Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ήρωες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ήρωες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Ήταν ο Πόντιος και εκ Αλεξανδρούπολης Ανθυπολοχαγός Θεόδωρος Κανδηλάπτης το πρότυπο για το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Ελύτη;


.





















 

Θ. Μαλκίδης 

Ανθυπολοχαγός Θεόδωρος Κανδηλάπτης:Πόντος- Αργυρούπολη, Έβρος-Αλεξανδρούπολη, Βόρειος Ήπειρος- Κλεισούρα.


Ο Ανθυπολοχαγός Θεόδωρος Κανδηλάπτης, τέκνο του σπουδαίου Πόντιου εκπαιδευτικού και συγγραφέα Γεωργίου Κανδηλάπτη ( Κάνις) γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1918 στην Αργυρούπολη. Στα εξήμισι χρόνια του έχοντας ζήσει μαζί με την οικογένειά του τη Γενοκτονία, μέσω Τραπεζούντας, έφτασε στην Αλεξανδρούπολη τον Ιούνιο του 1924.

Εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων και όταν έγινε η εισβολή των Ιταλών φασιστών ήταν δύο μηνών Ανθυπολοχαγός, όταν στάλθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Αρχικώς υπηρέτησε στο 7ο Σύνταγμα και μετά ως Διοικητής Λόχου του 28ου Συντάγματος. Ο γενναίος Πόντιος Ανθυπολοχαγός, πέρασε στην αθανασία, μαχόμενος στο ύψωμα Μπούμπεσι της Κλεισούρας την 28η Φεβρουαρίου 1941.

Λίγο πριν το θάνατό του ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης έγραφε από το στη μητέρα του Αγγελική: «Ανήκω κατά τα τρία τέταρτα εις την Πατρίδα και κατά το υπόλοιπον εις την σεβαστή μου οικογένειαν. Αντιμετωπίζομεν τους αναιδείς επιδρομείς με θάρρος και αποφασιστικότητα. Μη κλάψετε αν κατά τύχη χαθώ.»


Ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης τιμήθηκε μετά θάνατον με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και το όνομά του δόθηκε στο στρατόπεδο της έδρας της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας στην Αλεξανδρούπολη.

Ο Θεόδωρος Κανδηλάπτης είναι ένας από τους φονευθέντες στο μεγάλο αντιστασιακό – απελευθερωτικό πόλεμο του 1940, του οποίου τα οστά δεν έχουν εντοπιστεί, ταυτοποιηθεί και κηδευτεί όπως αρμόζει σε άνθρωπο και σε ήρωα.

Σήμερα η πατρίδα στην οποία ανήκε ο ανθυπολοχαγός Θεόδωρος Κανδηλάπτης, λησμόνησε τη θυσία του, αδιαφόρησε για τα οστά του και ανέχεται την Ύβρη του αντιπροέδρου της Αλβανικής Βουλής και προέδρου του κόμματος των Τσάμηδων, που δήλωσε πως δε θα επιτρέψει την ανεύρεση των λειψάνων των Ελλήνων στρατιωτικών!

Υ.Γ. O Οδυσσέας Ελύτης με την έναρξη του πολέμου κατατάχθηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και καρπός της παρουσίας του στο μέτωπο, είναι τα δύο αριστουργήματά του, το «Άξιον Εστί» και το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».

Στο ΣΤ΄ κεφάλαιο του ποιήματός «Άσματος», γράφει σχετικά:

«Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε Σκύψανε το βουνά της Θράκης και το φτύσανε Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του. Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα»

Το ηρωικό πρότυπο, το παράδειγμα αντίστασης ενάντια στο φασισμό, ο άνθρωπος που αγωνίζεται για την ελευθερία είναι ένας Θρακιώτης, ένας ακόμη ανάμεσα στους χιλιάδες άταφους συμπατριώτες μας, ο γεννημένος στον Πόντο και μεγαλωμένος στην Αλεξανδρούπολη, Ανθυπολοχαγός Θεόδωρος Κανδηλάπτης.



Ακούστε τη συνέντευξη του Θ. Μαλκίδη στο ραδιόφωνο της Πειραϊκής Εκκλησίας και στη δημοσιογράφο Σοφία Χατζή.


Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης μιλώντας σε μνημόσυνο του γιου του στην Αλεξανδρούπολη
Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης.
Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης με τη σύζυγό του Αγγελική

Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης – Κάνις γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το έτος 1881. Φοίτησε  στο Φροντιστήριο Αργυρουπόλεως και  το  1899 διορίσθηκε δημοδιδάσκαλος. Δίδαξε σε σχολεία της περιοχής και ταυτόχρονα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Ελληνισμό, από διάφορες  θέσεις, όπως  Γραμματέας της μητροπόλεως Χαλδίας, οργανωτής και υπεύθυνος συλλόγων, εκπρόσωπος των κατά την περίοδο της ανταλλαγής των πληθυσμών κ.α.
Κατέγραψε την ιστορία του Πόντου και συνέλεξε πολύτιμα στοιχεία για τη λαογραφία και τη δημώδη ποίηση. Μελέτησε τα μοναστήρια και τα φρούρια της Χαλδίας και αντέγραψε πολύτιμους κώδικες. Δημοσίευσε τα βιβλία Ξυνωρίς και Εαρινόν Ρόδον,(Τραπεζούς 1911 και 1913) και πλήθος άρθρων στις εφημερίδες Φάρος της Ανατολής της Τραπεζούντας, Αργοναύτης του Βατούμ.Κατά την ανταλλαγή διέσωσε και μετέφερε στην Ελλάδα  κειμήλια από τις Ιερές Μονές και την Μητρόπολη Χαλδίας, τα οστά του Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου του Μεγαλοκομνηνού και την περίφημη βιβλιοθήκη της Αργυρουπόλεως «Ο Κυριακίδης».
Στην Ελλάδα εργάσθηκε ως δημοδιδάσκαλος στο Νομό Έβρου μέχρι τη συνταξιοδότησή του και συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Δημοσίευσε δέκα βιβλία και πολυάριθμες μονογραφίες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Απεβίωσε το 1971 και ετάφη στην Αλεξανδρούπολη.

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

ΕΠΙΜΈΛΕΙΑ ΕΛΙΣΜΕ.

Πανάρχαιο ελληνικό έθιμο o σεβασμός των νεκρών. Μετά από κάθε μάχη γινόταν εκεχειρία με σκοπό την περισυλλογή και φροντίδα των νεκρών για το τελευταίο τους ταξίδι, όπως μάς αναφέρουν στα συγγράμματα τους επιφανείς αρχαίοι  Έλληνες συγγραφείς.
Η ταφή των νεκρών, και μάλιστα των πολεμιστών, αποτελεί  για μας τους Έλληνες ιερό χρέος και υπέρτατο καθήκον, εσωτερική ανάγκη και εθνική επιταγή. Δεν είναι μία απλή, τυπική διαδικασία. Οι νεκροί πρέπει να προσεγγίζονται με ευλάβεια, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι αυτοί. Κάτι ανάλογο, όμως, δεν με τους Έλληνες νεκρούς του ελληνοϊταλικού πολέμου, του έπους του 1940.
Έτσι οκτώ χιλιάδες νεκροί στρατιώτες, αξιωματικοί και άλλοι εθελοντές, που αγωνίστηκαν ενάντια στον γερμανοϊταλικό φασισμό και περιέσωσαν την ελληνική τιμή δίνοντας μαθήματα ηρωισμού και ανδρείας στην ανθρωπότητα, έμειναν άταφοι ἢ πρόχειρα θαμμένοι στα ιερά χώματα της Β. Ηπείρου. Αρκετών από αυτούς τα οστά παραμένουν μέχρι σήμερα διάσπαρτα στα βουνά και τις πεδιάδες. Το ελληνικό κράτος αδιαφόρησε γι' αυτούς, που χάρισαν στην πατρίδα το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή τους και έγραψαν τις ενδοξότερες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Εξήντα εννέα χρόνια μετά τη λήξη τάι ελληνοϊταλικού πολέμου και αφού ἡ αλβανική κυβέρνηση ζητά από τη Βουλή των Ελλήνων την κύρωση του συμφώνου σταθερότητας και σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στις 9 Φεβρουαρίου 2009 υπογράφεται συμφωνία συνεργασίας μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αλβανίας για την αναζήτηση, την εκταφή, τον προσδιορισμό της ταυτότητας και τον ενταφιασμό των Ελλήνων πεσόντων κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41.
Σήμερα λειτουργεί μόνο στο χωριό Βουλιαράτες της Β. Ἠπείρου ένα οργανωμένο ελληνικό στρατιωτικὸ νεκροταφείο, εκεί που το 1940-41 λειτουργούσε πεδινό νοσοκομείο του ελληνικού στρατού και θάβονταν όσοι υπέκυπταν στα τραύματά τους. Ένα δεύτερο νεκροταφείο υπάρχει στα στενά της Κλεισούρας, είναι έτοιμο εδώ και έξι σχεδόν χρόνια, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου. Διάσπαρτοι τάφοι Ελλήνων στρατιωτών, υπάρχουν σε πολλά σημεία της Βορείου Ηπείρου.  Ευρίσκονται παντού. Στην Τρεμπεσίνα και το Πόγραδετς, στο 731 και στην Κλεισούρα στα υψώματα του Μπουμπίβι και στην πεδιάδα του Βούρκου. Στο Mάλι Σπατ και την Κορυτσά. Ενταφιασμένοι όπως-όπως κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, χαμένοι στο χιόνι. Ιταλικοί λόχοι υγειονομικού συγκέντρωσαν μετά το 40 τα οστά των δικών τους και Ελλήνων, σε μεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία: «Εχθροί στον πόλεμο. σύντροφοι στο θάνατο».
Επιγραφές που το καθεστώς του Χότζα φρόντισε γρήγορα να εξαφανίσει. Είναι παντού οι Μεγάλοι μας Νεκροί. Στην Αρτζα θυμούνται ακόμα, μετά τις επιχειρήσεις, σπαρμένους Ελληνες κοι Ιταλούς, αγκαλιασμένους νεκρούς στις μάχες, σώμα με σώμα. Στο ύψωμα 731 μετρήσαμε 20 θραύσματα οβίδων και όλμων ανά τετραγωνικό μέτρο, 178 νεκροί μας.
Στην Ζαγόρι ιστορίες για τους φαντάρους που φιλοξενούνταν στα σπίτια. Αποδείξεις, συγκινητικά ανορθόγραφες από τις επιτάξεις ζώων και εφοδίων. Στο Ντραγκότι της Κλεισούρας προς τη μεριά του Τεπελενιού, ξεχωρίζει στη στενή κοιλάδα μια τετραγωνισμένη έκταση 4 περίπου στρεμμάτων. Ακαλλιέργητη από τον καιρό το πολέμου, Το 1993 ήλθαν εδώ παιδιά από την θεολογική, φτιάξανε μια πρόσβαση στον κεντρικό δρόμο με πέτρες που κουβάλησαν από το βουνό. Γύρω - γύρω από το νεκροταφείο ρίξαν βότσαλα ποταμίσια. Στο Βουλιαράτι οι κάτοικοι ξανάφτιαξαν το παλιό νεκροταφείο. Τοποθέτησαν σταυρούς, ξέρουν λένε και τα ονόματα. Στη Αρόβαχνη. στο βουνό. στον Προφήτη Ηλία. χτυπήθηκαν πολλοί, κατά λάθος. από φιλικά πυρά. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα. Είναι και οι τρεις Μεγάλοι μας Νεκροί στο φιλόξενο νεκροταφείο της παραλίας. Νεκροί αυτοί, διότι λιποψύχησαν και έκαναν πίσω. Η δική συνοπτική και η απόφαση άμεσα εκτελεστή. Βρίσκονται παντού, θαμμένοι στις όχθες των ποταμών, κάτω από «παλάτια πολιτισμού» δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, ριγμένοι στο λάκκο με τον ασβέστη, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία.
Η «Καθημερινή» της τελευταίας Κυριακής του Οκτωβρίου 2015, στις σελίδες που ακολουθούν, φέρνει στο φως, πρώτη φορά. τον πλήρη κατάλογο αξιωματικών και οπλιτών -7.948 ψυχές- που έπεσαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 εντός του αλβανικού εδάφους.
Κατεβάστε ΕΔΩ! τους πίνακες με τα ονόματα των Νεκρών!

Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

I kishte kërkuar Enverit të mos i mbyllte kishat, por nuk do të besoni se çfarë i kishte bërë ai

Mihal Davidhi, nga fshati Zhukë i Novoselës në Vlorë, në vitin 1967 ishte 19 vjeç kur mori guximin dhe i shkroi një letër të thjeshtë udhëheqësit të madh e të lavdishëm të popullit shqiptar, shokut Enver Hoxha. “Të madh, të lavdishëm…” e quanin të gjithë në atë kohë Enver Hoxhën.
Mirëpo kjo letër e shkruar me shpirt, në kërkim të dritës, do të ishte fatale për Mihal Davidhin. Kërkoi dritë dhe gjeti errësirën. I hapi zëmrën partisë dhe ajo i mbylli të gjitha dyert e jetës. Ishte gënjyer keq. Ishte mashtruar akoma më keq nga propaganda komuniste. I kishte besuar sloganit të partisë “se cilido mund të shkruajë me shkronja të mëdha ç’mendon për punën dhe njerëzit”.
Pas këtij slogani, të mëdhenj e të vegjël filluan t’i shkruajnë partisë dhe shokut Enver, pavarësisht se punonin në uzinë apo fabrikë, pavarësisht se punonin në fermë apo kooperativë, pavarësisht se mësonin në bankat e shkollës, apo militonin në ushtri. Kushdo mund t’i hapte zëmrën partisë dhe shokut Enver.
Nga të katër anët e Shqipërisë vërshuan letrat e popullit drejtuar partisë dhe shokut Enver, Komitetit Qendror dhe Presidiumit të Kuvendit Popullor. Aq shumë letra shkruheshin nga populli, sa një gjë e tillë u kthye në epidemi. Shumë nga këto letra botoheshin në gazetë. Për shumë të tjera bëheshin komente pa fund. Më të zgjedhurat lexoheshin publikisht në uzina, fabrika e shkolla.
Në atë kohë nuk kishte televizion, po Radio Tirana, e vetmja në Shqipëri buçiste nga mëngjesi në mbrëmje duke lexuar letrat që populli i shkruante partisë.
Në Komitetin Qendror kishte një sektor të veçantë që lexonte letrat e popullit. Ishin këta njerëz që zgjidhnin me kujdes letrat që do bëheshin publike. Ishin këta njerëz që vendosnin se cilat letra do t’u kalonin komiteteve të partive në rrethe për shqyrtim, cilat nuk kishin interes e do hidheshin në kosh pa i parë e pa i lexuar njeri, dhe të tjera që do t’i kalonin Sigurimit të Shtetit për verifikim. Këto ishin letra të zeza, letra me spec, që kërkonin të shqetësonin udhëheqjen e lartë të partisë, prandaj ata që i shkruanin, duhet të jepnin llogari. Pse e kishin shkruar këtë letër, si e kishin shkruar, kush i kishte mësuar, me kë bashkëpunonin, a kishin kryetar, e të tjera e të tjera.
Ndërkohë që punonte një armatë e tërë për të nxitur njerëzit që të shkruanin letra, një armatë tjetër, dy herë më e madhe, punonte për t’i seleksionuar këto letra.
Në këtë atmosferë, Mihal Davidhi e kuptoi se ishte i vonuar për të shkruar letrën e tij. Më kot ishte përpëlitur për net të tëra me dilemën për ta shkruar apo jo letrën e tij.
Prindërit e tij ishin kooperativistë të thjeshtë. Ata punonin në bujqësi. Nuk kishin arsim, po ishin njerëz të ndershëm. Si të tillë, besonin në Zot, besonin te Jezu Krishti. Një gjë të tillë e bënin me shpirt.
Me besimin te Zoti i edukuan edhe të gjashtë fëmijët e tyre, Mihalin, vëllain e tij, si dhe të katër vajzat e tyre. Kur vendosi t’i shkruajë letër Enver Hoxhës dhe Presidiumit të Kuvendit Popullor, Mihali ishte 19 vjeç. Ishte viti 1967, kur në të gjithë Shqipërinë po prisheshin kishat dhe xhamitë. Ishte koha kur rinia shqiptare, nën udhëheqjen e partisë, me mësimet e shokut Enver, ishte vënë në ballë të aksionit për të shkallmuar nga themelet këto vatra të obskurantizmit që helmonin njerëzit e i largonin ata nga partia dhe mësimet e saj.
Duke iu kthyer atyre viteve të largëta, Mihal Davidhi kujton: Ne jetonim në një vend të mbyllur. Ishim krejtësisht të izoluar dhe çuditërisht kujtonim se dinim shumë, po nuk dinim asgjë. Kujtonim se ishim të pasur, po në fakt ishim shumë të varfër. Ëndrra jonë ishte të mbaronim shkollën. Të ishim sa më të rregullt në jetë e të bëheshim kooperativistë të mirë. Shumë-shumë të bëheshim traktoristë, shoferë, brigadierë.
Në atë kohë, për ne të provincës nuk hapej kollaj drita jeshile. Kështu, pasi mbarova shkollën e mesme, më morën ushtar.
Kam qenë në rrethin e Korçës, në një repart artilerie me topa 192. Aty kam dëgjuar në radio vendimin e qeverisë, ku me ligj, në Shqipëri ndalohej besimi fetar. Kjo ishte një dhimbje shumë e madhe për mua që besoja te Zoti. Duke prishur të gjitha kishat e xhamitë, gjithçka që lidhej me besimin te Zoti, për mua kjo ishte absurde, një vendim i kobshëm.
Unë isha i hapur. Madje thosha: “Ne duhet ta kundërshtojmë këtë. Si është e mundur të na heqin Zotin?! Kujt duhet t’i besojmë? Një udhëheqësi! Po ai është si ne”. Ushtria më kishte burrëruar, më kishte zhvilluar. Aty kisha lexuar shumë libra, shumë autorë të ndryshëm. Pra, isha më i formuar.
Ndërkohë në kooperativë shihja se njerëzit punonin për një copë bukë. Po kuptoja izolimin, varfërinë, gati-gati skllavëruese. Ç’mund të bëhej më tutje? Pasi kaloi viti i ri, në atë kohë nuk kishte Krishtlindje. Asgjë. Madje, nëse zbuloheshe se festoje Krishtlindje, mund të futeshe në burg. Gjithë muajin janar po mendoja se çfarë mund të bëja. Nuk shikoja hapësirë, nuk shikoja dritë. Me vete mendoja se vetëm Zoti mund të më ndihmonte.
E përse të mos i shkruaj partisë, vetë shokut Enver dhe Presidiumit të Kuvendit Popullor?
Unë jam thjesht një njeri, një ortodoks, një i ri kooperativist. Nëse nuk do ta ngrinim zërin, ne që besonim në Zot, kush do ta ngrinte?
Përse u prishën kishat dhe objektet e kultit?
E përpunova këtë vendim, e përpunova… dhe shkrova një letër.
Ishte një letër e hapur, drejtuar Enver Hoxhës si Sekretar i Parë i Partisë dhe Presidiumit të Kuvendit Popullor me president Haxhi Lleshin. Unë mendoja se partia duhet ta rishikojë këtë vendim. Pse? Sepse pa besimin te Zoti, ç’do të bëjmë? Plus kësaj, ne nuk mund të ecim përpara si komb, si shoqëri, si familje pa Zotin. Kujt do t’i drejtohemi ne e kujt do t’i themi Zot? Për këto pikëpyetje, unë doja shpjegim. Për këtë letër që po ju shkruaj, ju mund të më burgosni, mund të më vrisni, mund të bëni ç’të doni, por gjyqit të fundit, gjyqit para Zotit, askush nuk i shpëton. Në fund, me respekt Mihal Thoma Davidhi. Kjo ishte letra ime e hapur, një letër individuale.
Nuk u konsultuat me të tjerë, në mënyrë që letra, veç firmës suaj, të mbante edhe firma të tjera?
Jo, një gjë e tillë për atë kohë ishte e rrezikshme. Nëse nuk i pëlqente partisë kjo letër, atëherë gjithë firmëtarët do trajtoheshin si grupazh, madje si grupazh i organizuar. Nuk do merrej në qafë një njeri, po gjithë grupi, familjet po e po.
Mirëpo unë isha i bindur se letra ime do të pëlqehej nga partia, se ajo do të hapte polemika, po më në fund do të ndërhynte partia, vetë shoku Enver e do thoshte: “Ndaluni pak! Ky djalë i ri ndoshta ka të drejtë. Pa të mendohemi mirë. Të vjetrit, prindërit tanë kanë besuar në Zot, e ky djalë i edukuar nga partia mendon dhe i sugjeron partisë që të mos i lëndojmë njerëzit tanë të dashur. Ata që duan të besojnë në Zot, le të besojnë. Ata që nuk duan, le të mos besojnë”.
Në këtë mënyrë Enver Hoxha kënaqte të dyja palët. Unë kthehesha në hero të ditës, sepse me letrën time kisha ndihmuar partinë. Kështu mendoja atëherë.
Pasi e shkrova letrën, e futa në një zarf dhe u nisa për në Vlorë.
Në këtë moment, vjen motra.
– Ti ke shkruar diçka të fshehtë, – më thotë ajo. Kërkoi të ma marrë letrën, por unë refuzova. Erdhi edhe nëna. Kur më pyeti, i thashë:
– Asgjë, moj nënë. Kërkoj të bëhem burrë, e kaq, – pa i thënë se ç’kisha bërë.
Ku e postuat letrën, në fshat?
Jo, në fshat nuk kishte postë. Vajta në Vlorë. E postova rekomande dhe po prisja. Sigurisht që do të më kthenin përgjigje.
Pasi kaloi një muaj e kuptova se letra ime ishte një thirrje e shuar, një zë në shkretëtirë. Ajo ishte një lule që kërkonte të çelte në acar, para se të vinte pranvera. Ajo letër ishte e destinuar të thahej nga ngrica e regjimit. Megjithatë, përsëri thosha me vete: Jo, patjetër do të vijnë të më pyesin.
Madje, do të më marrin mendim sepse unë nuk kisha bërë asgjë të keqe ndaj pushtetit popullor, as ndaj atdheut tim, as ndaj shoqërisë. A mund të dënohesha thjesht se kisha shkruar një letër, ku shprehja pikëpamjet e mia, ashtu siç na mësonte partia dhe shoku Enver?
Ditët kalonin e asgjë nuk po ndodhte.
Një ditë më thërret kryetari i Këshillit e më thotë: “Dëgjo Mihal! Kooperativa jonë ka nevojë për elektricist dhe ne kemi menduar t’ju çojmë juve në një kurs në Vlorë për t’u bërë elektricist. Jeni familje komunistësh, familje dëshmori, kështu që ju takon kjo bursë. Nëse jeni dakord bëni një kërkesë me shkrim”.
I entuziazmuar për besimin që kishin ndaj meje e bëra menjëherë kërkesën me shkrim.
Unë nuk e dija se letra ime drejtuar shokut Enver ishte seleksionuar nga sektori i letrave si letër e zezë. Sigurimi i Shtetit kish ditë që punonte për të. Përgjigjja nga operativi i zonës kish shkuar deri lart se Mihal Davidhi nuk mund të shkruante një letër të tillë, pasi babai i tij është komunist. Vëllai i tij është dëshmor, madje edhe vëllai i nënës është dëshmor. Vetë Mihali është ushtar shembullor në të gjitha drejtimet. Një njeri i tillë si Mihali, nuk mund të dalë kundër vijës së partisë.
Mirëpo ata më lart, në ministri, që u shkonin punëve deri në fund, dhanë urdhër të verifikohet shkrimi. Kursi për elektricist ishte një sajesë. Sigurimi i Shtetit donte shkrimin tim, në mënyrë që ta krahasonte origjinalin me letrën.
Pse duhet ta bënin një gjë të tillë, kur ju kishit vënë emrin tuaj?
E kisha vënë, por ata dyshonin se mos e kishte bërë njeri tjetër, pasi unë vija nga një familje dëshmorësh, të luftës.
Verifikimi nëse ishte i njëjti shkrim, për ta ishte më se normal. Pas verifikimit të shkrimit më arrestuan.
Çfarë ndodhi me ju, pasi ju arrestuan? Ku ju çuan?
Më futën në izolim, në Degën e Punëve të Brendshme. Në një birucë të veçantë. Aty e kuptova se çdo të thoshte diktaturë dhe sa e vështirë ishte për ta përballuar. Besimi te Zoti që më kishin kultivuar prindërit më jepte motiv për të qëndruar.
Pas tri ditësh, në mes të natës, më merr polici e më ballafaqon me hetuesin. “Letrën e ke bërë ti, por ne duam të dimë kush të mësoi, në cilin grup bën pjesë, me kë je lidhur, kush ju drejton?”.
Kur hetuesi e pa se unë nuk kisha gjë për të thënë, se letrën e kisha shkruar vetë, me emrin tim, se nuk kisha lidhje me asnjë grup, me asnjë drejtues, madje as me imperialistët amerikanë, as me revizionistët sovjetikë dhe as me monar kët grekë, siç aludonte ai.
Hetuesi u egërsua.
“Pse duhet ta heqim Zotin me ligj?,- i thashë unë.- Nëse dikush do që të besojë, le të besojë! – Ose do të nxjerrësh grupin dhe njerëzit që të kanë shtyrë, ose do të kalbesh në burg!,- më tha hetuesi.- Nëse ju kërkoni vdekjen time, lavdi Zotit, ja ku më keni, por unë nuk po ju gënjej. Përse më detyroni të gënjej? -Kush ju frymëzoi?,- më pyeti hetuesi. – Ungjilli, Bibla, leximet e shenjta. -Sot po të lë të lirë,- më tha hetuesi,- por herë të tjera, mendohu mirë”.
Pas disa ditësh më mori përsëri në pyetje, natën. Më hodhi në tavolinë një kryq dhe një libër të Shën Kozmait që unë i kisha fshehur në baxhanë e shtëpisë në fshat. Çështja u komplikua edhe më shumë, pasi rrezikoja 3 deri në 10 vjet burg për agjitacion e propagandë.
Dolët në gjyq?
Jo, nuk dola në gjyq. Vendosa të bëja vetëflijim. Vendosa të mos ha e të mos pi. Një ditë, dy, tri, katër. Ditën e pestë erdhën e më thanë: “Pse nuk ha?”.
Doja të vdisja. S’kisha motiv të jetoja më, por kjo ishte dobësia ime.
Ditën e gjashtë më vjen prokurori i qarkut. Ai ishte njeri me potencë. Kish qenë në Drejtorinë e Përgjithshme në Tiranë, pastaj meqë i kishte dhënë të drejtë një gruaje Enver Hoxha e kishë kritikuar. Drejtësi partie. Kështu që e hoqën nga Tirana dhe e sollën prokuror në Vlorë. Ky ishte nga fshati im, mik i familjes tonë. U pa qartë se donte të më shpëtonte. Nuk donte që unë të bëja burg.
Ky hetues më vjen në birucë, më gjen të shtrirë në dysheme e më thotë” “Pse nuk ha? Pse bën grevë urie? Pse do që të vdesësh?”.
Duke vazhduar bisedën më thotë: “Unë e japë jetën për partinë, ti për kë e jep jetën? -Për Zotin,- i thashë. – Mua më bëhet qejfi që një djalë nga Myzeqeja është trim, por këtë trimëri ta vëmë në dispozicion të partisë e të shokut Enver e jo për Zotin. Që të luftosh duhet të bëhesh burrë. Që të bëhesh burrë duhet të hash”. Me këto fjalë ai më dha kurajë. Bëra kryq e falënderova Zotin. Fillova të ha bukë.
Për fat kisha një prokuror nga anët e mia, Spiron, mik i familjes sonë, i cili kishë dëshirën të më ndihmonte, por pa u kuptuar nga të tjerët, ndryshe do të dënohej vetë si kundërshtar i partisë dhe pushtetit popullor. Spiro i njihte mirë ligjet. Ai e dinte se sistemi komunist nëse falte këtë mund të bënte vetëm për një të sëmurë mendor. Por edhe këta i fusnin në psikiatri. Unë s’kam qenë asnjëherë i sëmurë. Nuk jam as sot. Ai më dërgoi në Burgun e Tiranës. Përpiloi një raport mjekoligjor të gjatë e indirekt më la të kuptoja se si duhet të sillesha.
Në Burgun e Tiranës ndenja 3 muaj. Aty njoha të burgosurit politikë, siç ishte Panajot Buzuku nga Belahova e Delvinës, i cili ishte dënuar për tentativë arratisjeje. Ai kishte krijuar grupin e Delvinës, mirëpo ishte zbuluar dhe e kishin futur në burg. Ai më mësoi e më drejtoi bëj kështu e ashtu. “Ji shumë i kujdesshëm se edhe këtu brenda ka spiunë e të fusin në kallëpe që nuk del dot më”. Edhe ai besonte shumë te Zoti. “Bëju i zgjuar, përdor pak taktikë”. Pastaj më pyeti: “Ju je më mirë, të jesh jashtë, apo të jesh brenda? Unë jam dënuar me 20 vjet burg. 20 vjet nuk do t’i japë asgjë shoqërisë. Këtu edhe mund të vdesësh e të mos dalësh i gjallë, kurse jashtë ke mundësi të bësh diçka të dobishme”. Kur dola në komision bëra ato që më kishë thënë shoku im. Konkluzioni: I sëmurë psikik, prandaj e ka shkruar edhe atë letër të mallkuar. D.m.th. isha i papërgjegjshëm për veprimet që bëja. Për të gjitha këto ishte kujdesur miku ynë i familjes.
Ju liruan nga burgu?
Jo, më çuan përsëri në Burgun e Vlorës. Më mbajtën një- farë kohe, u bë përsëri një gjyq i dytë dhe aty nga fundi i dhjetorit më çuan në psikiatri. Për mua kjo ishte një kosto shumë e lartë. Do t’u nënshtrohesha ilaçeve. Nuk jam mjek, jam agronom, por diçka mësova. Medikamentet në psikiatri janë injeksione që shkatërrojnë gjithë sheqernat në gjak dhe pas kësaj të kalojnë në elektroshok.
I lutesha Zotit që të më mbronte e të më shpëtonte nga kjo situatë.
Pas gjashtë muajve në spital më nxorën në gjyq dhe arritën në përfundimin se isha shëruar. Kështu më liruan.
Ku shkuat?
Në fshat, në Zhukë. Atje gjeta një atmosferë tepër armiqë- sore. Familjen e kishin izoluar me kohë. Kostoja që pagova për një letër ishte e lartë jo vetëm për shëndetin, por edhe nga pikëpamja morale.
Pas proceseve demokratike u lidha me kishën. Dëshira ime ishte të bëhesha prift, mirëpo kanuni i kishës nuk më lejonte të bëhesha prift, pasi isha martuar dy herë. Imzot Anastasi, fort lumturia e tij, më emëroi ekonomist në akademinë e Shëno Vlashit.
Pas gjithë kësaj historie, a e ndieni veten të kënaqur e të gëzuar?
Po. Kur shkrova letrën isha fare i ri. Sot jam 70 vjeç. Shoh thinjat e pleqërisë. Po përgatitem. Nuk jam i përsosur, por përpiqem të jem njeri i mirë. Kam vënë gjithë aftësitë e mia mendore, fizike dhe intelektuale në shërbim të kishës e të akademisë. I gjithë gjelbërimi që shihni rreth e rrotull ka kontributin tim modest.
Komunizmi ishte një e keqe e madhe për të gjithë ne. Qoftë larg e mos ardhtë më ai sistem, sepse nuk ka qenë aq i lehtë për t’u përmbysur. Veçanërisht mentaliteti i tij. Për të mos iu kthyer atyre që thamë, kam një mesazh. Unë edhe ata policë që më kanë rrahur i kam falur. I kam falur e kam thënë Zoti i bekoftë edhe ata!

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Βάνδαλοι κατέστρεψαν το μνημείο στο Ύψωμα 731 - Vandalë shkatërruan memorialin në lartësinë 731


Για την καταστροφή του μνημείου στο Ύψωμα 731, οΓ. Σούρλας Επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 - 41 δήλωσε: «Βάνδαλοι και πάλι κατέστρεψαν το μνημείο στο ιστορικό ύψωμα 731 στη Βόρειο Ήπειρο, το ύψωμα που παρά τη σφοδρή εαρινή επίθεση των Ιταλών, τον Μάρτιο του 1941 παρέμεινε απόρθητο, ωστόσο όμως ποτίστηκε με το αίμα εκατοντάδων Ελλήνων μαχητών και χιλιάδων Ιταλών.
Βεβήλωσαν άφρονες το μνημείο που συμβολίζει τον ηρωισμό, την αυτοθυσία για την προάσπιση της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η κυβέρνηση της Αλβανίας, οφείλει επιτέλους όχι μόνο να αποδοκιμάσει τους βάνδαλους, που δεν είναι η πρώτη φορά που καταστρέφουν το μνημείο, αλλά να σεβαστεί την υπογραφή της, να υλοποιήσει τη Συμφωνία που κυρώθηκε από την αλβανική Βουλή προ πενταετίας και μέχρι σήμερα τίποτα δεν έπραξε για τους 7976 Έλληνες πεσόντες κατά το Έπος 1940 – 41, που παραμένουν άταφοι επί 75 χρόνια.
Ήρθε όμως και η ώρα η ελληνική κυβέρνηση να καταστήσει σαφές, ότι η Αλβανία δεν έχει θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο υπάρχει αυτή η εθνική και ανθρωπιστική εκκρεμότητα».

https://iroes1940.blogspot.al
Për shkatërrimin e memorialit në Lartësinë 731 z Jorgo Surla, Kryetar Nderi i Unitetit të të Afërmëve të rënë në Epopenë e 1940-1941 deklaroi: “Vandalë sërish shkatërruan memorialin e lartësisë historike 731 në Vorio Epir, lartësi që mgjth sulmin e egër pranveror të Italianëve Mars 1941 mbeti e paprekur, ndërkaq u ngop nga gjaku i qindra luftëtarëve grekë dhe mijëra italianëve.

Përdhosën mendjelehtët memorialin i cili simbolizon heroizmin, vetësakrifikimin për mbrojtjen e lirisë dhe të dinjitetit njerëzor. Qeveria e Shqipërisë, ka si detyrim më në fund që jo vetëm të dënojë vandalët , të cilët nuk e shkatërrojnë për herë të parë këtë memorial, por dhe të respektojë firmën e saj, të konkretizojë Marrveshjen që u aprovua nga parlamenti shqiptar para pesë vjetësh dhe deri më sot asgjë nuk ka bërë për 7976 helenët e rënë gjatë Epopesë së 1940-1941, që kanë mbetur të pavarrosur për 75 vjet.

Por erdhi dhe çasti që qeveria greke të bëjë të qartë, se Shqipëria nuk ka vend në Bashkimin Europian për sa kohë ekziston kjo çështje e pazgjidhur kombëtare dhe humanitare”.


Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ο ήρωας του βορειοηπειρωτικού αγώνα Καπετάν Σούλιος απ' την Κορυτσά- Heroi Kapedan Sulio, nga Çifligu i Korçës !




Ένας από τους σπουδαιότερους και ηρωικότερους αγωνιστές του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, που απέβλεπε στην απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και την ενσωμάτωσή της στην Μητέρα Ελλάδα, ήταν ο Καπετάν Σούλιος, κατά κόσμον Γεώργιος Βασιλείου. Γέννα και θρέμμα της Βορείου Ηπείρου (γεννήθηκε στο Τσιφλίκι Κορυτσάς) ο Καπετάν Σούλιος, ίδρυσε, τότε, δικό του αρματωλίκι και ανταρτικό σώμα στην περιοχή Βιγλίστης - Κορυτσάς - Μοσχοπόλεως και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της πατρώας γης, αναδειχθείς σε ήρωα του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος αλλά και του Μακεδονικού. Μάλιστα φέρεται ότι πλησίον του Σκλήθρου Φλωρίνης, εξόντωσε σε συμπλοκή ολόκληρη βουλγαρική συμμορία.
Ο Καπετάν Σούλιος μετείχε σε όλες τις εξεγέρσεις του Βορειοηπειρωτικού λαού, ιδίως δε σε εκείνη του 1914, οπότε η Βόρειος Ήπειρος ανεκηρύχθη Αυτόνομη. Το 1912, ο Κορυτσαίος καπετάνιος, βοήθησε για την απελευθέρωση της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό. Οι αγώνες του, όμως, και οι θυσίες των παλικαριών του, απέβησαν, δυστυχώς, άκαρπες και το όνειρό του να δει την Πατρίδα του ελεύθερη, κάτω από τα φτερά της Ελλάδος, έμεινε ανεκπλήρωτο, αφού η μαρτυρική και σήμερα Βόρειος Ήπειρος, εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου κράτους. Έτσι αναγκάστηκε, απογοητευμένος, να αποσυρθεί και να εγκατασταθεί στον Παπαγιάννη Φλωρίνης, όπου και πέθανε το 1927.
Η Ελληνική πολιτεία, όμως, δεν τον ξέχασε. Ανεγνώρισε τους αγώνες του και την προσφορά του για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου και τον τίμησε δεόντως, με την φιλοτέχνηση και τοποθέτηση της προτομής του στην Φλώρινα και μάλιστα στην λεωφόρο Νίκης - νυν Κω/νου Καραμανλή, που οδηγεί προς την Κορυτσά. Την δαπάνη για την προτομή την χορήγησε ο μεγάλος Κορυτσαίος εθνικός ευεργέτης Μ. Μπάγκας.

Një prej luftëtarëvemë heroikë dhe më të njohur të Luftës për Autonominë e V. Epirit, që donte ta instalonte tek trupi i Mëmës Greqi, ishte Kapetan Sulio, ose siç njihej nga njerëzit e tjerë, Gjeorgjio Vasiliou. I lindur dhe i rritur në Epirin e Veriut ( u lind në Çifligun e Korçës) Kapetan Sulio, themeloi, atëhere një çetë dhe trupë të tijën në zonën e Bilishtit- Korçës – Voskopojës dhe luftoi për çlirimin e atdheut të tij , duke u bërë një prej heronjëve të Luftës për Autonomi por dhe të betejës për të mbrojtur çështjen e Maqedonisë. Bile thuhet se pranë Sklithrës së Follorinës, eliminoi të gjithë anëtarët e një prej çetave bullgare.
Kapetan Sulio merrte pjesë në të gjitha kryengritjet e popullit të Vorioepirit, në veçanti gjatë asaj të 1914, kur dhe Epiri i Veriut, u shpall i autonom. Më 1912, kapedani Korçar, ndihmoi ,për çlirimin e Korçës, ushtrinë Helene. Por këto beteja të tij, dhe sakrficat e trimave u shuan dhe fatkeqësisht nuk dhanë fruta , dhe ëndërra e tij që të shikonte atdheun e tij të varfër, nën krahët e Greqisë,  mbeti e paplotësuar, pasi Epiri i Veriut vazhdon të martirizohet deri më sot nën pushtetin e një shteti tjetër.
Kështu u detyrua, i zhgënjyer, që të tërhiqej dhe të vendosej në Papajani të Follorinës ku dhe vdiq më 1927.

Por, shteti Grek nuk e harroi. I njohu  betejat e tij  dhe ato sa ofroi  për çlirimin e Epirit të Veriut dhe e nderoi ashtu siç duhej me një krijimiin artisitik të bustit të tij në Follorinë dhe bile në rrugën kryesore të saj Bulevardi i Nikis- (fitores)  që shkon dhe drejt Korçës.
Peshën ekonomike për këtë statujë e mbajti bamirësi i madh i kombit Grek me origjinë nga Korçë, M Banga (Mpangka).


Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

ΕΟΚΑ - Γιατί ήθελαν να πεθάνουν;


 
«ΓIATI ήθελαν να πεθάνουν;»
10 Μαΐου 1956

     «ΓIATI ήθελαν να πεθάνουν;», με ρώτησε καθώς κουλουριαζόταν στο ζεστό της κρεβατάκι, κοιτάζοντας με τα γεμάτα απορία ματάκια της. Δέκα μόλις χρονών η Ειρήνη έφυγε γεμάτη απορίες από την επίσκεψη της τάξης της στα Φυλακισμένα Μνήματα. «Δεν φοβόντουσαν κλεισμένοι σε εκείνες τις φυλακές;», «Η μητέρα τους δεν έκλαιγε;», «Δεν πονούσαν όταν απαγχονίζονταν;»
Της εξήγησα ότι οι ήρωες βάζουν πάνω από όλα την πατρίδα και της μίλησα για τα κρατητήρια, για τους μαθητές που ξεχύνονταν στους δρόμους για να διεκδικήσουν την ελευθερία.
«Θα ήθελα να ζω εκείνη την εποχή». Η απάντησή της με σόκαρε. Της είπα ότι οι ήρωες δεν γίνονται πάντα με τα όπλα και τους σκοτωμούς, ότι σήμερα, εποχή του διαλόγου και του σεβασμού μας βοηθά να διεκδικήσουμε με άλλο τρόπο την ελευθερία. Δεν το κατάλαβε.

«Απεδείχθη πλέον ότι, αι ίδιαι δυνάμεις της βαρβαρότητος, αι οποίαι οργίασαν κατά τον προηγούμενον πόλεμον υπό τας στολάς των Ναζί, οργιάζουν και σήμερον κατά τον ίδιον τρόπον υπό τας στολάς και τα διακριτικά του αγγλικού στέμματος»
(Εφημερίδα «Τα Νέα», των Αθηνών, 10 Μαΐου 1956).

νρ καττν φύσεως νόμον τν νδρα κλαίω·
δν χύνονται τδάκρυα ματαίως πτν τάφον τν εδοκίμων.
ΚΑΛΒΟΣ
      ...τα μεσάνυχτα το μήνυμα διαδίδεται από θάλαμο σε θάλαμο. Οι Άγγλοι στρατιώτες άνοιξαν το κελί του μελλοθανάτου και τον μεταφέρουν στην αγχόνη. Είναι ο Μιχαλάκης Καραολής, ο πρωτομάρτυρας του Κυπριακού Αγώνος. Αγέρωχος και ψύχραιμος οδηγείται προς το μαρτύριο. Λίγο πριν είχε εξομολογηθεί στον ιερέα των Φυλακών και είχε κοινωνήσει. Την ώρα που ο Τουρκοκύπριος δήμιος ανοίγει την μακάβρια καταπακτή οι Φυλακές σείονται από συνθήματα και από τον Εθνικό μας Ύμνο. Λίγο αργότερα η διαδικασία επαναλαμβάνεται. Νέα αγωνία, νέα συνθήματα, πάλι ο Εθνικός Ύμνος. Αυτή την φορά το παλικάρι που οδηγείται στην αγχόνη λέγεται Ανδρέας Δημητρίου. Από τότε οι δύο τους αποτελούν αχώριστο δίδυμο στην ιστορική μνήμη και στην καρδιά των Νεοελλήνων. Η Ελλάδα και η Κύπρος γέμισαν δρόμους κι πλατείες με το όνομα Καραολή και Δημητρίου. Κι ο Αγώνας φούντωσε. Το παράδειγμα των δύο νέων που έδωσαν την ζωή τους για την Ελευθερία και την Αυτοδιάθεση-Ένωση χαλύβδωσε πολλούς άλλους. Ο Ελληνισμός ολόκληρος οφείλει ευγνωμοσύνη σ' αυτά τα παιδιά και σε όλη την γενιά των αγωνιστών της ΕΟΚΑ του 1955-59. Μας χάρισαν την τελευταία ένδοξη σελίδα της Ελληνικής Ιστορίας. Ανεδείχθησαν πρότυπα ηρώων για τις παρούσες και τις μέλλουσες γενεές.



Δεν τον τρομάζουν τα κελιά
δεν τον τρομάζει ο χάρος
μονάχα στη μανούλα του
ζητά να δώσουν θάρρος

Τόσο ο Καραολής όσο και ο Δημητρίου υπήρξαν γόνοι φτωχών και άσημων οικογενειών. Οι γονείς τους πάλευαν για την επιβίωση της οικογένειάς τους, μέσα σε πολύ δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Όσοι έζησαν τη δεκαετία του 1950, αλλά και πιο πριν, ξέρουν τι σημαίνει πείνα και δυστυχία. Ο αγώνας για το μεροκάματο από το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν το καθημερινό, ολόχρονο πρόγραμμα της μεγάλης πλειοψηφίας του κυπριακού λαού. Στο χωράφι, στο αμπέλι, στο κουτσοδούλι .
Παρ' όλες, όμως, τις δυσκολίες της ζωής, οι γονείς των δυο ηρώων, έβαλαν τα παιδιά τους στο δρόμο της πίστεως και της πατρίδας. Πιο δύσκολος υπήρξε ο ρόλος της μητέρας του Δημητρίου, Ευδοκίας, αφού ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ο ήρωας ήταν πέντε χρονών. Με βάση την αγωγή των γονιών, λοιπόν, αλλά και τη μάθηση στο σχολείο, στις καρδιές των δυο ηρώων σιγόκαιε πάντα η λαμπάδα της λευτεριάς και αυτό που χρειαζόταν για να εκραγούν, να επαναστατήσουν, ήταν να τους δώσουν το μεγάλο πυρσό κάποιοι άλλοι. Πράγματι, αυτό έγινε πολύ πριν από την 1η Απριλίου '55. Μυήθηκαν οι ήρωες στον αγώνα και άρχισαν να εργάζονται εντατικά γι' αυτόν, ώστε την ώρα έναρξης της απελευθερωτικής προσπάθειας αποτελούσαν σημαντικά κλειδιά στους μηχανισμούς του μεγάλου κινήματος.

Ο Μιχαλάκης Καραολής
Ο Μιχαλάκης Καραολής γεννήθηκε στο Παλαιχώρι Ορεινής το 1933, οι δε προετοιμασίες για τον απελευθερωτικό αγώνα το 1954, τον βρήκαν να εργάζεται στο Γραφείο του Φόρου Εισοδήματος, στη Λευκωσία. Τον Ιούνιο του 1955, ο Καραολής ανατίναξε το Γραφείο, τοποθετώντας ωρολογιακή βόμβα σ' αυτό μέρα Κυριακή, για να μην υπάρξουν θύματα. Ο ήρωας, μαζί με άλλους συναγωνιστές του, υπό την επίβλεψη του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, προέβη επίσης σε σειρά άλλων ενεργειών στην πρωτεύουσα, μεταξύ των οποίων και η εκτέλεση εχθρών του αγώνα. Σε μια τέτοια περίπτωση, την Κυριακή 28 Αυγούστου '55, τριμελής ομάδα, από τους Καραολή, Ανδρέα Παναγιώτου και Γιώργο Ιωάννου, εκτέλεσε στην Οδό Λήδρας Έλληνα συνεργάτη των Άγγλων, λοχία του Σπέσιαλ Μπραντς (Ειδικού Κλάδου), που ήταν ένας από πλέον σκληρούς διώκτες της ΕΟΚΑ.
Την ώρα εκείνη γινόταν συγκέντρωση του ΑΚΕΛ στη διπλανή αίθουσα της «Αλάμπρας» - το γνωστό γυναικοπάζαρο της Λευκωσίας. Από τους πυροβολισμούς των αγωνιστών προκλήθηκε σύγχυση μεταξύ πολλών αριστερών που βρίσκονταν στην περιοχή. Ενώ, λοιπόν, ο Καραολής και ο Παναγιώτου, που χρησιμοποίησαν τα πιστόλια τους, έτρεχαν σε σημείο της Λήδρας για να πάρουν τα ποδήλατά τους και να φύγουν, παριστάμενοι, μη γνωρίζοντας ακριβώς τι συνέβαινε, προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Ο Παναγιώτου, προτάσσοντας το πιστόλι του κατόρθωσε να απομακρυνθεί, ο Καραολής, όμως, δεν το πέτυχε ακριβώς, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ποδήλατο και να απομακρυνθεί τρέχοντας. Εξ αιτίας αυτού, οι Άγγλοι βρήκαν στα αρχεία του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ότι το ποδήλατο ανήκε σ' αυτόν, αφού τότε οι αριθμοί κατασκευής των ποδηλάτων ήταν καταγραμμένοι στα βιβλία του Τμήματος. Έτσι ο Καραολής καταζητήθηκε και έπρεπε, με βάση την τακτική του Διγενή, να καταφύγει στο αντάρτικο.
Ενώ, λοιπόν, οι Άγγλοι τον καταζητούσαν, ο Καραολής ετοιμαζόταν να πάει στην ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου, στον Πενταδάκτυλο, αφού, στο μεταξύ, έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από την ΕΟΚΑ να καταστρέψει με βόμβα το ποδήλατο του αγωνιστή, σε αποθήκη της Αστυνομίας. Αρχές Σεπτεμβρίου '55, ο Καραολής ξεκινούσε με αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Ανδρέας Χριστούδης, για να πάει στην ομάδα Αυξεντίου, έχοντας στην τσέπη του συστατικό σημείωμα της ΕΟΚΑ προς τον Αυξεντίου. Το σημείωμα ήταν χειρόγραφο, γραμμένο από τον Αβέρωφ της ΕΟΚΑ, Γιαννάκη Δρουσιώτη, βοηθό του Διγενή στα πρώτα στάδια του αγώνα.
Στο δρόμο προς το Λευκόνοικο, στο τουρκικό χωριό Τζάος, ο Καραολής συνελήφθη από Τούρκους αστυνομικούς σε οδόφραγμα. Ακολούθησε η δίκη του στο Έκτακτο Κακουργιοδικείο της Λευκωσίας, το οποίο και τον καταδίκασε σε θάνατο. Η καταδίκη του ήταν αποτέλεσμα δυο καταθέσεων Τούρκων ψευδομαρτύρων, αλλά και της φανερής προκατάληψης των Άγγλων δικαστών και του «δικηγόρου του Στέμματος», που δεν ήταν άλλος από το γνωστό Ραούφ Ντενκτάς.
Κατά το διάστημα της δίκης του Καραολή και μέχρι την καταδίκη του, τα τέλη Νοεμβρίου '55, η ΕΟΚΑ κατέβαλε πολλές προσπάθειες για απόδρασή του από τις Κεντρικές Φυλακές. Ούτε αυτό πέτυχε, για διάφορους λόγους, για ν' ακολουθήσει η απόρριψη της έφεσης του Καραολή και η απόρριψη της αίτησης των δικηγόρων του από το Ανακτοσυμβούλιο της Αγγλίας, τον Απρίλη του 1956. Με βάση αυτά, δυστυχώς για τον Καραολή, άλλος δρόμος δεν έμεινε παρά να μαρτυρήσει στην αγχόνη των αποικιοκρατών.
 
Ο Αντρέας Δημητρίου
Ο Ανδρέας Δημητρίου καταγόταν από τον Άγιο Μάμα Λεμεσού. Γεννήθηκε το 1934 και καταδικάστηκε σε θάνατο, με την κατηγορία ότι πυροβόλησε και σκότωσε Άγγλο στην Αμμόχωστο, στις 28 Νοεμβρίου 1955. Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο, έκανε έφεση, απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η αίτηση για χάρη, την οποία υπέβαλαν οι δικηγόροι στον Κυβέρνητη Χάρνιγκ. Η δράση του Δημητρίου στην ΕΟΚΑ ήταν πολυσήμαντη. Ήταν δραστήριος και θαρραλέος και δεν δίσταζε να ρισκάρει ακόμα και τη ζωή του, για να πετύχει η όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Μια από τις επιχειρήσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε ήταν και η αρπαγή όπλων από τις στρατιωτικές αποθήκες Αμμοχώστου, στις οποίες εργαζόταν. Η επιχείρηση πέτυχε απόλυτα και η ΕΟΚΑ ενισχύθηκε σημαντικά.
Σκληρά αντίποινα
Τον απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου ακολούθησαν σκληρά αντίποινα της ΕΟΚΑ, που ήταν η εκτέλεση δυο Άγγλων στρατιωτών - των Γκόρντον Χιλ και Ρόναλντ Σίλτον - τους οποίους η Οργάνωση είχε απαγάγει και κρατούσε. Τα πτώματα των στρατιωτών αυτών βρέθηκαν αργότερα, στην περιοχή Πενταδακτύλου και στο Πραστειό Μεσαορίας, αντίστοιχα. Η ΕΟΚΑ σχεδίασε επίσης επίθεση κατά του αστυνομικού σταθμού Παλαιχωρίου, που θα γινόταν την ημέρα του απαγχονισμού των δυο ηρώων. Λόγω του ότι, όμως, οι Άγγλοι είχαν ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό τη φρουρά του σταθμού, η ομάδα που σχεδίασε την επιχείρηση δεν ρίσκαρε και το ανέβαλε. Στην Ελλάδα, βίαιες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και χιλιάδων διαδηλωτών, που διαμαρτύρονταν για τον απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου, είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τεσσάρων ατόμων και των τραυματισμό πέραν των 200.
Στην Αγγλία, η κοινή γνώμη αντιμετώπισε με αίσθημα φρίκης τους απαγχονισμούς. Η εφημερίδα «Ντέιλι Χέραλντ», εκφραστικό όργανο του Εργατικού Κόμματος, επέκρινε την απόφαση για τους απαγχονισμούς και πρόσθετε: «Πρόκειται περί επαναλήψεως των σφαλμάτων, τα οποία διαπράχθηκαν στην Ιρλανδία. Η Κύπρος έχει εξεγερθεί και η ειρήνη δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί στη νήσο, παρά με την υποστήριξη του κυπριακού λαού. Η σημερινή πολιτική δεν είναι δυνατό να οδηγήσει σε οτιδήποτε άλλο, παρά στη συμφορά».
Οδηγήθηκε στην αγχόνη στις 10 Μαΐου 1956 τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου. Εκτελέστηκε πρώτος λέγοντας: "Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε.
Οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν στην οικογένειά του να πάρει το σώμα του και να το θάψει, αλλά αντ' αυτού το έθαψαν οι ίδιοι σε ένα περιφραγμένο χώρο εντός των φυλακών, τα λεγόμενα Φυλακισμένα Μνήματα. Η εκτέλεση αυτών των Κυπρίων αγωνιστών προκάλεσε εντονότατο ρεύμα αγανάκτησης σ΄ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν πολλές συγκεντρώσεις και πορείες. Τιμής ένεκεν ο Δήμος Αθηναίων μετονόμασε την οδό Λουκιανού όπου και το οίκημα της Αγγλικής Πρεσβείας σε οδό Καραολή και Δημητρίου, το ίδιο έπραξε και ο Δήμος Πειραιά μετονομάζοντας την οδό Ναυάρχου Μπητ στη σημερινή οδό Καραολή και Δημητρίου.
Ο Μιχαλάκης Καραολής κατά την διάρκεια της κράτησης του ανέφερε σε ένα γράμμα προς τους φίλους του τα παρακάτω:
Τα ελληνόπουλα δεν ξέρουν μόνο πως πρέπει να ζουν.
Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν και πως την πατρίδα να τιμούν.

Σας ευχαριστούμε! Αιωνία σας η μνήμη.

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1423) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (253) Β Ήπειρος (239) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (61) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (45) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (24) πολιτική-politikë (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)