Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Ο Κολοκοτρώνης και οι δύο διανοούμενοι......! -Kolokotroni dhe dy intelektualët......!

https://radiomax.gr/wp-content/uploads/2017/02/kolokotronis.jpg

Δύο νεαροί διανοούμενοι (ή φραγκολεβαντίνοι όπως τους έλεγε τότε ο λαός) θέλησαν να πειράξουν τον Κολοκοτρώνη, κάνοντας του ερωτήσεις για τις… κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο γέρος του Μοριά που δεν κατάλαβε τι του έλεγαν, κατέβασε το παντελόνι του και τους έδειξε ένα μεγάλο σπυρί που είχε στα οπίσθια του, ζητώντας τη γνώμη τους από που προέρχεται και τι πρέπει να κάνει. Οι δύο νεαροί διαφωνούσαν και μάλιστα άρχισαν να λογομαχούν για τη σωστή απάντηση. Και τότε ο Κολοκοτρώνης τους είπε: «μάθετε πρώτα τι γίνεται στον κώλο μου, και μετά θα πούμε για τη Γαλλική Επανάσταση…»
Αφιερωμένο σε όσους τα ξέρουν όλα …
https://www.facebook.com/ 
Dy të rinj mendimtarë (Frangolevantinë siç i quante populli) donin që të ngacmonin Kolokotronin, duke i bërë pyetje për... dimensionet politike dhe shoqërore të Revolucionit Francez.

Plaku i Moresë që nuk kuptoi se çfarë i thoshin, uli pantollonat e tij dhe ju tregoi një koqkë që kishte në prapanicën e tij, duke ju kërkuar opinionin e tyre nga ku vjen dhe çfarë duhet të bëjë. Dy të rinjtë nuk pjatoheshin në mendime dhe bile filluan që të diskutonin fort për përgjigjen e drejtë. Atëhere Kolokotroni ju tha: “mësoni në fillim çbëhet në by…..  time,  dhe më pas do të bisedojmë dhe për Revolucinonin Francez...”

Dedikuar të gjithë atyre që i dinë të gjitha...

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Δάσκαλοι του σχολείου της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τιράνων

Ιερείς και ενορίτες στον Ι. Ν. Αγίου Προκοπίου Τιράνων
Ο Γρηγόριος Σταυρίδης (Παραλίτσας) από την Αχρίδα, γράφει:
''Μετά από δυο μήνες ήρθε ο αχριδιανός Σίμος Τσέβλαρης από τα Τίρανα και είπε πως οι Τιρανέζοι ψάχνουν για δάσκαλο με διόμισι χιλιάδες γρόσια. Το ποσό μου φάνηκε αστρονομικό.
- Τι λες, μανούλα;
- Πήγαινε.
Εκείνη έκανε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για το ταξίδι, μου έδωσε μουσαμάδες για να τυλίγω το πονεμένο μου πόδι και φιλώντας με στα μάτια και στο πρόσωπο μου έδωσε την ευχή της. Έκλαιγα, τα μάτια όμως, όπως και στον Όμηρο, έστεκαν σαν κέρατα ή σαν σίδερο: για να μου δώσει θάρρος έκρυβε τα δάκρυα της. 
Έφθασα στα Τίρανα. Εκεί με πλάκωσε η νοσταλγία (πόνος για την πατρίδα). Ήμουν δεκαοχτάρης και ξενιτευόμουν για πρώτη φορά. Τη νύχτα έκλαιγα συχνά όλη την ώρα για την μάνα. Για να την παρηγορήσω, βιάστηκα να της γράψω πως στα Τίρανα βρήκα μιαν αξιοσέβαστη μπάμπω, που μου υποσχέθηκε πως θα με γιατρέψει εντελώς.
Για καλή μου τύχη ξενιτευόταν στα Τίρανα και ο Σίμος, που τον θεωρούσα σαν πατέρα μου και δίδασκα το γιό του σαν να ήταν αληθινός αδερφός μου. Όταν τελείωσε η χρονιά, αποφάσισα να εκπληρώσω την παλιά μου επιθυμία, να πάω στην Αθήνα. 
[ ] Εκείνη την εποχή, πάντως, ηχούσε σ' εμάς μόνον το όνομα της Αθήνας και των Ιωαννίνων.
[ ] Να ομολογήσω πάντως και τούτο: Πήγα στην Αθήνα, όχι μόνο για να σπουδάσω [ιατρική] αλλά και για να γιατρευτώ, επειδή νόμιζα πως πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν καλύτεροι γιατροί από τους Αθηναίους, όπως δεν υπάρχει καλύτερος ποιητής στον κόσμο από τον Όμηρο. Διαφορετικά, ίσως να μη μου το επέτρεπε και η μητέρα μου.
Ξεκίνησα τον Αύγουστο του 1849 με χίλια πεντακόσια γρόσια[1].

Ο Κωνσταντίνος Νίσκου ήταν δάσκαλος και ο πρώτος διανοούμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τιράνων, της οποίας τα μέλη ήταν κυρίως Βλάχοι που κατάγονταν από τον νότο (Μπελίτσα, Γκραμπόβα, Μοσχόπολη κ.α.). Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Νίσκου προέρχονταν από την Γκραμπόβα. Από το 1900 ήταν διευθυντής του επτατάξιου ελληνικού σχολείου της κοινότητας (πρωτοβάθμια εκπαίδευση). Οι μαθητές που ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, παρακολουθούσαν την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο ελληνικό γυμνάσιο του Μοναστηρίου ή των Ιωαννίνων. Ο Δημήτριος Μπεντούλης αναφέρει ότι ''ο Κωνσταντίνος Νίσκου ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος και όταν άνοιξε αλβανικό σχολείο στα Τίρανα, όχι μόνο δεν εμπόδισε τους μαθητές του (ελληνικού) σχολείου της κοινότητας αλλά τους ενθάρρυνε να πάνε σ' αυτό για να μάθουν την ομιλούμενη γλώσσα και την αλβανική γραφή''[2], γεγονός που υποδηλώνει ότι ως τότε δεν γνώριζαν αλβανικά. 
Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, η ελληνορθόδοξη κοινότητα Τιράνων ήταν μικρή και ανίσχυρη για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της όταν λήφθηκε η απόφαση κατάργησης του ελληνικού σχολείου και ενοποίησης της εκπαίδευσης των πολιτών. Το 1904, σύμφωνα με το μητρώο της συγκεκριμένης κοινότητας, στην πόλη των Τιράνων υπήρχαν συνολικά 724 ορθόδοξοι, περίπου 140 οικογένειες -κυρίως Βλάχων[3]. Η πρώτη απογραφή της πόλης, που διενεργήθηκε λίγα χρόνια αφού έγινε πρωτεύουσα (περίπου το 1920), έδειξε συνολικό πληθυσμό 10.845[4]. Οι βλαχόφωνοι των Τιράνων, όπως αποκάλυψε μέσα από αρχειακές πηγές η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Νικολαϊδου, υφίσταντο πιέσεις από τους μπέηδες της περιοχής για να ενδώσουν στην ρουμανική προπαγάνδα που επιδίωκε να πετύχει την καταγραφή τους με τον χαρακτηρισμό τους ως ''Βλαχ μιλιέτ'' όταν, κατά τις αρχές του 1906, θα διενεργόταν από την τουρκική κυβέρνηση γενική απογραφή του πληθυσμού. Επίσης όπως ανέφεραν οι ίδιοι, χρησιμοποιήθηκε από τους μπέηδες και βία εναντίον τους, πέντε χρόνια νωρίτερα, προκειμένου να ενδώσουν. Πρόσθεσαν ακόμη ότι, στο παρελθόν είχε γίνει και απόπειρα δελεασμού τους με χρήματα[5].

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Αναστάση Τοπάλη από την Μπελίτσα (βλαχοχώρι δυτικά της Στρούγκας):
''Παρεμ­πιπτόντως αναφέρω, ότι ο πατέρας μου, έμπορος στα Τίρανα 'Αλβανίας επί πολλά έτη, φιλομαθής κι αυτοδίδακτος, είχε πλουτίσει τη βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία. ’Έτσι υπήρχαν σ’ αυτή το Ψαλτήρι, η ’Οκτώηχος, ο ’Απόστολος κ.ά., που στις πρώτες σελίδες ανέγραφαν τα 24 γράμματα του αλφαβήτου με κόκκινα γράμματα. Με αυτά μάθαιναν στο παλιό σχολείο ανάγνωση και γραφή. Σώζονταν βιβλία τυπωμένα στο τυπογραφείο Μοσχοπόλεως παλιά κι ένα λεξικό ελληνο-αλβανικό που συγγραφέας του ήταν, όπως ενθυμούμαι καλά, ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης. Αυτός ήταν δάσκα­λος, τελειόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής Κωνσταντινοπόλεως, καταγόταν από το Έλμπασάν και δίδαξε στα σχολεία της πατρίδας του, αλλά και των Τιράνων πολλά χρόνια. Κοντά του ο πατέρας μου, στενός φίλος του, μορφώθηκε όσο μπόρεσε''[6]. 
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης (''λογοτεχνικό'' ψευδώνυμο) γεννήθηκε στο Ελβασάν, το 1827 ή 1830, και προερχόταν από την οικογένεια αργυροχρυσοχόων Νέλκου, πιθανώς σύντομη μορφή του επωνύμου Νεδέλκος[7] -που συναντάται κυρίως σε Έλληνες του μακεδονικού χώρου*. Να σημειωθεί ότι, στο Ελβασάν της Βορείου Ηπείρου ένας από τους µεγαλύτερους δρόµους ονοµαζόταν «Λεωφόρος των Ελλήνων χρυσοχόων»[8]. Η οικογένεια Νέλκου αναφέρεται για πρώτη φορά το 1723. Ο πατέρας του Χριστοφορίδη ονομαζόταν Αναστάσιος Νέλκος και η μητέρα του Βασιλεία. Ολοκλήρωσε το ελληνικό δημοτικό σχολείο στην γενέτειρα του και στη συνέχεια φοίτησε στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων[9]. Η πορεία του Χριστοφορίδη, μιάς μάλλον τυχοδιωκτικής μορφής (κινούμενου μεταξύ Ιωαννίνων, Σμύρνης, Μάλτας Κωνσταντινούπολης, Τύνιδας, Τιράνων), άλλαξε άρδην μετά την γνωριμία του με τον Αυστριακό πρόξενο στα Γιάννενα Johann Georg von Hahn και τον προσηλυτισμό του στον προτεσταντισμό. Υποστήριζε την πελασγική προέλευση των Αλβανών, αλλά και τους δεσμούς τους με τους Έλληνες, απόψεις που σήμερα ουδείς επιστήμονας αποδέχεται πλέον και θεωρούνται τουλάχιστον ξεπερασμένες[10].

