Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Η ΔΑΡΔΑ ΚΟΡΥΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ - Dardha e Korçës dhe veshjet e saj.

 



Η ΔΑΡΔΑ ΚΟΡΥΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ

 

Ή Δάρδα, στην οροσειρά τού Μοράβα, 18 χιλιόμετρα έξω) από την Κορυτσά, δεν έχει ζωή πολλών αιώνων. Ή ϊδρυσίς της συμπίπτει, με τη δραματική εποχή τού έξισλαμισμοϋ, αρχές τοΰ 18ου αίώνος, όταν χωρίσανε τά πρόβατα από τά ερίφια.

Με τραγική άψέλεια μάς διασώζει την παράδοσι ό Παπα-Σπΰρος Ζέγκος . "Οταν τό κακό έσφιγγε και ό ένας βλέποντας τον άλλον άφηνε την πίστι τών πατέρων του κι ό ένας σωρός λιγόστευε καί ό άλλος σωρός απειλητικά μεγάλωνε, ό ίερεύς του χωρίου Άρεζα είπε μια Κυριακή στους μαζεμένους στο νάρθηκα τής εκκλησίας χωριανούς του, πού από Κυριακή σέ Κυριακή λιγόστευαν.

« Αδελφοί μου, βλέπετε τριγύρω μας τι γίνεται εις τά άλλα χωρία.

»'Εγώ δεν ημπορώ τίποτε άλλο νά σάς είπώ παρά μόνο νά σάς παρακαλέσω όλους, όπως εμένα μέ άφησετε έλεύθερον νά κάμω όπως

» κρίνω διά τον εαυτό μου, ώς και διά την οικογένειαν μου.

»  θά άφησω την οικίαν μου καί την περιουσίαν μου θά πάρω την οίκογένειάν μου καί θά φύγω, "Ας κάμη ό καθένας, όπως κρίνή.

» Όποιος θέλει άς μέ άκολουθηση. Ό καθένας άς είναι έλεύθερος.

»'Εγώ τούτο τό όποιον σάς είπα τό ζητώ διά τον εαυτό μου καί την

» οίκογένειάν μου.           '

Άφησε ό Παπα-Ζέγκος την Άρεζα, τόν ακολούθησαν καί άλλοι, καί εγκαταστάθηκαν σ' ένα τόπο μιά ώρα μακρύτερα, πού ήταν στάνη προβάτων σέ ύψόμετρο 1.300 μ. Έκεΐ σέ μιά μεγάλη απιδιά (dardha), πού τόν ξερό κορμό της θυμόταν άκόμη στά 1912 ή γριά Σωτήραινα Κατεπάνου καταυλιστήκαν οί πρόσφυγες Άρεζιώτες (Άρεζα = καρυδιά) καί λίγο - λίγο όλο και μαζεύονταν από τά γύρω εξισλαμισμένα χωριά κι άλλοι χριστιανοί κι εφεραν μαζί τους ο,τι μπόρεσαν να πάρουν καί στο ιδρωμενο μέτωπό τους τό στέφανο τής εμμονής τους στή θρησκεία των πατέρων τους. Τον τόπο αυτόν κοντά στην αχλαδιά τον ονόμασαν Δάρδα.

Ο μεταδοτικός εξισλαμισμός προχωρούσε μέσα σε λίγα χρονιά με βήματα πανούκλας. Έτσι η Νικολίτσα άλλοτε έδρα επισκοπής — σώζονται τά ερείπια τού Μητροπολιτικού Ναού τού Αγίου Νικολάου — διαιρέθηκε σε μουσουλμάνους καί χριστιανούς (στά 1926 είχε 91 Μουσουλμ. 127 χριστ.).

Στήν Αρεζα έγιναν ολοι Μουσουλμάνοι (στα 1926 κάτοικοι 524).

Σώζονται ακόμα τά ερείπια των ναών Άρχαγγ. Μιχαήλ καί Άγ. Αθανασίου.

Από αλλα χωριά — ερείπια σήμερα — έμεινε μόνο η ανάμνησις της χριστιανικής τους υπάρξεως, όπως τό Μποζοβίτσι. Κίναμι. Τσέτα καί τό περίφημο Λινοτόπι με παράδοσι αγιογραφική.

Αλλ’ άς αφήσωμε τή μελαγχολική αφήγησι γιά τά ερείπια καί άς

έρθουμε στήν ολοζώντανη Δάρδα, πού η εργασία τών νέων κατοίκων της από τά τουρκεμένα χωριά, την έκαμε ένδοξη.

Η προνομιακή θέσις της καί τό μαγευτικό της κλίμα σε διάστημα διακοσιων ετών εκαμε ωστε στον κορμό τής γέρικης αχλαδιάς νά μαζευτούν 1014 κάτοικοι (στά 1926). Χτισμένη αμφιθεατρικά με τά αρχοντικά της τά διώροφα -καί τά τριώροφα. με τά κρυστάλλινα νερά της και τούς γερούς κατοίκους της — «ό νέος γίνεται πιο νέος, ό όμορφος πιο όμορφος καί ό υγιής υγιέστερος» — , έπαιξε τον ιστορικό της ρόλο.

Οί φίλεργοι κάτοικοί της εργάζονταν σ’ όλη τή Βαλκανική τά προγονικά τους επαγγέλματα υλοτομία, άνθρακοεμπορία, ξυλουργία, ξυλεμπόρια στήν Ελλάδα, Τουρκία, Αλβανία, Σερβία. Ρουμανία καί Βουλγαρία.

"Οπου δάση καί Δαρδιώται, Καί έμεινε παροιμιώδης ό πέλεκυς τοΰ Δαρδιώτη (Spat e Dhardharit).

Ή οικονομική ευμάρεια βρήκε διέξοδο στη φιλομουσία καί τή σύστασι φιλανθρωπικών καί φιλεκπαιδευτικών σωματείων στη Δάρδα καί στο εξωτερικό. Ένδοξο τέκνο τής Δάρδας ό Μητροπολίτης Λαρίσης Πολύκαρπος ό Δαρδαίος, πού έπεσε θύμα τής παλληκαριάς του. μέλος τής Φιλικής Εταιρείας, άποκεφαλισθείς άπό τον Μαχμούτ Πασιά Δράμαλη στη γέφυρα τού Πηνειού, στη Λάρισα (17 Σεπτεμβρίου 1821).

Ή Δάρδα ήταν πετράδι στο στέμμα τής πλούσιας Μητροπόλεως τής Κορυτσάς, τής τόσο φημισμένης για τον πλούτο, ώστε στο Φανάρι (Κωνσταντινουπόλεως) έλεγαν: «Κάλλιαν Κορυτσάς παρά Πατριάρχης».

*

 

Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΔΑΡΔΑΣ       ·

Μαντήλι μαύρο ή καφέ δεμένο πίσω.

Μεσοφόρι ψιλό άπ’ οτιδήποτε ύφασμα μεταξωτό, βατίστα, χασέ με πιέτες σά φουρό.

Φόρεμα μακρύ ως τον αστράγαλο, μάλλινο ψιλό καφέ ή λαδί ή βαθύ πράσινο ή μπλέ. Γαρνίρεται δύο πόντους πάνω από τό στρίφωμα μέ μία φάσα χρώματος μπλε. Φέρει μακρυά μανίκια, φουσκωτά στους ώμους, μέ μπλε ρεβέρια. Άλλα πάλι φορέματα στα μανίκια γαρνίρονται μέ δυό αποχρώσεις.

'Έχει άνοιγμα εμπρός, πού φτάνει μέχρι τή μέση και κουμπώνει μέ κόπιτσες και τελειώνει μ' ένα όρθιο γιακαδάκι τρεις πόντους (γκρίκασι).

Τό άνοιγμά του τελειώνει μέ σουροτές δαντελίτσες. Αυτό είναι τό φουστάνι.

Τσιμπούνι, μάλλον χοντρά σαγιάκι, όμοιο μέ τό χρώμα πού έχουν οί γαρνιτούρες τού φορέματος, χωρίς μανίκια.

Στά τελείωμα τής μασχάλης είναι γαρνιρισμένο μέ τρεις σειρές κόκκινο γαϊτάνι επίσης και ή μοναδική δεξιά τσέπη. Τά μπροστινά μέχρι τό γόνατο πάλι μέ τρεις σειρές κι από κεΐ και κάτω και γύρω-γύρώ στον ποδόγυρο μέ τέσσερις σειρές.

