Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοσχόπολη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοσχόπολη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Στη Μοσχόπολη - 2 φωνές & 2 γεφύρια


Του Σπύρου Μαντά

√ Η Αθήνα της τουρκοκρατίας !
√ Το άνθος των Βαλκανίων !
√ Το μικρό Παρίσι της Ανατολής !

Η Μοσχόπολη ιδρύθηκε, ως Βοσκόπολη, στα μέσα του 14ου αιώνα από βλάχους κτηνοτρόφους. Με τη βιοτεχνία και το εμπόριο, γρήγορα αναδείχθηκε σε σημαντικό οικονομικό και πνευματικό κέντρο της Βαλκανικής. Στο απόγειό της έφτασε σε πληθυσμό τους 60.000 κατοίκους με 12.000 σπίτια σε 12 συνοικίες. Λειτούργησαν, μεταξύ των άλλων, Ακαδημία, βιβλιοθήκη, τυπογραφείο και 24 ναοί! Απ’ τις πολλές της οικογένειες που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στην κεντρική Ευρώπη, ξεχώρισε εκείνη των Σίνα. Δυστυχώς τούτη η θαυμαστή πολιτεία -άτυχη η μοίρα της- λεηλατήθηκε απ’ τους αλλόθρησκους γειτόνους της το 1769, ανέκαμψε αργότερα μερικώς, για να έλθει οριστικά το τέλος της, πάλι με επιδρομές, το 1916. Σήμερα, φτωχό χωριό, ξανάγινε …Βοσκόπολη (Βοσκοπόγιε)!

Ξαναβρέθηκα στη Μοσχόπολη εφέτος στις 4 Σεπτεμβρίου. Βίωσα και πάλι πόνο και θλίψη, δηλαδή όσα νιώθει ο κάθε επισκέπτης που γνωρίζει, που έχει μελετήσει. Και μόνο το πρωινό αεράκι που μου δρόσιζε το πρόσωπο -αλλού ο απόλυτος καύσωνας- έδινε κουράγιο να συνεχίσω να περιφέρομαι ανάμεσα σε ερείπια που ακόμη μιλούν, σε περισσότερα που ανακαλεί η ιστορία.
Έφυγα έχοντας στην ψυχή του νου μου δύο φωνές να με συντροφεύουν· δύο πετρογέφυρα που διαβαίνοντάς τα υποσχέθηκα να ξαναγυρίσω.
Ο Θεόφραστος Γεωργιάδης (1885-1974), παρών στη σφαγή του 1916, πάντα θα ιστορεί…
Ο Θεόδωρος Σγκούρι (1922), ολοζώντανο μνημείο στο σήμερα, διευκρινίζει…

