Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

«Να μην επιτραπούν ελληνικά στρατιωτικά νεκροταφεία σε αλβανικό έδαφος»

 «Ποια είναι αυτά τα νεκροταφεία ενός στρατού που χρησιμοποίησε την αλβανική γη ως πεδίο μάχης;»





Τίρανα.

Γράφει ο Spartak Ngjela

 


Η απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης για τα νεκροταφεία των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν στην Αλβανία είναι μια επαίσχυντη πράξη, γράφει αλβανικό δημοσίευμα που συνεχίζει:


Πως μπορούν να γίνουν δεκτοί τάφοι Ελλήνων στρατιωτών πολεμώντας στην Αλβανία,  σε μια εποχή που δεν ζητήθηκε βοήθεια από την αλβανική αρχή;



Το ερώτημα είναι: Γιατί να έρθουν;


Πως μπορεί κάποιος να έχει ένα νεκροταφείο στην Αλβανία, από έναν σοβινιστικό στρατό που κατέκτησε την αλβανική πόλη (…) των Ιωαννίνων το 1913; Και ανάγκασαν στη Διάσκεψη των Πρέσβεων να εγκαταλείψει η Αλβανία μια πόλη που κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από Αλβανούς;

Ποια είναι αυτά τα νεκροταφεία ενός στρατού που χρησιμοποίησε το αλβανικό έδαφος ως πεδίο μάχης με τους εισβολείς της Αλβανίας;  Γιατί, αφού εισέβαλε στα Γιάννενα το 1913, ο ελληνικός στρατός ήθελε να κατακτήσει την Κορυτσά και το Αργυρόκαστρο το 1940;

Γιατί χτίζουμε τάφους εδώ για τους αδίστακτους εισβολείς;


Έγκλημα των αλβανικών κυβερνήσεων


Οι αλβανικές κυβερνήσεις, όχι μόνο δεν πρέπει να το δεχθούν, ούτε έχουν το δικαίωμα να συζητούν για το θέμα αυτό, διότι αποτελεί  ιστορικό έγκλημα κατά της ανεξαρτησίας της Αλβανίας.

 Για το λόγο αυτόν:

Η κυβέρνηση Ράμα πρέπει να αποσύρει επειγόντως την απόφαση της σχετικά με τα νεκροταφεία των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία, γιατί αλλιώς θα πρέπει να κατηγορηθεί αμέσως για εθνική προδοσία.


Γιατί να τιμούμε εδώ τους αδίστακτους εισβολείς στρατιώτες;


Οι αλβανικές κυβερνήσεις, να μην δεχθούν, ούτε να συμμετέχουν σε συνομιλίες για το θέμα αυτό, δεν πρέπει να το επιτρέψουν.


Είναι γνωστό ότι ο Ράμα δεν γνωρίζει την ιστορία της Αλβανίας, αυτό γίνεται αντιληπτό από τη μέτρια διαμόρφωσή του, αλλά και δεν καταλαβαίνει και αυτό σημαίνει ότι το άτομο αυτό πρέπει να διωχθεί αμέσως από την πρωθυπουργία.


Και η απόφαση που ελήφθη από την κυβέρνηση για τα νεκροταφεία των Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Αλβανία πρέπει να καταργηθεί αμέσως.


Αντίθετα, αυτή η απόφαση θα είναι μια κατηγορία εθνικής προδοσίας, κατατεθειμένη εναντίον όλων των μελών του Ράμα 2, που ψήφισαν.


Η αλβανική κυβέρνηση  του προέδρου ‘Ράμα 2’ (2η τετραετία Ράμα) είναι είτε εντελώς ερασιτεχνική ή έχει εγκατασταθεί πουλώντας τα εθνικά συμφέροντα, όπως έχουν πράξει όλες οι αντι- αλβανικές κυβερνήσεις που ήταν πουλημένες στην Αθήνα και το Βελιγράδι.


Spartak Ngjela

 

 

Στοιχεία από oranews.tv)
--
               

Αλβανία: Έντονη αντίδραση Αλβανοτσάμηδων για τα ελληνικά στρατιωτικά νεκροταφεία



«Τα νεκροταφεία των Ελλήνων στρατιωτών στην Αλβανία, αντιδρά έντονα το PDIU: εδαφικές διεκδικήσεις, δεν πολεμάμε τους νεκρούς, αλλά…»


Τίρανα.
Η πολιτική έκφραση των Αλβανοτσάμηδων, το Κόμμα Δικαιοσύνης, Ενσωμάτωσης και Ενότητας - PDIU, αντέδρασε έντονα στο θέμα των ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων που συμφωνήθηκε μεταξύ των Τιράνων και της Αθήνας, γράφει αλβανικό δημοσίευμα.



Το κόμμα των Αλβανοτσάμηδων με δελτίο τύπου αναφέρει ότι παρακολουθεί με ανησυχία τις τελευταίες εξελίξεις,  προσθέτοντας ότι: «Εμείς δεν πολεμάμε του νεκρούς, αλλά οι νεκροί  δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους ζώντες για να ικανοποιήσουν εδαφικές απαιτήσεις και να νομιμοποιήσουν  σοβινιστικές διεκδικήσεις».

«Νωρίτερα ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Κοτζιάς, απέστειλε μήνυμα ευχαριστίας σε συνέδριο  σχετικά με την απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης να ρυθμίσει το θέμα των ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων στη χώρας κατά τη διάρκεια  του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου», σημειώνει η αλβανική «Tema».

Σχόλια
Χαρακτηριστικά είναι δύο σχόλια Αλβανών πολιτών στο δημοσίευμα της εφημερίδας «Tema», όπου το πρώτο,  που το υπογράφει ο Berisha Largohu αναφέρει:
 «Μη μιλάτε στο όνομα των Αλβανών, γιατί δεν είναι όλοι οι Αλβανοί της κοινότητας των τσάμηδων. Οι Αλβανοί δεν χρειάζεται να αντιδράσουν, είστε μια απλή κοινότητα και δεν μπορείτε να μιλάτε στο όνομα της πλειοψηφίας».


Και το άλλο που το υπογράφει ο beni, λέει μεταξύ των άλλων:


«Ασκείτε αυτόν τον ισλαμικό πατριωτισμό για νεκρούς!  Οι νεκροί είναι σεβαστοί από τους ζώντες, σε κάθε μέρος της γης ακόμη και αν είναι εχθροί! Ο ισλαμικός πολιτισμός σας δεν ταιριάζει με τους πολιτισμένους και τους ευρωπαίους».
(Στοιχεία από gazetatema.net)

--
               


Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Τι θα κάνουμε με τη «Μεγάλη Αλβανία»;

Εικόνα: Κωνσταντίνος Χολέβας
Κωνσταντίνος Χολέβας
Να αξιοποιήσουμε τη συμμετοχή μας στην Ε.Ε. για να περιορίσουμε τις  επικίνδυνες τάσεις
Από τον 
Κωνσταντίνο Χολέβα

Η γειτονική Αλβανία δεν κρύβει την προσκόλλησή της στην ιδεολογία της «Μεγάλης» ή «Φυσικής» Αλβανίας, η οποία περιλαμβάνει εδάφη της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, των Σκοπίων και της Ελλάδος.Κατά τον πρόσφατο εορτασμό των 105 χρόνων από την ίδρυση του αλβανικού κράτους είδαμε ποικιλία δημοσίων δηλώσεων με το ίδιο εθνικιστικό περιεχόμενο. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας Ιλίρ Μέτα μίλησε για «δύο κράτη, ένα έθνος», εννοώντας ότι και το Κοσσυφοπέδιο - Κόσοβο είναι τμήμα του αλβανικού έθνους.

Ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα προσπάθησε να επενδύσει τον χάρτη της «Μεγάλης Αλβανίας» με τα σύμβολα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υπονοώντας ότι η ένωση όλων των «αλβανικών» εδαφών θα γίνει μέσω της εντάξεως της Αλβανίας και του Κοσόβου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο δε πρώην πρωθυπουργός και ηγετική φυσιογνωμία της αντιπολιτεύσεως Σάλι Μπερίσα χρησιμοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως για να παρουσιάσει έναν χάρτη που περιλαμβάνει και ελληνικά εδάφη.
Οι συνέπειες αυτής της ιδεολογίας, η οποία διαπερνά όλες τις πολιτικές δυνάμεις στα Τίρανα και στην Πρίστινα (πρωτεύουσα του Κοσόβου), είναι ορατές: Στη Βόρειο Ηπειρο και κυρίως στη Χειμάρρα καταπατούνται τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητος.
Οι Τσάμηδες, απόγονοι εκείνων που συνεργάσθηκαν με Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές την περίοδο 1941-1944, προωθούν μέσω των αλβανικών κομμάτων τη διεκδίκηση εις βάρος της Θεσπρωτίας, την οποία αποκαλούν Τσαμουριά. Η διεκδίκηση εδαφών της Νοτίου Σερβίας γίνεται όλο και πιο έντονη.

Οι Αλβανοί των Σκοπίων, που αποτελούν περίπου το 30% του πληθυσμού, απαιτούν καθεστώς ισοτιμίας με τους Σλάβους και υποστηρίζονται δυναμικά από την κυβέρνηση της Αλβανίας. Υπό τον φόβο του αλβανικού εθνικισμού και για να αποφύγουν τη διχοτόμηση του κράτους, οι Σλάβοι, δήθεν «μακεδόνες», στρέφονται προς τη Βουλγαρία. Χαρακτηριστική είναι αυτή η στροφή μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας της ΠΓΔΜ από τον Ζόραν Ζάεφ.

Οι δεσμοί Αλβανίας και Τουρκίας ισχυροποιούνται και διευρύνονται. Δεν αποκλείεται η Αγκυρα να χρησιμοποιήσει τα Τίρανα για να δημιουργήσει μια «τανάλια», η οποία θα μας πιέζει και από τα ανατολικά και από τα βορειοδυτικά σύνορά μας.

Είναι απαραίτητο να αξιοποιήσουμε τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να περιορίσουμε αυτές τις επικίνδυνες τάσεις, οι οποίες αποσταθεροποιούν την περιοχή μας. Είναι, επίσης, αναγκαίο να ακουστεί πιο δυνατά η φωνή υποστηρίξεως της Ελλάδος προς τους Βορειοηπειρώτες. Οι ανακοινώσεις διαμαρτυρίας του υπουργείου Εξωτερικών ως τώρα δεν έχουν αποδώσει καρπούς. 

Η Αλβανία οφείλει να κατανοήσει ότι επιθυμούμε την καλή γειτονία και τη βελτίωση των διμερών σχέσεων με προϋποθέσεις: α) τον σεβασμό των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών και β) την αποφυγή ανακινήσεως ζητημάτων που έχουν κλείσει προ πολλού. Το «Τσάμικο» είναι ανύπαρκτο για την Ελλάδα..

