Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Σταυρός και ντουφέκι. Αυτά τα δύο είναι η Ελλάδα


Related image
Σταυρός και ντουφέκι.  Αυτά τα δύο είναι η Ελλάδα


Τον  Οκτώβριο του 1964, ο Ηλίας Βενέζης, ο σπουδαίος λογοτέχνης μας και ακαδημαϊκός, εκφώνησε λόγο στην Ακαδημία Αθηνών με τίτλο «το πάθος των Φιλικών».
Στον επίλογο της ομιλίας του αναφέρθηκε στον θάνατο ή, καλύτερα, στην «οσιακή κοίμηση» του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του αθάνατου αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας.
Διαβάζω:
«Όταν οι Αυστριακοί αποφυλάκισαν τον πρίγκηπα ήταν πια αργά.  Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέθανε στην Βιέννη, στις 9 Ιανουαρίου του 1828.  Ετοιμοθάνατο τον βρήκε ο συμπολεμιστής του του Ιερού Λόχου, ο Λασάνης. Του έφερε την εφημερίδα του τόπου, τον Αυστριακόν Παρατηρητήν.
-         Τι νέα γράφουν; ρώτησε αργά τον Λασάνη ο πρίγκηψ.
-         Ο Καποδίστριας έφθασε στην Μάλτα. Μια φρεγάδα αγγλική τον περιμένει να τον μεταφέρει στην Ελλάδα, του αποκρίθηκε.
-         Ας έχει δόξαν ο Θεός, μουρμούρισε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Άρχισε να ψελλίζει το Πάτερ Υμών.  Αλλά πριν τελειώσει την προσευχή του, είχε ξεψυχήσει». (Ακαδημία Αθηνών, Πανηγυρικοί Λόγοι Ακαδημαϊκών για την 28η Οκτ. 1940, σελ. 399).
Τι διαβάζουμε εδώ; Το οσιακό τέλος ενός πραγματικού Έλληνα, ενός αληθινού Ορθοδόξου Χριστιανού.  Το διαβάζεις και μουρμουρίζεις «την ευχή σου να έχουμε, αρχηγέ», όπως αυθόρμητα λέμε όταν αναχωρούν, για την αιωνιότητα περιώνυμοι για την αρετή και την αγιότητά τους Γέροντες, όπως πρόσφατα ο οσιακής μνήμης Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης. 
Δοξάζει τον Θεό, όταν ακούει πως ο Καποδίστριας, άλλος φιλόθεος και φιλόπατρις Έλληνας, κατέρχεται να την κυβερνήσει. Συγκινείται. Η εύθραυστη καρδιά του – 7 χρόνια σάπιζε στην φυλακή, στην υγρή και φρικτή ειρκτή του κάστρου Μούνκατς της Αυστροουγγαρίας – δεν αντέχει. Αισθάνεται το τέλος.  Δεν κλαίει, δεν οδύρεται,  δεν καταριέται.  Όχι.  Είναι αητός υψιπέτης, η γενιά του Εικοσιένα.  «Για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την ελευθερία». Αγιασμένη Επανάσταση, αγιασμένοι και οι πολεμιστές της. Έκλεισε τα μάτια του, ψιθυρίζοντας το «Πάτερ ημών». Δοξολογώντας τον Θεό για τις ευεργεσίες του στην αιματοκυλισμένη Πατρίδα, παρακαλώντας το έλεός Του για την βασανισμένη ψυχή του.  Οι σπουδαίοι, οι γενναίοι, οι υψηλόφρονες, δείχνουν την λεβεντιά τους ενώπιον του θανάτου, όταν τον αντικρίζουν. Τότε αποκαλύπτεται η μεγαλοσύνη τους, η παλληκαριά, η εμπιστοσύνη στον δικαιοκρίτη Σωτήρα του κόσμου.  (Υπάρχουν και σήμερα κάποιοι «μεγαλομάρτυρες» με ανίατες, βαριές και επώδυνες ασθένειες που “φεύγουν” αλύγιστοι, όρθιοι, αγογγύστως. «Ο υπομείνας χρόνιον ασθένειαν αγογγύστως ως μάρτυς παραλειφθήσεται» λέει ο άγιος Διάδοχος Φωτικής).
Αυτήν την αγέρωχη και ηρωική στάση μπροστά στον θάνατο, διαβάζουμε στους βίους πολλών αγωνιστών του Γένους.
Στο βιβλίο «Τελευταίες ώρες, τελευταία λόγια των αγωνιστών του ΄21», του Κ. Παπαδημητρίου, διαβάζουμε για κάποιους επιφανείς της Ιστορίας μας. Ο Ρήγας Φερραίος, πριν εκπνεύσει, από τις σφαίρες των Τούρκων, είπε τα εξής:  «Έτσι πεθαίνουν τα παλληκάρια.  Αρκετό σπόρο έσπειρα και θα έρθει η ώρα που άλλοι θα θερίσουν». (Το διηγήθηκε Τούρκος στο Βελιγράδι, που υπήρξε δήμιος του Ρήγα, στον γλύπτη Ιω. Κόσσο που έφτιαξε τον ανδριάντα του ήρωα που κοσμεί τον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών).
Οι τρομεροί Κατσαντωναίοι, που μαρτύρησαν στα χέρια του κτηνώδους Αλή πασά, πέθαναν, έχοντας το όνομα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στα χείλη τους.  (Ήταν πνευματικοπαίδια του).