Ο Θ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (1885-1974) ΙΣΤΟΡΕΙ…
Ο Θεόφραστος Γεωργιάδης, δάσκαλος Μοσχοπολίτης, έζησε τη σφαγή του 1916, 31 χρονών, και έγραψε:
«Η νυξ της 15 προς την 16 Οκτωβρίου 1916 υπήρξε νυξ απαισία και θλιβερά, η τελευταία της ζωής της Μοσχοπόλεως.
Ήρχισαν να διαδίδωνται φήμαι ότι συμμορίαι άτακτοι περιοίκων εξωμοτών αλλοθρήσκων καπεταναίων κατήρχοντο προς αυτήν εκ διαφόρων διευθύνσεων. Με επικεφαλής αιμοχαρείς αρχηγούς κατελάμβανον την επαρχίαν Οπάρεως και Γκόρας με κατεύθυνσιν την ατυχή Μοσχόπολιν.
Ανέτειλεν η Κυριακή ημέρα 16 Οκτωβρίου, και πάντες έντρομοι ήνωνον τας δεήσεις των προς τον Ύψιστον και τους Αγίους τους περιστοιχούντας την Μοσχόπολιν, παρακαλούντες να αποτραπή ο κίνδυνος.
Ακούονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, η μάχη εγενικεύθη και φρικωδώς αντηχούσαν αι πέριξ φάραγγες και τα γύρω βουνά από τους πυροβολισμούς. Εις μάτην οι Μοσχοπολίται εζήτουν την συνδρομήν των Γάλλων, ούτοι εκώφευσαν τελείως.
Κατά την συμπλοκήν οι ημέτεροι ημύνθησαν κρατεώς, αλλ’ ευρεθέντες προ ασυγκρίτως υπερτέρων δυνάμεων και άνευ επαρκών πυρομαχικών, ηναγκάσθησαν να οπισθοχωρήσουν. Οι συμμορίται εισήλθον εις την πόλιν και αμέσως έθεσαν πυρ εις την πρώτην τυχούσαν οικίαν του Κύργιο-Ντάλτα, ήτις αμέσως ανεφλέγη.
Το πυρ μετεδόθη και εις ετέρας παρακειμένας οικίας και εγενικεύθη εις όλην την πόλιν. Δεν δύναμαι να περιγράψω τας τραγικάς εκείνας ώρας, τον τρόμον και την σύγχυσιν των ταλαιπώρων συμπατριωτών μου και των γυναικοπαίδων, τα οποία εθρήνουν και ωλοφύροντο μη γνωρίζοντα, πού να κατευθυνθούν. Φωτιά και θάνατος παντού…
Οι ημέτεροι έλαβον διαφόρους κατευθύνσεις, άλλοι μεν προς Κορυτσάν, οι πλείστοι δε προς το Μοναστήρι του Προδρόμου, όπου ενόμιζαν ότι θα εύρουν άσυλον και σωτηρίαν. Άλλοι εκλείσθησαν εις τας οικίας των, όπου έπεσαν μαχόμενοι.
Ο εχθρός γενόμενος κύριος της πόλεως επέφερε γενικήν καταστροφήν και λεηλασίαν. Πλήστοι εύρον τον θάνατον και πλείστοι εκάησαν εντός των οικιών των. Εις την Μονήν του Προδρόμου συνεκεντρώθησαν χιλιάδες γυναικόπαιδα φεύγοντα πανικόβλητα το πυρ και την μάχαιραν.
Λήσταρχος τις εισέρχεται αγρίως μετά της συμμορίας του εις το μοναστήρι και εκάλεσε τους δύο ιερείς του να παραδώσουν άπαντας τους καταφυγόντας εκεί δυστυχείς. Ο αιμοβόρος λήσταρχος περιήλθεν όλας τας αιθούσας και, αφού εξεγύμνωσε τα γυναικόπαιδα, συνέλαβε τεσσαράκοντα πέντε Μοσχοπολίτας μπροστά στα μάτια των οδυρωμένων μητέρων, συζύγων, αδελφών, τέκνων και συγγενών αυτών και αφού τους έδεσεν όλους μαζί δια σχοινίου τους έσυρεν ως πρόβατα έξω της Μονής και εις ένα απόκρημνον μέρος προς την Σίπισχαν τους εξετέλεσε.
Ξημερώνει η Δευτέρα ημέρα 17 Οκτωβρίου. Η φωτιά εξακολουθεί και η λεηλασία επίσης. Ολόκληρα στίφη εκ των πέριξ γειτονικών χωρίων, μηδέ της περιφερείας Τομορίτσας του Βερατίου εξαιρουμένης, επέπεσον κατά της ατυχούς Μοσχοπόλεως και με πελέκεις και μαχαίρας κατέστρεφον ό,τι εύρισκον εμπρός των, λεηλατούντες τας ερήμους οικίας και φονεύοντες τους εις αυτάς αναπομείναντας γέρους, ασθενείς και τραυματίας. Εις τους δρόμους της πόλεως έκειντο τα πτώματα των φονευθέντων κατοίκων, τα οποία έμειναν άταφα επί πολλάς ημέρας. 
Δυστυχείς Μοσχοπολίται! Η μνήμη υμών ας είναι αιωνία!