Ο Γεώργιος Πάνου του Αλεξάνδρου γεννήθηκε στα Τίρανα το 1893 από οικογένεια της ελληνορθόδοξης κοινότητας, η οποία αναφέρεται στον κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Προκοπίου που είχε χτίσει η κοινότητα ήδη από το 1780. Η οικογένεια Πάνου είλκε την καταγωγή της πιθανώς από την Μπελίτσα, από την οποία προέρχονταν κι ορισμένες άλλες οικογένειες που μετακινήθηκαν για εμπορικούς σκοπούς στα Τίρανα, το Δυρράχιο κ.α.[11]. Ο Γ. Πάνου ολοκλήρωσε την επταετή εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο Τιράνων και συνέχισε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο ελληνικό γυμνάσιο του Μοναστηρίου. Μετά την αποφοίτηση του, το 1912, εργάστηκε για λίγο ως δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο της γενέτειρας του. Το 1913, όταν αποφασίσθηκε η κατάργηση του σχολείου της ελληνορθόδοξης κοινότητας, διορίσθηκε διευθυντής του αλβανικού σχολείου. Συμμετείχε στον Σύλλογο "Bashkimi" υπό την ηγεσία του Avni Rustemi. Το 1924 παρακολούθησε το πρώτο συνέδριο των εκπαιδευτικών που πραγματοποιήθηκε στα Τίρανα. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην επανάσταση του Ιουνίου που ανέτρεψε την κυβέρνηση του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου. Αυτό επιτεύχθηκε υπό την ηγεσία του Φαν Νόλι (πραγματικό όνομα: Θεοφάνης Μαυρομάτης), για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια. Μεταξύ των επιδιώξεων του κινήματος του Νόλι ήταν και η αναδιοργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης σε εθνική βάση[12]. Την ιδια περίοδο που κάποιοι ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες απορροφούνταν στο αλβανικό εθνικό κίνημα, παρόμοιες περιπτώσεις καταγράφονται ακόμα και με σερβόφωνους εκείνης της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Millosh Gjergj Nikolla, ο οποίος είχε ως μητρική γλώσσα τη σερβική, είχε φοιτήσει σε σερβικά και ρωσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα για να εξελιχθεί αργότερα σε Αλβανό δάσκαλο και ποιητή, ο οποίος έγραφε στα αλβανικά έντυπα υπό το ψευδώνυμο Migjeni[13]. Το 1926-27, ο Γ. Πάνου επιλέχθηκε από τους δασκάλους των Τιράνων ως πρόεδρος της Ένωσης Εκπαιδευτικών. Το 1936, κατά την βασιλική περίοδο, μετατίθεται στην Κρούγια ως οπαδός του Νόλι και κυρίως λόγω της επιρροής που ασκούσε στους συντοπίτες του και ιδιαίτερα στην μαθητική νεολαία. Κατά την διάρκεια του Β' ΠΠ συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα και το σπίτι του αποτέλεσε βάση, αλλά και τα παιδιά του Ουρανία και Αριστείδης θεωρούνται ηρωικοί μάρτυρες. Μετά τον πόλεμο συμμετείχε στο Δημοκρατικό Μέτωπο και εξελέγη βουλευτής στο αλβανικό κοινοβούλιο[14].

* Το επώνυμο Νεδέλκος σημαίνει ''Κυριάκος'', είναι δάνειο από την σλαβική γλώσσα ( < ne-dělja, άπρακτος ημέρα, δηλ. μη εργάσιμη, Κυριακή), βλ. π.: Το γλωσσικό ιδίωμα γηγενών σε περιοχές της Μακεδονίας, ethnologic.blogspot.gr.

[1] Γκριγκόρ Παρλίτσεφ, Αυτοβιογραφία, Εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2000, σελ. 60-62.
[2] Kodiku i kishës së Shën Prokopit të Tiranës: 1818-1922, Dhimitër Beduli, Tiranë: Botues; Kisha Orthodokse Autoqefale e Shqipërisë, viti 1997.
[3] Jovan Bizhyti, Bashkësia ortodokse e Tiranës, βλ.: gazetadita.al
[4] Τίρανα, el.wikipedia.org
[5] Αχ. Λαζάρου, Ελληνισμός και Λαοί Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Τόμος Β', Αθήνα 2009, σελ. 56-57.
[6] Αναστάση Τοπάλη, Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα, σελ.22, βλ. εδώ
[7] Peter Bartl, Kristoforidhi Konstandin, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas. Bd. 2. Hgg. Mathias Bernath / Felix von Schroeder. München 1976, S. 506-507, βλ.: biolex.ios-regensburg.de
[8] Ελληνικός χρυσός και χρυσοχοϊα - Νεοελληνική περίοδος, βλ.: vlahofonoi.blogspot.gr
[9] Peter Bartl, Kristoforidhi Konstandin, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas. Bd. 2. Hgg. Mathias Bernath / Felix von Schroeder. München 1976, S. 506-507, βλ.: biolex.ios-regensburg.de
[10] Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη, Η καταγωγή των Αλβανών και οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες, Εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2014, σελ. 266.
[11] Αναστάση Τοπάλη, Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα, σελ. 10-11 & 56, βλ. εδώ
[12] Το φαινόμενο Θεοφάνης Μαυρομάτης (Φαν Νόλι) - Η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, pelasgoskoritsas.gr
[13] Migjeni, albanianliterature.net
[14] Kodiku i kishës së Shën Prokopit të Tiranës: 1818-1922, Dhimitër Beduli, Tiranë: Botues; Kisha Orthodokse Autoqefale e Shqipërisë, viti 1997.

Παπαστεργίου Δέσποινα
Vlahofonoi@gmail.com
 

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους

Μιχάλης Στούκας

Είναι οι Βλάχοι λατινόφωνοι Έλληνες; - Τι αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές; - Η γλώσσα των Βλάχων


Με ένα ακόμα…επίμαχο και πολυσυζητημένο θέμα θα ασχοληθούμε σήμερα. Με τους Βλάχους. Με την καταγωγή και την ιστορία τους. Τις αναφορές γι’ αυτούς σε βυζαντινές πηγές. Την προέλευση της ίδιας της λέξης «Βλάχος» αλλά και της λέξης «Αρμάνοι» με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι. Αλλά και την «πορεία» τους στο πέρασμα των αιώνων.


Ποιοι είναι οι Αρμάνοι – Βλάχοι;



Όπως γράφει ο πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νικόλαος Μέρτζος, βλάχος κι ο ίδιος στην καταγωγή, στο βιβλίο του «Οι Αρμάνοι Βλάχοι», έκδ. της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, 2010, «ο όρος Βλάχοι αποτελεί ετεροπροσδιορισμό. Έτσι ορίζονται από τρίτους όσοι αυτόχθονες αρχαίοι πληθυσμοί, προ πάντων ορεσίβιοι αλλά και αστοί, λατινοφώνησαν στην προφορική αποκλειστικά λαλιά τους επειδή υπηρέτησαν όλη τη ζωή τους ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Επί μακρούς αιώνες παρέμειναν επίμονα ενδογαμικοί, δηλαδή παντρεύονταν μονάχα μεταξύ τους, και, γι’ αυτό, διατήρησαν ανόθευτη τη γηγενή καταγωγή τους. Ανέκαθεν εμείς οι αποκαλούμενοι Βλάχοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Αρμάνοι, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κατά τους τελευταίους αιώνες της επονομαζόταν και Ρωμανία. Ως Ρωμαίοι, άλλωστε, αυτοπροσδιορίζονται επί χίλια διακόσια και άνω χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα αυτοπροσδιορίζονται, επίσης, ως Ρωμιοί. Αρειμάνιοι στην ελληνική γλώσσα σημαίνει αγέρωχοι πολεμιστές. Και ανέκαθεν οι Βλάχοι ήμασταν πολεμιστές». 


Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, ο Πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, Καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, γράφει: «…οι Βλάχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη εθνοτική ομάδα ή ως μια πληθυσμιακή ομάδα διχασμένη από τις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μια γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας».

Η άποψη αυτή, που θεωρείται σήμερα η πλέον ορθή, δεν ήταν πάντα αποδεκτή.

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Ν. Α. Βέης, ο Π. Αραβαντινός κ.ά. έχοντας ως μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα των Βλάχων και την ομοιότητά της με τη ρουμανική, θεωρούσαν ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, έχουν κοινή καταγωγή με τους Βλάχους των περιοχών γύρω από τον Δούναβη και τον Αίμο της Βουλγαρίας. Αντλώντας επιχειρήματα από τους βυζαντινούς χρονογράφους Κίνναμο, Κεκαυμένο και Χαλκοκονδύλη, δέχονται ότι οι βλαχόφωνοι της Βόρειας Ελλάδας, μετοίκησαν σ’ αυτή από την περιοχή του Δούναβη.


Ο Γιώργης Έξαρχος, στο δίτομο έργο του «Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)», θεωρεί ως ορθότερη ερμηνεία της προέλευσης των Βλάχων, αυτή που έδωσε το 1832 ο Κωνσταντίνος Κούμας. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Λαρισαίος εκπαιδευτικός και Διδάσκαλος του Γένους: «Ό,τι συνέβη εις τους επέκεινα του Ίστρου, Δάκας και Γέτας, είχεν πολύ πρότερον να γίνεται εις τους εντεύθεν του Ίστρου (=Δούναβη) λαούς […]. Αποτέλεσμα τούτων ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες, έμαθον την γλώσσαν των νικητών των (ενν. των Ρωμαίων) και πολλοί έχασαν την ιδικήν των. Εις μόνον τας μεγάλας πόλεις αντείχεν η Ελληνική Γλώσσα. Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα ΒΛΑΧΟΙ» (Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων», εν Βιέννη 1832, τόμος ΙΒ’ σελ. 520-521).

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πάρα πολλές απόψεις ακόμα. Αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε. Ας δούμε τώρα την προέλευση της λέξης «Βλάχοι».


Η ετυμολογία της λέξης Βλάχος

Για την προέλευση της λέξης Βλάχος, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Θα αναφέρουμε εδώ, τις κυριότερες από αυτές.

i. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη Βλαχά (ή βληχή) = το βέλασμα
ii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλαχάν ή βλίχαν(ος) ή βλίκανον = ο βάτραχος
iii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλάχνον ή βλάχρον ή βλαχρόν ή βλάθρον ή βλήχρα ή βλήχρον = το φυτό φτέρη
iv. Προέρχεται από τη λατινική λέξη flaccus = αυτός που έχει μεγάλα αφτιά
v. Προέρχεται από την ελληνική λέξη Βράχος
vi. Προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη φελάχος = ποιμένας, βοσκός. Η θεωρία αυτή, με βασικό υποστηρικτή τον διαπρεπή αρχαιολόγο και εθνολόγο Αντώνιο Κεραμόπουλλο (1870-1961), φαίνεται ότι δεν ευσταθεί.

Μια άλλη εκδοχή, θέλει τη λέξη Βλάχοι να προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volci. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί πρώτα τους Κέλτες και μετέπειτα όλους τους λατινόγλωσσους Ρωμαίους και μη Ρωμαίους γείτονές τους.


Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2009, γράφει τα εξής:

Βλάχος < σλαβ. Vlaha  < παλ.γερμ. Wal(a)h < λατ. Volcae (> ελυστ. Ουάλκαι), ονομασία κελτικού φύλου που είχε εκλατινιστεί και ζούσε υπό γερμανική κυριαρχία.
Και συνεχίζει με μία «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ»
Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι (Arman «Ρωμαίοι») του ελληνικού χώρου προέρχονται από πληθυσμούς που είχαν εκλατινιστεί κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και μιλούν λατινογενή διάλεκτο, συγγενή προς τα Ρουμανικά. Η  λατ. ονομασία Volcae (απ’ όπου το μεσν. Βλάχοι), που αναφερόταν στους Κέλτες υπηκόους της Ρωμαϊκής και αργότερα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί την αφετηρία στην οποία ανάγονται τα ονόματα διαφόρων σημερινών κελτικών υπολειμμάτων στην Ευρώπη, π.χ. Ουαλοί (Welsh, Μ. Βρετανία), Βαλόνοι (Wallons, γαλλόφωνοι του Βελγίου), Γαλάτες (Gaylois, Γαλλία).

Οι Γερμανοί, και στη συνέχεια όλοι οι Σλάβοι, ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς ανεξάρτητα από την καταγωγή καθενός απ’ αυτούς. Η δε Πολωνία μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία!

Βυζαντινές πηγές για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους

Ο πρώτος που χρησιμοποιεί βλάχικες λέξεις, στο έργο του «Περί Κτισμάτων», είναι ο ιστορικός Προκόπιος, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού 6ος αιώνας.

Περίπου την ίδια εποχή, ο Ιωάννης Λυδός, λατινομαθής, νομικός και φιλόσοφος (περ. 490-578), αποκαλύπτει την ύπαρξη λατινόφωνων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες. Στο έργο του «Περί των Αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας», αναφέρει ότι: «Υπήρχε παλιός νόμος όσα γίνονταν από τους επάρχους, ακόμα και από τις άλλες αρχές, να λέγονται στην ιταλική γλώσσα…και όσα γίνονται στην περιοχή της Ευρώπης (έτσι ονομαζόταν εκείνη την εποχή η Βαλκανική) διαφύλαξαν την αρχαιότητα από ανάγκη, διότι οι κάτοικοί της, αν και ήταν στο μεγαλύτερο μέρος έλληνες, μιλούσαν ιταλικά («τη των Ιταλών φθέγγεσθο φωνή», γράφει στο πρωτότυπο) και ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι».


Διαπιστώνει λοιπόν ο Λυδός, ότι κατά τον 6ο αιώνα, στα Βαλκάνια ομιλείται η ιταλική (λατινική) γλώσσα, όχι μόνο από τους Έλληνες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Χερσονήσου του Αίμου αλλά κι από τους υπόλοιπους.

Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει την ελληνικότητα των λατινόφωνων – βλαχόφωνων πληθυσμών, πράγμα που καταρρίπτει τη ρουμανική προπαγάνδα ότι οι λατινόφωνοι λαοί των Βαλκανίων είναι ρουμανικής καταγωγής. 



Επόμενη μαρτυρία για βλάχικες λέξεις, προέρχεται από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο οποίος άκμασε μεταξύ 610 και 640. Αναφερόμενος σε εκστρατεία του στρατού της Ρωμανίας (Βυζαντίου), υπό τον στρατηγό Κομεντιόλο εναντίον των επιδρομέων Αβάρων, στην περιοχή Κορνομπάτ Αετού (δυτικά της Μεσημβρίας), που έγινε το 589, γράφει τα εξής:

Θέλοντας να αιφνιδιάσει τους Αβάρους, ο Κομεντίολος, διέταξε τους στρατιώτες του να τους επιτεθούν πριν ξημερώσει. Κάποια στιγμή, το φορτίο ενός από τα μεταγωγικά ζώα έγειρε και κάποιος φώναξε στον οδηγό του ζώου «ρετόρνα, ρετόρνα, φράτερ». Η φράση αυτή σημαίνει στα αρμάνικα – βλάχικα «γέρνει, γέρνει (ενν. το φορτίο) αδελφέ».

Δημιουργήθηκε αδικαιολόγητος πανικός στο στράτευμα, καθώς «οι στρατιώτες νόμισαν ότι τους διατάσσουν να κάνουν μεταβολή λόγω αιφνιδιαστικής εμφάνισης άλλου εχθρού. Γύρισαν λοιπόν τότε προς τα πίσω κραυγάζοντας «επιχωρίω γλώττη…ρετόρνα».

Αυτό οφειλόταν, στο ότι η λέξη ρετόρνα, εκλήφθηκε από πολλούς ως εντολή να γυρίσουν πίσω, ενώ είχε τη σημασία «έλα πίσω» (να δεις τις αποσκευές που θα πέσουν από το ζώο). Το ίδιο περιστατικό, περιγράφει και ο Θεοφάνης, σπουδαίος Βυζαντινός ιστορικός: «Τόρνα, τόρνα, φράτρε και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες».

Η περιγρφή του Θεοφάνη και η χρήση της λέξης «τόρνα», είναι πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και το γλωσσικό ιδίωμα των Βλάχων.

Ο αυτοκράτορας, λόγιος, συγγραφέας και διανοούμενος, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912-953), γράφει για «ελληνίζοντες (που) και την πάτριον Ρωμαϊκήν γλώσσαν αποβαλλόντες».

