περίθαλψις δεν εξαντλεί την ακένωτον πηγή της γενναιοδωρίας των φιλοπάτριδων εκείνων διαθετών».
      Ήταν όλοι τους  φιλοπάτριδες και φιλόμουσοι. Ίδρυσαν σχολεία στις πόλεις καταγωγής τους οι περισσότεροι ή ενίσχυσαν Ελληνικές Σχολές σε όλες τις πόλεις – κέντρα της Παιδείας, δημιούργησαν  βιβλιοθήκες, εργαστήρια φυσικής και χημείας, πλήρωσαν σοφούς και πεπειραμένους δασκάλους, έδωσαν υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό, ανέλαβαν τα έξοδα εκδόσεως αρχαίων ελληνικών και εκκλησιαστικών συγγραμμάτων…  Σαν υπουργοί, μάλλον, λειτουργοί της Παιδείας, άνευ χαρτοφυλακίου, αλλά μετά λόγου γνώσεως και ζήλου. 
Δικαιολογημένα γράφτηκε ότι «αι Αθήναι χρεωστούν το άριστον και ωφελιμότατον αυτών κόσμον εις την Ήπειρον». Ενδεικτικά αναφέρουμε:
    
  Την ίδρυση του Σταδίου –το «Καλλιμάρμαρο»- από τον Γεώργιο Αβέρωφ εκ Μετσόβου, της Ακαδημίας και του Αστεροσκοπείου από τον Γεώργιο και Σίμο Σίνα, του Πολυτεχνείου από τους Γ. Αβέρωφ –Μιχαήλ Τοσίτσα και Νικόλαο Στουρνάρα. Μετσοβιτών δημιούργημα είναι και το Ωδείο Αθηνών και το Αρχαιολογικό  Μουσείο (της Ελένης Τοσίτσα), όπως και το κτίριο των φυλακών Αβέρωφ, το θωρηκτό Αβέρωφ, η στρατιωτική σχολή Ευελπίδων και το Εφηβείο.

Ο Γιαννιώτης Ιωάννης Δομπόλης όρισε με διαθήκη του να διαθέσει η Ελληνική Κυβέρνηση το κληροδότημά του για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Αθήνα με την επωνυμία «Καποδιστριακόν», προς τιμή του μεγάλου ανδρός και φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο Κωνσταντίνος Ζάππας εκτελεστής της διαθήκης του Ευάγγελου Ζάππα από το Λάμποβο της Β. Ηπείρου, φροντίζει για τη δημιουργία του κτηρίου των Ολυμπιακών εκθέσεων στο πλαίσιο της επανίδρυσης των Ολυμπιακών Αγώνων –όνειρο ζωής του Ευαγγέλη-το γνωστό Ζάππειο.
Ο ίδιος ιδρύει το Ζάππειο Παρθεναγωγείο στην Κων/πολη, Ανδριανούπολη, Αθήνα και Λάμποβο.
      Στη χορεία των Βορειοηπειρωτών Ευεργετών ανήκει και ο Χρηστάκης Ζωγράφος από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου, που αναδείχθηκε μεγάλος τραπεζίτης στην Κων/πολη. Και ιδρυτής των Ζωγραφείων Ιδρυμάτων.
      


    Η Κορυτσά πρόσφερε τον Ιωάννη Μπάγκα, από την περιουσία του οποίου χτίστηκε το Μέγαρο Μεγάλου Αλεξάνδρου (Πλατεία Ομονοίας), το Μπάγκειον, κοινωφελή έργα και κληροδοτήματα τα οποία άφησε με αποδέκτη του δωρητηρίου συμβολαίου του τον Χαρίλαο Τρικούπη.
     Η Ριζάρειος Σχολή, όνειρο ζωής του Μάνθου Ριζάρη από το Μονοδένδρι πραγματώνεται από τον αδελφό του Γεώργιο για να μεταδίδονται στους μαθητές τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και να μορφώνεται ο κλήρος.
Το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα στην Αθήνα από τον Γεώργιο Χατζηκώστα όπως και το ομώνυμο Νοσοκομείο στην πόλη μας και στο Μεσολόγγι.
      Το Ορφανοτροφείο Γεωργίου Σταύρου στα Γιάννενα έργο του μεγάλου Ευεργέτη, που ίδρυσε το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα της χώρας και το διοίκησε για 27 έτη. Είναι αυτός που μαζί με το Ζώη Καπλάνη και τους Ζωσιμάδες έβαλαν το κεφάλαιο για τη δημιουργία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος,
Ο Απόστολος Αρσάκης καταπνίγει το συναίσθημα προς την στενότερη πατρίδα μπροστά στο γενικό εθνικό καλό παραχωρώντας στην «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» την ευθύνη της ίδρυσης του Αρσακείου Παρθεναγωγείου στην Αθήνα με τη μια και μόνη ευχή «το μικρόν χωρίον της καταγωγής του, η Χοταχόβα να κατασταθεί μιαν ημέραν μουσοτροφείον»
   
Ο Ζώης Καπλάνης, το μικρό ορφανό από το Γραμμένο, που πουλούσε ξύλα με το γαϊδουράκι στα Γιάννενα για να ζήσει, με τη βοήθεια του Παναγιώτη Χατζηνίκου γίνεται ο μεγαλέμπορος της Βλαχιάς και της Μόσχας και δεν ξεχνά τα άλλα ελληνόπουλα που λαχταρούσαν σαν κι αυτόν να μορφωθούν. Ιδρύει στα 1798 την Καπλάνειο Σχολή και τη θέτει υπό τη διεύθυνση του Αθανάσιου Ψαλίδα.
Κοντά σ’ αυτά τα ονόματα των ανδρών θα ήταν  παράλειψη αν δεν αναφέραμε τουλάχιστον ονομαστικά και γυναίκες ευεργέτιδες των Ιωαννίνων:
    Βλάχα Μαρία, Γοργόλη Παρασκευή, Καστρισόγια Ελισάβετ, Παπάζογλου Αγγελική, Τοσίτσα Ελένη, Ζωγράφου Ελένη, Ζώτου Αγγελική, Γεροκοστοπούλου Σεβαστή, Κόνη Ειρήνη, Χατζή Στεφανία, Βίμπλη Βιολέτα, Δαγκλή Βασιλική, Καλούδη Νίκη, Μολυβάδα Πολυξένη, Πασχίδη Έλλη, Τζαβέλλα Ισμήνη, Χατζή Αικατερίνη, Σαλαμάγκα Ηλέκτρα…και τόσες άλλες.
       Η ηπειρωτική ευποιία εμφανίζει διοικητικό πνεύμα αξιόλογο. Πολλοί ευεργέτες, ασχέτως προς το κληροδοτούμενο ποσό, διαπνέονται από διαθέσεις νοικοκυροσύνης, οργανώσεως, προβλεπτικότητος. Συχνά παραβλέπουν την πικρία που τους ποτίζει η κακή διαχείριση και η παραγνώριση της βούλησής τους και ως μεγάθυμοι επανέρχονται στο ιερό τάξιμό τους. 
      Ακόμη οι διαθήκες των γενναιόψυχων εκείνων υπήρξαν υπόδειγμα του πηγαίου χριστιανικού ήθους. Ο ηπειρώτης ευεργέτης ήλθε αρωγός του συνόλου του έθνους στις κρίσιμες στιγμές του. Οι άνθρωποι αυτοί πάντα είναι πολύ λίγοι. Είναι όμως μια θαυμαστή μαγιά.            
    Στη σημερινή κοινωνία της παντοδύναμης τεχνοκρατίας, του οικονομικού αδυσώπητου ανταγωνισμού και της καταναλωτικής απληστίας δεν ευνοείται η εμφάνιση ανθρώπων αφοσιωμένων σε αγαθοεργίες. Πλήττεται κάθε ιδέα κοινωνικού χρέους και προσφοράς προς την πατρίδα.
       Η ανθρωπότητα θα επιζήσει αν γίνει πιο σωστή στην καρδιά. Να μάθει να τιμά τα σπάνια σκεύη εκλογής που μέσα στην ιστορική διάρκεια επισημαίνουν στους ανθρώπους με σεμνότητα και επιμονή τον γνήσιο σκοπό του πολιτισμού, να δημιουργήσει καλύτερους ανθρώπους και πολίτες.
      Αυτούς περισσότερο από όλους, πρέπει να προβάλλουν τα βιβλία της Ιστορίας, και αυτών οι πράξεις μπορούν να κινήσουν τις ανθρώπινες ψυχές στο να σκέφτονται, αν όχι μόνο τους άλλους, τουλάχιστον και τους άλλους.
     Αυτών των σπάνιων ανθρώπων η ζωή και το έργο πρέπει να παρουσιάζονται πάντα με ανυποχώρητη υπομονή μπροστά στα μάτια των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών και των νέων, που έχουν ακόμα τη δύναμη να θαυμάζουν και να αγανακτούν. Να λειτουργήσουν ως πρότυπα προς μίμηση για το ήθος και τη γνώση στα παιδιά και να τους βάλλουν βαθιά μέσα στην καρδιά τους.
         Να στεγάσουμε μέσα στην ψυχή μας εκείνους που μας στέγασαν.
             
             Εμάς, το έθνος και τις ελπίδες του.



Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Ο Ιωάννης Μπάγκας (1814-1895), υπήρξε Έλληνας εθνικός ευεργέτης από την Κορυτσά - Joan Banga (1814-1895), Korçari që i fali gjithë pasurinë e tij shtetit Helen!

Ο Ιωάννης Μπάγκας (1814-1895), υπήρξε Έλληνας εθνικός ευεργέτης.
Γεννήθηκε το 1814 στην Κορυτσά. Πατέρας του ήταν ο επίσης ευεργέτης και έμπορος Γεώργιος Μπάγκας. Ο Ιωάννης γράμματα πολλά δεν έμαθε. Ήξερε μόνο να γράφει και να διαβάζει.
Έφυγε από το σπίτι το 1833 για να αποφύγει τον γάμο στον οποίο τον εξανάγκαζε ο πατέρας του. Αρχικά εγκαταστάθηκε στη Θήβα και τη Χαλκίδα. Διαμέσου της Χαλκίδας εξέπλευσε για την Αλεξάνδρεια με μόνο εφόδιο ένα τάλληρο. Εγκαταστάθηκε στο Κάιρο ως ράπτης σε μια πολυάριθμη Ηπειρωτομακεδονική αποικία. Ζώντας λιτότατη ζωή μάζευε χρήματα και συντηρούσε τους γονείς του στην μακρινή πατρίδα και άλλους συγγενείς.
Καταπιάστηκε με την γεωργία και αναζητώντας πιο ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες πήγε στην Ρουμανία, όπου κατά συμβουλή και μίμηση του Ευάγγελου Ζάππα μίσθωσε μεγάλες εκτάσεις και τις καλλιέργησε. Με την εργατικότητα και τις ικανότητές του, ευδοκίμησε, και πλουσιότατος επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Απεβίωσε το 1895.
Ευεργετικό του έργο
Εκείνο που έκανε τον Μπάγκα να ξεχωρίζει ως ευεργέτη, είναι ο τρόπος και ο χρόνος που επέλεξε να προβεί στην εθνική χειρονομία της προσφοράς της περιουσίας του. Εν ζωή δαπάνησε επί σαράντα πέντε χρόνια επανειλημμένα γενναία ποσά για την ανέγερση σχολείων. Την περίοδο 1887-88 προσέφερε σημαντική χορηγία για την συνέχιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της ελληνικής σχολής Κορυτσάς, των διδακτηρίων και της βιβλιοθήκης της. Έκτισε ένα κτιριακό μέγαρο στη γωνία της πλατείας Ομονοίας και οδού Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που στα μετέπειτα χρόνια έγινε γνωστό ως ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος».
Με συμβολαιογραφική πράξη που συνέταξε στις 16 Αυγούστου 1889, δώρισε ολόκληρη την περιουσία του στο ελληνικό κράτος, κρατώντας μόνο 1.000 δραχμές το μήνα για την συντήρησή του. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής κυβέρνησης έθεσε την «Μπάγκειο Επιτροπή» προς διαχείρισή του αμύθητου ποσού των άνω των δύο εκατομμυρίων δραχμών. Η περίπτωση αυτή είναι αξιοπρόσεκτη καθώς ίσως να είναι ο μόνος εθνικός ευεργέτης που πρόσφερε την περιουσία του εν ζωή και όχι μετά τον θάνατο του, την παραχώρησε όπως τόνισε για έργα «εθνωφελή και φιλάνθρωπα».
Έκτισε ένα κτιριακό μέγαρο στη γωνία της πλατείας Ομονοίας και οδού Αθηνάς, στο κέντρο της Αθήνας, που στα μετέπειτα χρόνια έγινε γνωστό ως ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος». Το τετραώροφο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», που δεσπόζει στη δυτική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε το έτος 1889, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (1837-1923), κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα.
Η ανέγερσή του (μαζί με το δίδυμό του «Μπάγκειο», λίγο αργότερα) εγκαινίασε, κατά κάποιο τρόπο μια νέα εποχή για τα αθηναϊκά ξενοδοχεία, από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής διάταξης και εξωτερικής μορφής (χαρακτηριστική η διακόσμηση της ζώνης του τελευταίου ορόφου με τις βαθυκόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες).
Βασικό νέο στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, πέριξ του οποίου αρθρώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες του. Αρχικά ήταν τριώροφο, με αγάλματα στη στέψη, τα οποία αφαιρέθηκαν όταν προστέθηκε ο τέταρτος όροφος (μετά το 1920), ενώ για ένα διάστημα, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε αποκτήσει και παράρτημα σε άλλο κτίριο της πλατείας. Όπως και τα περισσότερα ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής της Ομόνοιας, παρήκμασε μεταπολεμικά (το συγκεκριμένο λειτουργούσε πάντως ακόμη κατά τη δεκαετία του 1950, ενώ το ομώνυμο καφενείο-γαλακτοπωλείο του ως τα τέλη του 20ού αιώνα). Πρόσφατα ανακαινίστηκε.
Το τριώροφο μέγαρο στη γωνία της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε κατά την δεκαετία του 1870. Το 1878 στο ισόγειο στεγάστηκε το καφενείο Χαραμή, ενώ από το 1892 εγκαταστάθηκε, στον ίδιο χώρο, το πολυτελές ζαχαροπλαστείο Σ. Ζαχαράτου-Κ. Καπερώνη (γαμπρός και πεθερός που διέθεταν, από τη δεκαετία του 1880, ανάλογα καταστήματα και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας). Λίγο αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα, στους επάνω ορόφους του ίδιου κτιρίου λειτούργησε παράρτημα του ξενοδοχείου «Πάγκειον» (γνωστότερο ως «Μπάγκειον», που είχε ανοίξει από το 1894 στη γωνία της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας). Στη μεταπολεμική περίοδο στεγάστηκε επάνω ιδιωτικό φροντιστήριο και στο ισόγειο εστιατόριο. Το κτίριο ανακαινίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα.Το «Μπαγκειο Μεγάρο», το 1920 «γέννησε και στέγασε» το τελευταίο συστηματικό φιλολογικό κέντρο της Αθήνας,φιλοξενώντας την αφρόκρεμα των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως οι Κ. Βάρναλης, Ορ. Λιάσκος, Α.Τερζάκης, Τ. Άγρας, Δ. Ψαθάς, Μυρτιώτισσα, Ν. Λαπαθιώτης, Γ. Ρίτσος, κ.ά., συμβάλλοντας τόσο στην αναγνώριση του έργου τους, όσο και στην αναγνώριση του έργου του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Ειδικά για τον Καβάφη, το MC διοργάνωσε στο Μπάγκειον Μέγαρον ειδική έκθεση και ημερίδα.
Joan Banga (1814-1895), ishte një prej bamirësve të Kombit Helen.
U lind në Korçë në vitin 1814. i ati i tij ishte gjithashtu një bamirës, tregëtari Gjeorgjio Banga. Joani nuk u shkollua shumë. Dinte vetëm të lexonte dhe të shkruante.
U largua nga shtëpia më 1833, për t’iu shmangur martesës që i ati e detyronte të bënte. Në fillim u vendos në Thivë dhe në Halkidhë. Nëpërmjet Halikdhës lundëroi për në Aleksandri me të vetmen pasuri një pesçe dhrahmi. U vendos në Kajro si rrobaqepës një koloni të shumtë në numër me Epirotë dhe Maqedonas (jo sllavë). Duke jetuar një jetë të thjeshtë mblidhte lekë dhe mbante prindërit e tij në atdheun e largët por dhe të afërm të tjerë.
U kap pas bujqësisë, duke kërkuar kushte më të mira klimaterike  shkoi në Rumani, ku dhe sipas këshillës së Evangjel Zappës (Zhapës) mori me qira sipërfaqe të mëdha dhe i kultivoi. Me punën dhe aftësitë e tij, i eci mbarë dhe tepër i pasur u kthye në Greqi ku dhe u vendos në Athinë. Vdiq më 1895.

Vepra Bamirëse.
Atë që bëri Banga dhe e dallon si bamirës, është mënyra dhe forma me të cilën zgjodhi që të kryente atë veprim patriotik të dhurimit të pasurisë së tij. Sa ishte gjallë harxhoi mbi dyzet e pesë vjet, në mënyrë të përsëritur, shuma të mëdha, por ngritjen e shkollave. Gjatë periudhës 1887-88 ofroi një financim të rëndësishëm për vazhdimin e funksionimit pa probleme të shkollës greke në Korçë, të vendeve të edukimit të saj por dhe të bibliotekës. Ndërtoi një kompleks ndërtesash në qoshen e sheshit Omonia dhe rrugës Athinas, në qëndër të Athinës, ku në vitet e mëvonshme u bë e njohur si hoteli “Aleksandri i Madh”.

Me aktin noterial që ai krijoi më 16 Gusht të 1889, dhuroi të gjithë pasurinë e tij në shtetin grek, duke mbajtur vetëm 1000 dhrahmi në muaj për të jetuar. Presidenti i Qeverisë Greke krijoi “Këshillin Bangion” i cili do të menaxhonte pasurinë e stërmadhe, prej më shumë se dy milion dhrahmi.
Rasti i tij është tepër i veçantë, sepse ndoshta është i vetmi bamirës kombëtar i cili fali të gjithë pasurinë sa ishte gjallë dhe jo pas vdekjes së tij, e ofroi siç tha për vepra “në dobi të kombit dhe filantrope”.
Ndërtoi një ndërtesë madhështore në qoshe të Sheshit Omonia dhe rrugës Athina, e cila në vitet që pasuan u bë e njohur si hoteli “Aleksandri i Madh”. Hoteli katërkatësh “Aleksandri i Madh” që mbizotëron në këndin perendimor të kryqëzimi në rrugën Athina me sheshin Omonia, u ndërtua në vitin 1889, me bazë skicën e arkitektit Erns Ziler (1837-1923), pas një dhurate të Joan Bangës.

Ngritja e këtij hoteli (bashkë me binjakun e tij “Bangio” pak më vonë) inicioi në një farë mënyre një epokë të re për hotelet e Athinës, nga pikëpamja e madhësisë, rendit të brendshëm dhe formës së jashtme (është karakteristike zbukurimi i brezit të katit të fundit me sipërfaqet drjetkëndëshe me ngjyrë të kuqëremte).

Një element i ri përbën dhe ekzistenca e një atriumi me mbulim prej xhami, përreth të cilit ngrihet ndërtesa dhe funksionet e saj. Në fillim ishte trekatëshe, me buste në koronë, të cilat u hoqën kur u shtua kati i katërt (pas 1920), ndërsa për një farë kohe, në fillimet e shek të 20-të, kishte përfituar një shtesë në një prej ndërtesave të tjera të sheshit. Ashtu si dhe shumica e hoteleve të zonës së Omonias, pësoi rrënie paslufte (ky hotel ishte në punë dhe gjatë dhjetëvjeçarit të 1950, ndërsa kafeneja-bulmetorja me të njejtin emër deri në fund të shekullit të 20-të). Kohët e fundit u rindërtua.

Ndërtesa trekatëshe në qoshen e rrugës 3 Semptevriou me sheshin Omonia u ndërtua gjatë dhjetëvjeçarit të 1870. Më 1878 në katin përdhes u strehua kafeneja Harami, ndërsa që prej 1892 u vendos, në të njejtin vend, ëmbëltorja luksoze S Zaharatu- K Kaperoni  (dhëndër e vjehërr që dispononin që prej dhjetëvjeçarit të 1880, dyqane të ngjashme dhe në pika të tjera të kryeqytetit). Pak më vonë, në kalimin e shekullit, në katet e sipërme të së njejtës ndërtesë funksionoi degë e hotelit “Pagion” (e njohur më tepër si “Bangion”, që kishte hapur që prej 1894 në qoshen e rrugës Athina me sheshin Omonia). Në periudhën e pasluftës, u strehua sipër një shkollë private dhe në katin përdhes një restorant.
Ndërtesa u mirëmbajt nga fundi i shek të 20-të. “Ndërtesa Bangion”, më 1920 “lindi dhe strehoi” qëndrën e fundit sistematike filologjike të Athinës duke mikpritur ajkën e njerëzve të gërmave dhe të arteve, si K Varnalis, Or Liaskos, A Terzakis, T Agras, Dh Psathas, Mirtiotissa, N Lapathioti, J Ritsos etj, duke ndikuar sa në njohjen e veprave të tyre sa dhe në njohjen e veprës së poetit tonë të madh Konstandin Kavafi. Në veçanti për Kavafin, MC-a organizoi në Ndërtesën Bangion një ekspozitë speciale dhe një seminar.