Ο ΒΑΣΙΛΙ ΣΓΚΟΥΡΙ (1922) ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΕΙ…
Βρήκα τον Βασίλη Σγκούρι, 93 χρονών σήμερα, στην αυλή του σπιτιού του να τον κουρεύει η γυναίκα του, η κυρά-Βαγγελία, αυτή 91 χρονών. Βιάστηκε να τελειώσει και σε καλά ελληνικά άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις μου, να μου διευκρινίζει τις απορίες:
«Γεννήθηκα το 1922. Τον πατέρα μου τον λέγαν Νικόλα και τον παππού μου Θεοδωράκη. Ανεβοκατεβαίναμε Κονίσπολη Μοσχόπολη με 3.000 πρόβατα. Όλη η φαμίλια μας ήταν 70 άτομα.
-Εσείς, τσελιγκάδες, και δεν μπορείτε να αγοράσετε ένα σπίτι; -είχαν πειράξει τους δικούς μου· από καπρίτσιο πληρώσαμε κι εμείς ένα σωρό λίρες κι αγοράσαμε. Μείναμε έτσι μόνιμα εδώ. 
Ήταν αλλιώς στη Μοσχόπολη, άλλος κόσμος! Κάποτε βγήκε κάποιος δικός μας στην αγορά με απλά ριγμένο πάνω του το σακκάκι…
- Εδώ είναι Μοσχόπολη -τον μάλωσε κάποιος. Ή φόρεσε και τα μανίκια σου ή πήγαινε σπίτι σου να το αφήσεις.
Κάθε απόγευμα, στέλναμε έναν ψυχογιό μας και καθάριζε το μεσοχώρι. Πηγαίναν εκεί και κάνανε βόλτες οι νέοι και οι νέες, να γνωριστούνε. Αν έβλεπες κάποια και σου άρεσε, πήγαινες στους γονείς σου, το έλεγες, και αυτοί αναλάμβαναν τα υπόλοιπα. Δεν γίνονταν προξενειά στα κουτουρού. Άλλος κόσμος εδώ! Ήταν αλλιώς στη Μοσχόπολη!».
Έφερα την κουβέντα στα γεφύρια -είχα δει δύο, είχα διαβάσει για περισσότερα. Τα ήξερε καλά…
- Ναι, πούντι αλ Παπανικόλα, πούντι αλ Θανάση, πούντι αλ Ζομόρι, κι άλλα πολλά. Τα ξέρω, θα σου πω…

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΣΓΚΟΥΡΙ…
Βασίλη Σγκούρι (1922)
Νικόλα Σγκούρι ()
Θοδωράκη Σγκούρι (1875-1950)

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

Βρίσκεται στην άκρη της Μοσχόπολης, στο δρόμο για το μοναστήρι του Προδρόμου. Ειπώθηκε έτσι, από διπλανή, κατεστραμμένη σήμερα εκκλησία.
Παλαιά, όπως απεικονίζεται σε γκραβούρα του 1742, ήταν τρίτοξο, τώρα όμως το βρίσκουμε με δύο καμάρες. Αυτό, γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα, τον Αύγουστο του 1895 συγκεκριμένα, τού έγινε τέτοια επισκευή, που πρέπει να μιλάμε για καινούριο γεφύρι! Κατά τον μητροπολίτη Ιωακείμ Μαρτινιανό (1875-1953): 
«…επιτροπεία, ήτις επίσης ιδιαιτέρας εξάρσεως και μνείας τυγχάνει αξία, είναι εκείνη η του επιζώντος εισέτι κ. Ναούμ Νικ. Στίργια, (1890-1916) καθ’ ην, χάρις εις την λελογισμένην αυτού διαχείρησιν, ανηγέρθη ανακαινισθείσα τελείως η λιθίνη γέφυρα Αγίας Παρασκευής».

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ ή 
ΚΟΒΑΣΗ (ΣΙΔΕΡΑ)

Βρίσκεται λίγο πριν φτάσουμε στη Μοσχόπολη, γεφυρώνοντας, στη θέση Κιοπέκα ή Παπανικόλα, το ομώνυμο μεγάλο ποτάμι της πόλης -αριστερός παραπόταμος του Δεβόλη. Είναι δηλαδή πάνω στο δρόμο που έρχεται από την Κορυτσά. Οι Βλάχοι το αποκαλούσαν Πούντι αλ Παπανικόλα. Σήμερα δεν υπάρχει με την παλαιά του μορφή· έχει καταστραφεί και αντικατασταθεί από νεότερη πέτρινη γέφυρα. 
Ποια ακριβώς ήταν η πρώτη του μορφή, δυστυχώς, παρά την καίρια θέση και το γεγονός ότι σωζόταν έως κοντά τα τέλη του 19ου αιώνα, αγνοούμε. 
Το καλοκαίρι τού 1895, το γεφύρι, με αρκετές ήδη φθορές, αντικαταστάθηκε με καινούριο. Εκείνη, τη δεύτερη μορφή του, την γνωρίζουμε από μια παλαιά, τραβηγμένη το 1913 φωτογραφία -αυτή που παραθέτουμε (αρχείο Μουσείου “Χρ. Κελεμκερής”). 
Αλλά τραυματισμένο στους τότε πολέμους όπως βλέπουμε και στη φωτογραφία, το γεφύρι χρειάστηκε και πάλι να ξαναχτιστεί, για τρίτη φορά, μάλιστα τώρα τέτοιο ώστε να εξυπηρετεί τις νέες ανάγκες.
Εν τω μεταξύ, αποκαλούμενο έως τότε γεφύρι του Παπανικόλα, απέκτησε και δεύτερο όνομα -αποκαλείται πια και Σιδερά (Κοβάση). Αυτό από οικογένεια τσιγγάνων που ήρθαν απ’ την Κορυτσά κι έστησαν δίπλα του καλύβι προκειμένου να πεταλώνουν τα διερχόμενα άλογα.


ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ ή ΚΟΒΑΣΗ (ΣΙΔΕΡΑ)…
όπως σώζεται σήμερα, στην τρίτη του μορφή.

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Τα γραμματόσημα της Μοσχόπολης

Η Μοσχόπολη βρίσκεται ΒΔ της Κορυτσάς στην Βόρειο Ήπειρο. Υπήρξε μεγάλο μορφωτικό και οικονομικό κέντρο του ελληνισμού, ιδιαίτερα δε του βλαχόφωνου. Τον 18ο αιώνα την βρίσκουμε στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της. Το 1720 ιδρύεται το δεύτερο στην βαλκανική τυπογραφείο στην Μοσχόπολη, μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης. Το 1730 λειτουργεί το «Ελληνικό Φροντιστήριο» το οποίο το 1744 αναβαθμίζεται σε «Νέα Ακαδημία». Πλήθος είναι οι πνευματικές μορφές του ελληνισμού που εμφάνισε η Μοσχόπολη. Τεράστια και η εμπορική άνθηση κι ο πλούτος. Καραβάνια με Μοσχοπολίτες εμπόρους ξεκινούσαν και μετέφεραν εμπορεύματα στις παραδουνάβιες περιοχές, στη Μολδαβία, στην Οδησσό, στην Βιέννη. Πολλοί εγκατασταθήκαν εκεί, διέπρεψαν και απέκτησαν τεράστιες περιουσίες. Πολλοί και οι εθνικοί ευεργέτες που άφησαν περιουσίες για να γίνουν έργα κοινής ωφελείας.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Μοσχοπόλεως- Një event me rastin e 100 vjetorit nga shkatërrimi i fundit i Voskopojës!

Για τα 100 χρόνια από την τελευταία καταστροφή της Μοσχοπόλεως ο Σύλλογος "Μοσχοπολίτικη Αναγέννηση" οργάνωσε μια σειρά από εκδηλώσεις. Μετά από την Θεία Λειτουργία και το Τρισάγιο στο ναό του Αγίου Νικολάου οι συμμετέχοντες είδαν την έκθεση φωτογραφιών. Έπειτα έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου για τις τρεις καταστροφές που υπέστη η πόλη. Έλαβαν μέρος πολλοί Κορυτσαίοι και παλαιοί Μοσχοπολίτες. Τίμησαν με την παρουσία τους την εκδήλωση ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Ιωάννης και ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος Γιώργος Αλαμάνος

Ne 100 vjetorin e djegies se trete te Voskopojes shoqata’’ Rilindja Voskopojare’’ organizoi nje veprimtari perkujtimore ne Voskopoje ku moren pjese anetare te shoqates miq e te ftuar. Gjate aktivitetit u be edhe perurimi I nje memoriali kushtur viktimave te tre djegieve te Voskopojes ndersa eshte prezantuar per te ftuarit edhe nje ekspozite me fotografi dhe materiale historike.

Marrë nga faqja e Tv Korçës facebook


Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η Μοσχόπολη και το Μοναστήρι


Ν. Ι. ΜέρτζοςΝ. Ι. Μέρτζος

Η Μοσχόπολη υπήρξε η μεγαλύτερη αμιγώς ελληνική πόλη της Βαλκανικής Ενδοχώρας από τον 16οαιώνα μέχρι τα τέλη του 18ου. Κτισμένη αμφιθεατρικά σε ένα υψίπεδο κοντά στην Κορυτσά ανέπτυξε μια κάθετη παραγωγική οικονομία…
Υπάγονταν απ’ ευθείας στη Βαληντέ Σουλτάνα, τη Βασιλομήτορα, και ήταν αυτόνομη πολιτεία άβατη στους Μουσουλμάνους. Οι κάτοικοί της, προσήγγιζαν τις 60.000 στην ακμή της, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Πανηγύρι εις την εορτή της Γεννήσεως του Τιμίου Προδρόμου στην Μοσχόπολη. - Panair me rastin e Lindjes së Prodhromit të Shenjtë në Voskopojë.

Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου το 1767 (χαλκογραφία εποχής)






Με την αρμόζουσα μεγαλοπρέπεια εορτάστηκε και φέτος η εορτή της Γεννήσεως του Τιμίου Προδρόμου στην Μοσχόπολη Κορυτσάς. Όπως............

Me madhështinë e  merituar u festua dhe sivjet Lindja e Pararendësit Joan në Manastirin me të njejtin emër në Voskopojë/Moschopole të Korçës. Ashtu siç..........

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Κορυτσά και Μοσχόπολη το 1913 - Korça dhe Voskopoja më 1913

βορειοηπειρωτης κορυτσα
Κορυτσά και Μοσχόπολη το 1913

 του Νίκου Υφαντή 
Στον «Oδηγό της Νέας Ελλάδος» (Μπαίδεκερ) υπό Τρύφωνος Ευαγγελίδη, που εκδόθηκε το 1913 (Εν Αθήναις, τύποις Δ. Γ. Ευστρατίου και Δ. Δελή – Πραξιτέλους 8) περιλαμβάνεται και η Κορυτσά, απελευθερωθείσα Ηπειρωτική πόλη, με πολυπληθή ελληνικό πληθυσμό και ακμάζοντα πολιτισμό, η οποία, δυστυχώς, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την διανομή των «ιματίων» της, μετά δηλ. τους Βαλκανικούς πολέμους, με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, η Κορυτσά, όπως και το υπόλοιπο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ευαγγελίδης αναφέρει όσα πρέπει να γνωρίζουν οι επισκέπτες – περιηγητές επισκεπτόμενοι την Κορυτσά. Γράφει για τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία, τα φαρμακεία και λοιπά καταστήματα, που ήταν όλα ελληνικά.
Γράφει σχετικά: «Ξενοδοχεία: «Μοναστήριον» αδελφών Τσίγκου μεθ’ εστιατορίου, «Κωνσταντινούπολις» Δ. Δημέλη – Εστιατόρια: Β. Ηλιού, Μ. Πάντου – Ζαχαροπλαστεία: αδελφών Βίκα Α. και Γ. και Χ. Μιχαήλ, Ε. Γκίκα, Χ. Λιμπώνια – Ζύθος παρά Κ. Σκένδερη – Ιατροί: Α. Βαλαούρης, Σ. Βιλβίλης, Χ. Δάρδας, Δ. Παπαδόπουλος, Α. Χριστοδούλου, Χ. Ζωγράφος και Χ. Κοντούλιας – Οδοντοϊατρός – Φαρμακεία: Ι. Παπαγιάννη, Γ. Σκάλλη, Π. Φύλλα. Φωτογραφεία: Π. Δημητριάδου, Α. Νικολακοπούλου, Χ. Σούλου – Κουρεία: Δ. Βόρια, Γ. Λετιμπέλου – Καφεία: Γ. Αντωνίου, Χ. Γερμενλή – Καπνοπωλεία: Κ. Αδέζα, Κ. Σκένδερη, Λ. Κονταξή».
Αφού μιλάει διεξοδικά για τη γεωγραφική θέση της Κορυτσάς, για τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις πεδιάδες, σημειώνει: «Έχει 22.000 κατοίκων, ων οι 16.000 Έλληνες, οι δ’ άλλοι Αλβανοί και Τούρκοι και Αθίγγανοι καλούντες αυτήν Γκιορδζά και διατηρούντες διά της προπαγάνδας, σχολεία στοιχειώδη, εν ω ημείς διατηρούντες από του 1817, ειμή πρότερον, (Μ. Παρανίκας Σχεδίασμα σ. 79) προς τω Γυμνασίω, πλείστα Ελληνικά Σχολεία Αρρένων και Θηλέων».
Η πόλη είναι του Μητροπολίτη Κορυτσάς, ο οποίος, πριν καταργηθεί η Αρχιεπισκοπή της πρώτης Ιουστινιανής το 1767, είχε και τη φήμη Κορυτσάς και Σελασφόρου. Μετά υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολλοί κάτοικοι της Κορυτσάς αποδημούν στο εξωτερικό, επιστρέφουν και ανεγείρουν λαμπρά οικοδομήματα. Η πόλη έχει «ζωηρόν εμπόριον και βιομηχανίαν εντοπίων υφασμάτων».