*Πολιτικός επιστήμων




Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

ΑΛΒΑΝΟΙ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΕ ΚΡΥΠΤΗ ΦΟΡΤΗΓΟΥ ΠΟΖΑΡΟΥΝ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ (PHOTOS)

Σαλο προκαλούν στη Βρετανία οι φωτογραφίες Αλβανών λαθρομεταναστών, οι οποίοι ποζάρουν καμαρωτοί για selfies στις καρότσες φορτηγών που τους μεταφέρουν λαθραία στη χώρα.
Ξαπλωμένοι πάνω σε εμπορεύματα, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο χαμογελούν στο φακό, κάποιοι μάλιστα εμφανίζονται να κρατούν στα χέρια σωλήνες για να αναπνέουν φρέσκο αέρα στη διάρκεια του ταξιδιού, ενώ άλλοι γιορτάζουν το «κατόρθωμά» τους να μπουν παράνομα στη Βρετανία πίνοντας ποτά στην καρότσα ενός φορτηγού.
Κάποιοι από αυτούς κάνουν με τα χέρια τους το σύμβολο της αλβανικής σημαίας, τον αετό. Ο συγκεκριμένος συμβολισμός έχει ταυτιστεί με τον αλβανικό εθνικισμό και την ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας».
Σε μια άλλη από τις φωτογραφίες που ανήρτησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τη λεζάντα «καθ’ οδόν προς το Λονδίνο» οι Αλβανοί, όπως πιστεύεται, λαθρομετανάστες κάνουν σήμα με τα χέρια εκφράζοντας την ικανοποίησή τους.
Οι φωτογραφίες έχουν προκαλέσει σάλο στα βρετανικά ΜΜΕ, που αναφέρουν δηκτικά τα σχόλια της Αλβανικής κυβέρνησης ότι οι Βρετανικές αρχές αντιμετωπίζουν «με το μαλακό» τους μετανάστες σε σχέση με άλλες χώρες και την έκκλησή της προς το Ηνωμένο Βασίλειο να στείλει γρήγορα πίσω τους νεαρούς που αποζητούν μια καλύτερη τύχη, αλλά κινδυνεύουν να γίνουν θύματα κυκλωμάτων δουλεμπορίας.
Πριν από μήνες η βρετανική εφημερίδα Sun είχε αποκαλύψει ότι έξι Αλβανοί δολοφόνοι είχαν καταφέρει να μπουν στη χώρα παριστάνοντας ότι είναι πρόσφυγες από το Κοσσυφοπέδιο, αλλά εντοπίστηκαν μαζί με άλλους περίπου 300 συμπατριώτες τους και τους αφαιρέθηκε η βρετανική υπηκοότητα.
Δουλέμποροι στέλνουν παράτυπους μετανάστες αεροπορικώς σε μικρά αεροδρόμια της Βρετανίας, χρεώνοντας πάνω από 1.000 ευρώ κατ’ άτομο. Υπολογίζεται ότι περίπου 30 τέτοια αφύλακτα – ή μερικώς φυλασσόμενα- αεροδρόμια στη νοτιοανατολική Αγγλία λειτουργούν ως «πύλες εισόδου» στη χώρα.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

PostKreta si verifikim i antidialogut që imponon pseudoegoizmi nacionalist

Pavarësisht nga përpjekjet për të fshehur të vërtetën, ditët e post Kretës ofrojnë realitetin e problemit në marrëdhëniet e Shqipërisë me Greqinë. Nuk ka të bëjë me ligjerimin që konsumojnë përditë medjat, opinionbërësit, politika dhe segmentë të tjerë. Ky ligjerim është shprehje e mentalitetit dhe epersisë që ai ka krijuar mbi problemet reale dhe mundësitë e zgjidhjes së tyre, i marrjës peng të këtij reraliteti, ne atë shkallë sa që në çdo ballafaqim me të vërtetën prodhon frikshëm energji negative dhe reaksion.  Thelbi i tij lidhet me mbajtjen gjallë të ideve romantike që i shërbyen egos nacionaliste të shek. XIX. Kuptohet që tek çdo popull, qoftë ballkanas apo evropian, pavarësisht vokalitetit dhe peshës politike, janë evidente linja shprehëse të egos etnike. Në rastin e Shqipërisë, qoftë si pasojë e traditës komuniste, apo i krizave të brendshme dhe nëvojës për të tërhequr vemendjen e publikut nga ato, qoftë në kushtet e mungesës së ideve alternative që promovojnë vizion evropian, apo edhe  të investimeve të të tretëve në këtë drejtim, realiteti i egoizmit etnik iu injektua dhe iu imponua si misherim vital, politikës dhe diplomacisë zyrtare dhe opinionit publik.
Flet për këtë përpjekja për ta paraqitur takimin e Kretës si historik, në emër gjoja të asaj se diplomacia shqiptare për herë të parë i mblodhi në një paketë problemet e historisë dhe të së tashmës dhe ia la mbi tavolinën palës greke, pa bërë lëshime,  apo edhe kultivimi para takimit i iluzioneve për pritshmëri triumfale.
Kjo është logjika e pashmangshme i këtij mentaliteti, e adresuar nga teoritë banale se në themel të Greqisë, të kombit grek dhe të arritjeve të tij historike e kulturore janë shqiptarët; nga promovimi i hartave me “troje shqiptare” deri në Pelopenez, (kufiri i fundit i Perandorisë Otomane në Greqi, por që mban gjallë centrifugalizmin shqiptar të kohës të Perandorisë Otomane); nga pretendimi si truall kombëtar shqiptar të gjeografisë së mitologjisë dhe të kulturës së lashtë greke; nga teoritë e dështuara Fallmerayerane, që mohojnë vazhdimësinë e grekëve të sotëm nga grekët e lashtë dhe atribuimi i kësaj trashëgimie shqiptarëve; nga paraqitja e Greqisë dhe grekërve si armiq përmanent që synojnë copëtimin e Shqipërisë dhe për pasojë, helmojnë raporte miqësore midis popujve, sidomos të rinisë.
Por, ky ligjerim masiv dhe shumëplanesh i cili ka fituar një status publik paprekshmerie që i shkon përshtat tabuve, bie ndesh me çdo lloj parimi të fqinjësisë së mirë në frymë Evropiane. Me këtë status iu imponua bisedimeve në Kretë, duke përjashtuar çdo pritshmeri jashtë këtij kuadri. (Të mendohet për një çast se çfarë do të ndodh nëse pala shqiptare do të pranojë të heq nga literatura zyrtare shkollore “trojet shqiptare” të Çamerisë dhe të gjithë Epirit të Jugut). Problemi, me fajtor primar politikën, e cila për konsum të brendshëm politik e stimuloi atë,  bëhet më i vështirë, se është lëjuar të shkojë shumë larg pa lëjuar hapësira për kthim prapa.
Kuptohet që edhe pala greke, në kushtet e njohura ekonomike, politike dhe sociale nuk mund të anashkalojë faktorët e egos nacionaliste greke, pavarësisht nga mungesa e peshës në qeverisje, por me ndjeshmëri të lartë, sidomos pas ngjarjeve në Himarë. (Në Shqipëri qëllimisht është ngatërruar vazhdimisht faktori jo zyrtarë me qëndrimet zyrtare të shteti grek ndaj Shqipërisë) Nga ana tjetër, argumenti “i Shqipërisë së madhe”, artikuluar në mënyrë formale dhe informale, i cili nuk lë jasht Greqinë, i bën sensibilitetet dhe shqetësimet greke, të tilla që të kenë mirëkuptimin edhe të faktorit ndërkombëtar. Në këtë prizëm Ministrit Grek Kotzias, i duhej të ishte i kujdesshëm në Kretë. E kondiciononte këtë edhe propozimi i tij në vizitën në Shqipëri, qershor 2016, i mohuar nga Tirana, për një aleancë me faktorin shqiptar në Ballkan me horizont njohjen e Kosovës, që atij i kushtoi jo pak.
Gjasat tregojnë se Athinës i duhej të bëhej në këtë takim pak Çeki, që për interesat e një firme private të saj në Shqipëri, kërcenoi me veto në BE. Të bëhej pak Bullgari, e cila me disa mesazhe bllokuese për hapjën e negociatave integruese të Shqipërisë në BE, fitoi një minoritet kombëtar në Shqipëri, të bëhej pakëz Itali e cila, si “shpërblim” që hedh në det qindra shqiptarë, merr falinderimet e Tiranës zyrtare, për arsye se nxjerr nga fundi i detit një pjesë të truapve të tyre,  .. ose pak Turqi etj. Pra, të dalë nga praktika e deritashme të përkrahjës pa kushte të integrimit të Shqipërisë në organizmat Euroatlandike, pa marrë kurrë ndonjë falenderim .
Pra, në këtë logjik takimi i Kretës konfirmoi jo aq egzistencën e problematikës në marrëdhëniet midis dy vendeve, se sa mentalitetin e njëanshëm që provokon “problematikë të komplikuar” duke e ricikluar çeshtje të tejshkuara dhe për interesa, shpesh të të treteve, që të kthejnë hisotrikisht pas. Fakti i pajtimit të të gjithë të interesuarve me vendimin për të mbajtur sekret përmbajtjen e bisedimeve, është i mjaftueshëm për të mbështetur këtë tezë.
Pas kësaj shqëtësimi po bëhet përditë dhe më i dukshëm. Nxitoi ta shprehte i pari kryeministri Rama, i cili e karakterizoi Kreten si sukses për faktin se palët pas vitesh replikash në distancë, u ulën në tavolinën e bisedimeve. (!!) Paralelisht, faktorë potentë që shquhen në kultivimin e mentalitetit shqiptar antihelenë, nxituan të zbusnin efektet në lidhje me iluzionet e krijuara po prej tyre për rezultate spektakolarë në favor të palës shqiptare. Avancimi i bisedimeve me zgjidhje në favor të të dy vendeve do të vinte në dyshim “drejtësinë” e klanit antihelenë, ndërkohë që justifikimi se “ishte takimi i parë dhe nuk priteshin rezultate” nuk bind, se takimit i paraprinë bisedime teknike dypaleshe që zgjaten dy vjet.
Shëmbulli më të spikatur vjen kolonel Pashaj. Ai që gati u shpall hero se përndezi “patriotizmin” për  “tradhëtinë” në  marrëveshjen e detit, para ca ditesh, në një të përditshme të Tiranës deklaroi se, “fajtori për këtë marrëveshje është pala shqiptare”. Pranon se marrëveshja “nuk ka qenë kundër Shqipërisë”. Ngarkon me teknicientet shqiptarë pasi demi që i shkaktuan vendit është se “prishja e marrëdhënieve midis dy vendeve” dhe porosit “të mos shkohet në arbitrazh”(!!). Në fakt zoti Pashaj, iu kundërvu Gjykatës Kushtetuese, e cila në thelbin e argumentitmit të vet pranon se negociatorët e marrëveshjës ndoqën një rrugë ligjore, në respekt të akteve nderkombëtare. Ajo kërkon antikushtetshmerinë e marrëveshjës me kërkesën për zbatim të parimeve të tjera, “më të leverdishme” për vendin, të cilat, po sipas Kushtetuesës, në të gjitha rastet janë produkt i vendimeve të Gjykatave Ndërkombëtare dhe aspak produkt negocimi dhe marrëveshjeje dypaleshe. (Arbitrazhi është forma më e thjeshtë e këtyre vendimeve.) Këtu ka edhe momente të tjera të dyshimta. Pse nuk u dënua asnjë nga negociatorët e marrëveshjës, “për tradhëti të lartë” por disa prej tyre u ngriten në përgjegjesi dhe perse qeveria do një marrëveshje “të rrezuar”?
Po ashtu, edhe problemet e tjera të paketës shqiptare në Kretë ishin paragjykuar paraprakisht nga mentaliteti i egos antihelene nacionaliste, kuptohet pa argumente.  P.sh. në të ishte përfhsirë dhe “çeshtja çame”.
Nuk duam t’i referohemi vendimit të panegociueshëm të palës greke për këtë problem, por asaj se çfarë do thotë pala shqiptare nëse do të kishte në tavolinë dokumentin britanik PRO/FO 371/48094 R 18138, sipas të cilit shefi i misionit të aleatëve në Epir, Cris Woodhouse, pranon se Zervës iu dha urdhër për të pastruar Epirin nga Çamët. Çfarë do të thotë nëse do t’i vihen përpara vendimet e gjykatave greke që i akuzojnë çamet edhe për përpjekje të armatosur për cënim të tërësisë territoriale të Greqisë, për përmbysje të dhunshme të pushtetit lokal në Thesproti, të cilën edhe vet pushtuesit nuk e prekën, për vrasje dhe reprezalje kundër popullisisë civile greke? Në Thesproti është themeluar se fundmi një shoqatë e viktimave të çameve bashkëpunëtorë të pushtuesve. Doli në qarkullim edhe libri me dokumenta nga arkivat gjermanë mbi veprimtarinë bashkëpunuese me armë në dorë me nazistët të mbi 3 200 çameve. Në arkivat greke, egzistojnë dokumente italiane, turke apëo dhe austrohungareze, që  vërtetojnë se elementi çam në Thesproti u përdor që me 1913 nga këto fuqi për të krijuar destabilitet në Epir. Me 1940 lufta italogreke kishte si pretekst provokimet çame dhe si kasus  bashkimin e Çamerisë me Shqipërinë.
Përsa u përket të reneve grekë të cilët janë të renët e fitorës së parë lundër makinëns fashiste, janë dhe të vetëm të vrarë të luftës së dytë botërore që janë ende pa një varë. Pala shqiptare, para se të zbatojë një marrëveshje dypaleshe dhe një detyrim ligjor ndërkombëtar, duhet të sqarojë, a janë këta të renë fashizmit çlirimtarë të grekëve dhe shqiptarëve prej ketyre pushtuesve!? E them këtë pasi dhe qëndrimi zyrtar duket se pajtohet me qëndrimin që i quan të renët grekë pushtues. Nëse është kështu atëherë rezulton i dhenë dhe praktikisht fakti se Shqipëria ishte pjesë e perandorisë fashiste të Viktor Emanuelit III.
Atëherë, nëse pala Shqiptare nuk pranon si të abroguar ligjin e luftës me Greqinë të paktën sipas praktikës së ndjekur nga Athina me Italinë, duhet fillimisht ajo të abrogojë vendimin e parlamentit shqiptar (të zgjedhur para pushtitmit) të 15 qershorit 1940, i cili me brohoritje (dhe jo i imponuar) ktheu në ligj një dekret të Viktor Emanuelit, sipas të cilit Shqipëria ishte në luftë me cilindo shtet që do të ishte në lufte edhe Italia.(!) Por dihet se është shumë e vështirë që ego-ja nacionaliste e Shqipërisë të pranojë një diçka të tillë, edhe sikur Greqia t’ ja kërkojë me ngulm! Por, në emër të po kësaj ego-je nacionaliste, ka guximin t’ ja kërkojë Greqisë deri në imponim.
Së fundmi, për mendimin tim rezultati poziv në Kretë qëndron tek fakti se rezistoi sprova e diplomacisë së dialogut me aleat kohën për një ditë më të mirë, me shpresë së mentaliteti i egos nacionaliste të shek XIX mund t’i hapin rrugën vullnetit pozitiv për fqinjësi të mirë fhe të përspektivës evropinae të të dy popujve.   FUND!

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Η διάβαση του Έβρου το 1922 και ο αλβανικός εθνικισμός

William R. Shepherd, Ethnic groups in the Balkans and Asia Minor as of early 20th century (1911).


Για τους Αρβανίτες,  το πέρασμα από τα χωριά τους στο ελληνικό έδαφος τον Οκτώβριο του 1922 μαζί με όλο τον ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης ήταν κάτι αυτονόητο. Έντρομοι οι ελληνικοί πληθυσμοί εγκατέλειψαν την Ανατολική Θράκη στο άκουσμα της επικείμενης επιστροφής των Τούρκων. Αν για τον αλβανικό εθνικισμό η διεκδίκηση (έστω και θεωρητική) των αλβανοφώνων του ελληνικού κράτους στις αρχές του 20ου αιώνα είχε κάποια  λογική (μιας και όπως είδαμε και για τον ελληνικό εθνικισμό οι Έλληνες και οι Αλβανοί μετείχαν της ίδιας εθνικής ουσίας), στη σημερινή εποχή μια τέτοια αναδρομική διεκδίκηση φαντάζει, εκτός από ανώφελη, γραφική και κυρίως ανιστόρητη. Τέτοιου είδους διεκδικήσεις σήμερα προσιδιάζουν σε έναν παλιομοδίτικο εθνικισμό μεσοπολεμικής κοπής, εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμους μικροπολιτικούς στόχους και κινούνται εκτός της κοινής λογικής και της ιστορικής πραγματικότητας.[1] Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται όμως και όσοι θεωρούν την προαιωνιότητα του «γλωσσικού» έθνους ως φυσικό φαινόμενο. Στη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια  wikipedia, στην αγγλική της έκδοση, οι αλβανόφωνοι της Δυτικής Θράκης Albanian speakers of Western Thrace» είναι ο τίτλος του λήμματος το κείμενο του οποίου είναι ανυπόγραφο) παρουσιάζονται ως «μία γλωσσική μειονότητα στην ελληνική Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη στα σύνορα με την Τουρκία».[2]
«Μιλούν  το βόρειο παρακλάδι της τοσκικής αλβανικής και είναι απόγονοι των αλβανικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης  που μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας τη δεκαετία του 1920». Η αλήθεια είναι ότι οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης δεν μετανάστευσαν βάσει της συνθήκης της Λωζάνης, αλλά είχαν ήδη μεταναστεύσει στη Δυτική Θράκη από τον Οκτώβριο του 1922, ήταν δηλαδή πρόσφυγες και όχι ανταλλάξιμοι,[3] η δε άγνοια του συγγραφέα του εν λόγω κειμένου είναι εμφανής αφού δεν οριοθετεί χρονικά αυτή τη μετανάστευση αλλά αναγράφει αορίστως ότι αυτή έλαβε χώρα κατά τη δεκαετία του 1920.[4]Στη συνέχεια, ο συγγραφέας,  κινούμενος στις συντεταγμένες του αλβανικού εθνικισμού, γράφοντας για την αρχική μετανάστευση των «Αλβανών» από την Αλβανία  στη Θράκη, συναθροίζει τους ορθόδοξους και τους μουσουλμάνους σε μία ομάδα. Είναι βέβαια γνωστό το πόσο υπέφερε από τους ομογλώσσους μουσουλμάνους το αλβανόφωνο χριστιανικό στοιχείο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος της μετακίνησής του από την περιοχή της Ηπείρου στην Ανατολική Θράκη.
Έπειτα, δίνει στοιχεία για  τους μουσουλμάνους Αλβανούς, σχετικά με τα προνόμια που αυτοί είχαν στην οθωμανική διοίκηση αλλά και στο ρόλο που διαδραμάτισαν κατά την αλβανική Αναγέννηση. Το οξύμωρο είναι ότι συναθροίζει αυθαίρετα τους μουσουλμάνους με τους ορθοδόξους αλβανόφωνους, ενώ, όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, τίποτα απολύτως δεν συνέδεε αυτές τις δύο ομάδες -η γλώσσα τότε δεν έπαιζε κανέναν ρόλο όσον αφορά τις πάσης φύσεως συνομαδώσεις.  Οι Τουρκαλβανοί ήταν –μαζί με τους λιποτάκτες του οθωμανικού στρατού- οι πιο επικίνδυνοι ληστές στη Θράκη και λυμαίνονταν την ευρύτερη περιοχή. Το 1779, η οθωμανική διοίκηση έστειλε τον καπουδάν Πασά Γαζή Χασάν για να επιβάλει την τάξη. Οι Τουρκαλβανοί απάντησαν με λεηλασίες χριστιανικών χωριών. Ο Ρώσος Πρόξενος στο Βελιγράδι που επισκέφτηκε εκείνη την εποχή την Αδριανούπολη εδιηγείτο σκηνές φρίκης. Στο ταξίδι του συνάντησε καμμένα χωριά και ρημαγμένες εκκλησίες. Οι χωρικοί ζητούσαν βοήθεια από τις τοπικές αρχές, που βρίσκονταν σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν την λαίλαπα των τουρκαλβανικών συμμοριών. Τον Μάρτιο του 1844, σώμα Τουρκαλβανών αποτελούμενο από 1.500 άτομα, πιεζόμενο από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του οθωμανικού στρατού, έφτασε στα πρόθυρα της Αδριανούπολης σπέρνοντας τον τρόμο στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι δεν τολμούσαν να βγούνε έξω από αυτήν. Οι περισσότεροι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι ήταν Τόσκηδες από την Νότια Αλβανία, οργανωμένοι σε στρατιωτικά σώματα. Υπήρχαν και Γκέγκηδες από την Βόρεια Αλβανία, που συνήθιζαν κάθε χρόνο να φεύγουν από τα σπίτια τους για να ληστέψουν χωριά. Οι περισσότερες ληστοσυμμορίες λυμαίνονταν τη Βόρεια Θράκη και ιδιαίτερα τις επαρχίες Φιλιππουπόλεως και Παζαρτζικίου. Ο Πρόξενος Ι. Βαρότσης ανέφερε: «τριών ωρών δρόμον φοβείται τις να περιπατήση… εις Βελισσά εγύμνωσαν γυναίκες και τέκνα, ήρπασαν οι τρισκατάρατοι Αλβανοί. Την Βράβιαν επάτησαν, έκαυσαν και ελεηλάτησαν, ολίγον έλλειψεν να πιάσουν και τον πασάν, όστις ετάχυνε να κλεισθή εις το κάστρον».[5] Το 1862 η δραστηριότητα των συμμοριών εντείνεται και οι οθωμανικές αρχές τις αντιμετωπίζουν με νωθρότητα και απροθυμία, μιας και στο σύνολό τους έχουν ως θύματα τα χριστιανικά χωριά και φαίνεται να παρεμβαίνουν μόνο όταν η τάξη διασαλεύεται παντελώς και η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.[6]
Ο συγγραφέας συνεχίζει: «[…]οι Ορθόδοξοι Αλβανοί της Ανατολικής Θράκης έμεναν σε εν μέρει ομοιογενείς κοινότητες, είτε χωριά είτε γειτονιές, και ήταν κυρίως απόγονοι μεταναστών από την περιοχή της Κορυτσάς. Με το πέρας του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922, η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν την Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία περιείχε στους όρους της την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών».   Αφού προσπεράσουμε το λάθος ότι οι αλβανόφωνοι της Ανατολικής Θράκης έμεναν σε εν μέρει ομοιογενείς -γλωσσικά προφανώς εννοεί ο συγγραφέας- κοινότητες (partly homogeneous communities), αφού ως γνωστόν τα αρβανιτοχώρια ήταν καθ’ολοκληρίαν αλβανόφωνα (πλην του Αμπαλάρ στο οποίο έμεναν λίγες γκαγκαβούζικες οικογένειες), ερχόμαστε στον ιδεολογικό πυρήνα του κειμένου: οι αλβανόφωνοι της Ανατολικής Θράκης, κατά τον συγγραφέα του κειμένου, αναγκάστηκαν να ανταλλαχθούν λόγω της ιδιαιτερότητας της συνθήκης της Λωζάνης, αν και «Αλβανοί» ή δυνάμει «Αλβανοί».  Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι οι Έλληνες της Θράκης (ελληνόφωνοι, αλβανόφωνοι και τουρκόφωνοι) εγκατέλειψαν την Ανατολική Θράκη τον Οκτώβριο του 1922 (εννιά μήνες δηλαδή πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης) μετά την υπογραφή της  ανακωχής των Μουδανιών σύμφωνα με την οποία η Ανατολική Θράκη έπρεπε να εκκενωθεί από τον ελληνικό στρατό και στη συνέχεια να αποδοθεί από τις συμμαχικές δυνάμεις στην Τουρκία.  Η εν λόγω εκκένωση για τους χριστιανικούς πληθυσμούς ήταν εθελοντική και όχι υποχρεωτική, μόνο που όσοι επέλεγαν να παραμείνουν θα ήταν στο έλεος των Τούρκων.[7]
Η ανακωχή των Μουδανιών είχε ως κύριο θέμα συζήτησης την παράδοση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό στους συμμάχους και από αυτούς στον τουρκικό στρατό, γι’αυτό και οι συμμετέχουσες χώρες εκπροσωπούνταν σε επίπεδο στρατιωτικής και όχι πολιτικής ηγεσίας. Το πρόβλημα των  μειονοτήτων ήταν εκτός των θεμάτων των συνομιλιών της διάσκεψης των Μουδανιών.[8]
Στις ελληνικές αρχές μάλιστα υπήρχε ο προβληματισμός για το αν έπρεπε να επιτραπεί η εθελοντική αυτή μετανάστευση, με δεδομένα τα προβλήματα στέγασης και σίτισης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που θα προέκυπταν. Ο Χαράλαμπος Σιμόπουλος, Αρμοστής της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, σε τηλεγράφημά του προς τον Βενιζέλο στις  3.10.1922 –κατά τη διάρκεια δηλαδή της εγκατάλειψης της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες, ανέφερε πως ο Αλ.Πάλλης εξέφραζε τη γνώμη πως οι ελληνικές αρχές της Ανατολικής Θράκης έπρεπε να παρακινήσουν τον πληθυσμό να παραμείνει στην περιοχή.[9] Υπήρχε η σκέψη επίσης να ζητηθεί αρχικά από τους Τούρκους επίσημη δέσμευση για  καλή μεταχείριση των Ελλήνων που θα παρέμεναν στην Ανατολική Θράκη και έπειτα να ανασταλεί η μετανάστευση που εκείνη τη στιγμή ήταν σε εξέλιξη.[10]
Σχετικά δε με την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε η  συνθήκη της Λωζάνης,[11] εκεί η άγνοια του συγγραφέα είναι πλήρης:  «Η συνθήκη χρησιμοποίησε τη θρησκεία ως δηλωτικό εθνικής ένταξης, αν και περιείχε πληθυσμούς χωρίς εθνική συνείδηση, ακόμη και Αλβανούς. Κατ’εφαρμογήν αυτής της συνθήκης οι μουσουλμάνοι της Ελλάδος ανταλλάχθηκαν με τους χριστιανούς της Τουρκίας, με την εξαίρεση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και των Χριστιανών της Κωνσταντινούπολης». Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας αναλύοντας επιδερμικά το κείμενο της εν λόγω συνθήκης  περιέρχεται στο ίδιο ιδεολογικό αδιέξοδο στο οποίο εγκλωβίζονται όσοι προσπαθούν να αποσυνδέσουν πλήρως την ρωμαίικη ταυτότητα από την αντίστοιχη ελληνική εθνική, στο πλαίσιο είτε ενός ιδεολογηματικού διεθνισμού είτε ενός ιδεοληπτικού εθνικισμού, χρησιμοποιώντας απλοϊκές συνεπαγωγές ή αυθαίρετα πορίσματα του τύπου «αφού η ανταλλαγή έγινε με βάση τη θρησκεία, άρα  οι ανταλλαχθέντες δεν είχαν εθνική συνείδηση». Στο ίδιο ιδεολογηματικό μήκος κύματος κινείται και η -επίσης ανυπόγραφη- έκθεση του «Ελληνικού Παρατηρητηρίου των συμφωνιών του Ελσίνκι-Ελληνική ομάδα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων». Εκτός του ότι ο συντάκτης της εν λόγω εκθέσεως γνωρίζει ελάχιστα πράγματα για τους Αρβανίτες, προσπαθεί μέσα από ιδεολογικές ακροβασίες να παρουσιάσει τα αρβανίτικα ως μειονοτική γλώσσα. Το ότι δεν γνωρίζει τίποτα για τους Αρβανίτες της Θράκης το αποδίδει στο ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και έτσι αναπαράγει άκριτα τα όσα ανιστόρητα αναγράφονται πιο πάνω από τον ανώνυμο συντάκτη της Wikipedia, ενώ  επιπρόσθετα  αγνοεί ακόμη και την γεωγραφική διασπορά των Αρβανιτών το 1922 στην Ελλάδα. Τέλος, αρνούμενος το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό των Αρβανιτών της Θράκης -βασικότατο δικαίωμα των μειονοτήτων  που υποτίθεται ότι προστατεύει ο εν λόγω φορέας- τους θεωρεί Αλβανούς: 
«Πολύ λίγα είναι γνωστά για την αλβανική παρουσία στη Θράκη η οποία πιθανόν προέρχεται από κάποια από τις μετακινήσεις που αναφέρονται πιο πάνω. Υπήρχαν πολλοί Αλβανοί στην Ανατολική Θράκη και στον νομό Έβρου της γειτονικής Δυτικής Θράκης. Οι της Ανατολικής Θράκης, ως χριστιανοί, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής ανταλλαγής Χριστιανών και Μουσουλμάνων μεταξύ της σημερινής Τουρκίας και της Ελάδος τη δεκαετία του 1920. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στον νομό Θεσσαλονίκης».[12] Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, η μόνη περίπτωση να δικαιολογηθεί η εγκατάσταση των Αρβανιτών στη Δυτική Θράκη και όχι στην Αλβανία είναι να έχει πραγματοποιηθεί  υποχρεωτικά. Γι’ αυτό το λόγο,  το Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, όπως και ο συγγραφέας του κειμένου της Wikipedia, εκεί ακριβώς ποντάρουν: να παρουσιάσουν τη  μετανάστευση των Αρβανιτών της Θράκης ως υποχρεωτική. Η ιστορική πραγματικότητα βέβαια τους διαψεύδει πανηγυρικά διότι οι Αρβανίτες πέρασαν από την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα εθελοντικά, πολύ πριν αποφασισθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Όσον αφορά την  ανταλλαγή των πληθυσμών, αυτή όντως πραγματοποιήθηκε με βάση τη θρησκεία και όχι την εθνική συνείδηση ή τη γλώσσα.[13] Το Άρθρο 1 της «Συμβάσεως περί της ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», που υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923, αναφέρει: «Από της 1ης Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών». Η αλυτρωτική πολιτική της Αλβανίας επικεντρώθηκε στην αλβανόφωνη μουσουλμανική μειονότητα των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας. Συνεπικουρούμενη από την Ιταλία επιχειρούσε εξ αρχής να προσεταιριστεί τους αλβανόφωνους μουσουλμάνους της Τσαμουριάς και να πετύχει (όπως τελικά πέτυχε) να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή ως εθνικά Αλβανοί.[14] Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1926, ο δικτάτορας στρατηγός Πάγκαλος επιβεβαίωσε την ισχύ της εξαίρεσης, αν και 3.000 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι είχαν ήδη μεταφερθεί στην Τουρκία.[15] Επίσης, εξαιρέθηκαν και περίπου 2.000 αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι οι οποίοι «κατάφεραν (κυρίως στη Μακεδονία) να χαρακτηριστούν «αλβανικής καταγωγής» με πιστοποιητικά των μουφτειών ή των αλβανικών αρχών, και οι οποίοι τέθηκαν υπό τις διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών περί μειονοτήτων στην Ελλάδα».[16] Φυσικά, κάτι τέτοιο ουδέποτε ζήτησαν οι αλβανόφωνοι χριστιανοί Έλληνες και εξ αυτού αποδεικνύεται για άλλη μια φορά η πολύ ισχυρή συνάφεια της προνεωτερικής παραδοσιακής ελληνορθόδοξης ταυτότητας με την αντίστοιχη ελληνική εθνική που προέκυψε κατά τον 19ο αιώνα.
Η ανταλλαγή ωστόσο δεν έγινε εξ ολοκλήρου με βάση τη θρησκευτική πίστη, καθώς υπήρξαν εξαιρέσεις που κατέδειξαν τη δυσκολία της ανταλλαγής με βάση μόνο τη θρησκεία: «[…] στην Τουρκία οι εξαιρέσεις που υιοθετήθηκαν από την Μεικτή Επιτροπή υποδηλώνουν ότι το εθνικό κριτήριο υπολανθάνει του θρησκευτικού. Με το κριτήριο της  μη εθνικής συνάφειας ως προς τη χώρα νέας εγκατάστασης εξαιρέθηκαν τελικά οι ελληνορθόδοξοι Άραβες της Κιλικίας, ύστερα από τη μεσολάβηση της Γαλλίας και τις διαμαρτυρίες του πατριάρχη Αντιόχειας Γρηγορίου του Δ’ καθώς και άλλες ομάδες ορθοδόξων της Τουρκίας (Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρουμάνοι) οι οποίοι θεωρήθηκε ότι δεν είχαν εθνικούς δεσμούς με την Ελλάδα και οι οποίοι υπάγονταν στην αρμοδιότητα των Πατριαρχείων των Ιεροσολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας ή των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών της Κύπρου, του Όρους Σινά, της Σερβίας, της Ρουμανίας, του Μαυροβουνίου, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας. Ειδικά εξετάστηκαν από τη Μεικτή Επιτροπή περιπτώσεις Αλβανών ορθοδόξων, οι οποίοι τελικά εξαιρέθηκαν, αν και υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως μη ανήκοντες στην ελληνική μειονότητα της Τουρκίας, αλλά και ως αντιστάθμισμα στην εξαίρεση των Αλβανών μουσουλμάνων της Ελλάδας.[17]Αντίστροφα, το εθνικό κριτήριο κατίσχυσε υπέρ της Ανταλλαγής στην περίπτωση ορισμένων Ελλήνων ευαγγελικών και καθολικών, οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν».[18] Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης, αν ένιωθαν Αλβανοί, είχαν αρχικά την επιλογή να μην μεταναστεύσουν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1922. Άλλωστε, κατά την έξοδο του ελληνικού στοιχείου από την Ανατολική Θράκη, η οποία όπως προαναφέρθηκε δεν ήταν υποχρεωτική αλλά εθελοντική, κάποιοι Έλληνες (άγνωστο γιατί) παρέμειναν και δεν μετανάστευσαν: «Έλλην κατορθώσας ν’αναχωρήση εκ Σαράντα Εκκλησιών και αφιχθείς ενταύθα ανέφερεν [ότι] […] η προς τους παραμείναντας Έλληνας συμπεριφορά των αρχών δεν τυγχάνει κακή».[19] Οι ελάχιστοι χριστιανοί που παρέμειναν στην Ανατολική Θράκη αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις κάποιων Γκαγκαβούζηδων[20] και των Σαρακατσάνων της Λευκίμης Έβρου: οι 250 περίπου Σαρακατσάνοι (228 στην απογραφή του 1961) της Λευκίμης Έβρου πήγαν εκεί «δυνάμει αριθ.7 συμβάσεως ανταλλαγής ελληνοτουρκικού πληθυσμού ως ανταλλάξιμος εκ Τουρκίας» όπως σημειώνεται στη στήλη του δημοτολογίου ο τρόπος κτήσεως ελληνικής ιθαγενείας.[21]  Επίσης, πριν τη μετανάστευση του 1922, οι Αρβανίτες της Θράκης είχαν εκπατριστεί πολλές φορές εξαιτίας της πίεσης και των διωγμών της οθωμανικής κυβέρνησης. Πάντοτε όμως κατέφευγαν στην Ελλάδα και κανείς τους δεν πήγε ούτε ζήτησε να μεταβεί στην Αλβανία η οποία στις αρχές του 1913 άρχισε να υφίσταται ως κράτος. Το περιεχόμενο των δύο επιστολών των Ζαλουφιωτών προς την ελληνική κυβέρνηση που είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο βρίθει από αναφορές για την μητέρα-Ελλάδα και όλες οι ενέργειες των εκπατρισμένων Αρβανιτών απευθύνονταν προς τις ελληνικές αρχές και τις μητροπόλεις του Πατριαρχείου.[22]
Αφού  παρέμεναν οι Αρβανίτες στην Ανατολική Θράκη, στη συνέχεια θα μπορούσαν είτε να εξαιρεθούν της ανταλλαγής και να παραμείνουν στην Τουρκία ως εθνικά Αλβανοί, πράγμα που όπως είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο έπραξαν αρκετοί αλβανόφωνοι ορθόδοξοι της Τουρκίας –διαβιούντες κυρίως στην Κωνσταντινούπολη- που αυτοπροσδιορίζονταν ως Αλβανοί και ήταν μέλη της νεοδιακηρυχθείσης αυτοκεφάλου ορθόδοξης αλβανικής εκκλησίας, είτε  κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών να ζητήσουν να μεταναστεύσουν στην Αλβανία και όχι στην Ελλάδα: «Σε πολλές περιπτώσεις οι υπό ανταλλαγή πληθυσμοί και στις δύο πλευρές αντέδρασαν στην είδηση του υποχρεωτικού ξεριζωμού. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πολλοί μουσουλμάνοι προύχοντες διαμαρτυρήθηκαν για την υποχρεωτικότητα της Ανταλλαγής και ζήτησαν να παραμείνουν στον τόπο τους ή τουλάχιστον να τους διατεθεί ικανός χρόνος για να μπορέσουν να πουλήσουν την περιουσία τους σε δίκαιη τιμή. […] Αντίστοιχα στην Τουρκία μεγάλο τμήμα των ελληνορθόδοξων της Καππαδοκίας αντέδρασε στη διαταγή να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για μιαν άγνωστη πατρίδα».[23] Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, εκτός από τις εξαιρέσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης της Ίμβρου και της Τενέδου και των μουσουλμάνων της Θράκης, υπήρξαν και άλλες ενδιαφέρουσες περιπτώσεις όπου Έλληνες και Τούρκοι ζήτησαν και άλλες εξαιρέσεις: «[…] η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε αρχικά, χωρίς αποτέλεσμα, την εξαίρεση των μουσουλμάνων Τσιγγάνων της Μακεδονίας. Επίσης, κατά τη φάση της εφαρμογής της Σύμβασης πολλές προσπάθειες για εξαίρεση έπεσαν στο κενό, όπως για παράδειγμα η πρόταση να εξαιρεθούν οι μουσουλμάνοι καπνοκαλλιεργητές του νομού Δράμας με κριτήριο την οικονομική τους χρησιμότητα στην Ελλάδα. Από τους πολυάριθμους μουσουλμάνους οι οποίοι επικαλέστηκαν ότι είχαν προσφέρει «υψηλές υπηρεσίες στον Ελληνισμό», μόνο λίγοι κατόρθωσαν να αποφύγουν την Ανταλλαγή: «έμπιστος του Βενιζέλου», «μυστικός πράκτορας», «προστάτευσε χριστιανούς», «εξήρε το μίσος ομοθρήσκων του», «πολέμησε στη Μ.Ασία εναντίον των Τούρκων», «φιλέλλην ο οποίος κινδυνεύει στην Τουρκία», «απαραίτητος για ανασκαφές στην Κρήτη», αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις τις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο αιτιολόγησε ως εξαιρετικές και τις οποίες ενέκρινε. Ωστόσο, η σημαντικότερη εξωσυμβατική εξαίρεση αφορά τους πολυπληθείς αλβανόφωνους μουσουλμάνους. Ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις, η Μεικτή Επιτροπή αποφάσισε στις 14 Μαρτίου 1924 να εξαιρέσει και τους μουσουλμάνους αλβανικής καταγωγής της Ελλάδας σύμφωνα με σχετική πρόταση της Αλβανίας και της Ελλάδας. Ο Τούρκος αντιπρόσωπος Riza Nur μπέης επίσης αναγνώρισε ότι οι Αλβανοί έπρεπε να εξαιρεθούν από την Ανταλλαγή και απέσυρε την πρόταση για ανταλλαγή «Ελλήνων πολιτών τουρκομουσουλμανικής θρησκείας». Ο Έλληνας αντιπρόσωπος Κακλαμάνος είχε ήδη δηλώσει ότι οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου θα έπρεπε να εξαιρεθούν, καθώς «αν και είναι ομόθρησκοι με τους Τούρκους δεν είναι με κανέναν τρόπο ομοεθνείς».[24]
Κατά τις διαπραγματεύσεις της  ανταλλαγής, ουδέποτε ετέθη θέμα «Αλβανών» για τους Αρβανίτες της Θράκης, ούτε από την Τουρκία, ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Αλβανία, ούτε φυσικά από τους ίδιους τους Αρβανίτες. Έτσι, αποδεικνύεται το άτοπο των φανταστικών θεωριών του αλβανικού εθνικισμού και η πλήρης αντιδιαστολή αυτών των  θέσεων με την ιστορική πραγματικότητα. Οι Αρβανίτες ουδέποτε θεωρήθηκαν ως εθνική ή άλλου είδους μειονότητα και καμία διεθνής ή διμερής συνθήκη, από καταβολής του ελληνικού κράτους, δεν τους θεώρησε ως κάτι διαφορετικό από τον ελληνισμό.[25]
Στη  συνέχεια του κειμένου της wikipedia γίνεται αναφορά στον αυτοπροσδιορισμό των Αρβανιτών της Θράκης και προσπάθεια να αποδοθεί σε αυτόν αναδρομικά εθνικό περιεχόμενο: «Είναι γνωστοί ως Αρβανίτες, ένα όνομα που χαρακτηρίζει όλους τους αλβανικής καταγωγής πληθυσμούς της Ελλάδος, αλλά αυτό πρωτίστως αφορά τη νότια ομάδα των Arbërëshe. Οι αλβανόφωνοι της Δυτικής Θράκης και της Μακεδονίας χρησιμοποιούν τον κοινό [σ.σ. με τους Αλβανούς] αυτοπροσδιορισμό, Σκιπτάρ». Εδώ, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τεχνηέντως τον όρο «Σκιπτάρ» για να αποδώσει εθνικότητα στους Αρβανίτες της Θράκης. Τα ίδια  γράφει και η έκθεση του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι: «Όσον αφορά τους Αρβανίτες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, αυτοί θεωρούνται ότι είναι τμήμα του σύγχρονου αλβανικού έθνους, κάτι το οποίο εξηγεί τον αυτοπροσδιορισμό τους ως Shqiptars και όχι ως Arberor».[26]  Οι αλβανόφωνοι χριστιανοί της Ηπείρου όταν έφυγαν από το Βιθκούκι και τα γύρω χωριά, κυνηγημένοι από τους -υποτίθεται- συμπατριώτες τους Τουρκαλβανούς, ήρθαν στη Θράκη ως μέλη του «ρωμαϊκού» γένους, ως χριστιανοί ορθόδοξοι και μέτοχοι της ελληνορθόδοξης θρησκευτικής παράδοσης και παιδείας. Ο αυτοπροσδιορισμός τους ως «Σκιπτάρ» δεν είχε ποτέ εθνικό πρόσημο παρά μόνο γεωγραφικό ή γλωσσικό και γι’αυτό  τον διατηρούν ως σήμερα -«Ουν γιαμ σκιπτάρ» λένε ακόμη και σήμερα οι Αρβανίτες στη Θράκη, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι έχουν αλβανική εθνική συνείδηση. Έτσι, είναι άστοχη και αυθαίρετη η εθνική ένταξη των Αρβανιτών της Θράκης στο αλβανικό έθνος,  λόγω της χρήσης εξ αυτών ενός όρου που όταν υιοθετήθηκε δεν έφερε «εθνικό» φορτίο. Είναι σαν να λέμε ότι οι χριστιανοί  της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν Ρωμαίοι (δηλαδή με λατινική καταγωγή) επειδή οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ρωμαίοι/Ρωμιοί» ή σαν να λέμε ότι οι σημερινοί «Έλληνες» είναι παγανιστές ή δωδεκαθεϊστές επειδή έτσι  χαρακτηρίζονταν επί πολλούς αιώνες από τους βυζαντινούς. Η χρήση του όρου «Σκιπτάρ» θα πρέπει να ιδωθεί και να ερμηνευτεί με βάση τα δεδομένα της εποχής διότι δημιουργεί σύγχυση και οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα: «Διαφωτιστική είναι η ανάλυση του ζητήματος από τον απεσταλμένο της  ελληνικής κυβέρνησης στο Αργυρόκαστρο Ν.Σίνη σε ανέκδοτη έκθεση της 18-11-1908:  «Προ ετών, και σήμερον έτι, ο αλβανόφωνος Χριστιανός, λέγων «είμαι Αλβανός» έλεγε και λέγει τούτο απλώς και μόνον ένεκα της μητρικής του γλώσσης… Σήμερον εν τούτοις το πράγμα διαφέρει… Αι αλβανικαί ιδέαι, γενικευόμεναι παρά τοις Αλβανοίς, στραφείσαι δ’εν τοις διαμερίσμασι τούτοις προς κατάστασιν πραγμάτων και πνευμάτων οξυτάτου φανατισμού και σύστημα σκέψεων αυτόχρημα μισελληνικόν […] ο πρώην ελληνικώτατος Αλβανόφωνος δέον να λέγη μόνον ότι είναι Έλλην, ή, αν τω ζητηθή η ιδιαιτέρα πατρίς, ότι είναι Ηπειρώτης».[27]
Οι κάθε λογής αυτοπροσδιορισμοί θα πρέπει να εντάσσονται και να αναλύονται με βάση τα ιστορικά συμφραζόμενά τους και πάντοτε η θεώρησή τους πρέπει να γίνεται οριζόντια και όχι με αυθαίρετους κάθετους αναδρομικούς προβολισμούς και με κριτήρια μεταγενέστερων εποχών. Στο σημείο αυτό, οι συντάκτες της Wikipedia και του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι, ή δεν γνωρίζουν ιστορία και έτσι κινούνται σε ένα πλαίσιο ευσεβών πόθων και τηλεκατευθυνόμενων συμπερασμάτων, ή γνωρίζουν ιστορία και την παραποιούν εσκεμμένα, αρνούμενοι να δεχτούν το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό των υπό εξέταση κοινοτήτων- το δε Παρατηρητήριο του Ελσίνκι είναι υποτίθεται προστάτης των μειονοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο εκφυλίζονται σε φερέφωνα ενός ακραίου εθνικισμού που προσιδιάζει στις θεωρίες του Soury, του Fichte και του ναζισμού.[28] Σχετικά με τις αυτοπροσδιοριστικές τάσεις εν σχέσει με τη γλώσσα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες περιπτώσεις  που ανέκυψαν μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και λύθηκαν από τη διεθνή κοινότητα μέσω δημοψηφισμάτων. Λόγω της μακραίωνης ύπαρξης των αυτοκρατοριών οι οποίες αποτελούσαν ένα μωσαϊκό γλωσσικών, εθνοτικών και θρησκευτικών συσσωματώσεων χωρίς αυτές οι ομαδώσεις να διαχωρίζονται εδαφικά, τα προβλήματα που προέκυψαν από τη δημιουργία των εθνικών κρατών ήταν τεράστια, ειδικά όσον αφορά το θέμα των πάσης φύσεως μειονοτήτων οι οποίες εγκλωβίστηκαν εδαφικά μέσα στα κράτη που δημιουργήθηκαν και εξαιτίας αυτών έγιναν πόλεμοι απίστευτης αγριότητας.
Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την (ανα)διανομή των εδαφών των πρώην αυτοκρατοριών, υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι μειονότητες εκλήθησαν μέσω δημοψηφισμάτων να επιλέξουν αν επιθυμούσαν να ενωθούν με τη χώρα στην οποία επιδικάστηκε η περιοχή τους ή με την  ομόγλωσση γειτονική. Τα αποτελέσματα αυτών των δημοψηφισμάτων ίσως σήμερα να ακούγονται παράδοξα, όμως, αν συνεκτιμηθούν οι τότε περιστάσεις και ιδιαιτερότητες, είναι φυσιολογικά. Μέσα από  αυτά τα δημοψηφίσματα, και εν μέσω ισχυρής προπαγάνδας των αντιδίκων κρατών προς τους διεκδικούμενους αγροτικούς πληθυσμούς, οι σλαβόφωνοι της Ανατολικής Πρωσίας ψήφισαν ένωση με την Πρωσία/Γερμανία  και όχι με την ομόγλωσση Πολωνία,[29] οι σλοβενόφωνοι της Καρινθίας επέλεξαν να ενωθούν με την Αυστρία και όχι με το «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων»[30] και οι  γερμανόφωνοι της πόλης Σόπρον ψήφισαν ένωση με την Ουγγαρία και όχι με τη γειτονική Αυστρία.[31]
Όσον αφορά δε τον ετεροπροσδιορισμό των Αρβανιτών, η ελληνικότητά τους δεν αμφισβητήθηκε ποτέ και από κανέναν στην Ελλάδα. Αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, τότε απλά η Ελλάδα θα τους είχε απομακρύνει -για λόγους εθνικής ασφαλείας-  από τα ελληνοτουρκικά σύνορα (όπου ζούνε πολλοί από αυτούς ακόμη και σήμερα) της Δυτικής Θράκης, όπως είχε κάνει κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) με τους Βούλγαρους[32] και μετά το 1922 με τους μουσουλμάνους του Έβρου: «Στη δεκαετία 1922-1932 αυθαιρεσίες και στις δύο πλευρές ώθησαν σε μετανάστευση πολλούς τύποις εξαιρεθέντες. Η έκταση της εξαίρεσης περιορίστηκε, με την άσκηση έμμεσης ή άμεσης βίας, άτυπα και στις δύο χώρες. Οι μουσουλμάνοι του σημερινού Έβρου, οι οποίοι παρέμειναν ή μετανάστευσαν εκ νέου πίσω στα χωριά τους ύστερα από τη βουλγαροτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών του 1913, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και πάλι στην αντίπερα όχθη του ποταμού (δηλ. στην Τουρκία) για λόγους «εθνικής ασφάλειας» της Ελλάδας.[33] Παρόμοια, η Τουρκία απέλασε χιλιάδες Ρωμιούς από την Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1926-1928, πριν οριστικοποιηθεί το περιεχόμενο του όρου «établis».[34] «Οι παραβιάσεις ξεκίνησαν ήδη με την εφαρμογή της Σύμβασης. […] και η Τουρκία και η Ελλάδα κατέβαλαν προσπάθειες να εκτοπίσουν τους établis που αποτελούσαν πλειοψηφία σε συγκεκριμένες στρατηγικές περιοχές. Η Ελλάδα τους εκδίωξε αμέσως από το τμήμα στα σύνορά της με την Τουρκία (στον Έβρο) και η Τουρκία από την Ίμβρο και την Τένεδο λίγα χρόνια αργότερα. Στην Ελλάδα […] η περιοχή του Έβρου εκκενώθηκε από τους Μουσουλμάνους-Τούρκους και εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες Ρωμιοί[…]».[35]

Πηγή: Δημήτρης Δαλάτσης, Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης (υπό έκδοση), σσ.548-58.


[1] Όψιμες αλυτρωτικές διεκδικήσεις του επίσημου αλβανικού κράτους συναντά κανείς το 1994, όπου «Ο Αλβανός Υπουργός Εξωτερικών απαντά στις αιτιάσεις της τότε Δ.Α.Σ.Ε. [Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη] για την ελληνική μειονότητα –εκτός των άλλων- και με την κατάσταση των εναπομείναντων Τσάμηδων («those who could remain»), Αλβανών που μένουν σε άλλες περιοχές στην Ελλάδα και των Αρβανιτών (της Νότιας Ελλάδας), όπου σε όλους αυτούς όχι μόνο τους αρνείται η Ελλάδα την παρουσία, αλλά και την επιβεβαίωση (affirmation) της εθνικής τους ταυτότητας» (CSCE, Secretariat, Department for Conference Services, CSCE Communication No.35, Vienna, 14 November 1994. Letter of the CSCE High Commissioner on National Minorities to the Acting Minister for Foreign Affairs of the Republic of Albania (His Excellency Mr Arian Starova) (The Hague, 2 Nov.1994) και η απάντηση του δεύτερου στον Max van der Stoel. Παρατίθεται στο Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας: μια προσπάθεια προσέγγισης σε μια μεταβατική κοινωνία, στο Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, Κ.Ε.Μ.Ο., Αθήνα 2003, σσ.60-1).
[2] Το πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής: «Albanian-speakers form a linguistic minority in Greek Macedonia and Western Thrace along the border with Turkey. They speak the Northern Tosk subbranch of Tosk Albanian and are descendants of the Albanian population of Eastern Thrace who migrated during the Population exchange between Greece and Turkey in the 1920s. They are known in Greece as Arvanites, a name applied to all groups of Albanian origin in Greece, but which primarily refers to the southern dialectological group of Arbëreshë. The Albanian-speakers of Western Thrace and Macedonia use the common Albanian self-appellation, Shqiptar.History: During the Ottoman Empire, Albanian communities migrated towards today's European Turkey (Eastern Thrace), especially near Istanbul. Many Muslim Albanians achieved high office in Ottoman society and many of them, most notably the Köprülü family, became Grand Viziers of the Empire. The majority of the Albanian emigration came from Northern Kosovo and the Korça region of Albania. Descendants of this immigrants would later play an important role in the National Renaissance of Albania. The number of Albanians that resided in the region is unknown, as statistical data of the Ottoman Empire were based on religious identification (millets). Thus, the Orthodox Albanians were part of the Rûm millet, while Muslims were categorised alongside Turks. Among this population, Orthodox Albanians in Eastern Thrace resided in partly homogeneous communities, either villages or neighborhoods,and were mainly descendants of immigrants from the Korça region. At the conclusion of the Greco-Turkish War of 1919–1922, Greece and Turkey signed the Treaty of Lausanne, which included a population exchange between the two countries. The treaty used religion as the indicator of national affiliation, thus including populations without ethnic provisions, even Albanians, in the population exchange. Under this treaty the Muslims of Greece were exchanged with the Christians of Turkey, with an exception of the Muslims of Western Thrace and the Christians of Istanbul. Under this provision, the Albanian Orthodox community of Eastern Thrace, was re-accommodated in Western Thrace, where they settled mainly in new and ethnically homogeneous villages built in order to receive the refugees. Today, this population lives in the same villages, but a part emigrated to bigger towns such as Thessaloniki and Athens, making the Albanian language less used. The direct descendants of the prominent Albanian writer and politician, Fan Noli, who was born in Eastern Thrace, today live in the Greek part of the region» (πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/ Albanian-speakers_of_Western_Thrace).
[3] «Το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου του «ανταλλάξιμος» είναι σαφώς διαφορετικό από το ευρύτερο του «πρόσφυγα» ή του διπλωματικού όρου «μετανάστης» της Συνθήκης της Λοζάνης, και συνεπώς απαιτεί διαφορετικό χειρισμό στην πραγμάτευσή του. […] «Πρόσφυγας» ήταν αυτός που έφτασε στην Ελλάδα αμέσως μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και την καταστροφή της Σμύρνης, το Σεπτέμβριο του 1922. «Ανταλλάξιμος»/μουατζίρης και «ματζίρης» ήταν αυτός που διετάχθη από το γράμμα της Συνθήκης της Λοζάνης να «μεταναστεύσει» και αναχώρησε οργανωμένα υπό την εποπτεία της Διεθνούς Μεικτής Επιτροπής από τον Οκτώβριο του 1923 ως το 1925» (Ευαγγελία Μπαλτά, Ιστορία και ιστοριογραφία για τους ανταλλάξιμους, στο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης (επιμ.), Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών, Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Κ.Ε.Μ.Ο., Αθήνα 2006, σσ.98-9).
[4] Πολλοί Αλβανοί λόγιοι και πολιτικοί είχαν άγνοια σχετικά με την διασπορά των αλβανοφώνων εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακόμη και στα «ρευστά» χρόνια όπου θα μπορούσε το αλβανικό κράτος να διεκδικήσει αυτούς τους πληθυσμούς. Όσον αφορά τη Θράκη, ο Constantin Chekreziέγραφε στα 1919: «Στη Θράκη και στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης υπάρχει ένας αριθμός τυπικών αλβανικών χωριών τα οποία είναι διάσπαρτα στην περιοχή και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους» (Constantine Chekrezi, Albania, past and present, New York, 1919, σ.210. Σε άλλο σημείο, ο Chekrezi, αναφέρει ότι το Ιμπρίκ Τεπέ/Κιουτέζα είναι «αλβανική αποικιακή εγκατάσταση» (ό.π., σ.229)).
[5] Α.Υ.Ε. Φ.37/13/28/20.4.1844. Παρατίθεται στο Καλλιόπη Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Ελληνικά Προξενεία στη Θράκη, Αθήνα 1976, σ.218.
[6] Καλλιόπη Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Ελληνικά Προξενεία στη Θράκη, ό.π., σσ.217-20. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί για τους Τουρκαλβανούς τον όρο «Αρβανίτες». Ο όρος αυτός άλλοτε σήμαινε τους χριστιανούς και άλλοτε τους μουσουλμάνους αλβανόφωνους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εκ των υστέρων αρκετά προβλήματα στην κατανόηση πολλών κειμένων του 19ουαιώνα.
[7] «Κατόπιν συνεννοήσεως μετά Στρατιάς εκανονίσθη ως εξής τρόπος αποχωρήσεως επιθυμούντων τούτο εκ χριστιανικών πληθυσμών Ανατ.Θράκης, οίτινες παρά πάσαν οδηγίαν ήρξαντο πανικόβλητοι αναχωρούντες» (Αναφορά του Γενικού Διοικητή Θράκης Γ.Κατεχάκη προς το Υπουργείο Περιθάλψεως και προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Γεραγάς, ό.π., σ.160). Τον εθελοντικό χαρακτήρα της μετανάστευσης τόνιζε και το Υπουργείο Στρατιωτικών σε επικοινωνία του με τη Διοίκηση Στρατιάς Θράκης: «Κατόπιν 16297 κρυπτογρ. τηλεγραφικής καίτοι πεπεισμένος περί λήψεως σχετικών μέτρων υφ’υμών επί κάτωθι ζητημάτων, παρακαλώ ενταθώσι προσπάθειαι: 1) Επιτευχθή η εξ Ανατολικής Θράκης αποχώρησις των επιθυμούντων ομογενών αποκομιζόντων κινητή περιουσία των[…]»(Υπουργείο Στρατιωτικών, Επιτελική Υπηρεσία Στρατού, Γραφείον ΙΙΙ /τμ.β’,  Αρ.Πρωτ.16302/7.10.1922. Α.Υ.Ε. 1923, Φ.93/υποφ.4/τμ.2. Αρ.Πρωτ.11089/11.10.1922). Ο Βενιζέλος σε τηλεγράφημά του έγραφε λίγο πριν την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης: «Νομίζω ότι Κυβέρνησις θα διέπραττεν έγκλημα αν απέτρεπε πληθυσμούς Ανατολικής Θράκης θέλοντας να μεταναστεύσωσι. Βεβαίως εάν ήτο δυνατόν να ασφαλισθή ζωή και περιουσία αυτών μέχρι της συνομολογήσεως ειρήνης θα ευρισκώμεθα εις καλυτέραν θέσιν όπως διαπραγματευθώμεν ανταλλαγήν πληθυσμών κατά συνομολόγησιν. Αλλά είνε απολύτως βέβαιον ότι αιρομένου μετά τριάκοντα ημέρας παντός συμμαχικού ελέγχου επί Τουρκικής διοικήσεως Θράκης, Τούρκοι θα διαρπάσωσι κινητάς περιουσίας ομογενών και θα εκδιώξωσιν αυτούς γυμνητεύοντας και αθλίους. Ενθυμηθείτε τι έγινεν εις παραμονάς μεγάλου πολέμου. Τούτο σήμερον θα επαναληφθή με μείζονα αγριότητα ως εκ της περιφρονήσεως ην Τούρκοι τρέφουσι προς τας Μεγάλας Δυνάμεις. Δια τούτο είνε ανάγκη διευκολύνωμεν διά παντός τρόπου ομογενείς να απέλθωσιν αποκομίζοντες κινητήν περιουσίαν των πριν ή απέλθη στρατός.[…] Μη πλανάσθε. Ανατολική Θράκη εχάθη οριστικώς διά Ελληνισμόν[…]» (Ελληνική Πρεσβεία Λονδίνου, Αρ.Πρωτ.3417/3-16.10.1922. Α.Υ.Ε. 1922, Φ.8/υποφ.4. Αρ.Πρωτ.10673/4.10.1922).
[8] Σταύρος Γιωλτζόγλου, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (1922-1930). Θεσσαλονίκη: Διδακτορική διατριβή, Α.Π.Θ. 2006, σσ.84,96, 101-2. Κώστας Γεραγάς,  Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922,Αθήνα, 1925, σ.161. «Την 28 Αυγούστου υπεγράφη μεταξύ των συμμάχων Δυνάμεων και της κυβερνήσεως της Αγκύρας πρωτόκολλον, καθ’ ό η Ανατολική Θράκη μετά της Αδριανουπόλεως απεδίδοντο εις την κυβέρνησιν της Αγκύρας υπό τους εξής όρους: α) να καθορισθή η γραμμή πέρα της οποίας αι εν Θράκη ελληνικαί δυνάμεις θα κληθώσιν όπως αποσυρθώσι. β) να καθορισθή ο τρόπος της εκκενώσεως υπό των ελληνικών στρατευμάτων και της ελληνικής διοικήσεως και ο τρόπος της εγκαταστάσεως των υπαλλήλων και της χωροφυλακής της μεγάλης τουρκικής Εθνοσυνελεύσεως εις τα εδάφη ταύτα. γ) να εξασφαλισθή ο έλεγχος της περιφερείας ταύτης, κατά την μεταβατικήν περίοδον, προς τον σκοπόν της διατηρήσεως της τάξεως και της δημοσίας ασφαλείας» (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930 (προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου), ό.π., τόμ. έκτος, μέρος β’, Αθήνα 1932, σ.330).
[9] Ο Πάλλης πρότεινε το εξής: «Υποβάλλω ευλαβώς γνώμην ότι πληρεξούσιοι και υπάλληλοι Θράκης δέον να παρακινήσωσι πληθυσμόν παραμείνη διότι παρ’ενδεχομένους κινδύνους παραμένοντες έχουσι στέγην και τροφήν εξησφαλισμένην ενώ εν Ελλάδι όπως γνωρίζετε κατάστασις προσφύγων απελπιστική» (Τηλεγράφημα Χ.Σιμόπουλου προς Ελ.Βενιζέλο, Αρ.πρωτ. 4909/Κωνσταντινούπολη 3/15.10.1922. Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φ.030/6. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος», Ψηφιακό αρχείο: http://www.venizelosarchives.gr).
[10] Σε τηλεγράφημά του προς τον Ελ.Βενιζέλο, ο Ευθύμιος Κανελλόπουλος, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κροκιδά, ανέφερε: «Εξ άλλου παραμονή ελληνικών πληθυσμών εν τη Ανατολική Θράκη υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν εκθέτει αυτούς εις προσεχές ή απώτερον μέλλον εις διωγμούς και πιέσεις αποσκοπούσας εις συστηματικήν και εσκεμμένην εξόντωσιν εκτός αν ήθελον παρασχεθή σοβαραί εγγυήσεις και εφαρμοσθή πράγματι μέτρα προς προστασίαν αυτών. Αν υπάρχη τοιαύτη ελπίς προτιμώτερον θα ήτο συστηθή εις τους πληθυσμούς να αναστείλωσιν ή να μη επισπεύσωσι την αθρόαν έξοδον περιοριζόμενοι εις αποχώρησιν των μάλλον εκτεθέντων αν μάλιστα επετυγχάνετο όπως παραταθή μέχρι της συνάψεως τελικής ειρήνης[…]» (Τηλεγράφημα Ε.Κανελλόπουλου προς τον Ελ.Βενιζέλο, Αρ.πρωτ.65/Αθήνα 3/15.10.1922. Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φ.030/7. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος», Ψηφιακό αρχείο: http://www.venizelosarchives.gr)
[11] Το «Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας» το οποίο υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923,  στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου του ίδιου έτους δυνάμει του άρθρου 142 της τελευταίας.
[12] Ελληνικό Παρατηρητήριο των συμφωνιών του Ελσίνκι-Ελληνική ομάδα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων (Greek Helsinki Monitor- Minority Rights Group-Greece), The Arvanites, General data onthe language. www.greekhelsinki.gr.
[13] Εύστοχα θέτει o Bruce Clark το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο θα εκινείτο ο τουρκικός και ελληνικός εθνικισμός μετά την ανταλλαγή: «Ήταν πολύ πιο εφικτό να δημιουργηθεί μία νέα, πολιτιστικά και εθνικά ενιαία κοινότητα –μια κοινότητα Ελλήνων πολιτών ας πούμε, ή Τούρκων πολιτών- αν η «πρώτη ύλη» της κάθε μιας ήταν ομόθρησκη. Με άλλα λόγια, προκειμένου να δημιουργηθούν κράτη στα οποία ο ρόλος της θρησκείας ως ρυθμιστικού παράγοντα θα ήταν λιγότερο σημαντικός, έπρεπε πρώτα να συγκεντρωθούν όσοι είχαν κοινή πίστη –και να απομακρυνθούν όσοι δεν είχαν» (Bruce Clark, Δύο φορές ξένος, Αθήνα 2007, σ.35).
[14] Στις οδηγίες που έστειλε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 25.10.1923 στις υποεπιτροπές που είχαν συσταθεί προς εξακρίβωση της αλβανικής ή μη καταγωγής των Τσάμηδων δινόταν ο ορισμός των εξαιρεθέντων της ανταλλαγής: «Θεωρούνται αλβανικής καταγωγής και εξαιρετέοι οι κατοικούντες εν Ελλάδι μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι που δεν έχουν τουρκική συνείδησιν και οι οποίοι εγεννήθησαν είτε εις την σημερινήν Αλβανίαν, είτε εις την Ελλάδαν εκ πατρός γεννηθέντος εις την σημερινήν Αλβανίαν» (Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ 17,18, α.π. 31475. Παρατίθεται στο Λένα Διβάνη,Ελλάδα και μειονότητες, Το σύστημα διεθνούς προστασίας της κοινωνίας των Εθνών, Αθήνα  1995 (β’έκδ.), σ.224, υποσ.14). 
[15] Γιώργος Μαυρογορδάτος, Εθνικές μειονότητες, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου  αιώνα, Αθήνα 2003, τόμ. Β’ μέρος 2ο, σ.12.
[16] Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, Μουσουλμανικές κοινότητες στην Ελλάδα πριν και μετά το 1923: Δικαιικές συνέχειες και ιδεολογικές ασυνέπειες, στο Η Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ό.π., σ.378. Οι διάσπαρτες αυτές μικρο-ομάδες των αλβανόφωνων μουσουλμάνων της Μακεδονίας αφομοιώθηκαν ή εγκατέλειψαν την Ελλάδα (ό.π., σ.379).
[17] «Members of the Greek Orthodox religion and of Albanian origin in Turkey should be exempted from the exchange on two grounds, because they were not members of the Greek minority in Turkey according to the meaning of the Convention, and in reciprocity to the exclusion from the exchange of Moslems of Albanian origin in Greece. The Turkish delegation in the four cases that were presented was not willing to take this view, but the Commission decided in favor of the exemption» (Stephen Ladas, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, New York 1932, σ.384. Commission Mixte,Procès verbaux V, 65th meeting, 16.8.1924).
[18] Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, Ανιχνεύοντας το ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Ανταλλαγής, στο Η Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ό.π., σσ.30-1. Commission Mixte pour l’èchange des populations grecques et turques, Dècision XXXV, σ.78, Αρχείο Αλ.Πάλλη, Φάκελλος 8. Οι ανωτέρω πηγές παρατίθενται στο Τσιτσελίκης, ό.π., σ.38. Βλ.και Clark, ό.π., σ.127.
[19] Δ’ Σώμα Στρατού, ΙΙον Επιτελ.Γραφείον, Αριθ.Ε.Π. 11658/4312/2/21.11.1922. Α.Υ.Ε. 1923/Φ.7/υποφ.2/τμ.2.
[20] Οι Γκαγκαβούζηδες, «ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού της Ανατολής το 1924, πήραν και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Η εγκατάστασή τους αυτή τη φορά στα ελληνικά εδάφη ήταν μόνιμη» (Χρήστος Κοζαρίδης, Εμείς οι Γκαγκαβούζηδες, Κομοτηνή, 2009, οπισθόφυλλο).
[21] Ευάγγελος Αυδίκος, Χάλασε το χωριό μας χάλασε. Ιστορίες περί ακμής και πτώσης στη Λευκίμη Έβρου, Αλεξανδρούπολη 2002, σ.200.
[22] Οι Ζαλουφιώτες έγραφαν προς την ελληνική κυβέρνηση: «[…] εφιλοτιμήθημεν να έχωμεν υπ’όψιν τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδος και του έθνους μας[…]», «[…]επροτιμήσαμεν την φυγήν διά της ενεργείας των Πατριαρχείων εις το ελεύθερον χώμα των προγόνων μας[…]», «[…] και να φύγωμεν ενταύθα εις το ελεύθερον χώμα» (Επιστολές (2) Ζαλουφιωτών προς Υπουργείο Εξωτερικών, 17.3.1914. Α.Υ.Ε. 1914, Φ.Β/44 (Περί Θράκης)).
[23] Τσιτσελίκης, ό.π., στο Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ό.π., σσ.23-4. «[…] είκοσι τέσσερις τοπικοί ηγέτες μουσουλμάνων της Ρούμελης που ζούσαν στις περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Δυτικής Θράκης και της Αττικής […] έλεγαν το ίδιο πράγμα: «[…] σας παρακαλούμε να εγκαταλείψετε αυτή την ιδέα περί ανταλλαγής πληθυσμών. Εμείς ζούμε με τους Έλληνες σαν αδέρφια αιώνες τώρα. Δεν μας ενοχλούν στα τζαμιά ή στα σχολεία μας. Ζούμε σε καθεστώς ισότητας με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες. Μη μας πάρετε από τον τόπο μας και την πατρίδα μας. Μη μας χωρίσετε από τους γείτονες και τους φίλους μας» (Ayhan Aktar, Το πρώτο έτος της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών: Σεπτέμβριος 1922-Σεπτέμβριος 1923, στο Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ό.π., σ.136).
[24] Τσιτσελίκης, ό.π., στο Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ό.π., σσ.27-8.
[25] Οι Αρβανίτες δεν συμπεριελήφθησαν σε καμία συνθήκη περί μειονοτήτων: Το 1830, με το 3οΠρωτόκολλο του Λονδίνου της 3.2.1830, η Ελλάδα δεσμεύτηκε για τη θρησκευτική, αστική και πολιτική ισότητα στους καθολικού δόγματος κατοίκους της Ελλάδος. Η προστασία των καθολικών επεκτάθηκε και στα Ιόνια νησιά με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου της 29.3.1864. Το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, η τελευταία δεσμεύθηκε για τη θρησκευτική ελευθερία και την κοινοτική αυτονομία των μουσουλμάνων της Θεσσαλίας με την ελληνοτουρκική συνθήκη της Κωνσταντινούπολης που υπεγράφη στις  2.7.1881.  Οι επόμενοι μειονοτικοί όροι περιέχονταν στις επιστολές που αντήλλαξαν ο Βενιζέλος και ο Μαγιορέσκου (Πρωθυπουργός της Ρουμανίας) στο Βουκουρέστι στις 5.8.1913 και για πρώτη φορά αφορούσαν γλωσσική (ή κατ'άλλους εθνική) μειονότητα, τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους. Με το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών που υπεγράφη στις  14.11.1913 εξασφαλίζονταν η θρησκευτική ελευθερία και η κοινοτική αυτονομία των Μουσουλμάνων των Νέων Χωρών.  Με τη συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920) η Ελλάδα εγγυήθηκε την προστασία των μειονοτικών πληθυσμών των προσαρτηθεισών περιοχών. Στο Άρθρο 86 της εν λόγω συνθήκης αναφερόταν ότι «η  Ελλάς αποδέχεται, δεχομένη και την εν ιδιαιτέρα Συνθήκη καταχώρισίν των, τας αποφάσεις εκείνας, αίτινες θα κριθώσιν αναγκαίαι, ιδίως ως προς την Αδριανούπολιν, προς προστασίαν εν Ελλάδι των συμφερόντων των κατοίκων οίτινες διαφέρουσι της πλειονότητος του πληθυσμού ως προς την φυλήν, την γλώσσαν ή την θρησκείαν» (Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των συμμάχων και συνησπισμένων δυνάμεων και της Τουρκίας. Υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920. Εθνικό Τυπογραφείο Αθήνα 1920,σ.24. Διβάνη, ό.π., σσ.75,81,88-9).
[26] Ελληνικό Παρατηρητήριο των συμφωνιών του Ελσίνκι, ό.π..
[27] Μιχάλης Κοκολάκης, Το Ύστερο Γιαννιώτικο Πασαλίκι. Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην Τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820-1913), Αθήνα 2003, σσ.58-9, υποσ.71.
[28] «Για τον καθηγητή της Σορβόννης Jules Soury, ο κόσμος των κοινωνιών διοικείται από σιδερένιους, μοιραίους νόμους. Η ελευθερία επιλογής είναι μύθος, όπως και η έννοια του ηθικού ανθρώπου.[…] Σύμφωνα με τον Jules Soury «οι νόμοι της μοίρας» κυβερνούν τον κόσμο. Οι άνθρωποι δεν έχουν ηθική υπόσταση, ούτε αποτελούν υποκείμενα της ιστορίας αλλά απλώς υποχείριά της. Η ανθρώπινη συνείδηση δεν παίζει κανέναν ρόλο, ούτε ο νους και η σκέψη» (Πέτρος Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της ταυτότητας. Έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, Θεσσαλονίκη  2004,  σ.90). «Στη θεωρία του Fichte το γερμανικό έθνος ως «συλλογικό εγώ» αποτελεί και προνομιακό είδωλο όλης της ανθρωπότητας και αναλαμβάνει το μέλλον της. […] Το πρώτο από τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν αυτό του «γενετικού προσδιορισμού του έθνους», η πίστη δηλαδή ότι κάθε Γερμανός είναι γενετικά δεμένος με το έθνος του και δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί την ταυτότητά του, επειδή αυτή αποτελεί ένα αναπόδραστο πεπρωμένο» (Θεοδωρίδης, ό.π., σσ.82-3).
[29] Παρ’ότι στην Ανατολική Πρωσία υπήρχαν πολλοί σλαβόφωνοι, το ποσοστό του δημοψηφίσματος που έλαβε χώρα στις 11.7.1920 ήταν συντριπτικό υπέρ της παραμονής της περιοχής στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης: 92% ήταν το ποσοστό στην περιφέρεια Allenstein/Olsztyn και επίσης 92% στην περιφέρεια Marienweider/Kwidzyn. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πόλη Sthuhm/Sztum, στην οποία οι σλαβόφωνοι ήταν 42%, μόλις το 19,7% ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Πολωνία.
[30] H Καρινθία (Kärnten) είναι ένα από τα εννιά ομόσπονδα κρατίδια (bundesländer)  της Αυστρίας. Έχει έκταση 9.538 τ.χλμ. και πληθυσμό 559.019 κατοίκους. Είναι το μοναδικό κρατίδιο της χώρας που είναι επίσημα δίγλωσσο με δεύτερη γλώσσα τα σλοβενικά. Μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και σε εφαρμογή της συνθήκης του Saint-Germain (10.9.1919), θα διεξαγόταν δημοψήφισμα σχετικά με το αν η Καρινθία θα αποτελούσε έδαφος της Αυστρίας ή του «βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων». Η περιοχή χωρίστηκε σε δύο ζώνες για το δημοψήφισμα. Στη ζώνη Α, σύμφωνα με την αυστριακή απογραφή του 1910, οι σλοβενόφωνοι αποτελούσαν το  70% των κατοίκων. Στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 10.10.1920, το 59,1% (22.025 ψήφοι) επέλεξε να ενσωματωθεί η Καρινθία στην Αυστρία, έναντι ποσοστού 40,9% (15.279 ψήφοι) που ψήφισε υπέρ της ένωσης με το «βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων». Η προτίμηση της σλοβενόφωνης πλειοψηφίας να συνυπάρξει με ένα πλούσιο και σταθερό κράτος το οποίο θα εγγυάτο τη διατήρηση της σλοβενικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα (πράγμα που οι Αυστριακοί έπραξαν στο ακέραιο) από το να προσχωρήσει σε ένα ανομοιογενές, φτωχό και  θνησιγενές όπως αποδείχτηκε βασίλειο χωρίς κανένα λαμπρό μέλλον να προδιαγράφεται σε αυτό, ήταν καταφανής. Βλ. Thomas Barker and Andreas Moritsch, The Slovene Minority of Carinthia, New York, 1984.
[31] Με τη συνθήκη του Saint-Germain, η Σόπρον και η γύρω  γερμανόφωνη περιοχή επιδικάστηκε αρχικά στην Αυστρία. Έπειτα από αντιδράσεις των κατοίκων, θα αποφασιζόταν σε δημοψήφισμα σε ποια χώρα θα προσχωρούσε η περιοχή αυτή. Το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 14.12.1921 και το 65% των γερμανόφωνων κατοίκων της πόλης ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ουγγαρία. Οι περιοχές που ψήφισαν ένωση με την Αυστρία ενσωματώθηκαν με αυτήν και  αποτελούν σήμερα το ομόσπονδο αυστριακό κρατίδιο Burgenland.
[32] Η Ελλάδα εκτόπισε αρκετούς Βούλγαρους από την ελληνική μεθόριο της Δυτικής Θράκης προς τα ελληνικά νησιά: «Τη στιγμή που τα στρατεύματα του Κεμάλ πολεμούσαν στο μέτωπο του Σαγγάριου και η νίκη τους ήταν πολύ προβληματική, οι Βούλγαροι της Δ.Θράκης συνεργαζόμενοι με τους Τούρκους προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες παρενοχλώντας τα νώτα του ελληνικού στρατού και μη επιτρέποντας στους Έλληνες να αποσπάσουν ούτε έναν στρατιώτη στο μέτωπο του Σαγγάριου. Γι’αυτό άλλωστε και η ελληνική κυβέρνηση μας εξόρισε στα νησιά» (Άρθρο της εφημερίδας «Νότος» της Φιλιππούπολης στις 9.10.23, που κατηγορεί τους Τούρκους για αχαριστία. Παρατίθεται στο Διβάνη, ό.π., σ.311, υποσ.32).
[33] «Οι Έλληνες πρόσφυγες που λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχαν φτάσει από την ανατολική Θράκη στρατοπέδευαν  όπου μπορούσαν και Έλληνες χωροφύλακες και στρατιώτες έδιωχναν συνεχώς τους μουσουλμάνους για να δημιουργήσουν χώρο» (Clark, ό.π., σ.124. Βλ. και σσ.162-3, 179).
[34] Τσιτσελίκης,  ό.π., στο Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ό.π., σσ.26-7. Το άρθρο 2 της Συνθήκης της Λωζάνης όριζε αυτούς που θα εξαιρούνταν από την Ανταλλαγή, τους αποκαλούμενους établis (εγκατεστημένοι). Στην Τουρκία αυτοί ήταν οι Έλληνες  που ήταν εγκατεστημένοι στην επαρχία Κωνσταντινούπολης πριν από τις 31.10.1918 και στην Ελλάδα οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης. Ως συνέπεια του άρθρου 2, περίπου 130.000 Μουσουλμάνοι και άλλοι τόσοι Έλληνες δεν αντηλλάχθησαν. Βλ. και Αθανάσιος Πρωτονοτάριος, Το προσφυγικόν πρόβλημα από ιστορικής, νομικής και κρατικής απόψεως, Αθήνα 1929, σσ.35-9.
[35] Baskin Oran, Διδάγματα από τα άρθρα 1 και 2 της Σύμβασης της Λοζάνης, στο Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών, ό.π., σ.296. «Ο τουρκικός τύπος καθημερινά δημοσίευε καταγγελίες κατά της Ελλάδας για παραβιάσεις των υποχρεώσεων που ανέλαβε στη Λωζάνη. Αναφερόταν επίσης σε εκτοπισμό των Μουσουλμάνων κατά μήκος του Έβρου με την οικοδόμηση νέων χωριών για τους πρόσφυγες» (Διβάνη, ό.π., σ.179).

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1418) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (252) Β Ήπειρος (238) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)