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, που τον ποδοπάτησαν στην Βουλή, το 1852, και τραυματίστηκε, πέθανε στο νοσοκομείο «δεόμενος του Υψίστου να δικάσει ευμενώς τα παραπτώματα αυτού».
Ο Παπαφλέσσας, στο Μανιάκι, θα πει σε όσους δειλόψυχους τον προτρέπουν να κρυφτεί στα βουνά:
-         «Καθίστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Και πέθανε, ο νέος Λεωνίδας, με σπασμένο το γιαταγάνι του….
Ο Καραϊσκάκης, ο φόβος και τρόμος της Τουρκιάς, «έσβησε», παρακαλώντας τους αγωνιστές «να γλιτώσουν την Αθήνα», δηλαδή την Πατρίδα.
Ο Δημ. Μακρής, ο αρματολός του Ζυγού, ο ήρωας της Εξόδου του Μεσολογγίου, έβαλε την γερόντισσα γυναίκα του, λίγο πριν «κοιμηθεί», να του τραγουδήσει το αναστάσιμο, κλέφτικο μοιρολόι:
«Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου,
ν’ αγνάντευα τη Ρούμελη, το έρμο Μεσολόγγι
πώς πολεμά με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες.
Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου
πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος, σα χαλάζι.
Και ο Μακρής τους φώναζε και ο Μακρής φωνάζει:
Παιδιά βαστάτε τ’ άρματα και τα βαριά ντουφέκια….». 
Το άκουσεε και βασίλεψαν τα μάτια του.  Αυτός που όταν ο Όθων τον ζήτησε για υπασπιστή του,   του απάντησε:  «Δεν έμαθα εγώ να τσακάω τ’ μέση μ’».
Ο Κανάρης, ο μπουρλοτιέρης των Αγαρηνών, γέροντας πια, εκοιμήθη λέγοντας σε μια τελευταία συνομιλία, με ξένο ιστορικό, που τον ρώτησε, που οφείλονται τα κατορθώματα του ‘21. Απάντησε ο ήρωας απεικονίζοντας την γενιά μας, του «φάγωμεν, πίωμεν». «Τότε μεγαλουργούσαν οι καρδιές, τώρα μεγαλουργούν τα χρήματα».  Κατεβάζω από το Εικονοστάσι του Γένους και άλλους.  Ο Παύλος Μελάς, ο αητός της Μακεδονίας μας, ψυχορραγούσε λέγοντας: «Τον σταυρό να τον δώσεις στην γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου έκαμα».
Σταυρός και ντουφέκι.  Αυτά τα δύο είναι η Ελλάδα.  Πίστη στον Χριστό και την Θεομάνα μας και .. ντουφέκια στους αντίχριστους Κιουταχήδες, τους Ερντογάνηδες που απειλούν, όπως έκαναν οι πρόγονοί του, με αιματοχυσίες και δηώσεις.  (Και ο Δράμαλης απειλούσε ώσπου γνώρισε το κολοκοτρωναίικο ντουφέκι).
Και σπεύδω στους ήρωες της Κύπρου, τα λιοντάρια της ΕΟΚΑ, τους αθλητές της αγχόνης.  Αποσπώ από το “Συναξάρι”  τους, το πολυτίμητο βιβλίο του Σπύρου Παπαγεωργίου «Διά χειρός ηρώων», μιαν επιστολή του Ιακώβου Πατάτσου.  (Τον κρέμασαν οι τρισάθλιοι Άγγλοι, όταν ήταν βασίλισσα η εσχατόγρια Ελισσάβετ).
Διαβάζω και «προσκυνώ» τα πάθη του λαού μας.  Γράμμα στην μάνα του, στις 8 Αυγούστου του 1956:
«Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ των αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από τον θρόνο του Κυρίου. Θέλω να χαρείς, όπως κι εγώ.  Αν κλαις, θα λυπούμαι. Το όνομά σου θα γραφεί στην ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την Πατρίδα. Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου.  Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι αγγέλοι.  Χαίρε αγαπημένη μου μητέρα.  Μη κλαίς για να ακούσεις την αγγελική φωνή μου που ψάλλει:  Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν  σ’ όλη σου την ζωήν».  Αυτό δεν είναι επιστολή, είναι δοξαστικό αθλητού του Έθνους μας. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο ελεύθερος πολιορκημένος του Μαχαιρά, βροντοφώναζε «μολών λαβέ».
Τούτος ο λαός, στις μεγάλες του ώρες, είχε παλληκαρίσια ψυχή. Και σήμερα κάτω από τα μπάζα που μας έριξαν ο καντιποτένιοι, ίσως σιγοκαίει η φλόγα, το πύρωμα της καρδιάς…
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Σε αυτόν έρχεσαι και του φέρνεις φαγητό; Όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να τού δώσεις...


 Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου συνέλαβαν από τα βουνά κάποιον αντάρτη 

— τον ξέρουν οι παλαιοί Κοζανίτες — και δεμένο τον έσερναν μέσα στην πόλη. Κάποιοι άνανδροι Κοζανίτες, που όταν εκείνος ήταν στα πράγματα κάθονταν κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σαν χτυπημένο σκυλί να τον μεταφέρουν στην πόλη, τον έφτυναν. 



Τον πιάσανε λοιπόν και σε άθλια κατάσταση τον έριξαν στη φυλακή. 

Όταν το έμαθα στενοχωρήθηκα (παρόλο που με είχε πολεμήσει άγρια). Πήγα στις φυλακές για να τον δω. Οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν με επέτρεπαν να μπω. 



— Σε αυτόν έρχεσαι και του φέρνεις φαγητό; Όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να τού δώσεις, μου είπαν.

— Όπως ερχόμουν σε εσάς και έφερνα φαγητό στη φυλακή και όχι δηλητήριο, το ίδιο θα κάνω και σε αυτόν τον φυλακισμένο, 

τους απάντησα. 



Με άφησαν και μπήκα. 

Όταν άνοιξε η πόρτα και με είδε, έκλαψε. 

Ήταν σε άθλια κατάσταση. Και είπε:



— Πάτερ Αυγουστίνε, εσύ ήλθες να με δεις! Ούτε η γυναίκα μου, ούτε τα παιδιά μου δεν με επισκέφτηκαν. 

Τώρα πιστεύω, ότι υπάρχει Χριστός!



Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης


Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

Το Βάπτισμα Γ΄ Κατήχησις - Αρχιμ Επιφάνιος Χατζηγιάγκου Φλώρινα !


Γιάννης Πάριος και άλλοι Έλληνες Καλλιτέχνες στην Αλβανία του Ε Χότζα! (Ελληνικούς Υπότιτλους)






Η σελίδα μας σας προσφέρει ένα μοναδικό ιστορικό βίντεο με ελληνικούς υπότιτλους από το Αλβανικό Αρχείο- Ταινιοθήκη.

2 Ιουλίου 1978. Ομάδα Ελλήνων Καλλιτεχνών επισκέπτονται την Αλβανία στα πλαίσια βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Χορευτές και τραγουδιστές αποτελούν την ομάδα. Μεταξύ αυτών, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Γιάννης Πάριος, η Πολίνα, Θεόδωρο Κρίτα, Στυλιανός Μπέλλος και τον Θανάση Πολυκανδριώτη  κ.α.
Η περιοδεία ξεκίνησε από τους Αγίους Σαράντα και συνεχίστηκε στο Αργυρόκαστρο, Δρόπολη, στην υπόλοιποι Αλβανία και έκλεισε στην Κορυτσά.
Φυσικά την διαδρομή αυτή το Κομμουνιστικό Καθεστώς το χρησιμοποίησε προπαγανδιστικά στο εσωτερικό της χώρας καθώς σε κάθε πόλη πήγαιναν τους επισκέπτες σε διάφορα σημεία όπως μουσεία κ.α για να θαυμάσουν τα θαύματα και τα επιτεύγματα του κομμουνισμού. Την ίδια στιγμή ο κόσμος υπέφερε. Αυτή είναι η όψη του κομμουνισμού δεν υπάρχει χειρότερο πολιτικό σύστημα και πρέπει να εξαφανιστεί από προσώπου γης αυτή η ιδεολογία που στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον άνθρωπο και την ελευθερία του. Εμείς το βιώσαμε σε κανέναν δεν το ευχόμαστε να το βιώσει.  
Faqja jonë ju ofron një video historike me titra greqisht nga Arkvi i Filmit Shqiptar.

Në dt 2 Korrik 1978, një grup artistësh Grek vizituan Shqipërinë në kontekstin e përmirësimit të marrdhënieve ndërmjet dy vendeve. Kërcimtarë dhe këngëtarë janë pjesë të këtij grupi. Ndër ta Jorgo Kacaros, Jani Parios, Polina, Theodhor Krita, Stilianos Bello , Thanasi Polikandhrioti etj.

Kjo vizitë filloi në Sarandë dhe vazhdoi në Gjirokastër, Dropull në të gjithë Shqipërinë me stacion të fundit Korçën. Natyrisht ky udhëtim u përdor për propagandë të brendshme nga sistemi. Në çdo qyteti vizistorët vizitonin pika të rëndësishme si muzeun etj me qëllim që vizitori të mrekullohej me mrekullitë e komunizmit. Në të njejëtn kohë populli vuante. Ky është aplikimi dhe fytyra e vërtetë e komunizmit  i cili është sistemi më i keq politik dhe do të ishte mirë të zhdukej nga faqja e dheut kjo ideologji antihumane që kthehet kundër njeriut dhe lirisë së tij. Ne e jetuam, urojmë që askush tjetër të mos e jetojë.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

LETËR NGA FSHATI QË REFUZON TE FLASË SHQIP



 Nga Eleana Zhako
I nderuar bashështetas shqiptar i Top Channelit,
Të shtunën u transmentua në Top Channel një emision për fshatin Derviçan të Dropullit, nga seria “Fshatra në Shqipëri”, me titullin “Derviciani, fshati që refuzon shqipen” nga gazetarja Ilnisa Agolli.

Porsa pashë titullin bombastik në linkun e kanalit në youtube, mendova ububu, kush ishte ky gjëmëmadh apo gjëmëmadhe, që na nxori bojën. Kjo fjalë, më është fiksuar nga leximet e hershme të veprave të Kadaresë, atëherë kur lexoja pothuajse shqip dhe pakëz greqisht.
Në përshkrimin e vendosur në link, i cili brenda pak orëve pati më shumë se 10.000 shikues, thuhet: “Për shkak të minoritetit etnik grek në zonën e Dropullit të qarkut Gjirokastër, ngjall jo pak interes për t’u vizituar fshati më i madh aty. Derviciani! E çuditshme është se aty hasesh me vështirësi të mëdha komunikative edhe pse je në tokë shpiptare. Banorët njohin të dyja gjuhët, por shqipen e refuzojnë. Megjithatë, aty ka ende kode komunikimi”. Gazetaren në fjalë nuk e njoh, as di nëse, para se të nisej për Dropull, kish marrë udhëzime të qarta, se ku ta fokusonte emisionin. Fjalët kyçe “tokë shqiptare”, “minoritet etnik grek”, “vështirësi të mëdha komunikative”, do të mjaftonin për të joshur me mijëra shikues.
Në ndryshim nga emri zyrtar, derviçanjotët i thonë fshatit të tyre Derviçan, pa i- mes ç-së dhe a-së. Gazetarja i drejtohet një burri të moshuar me pyetjen “Flisni shqip?”. Shoh se kalimtari i parë ishte Mili, i cili për t’iu shmangur kamerës, parapëlqeu të mos bëzante. Ky ishte i dyshuari i parë, agjenti i parë grek. Më pas kamera ndalet te një tjetër kalimtar, i cili me një shqipe të rrjedhshme, u tregua më kavalier ndaj pyetjeve të gazetares. Gazeterja e fillon komunikimin me: “Tani ju jeni minoritet etnik grek, si është kjo puna”. Kalimtari i përgjigjet, që “si çdo shtet, që ka minoritet”, për t’i lënë të kuptojë, që Shqipëria nuk përbën ndonjë përjashtim. Rënien e një borie dhe trembjen, që shkaktojnë dritat e makinës, kur bien mbi fytyrën e të intervistuarit, gazeterja e interpreton si “refuzim për të folur shqip” ose “frikë për të folur shqip”. Çdo komunikim me shikuesin e paraprin me “Banorët e Dervicianit nuk lejojnë të flitet shqip”. E tronditur nga ky zbulim ngjethës, gazetarja interviston një sërë plakash pa dhëmbë, të cilat qëllimisht s’kuptonin fjalorin e thjeshtë të gazetares, dhe largoheshin tinëz. E vendosur për ta kryer misionin deri në fund, arrin të gjejë ish-mësuesin e fshatit, tashmë 85 vjeçar, për t’u marrë vesh me të si shqiptarja me shqiptarin. Ai i flet për historinë e Derviçanit, marrëdhënien me fshatin fqinjë Lazaratin, ku ai kishte punuar si mësues, dhe detaje të tjera rreth dropullitëve. Por, ndoshta mësuesi Masho s’e pa të udhës që të fliste për vitet e tij të burgut në kohën e komunizmit.
Gazetarja, disi e shqetësuar, që s’po ndeshte ndonjë kope bagëtish, për t’i përçuar shikuesit ndjesinë që ndodhet në një fshat të mirëfilltë, ndesh më në fund një fshatar – bariun. Për fatin e mirë a të keq të gazetares, fshatari jo vetëm, që iu përgjigj pa mëdyshje pyetje të saj në shqip, por edhe i dha, që të përkëdhelte qengjin e tij minoritar. I vetmi etyd paqësor dhe i një bukurie të veçantë, ishte vizita në kishën e fshatit, rreth së cilës gazetarja kishte një informacion të admirueshëm nga një shoqërues vendas.