Ο Τρύφων Ευαγγελίδης μέτρησε 4 ναούς, λαμπρό μητροπολιτικό ίδρυμα, δημόσια καταστήματα, ωρολόι της πόλης, 2 τεμένη, λουτρά, δημαρχιακό κατάστημα και στρατώνα.
Αναφέρει επίσης τα εξής χωριά γύρω από την Κορυτσά: Μπόρια (Εμπορία) (με ανθρακωρυχεία), Σιάπκα ή Σίπτικη (Ιππιοχία) και Μοσχόπολη, Ζβέσδα (Σελασφόρος), Βιθικούκι, Βοβοστίτσα και Πλιάσα (Πήλιον – Ιστορικό από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου 336-4 π.Χ.). Τα χωριά αυτά μετά την Επανάσταση του 1770 έπαθαν πολλά από τους Τουρκαλβανούς και δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν από την καταστροφή.
Ο Τρ. Ευαγγελίδης προτρέπει τους επισκέπτες μετά την Κορυτσά να επισκεφτούν την Μοσχόπολη, η οποία απέχει τρεις ώρες από την Κορυτσά και υπήρξε πνευματική όαση «κατά τα δυσπροπέλαστα ταύτα μέρη της Μακεδονίας» πριν από την καταστροφή της από τους Τουρκαλβανούς.
Γράφει σχετικά: «Η πόλις αύτη το πρώτον Βοσκόπολις (Τουρκιστί Τομόρδζα) καλουμένη φαίνεται ότι ιδρύθη, ως μεν εν τω κώδικι της Μονής Προδρόμου λέγεται τω 1330 υπό βοσκών εκ των πέριξ συμπηξάντων τας καλύβας αυτών εις πόλιν, αλλ’ ως ο περί αυτής εξ αυτοψίας γράψας γραμματεύς του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ιεροδιάκονος της Ε’ Μεραρχίας της καταλαβούσης την Δυτικήν Μακεδονίαν κ. Δ. Καλλίμαχος, θεωρεί ότι η πόλις εκτίσθη κατά τον ΙΕ’ αιώνα επί οροπεδίου της οροσειράς Όπαρης εις ύψος 1.200 μ. Συν τω χρόνω ευδοκιμών ο συνοικισμός ούτος έφθασεν εις το άκρον της ακμής του κατά τα τέλη του ΙΖ’ αιώνος, εξαπλωθείς επί επτά λόφων, εφ ων εισέτι σώζονται τα ερείπια της υπό των Αλβανών καταστροφής».
Για πρώτη φορά ονομάστηκε Μοσχόπολη ίσως το 1610 από τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, οι οποίοι διεπίστωσαν ότι τα ελέη που προσέφερε η Βοσκόπολη ήταν περισσότερα και από εκείνα που πρόσφεραν πολύ μεγάλες πόλεις.
Για το λόγο αυτό την ονόμασαν Μοσχόπολη. Οι Μοσχοπολίτες κατέστησαν σπουδαία την πατρίδα τους.
Το 1750 είχε περίπου 60.000 ψυχές, εκλεκτά σχολεία, όπως η Νέα Ακαδημία, τυπογραφείο, στο οποίο τυπώθηκαν αρκετά βιβλία, συντεχνίες, κανονισμό της κοινότητας, ιδιωτικές και κοινοτικές οικοδομές και πολλά άλλα.
Όλα αυτά τα κατάστρεψαν το 1769 οι Τουρκαλβανοί. Οι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή σκορπίστηκαν στις γειτονικές πόλεις και πολλοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Εκεί εμπορεύονταν και πλούτισαν, όπως ο Σίνας και ο Σμολένσκης. «Σήμερον Μοσχόπολις αποτελεί μικρόν χωρίο (κ. 2.000). Είναι δε πατρίς του εθνικού ευεργέτου βαρώνου Σίμωνος Σίνα και του στρατηγού Κωνσταντίνου Σμολένσκη».