Ο Πορφυρογέννητος αναφέρεται σε πληθυσμούς που επί των ημερών του απέβαλαν την πατρική τους γλώσσα, τη ρωμαϊκή. Δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες γι' αυτούς ωστόσο από όσα γράφει διαπιστώνουμε ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει μια διαδικασία "γλωσσικού απολατινισμού" πληθυσμών που είχαν εκλατινιστεί γλωσσικά τους προηγούμενους αιώνες.
Η πρώτη μνεία στην ύπαρξη Βλάχων γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό (11ος αιώνας) ο οποίος αναφερόμενος στον ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών και την οικογένειά του γράφει:
"Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρυς μετά τινών Βλάχων οδιτών".
Βέβαια δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς εννοούσε με τη λέξη "Βλάχοι" ο Κεδρηνός. 


Ο Σωκράτης Λιάκος γράφει:

"Εις την στενωπό Πισοδερίου έλαβε χώραν κατά το έτος 980 μ.Χ. περίπου και το γεγονός του φόνου του Δαυίδ, πρωτότοκου υιού του κόμητος Νικολάου, μέγα ισχύοντος παρά τοις Βουλγάροις όπως μας λέγει ο Σκυλίτζης εις την θέση Καλάς Δρυς, από Βλάχους οδίτας. Το όνομα τούτο Καλάς Δρυς ή Καλαί Δρυς ταυτίζεται με τα τοιούτα: Κάλεα ντι Ντούρους (Οδός Δυρραχίου) και Κάλεα ντι Ρίσσον (Δρόμος του Λυγκός) στη γλώσσα των τότε και σήμερα αρμανόγλωσσων (Βλαχόφωνων-Λατινομακεδονόγλωσσων) φυλάκων αυτής, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι οδοφύλακες της στενωπού αυτής ήσαν Αρμανόφωνοι= Βλαχόφωνοι= Λατινομακεδονόγλωσσοι, ό, τι είναι και μέχρι σήμερα".

Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος (976-1925) σε έγγραφο με την υπογραφή του (1020) που βρέθηκε στο Σινά, γράφει: "Θεσπίζομεν ταύτα πάντα κατέχειν τον αυτόν αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον και λαμβάνειν το κανονικόν αυτών πάντων και τον ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχων και των περί τον Βαρδάρειον Τούρκων όσοι εντός Βουλγαρικών όρων εισί…".
Ούτε όμως ο Βασίλειος διευκρινίζει ποιοι ακριβώς ήταν οι "ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχοι", με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να δώσουν διάφορες εκδοχές.

Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κεκαυμένος (11ος αι.) στο έργο του "Στρατηγικόν", δεν μιλά καθόλου κολακευτικά για τους Βλάχους, χαρακτηρίζοντάς τους γένος άπιστο, απειθάρχητο αλλά και ότι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος, συγγενικό με τους Δακορουμάνους.
Γράφει μεταξύ άλλων: "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν (το γένος των Βλάχων) προς τινά ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν (…) ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσαι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δουναβίου ποταμού και του Σάου (…) ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις".

Οι απόψεις του Κεκαυμένου προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στα νεότερα χρόνια. Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος γράφει:

"Δεν γνωρίζομεν αν ο βασιλεύς προήγαγε αυτόν εις ανώτερο αξίωμα δια τούτο" (την εμπαθή δηλαδή στάση του απέναντι στους Βλάχους. Και σε άλλο σημείο: "Ο Κεκαυμένος… τυφλούται εκ του μίσους κατά των αποστατούντων Βλάχων και αποδιοπομπούμενος μέχρι Δακίας και Σαύου το μισητόν γένος υβρίζει συλλήβδην Κουτσοβλάχους τε και Δάκας".
Το λάθος του Κεκαυμένου, είναι ότι ταυτίζει τους Βλάχους με τους Δακορουμάνους, γιατί τους θεωρεί ομόφυλους.

Η Άννα Κομνηνή, στο έργο της "Αλεξιάδα", δίνει πληροφορίες για τους Βλάχους της Θεσσαλίας:

«Και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών δια του βουνού των Κελλίων και την δημοσίων λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και του βουνού τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον, κατήλθεν εις Εζεβάν, χωρίο δε τούτον Βλαχικόν της Ανδρωνείας έγγιστα διακείμενου».


Σε άλλο σημείο, αναφέρεται στους Βλάχους του Αίμου, της Μακεδονίας και των περιοχών του Δούναβη:

"Νυκτός δε καταλαβόντος Πουδίλου τινός εκκρίτου των Βλάχων και την των Κομάνων δια του Δανούβεως διαπεραίωσιν απαγγείλοντος, δέον έκρινε αναζούσης της ημέρας μετακαλεσάμενος τους εκκρίτους των συγγενών τε και ηγεμόνων βουλεύασθαι ό,τι δει ποείν…Των γουν Κομάνων παρά των Βλάχων τας δια των κλεισουρών ατραπούς μεμαθηκότων και ούτω τον Ζυγόν ραδίως διεληλυθότων άμα τω τη Γολόνη προσπελάσαι ευθύς οι έποικοι ταύτης δεσμήσαντες τον την φυλακήν του κάστρου πεπιστευμένον παραδεδώκασι τοις Κομοίνοις…"

Και παρακάτω: "… και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους καλείν οίδε διάλεκτος) (και τους άλλοθεν εξ απασών των χωρών ερχομένους ιππέας τε και πεζούς".
Από όσα γράφει η Άννα Κομνηνή, προκύπτουν τα εξής:

Βορειότερα της Λάρισας, υπήρχε Βλαχοχώρι, που ονομαζόταν Εζεβάν. Υπήρχαν Βλάχοι κοντά στον Δούναβη, που ήταν γείτονες με τους Κουμάνους. Οι Βλάχοι ζούσαν ή κινούνταν κοντά στον Αίμο. Οι Βλάχοι έκαναν νομαδική ζωή, δεν διευκρινίζει όμως αν ήταν ή όχι λατινόγλωσσοι.

Ο Ιωάννης Κίνναμος, (1143 – 1185), θεωρεί τους Βλάχους αποίκους από την Ιταλία. Γράφει χαρακτηριστικά:

"Λέοντα δε τινά Βατάτζην επίκλησιν, ετέροθεν στράτευμα επαγόμενον άλλοτε συχνόν και δη και Βλάχων πολύν όμιλο οι των εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται, εκ των προς τω Ευξείνω καλουμένω Πόντω χωρίων εμβαλείν εκέλενεν εις Ουννικήν".
Ο Νικήτας Ακομινάτος – Χωνιάτης (13ος αι.), αναφέρεται σε Βλάχους της περιοχής του Αίμου, γράφοντας τα εξής:

"Και έλαθε δια σμικροπρέπειαν και άλλας μεν πόλεις καλαμησάμενος, αι κατ ' Αγχίαλον συνωκίζοντο, εαυτώ δε μάλιστα και Ρωμαίοις εκπολεμώσας τους κατά τον Αίμον το όρος Βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται"
Στο ποιητικό του έργο "Χρονική Ιστορία", ο μοναχός Εφραίμ Αίνιος, αναφέρεται συχνά στη Βλαχία και τους Βλάχους.

"Ων χάριν Μυσών εκταραχθέν πως έθνος κατ' Αίμον οικούν, οι κικλήσκονται Βλάχοι"
Αναφορές γίνονται ακόμα στον "Κώδικα Νόμων", του Στέφανου Δουσάν και στο ποίημα "Πουλολόγος" (14ος αι)

"Και αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι".

Ο ποιητής Ιωάννης Κατράρης, στο "Προς τον φιλόσοφον και ρήτορα Νεόφυτον", γράφει:
"Βούλη και μορφή ακούσαι;
Την μεν γέννην έστι Βλάχος,
Αλβανίτης δεν την όψιν,
Του δε σώματος την θέσιν.
Βουλγαροαλβανιτόβλαχος"
Μνεία για τους Βλάχους, γίνεται και σε λαϊκό τραγούδι του 10ου αιώνα.

Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (15ος αιώνας), θεωρεί (δεν αναφέρει πηγές ή αποδεικτικά στοιχεία), ότι το έθνος που κατοικεί στην Πίνδο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε εκεί από την Δακία. Το έθνος αυτό ονομάζεται Βράχοι. Στην Πίνδο, κατοικούν Βλάκοι, που είναι ομόγλωσσοι με τους Δάκες του Δούναβη και μοιάζουν μεταξύ τους. Οι Βράκοι ή Βλάκοι (Βλάχοι) ζουν ως ένοπλοι είναι διαιρεμένοι σε δύο περιοχές χώρες, η μία κοντά στον Δούναβη και η άλλη στην Μπογδανία (σημ. Μολδαβία!)

Η εμφάνιση του όρου "Βλαχία"

Ο όρος "Βλαχία", πρωτοεμφανίζεται στο "Οδοιπορικό" του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που το 1160, βρέθηκε ως περιηγητής στην Ελλάδα.

Επισκεπτόμενος τη Φθιώτιδα, συνάντησε Βλάχους που κατοικούσαν στα βουνά γύρω από τη Λαμία, τη δε Λαμία, που αποκαλεί Sinon Potamo= Ζητούνι, "κείται εις τους πρόποδας των αρέων της Βάχίας". δηλαδή στις υπώρειες της Όθρνος.

Σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' (1195 – 1203), αναφέρεται η "Provincia Valachie", ως  τμήμα της Θεσσαλίας.

Τέλος, στο κείμενο της "Partitio Romanie" (1204), όπου αναφέρονται οι περιοχές και οι χώρες που δόθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στον Βονιφάτιο Μομφερατικό, γίνεται μνεία στην "Provintia Blachie", τμήμα της Θεσσαλίας.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Βυζαντινές πηγές (πλην Κεκαυμένου και Χαλκοκονδύλη) δεν αναφέρονται σε κάθοδο Βλάχων από τη Δακία προς την Ελλάδα, κάτι που αποτέλεσε βασικό επιχείρημα της προπαγάνδας των Ρουμάνων, που ήθελαν να "οικειοποιηθούν" τους Βλάχους και να δημιουργήσουν μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα.
Από παντού προκύπτει ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι Έλληνες. Όσο για τη Βλαχία, τον όρο αυτό συναντάμε τον 12ο αιώνα, και αναφέρεται σε τμήματα της Θεσσαλίας και την περιοχή της Φθιώτιδας. Δεν υπάρχει ιστορική πηγή που να αναφέρει τον όρο Βλαχία σε περιοχές πάνω από τον Δούναβη ή σε περιοχές μεταξύ του Δούναβη και Αίμου μέχρι και τον 12ο αιώνα.
Σε άλλες επιστημονικές απόψεις για τους Βλάχους, στην πολιτική της Ρουμανίας στο θέμα αυτό, στο περιβόητο "πριγκιπάτο της Πίνδου" (1917) και τη "Ρωμαϊκή ή Βλάχικη Λεγεώνα" (1941), θα αναφερθούμε σύντομα, σε άρθρο στο protothema. gr 
Πηγές: Γιώργης Έξαρχος, "ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ ΑΡΜΑΝΟΙ" εκδόσεις Καστανιώτη 2001 (2 τόμοι)


Ορέστης Κουρέλης, "Βλαχόφωνοι Έλληνες", ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2010
Ντούσαν Πόποβιτς, "ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ"
"Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών", 2010.
Νικόλαος Μέρτζος, "Οι Αρμάνοι Βλάχοι", έκδ.
ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2010.
www.protothema.gr

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

17 Φεβρουαρίου - Δεν ξεχνάμε: Αυτόνομος Βόρειος Ήπειρος - Ιστορικά Στοιχεία και VIDEO

Δείτε δύο ομιλίες του προέδρου της ΣΦΕΒΑ Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 2014 με πολλά άγνωστα ιστορικά στοιχεία για τον Αυτονομιακό Αγώνα των Βορειοηπειρωτών:




Ο Αυτονομιακός Αγών στη Βόρειο Ηπειρο (1914)
 Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους το 1912 δεν ήταν αποτέλεσμα αγώνων ενός λαού που ζητούσε την απελευθέρωση του και την ανεξαρτησία του από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά επινόηση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας οι οποίες ενεργούσαν η κάθε μία για ίδιο συμφέρον.
Το εθνικό συναίσθημα ήταν άγνωστο στους Αλβανούς μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα . Οι πιστοί στο Ισλάμ Αλβανοί του Βορρά ένιωθαν Τούρκοι, ενώ οι Ορθόδοξοι του Νότου, όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί καθώς επίσης και αρκετοί μουσουλμάνοι, Ελληνες κάτοικοι της Ηπείρου. Ετσι, με την έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, ενώ όλα τα Βαλκανικά κράτη: Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία συμμάχησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί με απόφαση των αρχηγών των εθνικιστικών τους ομάδων πήραν μέρος στον πόλεμο, στο πλευρό των Τούρκων. Βλέποντας οι Αλβανοί την ατυχή γι' αυτούς έκβαση του πολέμου και διαπιστώνοντας, μετά από επίσκεψη του Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρα στη Βιέννη, ότι πιθανή ίδρυση Αλβανικού κράτους δεν ήταν αντίθετη με την πολιτική θέληση της Αυστροουγγαρίας,  προχώρησαν στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας. Το γεγονός αυτό έγινε στις 28 Νοεμβρίου 1912 στον Αυλώνα και ήταν απόφαση εθνοσυνέλευσης,  που συγκλήθηκε εκεί από τον Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρα αμέσως μετά την αποβίβαση του από Αυστριακό αντιτορπιλικό,  που τον μετέφερε στον Αυλώνα, από την Τεργέστη της Ιταλίας. Στη συνέχεια οι Αλβανοί ζήτησαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Τουρκία τη διεθνή αναγνώριση του κράτους τους και η οποία τελικά επετεύχθη στις 7 Δεκεμβρίου 1912 από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
 Την ίδια στιγμή ο ελληνικός στρατός με τη νικηφόρα προέλαση του ελευθέρωνε τους Αγ. Σαράντα, την Κορυτσά, τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο , την Κλεισούρα, το Τεπελένι. Η Χειμάρρα είχε ελευθερωθεί νωρίτερα   από εθελοντές με αρχηγό τον Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ο πληθυσμός των περιοχών αυτών με απερίγραπτο εθνουσιασμό εκδήλωνε τα ακραιφνή Ελληνικά του αισθήματα προς τον ελευθερωτή Ελληνικό στρατό, και συνέτασσε ψηφίσματα και υπομνήματα μετά από πάνδημα συλλαλητήρια πίστης και αφοσίωσης προς τον Διάδοχο.Το περιεχόμενο των ψηφισμάτων και των υπομνημάτων  αυτών αποτελεί αδιάψευστο ιστορικό ντοκουμέντο της Ελληνι­κότητας της Βορείου Ηπείρου ιδιαίτερα περιοχών, που δεν αναγνωρίζονται από τους Αλβανούς ότι κατοικούνται από Βορειοηπειρώτες.
Καταπληκτικό είναι το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνοι της περιοχής δεν διαφοροποιούνται στα αισθήματα προς την Ελλάδα από τους Χριστιανούς. Και αυτό, γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Ελληνες στην καταγωγή, εξισλαμισθέντες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.Μικρά παιδιά, γυναίκες και άνδρες μέχρι τα κατάλευκα γηρατειά, εκδήλωναν την Ελληνικότητα τους με τρόπο, που δεν αφήνει ασυγκίνητο και τον πιο ψύχραιμο ερευνητή.Πόθος όλων η ένωση με τη μητέρα Ελλάδα και πρόθεση τους ο αγώνας μέχρις εσχάτων για την ελευθερία.
Δυστυχώς, με τη λήξη του Α' Βαλκανικού πολέμου  και με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, συναρτήθηκε η  τύχη της Βορείου Ηπείρου με αυτή των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου - σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης-. Τα νησιά του Αιγαίου θα δίνονταν στην Ελλάδα μόνο εάν η χώρα μας θα " εδέχετο άνευ αντιρρήσεων, όπως η Βόρειος Ηπειρος περιληφθή εντός των Αλβανικών συνόρων".
Πληροφορούμενοι οι Βορειοηπειρώτες του Αργυροκάστρου, της Πρεμετής, του Τεπελενίου, του Δελβίνου και της Χειμμάρας ότι σχεδιάζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις η προσάρτηση τους στο Αλβανικό κράτος, διοργάνωσαν στις 5 Ιουνίου μεγάλο συλλαλητήριο στο Αργυρόκαστρο και στις 17 Ιουνίου συνέταξαν πληρεξούσιο σε αντιπροσώ­πους τους προκειμένου να τους εκπροσωπήσουν με παράστασή τους ενώπιον της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου. Με το κείμενο τους στους Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, οι πληρεξούσιοι των Βορειοη­πειρωτών ζήτησαν την αποστολή "Ειδικής Επιτροπής" στη Βόρειο Ηπειρο για να εξακριβώσει τον εθνολογικό χαρακτήρα του τόπου και τη θέληση των κατοίκων και αυτόχρονα αποκάλυψαν, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, την απόφασή τους να πολεμήσουν για την ελευθε­ρία τους.
Εμενε όμως εκκρεμές το θέμα του καθορισμού των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων, που  ανατέθηκε σε Διεθνή Επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Αμέσως μετά το διορισμό της Διεθνούς Επιτροπής για τον καθορισμό του εθνολογικού χαρακτήρα της Βορείου Ηπείρου, οι Ελληνες της Κορυτσάς, απέστειλαν υπόμνημα προς τη Διεθνή Επιτροπή τονίζοντας την Ελληνικότη­τα της περιοχής και καταλήγοντας: "εν εκ των δύο λοιπόν υπολείπεται ημίν, ή ένωσις μετά της μητρός Ελλάδος, συμφώνως τη καταγωγή, τη ιστορία, ταις παραδόσεσι και τοις εθίμοις ημών, ή μεταβολή των πάντων είς ερείπια και τέφραν". Η Διεθνής Επιτροπή "χρησιμοποίησε ως μοναδικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό των κατοίκων ως Ελλήνων, την Ελληνική μονογλωσσία και κατάταξε στους Αλβανούς τους χρήστες του Αλβανικού γλωσσικού ιδιώματος ακόμη και μέσα στην οικογένεια".Μόνο οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας δεν αρκούνταν στην εξέταση της γλώσσας ως μοναδικού κριτηρίου, αλλά υποστήριζαν ότι έπρεπε να λάβουν υπόψη τους την εκπαιδευτική και θρησκευτική άποψη των κατοίκων καθώς επίσης και το φρόνημα τους.
Στο μεταξύ η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου της 26ης Αυγούστου 1913 αποφάσισε να δοθεί στην Αλβανία παραλιακή λωρίδα μέχρι Φτελιάς, η νήσος Σάσων καθώς και η επαρχία (πρώην Καζάς) Κορυτσάς. Μάταια η Ελληνική κυβέρνηση στις 13 Οκτωβρίου διαμαρτυρήθηκε τόσο για την παραπάνω εδαφική ρύθμιση όσο και για τη λήψη ως μοναδικού κριτηρίου της εθνικότητας, το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων στο χώρο της οικογενείας. Οι προτάσεις της Διεθνούς Επιτροπής υιοθετήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Φλωρεντία στις 17 Δεκεμ­βρίου 1913, όπου υπογράφηκε πρωτόκολλο με το οποίο επιδικάστηκε στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος η πε­ριοχή της Βορείου Ηπείρου.
Από τη στιγμή, που η Ελληνική Κυβέρνηση "κατ' ανάγκην" αποδέχθηκε τον εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων και δεσμεύθηκε με την υπογραφή της, θα ήταν αντίθετη σε κάθε μορφή αντίστασης ή διεξαγωγής αυτονομιακού αγώνα στα εδάφη, που είχαν επιδικασθεί στην Αλβανία. Στο μεταξύ οι Βορειοηπειρώτες, που πληροφορούνταν τα τεκταινόμενα σε βάρος τους, οργανώνονταν με τη σύσταση Επιτροπών Εθνικής Αμύνης και Επιμελητειών. Κύριος στόχος των ανωτέρω επιτροπών ήταν η στρατολόγηση εθελοντών και η ένταξη τους σε ιερούς λόχους καθώς και η εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη διεξαγωγή ένοπλου αγώνα. Ηδη οι Χειμαρριώτες διαμαρτυρήθηκαν και γνωστοποίησαν ταυτόχρονα με την τελευταία πρόταση της επιστολής τους προς τους υπουργούς των εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων στις 24 Νοεμβρίου 1913, την αμετάκλητη απόφασή τους να αγωνισθούν για την ελευθερία, που με τόσους αγώνες είχαν κερδίσει: "θα φονευθώμεν πάντες, αλλ' η Χειμάρρα ενωθείσα μετά της Ελλάδος δεν θα λεχθή ότι υπεδουλώθη εις Αλβανούς". Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1913 οι Ελληνες φοιτητές έκαμαν έκκληση προς τους συναδέλφους τους της Ευρώπης και της Αμερικής να διακηρύξουν "εν ονόματι της διεθνούς φοιτητικής αδελφότητας τα προς το δίκαιον και την ελευθερίαν των άλλων καθήκοντα των λαών των". Διετράνωσαν δε, στην έκκλησή τους, την απόφασή τους να υπερασπισθούν "βήμα προς βήμα το έδαφος, όπερ δια ποταμού αιμάτων επί έτος όλον μαχόμενοι ανεκτήσαμεν, και νά μη επιτρέψωμεν την βεβήλωσιν αυτού και την αυθαίρετον αρπαγήν του".
Οι απόγονοι των ιερολοχιτών του Δραγατσανίου δεν σταμάτησαν εδώ. Σχημάτισαν φάλαγγα, που πήγε στην Ηπειρο, για να υπερασπισθούν με το αίμα τους το Δίκαιο και την Ελευθερία. Προτού αναχωρήσουν από την Αθήνα εξέδωσαν μνημειώδη προκήρυξη που κατέληγε ως εξής: "Λαός ελευθερω­θείς δια του ξίφους δεν δουλούται δια του καλάμου".
Στις 10 Ιανουαρίου 1914 ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος με την ιδιότητα του προέδρου της Επίτροπής Εθνικής Αμύνης Αργυροκάστρου, Τεπελενίου συγκάλεσε Πανηπειρωτικό Συνέδριο στο Αργυρόκα­στρο, για τις 30 Ιανουαρίου.
Εξέτασε όλες τις δυνατότητες για ειρηνική λύση του προβλήματος. Μη έχοντας όμως δυνατότητα για πολιτική λύση ένεκα του γεγονότος ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τις θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη των νησιών του Αιγαίου, αποφάσισε στη Β'συνεδρία της τη σύσταση αρμοδίου οργάνου, που θα αναλάμβανε ένοπλο αγώνα με σκοπό την Ανεξαρτησία.Προς τούτο συγκρότησε "Οργανωτική Επιτροπή", που μέχρι να συμπληρωθεί θα αποτελούνταν από τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως ΒασίλειοΒελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα και Κορυτσάς Γερμανό. Στο εξής αποφά­σεις για τον Αγώνα θα έπαιρνε μόνο η "Οργανωτική Επιτροπή". Στην Ε" συνεδρία της η Πανηπειρωτική Συνέλευση αποφάσισε να ανακηρύξει την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου.  Η "Οργανωτική Επιτροπή", ως το όργανο λήψεως αποφάσεως για τη διεξαγωγή του Αγώνα, στις 10 Φεβρουαρίου 1914 ανακήρυξε τη Βόρειο Ηπειρο, "Αυτόνομη Πολιτεία".  Ο δε Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος φθάνοντας στο Αργυρόκαστρο στις 15 Φεβρουα­ρίου   σχημάτισε υπό την προεδρία του προσωρινή κυβέρνηση με πρώτα μέλη, τα μέλη της "Οργανωτικής Επιτροπής" . Την ίδια μέρα κυκλοφόρησε προς τον Ηπειρωτικό λαό η πρώτη προκήρυξη  της Προσωρινής Κυβερνήσεως. Στις 17 Φεβρουαρίου ανακηρύχθηκε επίσημα και μάλισα με πανηγυρικό χαρακτήρα για την τόνωση του ηθικού του λαού, η Ανεξαρτησία της Βορείου Ηπείρου.
Η Ελληνική κυβέρνηση είχε δώσει διαταγές προς τις αρχές της Βορείου Ηπείρου, για την παρεμπόδιση των εκδηλώσεων. Παρ'όλα αυτά ο πληθυσμός της πόλεως και της ευρύτερης περιοχής Αργυροκάστρου συγκεντρώθη­κε στις όχθες του Δρίνου ποταμού από τις πρωινές ώρες πάνοπλος. Οι αστυνομικές αρχές βρέθηκαν σε αδυναμία να παρέμβουν καθώς επίσης και ο στρατός για να αποφευχθεί αιματοκύλισμα. Στις 3 μ.μ. άρχισε ο αγιασμός. Παρόντες ήταν επτά χιλιάδες ένοπλοι.Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τους παρευρισκομένους όταν σε στιγμές κατάνυξης υψώθηκε η σημαία της "Αυτο­νόμου" και υποστάλθηκε η Γαλανόλευκη. Ο μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος την άγια εκείνη ώρα προχώρησε λίγα βήματα και ατενίζοντας την Ελληνική σημαία, με παλόμενη από λυγμούς φωνή την αποχαιρέτη­σε εκ μέρους του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. "Χάριν της υπέρτατης Εθνικής ανάγκης κατεβιβάσθης, ω θείον όνειρον, ημών τε και των πατέρων μας γαλανόλευκη μας, εθνική μας Σημαία. Αλλά αντί Σου δεν ανυψώνομεν ξένην αλλά την θυγατέρα σου, Ηπειρωτικήν προωρισμένην να κατησχίση κατά της αλβανικής ημισελήνου!"
Μετά την τελετή το πλήθος κατευθύνθηκε στο Αργυρόκαστρο όπου και ύψωσε στο διοικητήριο τη σημαία της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου.
Η Χειμάρρα στο μεταξύ είχε ανακηρύξει την Αυτονομία από τις 10 Φεβρουαρίου,   ημέρα κατά την οποία ανακηρύχθηκε η Βόρειος Ηπειρος σε "Αυτόνομη Πολιτεία" από την "Οργανωτική Επιτροπή". Η ανακήρυξη της Αυτονομίας στους Αγ. Σαράντα και το Δέλβινο έγινε στις 16 Φεβρουαρίου. Στο Λεσκοβίκι στις 20 και στην Πρεμετή στις 23 Φεβρουαρίου.
Κοινό στοιχείο σε όλες τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου ήταν η θέληση και η αποφασιστικότητα των κατοίκων να πολεμήσουν για τη σωτηρία της Βορείου Ηπείρου έστω και μόνοι. Ο τιτάνιος αγώνας των Βορειοηπειρωτών στέφθηκε με επιτυχία στα πεδία των μαχών παρά τα προβλήματα που δημιούργησε η Ελληνική κυβέρνηση.   Οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Βορειοηπειρώτες. Η προσωρινή κυβέρνηση της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου ήρθε σε συνενόηοη με τη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος της πολιτικής διοικήσεως και των οικονομικών του Αλβανικού κράτους.  "Σκοπός της προσωρινής κυβερνήσεως ήταν να επιτύχη χάριν των Βορειοηπειρωτών προνόμια, ισοδυναμούντα προς αυτονομίαν ".
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν κατέληξαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στις 17 Μαΐου 1914.
Με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας αναγνωρίσθηκε ο Ελληνικός χαρακτήρας της Βορείου Ηπείρου και εδόθη­σαν στους κατοίκους των επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς "εκτεταμένα προνόμια διοικητικά, εκκλησιαστικά, σχολικά και γλωσσικά ισοδυναμούντα προς πραγματικήν αυτονομίαν".
Το Πανηπειρωτικό Συνέδριο, που συνήλθε στο Δέλβινο στις 23 Ιουνίου 1914, ενέκρινε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας καθώς επίσης οι Μεγάλες Δυνάμεις  και η Αλβανία ,  που το δέχθηκε και το προσυπέγραψε άνευ όρων στις 12 Ιουνίου 1914.
Η Ελλάδα είχε κατακτήσει τον πρώτο επίσημο  διεθνή τίτλο επί της Βορείου Ηπείρου.
Η εκατέρωθεν όμως δυσπιστία των αντιμαχομένων, οδήγησε σε νέες συγκρούσεις, οι οποίες αποτελούν τη Β' φάση του Αυτονομιακού Αγώνα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, όχι μόνο απώθησαν τους επιτιθέμενους Αλβανούς αλλά προχώρησαν και πέραν της οροθετικής γραμμής Τεπελενίου  - Κλεισούρας κλπ., μέχρι του Βερατίου. Στο μεταξύ στην Αλβανία η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε επικίνδυνα. Παντού επικρατούσε αβεβαιότητα και αναρχία.Γι αυτό στις 14 Οκτωβρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη συγκατάθεση της Ιταλίας ζήτησαν από την Ελλάδα να ανακαταλάβει στρατιωτικά τη Βόρειο Ηπειρο, προκειμένου να επιβάλλει την τάξη και την ασφάλεια στο αναρχοκρατούμενο κράτος της Αλβανίας.
Κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο η πρόσκληση αποτελούσε "την επισημοτέραν διεθνή αναγνώρισιν του ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος το οποίον έχει και δικαιούται να έχη η Ελλάς δια τους ομοεθνείς πληθυσμούς της περιφερείας ταύτης". Με την ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό στρατό έληξε η Α' φάση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, του Αγώνα της Ανεξαρτησίας της Βορείου Ηπείρου.
Αφού έγινε η παράδοση της Χώρας στον Ελληνικό στρατό μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα, η κυβέρνηση της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου παραιτήθηκε, εκδίδοντας την τελευταία εμπνευσμένη εγκύκλιό της. Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας είχε δικαιωθεί. Τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού κράτους. Οι Βορειοηπειρώτες εκπροσωπήθηκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με δέκα έξι βουλευτές. Ομως ο πολιτικός διχασμός, η μικροκομματική πολιτική, οι σκοπιμότητες και η έλλειψη εθνικής ομοψυχίας στην Ελλάδα, ήρθαν αρωγοί στις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν χαράξει διαφορετικά τη μοίρα του τόπου.
 Η ιστορική εξέλιξη επιφύλαξε έκτοτε ποικίλα στάδια στο Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, χωρίς όμως να οδηγήσει ακόμη στη δίκαιη λύση του.Οι νέες πολιτικές ανακατατάξεις στη Βαλκανική πρέπει να οδηγήσουν ανεπιφύλακτα σε ένα νέο καθεστώς και για τη Βόρειο Ηπειρο, σε μια νέα Αυτονομία μέσα στα πλαίσια της γείτονος, ενέργεια την οποία το αλβανικό κράτος όχι μονάχα πρέπει να σεβαστεί και υιοθετήσει – κάτι που δεν έκανε στο παρελθόν – αλλά και να υποστηρίξει. Εχει βαρύνουσα σημασία η άποψη του Γεν. Γραμματέα του UNPO (UNREPRESENTED NATIONS AND PEOPLES ORGANIZATION) στις 18/4/94 στη Χάγη ότι, «εάν μια μειονότητα αγωνισθεί αποφασιστικά και δημιουργήσει ακόμα και ταραχές, τότε γίνεται γνωστή και μπορεί να αγωνίζεται για τα δίκαιά της με πιθανότητα επιτυχίας. Εάν μείνει σε μια ειρηνική συμπεριφορά μόνο, τότε θα εξαφανιστεί, με τις μεθοδεύσεις καταπίεσης, εθνικής εκκαθάρισης με αμφίδρομες μεταφορές πληθυσμών και με άλλες μεθόδους του κυρίαρχου κράτους».Υποστήριξη όμως  που πρέπει να έχει το δίκαιο αίτημα της Αυτονομίας και από την Ελληνική πλευρά, κάτι το οποίο δεν βλέπουμε με σαφήνεια στις δηλώσεις – ούτε λόγος για  πράξεις - των πολιτικών.
Και επειδή το εθνικό αυτό θέμα είναι και πολιτικό,  και του οποίου η λύση  θα πρέπει να δρομολογηθεί μέσα από τα διεθνή fora και με βάσει τις διεθνείς συνθήκες που υπαγορεύουν το μέλλον των εθνικών μειονοτήτων, καλό θα ήταν  τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα  να συμπεριλάβουν στην αντζέντα των εξωτερικών θεμάτων και το Βορειοηπειρωτικό, πριν είναι αργά.
Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός έχει  “χορτάσει” από παχιά λόγια, από “επιθέσεις φιλίας”, από συνθηματολογία «περί γέφυρας φιλίας»  της μειονότητας, από πολιτικάντικη και ξύλινη γλώσσα που δεν   διστάζει, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας να  εκμεταλλεύεται το πολύπαθο  αυτό κομμάτι του ελληνισμού, χωρίς όμως να δεσμεύεται για το πρακτέον.
του Χρύσανθου Σιχλιμοίρη (πρόεδρου ΣΦΕΒΑ ΕΕ Ιωαννίνων) - έχει δημοσιευτεί και στο www.antibaro.gr
=================================================================
ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ  ΒΟΡΕΙΟΣ  ΗΠΕΙΡΟΣ
(Αξέχαστες Ιστορικές στιγμές)
             17 Φεβρουαρίου 1914. Ιστορική μέρα για τον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Για άλλη μια φορά ξαναζωντανεύει ο ηρωϊσμός κι η φιλοπατρία, που πριν 90 τόσα χρόνια οι Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι την υπέγραψαν με το αίμα και τη θυσία τους.
             Έτσι και τώρα. Στις 4 το απόγευμα πάνω από 2000 Ιερολοχίτες, έχοντας επί κεφαλής τον Πρόεδρο και τα μέλη της Κυβερνήσεως, κήρυξαν επίσημα την αυτονομία ολόκληρης της Βορείου Ηπείρου, στο Αργυρόκαστρο.
             Στη μεγάλη τούτη ώρα ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, γεμάτος συγκίνηση μίλησε στα πλήθη : «Αδελφοί Ηπειρώτες ..., η Ήπειρος... έχοντας την ελπίδα της στο Θεό και στηριγμένη στη δύναμη των παιδιών της και στη βοήθεια όλου του Ελληνισμού, με αρχηγό τον Γεώργιο Ζωγράφο ρίχνεται στον αγώνα κι ανυψώνει, σαν σημαία της αυτονομίας, την παλιά βυζαντινή σημαία...
             Η Ήπειρος είναι αποφασισμένη να την διατηρήσει απρόσβλητη και μόνο αν θα πατήσουν στο πτώμα και του τελευταίου Ηπειρώτη, θα μπορέσουν οι εχθροί ν’ απλώσουν πάνω της βέβηλο χέρι. Ηπειρώτες ! ... Εμπρός για την πίστη και την Πατρίδα ! Ζήτω η ανεξάρτητη Ήπειρος ! ...».
             Την άλλη μέρα, στις 18 Φεβρουαρίου, η Κυβέρνηση της αυτόνομης Ηπείρου κυκλοφορεί μια προκήρυξη, με την οποία προσκαλεί όλους τους Ηπειρώτες να δώσουν το παρών στο μεγάλο αγώνα.
             «Ηπειρώτες, 
             ... Η απόφαση για την «αυτόνομη πολιτεία της Βορείου Ηπείρου» πάρθηκε, γιατί η πατρίδα μας κινδυνεύει ... Μας αποσπούν απ’ την αγκαλιά της μητέρας μας Ελλάδας. Μας αρνούνται την αυτοδιοίκηση στο αλβανικό κράτος. Μας αρνούνται ακόμα και τις εγγυήσεις, που θα μας περιφρουρούσαν τη ζωή, τη θρησκεία, την περιουσία, την εθνική μας ύπαρξη ...
             Γι’ αυτούς τους λόγους,
             Κ η ρ ύ σ σ ε ι
            Η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησία της και προσκαλεί τους πολίτες της, με κάθε θυσία, να υπερασπίσουν την ακεραιότητα του εδάφους και τις ελευθερίες της εναντίον κάθε προσβολής.
Η προσωρινή Κυβέρνηση
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Χρ. Ζωγράφος
Τα μέλη
Ο Δρυϊνουπόλεως, Βασίλειος
Ο Κορυτσάς, Γερμανός
Ο Βελλάς και Κονίτσης, Σπυρίδων».
****
             Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου, βγαίνει το διάταγμα της επιστρατεύσεως που καλεί στα όπλα όλους τους μάχιμους, από 18 μέχρι και 40 χρόνων.
            Ημέρα επιστράτευσης ορίστηκε η 1η Μαρτίου. Μέσα σε τρεις μέρες όλοι έπρεπε να παρουσιαστούν, όπου όριζε το διάταγμα.
****
             Η ανταπόκριση που είχε σ’ όλη τη Βόρειο Ήπειρο το απελευθερωτικό κίνημα, φαίνεται κι απ’ την προκήρυξη του προέδρου της αυτόνομης Πολιτείας της Ηπείρου, στις 21 Φεβρουαρίου 1914.
             «... Γεμάτος ευγνωμοσύνη βλέπω την αφοσίωση και την εμπιστοσύνη του Ηπειρωτικού λαού προς τους αρχηγούς της αμυνόμενης πατρίδας μας. Γεμάτος από ελπίδα και θάρρος βλέπω τον ενθουσιώδη πατριωτισμό σας πάνω στον οποίο στηρίζεται η τύχη της χώρας. Κανένα μίσος εναντίον της Αλβανίας δεν «οπλίζει το χέρι μας... Άμυνα, μέχρις εσχάτων, είναι το μόνο μέσο σωτηρίας που μας απομένει. Άμυνα, όμως, ενός ευγενικού και πολιτισμένου λαού..., που σέβεται τα δίκαια όλων των πολιτών, Χριστιανών η Μωαμεθανών...»
*****
            Φτάνει η μέρα της επιστράτευσης, 1 Μαρτίου 1914. Το Αργυρόκαστρο, όπως κι άλλες πόλεις, γεμίζουν από Ιερολοχίτες, που ολοπρόθυμα είναι αποφασισμένοι να δώσουν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας τους. Μήνες τώρα ζούσαν μ’ αυτό το όνειρο. Και, να, που ’φτασε η ώρα να ριχτούν στη μάχη.
             Ανάμεσα στους φλογερούς Ιερολοχίτες, κι οι σπουδαστές του Διδασκαλείου της Ζωσιμαίας Σχολής των Ιωαννίνων.
             Την άλλη μέρα, στις 2 Μαρτίου το πρωϊ, στη Μητρόπολη Αργυροκάστρου τελέστηκε κατανυκτική Θεία Λειτουργία. Και μετά, ένας νεαρός Ιερολοχίτης, σπουδαστής του Διδασκαλείου προσφώνησε τον Πρόεδρο Γ. Ζωγράφο :
             «Εξοχώτατε,
             Όταν ακούσαμε την πρόσκλησή Σας, χωρίς κανένα δισταγμό εγκαταλείψαμε τα σχολικά θρανία, με την απόφαση, Ηπειρώτες κι εμείς, να τρέξουμε στη φωνή της σφαγιαζομένης Ηπείρου. Αυτής της πατρίδας, που συνεχίζει τους εθνικούς άθλους των ηρωϊκών Σουλιωτών κι είναι αποφασισμένη να ταφεί κάτω απ’ τα ερείπιά της παρά να παραδοθεί σε δολοφόνους σφαγιαστές. Το δίκιο κι η ιερότητα του αγώνα μας αλλά κι η έμπρακτη αλληλεγγύη των συμπατριωτών μας, όπου κι αν βρίσκονται, θα πρέπει σ’ όλους μας να δυναμώνει την πεποίθηση, ότι ο ευγενέστατος αυτός αγώνας μας, στο τέλος θα ευοδωθεί...».
*****
             Χαρακτηριστικός είναι κι ο διάλογος ανάμεσα σ’ ένα Ηπειρώτη Ιερολοχίτη της Δερβιτσάνης που είχε τότε ορισθεί σαν ένα από τα στρατολογικά κέντρα και στον Άγγλο απεσταλμένο, μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου. Το αντιγράψαμε απ’ την Εφημερίδα «Πυρσός Βορείου Ηπείρου», Φεβρουάριος 1980.
             -Πόσα φυσίγγια έχεις ; ρωτάει ο Άγγλος.
             -Αυτά που ’χω στις θήκες μου, του απαντάει ο Ιερολοχίτης.
             -Πόσα είναι ;
             -Εξήντα.
             -Αυτά μόνο έχεις ;
             -Έχω και σαράντα στο κατάλυμά μου.
             -Δηλαδή, εκατό. Άλλα δεν έχεις ;
             -Όχι, αποκρίνεται ο Δερβιτσιώτης.
             -Με εκατό φυσίγγια θα πολεμήσεις ; Γίνεται πόλεμος με εκατό φυσίγγια ; Κι άμα σωθούν αυτά, τι θα κάνεις ;
             -Και την Κυβέρνηση γιατί τη σχηματίσαμε, μυλόρδε, παρά για να φροντίσει, τι θα κάνουμε, όταν σωθούν τα 100 φυσίγγια. Και τα χρήματα που δίνουν οι Ηπειρώτες, γιατί άλλο παρά για φυσίγγια τα δίνουν...
             -Έχετε, λοιπόν, χρήματα ;
             -Στέλνουν οι Ηπειρώτες κάθε μέρα.
             -Έχουν στείλει πολλά ;
             -Ως δύο-τρία εκατομμύρια για πρώτη δόση. Και στέλνουν καθημερινά και δέκα έξι σωστά χρόνια μπορούμε να κρατήσουμε πόλεμο με στρατό 50.000 στο πόδι , μιλόρδε.
             -Αλλά ο Βηδ (ο Αλβανός ηγεμόνας) θα σας δώσει όσα προνόμια κι εγγυήσεις θέλετε. Γιατί είσαστε τόσο αδιάλλαχτοι ;
             -Αν οι Γάλλοι, μιλόρδε, σας έδιναν όλων των ειδών τα προνόμια και σας έπαιρναν την Αγγλία, τι γνώμη θα δίνατε, Άγγλοι σεις ;
             -Αυτό είναι άλλο, είπε νευρικά.
             -Είναι κάτι περισσότερο από όμοιο, μιλόρδε. Στο σπίτι του νοικοκύρη δε δίνει προνόμια ο φιλοξενούμενος αλλ’ ο νοικοκύρης, αν θέλει, δίνει, όσα του αρέσει. Κι εμείς μέσα τώρα στην Αυτόνομη Ήπειρο δεν έχουμε άλλο σκοπό παρά να τους θεωρήσουμε όλους ίσους κι ελεύθερους, να δώσουμε εγγυήσεις, και προνόμια κι ο,τι θέλουν, αλλά να ’μαστε εμείς οι νοικοκυραίοι και να μη μας δώσουν σαν να ’μαστε νοικάτορες. Αυτή είναι η ουσία, μιλόρδε, και τα τουφέκια γι’ αυτή κι όχι για καμιά άλλη δουλειά έχουν το φουσέκι.
****
             Μ’ αυτή τη δύναμη της ψυχής, με τη θερμή πίστη, ότι ο Θεός θα ευλογήσει το δίκαιο αγώνα τους και με τη συνείδηση, ότι εκτελούν
χρέος ιερό προς την πατρίδα τους, ρίχνονται στη μάχη.
             Ξέρουν, βέβαια, ότι ο εχθρός είναι και σε αριθμό και σε όπλα και σε ξένη βοήθεια, σε πολύ καλύτερη θέση απ’ αυτούς.
             Κι όμως, οι Ηπειρώτες δε λιποψυχούν. Γιατί ξέρουν κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Ότι, όταν κανείς αγωνίζεται για τα ιερά και τα όσια της φυλής του, εκείνο που μετράει πάνω από υλικό εξοπλισμό κι αριθμητική δύναμη, είναι της ψυχής η φλόγα κι η αντοχή.
             Γι’ αυτό και προχωρούν αποφασιστικά, γενναία. Όπως ταιριάζει στους Έλληνες κάθε εποχής , όταν η πατρίδα τους καλεί να υπερασπιστούν την τιμή και τη λευτεριά της.

Ο  ΥΜΝΟΣ  ΤΗΣ  ΑΥΤΟΝΟΜΗΣ  ΗΠΕΙΡΟΥ
Πεντακόσια χρόνια σκλάβοι,
κάτω απ’ άγριο ζυγό,
ζούσαμε με μιαν ελπίδα,
η Ήπειρός μας πως θα γίνει
μιαν ημέρα Ελληνική.
******
Και μιαν αυγινή του Μάρτη,
σπάνε ξάφνου τα δεσμά
και με περισσή λαχτάρα
χαιρετάμε δακρυσμένα
την πανώρια Ελευθεριά.
******
Τη χαρήκαμε ένα χρόνο
μ’ όλη της την ομορφιά...
Τώρα φεύγουν, μας αφήνουν
σε μιαν άκρη απελπισιά...
******
Μ’ από κάτω απ’ τη σκιά της
όποιος έμαθε να ζει
ξέρει πως και να πεθάνει
πριν την αποχωρισθεί.
******
- Στάσου αντρίκεια Ηπειρώτη
και δεν είσαι μοναχός.
Τον ιερό σου τον αγώνα
παραστέκει ο Ελληνισμός !

 (Από το βιβλίο «Αξέχαστες Ελληνικές Πατρίδες» Τεύχος Β :Βόρεια Ήπειρος Εκδόσεων «Ζωής του Παιδιού» )

http://www.sfeva.gr 

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1428) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (374) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (253) Β Ήπειρος (239) ορθοδοξία-orthodhoksia (234) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (76) διωγμοί - përndjekje (61) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (45) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (24) πολιτική-politikë (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)