Shpresoja që ndoshta gazetarja do shkonte edhe në shkollën e fshatit, e cila është shkolla më e madhe e zonës së Dropullit, por nxënësve nuk iu desh të kalonin testin linguistik dhe gjenetik të Top Channel-it. Në të njëjtën shkollë dikur ka dhënë mësim edhe Sterjo Spasse, një prej shkrimtarëve më të njohur shqiptarë, që i përkiste pakicës maqedonase të Shqipërisë. Mund të kërkonin të filmonin një orë mësimi në shqip ose greqisht, të intervistonin ndonjë prej mësuesve, por kamera dukej sikur orientohej vetvetiu në pamje gjysmë të errëta dhe mbi fytyra të trembura.
Gjithashtu, në hyrje të fshatit, ngrihet statuja e një prej futbollistëve më të njohur derviçanjotë dhe yjeve të kombëtares shqiptare të atëhershme, Lefter Millos, i cili humbi jetën në një aksident rrugor në Greqi, në vitin 1997. Nëse Millo do të ishte ende gjallë, pyetjet alla dedektive të gazetares, do ta shndërronin në statujë të heshtur. Për një çast i përfytyrova topkanalistët të drejtohen për te varrezat e fshatit, dhe të shokuar nga zbulimi i emrave dhe mbishkrimeve pothuajse ekskluzivisht në gjuhën greke, të kërkojnë të gjejnë qoftë edhe një emër të vetëm në shqip.
Desha t’i thoja, që shumë vite të shkuara, në Derviçan dhe në fshatin ngjitur, në Goranxi, janë bërë xhirimet e filmit të njohur shqiptar, Vitet e Pritjes. Si ide alternative, mund t’i propozoja të kërkonte të shkonte në një nga shtëpitë tradicionale, ku u xhiruan skenat e famshme të kumteve kobzeza, ku tre burra nga fshati u dorëzonin familjarëve, lajmin e vdekjes së të afërmit të tyre në emigracion; të kërkonte ish-kafenenë historike afër kishës, ku u xhirua i njëjti film; të fliste me njerëz të administratës lokale, por edhe me njerëz të thjeshtë, për shpërfytyrimin e arkitekturës tradicionale të Derviçanit, dhe nëse po merren gjë masa mbrojtëse; të shkonte në pallatin e kulturës, që ndodhet në qendër të fshatit, në piaca, siç i thonë vendasit, i cili dikur ka shërbyer edhe si kinema dhe vend koncertesh nga ansamble të ndryshme kombëtare; të intervistonte Jorgo Konomin, një nga shoferët e paktë të autokinemasë të asaj kohe në Shqipëri; të shkonte në ambulancën e fshatit, ku mund të fliste shumë lirshëm shqip me personelin mjekësor; të pyeste për lidhjet e banorëve të Derviçanit me Gjirokastrën, që i ndan një distancë prej më pak se shtatë kilometra, dhe që pjesa më e madhe e burrave të fshatit punonte në qytet gjatë kohës së komunizmit; mbi lidhjet me Janinën, që është qyteti më i afërt i Greqisë, dhe që tradicionalisht këto dy qytete kanë qenë qendrat më të afërta urbanistike me krahinën e Dropullit.
Por, në të kundërt, qëllimi i topkanalistëve, nuk ishte rrëfimi i këtij fshati, i zakoneve lokale, i kuzhinës tradicionale, veshjeve dhe gjithfarë kurioziteti tjetër, që lidhet me gazetarinë e udhëtimit, por ekspertiza e vetëdijes së tyre gjuhësore dhe kombëtare në thembër të Shqipërisë.
Emisione të tilla, që zgjedhin në mënyrë kaq të përciptë dhe tinëzare njëkohësisht, të çorientojnë shikuesin, duke u përqendruar në detajin e etnisë së huaj dhe duke i prezantuar banorët e një fshati të caktuar, si bukëshkalë, armiqësorë dhe të bujtur në tokën e shqiponjave, nuk synojnë në njohjen e tjetrit dhe bashkekzistencën e kulturave të ndryshme, por në kultivimin e një race të veçantë: atë të klikuesve militantë.
© 2020, Eleana Zhako. Të gjitha të drejtat të rezervuara. Ndalohet rreptë kopjimi pa lejen e autores.