Korça dhe Voskopoja më 1913

 nga Niko Ifandi
Në “Guidën e Greqisë së Re” (Baidheker) të Trifon Evangjelidhit, që u botua më 1913, (Në Athinë, Botimii Dh, G. Evstratiu dhe D Dheli- Praksitelus 8), përfshihet dhe Korça, qyteti Epirot i çliruar me një popullatë helene të shumtë dhe një kulturë tepër të zhvilluar, e cila, fatkeqësisht , pas shpërbërjes së perandorisë Osmane dhe ndarjse së “plaçkës” së saj, dmth pas luftërave Ballkanike, me vendim të fuqive të atëhershme të Mëdha, Korça, si dhe pjesa Veriore e Epirit, iu dorëzua, shtetit shqiptar të sapokrijuar.

Të bën përshtypje të madhe, fakti që Evangjelidhi, përmend të gjitha ato sa duhet të njohin vizitorët – turistët duke vizituar Korçën. Shkruan hotelet, restorantet, embëltoret, farmacitë dhe dyqanet e tjera, që ishin greke. Shkruan tekstualisht në lidhje me këtë: “ Hotele: “Monastirion” i vëllezërve Cingu/Çingu me restorant, “Konstandinupoja” e DH Dhimelit – Restorante: V Iliu, M Pandu – Ëmbëltore: e vëllezërve Vika A dhe G, dhe H Mihail, E Gjika, H Libonja, - Birrari pranë K Skendherit – Mjekë: A Ballauri, S Bimbli, H Dardha, Dh Papadhopoulos, A Kristodhulu, H Zografos dhe H Kondulias – Dentist – Farmaci: I Papajani, G Skalli, P Filla, Studio Fotografie: P Dhimitriadhu, A Nikolopoulou, H Sulu, -Berberanë: Dh Voria, G Letibelu, - Kafe: G Andoniu, H Germenli – Dyqane Duhani: K Adheza, K Skendheri, L Kondakçi”.

Pasi flet me hollësira për pozicioni gjeografik të Korçës, për malet, lumenjtë, liqenet dhe fushat, shënon: “Ka 22 000 banorë nga të cilët 16000 janë Helenë/ Grekë, ndërsa pjesa tjetër përbëhet nga Shqiptarë dhe Turq dhe Ciganë, duke e quajtuar atë Korçë dhe mbajnë për arsye propagandisitke shkolla elementare, ndërsa ne i mbajmë që prej 1817, për mos thënë më parë, (M Paranika, Skicë fq 79) drejt Gjimnazit, një numër të madh Shkollash Greke , Djemsh dhe Vajzash”.
Qyteti është i Mitropolitit të Korçës, i cili para se të eliminohej Kryepiskopata e Justinianës së parë më 1767, ksihte dhe famën, i Korçës dhe i Selasforës. Më pas u vendos nën Administratën e Patriarkanës Ikumenike. Shumë banorë të Korçës, emigrojnë jashtë, kthehen që të ndërtojnë ndërtesa të ndritëshme. Qyteti ka “një tregëti të zhvilluar dhe industri të bezeve lokale”.
Trifon Evangjelidhi numëron 4 tempuj, ndërtesën e ndritëshme të mitropolisë, dyqane publike, orën e qytetit, 2 xhami, banja, dyqan bashkiak dhe kamp ushtarak.
Përmend gjithashtu dhe këto fshatra rreth Korçës: Mborjen (me miniera qymyri) Shipskën dhe Voskopojën, Svezdën (Selasforin), Vithkuqin, Vovosticën (Boboshticën) dhe Plasën (Plion – vendëndodhje historike që prej viteve të Aleksandrit të madh 336-4 para Krishtit). Këto fshatra pas Kryengritjes së 1770 pësuan shumë të këqija nga turkoshqiptarët dhe nuk mundën të rimëkëmben nga shkatërrimi. Trifon Evangjelidhi iu propozon vizitorëve që pas Korçës të vizitojnë Voskopojën/Moskopolin, e cila është rreth 3 orë nga Korça dhe ishte një oaz “në këto vende të vështira për tu kalar, të Maqedonisë” para se ajo të shkatërrohej nga turkoshqiptarët. Shkruan mbi këtë: “Ky qytet Voskopoja e parë (turqisht Tomadhza), duket se u themelua, siç thuhet dhe në kodikun e Manastirit të Shën Prodhromit, më 1330, nga barinj të zonës përreth që vendosën kasollet e tyre në këtë qytet, por nga ato sa shkroi për të dëshmitari okular dhe sekretari i Patriarkanës së Aleksandrisë dhe hierodhiakoni i Batalionit të 5-të që pushtoi Maqdoninë Perendimore z Dh Kalimahos, e konsideron se qyteti u ndërtua në shek e 15-të në fushëgropën e vargmalit të Oparit, në lartësinë 1200 m. Me kohën ky vendbanim arriti kulmin e tij gjatë fundit të shekullit të 17-të duke u shtrirë në shtatë kodrat, ku në secilin janë shpëtuar themelet e shkatërrimit të shkakëtuar nga Shqiptarët”.
Për herë të parë u quajt Voskopojë ndoshta më 1610 nga Patriarkët e Jerusalemit, të cilët konstatuan se ato sa ofroi Voskopoja ishin shumë më tepër nga ato sa ofruan qytete të mëdha. Për këtë arsye e quajtën Moskopoli. Moskopolitët e bënë atdheun e tyre të veçantë e të famshëm.  Më 1750 kishte pothujse 60000 frymë, shkolla të shkëlqyera, si Akademia e Re, shtypshkronjë, tek të cilat u shtypën mjaft libra, studime, rregullorja e komunitetit, ndërtesa private dhe publike dhe shumë të tjera.
Të gjitha këto i shkatërruan më 1769 turkoshqiptarët. Moskopolitët pas shkatërrimit u shpërndanë në qytetet fqinje dhe në vende të largëta.
Atje u morën me tregti dhe u pasuruan, si Sina dhe Smolenski “Sot Voskopja përbën një fshat të vogël (me 2000 banorë). Është dhe atdheu i bamirësit kombëtar Simon Sina dhe e gjeneralit Konstandin Smolenski”.
Përktheu: Pelasgos Koritsas

