Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βίοι αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βίοι αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

''Ο περίδοξος Οσιομάρτυς'' - Βιβλίο του Μητροπολίτου Καστορίας Σεραφείμ

biblio katorias
Ένας περίδοξος Οσιομάρτυς, ένας ξεχασμένος από τους πολλούς Άγιος, ο Άγιος Ιάκωβος ο εκ Καστορίας, αποτυπώνεται στις σελίδες του νεοεκδοθέντος βιβλίου του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ.
Ο βίος και το μαρτύριο του Καστοριανού Αγίου καθώς και των δύο μαθητών του, περιγράφονται εκτενώς στο πόνημα αυτό και αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο της αδιαπραγμάτευτης πίστεως των Νεομαρτύρων στον Θεό και της ζέσεώς τους για την διάδοση του λόγου του Κυρίου. Οι αρετές αυτές κατέστησαν τον Οσιομάρτυρα Ιάκωβο πρόδρομο του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Σελίδες : 136
Μέγεθος : 14*21
Κεντρική διάθεση : Βιβλιοπωλείο Ι.Μ. Καστοριάς [ Τηλ-Fax : 24670 – 23013 // email : info@imkastorias.gr ]
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Χαίρει, λοιπόν, η Εκκλησία για τους Οσιομάρτυρες, οι οποίοι βάσταξαν τα στίγματα του Χριστού στο σώμα τους.
Χαίρει η Μακεδονία και η Ελλάδα σύμπασα, καθώς και ο ιερός Άθως, ο οποίος πνευματικώς τους εξέθρεψε.
Αγάλλεται η θεοφρούρητος Καστοριά, η πατρίδα του Οσίου Ιακώβου, μαζί με το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη «η πρώτη μεν ότι το σον εστί βλάστημα, αι άλλαι δε ότι τοις αίμασιν αυτού και της αθλήσεως ηγιάσθησαν» .
Πανηγυρίζει ακόμη η Μονή της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στη Χαλκιδική, η οποία κατέχει ως πολύτιμον θησαυρόν και όλβον μέγαν τα πάντιμα λείψανα των Οσιομαρτύρων.
Σ’ αυτόν ακουμπάμε τις δύσκολες αυτές ώρες που διέρχεται η πατρίδα μας και ιδιαιτέρως η πολύπαθη Μακεδονία.
Αυτόν παρακαλούμε, μαζί με το νέφος των Αγίων Νεομαρτύρων να υψώνουν χείρας ικέτιδας στον θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης
για να παραβλέψει ο Θεός το πλήθος των αμαρτιών μας,
να μας οδηγήσει στην πολυπόθητη μετάνοια που τόσο έχουμε ανάγκη,
να μας στερεώσει στην πίστη,
να μας εμπνεύσει φρόνημα ανδρείας, για να δίνουμε κι εμείς την μαρτυρία της νέας εν Χριστώ ζωής και, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν, να υπομείνουμε κι αυτό το μαρτύριο του αίματος.

Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Μεγάλη Παρασκευή 13 Ἀπριλιου 1947, Τό διά Σταυροῦ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα.

Image result for ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα.
Μεγάλη Παρασκευή 13 Ἀπριλιου 1947, Τό διά Σταυροῦ μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα.
Πρωτ. Φωτοπούλου Ἰωάννου
Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Ἑβδομάδα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νά «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ».  Αὐτό ἀκριβῶς παριστάνει μιά τοιχογραφία στήν ἱ. Μονή Διονυσίου στό ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Ἑσταυρωμένος μοναχός. Ἕνας μοναχός πάνω στό σταυρό μέ τά χέρια ἁπλωμένα καρτερικός δέχεται τά βέλη τῶν  ἐπιθέσεων  τῶν παθῶν πού ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες : ὑπερηφάνεια, πορνεία, φιλαργυρία φθόνος κατάκριση. Μένει ὅμως στό σταυρό ἀκολουθώντας τόν Χριστό, συσταυρούμενος μέ Αὐτόν πού ανῆλθε στόν Σταυρό νεκρώνοντας τόν παλαιό ἄνθρωπο, χύνοντας τό πανάχραντο αἷμα Του πεθαίνοντας καί ἀναπλάθοντας τόν ἄνθρωπο.  Ὅμως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συμμετάσχει σ΄αὐτό τον Σταυρό πολεμώντας τά πάθη γιά νά κάνει δική του τή νίκη τοῦ Χριστοῦ, νά γίνει καινούργιος ἄνθρωπος.

 Ριζική πάντως καί τελειωτική νίκη κατά τῶν τριῶν αὐτῶν ἐχθρῶν τοῦ χριστιανοῦ, τῆς σάρκας τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου ἐπιτυγχάνουν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες. Ἀψηφοῦν τή «γλυκειά» ζωή, τήν ὁποία ὡς εὐάρεστη  θυσία τήν προσφέρουν στόν Θεό καταλαμβανόμενοι ἀπό θεῖον ἔρωτα. Δίνουν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἐλπίζοντας στά ἀγαθά πού νοῦς δέν τό φαντάστηκε, μάτι δέν εἶδε κι αὐτί δέν ἄκουσε. Κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους ἤ καί μετά τήν τελείωσή τους συμβαίνουν θαυμαστά γεγονότα. Ἀκολουθοῦν θαύματα τά ὁποῖα ἐπιτελεῖ ὁ Κύριος μέ τά ἐνδύματά τους, μέ τό αἷμα τους μέ τά τίμια λείψανά τους. Ἄλλοτε Θεῖο φῶς, ἄκτιστο καταλάμπει μετά τό μαρτύριο τά σώματα τῶν μαρτύρων, καί ἄρρητη, ὑπερκόσμια εὐωδία πλημμυρίζει τούς προσκυνοῦντας τά Ἅγιά τους λείψανα.
 Εἶναι σέ ὅλους γνωστοί οἱ παλαιοί μάρτυρες, τῶν ὁποίων πολλοί ἐξ ἡμῶν φέρουμε τά ὀνόματά τους. Ὅμως ὁ καλός Θεός γιά νά δυναμώνει, νά θερμαίνει τήν πίστη τῶν ὀρθοδόξων οἰκονομεῖ καί τήν παρουσία καί ἄλλων νεωτέρων μαρτύρων.  Πάρα πολλοί οἱ νεομάρτυρες τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπως ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁὙδραῖος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐν Ἰωαννίνοις, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τῆς μιτυλήνης, ἠ ἁγία ὁσιομάρτυς Φιλοθέη καί ἄλλοι γνωστοί καί ἄγνωστοι.  Πολλῶν τά μαρτύρια ἔχει καταγράψει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο. 
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος ἔχουμε μιά μεγάλη στρατιά μαρτύρων πού δίνουν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί ὑπομένουν μαρτύρια καί θάνατο στά ἀθεϊστικά καθεστῶτα. Στήν πατρίδα μας κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου ἔχουμε ἄνω τῶν 250 κληρικούς πού μαρτύρησαν γιά τό Χριστό, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μέ φρικτά βασανιστήρια.        Ἐφέτος στίς 13 Ἀπριλίου 2017 συμπληρώνονται 70 χρόνια ἀπό τό μαρτύριο ὄχι ἑνός ἐσταυρωμένου μοναχοῦ, ἀλλά ἑνός ἐσταυρωμένου ἱερέως, τοῦ ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα στό Νεραϊδοχώρι Τρικάλων. Ὁ θαυμαστός αὐτός μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ γεννήθηκε στή Μεγάρχη Τρικάλων τό 1910.  Τέλειωσε τό Δημοτικό σχολεῖο καί τό ἑλληνικό σχολεῖο.  Εννιά χρόνια ἦσαν τότε οἱ ἐγκύκλιες σπουδές. Πηγαίνει στό στρατό καί στή συνέχεια ἐπιστρέφοντας στό χωριό του ἐπιδίδεται σέ ἀγροτικές ἐργασίες.  Ὅμως μέσα του τόν κατατρώγει ἡ ἐπιθυμία νά προσφέρει τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ, νά γίνει ἱερεύς. Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν νυμφεύεται ἕνα καλό καί ἁγνό κορίτσι ἀπό τό χωριό του τήν Ευθυμία Ντούμα μέ τήν ὁποία ἔκανε 6 παιδιά (ζοῦν σήμερα τά 5). Τὀ 1938 σέ ἠλικία 28 ἐτῶν ἔχοντας ἤδη φοιτήσει σέ κάποιο σύντομο  ἱερατικό σεμινάριο, ὅπου μέ ζῆλο καταρτίσθηκε γιά τό μεγάλο ἔργο τῆς ἱερατικῆς διακονίας, χειροτονεῖται διάκονος στήν ἱερά Μονή ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων καί δύο μέρες ἀργότερα πρεσβύτερος.  Τοποθετεῖται γιά λίγο ὡς ἐφημέριος στά χωριά  Νικλίτσι καί Κρανιά Καλαμπάκας καί τό 1941 ὅταν δημιουργήθηκε κενό στή Μεγάρχη, τό χωριό του, τοποθετεῖται ἐκεῖ ὡς μονιμος ἐφημέριος στόν παλαιό ναό Ἀναλήψεως, ὅπου παραμένει μέχρι τό μαρτύριό του.
Σεμνός καί πιστός στό ἱερατικό του καθῆκον ὁ π. Γεώργιος ὑπηρέτησε τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του συγχωριανούς μέ συνέπεια κατά τή γερμανική κατοχή καί στή συνέχεια κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου.  Πάθη καί μίση φοβερά ἐγκλήματα ἦταν τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀδέλφια καί γονεῖς φονεύονταν μεταξύ τους. Δυό φορές οἱ ἀριστεροί ἀντάρτες συνέλαβαν τόν παπα-Γιώργη, ἀλλά καί τίς δυό φορές γλύτωσε. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ συνεφημέριος του εἶχε συνταχθεῖ μέ τους ἀθέους. Ὁ π. Γεώργιος ἔμεινε μακριά ἀπό τά κομματικά μίση, παράδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης,  ἀλλά καί πιστότητος στό καθῆκον του. Εἶχε γράψει σέ κάποιον θεῖο του : «Ἡ κατάσταση ἐδῶ στό χωριό, θεῖε μου, εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀποφασισμένος νά μείνω ἐδῶ μέχρι τέλους καί νά ἐκπληρώσω τό ἔργο πού μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ὁσονδήποτε ἐπικίνδυνο καί ἄν εἶναι». Μέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο τῆς διακονίας του, χωρίς νά λογαριάζει τήν ἀσφάλεια τή δική του καί τῆς οἰκογενείας του, φιλοξενοῦσε στό σπίτι του τούς πάντες. Ὅπως ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα του «στό σπίτι μας ὅλοι χωροῦσαν. Καλοί, κακοί, φίλοι, έχθροί...Οἱ φιλοξενούμενοι γιά μᾶς ἦταν ἱερά πρόσωπα». Συνέβη κάποτε νά φιλοξενοῦν ἀξιωματικούς τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ στό πάνω πάτωμα καί κάτω ἀντάρτες.  Ὁ π. Γεώργιος ὅλους τούς εὐεργετοῦσε ἀκόμη καί τόν ἀποστάτη συνεφημέριο του, πού τοῦ ἔστελνε τό μισθό του στό βουνό ὅπου κρυβόταν. Ἀλλά ὅπως συνέβη καί μέ τόν Κύριό μας συνεργείᾳ τοῦ Σατανᾶ, οἱ ἄθεοι φθόνησαν
καί μίσησαν τόν ἀγαθό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου.          
Ξαφνικά κάποιο θεϊκό σημάδι τάραξε τό χωριό τῆς Μεγάρχης.  Τήν παραμονή τοῦ Ευαγγελισμου 1947 οἱ καμπάνες καλοῦσαν τό λαό τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία τῆς ἀναλήψεως νά δοῦν ἕνα θαῦμα. Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας δάκρυζαν . Ἕνας εὐλαβής χριστιανός ὀνόματι Ξυδᾶς γύριζε στό χωριό καί ἔδειχνε τό μουσκεμένο μαντήλι μέ τό ὁποῖο σκούπιζε τίς δακρυσμένες εἰκόνες. Σημεῖο φοβερό πού προμήνυε τά πάθη καί τά μαρτύρια τοῦ ἱερέως πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ ἱερεύς Γεώργιος ἔνιωθε τή δοκιμασία νά πλησιάζει.  Στίς 27 Μαρτίου ἦταν ἡ τελευταία φορά πού συνέφαγε μέ τήν οἰκογένειά του, ἀλλά καί ἄλλους στενούς συγγενεῖς του δίνοντάς τους τίς τελευταῖες συμβουλές καί νουθεσίες, προπάντων γιά τήν ἀγάπη πού ἔπρεπε νά ἔχουν μεταξύ τους.  Τό βράδυ 27 πρός 28 Μαρτίου οἱ ἀντάρτες σάν ἄγρια θηρία ὅρμησαν νά συλλάβουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τούς ὑποδέχτηκε μέ καλοσύνη : «Ὁρίστε, ἐλᾶτε  παιδιά κοπιάστε, περάστε μέσα» . Πρός στιγμή τά χάνουν, ἀλλά στή συνέχει τόν συλλαμβάνουν μέ βρισιές καί βλαστήμιες. Τόν χώνουν στό σταῦλο καί ἀρχίζουν νά τόν δέρνουν και νά τόν βασανίζουν μέσα στό σκοτάδι .  Ματαια προσπαθοῦσε ἡ πρεσβυτέρα του νά τόν βοηθήσει.  Οἱ ἄθεοι ἅρπαξαν ὅλα τά ζῶα τῆς οἰκογένειας, ὅλα τά τροφιμα καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε κάποια ἀξία. Κάποιος ἀντάρτης ἔδεσε τόν ἱερέα πίσω ἀπό τό ἄλογό του καί τόν ἔσερνε ματωμένο καί ντυμένο μόνο μέ τή φανέλα καί τό σχισμένο παντελόνι του στούς τραχεῖς δρόμους τοῦ χωριοῦ.
Στή συνέχεια τόν πέρασαν ἀπό τά χωριά, Γοργογύριο, Τύρνα  Ξυλοπάρικο. Ἀπό τόν παπᾶ τοῦ Γοργογυρίου ἔχουμε τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱερομάρτυρος. Εἶπε στόν ἱερέα : « Ὅ,τι μοῦ ζητησαν τούς τό ἔδωσα...Τώρα ἀφοῦ πῆραν καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀπομείνει, πῆραν καί μένα. Τό μόνο κακό πού τούς ἔκανα ἦταν ὅτι δέν πήγαινα μαζί τους...Προσευχήσου καί σύ μαζί μου... νά εἶναι τό τέλος μου σύντομο, μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι ὄχι μέ βασανιστήρια».  Συμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία[1] πρόσθεσε : «Ὁ Θεός γνωρίζει τί θά ἀπογίνω.  Ἐάν διά τοῦ μαρτυρίου μέ καλεῖ πλησίον Του, ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά Του, τό θέλημά Του ἄς γίνει». Βλέποντας δέ τήν πρεσβυτέρα του ἀπό μακριά τῆς εἶπε : «Ἐδὼ εἶσαι καί σύ παπαδιά; Ἔλπιζε εἰς τόν Θεόν.  Ἐκεῖνος διευθύνει, ὑπομονή».
Τέλος ἔφθασαν στό κρησφύγετό τους, στό Νεραϊδοχώρι τῆς Πίνδου.  Ἐκεῖ ἀπό τίς 29 Μαρτίου  μέχρι τή Μεγάλη Παρασκευή 11 Ἀπριλίου 1947, δεκατρεῖς μέρες τόν βασάνιζαν. Κάποιες ἀντάρισσες τοῦ ἔλεγαν : «Γιατί δέν προσεύχεσαι στόν Χριστό νά ἔλθει νά σέ σώσει;»  Τέλος τοῦ εἶπαν : «Ἐσένα πού πιστεύεις στόν Χριστό θά σέ σταυρώσουμε σάν Ἐκεῖνον τήν ἴδια ἡμέρα».   Πρίν τόν σταυρώσουν, προσπάθησαν νά τοῦ δώσουν γάλα, ἀλλά ἐκεῖνος τέτοια μέρα τό ἀρνήθηκε. Ἔτσι τή Μ. Παρασκευή 11 Ἀπριλίου τόν σταύρωσαν σέ ἕνα ἔλατο πού εἶχε σχῆμα σταυροῦ. Τοῦ τρύπησαν μέ λόγχη τή δεξιά του πλευρά, ἄνοιξαν πληγές στό μέτωπο καί στό  κεφάλι του μέ περόνια ἤ σφαῖρες, τοῦ ἔβγαλαν μάτια. Ἐτσι παρέδωσε ὁ παπα-Γιώργης τήν ἁγία  του ψυχή στό Θεό. Τό Πάσχα ὁ παπα-Γιώργης πανηγύριζε στόν οὐρανό . Τό σῶμα του τό πέταξαν ἄταφο σέ μιά ρεματιά ὅπου ἔτρεχε ἕνα ρυάκι.  Ἕνας ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ βρῆκε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό τύλιξε σέ μιά κουβέρτα καθαρή καί τό μετέφεραν στό κοιμητήριο τοῦ Νεραϊδοχωρίου. Τό κατέβασαν στό τάφο μέ ἕνα πρόχειρο φέρετρο, ἀλλά πρίν τό σκεπάσουν μέ χῶμα κατέφθασαν συγγενεῖς του. Μέ δάκρυα τό παρέλαβαν καί τό μετέφεραν στά Τρίκαλα. Ἐκεῖ  ἔντυσαν μέ ροῦχα καί ράσα τό γυμνό μαρτυρικό του σῶμα. Ἀκολούθησε πόνος, θρῆνος.  Ἡπρεσβυτέρα ἀντίκρυσε μέ πόνο τόν παπᾶ της χωρίς μάτια μέ τρυπημένα χέρια καί πόδια γδαρμένα μέ κονσέρβες καί μέ τρύπες στό κεφάλι ἀπό τίς σφαῖρες. 
Στήν Επίσκεψη Τρικαλων ἀποτέθηκε τό Ἅγιο λείψανο.  Γιά δυό μέρες χιλιάδες λαός πέρασε νά τό προσκυνήσει. Ἀμέτρητος ὁ κόσμος στήν κηδεία.  Οἱ παπάδες σήκωσαν θριαμβευτικά, μέ ἐνθουσιασμό τό φέρετρο  καθώς μετέφεραν τόν νικητή τῆς ἀθεΐας, τῶν δαιμόνων καί τοῦ θανάτου.  Ἐναλλάξ τόν μετέφεραν μέχρι τό πρῶτο νεκροταφεῖο Τρικάλων. Ὁ μητροπολίτης Τρίκκης Χερουβείμ ξεκίνησε τόν ἐπικήδειο μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω».  Ἀργότερα στήν ἀναφορά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἔγραψε: «Δέν παραλείπομεν δέ νά γνωρίσωμεν τῇ Ἱ. Συνόδῳ ὅτι πρόκειται περί Ἱερέως ὅστις ἀπετέλει τό σέμνωμα τῆς ἱερωσύνης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, διότι οὐδεμιᾶς ἀρετῆς ἐστερεῖτο».  Ὅταν σήκωσαν τό φέρετρο μέ τό ἱερό λείψανο μιά ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τόσο ὅσους ἦσαν κοντά,  ἀλλά καί ὅσους ἀκολουθοῦσαν από μακριά. Ἡ ἴδια εὐωδία ἁπλώθηκε καί κατά τήν ἐκταφή τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου. Τότε οἱ παριστάμενοι ὅρμησαν νά πάρουν ὁτιδήποτε, σάν εὐλογία. Ἔστω ἕνα κομματάκι  ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἁγίου. 
Λυπούμεθα ἤ χαιρόμεθα ἀκούοντας τά μαρτύρια τοῦ ἁγ. Γεωργίου; Λυπούμεθα κατά τό ἀνθρώπινο γιά ὅσα ἔπαθε, ἀλλά ποιᾶς τιμῆς ἀξιώθηκε ἀλήθεια νά μιμηθεῖ τόν Χριστό μας, νά ὑπομείνει ὡς Ἐκεῖνος σταυρικό θάνατο, νά λογχευθεῖ στήν πλευρά του καί μάλιστα τήν ἴδια ἡμέρα τή Μ. Παρασκευή!   Τώρα συγχορεύει  μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς ἁγίους στεφανωμένος μέ ἄκτιστη δόξα κι ἐμεῖς τόν ἔχουμε μεσίτη στόν Χριστό μας.
Ἐδῶ χρειάζεται μιά σημαντική παρατήρηση. Δυστυχῶς ἔχει ἀργήσει ἡ ἁγιοκατάταξη τῶν νεομαρτύρων πού χάριν τῆς πίστεώς τους στόν Χριστό ἐμαρτύρησαν ἀπό τούς ἀθέους στήν πατρίδα μας. Στή Ρωσία τό 2000 ἔγινε ἁγιοκατάταξη μυριάδων παρομοίων νεομαρτύρων.  Πρέπει ἀπό τό φόβο ἀνακινήσεως παλαιῶν πολιτικῶν παθῶν νά ἀδρανήσουμε; Ἀλλά ἕως πότε θά παρατείνεται αὐτή ἡ ἐκκρεμότητα καί ἕως πότε θά στερούμεθα τό ζωντανό παράδειγμα, τήν ὁμολογία τους τή διήγηση τῶν μαρτυρίων τους καί τήν καταφυγή μας στίς πρεσβεῖες τους;[2]
Σήμερα ἡ τιμή τῶν νεομαρτύρων τῆς περιόδου τοῦ ἀδελφοκτόνου ἐμφυλίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά τονώσει τό εξασθενημένο ἀπό τόν ἀντίχριστο πόλεμο φρόνημά μας. Μᾶς ἀνοίγει πνευματικούς ὁρίζοντες γιά νά τρέξουμε κι ἐμεῖς ἐγκολπούμενοι τόν Τίμιο Σταυρό, νά ἀγωνισθοῦμε τόν καλόν ἀγῶνα. Μᾶς θυμίζει ὅτι πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὅλα. Νά δίνουμε μέ θάρρος τήν ὁμολογία μας στά ἀθεϊστικά περιβάλλοντά μας, νά προστατεύουμε μέ κάθε κίνδυνο τά παιδιά μας ἀπό τίς ἀθεϊστικές διδασκαλίες πού πλημμυρίζουν τό χῶρο τῆς παιδείας, ὅπως π.χ. εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, ἡ ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν,  ἡ προώθηση τῆς σεξουαλικῆς διαπαιδαγωγήσεως καί τῆς ὁμοφυλοφιλίας κλπ.
Γενναιότητα ἀπαιτεῖται, ὄχι ἐφησυχασμός.  Ὅπως ἐνίσχυσε τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα ὁ Χριστός στό μαρτύριό του ἔτσι και ἐμᾶς θά μᾶς ἐνισχύει ἄν Τόν πιστεύουμε, ἄν θεωροῦμε ὡς ἀνώτερο ὅλων τήν ἀγάπη πρός τόν Κύριο μας, τόν Παράδεισο, τήν αἰώνια ζωή, ἄν θέλουμε νά ἀκούσουμε τή γλυκειά φωνή τοῦ Χριστοῦ «εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».
Τελειώνοντας παραθέτουμε τά δύο Ἀπολυτίκια ἀπό τήν πλήρη Ἀσματική Ἀκολουθία, τήν ὁποία συνετάξαμε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου :
 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
ερέων τό κλέος καί μαρτύρων ἀγλάϊσμα καί τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τό τερπνό ἐγκαλλώπισμα, Γεώργιον ὑμνήσωμεν ὡδαῖς, τόν πίστει ὑπομείναντα σταυρόν, δι’ ἀγάπην τοῦ Δεσπότου καί πρός αὐτόν βοήσωμεν γηθόμενοι∙ Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ σέ προστάτην τῶν πιστῶν ταῖς σαῖς πρεσβείαις δείξαντι.
Ἕτερον
Ἦχος γ΄ Θείας πίστεως
Τῇ γενναίᾳ σου ὁμολογίᾳ καί τῷ αἵματι τοῦ μαρτυρίου, ἱεράν πορφυρίδα ἐνδέδυσαι, καί παρεστώς τῇ Τριάδι ὁλόφωτος ὑπέρ ἡμῶν ἱκετεύεις Γεώργιε, δοῦναι ἄφεσιν πταισμάτων ἡμῖν τοῖς μέλπουσι τά θεῖα καί σεπτά σου κατορθώματα.
Τά στοιχεῖα τοῦ Βίου καί τοῦ μαρτυρίου
τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα  πήραμε ἀπό τό ἐξαιρετικό βιβλίο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Λάμπρου  Φωτοπούλου « Ὁ  ἱερομάρτυς Γεώργιος Σκρέκας καί ἡ τιμία αὐτοῦ πρεσβυτέρα» Ἔκδοση τῆς ΕΝΩΜΕΝΗΣ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ, Θεσσαλονίκη 2016.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Όσιος Ρώμυλος και η Αυλώνα. Ιστορικά στοιχεία για την Αυλώνα στο βίο ενός Οσίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας - Oshënar Romili dhe Vlora- Fakte historike për Vlorën e 1371 në jetën e një Shenjtori të Kishës Orthodhokse.





Όσιος Ρώμυλος - Oshënar Romilos
Γιορτάζει στις 18 Σεπτεμβρίου - Festohet më 18 Shtator
Με την βοήθεια μιας ορθόδοξης φίλης μας, ενημερωθήκαμε για κάποια ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν στο βίου του Οσίου Ρωμύλου για την Αυλώνα. Εμείς τα παραθέτουμε παρακάτω θεωρώντας πάντα πως η ιστορική αλήθεια πρέπει να είναι στην διάθεση όλων. Φυσικά θα δείτε κάποια χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαμε να τα βρούμε και σήμερα στην περιοχή αυτή. Πιστεύουμε πως ο καθένας είναι ικανός να κρίνει μόνος του.  
Ο όσιος Ρωμύλος γεννήθηκε κατά το 1300 στην παραδουνάβια πόλι Βιδίνιο από ευσεβείς γονείς, πατέρα Έλληνα και μητέρα Βουλγάρα. Κατά το άγιο βάπτισμα ονομάσθηκε Ράϊκος. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε πόθο για μάθησι και οι διδάσκαλοί του, θαυμάζοντας την σοφία και την σύνεσί του, τον αποκαλούσαν «παιδαριογέροντα». Όταν ανδρώθηκε, για να αποφύγη τον γάμο που εσκέπτοντο οι γονείς του, έφυγε κρυφά σε μοναστήρι της επαρχίας του Τιρνόβου. Εκεί, μετά την κανονική δοκιμασία, εκάρη μικρόσχημος με το όνομα Ρωμανός και διακονούσε με πολλή ευλάβεια στον ναό ως εκκλησιαστικός.
Την ίδια εποχή ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης (βλ. 6 Απρ.) ανεχώρησε με τους μαθητάς του από το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Παρόρια (σημ. Στράντζα), στα βυζαντινοβουλγαρικά σύνορα. Όταν ο Ρωμανός άκουσε για τον διδάσκαλο αυτόν της νοεράς προσευχής και του ησυχαστικού βίου, ζήτησε ευλογία από τον ηγούμενο να τεθή υπό την καθοδήγησί του. Μαζί του πήρε και άλλον αδελφό, τον Ιλαρίωνα.
Ο όσιος Γρηγόριος τούς δέχθηκε με πολλή χαρά και, καθώς ο Ρωμανός ήταν δυνατός, με ισχυρή κράσι, του ανέθεσε τις βαρύτερες και κοπιαστικώτερες υπηρεσίες, τις οποίες εκτελούσε με απόλυτη υπακοή. Μετέφερε ξύλα και πέτρες από το όρος, νερό από το ποτάμι που έρρεε στους πρόποδες, και έφτιαχνε τον πηλό για τις οικοδομές. Παράλληλα διακονούσε στο μαγειρείο και στο ζυμωτήριο της μονής και είχε την φροντίδα των ασθενών αδελφών. Του ανατέθηκε επίσης η περιποίησις ενός ηλικιωμένου μοναχού, ασθενούς και θυμώδους, ο οποίος ένεκα των ασθενειών του έπρεπε να τρώγη μόνον φρέσκα ψάρια. Ο Ρωμανός υπηρετούσε τον σκληρό εκείνον γέροντα με θαυμαστή πραότητα και μακροθυμία και ψάρευε στο ποτάμι. Τον χειμώνα, που τα νερά ήσαν παγωμένα, έσπαζε τους πάγους και με τα πόδια γυμνά στο ψυχρότατο νερό ψάρευε με την απόχη. Με τον τρόπο αυτόν ο Ρωμανός γινόταν μάρτυς κατά προαίρεσιν, καθώς θυσίαζε την ζωή του κάθε στιγμή υπέρ της αγάπης του πλησίον.
Με τον θάνατο του ασθενούς γέροντος και του οσίου Γρηγορίου, ο Ρωμανός, τον οποίον όλοι αποκαλούσαν “καλορωμανό”, υποτάχθηκε μαζί με τον Ιλαρίωνα σε άλλον γέροντα. Οι λησταί όμως, που λεηλατούσαν τα μέρη εκείνα και κατατυραννούσαν τους μοναχούς, τους ανάγκασαν να αναχωρήσουν στην Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας, όπου σύντομα εκοιμήθη ο γέροντάς τους.
Έκτοτε ο Ρωμανός υποτάχθηκε στον Ιλαρίωνα, επειδή ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία. Όταν ο τσάρος των Βουλγάρων Ιωάννης Αλέξανδρος (1331-1371) κατεδίωξε τους ληστάς, επέστρεψαν στην ερημική ησυχία των Παρορίων, για να συνομιλούν με τον Θεό διά της νοεράς προσευχής. Με τις αρετές, οι οποίες τού είχαν γίνει δευτέρα φύσις, και την αδιάλειπτη ευχή ο Ρωμανός αξιώθηκε να λάβη από τον Θεό πολλά χαρίσματα, ιδιαίτερα το χάρισμα των αειρόων δακρύων.
Αργότερα με την ευλογία του Ιλαρίωνος αποσύρθηκε σε τέλεια μόνωσι, για να εντρυφά απερίσπαστος στις θείες θεωρίες. Αφού έζησε πολλά χρόνια κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκάρη μεγαλόσχημος με το όνομα Ρωμύλος. Οι Τούρκοι όμως σε επιδρομές τους κατέστρεψαν το μοναστήρι, και ο όσιος Ρωμύλος με τον μαθητή του Γρηγόριο κατέφυγαν στο Άγιον Όρος, όπου εγκαταστάθηκαν στα Μελανά, κοντά στην Μεγίστη Λαύρα. Οι αγιορείτες μοναχοί σύντομα ανεγνώρισαν τις αρετές του και τον επεσκέπτοντο χάριν ψυχικής ωφελείας. Διέκοπταν όμως την αγαπημένη του ησυχία, και αναγκάσθηκε να αναχωρήση σε απομονωμένο κελλί, στους πρόποδες του Άθωνος.
Την εποχή αυτή, μετά την ήττα του σερβοβουλγαρικού στρατού του Ιωάννη Ούγγλεση από τους Οθωμανούς και τον θάνατο του ίδιου στην μάχη του Έβρου (Μαρίτσα, 1371), ακολούθησε η εισβολή των ατάκτων οθωμανικών στρατευμάτων στην Θράκη και την Μακεδονία. Τότε πολλοί μοναχοί, φοβούμενοι την γενική ανασφάλεια των καιρών, έφυγαν από το Άγιον Όρος. Παρακινούμενος και ο όσιος Ρωμύλος ανεχώρησε στην Αυλώνα της Αλβανίας.. ……………………………….
Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός και εκινήθη ο υπό των Τούρκων κατά Βουλγάρων και Σέρβων πόλεμος, οπότε και ο χριστιανικώτατος εκείνος Ουγκλέσης εφονεύθη διό και πολλοί Μοναχοί του Αγίου Όρους και μάλιστα οι εκτός των Μανών ευρισκόμενοι, φοβηθέντες την σύγχυσιν, ανωμαλίαν και ακταστασίαν των πραγμάτων, ανεχώρησαν εκείθεν κατευθυνθέντες εις διάφορα μέρη. Τότε και ο Όσιος Ρώμυλος, παρακινηθείς υπ’ εκείνων, ανεχώρησεν εκ του Αγίου Όρους μεταβάς εις έτερον τόπον, Αυλώνα καλούμενον (ίσως την εν Αλανία κειμένην), ένθα εύρε λαόν αμαθή, απαίδευτον, βάρβαρον, και εις φόνους και ληστείας συνειθισμένον, πολλούς δε και εις την Ορθόδοξον και αληθή πίστιν σφάλλοντας. Οι τοπάρχαι και άρχοντες του τόπου εκείνου πολλάς αδικίας και φόνους ανθρώπων αθώων εποιούν, οι Μοναχοί εις πλάνας, μνησικακίας και πολλά άλλα πάθη ήσαν βεβυθισμένοι και πλείστοι Ιερείς αναξίως ιερουργούντες. Τούτους δε πάντας δια του κεχαριτωμένου αυτού λόγου εις ενότητα της αληθούς πίστεως και της υγιούς εν Χριστώ αναστροφής συνεκάλεσεν, ώστε πάντες μικροί τε και μεγάλοι να λέγουν «Δόξα σοι ο Θεός, ο εξαποστείλας, εις ημάς τον φωστήρα σου τούτον, όστις εκ του σκότους εις το φως συνήγαγε». Και παντώς δια τούτο απέστιελεν αυτόν εκεί ο Κύριος, ινά πολλάς ψυχάς διορθώση.
.................................................................
Ποθώντας όμως την ησυχία, απομακρύνθηκε στην μονή της Θεοτόκου, στην Ραβάνιτσα της Σερβίας. Ο τόπος αυτός υπήρξε η τελευταία επίγεια διαμονή του, διότι ύστερα από λίγο καιρό απήλθε προς Κύριον. Ο τάφος, στον οποίον οι μαθηταί του ενεταφίασαν το πολύαθλο σώμα του, αναδίδει άρρητη ευωδία· επιτελούνται δέ συνεχώς πολλά θαύματα και ιάσεις στους προσερχομένους με πίστι.

Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μήνας Σεπτέμβριος, σελίδα 438.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ την αγαπητή εν Χριστό αδελφή μας εξ Ελλάδος που μας έστειλε τα στοιχεία αυτά.
Në saj të ndihmës së një mikeshe orthodhokse të faqes sonë, u informuam për disa të dhëna historike që përmenden në jetën e Oshënar Romilit për Vlorën (Avlonën). Ne do ti rënditim më poshtë duke e konsideruar si domsdoshmëri faktin që e vërteta historike duhet të jetë në dispozicion të të gjithëve. Natyrisht do të shikoni disa karakteristika  të cilat do të mund ti gjejmë dhe sot në atë zonë. Besojmë se secili është i aftë që të gjykojë vetë.


Oshënar Romili u lind më 1300 në qytetin Vidino pranë brigjeve të Danubit nga prindër besimtarë, i ati ishte Grek dhe e ëma Bullgare. Në pagëzim mori emrin Raikos. Nga mosha e tij fëmijnore tregonte pasion për të mësuar nga mësuesit e tij, duke u mrekulluar nga mençuria dhe urtësia e tij e quanin “fëmijë i moçëm”. Kur u burrërua, që të shmangte martesën që mendonin prindërit e tij, u largua fshehur në një monastir të zonës së Tirnovës. Atje, pas një prove të rregullt, u qeth  murg (mikroskimos) me emërin Romanos dhe shërbente me shumë besim në kishë .



Në të njejtën kohë Shën Grigor Sinaiti, u largua bashkë me nxënësit e tij nga Mali i Shenjtë dhe u vendos në Paroria (Stranxa e sotme), në kufirin bullgaro-bizantin. Kur Romanoja dëgjoi për këtë mësues të lutjes mendore dhe të jetë isikastike, kërkoi bekimin nga igumeni që të vendosej nën udhëzimin e tij. Me vete mori dhe vëllain tjetër Hilarionin.


Oshënar Grigori, i pranoi me shumë gëzim dhe pasi Romanoi ishte i fortë, dhe trup i lidhur, i ngarkoi punët më të rënda dhe të lodhëshme, të cilat i kryente me një bindje të plotë. Mbarte dru dhe gurë nga mali, ujë nga lume që rridhte në këmbët, dhe bënte baltë për ndërtesat. Paralelisht shërbente në mencë dhe në vendin e brumosjes së manastirit dhe kishte përkujdesjen e vëllezërve të sëmurë. Ju ngarkua gjithashtu përkujdesja e një murgu të plakur, të sëmurë dhe të grindur, i cili për shkak të sëmundjes duhet të hante vetëm peshk të freskët. Romanoi i shërbente këtij jerondi të ashpër me një urtësi dhe durim të çuditshëm dhe peshkonte në lumë. Në dimër që ujërat ishin të ngrira, thyente akullin dhe me këmbët e zhveshura në ujën e ftohtë peshkonte. Në këtë mënyrë Romanoi u bë martir me dëshirë pasi sakrifikonte jetën e tij në çdo çast për dashurinë ndaj të afërmit.


Me vdekjen e  jerondit të sëmurë dhe të oshënar Grigorit, Romanoi, të cilin të gjithë e quanin “romanoi i mirë”, kaluan së bashku me Hilarionin nën drejtimin e një Jerondi tjetër. Por hajdutët që plaçkitnin ato vende dhe stërmundonin murgjit, i detyruan që të ikin në Stara Zagora të Bullgarisë, ku shumë shpejt fjeti jerondi i tyre.

Që prej atëhere Romanoi ishte nën Hilarionin, mqs ishte më i madh në moshë. Kur Cari i Bullgarisë Joani Aleksandër (1331-1371) përndoqi hajdutët u kthyen në qetësinë heremite që të bashkëbisedonin me Zotin nëpërmjet lutjes mendore (zemërore).



Me virtytet të cilat i ishin bërë natyra e tij e dytë  dhe lutjen e tij të vazhdueshme, Romanoi u denjësua, që të merrte nga Zoti shumë dhurata, në veçanti dhuntinë e lotëve të vazhdueshme.

Më vonë me bekimin e Hilarionit, u tërhoq në izolimin absolut, që të thellohej i  përqëndruar tek vizionet hyjnore.
Pasi jetoi shumë vjet me këtë mënyrë , u qeth murg (megaloskim)  me emërin Romil. Por Turqit me sulmet e tyre shkatërruan manastirin, dhe oshënar Romili me nxënësin e tij Grigori shkuan  në Malin e Shenjtë, ku dhe u vendosën në Melana, pranë Lavrës së Madhe. Murgjit agjioritë shpejt dalluan virtytet e tij dhe e vizitonin për hir të përfitimit shpirtëror. Por ndërprisnin qetësinë e tij të dshuri dhe u detyrua që të shkojë në një qeli (dhomë murgërore)  në këmbët e Athonos.

Gjatë kësaj kohe, pas mundjes së ushtrisë serbo-bullgare të Joan Uglesit nga Osmanët dhe vdekjen e tij në betejën e Evros, (Maritsa 1371), erdhi dhe depërtimi i forcave të armatosura turke në Thrakë dhe Maqedoni. Atëhere shumë murgj, të frikësuar nga pasiguria e kohëve, u larguan nga Mali i Shenjtë. Në këtë mënyrë dhe oshënar Romili  u nis për në Vlorë të Shqipërisë.

Ja se çfarë shkruan biografii tij për këto çaste:

Por nuk kaloi shumë kohë dhe filloi një luftë nga Turqit kundër Bullgarëve dhe Serbëve, kështu që dhe vetë ai besimtari i madh i krishter Uglesi u vra, kështu shumë murgjër nga Mali i Shenjtë dhe ata që ishin janë manastirëve, duke u frikësuar nga rrëmuja, çrregullimi dhe destabiliteti i gjërave, u larguan prej atje duke u drejtuar në vende të ndryshme. Kështu dhe Oshënar Romili, duke u shtyrë prej tyre, u largua nga Mali i Shenjtë dhe u transferua në një vend tjetër, i quajtur Avlona/Vlora ku gjeti një popull të pa shkolluar, të pa edukuar, barbar, dhe në vrasje dhe në vjedhje i mësuar, shumë prej tyre bënin gabim dhe në lidhje me besimin e vërtetë Orthodhoks. Udhëheqësit lokalë dhe fisnikët e vendit  kryenin shumë padrejtësi dhe vrasje të njerëzve të pafajshëm, Murgjit jetonin në mashtrim, me urrejtje me njëri tjetrin dhe të zhytur në shumë pasione dhe shumicën e klerikëve që kryenin padenjësisht misteret. Këta të gjithë nëpërmjet fjalës së tij të ëmbël i thirri dhe mblodhi nën unitetin e besimit të vërtetë dhe të shëndetshëm më Krishtin në mënyrë të tillë që të vegjël dhe të mëdhenj të thoshin “Lavdi më ty o Zot që na dërgove këtë të ndriçuarin tënd, i cili nga errësira na nxorri në dritë”. Dhe mbi të gjitha për këtë e dërgoi atë, atje Zoti, që të korrigjonte shumë shpirtra.

..............



Duke kërkuar si gjithmonë qetësinë u largua nga manastiri i Hyjlindëses, në Ravanicë të Serbisë. Ky vend ishte dhe vendi i fundit që banoi sepse pas pak u largua drejt Zotit. Tek varreza e tij ku nxënësit e vendosën trupin e tij të stërçmuar, kundërmon aromë të paprëshkrueshme, kryhen vazhdimisht shumë mrekulli dhe shërime tek ata që afrohen me besim.

Bibliografia: Sinaksari* i Madh i Kishës Orthodhokse, Muaji Shtator fq 483.


*Libër Liturgjik i Kishës Orthdohokse i cilin përshkruan jetën (shkurtimisht ose me hollësi) të shenjtorëve të dhe martirëve të saj. Me fjalë të tjera, libër historik me biografinë e Shënjtorëve të saj.
Koment: Me pak fjalë kontrolloni datat që të shikoni se sa vite më parë mbiztoronte orthodhoksia në zonën e Vlorës ku sot shumë pseudohistorianë dhe politikanë të paedukuar duan të krijonë një histori të gënjeshtër dhe të shtrembër.
Fakte të tjera historike do të shtohen në faqen tonë shumë shpejt që do të bëjnë këdo të filloj të mendojë se historia që deri më sot ka mësuar ka shumë shtrembërime.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Γνωρίστε τον άγιο Νεκτάριο στα παιδιά σας

Ο άγιος Νεκτάριος ήταν Επίσκοπος (δεσπότης) Πενταπόλεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας

(Η ζωή του αγίου Νεκταρίου είναι γεμάτη θαυμαστά γεγονότα. Αναζητείστε την πλήρη βιογραφία του [μια ωραία λογοτεχνική παρουσίαση είναι το βιβλίο: Ο άγιος του αιώνα μας, του Σώτου Χοντροπούλου]. Τα θαύματά του πιάνουν βιβλία ολόκληρα. Εδώ μερικά ψίχουλα μόνο για δείγμα και κέντρισμα)

[1]
Κάποτε και ενώ ο Άγιος ήταν ακόμα Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ένας δεκαοκτάχρονος μαθητής του, ο Νικόλας, είχε αρρωστήσει βαριά με ανίατη για την εποχή εκείνη ασθένεια.
- Βλέπετε, Σεβασμιώτατε, έλεγε στον Άγιο ο μαθητής του, το σχέδιο του Θεού είναι να πεθάνω!
Το βράδυ ο Άγιος λειτούργησε, προσευχήθηκε, έκανε αγρυπνία, παρακάλεσε τον Θεό, την Παναγία...
Την άλλη μέρα το μεσημέρι στο τραπέζι ανακοίνωσε στους μαθητές της Σχολής:
- Ο Νικόλας θα γίνει καλά!
Το βράδυ η Παναγία είχε παρουσιαστεί στον ύπνο του Αγίου και του είχε αναγγείλει τη θεραπεία του παιδιού.
Πράγματι, από το βράδυ κιόλας της ίδιας ημέρας, παρόλο που οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής στο νεαρό μαθητή του Αγίου, αυτός άρχισε να γίνεται καλύτερα και σε λίγα χρόνια μάλιστα, έλαβε το αξίωμα της Ιερωσύνης από τα ίδια τα χέρια του Αγίου.

[2]
Ο Δεσπότης (ο άγιος Νεκτάριος) ήταν άγιος από ζωντανός. Ένα πρωί, ήρθε μια πλουσιότατη οικογένεια από τις Κυκλάδες. Οι γονιοί κι ένα κορίτσι. Τη μικρή την είχαν πάει στην Αγγλία. Την εξέτασαν οι γιατροί και είπαν ότι άμα γίνει δεκατριών χρονών θα πεθάνει. Το λοιπόν, ξαναπήγαν το παιδί στην Αγγλία, για δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν και πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε η μάνα του παιδιού είδε στον ύπνο της το Δεσπότη τον Άγιο Νεκτάριο. Της είπε:
- Παντού το πήγατε το παιδί, παντού το γυρίσατε. Φέρτε το και στο σπίτι μου, στην Αίγινα. Με λένε Νεκτάριο. Μην το ταλαιπωρείτε. Αυτό είναι όπως το γέννησες, ολόκαλο!...
Γι αυτό ήρθαν στην Αίγινα. Τους πήγα στο μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία και κοινωνήσανε από το Δεσπότη (δηλ. από τον άγιο Νεκτάριο) . Εκείνος το σταύρωσε και τους είπε ότι ο Θεός θα το κάνει καλά. Φύγανε οι άνθρωποι. Ύστερα από λίγο καιρό, νά σου κι ήρθανε πάλι. Το κορίτσι τους ήταν πεντάγερο. Με βρήκανε στην αγορά και σαλτάραν (ανέβηκαν) πάνω στην καρότσα να τους πάω στο μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε και γελούσανε μαζί, απ’ τη χαρά τους. Ο Δεσπότης το θεράπευσε το παιδί.

[3]
 (Από διήγηση αυτόπτη μάρτυρα)
Αμέτρητα θαύματα γίνονταν από τότε (όταν ζούσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, άρρωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυο. Τα μαθαίναμε όλοι οι Αιγινήτες και σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο που τον έβλεπες, αισθανόσουνα πως ήταν θαυματουργός. Γαλήνια η μορφή του. Πράος, γλυκός. Άνθρωπος με πνεύμα Θεού.
...Τρέχω κάποτε στο κελί του Αγίου. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία του, βλέπω την εσωτερική πόρτα ανοιχτή. Αυτό που αντίκρυσα στη συνέχεια - όπως θα καταλάβετε με άφησε άναυδη. Με γέμισε θαυμασμό. Ο Άγιος δεν πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον αέρα, δύο σπιθαμές πάνω από το έδαφος! Τα χέρια του ήσαν υψωμένα προς το εικονοστάσιο του, στην Παναγία και προσευχόταν. Το πρόσωπό του είχε υποστεί μιαν αλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αυτό το θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...

[4]
...Όταν γύρισα το 1920 από τη Μικρασιατική οπισθοχώρηση, έμαθα πως λίγες ημέρες πριν, μια φτωχειά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο μοναστήρι. Μόλις την είδε ο Άγιος, έβγαλε τις παντόφλες του και τις έδωσε. Ύστερα από λίγο, πήγε μα άλλη φτωχειά που πείναγε. Λέει τότε ο Άγιος στις Γερόντισσες:
- Δώστε της να φάει.
- Δεν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, εκτός από λιγοστό ψωμάκι.
- Να το δώσετε αμέσως, τους είπε ... κι έχει ο Θεός!...
Το άλλο πρωί, νά ’σου ένας πλούσιος με δύο γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, αλεύρι. Δωρεά στη μονή. Το ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ο Άγιος εκείνη τη στιγμή και λέει με σημασία στην ηγουμένη:
-Γερόντισσα, έχει ο Θεός!... Κι έκανε το σταυρό του.

[5]
... Άλλη μια φορά, πήγανε χωρικοί από τον Κοντό και του είπαν ότι με την ανομβρία θα πάθουνε πολλές ζημιές. Ο Άγιος έκανε δέηση και άρχισε αμέσως δυνατή βροχή! Τα θυμάμαι πολύ καλά.
Τι ευλογία, γιαγιά, να ζήσει στο νησί σας ο Άγιος Νεκτάριος!...

[6]
(Διηγείται κάποιος στρατιώτης του 1940)
«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς - πού βρέθηκε; - και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ΄ έριξε στο χώμα, σε κατεύθυνση αντίθετη από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα.
Όταν γύρισα στο Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μου ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του αγίου Νεκταρίου.
- Αυτός είναι! φώναξα ανατριχιασμένος. Γι’ αυτό έρχομαι στο μοναστήρι. Ήθελα κι εγώ κάτι να προσφέρω στο μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Θα τα κάνω καινούργια απ' την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν.
- Ήρθατε για τα κεραμίδια; με ρώτησαν!
Τα ’χασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανένα. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: « Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (δηλ. ο άγιος Νεκτάριος) και μας το είπε!...
Αυτά μου διηγήθηκε το παλικάρι. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω μέσα στην αυλή την κρεβατίνα με το γιασεμί. Η Γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε:
- Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!
Από τότε πίστεψα πιο δυνατά στη χάρη του.

[7]
 (Από τον καιρό της κατοχής)
…Άκου δω. Παντού γίνανε του κόσμου τα εγκλήματα. Κάψανε (οι Γερμανοί) τα Καλάβρυτα, κάψαν τα χωριά όλα. Εδώ, δεν ράγισε ούτε πέτρα. Δεν άνοιξε μύτη. Για τη χάρη του Αγίου. Μιλώ για την Κατοχή. Ο γερμανός διοικητής Αθηνών, έλεγε ότι άμα περνάγανε τ΄ αεροπλάνα τους και πήγαιναν στην Κρήτη, δεν βλέπανε την Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν, ούτε τίποτα. Κι όμως! Αίγινα πουθενά. Τη σκέπαζε ο Άγιος. Από τον καιρό που ήρθε ο Άγιος στον τόπο μας, πάμε από το καλό στο καλύτερο…

[8]
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης τη μακαρία ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού, τον οποίο αγάπησε από τη νεότητά του και τον εδόξασε σε όλη του τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευωδιαστό μύρον ανάβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο μοναστηράκι του, εψάλη με μεγάλο πλήθος κλήρου και λαού η εξόδιος ακολουθία και ετάφη.
Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρος στην πάνσεπτη εικόνα του.
Καθημερινά περνούν από κει πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερά αφήνουν τους στεναγμούς της καρδιάς τους, σαν μια θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο. Και κείνος φαίνεται να τους ακούει  Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικά και σωματικά, αλλά ενισχυόταν πάντα από την αδιάκοπη επαφή του με τον Θεό.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημη αναγνώριση του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

[9]
Και μια ιστορία για τους γονείς, για να προσέχουμε να μη φωνάζουμε πολύ τα παιδιά μας, να μην τα βρίζουμε και ιδίως ποτέ να μην τα καταριούμαστε.
(Από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ» του Σώτου Χονδρόπουλου)
O υμνογράφος σε κάποιο από τα απολυτίκια της ακο­λουθίας έγραψε: «Δόξα τω εν εσχάτοις τοις καιροίς λαμπρώς σε αγιάσαντα».
Πραγματικά από το πρώτο εκείνο σημάδι της φανέλλας με τον παράλυτο στο Αρεταίειο o Θεός παραχώρησε στο λαό μια αδιάκοπη θαυματουργική παρουσία τού διαλεκτού Του κληρικού, του πάλαι ποτέ Πενταπόλεως (σημ. Αμέσως με την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου, βγάζοντας τη φανέλλα του οι συνοδοί του για να τον ντύσουν για την εξόδιο ακολουθία, την ακούμπησαν απρόσεκτα στο διπλανό κρεβάτι, όπου ήταν ένας παράλυτος. Με το που ακούμπησε πάνω του η φανέλλα του Αγίου, ο άρρωστος σηκώθηκε αμέσως υγιής). Παραχώρησε έναν ευλογημένο και καλόβολο νεοφανή μεσίτη, έναν συμ­παραστάτη παρηγορητή, έναν θεραπευτή στις ανίατες αρ­ρώστιες.
Πολλοί από τους ορθόδοξους Έλληνες, που θανατοκρύωναν και πονούσαν με φρικτούς πόνους κι έπασχαν απελπισμένοι από ανίατες αρρώστιες, όπου κι αν βρίσκονταν, σε οποιαδήποτε ακροτοπιά της γης, σε ώρες «έσχατης απελπισίας», έβλεπαν ολοζώντανο ένα γέροντα καλόγερο με σκούφο να τους χαμογελά απαλά, να τους παρηγορεί και να τους βεβαιώνει ότι θα γίνονταν πάλι καλά, ότι o Θεός δεν θα τους εγκατέλειπε, παρά να ’χουν πίστη και υπομονή.
- Ποιος είσαι του λόγου σου, Παππούλη; αναρωτούσαν μέσα σε έκσταση.
- Είμαι o πρώην Πενταπόλεως, o Νεκτάριος της Αιγίνης, αποκρινόταν και χανόταν.
Δεν χρειάζεται ν' αναφέρουμε πρόσωπα και πράγματα και ειδικές «επιμέρους» περιπτώσεις.
Έχουν άλλωστε γραφτεί ολόκληρα βιβλία για τα σημεία και τα θαύματα, πολύ περισσότερο για την απελευθέρωση δαιμονισμένων. Έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται εφόσον συνεχίζον­ται οι καταπληκτικές τούτες ευεργεσίες.
Αξίζει όμως ν' αφηγηθούμε με κάποια συντομία εδώ την ιστορία μιας δαιμονισμένης κοπέλλας από τον Πειραιά, της Αικατερίνης Κράκαρη, που υπόφερε χρόνια και χρόνια από το φοβερό δαιμόνιο κι έγινε κατόπι καλόγρια στα 1917 και ονομάστηκε Παρθενία έξω από το μοναστήρι της Αίγινας, χωρίς τότε να γιατρευτεί. Αυτή επισκέφτηκε με τα ράσα τον άγιο γέροντα στα 1919, ένα χρόνο προτού κοιμηθεί, κι όταν της διάβασε την ευχή, ταράχτηκε η ψυχή του.
- Την βασανίζει ένα από τα πιο φοβερά δαιμόνια... πρόφεραν τότε τα χείλη του.
Σχεδόν πολλοί από τους επιζώντες παλιοί Πειραιώτες, σίγουρα θα θυμούνται τον επιστάτη στο Γυμνάσιο της πλατείας, τον Μάρκο Κράκαρη, που κατοικούσε δωρεάν σε κάτι επί τούτου εκεί καμαράκια. Είχε λοιπόν αυτός μια θυγατέρα σαν το κρύο νερό που την έλεγαν Κατερίνα. Από μικρή, όσοι την έβλεπαν, προφήτευαν ότι σαν μεγαλώσει θα κάψει καρδιές, θα γίνει μεγάλη και τρανή, γυναίκα άρχοντα, τέτοια ήταν η δύναμη της ομορφιάς της. Αλλά o πατέρας της o επιστάτης ήταν λιγάκι απρόσεκτος στη ζωή του, ήταν βλάστημος, βλαστημούσε και τα Θεία και σε μια ώρα οργής, που έστειλε στο δαίμονα την κόρη του, ευθύς αυτή άλλαξε όψη, μελάνιασε, μούγκρισε σα μοσχάρι, έπεσε χάμου και χτυπιόταν. Από τότε έγινε αιχμάλωτη ενός αμείλικτου και φοβερού δαιμόνιου.
- Τρία είμαστε, ομολόγησε αυτό το ίδιο το δαιμόνιο μια μέρα σ' ένα σεβάσμιο γέροντα εξομολόγο, που διάβαζε τους εξορκισμούς. Το ένα είναι μακριά στην Κίνα, το άλλο πιλατεύει τη Ρωσία και το τρίτο σου κουβεντιάζει...
Φόβος, τρόμος και καημός έπεσε στο φτωχόσπιτο τού Πειραιά. Τρεις χειροδύναμοι άνδρες και o πατέρας δεν κατάφερναν να φέρουν σε λογαριασμό αυτή τη δεκαεξάχρονη τότε κοπέλλα, όταν την έπιανε η μανία της καταστροφής. Χρειαζόταν να τη δένουν σφιχτά, να την επιτηρούν, να μη φεύγουν λεπτό από σιμά της.
Και προτού γίνει καλόγρια, όλο την έταζαν στο Θεό, όλο την έτρεχαν σε κατανυκτικές ολονυκτίες. Το γκρεμισμένο πια εκκλησάκι της παλιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι της Αθήνας, o άγιος Ελισαίος, όπου λειτουργούσε ένας άλλος κληρικός του Θεού, o παπα-Νικόλας o Πλανάς (σήμερα επί­σημα αναγνωρισμένος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας) κι έψελναν οι δυο ταπεινοί και συνάμα μεγάλοι κολλυβάδες, o Μωραϊτίδης κι o Παπαδιαμάντης, άπειρες φορές φιλοξενούσε την παρουσία της, άκουγε τις φοβερές βλα-στήμιες που τόξευε από το στόμα της το φοβερό τριμέτωπο δαιμόνιο. Άλλοτε γρύλιζε σα γουρούνι, άλλοτε γκάριζε σα γάιδαρος και μόνο στην ιερή ώρα της «μετουσιώσεως των Θείων Δώρων» λούφαζε και χανόταν.
Στις τόσες και τόσες τυραγνίες που κατά καιρούς υπόφερε η ίδια και οι δικοί της ήρθε και κάποιος Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο, επαγγελματίας κληρικός, που λειτουργούσε μηχανικά κι εκτελούσε δίχως πίστη, κατανόηση, δίχως συντριβή την φοβερή αναίμακτο Θυσία. Απομακρυσμένος από την Άγια χάρη, ζώντας μέσα στον παροδικό και πλάνο κόσμο και τη λάμψη του, νόμιζε πως η πίστη στο Χριστό Σωτήρα ήταν μια πίστη σε συμβολική θρησκεία σαν όλες τις ανθρώπινες θρησκείες. Κι έτσι ακολουθούσε την αποστολή του σαν υπάλληλος ενός οργανισμού. Όπου σαν βρέθηκε για υποθέσεις του στην Αθήνα κι άκουσε να λένε για την κοπέλλα του Πειραιά και για τις μαντείες που τόξευε κάπου-κάπου το δαιμόνιο, χαμογέλασε επιτιμητικά.
- Δεν κυκλοφορούν δαιμόνια σήμερα, δήλωσε. Η κοπέλλα φαίνεται πάσχει από σχιζοφρένεια.
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι απομακρύνονται από το Θεό, αρνούνται και το διάβολο, δεν πιστεύουν εύκολα στην ύπαρξή του.
- Το και το, επέμεναν μερικοί γνωστοί και φίλοι του. Όπου ένα δειλινό κατέβηκε o καλός σου στον Πειραιά, κατέβηκε με τα φρεσκοσιδερωμένα του ράσα, ροδοκόκκινος, καταγεμάτος υγεία, πήρε αμάξι κι έφτασε καταμπροστά στο Γυμνάσιο της πλατείας.
Στο μεταξύ κι ώσπου να φθάσει ίσαμε την εξώθυρά τους, η δαιμονόπληκτη Κατερίνα, περιορισμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, πληροφορούσε με χλευαστική διάθεση την πορεία του, την από στιγμή σε στιγμή άφιξη του.
- Χμ, το πουλάκι μου, ανάκραζε κάθε τόσο. Έρχεται o Αλεξανδρινός ρασοφόρος. Τώρα βρίσκεται στην Ομόνοια... τώρα βγάζει εισιτήριο στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο... τώρα φτάνει κορδωμένος στην πρώτη θέση, στο Φάληρο... Να τον, το πουλάκι μου, σηκώθηκε, βγαίνει με τον κόσμο έξω στην πλατεία. Για ιδές τον, ψάχνει για αμάξι... Μωρέ γλέντι που έχω να κάνω!.. Θα σου τον συγυρίσω μια χαρά...
Οι δικοί της που γνώριζαν τη μαντική δύναμη του δαιμόνιου, κατάλαβαν ότι κάποιος επρόκειτο να τους επισκεφθεί.· Έφτασε λοιπόν, ζήτησε τον πατέρα της άρρωστης, είπε τ' όνομά του, τον τίτλο του, το σκοπό του. Τον δέχτηκαν ευθύς αμέσως. Σαν κληρικό σταυροφόρο, ευχαρίστως τον οδήγησαν εκεί που την είχαν περιορισμένη.
Η κοπέλλα στην αρχή βλοσυρή, με αινιγματικό ύφος, ύστερα πιο μαλακωμένη, τον έβλεπε και σώπαινε. Πιο έπειτα χασκογελούσε. Σε λίγο έπιασε να τον κοροϊδεύει.
- Παπαδάκο μου, τι όμορφος και τσαχπίνης που δείχνεις...
Την παρατηρούσε, την περιεργαζόταν «αφ' υψηλού», υπερβέβαιος για το αλάνθαστο της σκέψης του. Έ, βλέπεις, σήμερα η επιστήμη...
- Περίεργο, φαίνεται εντελώς καλά... ψιθύρισαν τα χείλη του. Φυσικά, όταν έρχεται η κρίσις...
Ξάφνου ζύγωσε κοντά του, άπλωσε το χέρι της με οικειότητα στο στήθος του κι έβγαλε από το κρυφό τσεπάκι το ρολόι του.
- Το νου σας, πάτερ, φώναξε η μητέρα της. Θα σάς το σπάσει...
- Μπα, πως θα το σπάσει.. Έτσι δα σπάζουν το ατσάλι;
Δεν πρόφτασε ν' αποτελειώσει τη φράση του κι ακούστηκε ένα «κρακ» και το ρολόι έγινε τέσσαρα κομμάτια. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Μα στο μεταξύ τα χέρια της άρρωστης γυρόφερναν το λαιμό του, έσφιγγαν την αλυσίδα από κάποιον χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του και τα χείλη της σα να πετούσαν φλόγες. Έλεγε φοβερά κι ανομολόγητα:
- Βρε παλιάνθρωπε, ρυπαρέ, σκουλήκι, εσύ δεν είσαι που δεν άφησες απείραχτη γυναίκα, απείραχτο κορίτσι στην Αλεξάνδρεια; Τολμάς να υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχω; Θα αραδιάσω όλα τα ωραία που έπραξες σαν ρασοφόρος θεομπαίχτης... Δεν έκανες την τάδε ημερομηνία εκείνο, ...δεν σκάρωσες κάπου στο Κάφρ-Ζαγιάτ το άλλο...
O Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο δεν άντεξε. Σωριάστηκε σύγκορμος χάμου. Έτρεξαν, φώναξαν, κάλεσαν βοήθεια και τον πήραν σηκωτό από την καμαρούλα, ενώ η άρρωστη συνέχισε να λέει, να λέει...
Και κάθε τόσο μούγκριζε σα θηρίο του δρυμού.
Στο μεταξύ μεσολάβησε η προχείρισή της σε μοναχή και η επίσκεψή της στα 1919 στην Αίγινα, ζώντος τού Αγίου. Το δαιμόνιο έδειχνε πως την είχε αφήσει, λούφαζε μέσα της κι αποκοιμόταν. Μα κει που ήταν έτοιμοι να χαρούν να πανηγυρίσουν, να σου και πάλι φανερωνόταν ύπουλο και δόλιο.
Τέλος κάποια μέρα, σε κάποια κατανυκτική ολονυκτία που την έφεραν με συνοδεία και παρακάλεσαν από τα φυλλοκάρδια τους να τους λυπηθεί o Θεός και να την ελευθερώσει η να την ξεσηκώσει, να την πάρει, να γλιτώσουν φτωχοί βιοπαλαιστές από τέτοια δοκιμασία, άνοιξε ξαφνικά το στόμα της και πέταξε κάτι το σημαδιακό αλλά δυσνόητο.
- Άδικα με κουκουλώνετε με ράσα και με κουβαλάτε στις εκκλησίες. Τίποτα δεν κάνετε. Είμαι πολύ δυνατός, κανείς δεν μπορεί απ' αυτούς να με βγάλει... Ένας μόνο μπορεί να με βγάλει ο νυχάς.
Κατάπληξη και σιγή απλώθηκε τριγύρω.
- Ποιος να ταν άραγε αυτός o νυχάς, ποιόν εννοούσε τάχα; αναρωτήθηκαν οι συγγενείς και φίλοι. Χμ, μυστήριο...
Τέλος, όταν κοιμήθηκε o γέροντας της Αίγινας και διαδόθηκαν τα θαύματα που έκανε ειδικά σε δαιμονισμένους, αποφάσισαν να ξαναπροβούν πάλι σε μια προσπάθεια και να τη φέρουν στον ιερό του τάφο. Την ξεσήκωσαν, την πήραν, την έσυραν στο βαπόρι, την τράβηξαν στο μοναστήρι με συνοδεία πέντε άνδρες συγγενείς και οκτώ γυναίκες.
Είδαν κι έπαθαν ώσαμε να την ανεβάσουν. Παρά τόσο να τους γκρεμοτσακίσει στις ανηφοριές, παρά κάτι να τους διαλύσει και να πέσει να σκοτωθεί.
- O νυχάς, ούρλιαζε, μόλις έφθασαν σιμά στον ιερό τάφο. O νυχάς... ου τρομάρα μου, ξεπερνάει τον Καψάλη της Κεφαλλονιάς (τον άγιο Γεράσιμο). Αυτός βλέπεις είναι και Δεσπότης...
Τέλος, την επαύριο, μετά την ακολουθία της θείας Λειτουργίας κι αφού την άλειψαν με λάδι σε σχήμα σταυρού από το ακοίμητο καντήλι του τάφου, έπεσε χάμου, σπάραξε, έβγαζε συνέχεια αφρούς από το στόμα και σχεδόν στράγγισε, έγινε κατακίτρινη, σαν νεκρή. Σε μισή ώρα όμως άνοιξε τα μάτια και ψιθύρισε:
- Αχ, πού βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα!...
Όπως αποκαλύφθηκε πιο έπειτα, το δαιμόνιο αποκαλούσε τον άγιο Νεκτάριο, ιδρυτή της Μονής, νυχά, γιατί μια και δεν είχε λειώσει ακόμα το κορμί του, στα κεχριμπαρένια χέρια του, στα ισχνά κρινοδάχτυλά του, μεγάλωσαν κάπως τα νύχια του.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης του 1926. Ζήτησε κι αφιερώθηκε στο μοναστήρι σαν καλόγρια κι αργότερα έγινε και μεγαλόσχημη. Η τακτική μελέτη που έκανε στα ιερά κείμενα και η βαθύτατη ευλάβειά της άφησε εποχή. Δούλεψε ώσαμε τα τελευταία της εκεί στο κοινόβιο (Σεπτέμβρης 1968) σαν γραμματέας και πρακτικογράφος. O στρωτός καλλιγραφικός της χαρακτήρας σώζεται μέχρι σήμερα στο βιβλίο Πρακτικών της Μονής.
[Στα δέκα χρόνια ξανάνοιξαν πάλι τον τάφο, ξανασήκωσαν από το φέρετρο το καπάκι και o νεκρός ήταν πάντα ανέπαφος. Ήρεμος, γαλήνιος, κοιμόταν λαφριά και σκορπούσε τριγύρω ευωδία! Μόνο στα είκοσι χρόνια από την κοίμηση του o Θεός επέτρεψε τη διάλυση του κορμιού, όπως έγινε και σε πολλούς άλλους όσιους και την «κατ' άνθρωπον» κατάλειψη των οστών (για να μοιραστούν δηλ. στους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο). Όμως η ευωδία ήταν διάχυτη ανάμεσα τους και απόμεινε για πάντα].
Άγιε Ιεράρχα του Χριστού Νεκτάριε, ολοζώντανε άγιε του καιρού μας, πρέσβευε υπέρ πάντων ημών.

Αντιγραφή-επιμέλεια-διασκευή: antiyli.gr@gmail.com