Μερλιέ Οκτάβ
Με επευφημίες και τραγούδια συνοδεύει στον τάφο η Ελλάδα τις μεγάλες φωνές που σωπαίνουν για πάντα. Τι ωραία φιλοφροσύνη για τον πανηγυρισμό, ύστερ απὸ την επικήδεια τελετή. Της εισόδου του Λόγου στο βασίλειο της δόξας!
Όταν, το 1952, πέθανε ο μεγάλος Βεάκης, η σορός του πέρασε, μόλις τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, μέσα από να πλήθος που χειροκροτούσε για τελευταία φορά, όπως στο τέλος μιας από τις συγκλονιστικές παραστάσεις του, τον τραγικό ηθοποιό που δεν θα τον ξανάκουγε πια.
Όταν το 1943, στην κατοχή, πέθανε ο βάρδος του ελληνισμού Κωστής Παλαμάς, ο λαός της Αθήνας, με επικεφαλής τον Άγγελο Σικελιανό, τον συνόδεψε ως τον τάφο του κι άφησε να αντιλαλήσει πάνω από το λείψανό του, τη στιγμή της ταφής του, ο εθνικός ύμνος· και τραγουδήθηκε τόσο δυνατά απ αυτὸ το ποτάμι των φωνών, που ακούστηκε ως τους πρόποδες της Ακρόπολης.
Στο Γιώργο Σεφέρη επιφυλάχτηκε μία άλλη τιμή. Οι πολυάριθμοι νέοι που ρθαν φέρνοντάς του ο καθένας ένα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω από το φέρετρό του, την ώρα που το οδηγούσαν στο κοιμητήριο, ένα από τα μελοποιημένα ποιήματά του.
Να μιλήσω για μίαν άλλη ανώνυμη τιμή; Έχω χαρισμένο από τον Γιώργο Κατσίμπαλη, ένα στιλέτο, που, πάνω στη λάμα του, αυτός που το φτιαξε, έχει χαράξει τούτους τους δυό στίχους:
«Κοπέλλα μαυρομαντηλού, μην παίζεις με τα ψάρια,
μπορεί μαχαίρια να γινούν και σφάζουν παληκάρια.»
Υπογραφή: «Σεφέρης».
Οι Μεγάλοι Έλληνες ποιητές δεν έχουν ηλικία
Ναι. Οι μεγάλοι ποιητές της σημερινής Ελλάδας είναι σαν τις λέξεις – θεμέλια της γλώσσας τους: η γέννησή τους φτάνει ως τις αρχές του ελληνισμού.
Ενώ ο Καβάφης (1863-1933) ειν ἕνας Αλεξανδρινός της ελληνιστικής εποχής, ο Σικελιανός (1884-1951), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Σολωμός (1798-1857) είναι όλων των εποχών. Ακόμη και ο Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει μ ἕναν δευτέρας τάξεως εθνικό θεό χαμένον ανάμεσά μας. Έχοντας με τρόπο αξιοθαύμαστο επιζήσει της καταστροφής του ναού του, που, χωρίς άλλο, μεταμορφώθηκε σε παρεκκλήσι αγίου, σε χρόνια πολύ μακρυνά, κατόρθωσε να μείνει ζωντανός ως τις ημέρες μας, αφού προηγουμένως κρύφτηκε ανάμεσα στους αναχωρητές και τους Πατέρες της Εκκλησίας· κι ύστερα ανακατεύθηκε -αγνώριστος και φίλος- με τους παλιούς μοναχούς, τους σοφούς και φρόνιμους του αιώνα του.
Ο Γιώργος Σεφέρης έχει γεννηθεί, όπως αναφέρουν τα Ληξιαρχικά Βιβλία, το 1900, στην αρχή, δηλαδή, του αιώνα. Για μένα η γέννησή του φτάνει ως τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού. Είναι σύγχρονος του Ελπήνορα, των συντρόφων του Οδυσσέα -που φάγανε τ ἀργοκίνητα κοπάδια του Ήλιου-, σύγχρονος του Ορέστη, που σκόνταψε στις πέτρες των Μυκηνών· σύγχρονος της Ελένης, που ξέρει καλά πως δεν έφτασε ποτέ στην Τροία: «Στις Μυκήνες, λέει, σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα μ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της…». Είναι σύγχρονος του Οιδίποδα, της Αντιγόνης, του Σωκράτη…
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν ἀντικρύσετε τον ήλιο».
«Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν ἀντικρύσετε τον άνθρωπο».
Παράξενη μοίρα να είσαι, να έχεις γεννηθεί έλληνας και να εξακολουθείς να είσαι άνθρωπος που εδώ και 80 γενεές οικοδόμησε τον Παρθενώνα. Το μεγαλείο του ποιητή συνίσταται στο ότι δοκιμάζει αν αξίζει τη μοίρα του. Η αγωνία του συνίσταται στο ότι αμφιβάλλει, πάντα, αν είναι άξιος αυτής της μοίρας. Συνίσταται στο ότι αναρωτιέται, αν ο τόπος και οι άνθρωποι είναι ίδιοι, αν κάτω από τη φθορά των αιώνων λησμόνησαν οι άνθρωποι κι έχασαν τη συνείδησή τους.
Θα ιδούμε ότι, γι αὐτόν, το ν ἀμφιβάλλει και να αισθάνεται την πληγή του, σημαίνει να βεβαιώνει, ήδη, την ύπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, να δεχτεί να ξαναντυθεί τον εξουθενωτικό χιτώνα του Νέσσου -την παράδοση· πρέπει να δεχτεί να κρατήσει στ ἀδύνατα χέρια του τη μαρμάρινη κεφαλή, που το βάρος της θα του τσακίσει τους ώμους. Θα περπατήσει ανάμεσα στις παλιές ακρωτηριασμένες πέτρες απ τὶς οποίες είναι γεμάτη η ελληνική γη, αναζητώντας το χαμένο τόπο όπου γεννήθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εξαντλημένος, θα ψάξει να βρει καταφύγιο μέσα στις στέρνες της σιωπής, για ν ἀκούσει, μέσα εκεί, τη φωνή της ψυχής, ενώ, πάνω στις πλάκες που τις σκεπάζουν, θα τρέχουν τα πολυθόρυβα βήματα των αγκαλιασμένων από τον ήλιο και τη μάταιη ταραχή πόλεων.
Τέτοια είναι, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος, η ελληνική ζωή του Γιώργου Σεφέρη, που θα ήθελα, τώρα, να ανακαλέσω στη μνήμη μας.
Η Γλώσσα, Εργαλείο της Θείας Χάρης
Το δράμα αρχίζει με το Λόγο, με τη Γλώσσα. Γιατί, αν την δούμε μέσα στο χρόνο, η γλώσσα είναι τόσο όμοια και τόσο ανόμοια, όσο και τα νερά ενός ποταμού, που μέσα τους δεν μπορεί κανείς να λουστεί δυό φορές. Και όπως τα νερά ενός ποταμού δεν μπορούν να ξαναγυρίσουν στην κοίτη τους, έτσι δεν μπορεί, τουλάχιστον χωρίς κίνδυνο για το πνεύμα, να σταματήσει κανείς τη γλώσσα και να την ξαναγυρίσει στην αρχική της κοίτη, έστω και αν ακόμη μπορέσει να αναπλεύσει με τη σκέψη του το ρεύμα, το ήρεμο η θορυβώδες, μιας πολυχιλιόχρονης γλώσσας.
Έτσι η παιδεία του σημερινού έλληνα ποιητή οφείλει να κατέχει τη χιλιόχρονη γλώσσα του, να την ακολουθεί στην κίνησή της και το πνεύμα της και να υποτάσσεται στις μορφές και τους κανόνες της σημερινής της χρήσης. Τα υποδειγματικά μεγάλα κείμενα βρίσκονται μπροστά στον ποιητή, γραμμένα από μεγαλοφυΐες ανώνυμες -τέτοια είναι τα δημοτικά τραγούδια της Ελλάδας- η από μεγαλοφυΐες σχεδόν ανώνυμες -τόσο είναι άγνωστες- όπως ενός Μακρυγιάννη. Ο ποιητής έχει καθήκον, όπως έκανε ο Σολωμός, να μάθει να τα διαβάζει· εκεί θα βρει, τότε, όλη την αξιοθαύμαστη βοήθεια από την οποία μπορεί να έχει ανάγκη για να μάθει να γράφει.
«… κάθε λέξη τους, λέει ο Σεφέρης, σκεπάζει με ακρίβεια έναν ορισμένο συναισθηματικό χώρο, όπως τα ακίνητα φύλλα του δέντρου που έχουμε μπροστά μας αφού έσβησε ο ήλιος, σκεπάζουν ένα μικρότερο η μεγαλύτερο κομμάτι του ουρανού και τίποτε άλλο! Ξέρουμε ακόμη ότι η συνάρθρωση αυτών των λέξεων είναι η ατόφια ελληνική φωνή».
Όπως ο Σολωμός -που αντέγραφε δημοτικά τραγούδια απ ὅλες τις περιοχές της Ελλάδας για να μάθει αυτή την πλούσια και τέλεια γλώσσα, την ατόφια ελληνική φωνή- έτσι και ο Σεφέρης χρωστάει, χωρίς άλλο, στην ακούραστη μελέτη της ελληνικής δημοτικής, την ακρίβεια, τη λιτότητα, την υποδειγματική απλότητα της γλώσσας του -τόσο στα πεζά του κείμενα όσο και στην ποίησή του.
Η ζωή του Σεφέρη στην εξορία -για να μιλήσουμε έτσι- της Κορυτσάς, στην Αλβανία, το 1937, ύστερα το 1942, στο Κάϊρο, όπου ακολούθησε το βασιλιά της Ελλάδας και την Κυβέρνησή του, ύστερα από την κατοχή της πατρίδας του, δεν εμπόδισε τη σκέψη του να συνεχίσει την πορεία της. Η εξορία, εκούσια η αναγκαστική, είναι πάντα οδυνηρή, αλλά για ένα πρίγκηπα του πνεύματος, γίνεται σε λίγο ένας αξιοθαύμαστος πλούτος: Δέστε τον Βικτόρ Ουγκώ.
Πέντε χρόνια ύστερα από το άρθρο για την ελληνική γλώσσα, που πιο πάνω ανάφερα ένα πολύ σύντομο απόσπασμά του, ο Γιώργος Σεφέρης γράφει ένα από τα σημαντικώτερα ποιήματά του. Σημειώνουμε την ηλικία του. Στην Κορυτσά είτανε 37 χρονών. Στο Κάϊρο 42. Με τα μάτια του, όμως, ανοιχτά στον κόσμο, με το σοβαρό και στραμένο προς τα μέσα βλέμμα του των 2000 χρόνων… δίνει, ως τίτλο, στη σκέψη του: «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά».
Ο ποταμός είναι ο Νείλος. Αφού τον ανακαλέσει στη μνήμη του, ο ποιητής μιλάει για την ανάγκη να γράψει μίαν απλή γλώσσα. Τι συνέβη; Μα, ας τον ακούσουμε:
«… το ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι ἔπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα και το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός».
Γιατί, αφού θυμήθηκε την εικόνα του Νείλου, ο ποιητής μιλάει για την απλή γλώσσα που θα θελε να γράψει; Εμείς, όμως, είμαστε εκείνοι που θ ἀνακαλύψουμε, πίσω από την πραγματικότητα, το σύμβολο, την αναγωγή -τη μυστική εξήγηση- έλεγε, ήδη, ο Ντάντε. Το σχόλιο είναι απλό.
Ο ποταμός είναι η μακρυά γραμμή ιστορίας και αδιάκοπης ζωής· είναι, επίσης, η ελληνική γλώσσα, που βγαίνει από τα βάθη των ινδοευρωπαϊκών λιμνών, και είναι, από την αρχή των χρόνων, ο Λόγος, που είναι Θεός και γίνηκε δρόμος, Βασιλική Οδός, ύστερα ένας ευεργέτης με ανεξάντλητα δώρα, ύστερα ένας κριτής -και ένα δέλτα. Και είναι αυτός που ποτέ δεν είναι ο ίδιος. Και που, ωστόσο, παραμένει πάντα το ίδιο σώμα, η ίδια κοίτη, το ίδιο σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.
Αυτό το εξηγητικό σχόλιο που έκανα, ο ποιητής, φυσικά, το αντιπαρέρχεται· αυτός ακολουθεί την ιδέα του σαν το ποτάμι που κυλά τα νερά του. Ας τον ακούσουμε, όμως:
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι εἶναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».
«Ο γέρος άνθρωπος» της όχθης του Νείλου είτανε 42 χρονών. Είχε, όμως, μεσ τὰ μυστικά βάθη της ψυχής του, την προοπτική των χρόνων -των αναρίθμητων- που αποχτούν όπως λέει,
«… τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια -πέρα χωρίς το φόβο στην καρδιά τους».
Έχει τα χρόνια των ανθρώπων που καταλαβαίνουν, σαν τον Νείλο, προχωρώντας ανάμεσα
«… σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών».
«… εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει».
Και είναι το ίδιο μυστήριο. Ο Σεφέρης νιώθει αιχμάλωτος
«… στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που είτανε σωστή κι ἔγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς».
Η γλώσσα δεν είναι η σωτηρία, είναι, όμως, ήδη, το εργαλείο της θείας χάρης. Ο ποιητής μπορεί και θα μπορέσει, από τώρα κι ύστερα, ν ἀκούει «τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»
Η Πορεία μεσ ἀπὸ την Έρημο
Ας ακολουθήσουμε τον ποιητή στη θλίψη του. Ας δούμε, για λίγο, ποιά είναι τα κάποια λόγια που χει να μας πει.
Ο δυτικός προσεγγίζει την αρχαιότητα μέσω της ιστορίας, της μελέτης των μνημείων, της ανάγνωσης των κειμένων. Ένας Έλληνας είναι δικαιωματικά κάτοχος, πριν απ αὐτὴ τη μακρυά και αργή πορεία, επειδή ακριβώς έχει γεννηθεί Έλληνας, του δρόμου της ενόρασης, που αποτελεί τη μοίρα του, όμοιος, σ αὐτό, με το στρατοκόπο που συνήθισε ν ἀναμετρᾶ το δρόμο του με τ ἄστρα.
Ο ελληνιστής Σεφέρης παραμερίζει τα κείμενα που διαβάζει και σταματά για πολλήν ώρα σε μια λέξη, σε μια φράση, που θα γίνουν η αφετηρία μιας βαθειάς σκέψης, κι ίσως, ακόμη, ένας από τους σταθμούς της ποιητικής του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι εμείς, με τη σειρά μας, να ιδούμε τους συγγραφείς και τα έργα που έχει διαβάσει. Η Ιλιάδα, η Οδύσσεια, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Πλάτων, ο Ηρόδοτος, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος είναι τα βιβλία που χει κάτω από το προσκεφάλι του. Στο Σεφέρη, όμως, η πολυμάθεια δεν προηγείται της ποιητικής δημιουργίας: ο Σεφέρης δεν εμπνέεται από αυτήν. Την έχει ξεχασμένη. Δεν βρίσκεται πια μεσ στὴ συνείδησή του, αλλά μεσ στὸ υποσυνείδητό του· ρέει μαζύ με το αίμα του στις φλέβες του.
Ο Ράϊνερ – Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στις Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Για να γράψει κανείς έναν μονάχα στίχο (… ), χρειάζεται να χει αναμνήσεις (… ) Και δεν αρκεί μονάχα να χει αναμνήσεις. Πρέπει να ξέρει να τις ξεχνά όταν είναι πολλές και πρέπει να χει τη μεγάλη υπομονή να περιμένει να ξανάρθουν πάλι στο μυαλό του…».
Αληθινές αναμνήσεις είναι, ωστόσο, και τα διαβάσματα και οι συγγραφείς με τους οποίους έχει τραφεί κανείς. Είναι ανάγκη να εξαφανισθεί από την καινούρια δημιουργία η πολυμάθεια, για να μπορέσει, αυτή η πολυμάθεια, να δώσει, αυθόρμητα σχεδόν, ένα πλούσιο σε πείρα και ανθρωπιά έργο.
Είναι, όμως, φρόνιμο, για τον κριτικό, πριν ακολουθήσει τον ποιητή στα διαβάσματά του, να σταματήσει στις επιγραφές, όπου αποκαλύπτεται η πηγή των βασικών του στοχασμών.
Ο φίλος μου Νεοκλής Κουτούζης, στον οποίο χρωστάμε μίαν αξιόλογη μελέτη με τίτλο «Ο Σεφέρης και η πιστότητα, η από τον Πίνδαρο στο Σεφέρη», σημειώνει, με τη συνηθισμένη του λεπτολογία και οξυδέρκεια: «Δεν σταματούμε αρκετά στις επιγραφές, η σε ορισμένα αποσπάσματα (…) … Το γεγονός ότι ο Σεφέρης αναφέρει τον Πίνδαρο η τον Ρεμπώ, αποτελεί μια ζωϊκή, μια πνευματική συγγένεια, που συγκροτείται (…) Η ζυγαριά μπαίνει σε κίνηση, ο ζυγός της πλάστιγγας δεν σταματά να ταλαντεύεται: ανάμεσα σε αυτόν που αναφέρει και σε αυτό που αναφέρεται δημιουργείται ένα ρεύμα ανταλλαγών απ τὸ οποίο ο αναγνώστης, μπλεγμένος κι ο ίδιος στο αδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεί για τον εαυτό του κάτι από μια καινούρια ζωή».
Το κείμενο που χει στο νου του ο Ν. Κουτούζης είναι ο «Ερωτικός Λόγος» της πρώτης συλλογής που τιτλοφορείται «Στροφή»· και το απόσπασμα που βάζει σαν προμετωπίδα ο Σεφέρης είναι μερικοί στίχοι του Πίνδαρου που περιλαμβάνονται στον 3ο Πυθιονίκη:
«Έστι δε φύλον εν ανθρώποισιν ματαιότατον,
Όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν».
Συνδέοντας το πινδαρικό απόσπασμα του Σεφέρη μ ἕνα άλλο απόσπασμα του Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στον 3ο Πυθιονίκη κι αυτό, που αναφέρει ο Βαλερύ, ο Ν. Κουτούζης αποδίδει ακριβώς στα γαλλικά τη συμβολή του Πίνδαρου, μεταφράζοντας έτσι αυτούς τους δυό στίχους:
«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur
à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser
tout le possible»
Να μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι προς την πραγματικότητα, προς τον κόσμο, τον απλό και ήσυχο κόσμο. Απλόν και ήσυχον; Αλλοίμονο, όχι. Κάθε άλλο παρά απλός και ήσυχος είναι ο κόσμος για έναν Έλληνα του ΧΧ αιώνα, που προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του, να προσδιορίσει τον εαυτό του στη σχέση του προς τους άλλους και προς τον υπόλοιπο πλανήτη, και να δώσει στον ελληνισμό του το νόημα. Πάρα πολλές είναι οι αναμνήσεις στο χώρο, πάρα πολλές είναι οι αναμνήσεις στο χρόνο. Τόποι άγονοι και περιορισμένοι, γεμάτοι πιο πολύ από νεκρούς παρά από ζωντανούς. Ο χρόνος είναι περιορισμένος στις διαστάσεις μιας στιγμής όμοιας με την ελληνική γη. Ο χρόνος είναι βαθύτερος από το στενό χώρο. Ο χρόνος είναι κυρίαρχος του χώρου. Κάτω από κάθε μνήμα βρίσκονται εκατό γενεές ανθρώπων.
Καταλαβαίνει κανείς ότι για έναν Έλληνα η γη, ο γυμνός βράχος, έχει την αξία του απεριόριστου χρόνου. Καταλαβαίνει κανείς ότι για έναν Έλληνα, η γη της Κύπρου είναι, όχι ιερή, αλλά σάρκα της σάρκας του. Εκεί όπου ακούγεται σαν πρόσκληση η οχλοβοή της θάλασσας και του χώρου, ανεβαίνει και η σιωπή πέντε χιλιάδων χρόνων νεκρών. Αυτό είναι η πατρίδα, είναι η απεριόριστη διάρκεια.
Και ο ελληνισμός είναι η πατρίδα -παντού όπου, μέσα στο χώρο και μέσα στο χρόνο, έζησαν και πέθαναν Έλληνες· παντού όπου, μέσα στο χώρο και την τωρινή στιγμή, ζουν Έλληνες και νιώθουν τον εαυτό τους σαν ένα κρίκο από την τεράστια αλυσίδα. Ο ελληνισμός, όμως, δεν είναι μονάχα ένας κόσμος, μια χώρα, μια ιδέα αθάνατη. Είναι και ο παντοτινός άνθρωπος, η παντοτινή γη, η παντοτινή αθλιότητα.
Συγκρινόμενη με την πλατειά σκέψη, μ αὐτὴ την άχρονη μνήμη που αναπολήσαμε, πόσες φορές η σημερινή Ελλάδα δεν φάνηκε στον ποιητή μηδαμινή, φτωχή, αδειανή, ανεξήγητη! Πόσες φορές, ζωντας την καθημερινή πραγματικότητα, δεν έκανε τον ποιητή, η σημερινή Ελλάδα, να υποφέρει με τις πάρα πολύ μεγάλες αναμνήσεις της, τα πάρα πολύ μεγάλα ονόματά της, τους πάρα πολύ μεγάλους ηρωϊσμούς της και τις άμετρα πιο μεγάλες διχόνοιές της! Ας αφήσουμε να μιλήσει ο Σεφέρης:
«… όλα τ ἀλλάζει.
Που ειν ἡ αλήθεια;
Είμουν κι ἐγὼ στον πόλεμο τοξότης·
Το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε».
Αυτοί οι στίχοι, που ανήκουν στο ποίημα «Ελένη» το εμπνευσμένο από τον μύθο του Ευριπίδη, γράφτηκαν στην Κύπρο και δημοσιεύτηκαν το 1955. Ο Σεφέρης κουβαλούσε, κι εκεί ακόμη, την πληγή του, για την οποία έγραφε είκοσι χρόνια, ήδη, πιο μπροστά:
«Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει».
Η Πάλη με τη Μοίρα. Η Ελλάδα
Η μοίρα μου, λέει, είναι η μοίρα του ανθρώπου που ξαστόχησε στο σκοπό του. Μήπως, όμως, είτανε ίδια και η μοίρα της χώρας και του λαού στους οποίους δίνουμε το όνομα της Ελλάδας ; Αυτό φαίνεται πως λέει ο ποίητης σ ἕνα άτιτλο απόσπασμα της συλλογής «Μυθιστόρημα»:
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αὐτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οἱ γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για τη ψυχή μας.
Πως γεννήθηκαν πως δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυό μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν ἀνασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πως ν ἀγαπήσουν.
(Α. Η Πέτρα)
Η ωραία συλλογή «Μυθιστόρημα», (Μύθος και Ιστορία), απ ὅπου είναι παρμένο αυτό το ποίημα, έχει σαν επιγραφή τους εξής δυό στίχους του Ρεμπώ:
«Si j’ai du goût, ce n’ est guère
que pour la terre et les pierres».
Ο Σεφέρης, υπάκουος στη συμβουλή του Πίνδαρου να βάζει όλη του τη δύναμη στο να εξαντλεί τον κόσμο του δυνατού, είναι ο ποιητής τούτης της γης και τούτων των μαύρων πετρών, που είχε τραγικά εξυμνήσει πριν απ αὐτὸν ο Σολωμός, όταν τραγουδούσε την Ελλάδα, «καλή ν ἡ μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι», κι έβαζε τον άπληστο για λευτεριά Σουλιώτη να λέει: «Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ ἐκεῖνο!».
Η πέτρα, στο Σεφέρη, είναι το ορυκτό με το οποίο είναι στρωμένη η ελληνική γη· είναι οι τεράστιοι, κυκλώπειοι, ασήκωτοι ογκόλιθοι· είναι τα ερειπωμένα, αγνώριστα υλικά των συνηθισμένων σπιτιών των εξαφανισμένων πόλεων, που κάποτε, ωστόσο, κατοικούνταν· είναι κεφάλια, σώματα, ακρωτηριασμένων τις πιο πολλές φορές αγαλμάτων, που ανακαλύπτονται παντού και πάντοτε, μεσ στὸ ελληνικό χώμα.
Η ελληνική, όμως, πέτρα, είναι κάτι πολύ περισσότερο απ ὅλ αὐτά, είναι και σύμβολο της μοίρας των Θεών.
Η συλλογή «Μύθος και Ιστορία» τελειώνει με δυό μεγάλα ποιήματα εξίσου αξιοθαύμαστα τη «Σαντορίνη» και τις «Μυκήνες».
Οι πέτρες των Μυκηνών -στις Μυκήνες δεν βρίσκει κανείς παρά μονάχα πέτρες- κουβαλούν απάνω τους τόσα εγκλήματα και αίμα όσους και αιώνες.
Μυκήνες
«Δος μου τα χέρια σου, δος μου τα χέρια σου, δος μου τα χέρια σου.
Είδα μέσα στη νύχτα
Τη μυτερή κορυφή του βουνού
Είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
Με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
Είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
Τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
Και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
Αρχή και τέλος
Η τελευταία στιγμή·
Τα χέρια μου.
Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.
Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές
το δρόμο απ τὸ φονιά στο σκοτωμένο
από το σκοτωμένο στην πληρωμή
κι ἀπὸ την πληρωμή στον άλλο φόνο,
ψηλαφώντας
την ανεξάντλητη πορφύρα
το βράδυ εκείνο του γυρισμού
που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές
στο λιγοστό χορτάρι -
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.
Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα, προσηλωμένα, σ ἕνα σημάδι
που όσο κι ἂν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·
η ψυχή
που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.
Μήτε κι ἡ σιωπή είναι πια δική σου
Εδώ που σταμάτησαν οι μυλόπετρες».
Οχτώβρης 1935
Β. Η ΧΡΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ
Τρία χρόνια αργότερα, ο Σεφέρης ξαναγυρίζει στην Αργολίδα. Εδώ και δυό χρόνια, ήδη, αναζητεί -ιδιοτροπία του ποιητή, θα πουν· όχι, είναι κάτι παραπάνω απ αὐτό, είναι η αναζήτηση του προσκυνητή που τριγυρίζει στους άγιους τόπους, – αναζητεί το Βασιλέα της Ασίνης. Τον βρήκε: μια εντάφια χρυσή προσωπίδα που την πήρε και την κράτησε στα χέρια του:
«Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; Κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμένο χώμα·
κι ὁ ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα… «.
Ένας ποιητής, όμως, ξέρει να διαβάζει μια προσωπίδα. Ένας ποιητής ξέρει ίσως ν ἀκούει τη σιωπή της άδειας προσωπίδας. Να! Τουλάχιστον ποιό υπήρξε το στοχαστικό όραμα του Σεφέρη:
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι ἡ νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι ἡ ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ὁ τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ ἀρχαῖα μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη».
Ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ἀναρωτιέται:
«… υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές
τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί
με την απεραντωσύνη του πελάγου
η μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα
μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό».
Η Ελλάδα, Χώρα των Νικημένων Θεών και της Εξορίας
Ο ποιητής. Ένα κενό; Μα όχι. Η θλίψη του Σεφέρη, σ αὐτὸ το σημείο, δεν είναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλά ότι ο ποιητής είναι το πνεύμα που ανασυνθέτει το κενό, όπως ο μουσικός που εκφράζει το νόημα της σιωπής και κάνει τη νύχτα να τραγουδά. Ξέρει, όμως, ακόμη, ότι το να ανασυνθέτεις την ψυχή του λαού που δημιούργησε την ομορφιά, την δικαιοσύνη, το Θεό, και γέννησε αυτό που ποτέ δεν ξανάδε ούτε πρόκειται να ξαναδεί κανείς δυό φορές, είναι μια ανέλπιδη προσπάθεια.
«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», λέει ο ποιητής.
Μεγάλες, εξαιτίας του βάρους των. Μεγάλες, εξαιτίας της ανυπόφορης τελειότητάς τους.
Όχι, η Ελλάδα δεν είναι η χώρα της κατάρας των νικημένων από τη μοίρα Θεών. Είναι όμως, δύσκολο -σ αὐτὸ συμφωνούμε- να είναι κανείς απόγονός του Αισχύλου και του Φειδία και του Πλάτωνα. Ερχόμενος, ωστόσο, ύστερα από το Σολωμό, τον Παλαμά, το Σικελιανό, ο Σεφέρης είναι ο πρώτος που ζει οδυνηρά την Ελληνική του μοίρα, υπερήφανα, αλλά χωρίς ματαιοδοξία· ανθρώπινα, αλλά χωρίς αλαζονεία· δύσκολα, αλλά χωρίς απελπισία· σεμνά, αλλά χωρίς ρητορεία.
Τα τελευταία αποσπάσματα ποιημάτων που παραθέτω δείχνουν το απλό μεγαλείο με το οποίο ο Σεφέρης στέκεται μπρος σ ἕνα παρελθόν που συντρίβει τον άνθρωπο της γενιάς του.
Μου παραχώρησε το δικαίωμα να διαλέξω, ύστερ ἀπ αὐτόν, τα ποιήματα με τα οποία θα ήθελα να τον παρουσιάσω.
Το πρώτο, «Ξύπνησα μ αὐτὸ το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια» και το δεύτερο «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», τα ξεχωρίσαμε, αυτός κι εγώ, σαν βασικά. Το τέταρτο είναι παρμένο από την «Κίχλη». Το φυλάω για το τέλος. Έχω τους λόγους μου γι αὐτό.
Διάλεξα το πρώτο -το μαρμάρινο κεφάλι- γιατί θυμίζει ακόμη τις πέτρες, τις δουλεμένες τούτη τη φορά, που είναι όχι μονάχα η δόξα, αλλά και η αδυσώπητη κληρονομιά του σημερινού Έλληνα.
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να τ ἀκουμπήσω.
Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα
Δεν έχω άλλη δύναμη·
Τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα».
Τα μπράτσα είναι ασθενικά, αδύνατα και πέφτουν ξεριζωμένα απ τοὺς ώμους για να μπορέσουν να κρατήσουν αυτό το μαρμάρινο κεφάλι, που ναι σύμβολο του κάθε ωραίου που εδημιούργησε η Ελλάδα και που ο Σεφέρης και οι δικοί του οφείλουν να το οδηγήσουν ακόμη πιο μακρυά, να το βοηθήσουν με μία καινούρια ιδιοφυΐα, ίση προς την αρχαία. Τέτοια υπήρξε, άλλοτε, η μοίρα των Δαναΐδων, που ποτέ δεν μπόρεσαν ν ἀποτελειώσουν το φοβερό τους μόχθο. Το όνομά τους, όμως, μπήκε στην αιωνιότητα των μεγάλων Συμβόλων.
Στο «Γυρισμό του ξενιτεμένου» έχουμε να κάνουμε με μιαν άλλην εικόνα, μ ἕναν άλλον σπαραγμό.
Θα μπορούσα, βέβαια, να επαναλάβω, όπως ήδη, το έχουν κάνει οι εξηγητές του, την ιστορία της ζωής του. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Έχασε τα πάντα ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Ξεριζωμένος. Τα σπίτια που είχε, του τα πήρανε. Ξέρω. Ξέρω, όμως, επίσης, ότι αναζήτησε στις Μυκήνες και αλλού. Ανάμεσα στις σωριασμένες πέτρες, το αρχαίο του σπίτι:
«… στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις η έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα είταν ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις·
θα μπορέσουμε;».
Ο ποιητής, εδώ, δεν αποτελειώνει τη φράση του. Μια σκέψη τον βασανίζει. Ύστερα από μίαν άλλη στροφή που θυμίζει, εκτός από μεγάλους ηρωϊσμούς, τις μεγάλες καθιζήσεις, το τρομερό γι αὐτὸν ρώτημα θα ξαναγυρίσει πάλι, όχι, όμως, σαν κραυγή, αλλά σαν εναγώνια οιμωγή:
«γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλαίψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;».
Το να ζει κανείς τη μοίρα του σαν εξόριστος του παρελθόντος μεσ στὸν σημερινό κόσμο, αυτή είναι η ανυπόφορη εξορία. Και ο άνθρωπος, που η ζωή του ως διπλωμάτη και προπάντων τα γεγονότα που ζησε στον πόλεμο και την κατοχή της χώρας του, τον εκράτησαν πιο πολύν καιρό στα ξένα παρά στην πατρίδα του, στα ξένα απ ὅπου η πατρίδα του του φαινόταν πάντα πιο μεγάλη και πιο γοητευτική, αυτός ο άνθρωπος θα ένιωσε τον πόνο του φοβερά. Ξέρουμε τώρα αρκετά την ευαισθησία, τη σκέψη και την τέχνη του Σεφέρη για να εξηγήσουμε τη βαθύτερη σημασία της εξορίας του και του γυρισμού του. Πρόκειται, πράγματι, για τον Ελληνισμό που τον έχει αισθανθεί και τον έχει βιώσει στο βάθος της ψυχής του. Ανάμνηση και νοσταλγία ενός παρελθόντος ασύγκριτου μεγαλείου. Και πόνος για την επιστροφή στην πραγματικότητα. Ο διάλογος του ποιήματος είναι επινόηση που πλάθει με τη φαντασία του ο ποιητής, για να θέσει αντιμέτωπους τους δυό ανθρώπους στους οποίους είναι διχασμένος ο Σεφέρης.
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ τὸν τόπο το δικό σου».
«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι ὅμως σαν είμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος».
«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά – σιγά θα συνηθίσεις·
θ ἀνηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ τὸ θόλο των πλατάνων
σιγά – σιγά θα ρθοῦν κοντά σου
το περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου».
«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ ἀψηλὰ τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ τὸν κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πως θες να μπω σ αὐτὴ τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι ὅσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους».
«Παλιέ μου φίλε δε μ ἀκοῦς;
σιγά – σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αὐτὴ την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν».
«Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ ἀνάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα».
«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ τὴ γης κι ἀπ τοὺς ανθρώπους».
«Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πως χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα».
Τι στάση να υιοθετήσει κανείς για να νικήσει αυτή την αγωνία; Την ανταρσία; Τον αγώνα; Αυτό ίσως θα μπορούσε να κάνει ένας Σικελιανός. Ένας Παλαμάς. Δεν είναι αυτή η στάση του Σεφέρη, που καταφεύγει στην υποχώρηση, την καρδιά, μάλιστα, της υποχώρησης, στην εγκαρτέρηση. Ούτε η μια, όμως, ούτε η άλλη είναι συνώνυμες της φυγής. Ίσα – ίσα, ξεπερνώντας, υπερβαίνοντας την αδυσώπητη δύναμη της μοίρας, ο ποιητής φτάνει στη λευτεριά.
Στο ποίημα που έχει τίτλο: «Η Στέρνα», βλέπουμε -από το 1932, όταν ο Σεφέρης είτανε 32 χρονών- τη σιγανή και ήρεμη κάθοδο του ποιητή στη μοναξιά, τη σιωπή, στις μυστικές περιοχές της συνείδησης.
«Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μία στέρνα
μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ηχηρά. Τ ἀστέρια
δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει».
Ανοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι και παίζει με το φύσημα του ανέμου. Πρόσωπα λάμπουν για μία στιγμή και σβήνουν μέσα σ ἕνα εβένινο σκοτάδι. Ο κόσμος πάνω της πληθαίνει, πάει, δεν την αγγίζει. Οι ώρες περνούν, οι ήλιοι και τα φεγγάρια,
«μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης»
(… )
«Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα – στάλα μόνος» (… )
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!…»
«Τα μάρμαρα το ξέρουν, που κοιτάζουν»
(… )
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου».
Ξαφνιασμένος από την αδυναμία της ψυχής να επικοινωνήσει με τον κόσμο, ο ποιητής λέει, στο τέλος:
«Μα η νύχτα δεν πιστεύει στη αυγή
κι ἡ αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει
έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,
μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή
μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη».
Ένα τελευταίο απόσπασμα θα εξηγήσει την εγκαρτέρηση -τη γαλήνια αποδοχή- του Σεφέρη. Το παίρνω από το ποίημα «Κίχλη» που χει τέσσερα μέρη. Είναι το όνομα ενός μικροκάραβου συγκοινωνίας που πλέει, στον πόλεμο, κοντά στο νήσι Πόρος, στην ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου, ανάμεσα Αίγινας και Ύδρας.
«το λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
η μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη».
Πραγματικά, το ναυάγιο είναι αιώνιο.
Φωνές ανεβαίνουν απ τὴν άβυσσο, που ο Σεφέρης, σαν τον Οδυσσέα, τις ακούει, μα δεν τις αναγνωρίζει, εκτός από μία: «Κι ἄλλες φωνές σιγά – σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ ἄλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μία στάλα·
είτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ἦρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
Πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
Ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιώ φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ναι το δικό μου· που να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
Ποιός πάει για το καλύτερο ο Θεός το ξέρει».
Ύστατο μάθημα του Σωκράτη, που δέχεται τη μεγάλη εξορία, την αδικία, τη μοίρα του.
Συμπέρασμα. Για να κυριαρχήσεις τον Ελληνισμό πρέπει να τον αξίζεις
Πρέπει, ωστόσο, να καταλήξουμε σ ἕνα συμπέρασμα. Η τραγωδία δεν τελειώνει παρά με το θάνατο. «Και πόσα χρόνια χάσαμε, λέει ο ποιητής, για να πεθάνουμε». Εδώ δεν υπάρχει κάθαρσις. Σ αὐτήν, όμως, την ακίνητη και γαλήνια φωνή του Σωκράτη, που την κάνει ο ποιητής να ξανανεβαίνει από την άβυσσο και το πρώτο ναυάγιο του ελληνισμού, δεν υπάρχει πια ούτε αμηχανία, ούτε αγωνία. Ύστερ ἀπὸ τόσες φωνές, «φωνές που ανεβαίνουν από την πέτρα, φωνές που ανεβαίνουν από τον ύπνο», όπως στις Μυκήνες· φωνές του μυστικού νερού, όπου τόση θλίψη μαζεύτηκε γουλιά – γουλιά, φωνές της στέρνας που, όμοια με μιαν ελεύθερη ψυχή, διδάσκει τη σιωπή: φωνές που από παντού, από τη θάλασσα και από τους τάφους, ανεβαίνουν και, ξαφνικά, παγώνουν, ακίνητες, απολιθωμένες, όπως οι χειρονομίες και η κίνηση ενός απότομα σταματημένου φιλμ, όπως μέσα στο όραμα που είχε ο Σεφέρης δει με τόσο θαυμαστό τρόπο στην εργατική κοιλάδα, στην Εγκωμή, στην Κύπρο· ύστερ ἀπὸ τόσες φωνές, τρομερές, η οδυνηρές, η μυστικές, να! Η τέλεια γαλήνη του Σωκράτη…
Το μάθημα τελείωσε. Ο άνθρωπος ξέρει ότι η μοίρα τον συντρίβει και ότι ο αγώνας που δέχτηκε να αναλάβει είναι προκαταβολικά χαμένος. Δεν θα ξεφύγει από τους δυό σκοτεινούς Σκοπέλους, απ ὅπου πρέπει να περάσει η οδυσσειακή σχεδία του. Η μοίρα, αρματωμένο με δρέπανα άρμα που θερίζει, δεν ξέρει πόσα δημιουργήματα ελληνικού μεγαλείου και ομορφιάς κατέστρεψε και καταστρέφει αδιάκοπα. Τουλάχιστον, με τη σκέψη του, με τη συνείδησή του, που ξαγρυπνά μεσ τὴ σιωπή και την άσκηση, ένας άνθρωπος, ο Γιώργος Σεφέρης, προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στη δραματική μοίρα του ελληνισμού, και, κύριος της αγωνίας του, γίνεται ο μεγάλος ποιητής, ο άξιος ποιητής της ανθρώπινης μοίρας της σημερινής Ελλάδας.