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ / ΜΟΣΧΟΠΟΛΗ - Urra e SHËN e PREMTES/ VOSKOPOJË


Βρίσκεται στην άκρη της θρυλικής Μοσχόπολης, μετά τα τελευταία προς βορρά σπίτια. Εκεί, με τη βοήθειά του, ο δρόμος διαβαίνει το ποτάμι του Παπανικόλα και συνεχίζει -κάποτε καλντεριμωτός- για το μοναστήρι του Προδρόμου. Το γεφύρι όμως ειπώθηκε έτσι, της Αγίας Παρασκευής, από διπλανή, κατεστραμμένη σήμερα εκκλησία. Κατασκευάστηκε το 1895 στη θέση παλαιότερου.

«…επιτροπεία, ήτις επίσης ιδιαιτέρας εξάρσεως και μνείας τυγχάνει αξία, είναι εκείνη η του επιζώντος εισέτι κ. Ναούμ Νικ. Στίργια, (1890-1916) καθ’ ην, χάρις εις την λελογισμένην αυτού διαχείρησιν, ανηγέρθη ανακαινισθείσα τελείως η λιθίνη γέφυρα Αγίας Παρασκευής».
Μητροπολίτης Ξάνθης Ιωακείμ Μαρτινιανός (1875-1953)
.................................................................................
Ndodhet në skaj të Voskopojës legjendare, pas shtëpive të fundit veriore. Atje, me ndihmën e saj, rruga kalon lumin e Papanikollas dhe vazhdon - dikur me kalldrëm- për në Manastirin e Shën Prodhromit. Por kjo urrë mori emrin e Shën e Premtes për shkak të Kishës që ndodhej atje afër, e cila u shkatërrua dhe u rindërtua tashmë. Urra u ndërtua më 1895 -ën në vend të një të vjetre. 

".... nën këshillin, i cili gjithashtu vlerësohet tepër dhe në veçanti, është ai që gjatë kohës që ishte gjallë Naum Nik. Stirija (1890-1916) pasi falë menaxhimit të tij të llogjikshëm, u ndërtua duke u rindërtuar plotësisht urra prej guri e Shën e Premtes" 
Mitropoliti i Ksanthit Joakim Martiniani (1875-1953). 

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Αθ. Ε. Καραθανάσης: Μοσχόπολη - Διεθνές Συμπόσιο, Θεσ/νίκη 1999


Μοσχόπολις, Διεθνές Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 31 Όκτ. - 1 Νοεμβρ. 1996, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών - Μακεδονική Βιβλιοθήκη, άρ. 91, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 287.
Αθ. Ε. Καραθανάσης, Βιβλιοκρισίες.

Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: