«ΓIATI ήθελαν να πεθάνουν;»
10 Μαΐου 1956
«ΓIATI ήθελαν να πεθάνουν;»,
με ρώτησε καθώς κουλουριαζόταν στο ζεστό της κρεβατάκι, κοιτάζοντας με
τα γεμάτα απορία ματάκια της. Δέκα μόλις χρονών η Ειρήνη έφυγε γεμάτη
απορίες από την επίσκεψη της τάξης της στα Φυλακισμένα Μνήματα. «Δεν φοβόντουσαν κλεισμένοι σε εκείνες τις φυλακές;», «Η μητέρα τους δεν έκλαιγε;», «Δεν πονούσαν όταν απαγχονίζονταν;»
Της εξήγησα ότι οι ήρωες βάζουν πάνω από όλα την πατρίδα και της μίλησα για τα κρατητήρια, για τους μαθητές που ξεχύνονταν στους δρόμους για να διεκδικήσουν την ελευθερία.
«Θα ήθελα να ζω εκείνη την εποχή». Η απάντησή της με σόκαρε. Της είπα ότι οι ήρωες δεν γίνονται πάντα με τα όπλα και τους σκοτωμούς, ότι σήμερα, εποχή του διαλόγου και του σεβασμού μας βοηθά να διεκδικήσουμε με άλλο τρόπο την ελευθερία. Δεν το κατάλαβε.
Της εξήγησα ότι οι ήρωες βάζουν πάνω από όλα την πατρίδα και της μίλησα για τα κρατητήρια, για τους μαθητές που ξεχύνονταν στους δρόμους για να διεκδικήσουν την ελευθερία.
«Θα ήθελα να ζω εκείνη την εποχή». Η απάντησή της με σόκαρε. Της είπα ότι οι ήρωες δεν γίνονται πάντα με τα όπλα και τους σκοτωμούς, ότι σήμερα, εποχή του διαλόγου και του σεβασμού μας βοηθά να διεκδικήσουμε με άλλο τρόπο την ελευθερία. Δεν το κατάλαβε.
«Απεδείχθη
πλέον ότι, αι ίδιαι δυνάμεις της βαρβαρότητος, αι οποίαι οργίασαν κατά
τον προηγούμενον πόλεμον υπό τας στολάς των Ναζί, οργιάζουν και σήμερον
κατά τον ίδιον τρόπον υπό τας στολάς και τα διακριτικά του αγγλικού
στέμματος»
(Εφημερίδα «Τα Νέα», των Αθηνών, 10 Μαΐου 1956).
Ἀνὴρ κατὰ τὸν φύσεως νόμον τὸν ἄνδρα κλαίω·
δὲν χύνονται τὰ δάκρυα ματαίως ἐπὶ τὸν τάφον τῶν εὐδοκίμων.
ΚΑΛΒΟΣ
...τα
μεσάνυχτα το μήνυμα διαδίδεται από θάλαμο σε θάλαμο. Οι Άγγλοι
στρατιώτες άνοιξαν το κελί του μελλοθανάτου και τον μεταφέρουν στην
αγχόνη. Είναι ο Μιχαλάκης Καραολής, ο πρωτομάρτυρας του Κυπριακού
Αγώνος. Αγέρωχος και ψύχραιμος οδηγείται προς το μαρτύριο. Λίγο πριν είχε εξομολογηθεί στον ιερέα των Φυλακών και είχε κοινωνήσει. Την ώρα που ο Τουρκοκύπριος δήμιος ανοίγει την μακάβρια καταπακτή οι Φυλακές σείονται από συνθήματα και από τον Εθνικό μας Ύμνο.
Λίγο αργότερα η διαδικασία επαναλαμβάνεται. Νέα αγωνία, νέα συνθήματα,
πάλι ο Εθνικός Ύμνος. Αυτή την φορά το παλικάρι που οδηγείται στην
αγχόνη λέγεται Ανδρέας Δημητρίου. Από τότε οι δύο τους αποτελούν
αχώριστο δίδυμο στην ιστορική μνήμη και στην καρδιά των Νεοελλήνων. Η
Ελλάδα και η Κύπρος γέμισαν δρόμους κι πλατείες με το όνομα Καραολή και
Δημητρίου. Κι ο Αγώνας φούντωσε. Το παράδειγμα των δύο νέων που έδωσαν
την ζωή τους για την Ελευθερία και την Αυτοδιάθεση-Ένωση χαλύβδωσε
πολλούς άλλους. Ο Ελληνισμός ολόκληρος οφείλει ευγνωμοσύνη σ' αυτά τα
παιδιά και σε όλη την γενιά των αγωνιστών της ΕΟΚΑ του 1955-59. Μας
χάρισαν την τελευταία ένδοξη σελίδα της Ελληνικής Ιστορίας. Ανεδείχθησαν
πρότυπα ηρώων για τις παρούσες και τις μέλλουσες γενεές.
Δεν τον τρομάζουν τα κελιά
δεν τον τρομάζει ο χάρος
μονάχα στη μανούλα του
ζητά να δώσουν θάρρος
Τόσο ο Καραολής όσο και ο Δημητρίου υπήρξαν γόνοι φτωχών και άσημων οικογενειών.
Οι γονείς τους πάλευαν για την επιβίωση της οικογένειάς τους, μέσα σε
πολύ δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Όσοι έζησαν τη δεκαετία του 1950,
αλλά και πιο πριν, ξέρουν τι σημαίνει πείνα και δυστυχία. Ο αγώνας για
το μεροκάματο από το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν το καθημερινό, ολόχρονο
πρόγραμμα της μεγάλης πλειοψηφίας του κυπριακού λαού. Στο χωράφι, στο
αμπέλι, στο κουτσοδούλι .
Παρ'
όλες, όμως, τις δυσκολίες της ζωής, οι γονείς των δυο ηρώων, έβαλαν τα
παιδιά τους στο δρόμο της πίστεως και της πατρίδας. Πιο δύσκολος υπήρξε ο
ρόλος της μητέρας του Δημητρίου, Ευδοκίας, αφού ο πατέρας του είχε
πεθάνει όταν ο ήρωας ήταν πέντε χρονών. Με βάση την αγωγή των γονιών, λοιπόν, αλλά και τη μάθηση στο σχολείο,
στις καρδιές των δυο ηρώων σιγόκαιε πάντα η λαμπάδα της λευτεριάς και
αυτό που χρειαζόταν για να εκραγούν, να επαναστατήσουν, ήταν να τους
δώσουν το μεγάλο πυρσό κάποιοι άλλοι. Πράγματι, αυτό έγινε πολύ πριν από
την 1η Απριλίου '55. Μυήθηκαν οι ήρωες στον αγώνα και άρχισαν να
εργάζονται εντατικά γι' αυτόν, ώστε την ώρα έναρξης της απελευθερωτικής
προσπάθειας αποτελούσαν σημαντικά κλειδιά στους μηχανισμούς του μεγάλου
κινήματος.
Ο
Μιχαλάκης Καραολής γεννήθηκε στο Παλαιχώρι Ορεινής το 1933, οι δε
προετοιμασίες για τον απελευθερωτικό αγώνα το 1954, τον βρήκαν να
εργάζεται στο Γραφείο του Φόρου Εισοδήματος, στη Λευκωσία. Τον Ιούνιο
του 1955, ο Καραολής ανατίναξε το Γραφείο, τοποθετώντας ωρολογιακή βόμβα
σ' αυτό μέρα Κυριακή, για να μην υπάρξουν θύματα. Ο ήρωας, μαζί με
άλλους συναγωνιστές του, υπό την επίβλεψη του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη,
προέβη επίσης σε σειρά άλλων ενεργειών στην πρωτεύουσα, μεταξύ των
οποίων και η εκτέλεση εχθρών του αγώνα. Σε μια τέτοια περίπτωση, την
Κυριακή 28 Αυγούστου '55, τριμελής ομάδα, από τους Καραολή, Ανδρέα
Παναγιώτου και Γιώργο Ιωάννου, εκτέλεσε στην Οδό Λήδρας Έλληνα συνεργάτη
των Άγγλων, λοχία του Σπέσιαλ Μπραντς (Ειδικού Κλάδου), που ήταν ένας
από πλέον σκληρούς διώκτες της ΕΟΚΑ.
Την
ώρα εκείνη γινόταν συγκέντρωση του ΑΚΕΛ στη διπλανή αίθουσα της
«Αλάμπρας» - το γνωστό γυναικοπάζαρο της Λευκωσίας. Από τους
πυροβολισμούς των αγωνιστών προκλήθηκε σύγχυση μεταξύ πολλών αριστερών
που βρίσκονταν στην περιοχή. Ενώ, λοιπόν, ο Καραολής και ο Παναγιώτου,
που χρησιμοποίησαν τα πιστόλια τους, έτρεχαν σε σημείο της Λήδρας για να
πάρουν τα ποδήλατά τους και να φύγουν, παριστάμενοι, μη γνωρίζοντας
ακριβώς τι συνέβαινε, προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Ο Παναγιώτου,
προτάσσοντας το πιστόλι του κατόρθωσε να απομακρυνθεί, ο Καραολής, όμως,
δεν το πέτυχε ακριβώς, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ποδήλατο και
να απομακρυνθεί τρέχοντας. Εξ αιτίας αυτού, οι Άγγλοι βρήκαν στα αρχεία
του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ότι το ποδήλατο ανήκε σ' αυτόν, αφού τότε
οι αριθμοί κατασκευής των ποδηλάτων ήταν καταγραμμένοι στα βιβλία του
Τμήματος. Έτσι ο Καραολής καταζητήθηκε και έπρεπε, με βάση την τακτική
του Διγενή, να καταφύγει στο αντάρτικο.
Ενώ,
λοιπόν, οι Άγγλοι τον καταζητούσαν, ο Καραολής ετοιμαζόταν να πάει στην
ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου, στον Πενταδάκτυλο, αφού, στο μεταξύ, έγινε
ανεπιτυχής προσπάθεια από την ΕΟΚΑ να καταστρέψει με βόμβα το ποδήλατο
του αγωνιστή, σε αποθήκη της Αστυνομίας. Αρχές Σεπτεμβρίου '55, ο
Καραολής ξεκινούσε με αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Ανδρέας Χριστούδης, για
να πάει στην ομάδα Αυξεντίου, έχοντας στην τσέπη του συστατικό σημείωμα
της ΕΟΚΑ προς τον Αυξεντίου. Το σημείωμα ήταν χειρόγραφο, γραμμένο από
τον Αβέρωφ της ΕΟΚΑ, Γιαννάκη Δρουσιώτη, βοηθό του Διγενή στα πρώτα
στάδια του αγώνα.
Στο
δρόμο προς το Λευκόνοικο, στο τουρκικό χωριό Τζάος, ο Καραολής
συνελήφθη από Τούρκους αστυνομικούς σε οδόφραγμα. Ακολούθησε η δίκη του
στο Έκτακτο Κακουργιοδικείο της Λευκωσίας, το οποίο και τον καταδίκασε
σε θάνατο. Η καταδίκη του ήταν αποτέλεσμα δυο καταθέσεων Τούρκων
ψευδομαρτύρων, αλλά και της φανερής προκατάληψης των Άγγλων δικαστών και
του «δικηγόρου του Στέμματος», που δεν ήταν άλλος από το γνωστό Ραούφ
Ντενκτάς.
Κατά
το διάστημα της δίκης του Καραολή και μέχρι την καταδίκη του, τα τέλη
Νοεμβρίου '55, η ΕΟΚΑ κατέβαλε πολλές προσπάθειες για απόδρασή του από
τις Κεντρικές Φυλακές. Ούτε αυτό πέτυχε, για διάφορους λόγους, για ν'
ακολουθήσει η απόρριψη της έφεσης του Καραολή και η απόρριψη της αίτησης
των δικηγόρων του από το Ανακτοσυμβούλιο της Αγγλίας, τον Απρίλη του
1956. Με βάση αυτά, δυστυχώς για τον Καραολή, άλλος δρόμος δεν έμεινε
παρά να μαρτυρήσει στην αγχόνη των αποικιοκρατών.
