Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρωμιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ρωμιοσύνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

«Δεν χρειαζόμαστε «Δασκάλους Εμπιστοσύνης», αλλά Ρωμιοσύνης

            Δεν θυμάμαι πότε, έχει αρκετά χρόνια, δημοσιεύτηκε σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, σκιτσογραφία που ερμήνευε αριστοτεχνικά το πρόβλημα που ονομάζεται παιδεία. Το σκίτσο παρίστανε δύο ίδιες εικόνες, στις οποίες πρωταγωνιστούν τα ίδια πρόσωπα.  (Η λέξη «σκίτσο», ιταλική, όπως και το γνωστό «σκετς», είναι αντιδάνεια από την ελληνική λέξη «σχέδιο»).
 Τα δύο, λοιπόν σχέδια-σκίτσα παραπέμπουν σε σχολική αίθουσα, όπου γίνεται παραλαβή βαθμών από τους γονείς, τρίμηνο ή τετράμηνο.  Στο πρώτο σκίτσο η ημερομηνία γράφει 1975. Το δεύτερο, ας πούμε, 2020. Στο πρώτο οι δύο γονείς, οργισμένοι, είναι στραμμένοι προς το παιδί τους-μαθητή, που ακούει με σκυμμένο κεφάλι και του λένε την φράση: «Τι βαθμοί είναι αυτοί;». Στο δεύτερο, της ‘’θαυμαστής’’ εποχής μας, είναι στραμμένοι προς τον δάσκαλο και του λένε την ίδια φράση: «Τι βαθμοί είναι αυτοί;». Το παιδί, πλέον, δεν είναι απέναντι, αλλά δίπλα τους και χασκογελά χαιρέκακα. Όντως μεγαλοφυής περιγραφή της μετάλλαξης της χρεοκοπίας, του διασυρμού της παιδείας του σχολείου, της οικογένειας. 
 Και τα πράγματα συνεχώς χειροτερεύουν. Απανωτά τα κρούσματα βίας και ανομίας εντός του σχολικού χώρου. Μαθητές μαχαιροβγάλτες, γονείς ξυλοκοπούν ή απειλούν απροκάλυπτα δασκάλους, μαθητές εξυβρίζουν, προπηλακίζουν εκπαιδευτικούς.
 Πριν από λίγες ημέρες μαθητές σε Γυμνάσιο-Λύκειο των Αθηνών, αφού σακάτεψαν στο ξύλο συμμαθητή τους, έσπευσαν κορδωμένοι και πασιχαρείς, να αναρτήσουν και φωτογραφία τους στο διαδίκτυο, όπου» αμετανόητοι χρησιμοποιούν υβριστικό λεξιλόγιο, θέλοντας να δείξουν ότι καταφέρνουν να παραμείνουν απτόητοι, παρά τον σάλο που έχει προκληθεί και τις ενδεχόμενες ποινικές κυρώσεις που τους περιμένουν». (εφ. “Πρώτο Θέμα”, 13-2-2020). Μάλιστα η τροπαιούχος φωτογραφία τραβήχτηκε μες στο αστυνομικό τμήμα του Βύρωνα.  Βεβαίως-βεβαίως “τα παιδιά” αφέθησαν ελεύθερα «προκειμένου να επανεκτιμηθεί η υπόθεση» και ….λοιπά και λοιπά. Το θέμα έχει και συνέχεια. Ο δικηγόρος της οικογένειας κατήγγειλε ότι δέχτηκε τηλεφώνημα όπου σε σπαστά ελληνικά τον απείλησαν να σταματήσει τις δηλώσεις «γιατί θα τον βρουν σε χαντάκι». Ενώ ιδιοκτήτης τοπικού καναλιού, ο οποίος παρευρέθηκε σε γενική συνέλευση γονέων, απειλήθηκε από γονείς να μην ανεβάσει στιγμιότυπα, διότι διαφορετικά «θα τον θάψουν κάτω από τη γη». Η υπουργός Παιδείας έσπευσε στο Λύκειο και αφού χαρακτήρισε το γεγονός πρωτοφανές, το καταδίκασε απερίφραστα και εξήγγειλε τον θεσμό του «Δασκάλου Εμπιστοσύνης». Μάλιστα. (Αν μπει στον κόπο η κ. υπουργός θα συναντήσει τέτοια “πρωτοφανή” επεισόδια σε όλα σχεδόν τα σχολεία της χώρας).
Με το συμβάν στο σχολείο, ξετυλίχτηκε όλη η φθορά και η διαφθορά που υπέστη η ελληνική κοινωνία από τα συνεχή και ανηλεή της διεστραμμένης «Νέας Εποχής». Παιδιά που λειτουργούν μες στην σχολική αίθουσα σαν… αγέλη λύκων ανθρωποφάγων. Γονείς εγκληματικά ανώριμοι, ουσιαστικά ανύπαρκτοι. (Ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ έγραφε χαριτολογώντας ότι, «επειδή ο Θεός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, γι’ αυτό έφτιαξε την μητέρα». Η τωρινή μητέρα σήμερα κυνηγά καριέρες ή έχει αναθέσει την ανατροφή των παιδιών της, στον τρίτο γονέα, το διαφθορείο που λέγεται τηλεόραση ή διαδίκτυο).  Γονείς, που για να μην τσαλακωθεί το όνομά τους, σπεύδουν και καλύπτουν ανήκουστες για άλλες εποχές, ανομίες των παιδιών τους, φορτώνοντας την ευθύνη στα συνήθη υποζύγια, τους εκπαιδευτικού,ς τους οποίους απειλούν και καθυβρίζουν.
Γονείς που λησμονούν την μεγάλη αλήθεια που αντηχεί στους αιώνες από τον χρυσοστομικό άμβωνα: «Ου γαρ το σπείραι ποιεί πατέρα μόνον, αλλά το παιδεύσαι καλώς∙ ουδέ το κυήσαι μητέρα εργάζεται, αλλά το θρέψαι καλώς».  (αγ. Χρυσοστόμου,  «Λόγος Α΄ περί της Άννης», Migne 54, 636). Σωστή παίδευση και ανατροφή σημαίνει γονέας και όχι μόνον «σπορά και κύηση». Το να πετροβολούμε τους δασκάλους και να τους ελέγχουμε για ελλιπή εφημερία είναι η εύκολη, εκτονωτική αντίδραση.  «Για όλα φταίει το σχολείο». Μα το σχολείο είναι εικόνα της κοινωνίας μας.
 “Από αυτή την άποψη, δεν θα έπρεπε να είναι τόσο εύκολο για μερικούς από εμάς να καταδικάζουμε τους νέους ότι έχουν πάρει λάθος δρόμο.  Οι νέοι δεν έχουν πάρει λάθος δρόμο, όχι.  Απλώς -και αυτό είναι το πιο τραγικό- βαδίζουν μπροστά από εμάς στον δρόμο που εμείς τους δείξαμε να βαδίζουν.  Εμείς είμαστε αυτοί οι οποίοι στην πράξη βάζουμε πάνω απ’ όλα τα υλικά αγαθά και τα χρήματα.  Εμείς με τα λόγια μεν εξαιρούμε τα υψηλά, αλλά ασχολούμαστε ολημερίς με τα χαμηλά.  Εμείς στην καλύτερη περίπτωση, μιλάμε για αρχές και αξίες, αλλά στην πράξη ενεργούμε έτσι, θα ήταν παράλογο να έχουμε από τους νέους την απαίτηση να βαδίζουν άλλο δρόμο.  Απλώς, αφού πρώτα τους διδάξαμε εμείς, τώρα μας διδάσκουν αυτοί, δείχνοντάς μας που οδηγεί ο δρόμος που εν τη αφελεία μας επιλέξαμε να βαδίσουμε”. (Γ. Τσέντος, “Η κρίση στην Παιδεία”).
Να επανέλθω στην αντίδραση της υπουργού Παιδείας.Ο «Δάσκαλος Εμπιστοσύνης». Μυρίζει από μακριά η εξαγγελία αριστερόστροφη κενο-τομία.  Δεν χρειαζόμαστε «δασκάλους εμπιστοσύνης», αλλά Δασκάλους Ρωμιοσύνης. 
 Κάποτε το έθνος είχε αυτόν τον δάσκαλο.  Ήταν ο δάσκαλος που κρατούσε στο ένα του χέρι το Ευαγγέλιο και στο άλλο τον Όμηρο, που μιλούσε για Πίστη, Γλώσσα και Πατρίδα και που έβλεπε τον εαυτό του θεματοφύλακα της ελληνικής παράδοσης, από τον Τρωικό πόλεμο και τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο ως την ευλογημένη επανάσταση του 21΄ και την ιστορία του Παπαρρηγόπουλου. Ο δάσκαλος εκείνος, δεν ήξερε πολλά πράγματα-νέες τεχνολογίες, ευρωπαϊκά προγράμματα, ξένες γλώσσες και λοιπές  … δράσεις.  Όχι. Γνώριζε όμως αρχαία ελληνικά και ιστορία και μετέδιδε την φλόγα της ψυχής του, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με εντιμότητα, συνέπεια και ευθύνη. Ήταν ο λόγιος Έλληνας δάσκαλος, που ευτύχησε να έχεις στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, καθηγητές αναστήματα.  Τον δάσκαλο αυτόν τον κλόνισε, τον πολέμησε, τον εκδίωξε από το σχολείο η πατριδοφάγος θολοκουλτούρα του νεοσταλινισμού.  Στον δάσκαλο εκείνο εμπιστεύονταν οι γονείς τα παιδιά τους και ήξεραν ότι θα βγει το γερά αρματωμένο σχολιαρόπαιδο,με τα αειθαλή γράμματα του Γένους. Είναι ο δάσκαλος που όταν το απαιτούσε η περίσταση, άφηνε το κοντύλι και έπιανε το καριοφίλι.  Ήταν ο ποιήσας και διδάξας.  Διαβάζω στο ωραίο βιβλίο του Χρ. Ζαλοκώστα «Πίνδος», σελ. 194 (εκδ. «Εστία»).
«Η εχθρική αντεπίθεση του Μαρτίου έχει εκδηλωθεί. Το 731 έχει μεταβληθεί σε ηφαίστειο. Οι φαντάροι μας, πεσμένοι με την κοιλιά στους λάκκους των οβίδων, πυροβολούν, χωρίς διακοπή, για να συγκρατήσουν το εχθρικό πεζικό.
Ο δάσκαλος – έτσι έχει βαφτίσει τον διοικητή του ο λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος είναι το επάγγελμά του – με προβιές και επιδέσμους, γύρω από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες.

– Μην πυροβολείτε στα στραβά, παιδιά! Μην ξοδεύετε ασκόπως τις χειροβομβίδες σας, τους λέει. Κι όταν ο ταγματάρχης του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει:

– Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα το ύψωμα. Και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;».

(Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», εκδ. «Εστία», σελ. 194).
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος Κιλκίς – Μέλος ΙΗΑ

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ο μύθος τής Αλβανικής συμβολής στην ανεξαρτησία τής Ελλάδος. - Legjenda e kontributit shqiptar në pavarësinë e Greqisë


Αποτέλεσμα εικόνας για arvanites
ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ



Ελλονοαλβανοί, Τουρκαλβανοί, Αρβανίτες, Ηπειρώτες, Βλάχοι.

Ο μύθος τής Αλβανικής συμβολής στην ανεξαρτησία τής Ελλάδος. Οι «Αρβανίτες» συμπολεμιστές τού Αλέξ. Υψηλάντου και μισθοφόροι τής Δύσεως.
Αρβανιτοχώρια.

Μέχρι των αρχών τού περασμένου αιώνος περίπου, αναφέρονται δυό κυρίως κατηγορίες Αλβανών, νοουμένων και των Ηπειρωτών, έξω τής Ηπείρου, Ελληνοαλβανοί = Έλληνες τής Αλβανίας, κατά το σημερινό Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και Τουρκαλβανοί = Αλβανοί εκτουρκισμένοι. Το όνομα Ηπειρώτες μάλλον αγνοείται. Αργότερα, παρεμβάλλεται και ή κατηγορία των Ιταλοαλβανών = Αλβανών τής Ιταλίας, δημιούργημα τού Βατικανού και τής ανθελληνικής Ιταλικής πολιτικής που για πρώτη φορά τούς παρουσίασε ή Ιταλία ως δήθεν Αλβανούς διαμαρτυρομένους κατά τής επεκτάσεις τής Ελλάδος στην Ήπειρο, θεωρουμένης ως Αλβανικής πατρίδος, επέκταση που είχε προτείνει το Συνέδριο τού Βερολίνου, κατά το 1878.
Τύπος αλβανικής εθνικότητος, όπως νοείται σήμερα, ήταν ανύπαρκτος και αδιανόητος μέχρι τέλους σχεδόν τού περασμένου αιώνος.
Ως ελληνοαλβανοί ελογίζοντο, χριστιανοί ορθόδοξοι, ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι ομού, προερχόμενοι από την Ήπειρο και Αλβανία, οι οποίοι δεν διέφερον κατά τίποτε ανάμεσά τους, εκτός από ένα νόθο αλβανικό οικογενειακό ιδίωμα τού οποίου έκαναν χρήσι μερικοί, λεγόμενοι ως εκ τούτου αλβανόφωνοι. Το ιδίωμα τούτο μάλιστα ήταν τόσο νόθο, ώστε με την πάροδο τού χρόνου, να καθίσταται δύσκολη αν όχι αδύνατη ή συνεννόησι μεταξύ αυτών και τών τουρκαλβανών.
Αργότερα, όπως συνήθως συμβαίνει, χάριν συντομίας, παρελήφθη το πρώτο συνθετικό «έλλην» και «τουρκ» και έκτοτε γίνεται λόγος, ακαθορίστως, για «αλβανός», πράγμα πού ταυτίζει τις δυό τελείως διαφορετικές έννοιες τού «αλβανού - ελληνοαλβανού» και τού «αλβανού τουρκαλβανού». Επέρχεται δηλ. σύγχυσις πού γίνεται εμφανέστερη, μετά την ανάπτυξι τής αλβανιστικής κινήσεως—έργον εχθρών τού ελληνισμού— πού είχεν εν τελευταία αναλύσει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία Αλβανικού Κράτους.
Το θρήσκευμα όμως αποτελεί βασικά διακριτικό γνώρισμα απαραίτητο, μεταξύ των δύο αυτών αλβανικών κατηγοριών, για κείνον πού σέβεται και εκτιμά την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για ένα τεραστίας σημασίας εθνικό και μάλιστα Ηπειρωτικό θέμα, για το οποίο δεν εδόθη ή δέουσα προσοχή.
Υπήρχαν οι Αλβανοί μουσουλμάνοι, άσπονδοι εχθροί των ομοφύλων τους χριστιανών και φυσικά παντός χριστιανού, με πρωτόγονο φανατισμό, πού αγωνίζονταν υπέρ τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τής οποίας ενσυνειδήτως εταυτίζοντο. Παραλλήλως δε, υπήρχαν Αλβανοί ορθόδοξοι χριστιανοί, εχθροί των μωαμεθανών Αλβανών, πού εμάχοντο για μία πατρίδα ελληνική και όχι αλβανική.
Ο Αλβανός μουσουλμάνος Εκρέμ Βλιώρα, στο βιβλίο του «Φύλλα Ημερολογίου από το Βεράτιον και το Τομόρι» γράφει, ότι ή Αλβανία έχει δώσει 36 από τούς ικανότατους Μ. Βεζύρηδες τής Τουρκίας και τελευταίως τον Φερήτ πασάν τον Πρώτον Μ. Βεζύρην τής Ν. Τουρκίας και 100 αρχηγούς τού τάγματος των Γενιτσάρων.
Επίσης ό Τζαβάτ Καλαντζής, δ)ντής τής αλβ. «Δημοκρατίας» τού Αργυροκάστρου, έγραφε το 1931 μάλιστα: «Διατί να το αποκρύψωμεν. Εάν τα τουρκικά σύνορα ήσαν κοντά, θα είμεθα Τούρκοι την συνείδησιν όπως οι χριστιανοί αποβλέπουν εις την Ελλάδα».
Εξ άλλου ό Παπαρρηγόπουλος, γράφει τα εξής σχετικά με τη συμπεριφορά των τουρκαλβανών κατά την Πελοποννησιακή επανάστασι τού 1770 (Ορλώφ): «Οι Αλβανοί τούς οποίους ή Υψηλή Πύλη απέστειλε κατά τής Πελοποννήσου, αφού ευχερώς κατέπνιξαν το ασθενές εκείνο κίνημα, εξετράπησαν εις λεηλασίαν και δήωσιν δεινήν. Συμποσωθέντες βαθμηδόν εις 60 χιλιάδας, κατέστρεψαν πόλεις και χωρία και τούς μεν ευπορωτέρους παντελώς γυμνώσαντες, κατηνάγκαζον να υπογράψωσιν ομολογίας μεγάλων ποσών τούς δε πενεστέρους απεμπόλουν ως κτήνη.
«Οι κάτοικοι τής Βοστίτζης (Αίγιον), καταφυγόντες εις την μονήν των Ταξιαρχών άπαντες εσφάγησαν... Είκοσι χιλιάδες Πελοποννήσιοι επωλήθησαν ως δούλοι εις την Αλγερίαν... Δεν εφείσθησαν ουδέ των πέριξ νήσων. Ιδίως αι Σπέτσαι αίτινες έλαβον μέρος εις τον αγώνα, έπαθον πολλά από Αλβανούς προερχομένους εξ Αργολίδος. Η Πελοπόννησος ηρημώθη κατοίκων, διότι, όσοι δεν εξηνδραποδίσθησαν ή μετηνάστευσαν εις Επτάνησα ή κατέφυγον εις τα κρησφύγετα των ορέων και των σπηλαίων. Η οικτρά αυτή κατάστασις διήρκεσεν 9 έτη.
«Οι Αλβανοί, όχι μόνον δεν επείθοντο να απέλθωσιν εκ Πελοποννήσου, όπως κατ’ επανάληψιν διετάχθησαν υπό τής Οθωμανικής κυβερνήσεως, αλλ’ αντέστησαν. Τότε ή τελευταία αυτή ανέθηκε την κατατρόπωσίν των εις τον αρχιναύαρχον Χασάν και τη βοηθεία των εντοπίων (Σ. Σ. φυσικά Αλβανών χριστιανών και Ελλήνων) κατετρόπωσαν αυτούς».
Επίσης, κατά την επανάστασιν τού 1821, «οι εντόπιοι αλβανόφωνοι —χριστιανοί φυσικά— γράφει ό Κ. Τριανταφύλλου, έλαβον τα όπλα κατά των Τούρκων ομού μετά των Ελλήνων, άνευ άλλης τινός διακρίσεως, ενώ οι Αλβανοί μωαμεθανοί απετέλουν μονάδας τού τουρκικού στρατού, κατελθόντες μετ’ αυτού κατά των εντοπίων». Κλασσικό παράδειγμα τέλος —ένα από τα άπειρα— αποτελεί ό αρβανίτης Αλή πασάς πού εξόντωσε τούς λεγομένους αρβανίτες τού Σουλίου Τζαβελαίους, Μποτσαραίους κλπ. Συνεπώς, όταν γίνεται λόγος αορίστως περί Αλβανών, ασχέτως δηλ. θρησκεύματος, είναι μακράν τής ιστορικής πραγματικότητος. Εν τούτοις, σύγχρονοι Αλβανοί, διαστρεβλώνοντας την εν λόγω ωμή πραγματικότητα, εν γνώσει των, διατείνονται, ότι ό Αλβανικός λαός αντίκρυσε με συμπάθεια τις εθνικές κινήσεις για την ελευθερία και ανεξαρτησία των γειτονικών τους λαών έναντι των ξένων κατακτητών. Ενώ είναι παγκοίνως γνωστό ότι οι Αλβανοί συνέβαλον στην προσπάθεια τής καταστολής κάθε ελληνικού απελευθερωτικού κινήματος και μάλιστα εκείνης τού 1821. Επί παραδείγματι ή εφημερίς Μπασκίμι τής 7 - 11 - 1962 γράφει: «οι Μποτσαραίοι, ό Αλή Φαρμάκης, ό Μιαούλης, ή Μπουμπουλίνα συνέβαλαν αποφασιστικώς εις τον πόλεμον των Ελλήνων κατά τού Τούρκου δυνάστου». Όλοι όμως αυτοί οι χριστιανοί «αλβανοί» και πολυάριθμοι άλλοι «αρβανίτες» ηγωνίζοντο για την πίστι τους και για την ίδρυσι Ελληνικού Βασιλείου, «Ρωμέϊκου» και όχι αλβανικού. Μεμονωμένες δε εξαιρέσεις αποτελούσαν οι τουρκαλβανοί εκείνοι πού ένεκα διαφόρων λόγων ατομικών είτε εξ ατταβισμού ως απόγονοι εξισλαμισθέντων διέκειντο συμπαθώς στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Εάν όλοι οι φερόμενοι ως Αλβανοί, ήταν πράγματι τέτοιοι και είχαν αλβανική εθνική συνείδησι, τότε θα ηγωνίζοντο για αλβανική εθνική αποκατάστασι, όπως οι Έλληνες, Σέρβοι κ.ά. Άφθονες άλλωστε μαρτυρίες και αυτά τα αναλλοίωτα και ανόθευτα δημοτικά τραγούδια στα οποία είναι διάχυτη ή οιμωγή και ό θρήνος τού Ελληνικού λαού για όσα υπέφερε εκ μέρους των Αλβανών μουσουλμάνων κατά την Τουρκική δουλεία των 400 ετών.
Μετά την κατάρρευσι (1798) τής υπερδυνάμεως για την εποχή Ενετίας, τής οποίας οι ένοπλες δυνάμεις απετελούντο κατά 80 % περίπου από μισθοφόρους ελληνοαλβανούς, γνωστούς με τα ονόματα Στρατιότι, Μορντάτι, Στρατοκόπι, Αλβανοί κλπ. διελύθησαν. Από τότε δε γίνεται χρήσις περισσότερο αν όχι αποκλειστικά τού ονόματος αλβανοί ή αρβανίτες, νοουμένων ως τέτοιων των μισθοφόρων εκείνων χριστιανών ορθοδόξων πού προήρχοντο κυρίως εξ Ηπείρου Αλβανίας, κατά παράδοσι και συνέχεια των μισθοφόρων Στρατιότι, Μορντάτι κλπ. Πολλές φορές δε μέσα στα σώματα των εν λόγω μισθοφόρων ήταν και άλλοι, ξένοι, προς την Αλβανία και την Ήπειρο.
Στις παραδουνάβιες χώρες λόγου χάριν, υπήρχαν «αρβανίτες» για τη δημόσια ασφάλεια — δεν επετρέπετο παρουσία τουρκικών δυνάμεων, βάσει ρωσσοτουρκικής συνθήκης — «αρβανίτες» για προσωπική φρουρά των ηγεμόνων, «αρβανίτες» με την έννοια τού χωροφύλακος, αγροφύλακος κλπ.
Υπολογίζονται μάλιστα σε 4 χιλιάδες οι «αρβανίτες» τού είδους αυτού πού έλαβον μέρος στην επανάστασι τού Αλ. Υψηλάντη, πού μετά την αποτυχία, κατήλθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και συνέπραξαν στον απελευθερωτικόν μας αγώνα. Εξ αυτού δε προέρχονται και πολυάριθμα επώνυμα από παρεπώνυμα, όπως Αρβανίτης... άκης... όπουλος, Αρβανιτογιάννης, Αρβανιτογιώργος, κ.ά. πού σε πολλές περιπτώσεις δεν σχετίζονται ούτε με την Ήπειρο, ούτε με την Αλβανία και ενδεχομένως να πρόκειται περί απογόνων Σέρβων, Βουλγάρων κ.ά.
Σχετικώς, οι καθηγηταί π.χ. Κλ. Νικολαΐδης τού Πανεπιστημίου τής Βιέννης πού συνεβουλεύθη και τα αρχεία τού υπουργείου των εξωτερικών τής Αυστρίας και Γκιουρέσκου τού Πανεπιστημίου τού Βουκουρεστίου, γράφουν τα εξής περιστατικά από το Κίνημα τού Υψηλάντη:
Ο Ιερός λόχος υπό τον Ν. Υψηλάντη παρεπείσθη υφ’ ενός των ηγετών των αλβανών ονόματι Καραβία... Οι αρχηγοί των αλβανών Γεωργάκης, Φαρμάκης και Πρόδανος διεσκορπίσθησαν έκαστος μεθ’ εκατοντάδων τινων αλβανών εις τα ορεινά τής Βλαχίας... Των πυρήνα τού στρατεύματος τού Υψηλάντη όταν διέβη τον Προύθον απετέλουν 250 Αλβανοί. Οι Τούρκοι δεν κατεδίωξαν τον Υψηλάντην, χάρις εις το γεγονός, ότι ό Γεωργάκης Ολύμπιος μετά των αλβανών του».
Χαρακτηριστικό δε είναι το κατωτέρω έγγραφο προαγωγής τού τελευταίου, όταν ηγωνίζετο (1807) στο πλευρό των Ρώσσων κατά τον Ρωσσοτουρκικόν εκείνον πόλεμον, το οποίον αντιγράφομεν από την εφημ. «Εστία» των Αθηνών τής 14-3- 1975 (Ιστορήματα):
«Τω κυρίω συνταγματάρχη Γεωργίω Νικολάου Ολυμπίω. Η αυτού Εκλαμπρότης ό κ. Γενικός Αρχιστράτηγος (…….) με ειδοποίησεν, ότι υμείς, κατά το τής Α. Μεγαλειότητος Δ)μα το εκδοθέν (. . . . . .) τη 30 τού παρελθόντος Αυγούστου, διά την εξαίρετον ανδρείαν υμών εκδηλωθείσαν εν τη μάχη κατά τού τουρκικού στρατού εν τω χωρίω Οστροβίου μετωνομάσθητε από Αλβανόν λοχαγόν, συνταγματάρχης τού στρατού (. . . . . . ). Διέταξα δε να ορκισθήτε εις τον βαθμόν τούτον. τη 3-12- 1807, Κραϊόβα. Ο υποστράτηγος Ι. Σμολένσκης». Διευκρινίζει δε ό συγγραφεύς, ότι «αλβανοί» εκαλούντο οι εθελονταί οι συρρέυσαντες εκ των δυτικών περιφερειών.
«Ο Αναστάσιος Μπίκμπασης, έγραφε ό Μιχ. Σούτσος στον Υψηλάντη, ελθών ενταύθα, χωρίς να συμβουλευθή τούς άλλους εφόρους ή άλλον τινά, ήρχισε να καταγράφη αναφανδόν και να ορκώνη ανεξετάστως αρβανίτας των εντοπίων αρχόντων». Όρκιζε δηλαδή και κατέγραφε «αρβανίτες» για τούς σκοπούς τής Φιλικής Εταιρείας. Είναι φανερό, πώς κάθε άλλο παρά περί μουσουλμάνων αλβανών πρόκειται.
Μιά άλλη πλήρη σχετική απόδειξι μάς παρέχουν και τα αρχεία τής Ηπειρωτικής εκκλησίας Παναγία των Ξένων Κερκύρας: Όταν το 1813 κατείχαν την Κέρκυρα οι αυτοκρατορικοί Γάλλοι, είχαν στην υπηρεσία τους, όπως και οι Ενετοί, μισθοφορικά τάγματα «αρβανιτών». Τη χρονιά εκείνη εκκενώθη ή θέσις του εφημερίου τής εν λόγω εκκλησίας ένας δε ιερέας ονόματι Αρσένιος Γιαννούσης πού υπηρετούσε στο «Τάγμα των αρβανιτών» υπέβαλε αίτησι στον χιλίαρχο των «αρβανιτών» ονόματι Μηνάν στην οποίαν λέγει και τα εξής:
«Ο γραικός ιερεύς τής εκκλησίας Υ. Θ. Φανερωμένης των Ξένων, μέλλει μετ’ ολίγον να εκλεγή ... ό υπογεγραμμένος ζητεί την δυνατήν προστασίαν τής υμετέρας εξοχότητος διά να λάβη τον τιμητικόν και εξαιρετικόν τίτλον του εφημερίου τής αυτής εκκλησίας, ευγάζοντάς τον με τοιούτον τρόπον από την άκραν δυστυχίαν εις την οποίαν ούτος ευρίσκεται εξ αιτίας τής μετριότητος των μισθών όπου λαμβάνει ως πνευματικός πατήρ του αλβανικού στρατιωτικού τάγματος». Εν συνεχεία ό «χιλίαρχος των αρβανιτών Μηνάς» την υποβάλλει στο Γάλλο κομισσάριο διά τα περαιτέρω.
Το «αλβανός — αρβανίτης», επαναλαμβάνομε, είχε την έννοια του ορθοδόξου χριστιανού μισθοφόρου και όχι άτομο αλβανικής εθνικότητος, ακατανόητος για την εποχή. Πρόκειται δε περί χριστιανών κυρίως τής Ηπείρου, γιατί αυτοί εγκατέλειπαν τον τόπο τους για να αποφύγουν τον τουρκαλβανικόν ζυγό, και τον εκτουρκισμό. Στον ξένο τόπο δε μη έχοντες άλλο πόρο ζωής, εύρισκαν σαν πρόχειρο επάγγελμα εκείνο τού μισθοφόρου, το όπλο, με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι και αποτελούσε οικογενειακή παράδοσι γι’ αυτούς. Έτσι είχε δημιουργηθή «αλβανική» παράδοσι μισθοφόρων. (Βλ. και 22ον Κεφ.)
Οι εκτουρκισθέντες αλβανοί δεν είχαν λόγους εκπατρισμού, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, γιατί αποτελούσαν το καθεστώς, ως γαιοκτήμονες όργανα τής εξουσίας, τής διοικήσεως κλπ. ενώ οι χριστιανοί ήταν είλωτές τους. Έτσι, στην πραγματικότητα και τα λεγόμενα Αρβανιτοχώρια ή Βλαχοχώρια τού Παναχαϊκού, Πελοποννήσου, Κεφαλληνίας κ.ά. έξω τού Ελλαδικού χώρου, όπως το Αρβανιτοχώρι τού Μ. Τυρνόβου Βουλγαρίας λ.χ. απετελούντο — παρά το όνομά τους — από ελληνοφώνους, αλβανοφώνους και βλαχόφωνους χριστιανούς ορθόδοξους με κοινή καθημερινή γλώσσα την ελληνική, που κυριαρχούσε παντού. Συνέβαινε δε τούτο, γιατί επλεόναζε το ελληνόφωνο στοιχείο. Η παρουσία του δε παντού, εθεωρείτο σαν κάτι το αυτονόητο, το φυσικό. Εντυπωσίαζε εξ άλλου και ή ύπαρξι ξενοφώνων ανάμεσά του και στο γεγονός αυτό οφείλεται το διακριτικό όνομα «Αρβανιτοχώρι ή Βλαχοχώρι» σε μερικές περιπτώσεις. Ενώ σ’ άλλες το Αρβανιτοχώρι δηλοί Ηπειρωτοχώρι, δεδομένου, ότι εταυτίζοντο Ηπειρώτες και Αλβανοί χριστιανοί.
Πρωτίστως, εξεπατρίζοντο ελληνόφωνοι — οι βλαχόφωνοι ήταν ασήμαντη μειονότης και κατά το πλείστον νομάδες — οι δε αλβανόφωνοι είχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος εξισλαμισθή, προ, κατά και μετά την αποτυχία τού Καστριώτη (1468). Κατά τον Παπαρρηγόπουλο (Ε-292) «οι αλβανοί εφ’ ων πολλοί ήδη (1444) είχον ασπασθή τον ισλαμισμόν βραδύτερον ηυτομόλησαν προς αυτόν πολυαριθμώτεροι, ίσως όλων των λοιπών ιθαγενών τής Ανατολής».
Μιά από τις μεγάλες αφορμές τής εκτεταμένης αυτής αλβανικής αλλαξοπιστίας ήταν, το ότι οι Αλβανοί δεν είχαν στεριωμένη τη χριστιανική τους πίστι γιατί εθρησκεύοντο, όχι με τη δική τους μητρική γλώσσα αλλά μέσον τής ελληνικής.
Είναι κοινώς γνωστό άλλωστε, ότι ή Αλβανία, από τότε αποτελούσε την κοιτίδα τού μουσουλμανισμού, σ’ ολόκληρη σχεδόν τη Βαλκανική. Οι πρώτοι εξισλαμισθέντες, ήταν ό αλβανός φύλαρχος Ισαήμ, ή Ισάμ μετά των ανδρών του πού ήταν εντεταλμένοι να εμποδίσουν την εισχώρησι των τούρκων από την Μακεδονία στην Ήπειρο — αρχές τού 14ου αιώνος — οι οποίοι όχι μόνον δεν παρημπόδισαν την τουρκική προέλασι προς την Ήπειρο αλλά και συνειργάσθησαν ως τούρκοι πλέον εναντίον της πατρίδος τους. Εξ αυτού δε —κατά τον Παραμυθίας Αθηναγόραν—και το όνομα «Τσάμης» από το Ισάμης πού εννοεί τον άπιστον, τον προδότη και σώζεται σήμερα προκειμένου περί θεσπρωτών. Τότε, λέγει, όλους τούς νεοφωτίστους μουσουλμάνους τούς ωνόμαζαν Τσάμηδες και τούς άλλους χριστιανούς γκιαούρηδες, δηλ. απίστους.
Ανάλογο σχετικό περιστατικό αναφέρει και ό Π. Καρολίδης, για αλβανούς τής Πελοποννήσου (1460). Οι αλβανοί πού υπερήσηιζαν, λέγει, την τοποθεσία Ταρσό υπό την αρχηγία τού Λοξία, δεν αντέταξαν ισχυρή άμυνα προς τον σουλτάνο. Παρέδωσαν δε τη θέσι και 300 νεαροί αλβανοί αλλαξοπιστήσαντες κατετάγησαν αμέσως στο τάγμα των γενιτσάρων.
Συνεπώς, όπου γίνεται λόγος περί Αλβανών χριστιανών ορθοδόξων κατά το παρελθόν πρόκειται κυρίως περί Ηπειρωτών —Ελλήνων και κατόπιν περί αλβανοφώνων. Σημειωτέον, ότι οι καθολικοί Αλβανοί έτρεφαν εχθρικώτατα αισθήματα εναντίον των ορθοδόξων, μέσα στην Ήπειρο δε λέγοντας «Αρβανίτες», εννοούσαν πάντοτε, κατά κανόνα, Τουρκαλβανό. Τέτοιου είδους «Αρβανίτες», Ελληνοαλβανούς δηλ. είχε υπ’ όψιν του (1797) κι’ ό Ρήγας Φεραίος με το θούριό του: «Βούλγαροι και Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί — Νησιώτες, Ηπειρώτες με μιά κοινή ορμή — για την ελευθερία να ζώσωμε σπαθί....».
Ειδικώτερα, εάν υποθέσωμε λ.χ. ότι οι άποικοι τής Ύδρας, λεγόμενοι Αλβανοί ανήρχοντο σε 1000 άτομα εξ αυτών τα 700—800 θα ήσαν Ηπειρώτες δηλ. ελληνόφωνοι και τα υπόλοιπα αλβανόφωνοι. Η αυτή αναλογία δε θα πρέπει να υπάρχη προκειμένου και περί των λεγομένων Αλβανών τής Αττικής, Πελοποννήσου, κ.ά. Υπήρχε πάντοτε και επλεόναζε το ελληνόφωνο στοιχείο και στο γεγονός αυτό οφείλεται ή γνώσις και χρήσις τής καθημερινής ελληνικής διαλέκτου παρ’ όλων. Οπωσδήποτε δε, στερείται λογικής βάσεως ή άποψις, ότι επρόκειτο μονοπλεύρως περί ελληνοφώνων ή αλβανοφώνων και το όνομα Αρβανιτοχώρι ή Βλαχοχώρι πρέπει να εννοείται πάντοτε με την παρουσία πλεονάζοντος ελληνοφώνου στοιχείου. Ανάμικτοι ζούσαν στην πατρίδα, μετά την αποτυχία Σκεντέρμπεη, ανάμικτοι αποδημούσαν και ανάμικτοι κατά κανόνα εγκαθίσταντο και στην καινούργια πατρίδα, όποια και αν ήταν.
Προκειμένου δε περί των Βλάχων, έτσι εξηγείτο το διπλό φαινόμενο πού ανεφάνη κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων τού αλβανικού μετώπου και τής κατοχής. Σε μερικές περιοχές γράφει ό Σ. Γυαλίστρας, ευρέθησαν στην Πίνδο, μερικοί λεγόμενοι Κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί που συμπεριεφέρθησαν πατριωτικώς έναντι των μαχομένων ελληνικών στρατευμάτων. Ευρέθησαν όμως και κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί, ιδίως στα Ιταλοκρατούμενα μέρη, όπου ή συγγένεια τού γλωσσικού ιδιώματος ίσως, καθίστα ευχερέστερη την εξαγορά των συνειδήσεων, οι οποίοι συνεμάχησαν μετά των Ιταλών καραμπινιέρων. Μετά δε την σκόπιμη υπό των ιταλικών αρχών Κατοχής αποφυλάκισι Ελλήνων βαρυποινιτών, υπέβαλον τούς ελληνικούς πληθυσμούς τής υπαίθρου εις μαρτύρια εφάμιλλα τής Ιεράς Εξετάσεως.
Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει σαφώς, ότι όταν γίνεται λόγος κατά τούς περασμένους αιώνες για «Στρατιώτες», Μορντάτι, Ελληνοαλβανούς, Αρβανίτες» κλπ. αφορά στο σύνολό τους, Ηπειρώτες, δηλ. χριστιανούς ορθοδόξους Έλληνες, μερικοί από τούς οποίους έκαναν χρήσι και του νόθου αλβανικού προφορικού και μόνον ιδιώματος.
Εάν οι χιλιάδες των λεγομένων Αλβανών πού εγκατεστάθησαν κατά καιρούς στην Ελλάδα ήταν αλβανικής εθνικής συνειδήσεως και αλβανόφωνοι, τότε, θα είχαμε ακόμα και σήμερα μιά πολύ μεγάλη αλβανική μειονότητα, όπως συμβαίνει με εκείνη του Κοσσυφοπεδίου τής Γιουγκοσλαβίας.
Εν κατακλείδι, όλοι αυτοί οι Ηπειρώτες τής διασποράς διά μέσου των αιώνων και μάλιστα των πρώτων τέτοιων μετά την κατάκτησι, πολεμοχαρείς, σκληραγωγημένοι, πειθαρχικοί, μισόξενοι και πρωτόγονοι στη λιτότητα και απλότητα του ήθους τους, θυμίζουν τους Δωριείς. Η συμβολή τους όμως στην εθνική μας επιβίωσι και εν τελευταία αναλύσει και στην αναγέννησι τής συγχρόνου Ελλάδος, αποφασιστικής ίσως σημασίας, δεν έχει ερευνηθή και αξιολογηθή.



Πηγή: Το βιβλίο του Σπύρου Στούπη, Ηπειρώτες και Αλβανοί –η προσφορά της Ηπείρου προς το έθνος, εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, Ιωάννινα 1976.


Vorio Epiri

Helenoshqiptarë, turkoshqiptarë, Arvanitë, Epirotë, Vllehë.

Legjenda e kontributit shqiptar në pavarësinë e Greqisë. “Arvanitët” bashkëluftëtarë të Aleksandër Ipsilantit dhe mercenarët e Perëndimit.
Fshatrat Arvanitase

Deri në filli të shekulli të kaluar, përafërsisht, përmenden dy kategori shqiptarësh, duke përfshirë Epirotët dhe ata jashtë Epirit.

Helenoshqiptarët- Grekët e Shqipërisë, ashtu siç quhen sot dhe helelnoqipriotët, turkoqipriotët dhe Turkoshqiptarët= Shqiptarë të turqizuar. Emërtimi Epirot më tepër nuk njihet. Më vonë shtohet kategoria e italoshqiptarëve=shqiptarëve të Italisë krijimi i Vatikanit dhe e politikës antihelene që ndjek Italia e cila për herë të parë paraqiti Italia si gjoja protestues shqiptarë ndaj planeve aneksuese të Greqisë në Epir, duke cënuar atdheun e konsideruar si të tillë Shqipërinë, një aneksim që kishte propozuar Konferenca e Berlinit gjatë shek të 1878.
Një lloj kombësie shqiptare, ashtu siç konceptohet sot, ishte inekzistente deri në gjysmën e  fundit të shekullit të kaluar.
Helenoshqiptarët mendoheshin si të krishterë orthodhoksë, grekofolës dhe shqipfolës gjithashtu, që kanë prejardhje nga Epiri dhe Shqipëria, të cilët nuk ndryshonin aspak ndërmjet tyre, përveçse nga cilësia e adoptuar, familjare shqiptare, përdorim të sëcilës bënin vetëm disa prej tyre, dhe që si rrjedhim quheshin shqipfolës. Kjo cilësi bile ishte kaq shumë e dobët, sa me kalimin e kohës, ishte tepër i vështirë , në mos i pamundur, komunikimi i tyre me turkoshqiptarët.

Më vonë, siç ndodh rëndom, për shkak të shkurtimit, u morr, u hoq, pjesa e parë përbërëse e emërtimit “helen” dhe “turk” dhe që prej atëhere bëhet fjalë në mënyrë të përgjithëshme “shqiptarë”,  gjë e cila përputh dy nocione komplet të kundërta të “shqiptarit – helenoshqiptarit” dhe të “shqiptarit-turkoshqiptar”. Vjen si rrjedhim pra ngatërrimi i mëvonshëm që shfaqet fort pas zhvillimit të lëvizjes shqiptare- vepër e armiqëve të helenizmit- që në fund të fundit solli si rezultat dhe krijimin e Shtetit Shqiptar.
Por, feja përbente një karakteristikë dalluese bazë dhe të domosdoshme, ndërmjet dy këtyre kategorive, për atë , natyrisht, që respekton të vërtetën historike.
Bëhet fjalë për një çështje tepër të rëndësishme kombëtare dhe bile çështje Epirote, të cilës nuk ju dha rëndësia e nevojshme.

Ekzistonin shqiptarë mysylmanë, armiq të pabesë të të krishterë bashkëkombas të tyre dhe natyrisht ndaj çdo të krishteri, me një fanatizëm primitv, që luftonte në krah të Perandorisë Osmane me të cilën me ndërgjegjie të plotë përputheshin. Në të njejtën kohë, ekzistonin shqiptarë orthodhoksë, armiq të muhamendanëve shqiptarë, që luftonin për atdheun e tyre grek dhe jo atë shqiptar.
Shqiptari myslyman Eqerem Vlora, në librin e tij “Fletë ditari nga Berati e Tomorri” shkruan se Shqipëria i kishte dhënë Turqisë 36 nga Vezirët më të aftë, me të fundit Ferrit Pashanë, Vezirin e Parë të Madh të Turqisë Jugore dhe 100 udhëheqës së trupës ushtarake të Jeniçerëve.
Gjithashtu Xhavat Kalanxhi , drejtor i “Demokracisë” shqiptare të Argjirokastrës, shkruante në vitin 1931: “Përse ta fshehim. Nëse kufijtë turq ishin afër, do të ishim me ndërgjegjie turke dhe ashtu si të krishterët që shohin nga Greqia”.

Ndër të tjera Paparigopouloja, shkruan si mëposhtë për sjelljen e turkoshqiptarëve gjatë kryengritjes së Peloponezit të vitit 1770 (Orlof): “Shqiptarët të cilët Porta e Lartë  i dërgoi kundër Peloponezit, pasi shtypën atë lëvizje të dobët, devijuan në plaçkitje dhe dhunë të egër. Duke u mbledhur gradualisht në 60.000 mijë, shkatërruan qytete e fshatra dhe ata që ishin në gjendje ekonomike i zhveshën lakuriq, plotësisht, i detyruan që të nënshkruanin letra me vlerë në shuma të mëdha ndërsa më të varfërit i trajtonin si kafshë.
“Banorët e Vosticës (Egion) , pasi u strehuar në manastirin e Kryeëngjëjve u masakruan që të gjithë... Njëzetmijë  banorë të Peloponezit u shitën si skllevër në Algjeri... Nuk lanë gjë as në ishujt pranë. Në veçanti në Speces banorët e së cilës morën pjesë në kryengritje, vuajtën shumë nga shqiptarët të cilët erdhën nga Argolidha. Peloponezi u shkrretua nga banorët, sepse, ata sa nuk u vranë ose emigruan në Eptanisat (ishujt e Jonit) ose u fshehën nëpër male e shpella.
Kjo gjendje e mjerueshme zgjati për 9 vjet.

“Shqiptarët, jo vetëm nuk bindeshin që të largoheshin nga Peloponezi, siç u urdhëruan për të disatën herë nga qeveria Osmane, por dhe rrezistonin. Atëhere, për herën e fundit, ju caktua largimi i tyre, kryekapitenit Hasan me ndihmën e vëndasve (të krishterëve shqiptarë dhe të grekëve) që ti largonin ata”.

Gjithashtu, gjatë kryengritjes së 1821, “shqipfolësit vendas - të krishterët natyrisht- shkruan K Triandafillou, rrëmbyen  armët kundër turqve sëbashku me grekët, pa asnjë lloj dallimi, ndërsa myslymanët shqiptarë që ishin pjesë e ushtrisë turke  erdhën që të luftonin kundër vendasve”.  Një shembull karakteristik – nga të panumurtat- përbën dhe arvaniti Ali Pasha që masakroi arvanitët e njohur të Sulit, Xhavellat, Boçarenjtë etj. Si rrjedhim kur bëhet fjalë në përgjithësi për Shqiptarë, duke shtrembëruar këtë realitet të padiskutueshëm, nënkuptohet, dhe pranohet në mënyrë të gabuar, me ndërgjegjie, se populli shqiptar e priti me simpati lëvizjet kombëtare për liri dhe pavarësi të popujve të tyre fqinj kundër pushtuesve të huaj. Ndërsa është gjërësisht e ditur se shqiptarët ndihmuan me çdo mënyrë për të shtypur lëvizjen kombëtare helene për liri dhe sidomos atë të vitit 1821.

Le të marrim akoma dhe një shembull. Gazeta Bashkimi e dt 7-11-1962 shkruan: “Boçarenjtë, Ali Farmaqi, Miauli, Bubilina kontribuan në mënyrë deçizive në luftën e grekëve ndaj dinastit turk”.

Por të gjithë këta të krishterë “shqiptarë”dhe numër i pafund “arvanitë” luftonin për besimin e tyre dhe për themelimin e mbretërisë Helene, “Romeikon” dhe jo atë shqiptare. Raste të rralla ishin ata turkoshqiptarë të cilët për shkak të interesave të tyre personale ose dhe kujtesës së tyre si parardhës së të krishterëve të kthyer në myslymanë, që shikonin me sy të mirë betejën për liri të Helenëve. Nëse të gjithë ata sa duken si  shqiptarë, ishin me të vërtetë të tillë dhe kishin ndërgjegjie kombëtare shqiptare, atëhere di të luftonin për çlirimin kombëtar shqiptar, ashtu si Helenët, Serbët etj.  Janë të panumërta dëshmitë dhe këngët e panjollosura, popullore në të cilat është i ndjeshëm vajtimi i popullit Helen nga ato sa vuajti nga shqiptarët myslymanë gjatë skllavërimit Turk në 400 vjet.


Pas rrënies (1798) të superfuqisë së asaj kohe   Venecias, forcat luftarake të së cilës të përbëra kryesisht, 80%, nga mercenarë helenoshqiptar, të njohur me emrat e tyre Stratioti, Mordati, Stratokopi, Albanë etj, u shpërbënë.
Që prej atëhere, përdoret, më tepër, nëse jo vetëm, emërtimi shqiptar ose arvanit, për të kuptuar si të tillë ata mercenarë të krishterë orthodhoksë që kishin prejardhjen nga Epiri i Shqipërisë, tradicionalisht dhe vazhdimësi e mercenarëve Stratioti, Mordati etj. Shpesh herë në këto trupa, të mercenarëve në fjalë ishin dhe të tjerë të huaj, në lidhje me Shqipërinë dhe Epirin.

Në vendet përbri Danubit psh, ekzistonin “arvanitë”për sigurinë publike – nuk lejohej prezenca e forcave turke,  për shkak të marrveshjes ruso-turke – “arvanitët” për mbrojtje personale të udhëheqësve, “arvanitë” në kuptimin e korofillakëve, agrofilakëve etj.


Bile, llogariten  në 4000 “arvanitët” të këtij lloji që morën pjesë në kryengritjen e Aleksandër Ipsilantit,  të cilët pas dështimit, zbritën në Greqinë e kryengritur dhe morën pjesë në betejën tonë për liri. Prej tyre vijnë si rrjedhojë dhe shumë mbiemra si Arvanitis, Arvanitaqis, Arvanitopulos, Arvanitojanis, Arvanitojorgos etj. Të cilat në shumë raste nuk kanë lidhje as me Epirin as me Shqipërinë dhe me sa duket bëhet fjalë për pasardhës të Serbëve, Bullgarëve etj.
Në lidhje me këtë, profesorët psh Kl Nikolaidhis i Univesitetit të Vjenës i cili u konsultua dhe me arkivat e ministrisë së jashtme të Austrisë dhe Jureskut të Universitetit të Bukureshtit, përmendin këto të ndodhi nga Lëvizja e Ipsilantit:

Batalioni i Shenjtë i N Ipsilantit  mashtrua nga një prej udhëheqësve të shqiptarëve me emrin Karavia... Udhëheqësit e shqiptarëve Gjeorgaqis, Farmaqis dhe Prodhanos u shprandanë secili  me qindra prej shqiptarëve në lartësitë e Vllahisë... bërthamën e ushtrisë së Ipsilantit kur kaloi Pruson e përbënin 250 shqiptarë. Turqit nuk ndoqën Ipsilantin, për shkak të Gjeorgaqis Olimpio dhe shqiptarëve të tij”
Karakteristike është dhe shkresa e mëposhtme e ngritjes në detyrë të këtij të fundit, kur luftonte(1807) në krah të Rusëve gjatë luftës ruso-turke, të cilën po e kopjojmë nga gazeta “Estia” e Athinës 14-03-1975
(Histori):
“Zotit nënkolonel Gjeorgjio Nikolau Olimpio. Shkëlqesia e tij z Gjeneral i Përgjithshëm  (......) më lajmëroi, se ju, sipas Shkëlqesisë së tij Urdhër i nxjerrë (....) dt 30 të Gushtit të kaluar, për burrërinë tuaj e cila u shpreh në betejë ndaj ushtrisë turke në fshatin Ostrov, emëroheni nga oficer shqiptar në kolonel të ushtrisë (....) kam urdhëruar që të betoheni në këtë gradë në dt 03 12 1807, Krajova. Nëngjenerali I Smolenski”.


Këtu sqaron shkrimtari se “shqiptarë” quheshin të gjithë vullnetarët e ardhur nga zonat perendimore.

“Anastas Bikbashi, i shkruante Mih. Sutso, tek Ipsilanti, erdhi këtu pa u konsultuar me taksambledhësit e tjerë apo ndonjë tjetër, filloi që të rregjistrojë pa kriter dhe të betojë pa i testuar arvanitët e udhëheqësve lokalë”. Betonte dmth betonte dhe rregjistronte  “arvanitë” për qëllimet e Filiki Eterias. Është e dukshme, se për çdo gjë tjetër mund të bëhet fjalë përveç se për myslymanët.
Një vërtetim të plotë në lidhje me këtë na jep dhe arkivi i kishës Epirote të së Tërëshenjtës e të Huajve në Korfuz: Kur  më 1813-ën zotëronin Korfuzin, francezët perandorakë, kishin në shërbimin e tyre, ashtu si dhe Venecianët, batalione mercenarësh me “arvanitë”. Atë vit u zbraz vendi i famulltarit i kishës në fjalë dhe një prift me emrin Arsen Janusi që i shërbente “Batalionit të arvanitëve” bëri një kërkesë tek njëmijëshi i “arvanitëve” me emrin Mina tek i cili i shkruante si më poshtë:
“Prifti grek i kishës I.F i Shën Marisë së të Huajve, do të zgjidhet pas pak ... i nënshkruari kërkon mbrojtje të fortë të shkëlqesisë sonë që të marrë titullin e nderuar dhe të shkëlqyer të famulltarit të kësaj kishe, duke e nxjerrë në këtë mënyrë nga mjerimi i plotë në të cilin ai gjendet për shkak të rrogës së ultë të cilën merr si atë shpirtëror i batalionit ushtarak shqiptar”. Në vazhdim “njëmijëshi i shqiptarëve Minai” i shkruan komisarit Francez për të tjerat.
“Shqiptar-Arvani”, e përsërisim kishte kuptimin e mercenarit të krishter orthodhoks dhe jo të një personi me kombësi shqiptare diçka që ishte e pakuptueshme për atë kohë. Bëhet fjalë për të krishterët kryesisht të Epirit, sepse ata braktisin vendin e tyre për t’iu shmangur zgjedhës turkoshqiptare dhe turqizimit. Në vend të huaj duke mos patur tjetër mënyrë jetese, gjenin si profesion të përkohshëm atë të mercenarit, armën , me të cilën ishin të ambientuar dhe përbënte një traditë familjare për ta. Kështu ishte krijuar, tradita e mercenarëve “shqiptarë” (shiko kap. 22).
Shqiptarët e turqizuar nuk ishin arsye që të largoheshin nga atdheu, përveç se në raste të rralla, sepse përbenin vetë pushtetin, si pronarë, vegla të pushtetit, të komandës etj, ndërsa të krishterët ishin elotët/punëtorët e tyre. Kështu, në realitet dhe fshatrat që quheshin Arvanitohoria ose Vllahohoria të Panahaikisë, Peloponezit, Kefalinisë etj jashtë ambientit Helen, si arvanitohori M Tirnavu i Bullgarisë psh përbëhej nga të krishterë orthodhoksë grekofonë, shqipfolës dhe vllahofonë me një gjuhë të përbashkët të përditëshme greqishten, e cila mbizotëronte kudo. Ndodhte kjo sepse mbizotëronte elementi grekofon. Ndërsa prezenca e tij kudo, konsiderohej  si diçka e vetëkuptueshme , e natyrshme. Ndër të tjera impresiononte gjithashtu dhe prezenca e të huajve ndërmjet këtij elementi prandaj quheshin  dhe arvanitohoria/fshatra arvanite apo vllahohoria në disa raste. Ndërsa në vende të tjera arvanitohori ishte emërtim deklarues i fshtarave Epirote duke pasur parasysh se Epirotët dhe shqiptarët orthodhoksë përputheshin.  Kryesisht largoheshin nga atdheu  grekofonë- vllahofonët ishin një numër i vogël banorësh të cilët kryesisht jetonin në fise – ndërsa shqipfolësit në shumicën e rasteve ishin kthyer në myslymanë, para, gjatë dhe pas dështimit të Kastriotit (1468). Sipas Paparigopoulos “një numër i madh ishte islamizuar tashmë, më shpejt se çdo popull tjetër i zonës i që i përkiste Lindjes”
Një prej shkaqeve të mëdha të këtij ndryshimi në besë të shqiptarëve ishte fakti se Shqiptarët nuk e kishin të stabilizuar besimin e tyre të krishter sepse kryenin gjithçka në lidhje me besimin, jo në gjuhën e tyre por nëpërmjet greqishtes. Është e ditur nga të gjithë se Shqipëria, që prej atëhere përbënte dhe djepin e myslymanizmit, në të gjithë Ballkanin. Të islamizuarit e parë ishin kryetari i fisit Isaim, ose Isam, me gjithë burrat e tij që ishin të urdhëruar të mos hynin turqit  nga Maqedonia në Epir – fillimi i shek të 14-të – të cilët jo vetëm që nuk ndaluan marshimin turk drejt Epirit por dhe bashkëpununa si turq  kundër atdheut të tyre. Nga ky fakt- sipas Athinagorës së Paramithisë – dhe emërtimi “Çam” nga Isami që do të thotë i pabesi, tradhëtari dhe ka shpëtuar deri më sot në rastin konkret për thesprotët. Atëhere thotë, të gjithë myslymanët e rinj në besë i quanin Çamë dhe të krishterët e tjerë kaurë, dmth të pabesë.
Një ndodhi të ngashme, në lidhje me këtë rrëfen dhe P. Karolidhi, për shqiptarët e Peloponezit (1460).  Shqiptarët që  rrezistuan, thotë, në Tarso nën udhëheqjen e Loksias, nuk përgatitën një mbrojtje të fortë përballë sulltanit.  Dorëzuan vendin dhe 300 shqiptarë të rinj që ndërruan besë dhe u rradhitën menjëherë në batalionin e jeniçerëve.  Si rrjedhim, atje ku përmenden të krishterët orthodhoksë shqiptarë gjatë së kaluarës bëhet fjalë për Epirotë- HELENË dhe në rradhë të dytë për shqipfolës. Duhet shënuar këtu se shqiptarët katolikë ushqenin ndjenja armiqësore të theksuara  kundër orthodhoksëve, brenda në Epir duke thënë “Arvanitë” nënkuptonin gjithmonë, si rregull, turkoshqiptarët. Të tillë "arvanitë” dmth helenoshqiptarë ksihte parasysh më 1797-ën dhe Riga Fereo në  “thurio” –n e tij: “Bullgarë dhe Arvanitë dhe Serbë e Romii-ishulltarë , Epirotë me një vrull – për lirinë le të kapim shpatën....”
Më specifikisht, nëse supozojmë psh se kolonizatorët e Hidrës, të quajturit Shqiptarë  ishin rreth 1000 persona prej këtyre 700-800 ishin Epirotë dmth grekofonë dhe të tjerët shqipfolës. Kjo analogji nuk duhet të ekzistojë kur iu rreferohemi të ashtuquajturve shqiptarë të Atikës, Peloponezit etj. Ekzistonte gjithmonë dhe tepronte elementi grekofon dhe pikërisht nga kjo vjen dhe përdorimi e njohja e gjuhës së përditëshme greke nga të gjithë. Natyrisht që nuk ka llogjikë as bazë as argument, ideja që bëhej fjalë  në mënyrë të njëanshme për grekofonë ose shqipfolës dhe emërtimi Arvanitohorë ose Vllahohor duhet gjithmonë të nënkuptohet me prezencën e elementit helen që mbizotëronte. Të ngatërruar jetonin në atdhe , pas dështimit të Skendërbeut, të ngatërruar emigronin e të ngatërruar, si rregull, vendoseshin në atdheun e tyre të ri kudo që të ishte ai.
Më konkretisht për Vllehët, kështu shpjegohet dhe fenomeni i dyfishtë i cili u shfaq gjatë përplasjeve në frontin shqiptar dhe gjatë pushtimit. Në disa zona shkruan S Jalistra, u gjendën në Pindho, disa që popullata që quhen Kucovllehë që u sollën si patriotë ndaj forcave luftarake greke. Por pati dhe popullata kucovllahe, në veçanti në zonat të cilat ishin të pushtuara nag italianët ku afrimiteti i dialektit që përdornin, ndoshta, bëri më të lehtë blerjen e ndërgjegjies , dhe solli përkrahjen e tyre ndaj karabinierëve italianë.
Pas çlirimit të qëllimshëm nga ana e administratës pushtuese italiane të kriminelëve grekë, popullatat greke të periferisë ju nënshtruan tortuarave të përafërta me ato të mesjetës.
Nga të gjitha sa përmendëm më sipër, natyrisht që sel, se gjatë shekujve të kaluar “Stratiotes/ushtarë”, Mordati, helenoshqiptarë, arvanitë etj” iu rreferohen në tërësinë e tyre Epirotëve dmth të krishterëve orthodhoksë Helenë, disa prej të cilëve përdornin dialektin e dobët, dhe vetëm atë,  të gjuhës shqipe.
Nëse mijërat e të quajturve shqiptarë që u vendosën kohë pas kohe në Greqi ishin me ndërgjegjie shqiptare dhe shqipfolës, atëhere, do të kishim deri më sot një minoritet të madh shqiptar, siç ndodh në Kosovë të Jugosllavisë.
Për ta mbyllur, të gjithë këta Epirotë të diasporës ndër shekuj dhe sidomos në të parët pas pushtimit, luftarakë, të mësuar me jetën e vështirë, të disiplinuar, urrejtës të të huajve, primitivë  në thjeshtësinë e moralit dhe jetën e tyre, të kujtojnë Dhorianët. Por kontributi i tyre, në mbijetesën tonë kombëtare dhe në fund të fundit dhe në rilindjen e Greqisë moderne,  i një karakteri të deçiziv, nuk është gjetur për tu vlerësuar.

Burimi: Libri i Spiro Stupit, Epirotë dhe Shqiptarë – kontributi i Epirit ndaj kombit, Botimet e Institutit të Kërkimeve Vorioepirote Janinë, 1976.


Përktheu, përgatiti, pelasgoskoritsas

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Πολιορκία και Άλωση της Κωνσταντινουπολης 1453 : Οι τελευταίες ημέρες του Βυζαντιου

Πολιορκία και Άλωση της Κωνσταντινουπολης 1453 : Οι τελευταίες ημέρες του Βυζαντιου

Κυριακή, 27 Μαΐου 1453. Ο νεαρός καί ακούραστος σουλτάνος ξύπνησε νωρίς, πήρε τή συνοδεία του καί άρχισε νά διατρέχει ολόκληρο τό στρατόπεδο, από τόν Κεράτιο εως τήν Προποντίδα. Οργάνωσε όλες τίς λεπτομέρειες της επίθεσης η οποία θά γινόταν από όλα τά μέρη των τειχών, ενώ ακόμα καί ο στόλος θά προσέγγισε τά θαλάσσια τείχη γιά νά απασχολεί τούς εκεί αμυνόμενους. Διαρκώς ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, οι οποίοι τόν επεφημούσαν: «Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ», δηλαδή «υπάρχει μόνο ένας θεός καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του.» Κάθε Οθωμανός μαχητής έπαιρνε τή θέση του καί υποχώρηση ή λιποταξία ισοδυναμούσε μέ θάνατο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ακατάπαυστα μαζί μέ τίς προεργασίες της εφόδου. Τό βράδυ άναψαν στό τουρκικό στρατόπεδο χιλιάδες φωτιές οι οποίες συνοδεύοταν από ισάριθμες κραυγές καί αλλαλαγμούς παγώνοντας τίς καρδιές των αμυνομένων. Ο Μωάμεθ βρισκόταν στή σκηνή του, απέναντι από τό Μυρίανδρο καί τό Μεσοτείχιο, περιτριγυρισμένος από τούς αγαπημένους του γενίτσαρους οι οποίοι ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες. Συγκάλεσε πάλι σέ συμβούλιο τούς στρατηγούς, τούς χιλίαρχους, τούς ναυάρχους, τούς πασσάδες καί τούς βεζύρηδες καί τούς απηύθυνε τόν λόγο όπως μας τόν σώζει ο αυτόπτης μάρτυρας Κριτόβουλος. Διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα εντός των τειχών. Ο Λεονάρδος μας πληροφορεί γιά τίς αναρίθμητες λιτανείες των εικόνων καί των λειψάνων των αγίων εκ μέρους των πιστών. Πλήθη από γέροντες, γυναίκες καί παιδιά μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν καί έψελναν αδιάκοπα, ακολουθώντας μέ γυμνά πόδια τούς ιερείς, ορθοδόξους καί καθολικούς, κατά μήκος των τειχών, οι οποίοι περιέφεραν τίς εικόνες καί ιδιαίτερα τήν θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας. Ο βασιλεύς εκάλεσε όλους τούς Ελλήνες καί Ιταλούς ευγενείς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς αρχηγούς. Η σκηνή υπήρξε επιβλητική καί ο λόγος του Κωνσταντίνου, όπως σώθηκε από τόν πιστό του φίλο Φραντζή, θά μείνει στήν ιστορία ως ένα ηθικό δίδαγμα γιά τήν στάση των εντίμων καί ηρωϊκών αντρών. Ο λόγος ήταν αντάξιος του Ομηρικού «Υπέρ βωμών καί εστιών», αντάξιος του Λεωνίδα καί των 300 Σπαρτιατών μέ τό «Μολών Λαβέ» καί τό «Ο ξείν αγγέλειν Λακαιδεμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», αντάξιος των λόγων του Πλάτωνος «Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς»: «… παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων.Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι. Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα. Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τόν συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοί, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φραντζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: «Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται.« Τότε τελείως αυθόρμητα συνέβη μία τραγική καί απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε νά συρρέει πρός τήν Αγία Σοφία, τήν οποία είχαν εγκαταλείψει μετά τήν κοινή λειτουργία μέ τούς καθολικούς πού είχε γίνει στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί μέ τόν βασιλιά, τήν αριστοκρατία, τόν κλήρο, τέλεσαν τήν τελευταία λειτουργία, στίς 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία της Βασιλεύουσας. Η λαμπρότερη εκκλησία πού κατασκευάστηκε  ποτέ ζούσε τήν αγωνία της γερασμένης αυτοκρατορίας πού πέθαινε. Εκείνες οι ψαλμωδίες μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος δάσκαλος Σλουμβερζέ θά αντηχούν αιώνια στήν ελληνική ψυχή. Tό τελευταίο βράδυ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος μαζί μέ τόν αχώριστο σύντροφό του Φραντζή, έκαναν επιθεώρηση στά τείχη, προσπαθώντας νά εντοπίσουν τά αδύνατα σημεία των ρηγμάτων καί νά εμψυχώσουν τούς άγρυπνους σκοπούς. Αργά τή νύκτα χώρισαν καί δέν έμελλαν νά ξαναδούν ο ένας τόν άλλον. Στό στρατόπεδο του κατακτητή τά φώτα όλα ήταν σβησμένα καί όλοι περίμεναν τό σύνθημα της επίθεσης. Τήν σιωπή τήν συνόδευε μία αποπνικτική ομίχλη η οποία σύμφωνα μέ τούς ουλεμάδες του σουλτάνου προανήγγειλε τήν πτώση της πόλης. Η έσχατη επίθεσις άρχισε τίς πρώτες πρωϊνές ώρες, τή νύκτα της Δευτέρας 28 Μαΐου πρός τήν Τρίτη 29 Μαΐου, πρός όλα τά σημεία των τειχών, καί από τή στεριά καί από τή θάλασσα. Η κύρια βέβαια έφοδος έγινε στήν κοιλάδα του Λύκου, μεταξύ της Πύλης του Ρωμανού καί τήν Πύλη της Αδριανουπόλεως, εκεί πού τό εξωτερικό τείχος είχε καταρρεύσει τελείως, οι τέσσερεις πύργοι είχαν κατεδαφισθεί καί στήν θέση τους βρίσκοταν ένα αυτοσχέδιο πλέγμα από δοκάρια, κλαριά καί βαρέλια γεμάτα μέ χώμα καί πέτρες. «Αλλάχ αλλάχ λαχιλαλλάχ» κραύγαζαν οι επιτιθέμενοι τήν ώρα πού ορμούσαν στά τείχη. «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τά νικητήρια» απαντούσαν οι αμυνόμενοι από τό πάνω μέρος των τειχών, τήν ώρα πού εκσφενδόνιζαν σύννεφα από βέλη καί πέτρες καί έριχναν καυτό λάδι καί υγρό πύρ στούς βαρβάρους. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό Barbaro, ο Μεχμέτης διαίρεσε τό στρατό του σέ τρία σώματα, τό κάθε ένα αποτελούμενο από πενήντα χιλιάδες άντρες. Τό πρώτο σώμα αποτελείτο από Χριστιανούς (Greace, Latini, Panones, Boetes, ex omunium Christianorum regionibus Teucris commixti) καί από άτακτους μουσουλμάνους, βαζιβουζούκους οι οποίοι πολεμούσαν χωρίς οπλισμό καί θωράκιση, παρά μόνο μέ ένα γιαταγάνι στό χέρι. Τό δέυτερο σώμα αποτελείτο από τακτικά στρατεύματα μέ θωράκιση καί τό τρίτο από τούς επίλεκτους μεταξύ των οποίων οι τρομεροί γενίτσαροι οι οποίοι ξεχώριζαν από τά λευκά σαρίκια. Οι άτακτοι λοιπόν επιτέθηκαν πρώτοι, πέρασαν τήν τάφρο καί μέ εκατοντάδες σκάλες επιχείρησαν νά ανέβουν στά τείχη. Βέλη, ακόντια, πέτρινες καί μολυβένιες σφαίρες έριχνε ο ένας αντίπαλος στόν άλλο χρησιμοποιώντας τόξα, σφενδόνες, τουφέκια καί άλλα πολεμικά όπλα της εποχής. Ιδού η αφήγησις του Barbaro: «Οι ημέτεροι παραχρήμα κατέρριπτον τάς κλίμακας εκείνας χαμαί μεθ’απάντων των κρατούντων αυτάς, καί άπαντες εκείνοι παραχρήμα εφονεύοντο, πρός τούτοις δέ οι ημέτεροι έρριπτον από των επάλξεων κάτω μεγάλους λίθους ούτως, ώστε ολίγοι εκείνων ηδύναντο νά διασώσωσι τήν ζωήν αυτών. Όσοι ήρχοντο υπό τά τείχη, τόσοι εφονεύοντο, καί ότε οι φέροντες τάς κλίμακας έβλεπον αυτούς ούτω φονευομένους, ήθελον νά επιστρέψωσιν οπίσω πρός τό στρατόπεδον, όπως μή φονευθώσιν υπό των λίθων. Καί ότε οι άλλοι Τούρκοι, οι Τσαούσηδες, οι ευρισκόμενοι όπισθεν έβλεπον, ότι εκείνοι έφευγον, πάραυτα κατέκοπτον αυτούς μέ τά γιαταγάνια αυτών καί ηνάγκαζον νά επιστρέψωσιν εις τά τείχη ούτως, ώστε κατά πάντα τρόπον συνέπιπτε ναποθάνωσιν τήν μίαν φοράν ή τήν άλλην.» Οι Ελληνες καί οι Ιταλοί πολεμούσαν σαν λεοντάρια καί ιδιαιτέρως ο Ιουστινιάνης καί ο Αυτοκράτορας οι οποίοι κρατούσαν τό πιό αδύνατο σημείο στήν Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τό πρώτο κύμα της εφόδου τό μόνο πού κατάφερε ήταν νά κουράσει τούς αμυνόμενους καί στό τέλος αποδεκατίσθηκε. Υστερα από δύο ώρες ο σουλτάνος επέτρεψε στούς επιζώντες νά υποχωρήσουν. Αλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της εφόδου: να κουραστούν οι αμυνόμενοι καί νά αποδεκατιστούν οι άτακτοι καί οι τυχοδιώκτες. Αργότερα μέ τό πρώτο λυκαυγές όρμησε τό δεύτερο κύμα, τακτικού στρατού, άριστα εξοπλισμένοι, οι οποίοι δέν είχαν ανάγκη από τσαούσηδες νά τούς παρεμποδίζουν τήν υποχώρηση, γιατί αυτοί οι γενναίοι μαχητές δέν υποχωρούσαν αλλά θεωρούσαν τιμή τους νά πεθάνουν γιά τόν σουλτάνο καί τόν Αλλάχ. Ας αφήσουμε τώρα τόν επίσης αυτόπτη Κριτόβουλο νά μας διηγηθεί τήν δεύτερη έφοδο των τουρκικών στιφών: «Έπειτα μέγας βοήσας ο βασιλεύς Μεχεμέτης καλεί τούς υπασπιστάς καί οπλίτας καί τό άλλο άγημα. Οι δ’ευθύς ξύν βοή καί αλαλαγμώ φρικαλέω διαβάντες τήν τάφρον προσέμειξαν τω έξω τείχει· τό δέ όλον κατέριπτο ταίς μηχαναίς· σταυρώματα δέ μόνον ήσαν αντί τείχους αυτού μεγάλων δοκών καί φάκελοι κλημάτων καί άλλης ύλης καί αμφορείς μεστοί γης. Ενταύθα ξυνίσταται μάχη κρατερά εκ χειρών αγχεμάχοις όπλοις, των μέν οπλιτών καί υπασπιστών αγωνιζομένων βιάσασθαι τε τούς προμαχομένους καί επιβήναι του σταυρώματος των δέ Ρωμαίων καί Ιταλών αποσασθαί τε τούτους καί φυλάξαι τό σταύρωμα. Ούτως ουν ευρώστως καί γενναίως αγωνιζομένων αμφοτέρων καί μαχομένων, τό πλέον της νυκτός παρελήλυθε· καί εκράτουν καί οι Ρωμαίοι καί Ιουστίνος μετά των ξύν αυτώ, κατέχοντες τε ασφαλώς τό στάυρωμα καί φυλάσσοντες, καί αμυνόμενοι τούς επιόντας γενναίως.» Αντεξαν λοιπόν καί τό δεύτερο τρομερό κύμα εφόδου οι Ρωμηοί, οι Βενετοί καί οι Γενουάτες. Όλοι οι αμυνόμενοι διακρίθηκαν καί περισσότερο, σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ οι τρείς Ιταλοί αδελφοί Boccardi, καί οι αρχηγοί Τρεβιζάνος καί Minotto πού μάχονταν στό ανάκτορο του Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σεράϊ). Καί ίσως αυτό νά ήταν τό κρισιμότερο σημείο της μάχης. Η Πόλις άντεχε, κανένας Τούρκος δέν είχε καταφέρει νά περάσει τό σταύρωμα καί τά τείχη, καί ο σουλτάνος αγανακτούσε μέ τήν αποτυχία. Αρχίσαν νά χαμογελουν οι αμυνόμενοι παρά τήν κούραση καί τήν αϋπνία πού τούς είχαν εξαντλήσει. Ο Μωάμεθ αν καί είχε χάσει τήν ψυχραιμία του, βλέποντας πλήθος τούς νεκρούς των στρατιωτών του, οργάνωσε αμέσως τήν τρίτη έφοδο. Πλησίασε τούς γενίτσαρους, τούς εξόρκισε νά πολεμήσουν γιά τήν πίστη τους καί τό πρωΐ πλέον της 29ης Μαΐου, όπου ο ήλιος είχε ήδη ανατείλλει, όρμησε τό τρίτο κύμα κατά των τειχών. Καί ενώ μαίνοταν η μάχη στήν περίβολο, μεταξύ του εσωτερικού καί του εξωτερικού τείχους, ο Θεός, όπως λέει καί ο Βενετός ιστορικός είχε πάρει τήν απόφασή του. Εκεί πού τό χερσαίο τείχος πλησίαζε πρός τόν Κεράτιο Κόλπο, κοντά στό Παλάτι του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, υπήρχε ανοικτή μία μικρή πόρτα. Η μισή ήταν κάτω από τό επίπεδο του εδάφους καί λεγόταν Κερκόπορτα ή πύλη του κίρκου, επειδή οδηγούσε σέ ένα ιπποδρόμιο (κίρκο) έξω από τά τείχη. Επειδή λοιπόν είχε φέξει οι Γενίτσαροι πού τριγύριζαν στήν περίβολο παρατήρησαν τήν ανοικτή πύλη καί αμέσως πενήντα από αυτούς εισέβαλλαν στήν πόλη. Αφού εύκολα εξουδετέρωσαν όσους μάχονταν πάνω στά τείχη πέταξαν τίς σημαίες μέ τό Δικέφαλο Αετό καί τό Λεοντάρι του Αγίου Μάρκου καί έστησαν μπαϊράκια μέ τήν ημισέληνο. Οι διψασμένοι γιά λάφυρα Οθωμανοί αμέσως έτρεξαν στή Μονή της Χώρας (Καχριέ τζαμμί) καί τήν λεηλάτησαν ενώ εκεί κατέστρεψαν τήν περίφημη εικόνα της Οδηγήτριας, τό παλλάδιον της Θεοφύλακτης Πόλης, πού είχε σχεδιάσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. «Η Πόλις Εάλω» αντήχησε από στόμα σέ στόμα σπέρνοντας τόν πανικό στίς ψυχές των Ελλήνων. Τήν ίδια στιγμή στό σημείο της Πύλης του Ρωμανού, όπου συνεχίζοταν η μάχη σώμα μέ σώμα, τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης, ο οποίος αποφάσισε νά εγκαταλείψει τόν αγώνα καί νά αποσυρθεί στήν γαλέρα του γιά νά γιατρευτεί. Ο Κωνσταντίνος μάταια τόν ικέτευσε νά παραμείνει στό πεδίο της μάχης, αλλά ο Γενοβέζος επέμεινε καί έφυγε παίρνοντας μαζί του αρκετούς Ιταλούς μαχητές. Κατόρθωσε νά φτάσει στό καράβι του όπου πέθανε πλέοντας πρός στήν Χίο. Οι περισσότεροι συγγραφείς της εποχής κατακρίνουν τόν Ιουστινιάνη γιά τήν ατολμία της στιγμής ή οποία ήταν η αιτία νά κλονιστεί  η άμυνα σέ εκείνο ακριβώς τό σημείο καί οι Τούρκοι νά εισβάλλουν στό εσωτερικό της Πόλης. Ο Παλαιολόγος τότε έβγαλε τήν αυτοκρατορική του στολή, διατηρώντας τά ερυθρά πέδιλα μέ τούς χρυσούς δικέφαλους αετούς, γύρισε στόν Καντακουζηνό καί του είπε: «Υπάγωμεν πρός τόν θάνατο,» ενώ κατά άλλους είπε: «Γίνεται εγώ νά είμαι ζωντανός καί η Πόλις νά έχει κυριευτεί; Ας βρεθεί ένας χριστιανός νά μου πάρει τό κεφάλι.» Ακολουθούμενος από τούς πιστούς του: Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Δημήτριο Καντακουζηνό καί τόν Φραγκίσκο από τό Τολέδο της Γρανάδας, όρμησε στό πλήθος των βαρβάρων καί εχάθη μαχόμενος σάν απλός στρατιώτης, τό πρωΐ της 29ης Μαΐου, ημέρα Τρίτη. Ο πρώτος Τούρκος πού θά ανέβαινε στό τείχος θά κέρδιζε τήν μεγαλύτερη αμοιβή από τόν σουλτάνο καί ήταν ένας γενίτσαρος μέ τό όνομα Χασάν. Ο Χασάν ήταν γεννημένος Ελληνας από τήν Βιθυνία της Μικράς Ασίας αλλά είχε τήν τύχη των παιδιών πού τά άρπαζαν οι Οθωμανοί καί τά στρατολογούσαν στό σώμα των γενιτσάρων. Ελληνας λοιπόν παρέδωσε τήν Πόλη στόν σουλτάνο καί πρέπει νά ξέρουμε ότι όσους ήρωες γέννησε αυτός ο τόπος, άλλους τόσους καί ίσως περισσότερους προδότες γέννησε καί συνεχίζει νά γεννά. 
Πηγή: https://chilonas.com/2013/05/29/httpwp-mep1op6y-xy/