Τό τσιμπούνι άπό τό φουστάνι και ακριβώς πάνω άπό τή φάσα του κοντεύει πάλι δύο πόντους.

Τό στήθος τού τσιμπουνιοΰ. ή τραχηλιά έχει διάφορα σχέδια κεντήματος μέ χρυσή κλωστή, πότε σέ δύο και πότε σέ τρεις σειρές. 

Ποδιά (μεσάλι) άπό κόκκινη τσόχα μέ κεντήματα από μαύρο γαϊτάνι. Άπό μέσα είναι φοδραρισμένη. Φοριέται περίπου πέντε πόντους πάνω άπό τό τσιμπούνι.

Κεμέρι (ζώνη) φαρδειά δέκα πόντους άπό μεταξωτό ύφασμα πάνω άπό τήν ποδιά πού κουμπώνει μπροστά μέ δυο - τρεις κόπιτσες.

Παύτες. Πάνω άπό τό κεμέρι φοριούνται οι παύτες (θηλυκωτάρια) φλωροκαπνισμένες ή ασημένιες μέ πέτρες: κόκκινες ρουμπινί ή πράσινες, έργα κουγιουμπζήδων, πού στερεώνονται επάνω στο κεμέρι μέ μια ζώνη φάρδους τεσσάρων πόντων ύφαντή μέ χρώματα γαλανόλευκα εύζωνικά - ελληνικά καί ύφασμένο τό όνομα τής κάθε νύφης. Τό υπόδειγμα πού περιγράφεται είχε τό όνομα Άθηνά Κ. Κιαφούλη 1901.

Μαντήλια. Άπαραιτήτως οί νιφάδες τής Ντάρδας φορούσαν καί δυό μαντήλια μεταξωτά στά δύο πλάγια της μέσης, πού τά περνούσαν μέσα άπό τό κεμέρι γιά νά στερεωθούν καί κρεμιόταν ώς τά μισά τής ποδιάς.

Κιουστέκια. Γιά κοσμήματα φορούσαν κιουστέκια, διπλές καί τετραπλές άλυσσιδίτσες άσημένιες ή επίχρυσες, πού άλλες αρχίζαν άπό τό λαιμό καί περνούσαν τις παύτες καί γύριζαν πίσω καί στερεώνονταν  στη ζώνη ένώ άλλες πάλι από την αντίθετη πλευρά ξεκινούσαν από τις παύτες και χυνόταν ώς τό γόνατο. Αυτό τό πλήθος καί το μάκρος των άλυσσίδων έδινε στις Νταρδιώτισσες μια καπετανίστικη χάρι και λεβεντιά.

Τσοράπες (κάλτσες) πλεκτές μάλλινες μέ διάφορα χρώματα, πού έδιναν την εντύπωση ουράνιου τόξου (άλιβέρι).

*

Οί ποδιές γινότανε στην Κορυτσά. Τά τσιμπούνια στην Ντάρδα. Τα κεμέρια τά φέρνανε άπό τή Θεσσαλονίκη. Ή ύφασμένη μέ τά ονόματα των νυψάδων γινόταν στο Μεσολόγγι. Τό σαγιάκι τό δίνανε σε βιλάρι (τόπι) οί ένδιαφερόμενες στους τερζήδες.

Τερζήδες ήταν στις άρχές τού αίώνος μας στην Ντάρδα ή Ουρανία Κτώνα  ό Βασίλειος Λάτσης και ό Γκάκιο Τόντης. Ή φορεσιά,, πού είναι γνωστή μέ τό όνομα φορεσιά Δάρδας φοριέται, εκτός άπό τή Δάρδα, στην Σινίτσα, Κιουτέζα, Μπραντβίτσα.

 

 

Η ΔΑΡΔΑ σε φωτογραφίες του Θύμιου Ράτση 1918 - 1952 " .

Ο Θύμιος Ράτσης (1886-1966) ήταν ένας φωτογράφος που έδρασε στο πατρικό του χωριό ΔΑΡΔΑ . που βρίσκεται στα βουνά της νοτιοανατολικής Αλβανίας κοντά στην Κορυτσά.

Γεννήθηκε στην Δάρδα . όπου παρακολούθησε το Ελληνικό δημοτικό σχολείο. Στην ηλικία των δεκαπέντε, μετανάστευσε στη Ρουμανία σε αναζήτηση εργασίας. όπως έκαναν πολλοί νέοι από την περιοχή εκείνη την εποχή. Με την επιστροφή του στην Αλβανία. εργάστηκε ως τενεκετζής στην Κορυτσά πριν από τη μετάβαση πίσω στο χωριό του. Εκεί έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας από τον Πέτρο Κατσαούνη, ο οποίος όταν μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1910. άφησε στον Θύμιο την φωτογραφική κάμερα και το υλικό του. Το 1911 συναντάται στη Δάρδα κατάστημα που φέρει την ονομασία "Θύμιος Ράτσης - Φαναρτζής και Φωτογράφος».           

Οι φωτογραφίες του Ράτση είναι ως επί το πλείστον οικογενειακές, πορτρέτα, γάμοι, παιδιά και κοινωνικές εκδηλώσεις μέσα και γύρω από το χωριό.

Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι οι μόνοι άλλοι φωτογράφοι στην Αλβανία της εποχής εκείνης ήταν στις πόλεις της Σκόδρας και την Κορυτσά. δεν μπορεί κανείς να μην εντυπωσιαστεί από το πνεύμα της επιχείρησης.

Έκπληξη για τον εξωτερικό. παρατηρητή είναι το υψηλό επίπεδο ευημερίας. της κοινωνικής προόδου και εκδυτικισμού που συναντά κανείς στο χωριό Δάρδα εκείνη την εποχή.

»

• Επιμέλεια αφιερώματος Δάρδας: Φίλιππος Π. Γιωβάννης..

Dardha e Korçës dhe veshjet e saj.

 

Dardha në vargmalin e Moravës, 18 kilometro nga Korça, nuk ka një jetë prej shumë shekujsh. Themelimi i saj përkon me periudhën dramatike të konvertimit në islam, fillimet e shek të 18-të, kur dhe u ndanë delet nga dhitë.

Me një rrëfim tragjik na i shpëton këtë traditë papa Spiro Zengo. “Kur e keqja po shtrëngohej dhe njëri duke parë tjetrin linte besën e etërve të tij dhe njëri grup zvogëlohej dhe grupi tjetër rritej në mënyrë kërcënuese, prifti i fshatit Arrëz iu tha një të dielë të mbledhurve në narteksin e kishës, bashkëfshatarëve të tij, që nga e diela në të dielë pakësoheshin.

 

“Vëllezërit e mi, e shikoni se çpo bëhet rrotull në fshatrat e tjerë.

Unë nuk mund t’iu them asgjë tjetër përveç se t’iu lutem të gjithëve që të më lini të lirë të veproj  ashtu siç mendoj për veten time dhe familjen time.

Do ta le shtëpinë time dhe pasurinë time, do të marr familjen e do të shkoj. Le të bëjë secili ashtu si gjykon.

Ai që dëshiron le të më ndjekë. Secili le të jetë i lirë.

Unë këtë që ju thashë e kërkoj për veten time dhe familjen time.

 

 

E la papa Zengoja Arrëzën, e ndoqën e të tjerë dhe u vendosën në një vend një orë larg, i cili ishte stan delesh, në lartësinë 1.300 m. Atje në një dardhë të madhe, që trupin e saj të thatë e kujtonin akoma deri në vitin 1912 plaka Sotirena Kapetanu krijuan kamp refugjatët e Arziotëve (nga fjala arrë) dhe ngadalë-ngadalë mblidheshin më shumë nga fshatrat e konvertuara në myslymanë dhe të krishterë të tjerë dhe sollën me vete ato sa mundën që të merrnin dhe në ballin e tyre të djersitur kurorën e këmbënguljes së tyre në feja e etërve të tyre. Këtë vend pranë pemës së dardhës i quajtën Dardhë.

Konvertimi transmetues ecte brenda disa viteve me hapat e  murtajës. Kështu Nikolica, dikur qëndër episkopale- shpëtohen gërrmadhat e Kishës Mitropolitane të Shën Nikollës  – u nda në myslymanë dhe të krishterë (në vitin 1926 kishte 91 Myslymanë, 127 të krishterë).

Në Arrëz u kthyen të gjithë në myslymanë ( në vitin 1926 ishin 524 banorë).

 

  Shpëtohen akoma rrënojat e tempujve të Kryeëngjëllit Mihail dhe Shën Athanasit.

Nga fshatrat e tjerë- sot rrënoja – mbeti vetëm kujtimi i ekzistencës së tyre të krishterë, si Bozdoveci, Qinami, Çeta dhe Linotopi i famshëm me një traditë në ikonografi.

 

Por le të lemë rrëfimin melankolik për rrënojat dhe le të kthehemi sërish në Dardhën e gjallë, ku puna e banorëve të saj, krahasuar me fshatrat e turqëruar, e bëri të lavdishme.

Vendi i privilegjuar dhe klima magjike në një periudhë 200 vjeçare bëri që në trupin e dardhës plakë të mblidheshin 1014 banorë (në vitin 1926). E ndërtuar në mënyrë amfiteatrike me shtëpitë tradicionale dy katëshe – dhe trekatëshe, me ujërat e pastër të saj dhe banorët e saj të fortë- “i riu bëhet më i ri, i bukuri më i bukur dhe i shëndetshmi më i shëndetshëm” -, luajti pjesën e saj historike.

Banorët e saj punëtorë, punonin në të gjthë Ballkanin profesionet e tyre të trashëguar, prerja e drurëve, tregtia e qymyrdrurit, zdrukthtari, tregëti druri, në Greqi, Turqi, Shqipëri, Serbi, Rumani dhe Bullgari.

“Atje ku kishte pyje kishte dhe dardharë, dhe nga kjo mbeti fjala e njohur, spata e dardharit.

Mirëqënia ekonomike gjeti rrugëdalje në artdashja e tyre dhe krijimi i grupeve filantropike dhe dashamirëse të arsimit, në Dardhë dhe jashtë shtetit. Bir i lavdishëm i Dardhës, Mitropoliti i Larisës Polikarp Dardhioti, që ra viktimë e trimërisë së tij, anëtar  i Filikis Eterias, që iu pre koka nga Mahmut Pasha Dramali në urrën e lumit Pinio në Larisa më (17 Shtator 1821).

Dardha ishte një gur i çmuar  i Mitropolisë së Pasur të Korçës, të kaq shumë të njohurës për pasurinë, sa në Fanar (Konstandinupojë) thonin: “Më mirë (Mitropolit)  i Korçës se sa Patrik”

*

 

 

Veshja e Dardhës:

Shamia, e zezë ose kafe e lidhur prapa.

Mesofor, i lartë nga çdo lloj bezeje mendafshi, kambriku, haseje, me pala  e fryrë.

Fustan i gjatë deri në kyçi i këmbës, prej leshi e hollë, kafe ose bojë vaji ose e jeshile e errët ose blu. Zbukurohet me dy gisht mbi anën me një fashë ngjyrë blu. Mban mëngë të gjata, të fryra në supet, me palosje ngjyrë blu.

Por sërish fustanet në mëngë zbukurohen me dy nuanca.

Është e hapur përpara, e cila arrin deri në mes dhe kopsitet me kopsa dhe mbaron me një jakë që qëndron drejt tre centimetro.

 

E hapura e tyre mbyllet me dantella të tendosura. Kështu pra është fustani.

Xhaketa, kryesisht shajak i trashë, i ngjashëm me ngjyrën që kanë zbukurimet e fustanit pa mëngë.

 Në fund të sqetullës është e zbukuruar me tre radhë gajtan të kuq gjithashtu dhe në xhepin e vetëm në të djathtë. Të përparmet deri në gjuri, sërish janë zbukuruar me tre radhë dhe që prej atje dhe rreth e rrotull qarkut të këmbës me katër radhë.

Xhaketa nga fustani dhe pikërisht mbi fashën e tij është dy centimetra më e shkurtër.

Gjoksi i xhaketës, qaforja ka zbukurime të qëndisura me fije ari, herë në dy e herë në tre radhë.

 

 

 

 

Mësalla është prej cope të kuqe me të qëndisura nga gajtani i zi.

Nga brenda është e rreshtuar. Vishet përafërsisht pesë centimetro mbi cibunin.

Qemerja (brezi) i trashë dhjetë centimetro prej cope mendafshi mbi mësallën që kopsitet para me dy deri tre kopsa.

 

Paftat: Mbi qemeren vishen paftat me ngjyrë floriri të tymosur ose prej argjendi me gurë:  rubin të kuq ose jeshil, punime prej argjendari, që fiksohen sipër mbi qemer me një rrip të gjërë katër centimetro të qëndisur me ngjyra bojëqelli të bardha evzonika-greke dhe të qëndisur emrin e çdo nuseje. Shembulli që përshkruhet ka emrin Athina K. Qiafuli 1901.

Shami.

Nuset e Dardhës duhet të vishnin me patjetër dy shami mëndafshi në dy anët e mesit, të cilat i kalonin nga qemeri për ti fiksuar dhe i varnin deri në gjysma e mësallës.

 

Qystekët. Për stoli vishnin qystekë, zinxhirë argjendi dyshë ose katërsh, ose zinxhirë të lyer me ar, që disa fillonin nga qafa dhe kalonin në paftat e ktheheshin prapa dhe fiksoheshin në brezi, ndërsa të tjera sërish nga krahu i kundërt fillonin nga paftat dhe derdheshin deri në gju.  Kjo masë dhe gjatësi zinxhirësh iu jepte dardhareve një hijeshi prej kapedaneje dhe dukeshin si trimëresha.

 

Çorapet ishin të thurrura prej leshi e ngjyra të ndryshme, që jepnin përshtypjen e një ylberi.

 

 

*

Mësallat bëheshin në Korçë. Xhaketat në Dardhë. Qemeret i sillnin nga Selaniku. Copa me emrat e nuseve bëhej në Mesologj. Shajakun e jepnin në top të interesuarit tek rrobaqepsit.

Rrobaqepës ishin në fillimet e shekullit tonë në Dardhë Urania Ktona, Vasil Laci dhe Gaqo Todi. Veshja që është e njohur me emrin veshje e Dardhës vishet përveç se atje dhe në Sinicë, Qytezë, Bradvicë.

 

 

 

 

 

Dardha në fotografitë e Thimio Racit 1918-1952.

 

Thimio Raci (1886-1966) ishte një fotograf i cili punoi në fshatin e të atit të tij Dardhën, e cila gjendet në malet e Shqipërisë juglindore pranë Korçës.

U lind në Dardhë ku ndoqi shkollën fillore greke. Në moshën 15 vjeçare, emigroi për në Rumani në kërkim të një pune, ashtu si bënë dhe shumë të rinjë të tjerë nga ajo zonë në atë kohë. Me kthimin e tij në Shqipëri, punoi si teneqexhi në Korçë para kalimit në fshatin e tij. Atje mësoi artin e fotografisë nga Petro Katsaouni, i cili kur emigroi në ShBA në vitin 1910, i la Thimios për kujtim, aparatin e tij fotografik dhe materialet e tij. Në vitin 1911 u gjend në Dardhë dyqani  i cili mban emrin “Thimio Raci- Fanarxhis dhe Fotograf”

Fotografitë e Racit ishin në të shumtën e rasteve familjare, portrete, martesa, fëmijë dhe evente shoqërore brenda dhe jashtë fshatit.

Mgjth atë nëse marrim parasysh faktin se të vetmit fotografë të tjerë në Shqipërinë e asja kohe ishin në qytetet e Shkodrës dhe Korçës nuk mundet dikush të mos impresionohet nga fryma e biznesit.

Surprizë për vëzhguesin e jashtëm është niveli i lartë i mirëqënies, i përparimit social dhe frymës perendimore që gjen dikush në fshatin e Dardhës në atë kohë.

 

Përgatiti Dedikimin mbi Dardhën Filip Jovani.

 

Përktheu: B

Pelasgos Koritsas

2020

 

 

 




Dardhë: 1934. Shkolla dhe Kisha e Dardhës: Fotografi Thimio Raci

Dardha: 1926-1935. Fotografia Thimio Raci

Dardhë 1930 Theofania, Fotografi Thimio Raci

Dardhë. Çifte në borë 1931. Fotografi Thimio Raci

Dardhë 1930. Pesë Gra. Fotografi Thimio Raci

Dardhë 1931. Dasma e Fotografit Thimio Raci

Dardhë 1930-31. Karnavalet. Fotografi Thimio Raci

Dardhë. Shkolla 1918. Fotografi Thimio Raci. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1417) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (251) Β Ήπειρος (238) ορθοδοξία-orthodhoksia (231) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)