Ο Αντρέας Δημητρίου
Ο
Ανδρέας Δημητρίου καταγόταν από τον Άγιο Μάμα Λεμεσού. Γεννήθηκε το
1934 και καταδικάστηκε σε θάνατο, με την κατηγορία ότι πυροβόλησε και
σκότωσε Άγγλο στην Αμμόχωστο, στις 28 Νοεμβρίου 1955. Δικάστηκε,
καταδικάστηκε σε θάνατο, έκανε έφεση, απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η
αίτηση για χάρη, την οποία υπέβαλαν οι δικηγόροι στον Κυβέρνητη
Χάρνιγκ. Η δράση του Δημητρίου στην ΕΟΚΑ ήταν πολυσήμαντη. Ήταν
δραστήριος και θαρραλέος και δεν δίσταζε να ρισκάρει ακόμα και τη ζωή
του, για να πετύχει η όποια επιχείρηση αναλάμβανε. Μια από τις
επιχειρήσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε ήταν και η αρπαγή όπλων από τις
στρατιωτικές αποθήκες Αμμοχώστου, στις οποίες εργαζόταν. Η επιχείρηση
πέτυχε απόλυτα και η ΕΟΚΑ ενισχύθηκε σημαντικά.
Σκληρά αντίποινα
Τον
απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου ακολούθησαν σκληρά αντίποινα της
ΕΟΚΑ, που ήταν η εκτέλεση δυο Άγγλων στρατιωτών - των Γκόρντον Χιλ και
Ρόναλντ Σίλτον - τους οποίους η Οργάνωση είχε απαγάγει και κρατούσε. Τα
πτώματα των στρατιωτών αυτών βρέθηκαν αργότερα, στην περιοχή
Πενταδακτύλου και στο Πραστειό Μεσαορίας, αντίστοιχα. Η ΕΟΚΑ σχεδίασε
επίσης επίθεση κατά του αστυνομικού σταθμού Παλαιχωρίου, που θα γινόταν
την ημέρα του απαγχονισμού των δυο ηρώων. Λόγω του ότι, όμως, οι Άγγλοι
είχαν ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό τη φρουρά του σταθμού, η ομάδα που
σχεδίασε την επιχείρηση δεν ρίσκαρε και το ανέβαλε. Στην Ελλάδα, βίαιες
συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και χιλιάδων διαδηλωτών, που
διαμαρτύρονταν για τον απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου, είχαν ως
αποτέλεσμα το θάνατο τεσσάρων ατόμων και των τραυματισμό πέραν των 200.
Στην Αγγλία, η κοινή γνώμη
αντιμετώπισε με αίσθημα φρίκης τους απαγχονισμούς. Η εφημερίδα «Ντέιλι
Χέραλντ», εκφραστικό όργανο του Εργατικού Κόμματος, επέκρινε την απόφαση
για τους απαγχονισμούς και πρόσθετε: «Πρόκειται περί επαναλήψεως των
σφαλμάτων, τα οποία διαπράχθηκαν στην Ιρλανδία. Η Κύπρος έχει εξεγερθεί
και η ειρήνη δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί στη νήσο, παρά με την
υποστήριξη του κυπριακού λαού. Η σημερινή πολιτική δεν είναι δυνατό να
οδηγήσει σε οτιδήποτε άλλο, παρά στη συμφορά».
Οδηγήθηκε στην αγχόνη στις 10 Μαΐου 1956 τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου. Εκτελέστηκε πρώτος λέγοντας: "Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε.
Οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν στην οικογένειά του να πάρει το σώμα του και να το θάψει, αλλά αντ' αυτού το έθαψαν οι ίδιοι σε ένα περιφραγμένο χώρο εντός των φυλακών, τα λεγόμενα Φυλακισμένα Μνήματα.
Η εκτέλεση αυτών των Κυπρίων αγωνιστών προκάλεσε εντονότατο ρεύμα
αγανάκτησης σ΄ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν πολλές
συγκεντρώσεις και πορείες. Τιμής ένεκεν ο Δήμος Αθηναίων μετονόμασε την
οδό Λουκιανού όπου και το οίκημα της Αγγλικής Πρεσβείας σε οδό Καραολή
και Δημητρίου, το ίδιο έπραξε και ο Δήμος Πειραιά μετονομάζοντας την οδό
Ναυάρχου Μπητ στη σημερινή οδό Καραολή και Δημητρίου.
Ο Μιχαλάκης Καραολής κατά την διάρκεια της κράτησης του ανέφερε σε ένα γράμμα προς τους φίλους του τα παρακάτω:
Τα ελληνόπουλα δεν ξέρουν μόνο πως πρέπει να ζουν.
Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν και πως την πατρίδα να τιμούν.
Σας ευχαριστούμε! Αιωνία σας η μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου