Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, ο Πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, Καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, γράφει: «…οι Βλάχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη εθνοτική ομάδα ή ως μια πληθυσμιακή ομάδα διχασμένη από τις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μια γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας».
Η άποψη αυτή, που θεωρείται σήμερα η πλέον ορθή, δεν ήταν πάντα αποδεκτή.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Ν. Α. Βέης, ο Π. Αραβαντινός κ.ά. έχοντας ως μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα των Βλάχων και την ομοιότητά της με τη ρουμανική, θεωρούσαν ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, έχουν κοινή καταγωγή με τους Βλάχους των περιοχών γύρω από τον Δούναβη και τον Αίμο της Βουλγαρίας. Αντλώντας επιχειρήματα από τους βυζαντινούς χρονογράφους Κίνναμο, Κεκαυμένο και Χαλκοκονδύλη, δέχονται ότι οι βλαχόφωνοι της Βόρειας Ελλάδας, μετοίκησαν σ’ αυτή από την περιοχή του Δούναβη.
Ο Γιώργης Έξαρχος, στο δίτομο έργο του «Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)», θεωρεί ως ορθότερη ερμηνεία της προέλευσης των Βλάχων, αυτή που έδωσε το 1832 ο Κωνσταντίνος Κούμας. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Λαρισαίος εκπαιδευτικός και Διδάσκαλος του Γένους: «Ό,τι συνέβη εις τους επέκεινα του Ίστρου, Δάκας και Γέτας, είχεν πολύ πρότερον να γίνεται εις τους εντεύθεν του Ίστρου (=Δούναβη) λαούς […]. Αποτέλεσμα τούτων ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες, έμαθον την γλώσσαν των νικητών των (ενν. των Ρωμαίων) και πολλοί έχασαν την ιδικήν των. Εις μόνον τας μεγάλας πόλεις αντείχεν η Ελληνική Γλώσσα. Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα ΒΛΑΧΟΙ» (Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων», εν Βιέννη 1832, τόμος ΙΒ’ σελ. 520-521).
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πάρα πολλές απόψεις ακόμα. Αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε. Ας δούμε τώρα την προέλευση της λέξης «Βλάχοι».
Η ετυμολογία της λέξης Βλάχος
Για την προέλευση της λέξης Βλάχος, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Θα αναφέρουμε εδώ, τις κυριότερες από αυτές.
i. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη Βλαχά (ή βληχή) = το βέλασμα
ii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλαχάν ή βλίχαν(ος) ή βλίκανον = ο βάτραχος
iii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλάχνον ή βλάχρον ή βλαχρόν ή βλάθρον ή βλήχρα ή βλήχρον = το φυτό φτέρη
iv. Προέρχεται από τη λατινική λέξη flaccus = αυτός που έχει μεγάλα αφτιά
v. Προέρχεται από την ελληνική λέξη Βράχος
vi. Προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη φελάχος = ποιμένας, βοσκός. Η θεωρία αυτή, με βασικό υποστηρικτή τον διαπρεπή αρχαιολόγο και εθνολόγο Αντώνιο Κεραμόπουλλο (1870-1961), φαίνεται ότι δεν ευσταθεί.
Μια άλλη εκδοχή, θέλει τη λέξη Βλάχοι να προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volci. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί πρώτα τους Κέλτες και μετέπειτα όλους τους λατινόγλωσσους Ρωμαίους και μη Ρωμαίους γείτονές τους.
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2009, γράφει τα εξής:
Βλάχος < σλαβ. Vlaha < παλ.γερμ. Wal(a)h < λατ. Volcae (> ελυστ. Ουάλκαι), ονομασία κελτικού φύλου που είχε εκλατινιστεί και ζούσε υπό γερμανική κυριαρχία.
Και συνεχίζει με μία «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ»
Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι (Arman «Ρωμαίοι») του ελληνικού χώρου προέρχονται από πληθυσμούς που είχαν εκλατινιστεί κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και μιλούν λατινογενή διάλεκτο, συγγενή προς τα Ρουμανικά. Η λατ. ονομασία Volcae (απ’ όπου το μεσν. Βλάχοι), που αναφερόταν στους Κέλτες υπηκόους της Ρωμαϊκής και αργότερα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί την αφετηρία στην οποία ανάγονται τα ονόματα διαφόρων σημερινών κελτικών υπολειμμάτων στην Ευρώπη, π.χ. Ουαλοί (Welsh, Μ. Βρετανία), Βαλόνοι (Wallons, γαλλόφωνοι του Βελγίου), Γαλάτες (Gaylois, Γαλλία).
Οι Γερμανοί, και στη συνέχεια όλοι οι Σλάβοι, ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς ανεξάρτητα από την καταγωγή καθενός απ’ αυτούς. Η δε Πολωνία μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία!
Βυζαντινές πηγές για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους
Ο πρώτος που χρησιμοποιεί βλάχικες λέξεις, στο έργο του «Περί Κτισμάτων», είναι ο ιστορικός Προκόπιος, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού 6ος αιώνας.
Περίπου την ίδια εποχή, ο Ιωάννης Λυδός, λατινομαθής, νομικός και φιλόσοφος (περ. 490-578), αποκαλύπτει την ύπαρξη λατινόφωνων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες. Στο έργο του «Περί των Αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας», αναφέρει ότι: «Υπήρχε παλιός νόμος όσα γίνονταν από τους επάρχους, ακόμα και από τις άλλες αρχές, να λέγονται στην ιταλική γλώσσα…και όσα γίνονται στην περιοχή της Ευρώπης (έτσι ονομαζόταν εκείνη την εποχή η Βαλκανική) διαφύλαξαν την αρχαιότητα από ανάγκη, διότι οι κάτοικοί της, αν και ήταν στο μεγαλύτερο μέρος έλληνες, μιλούσαν ιταλικά («τη των Ιταλών φθέγγεσθο φωνή», γράφει στο πρωτότυπο) και ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι».
Διαπιστώνει λοιπόν ο Λυδός, ότι κατά τον 6ο αιώνα, στα Βαλκάνια ομιλείται η ιταλική (λατινική) γλώσσα, όχι μόνο από τους Έλληνες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Χερσονήσου του Αίμου αλλά κι από τους υπόλοιπους.
Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει την ελληνικότητα των λατινόφωνων – βλαχόφωνων πληθυσμών, πράγμα που καταρρίπτει τη ρουμανική προπαγάνδα ότι οι λατινόφωνοι λαοί των Βαλκανίων είναι ρουμανικής καταγωγής.
Επόμενη μαρτυρία για βλάχικες λέξεις, προέρχεται από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο οποίος άκμασε μεταξύ 610 και 640. Αναφερόμενος σε εκστρατεία του στρατού της Ρωμανίας (Βυζαντίου), υπό τον στρατηγό Κομεντιόλο εναντίον των επιδρομέων Αβάρων, στην περιοχή Κορνομπάτ Αετού (δυτικά της Μεσημβρίας), που έγινε το 589, γράφει τα εξής:
Θέλοντας να αιφνιδιάσει τους Αβάρους, ο Κομεντίολος, διέταξε τους στρατιώτες του να τους επιτεθούν πριν ξημερώσει. Κάποια στιγμή, το φορτίο ενός από τα μεταγωγικά ζώα έγειρε και κάποιος φώναξε στον οδηγό του ζώου «ρετόρνα, ρετόρνα, φράτερ». Η φράση αυτή σημαίνει στα αρμάνικα – βλάχικα «γέρνει, γέρνει (ενν. το φορτίο) αδελφέ».
Δημιουργήθηκε αδικαιολόγητος πανικός στο στράτευμα, καθώς «οι στρατιώτες νόμισαν ότι τους διατάσσουν να κάνουν μεταβολή λόγω αιφνιδιαστικής εμφάνισης άλλου εχθρού. Γύρισαν λοιπόν τότε προς τα πίσω κραυγάζοντας «επιχωρίω γλώττη…ρετόρνα».
Αυτό οφειλόταν, στο ότι η λέξη ρετόρνα, εκλήφθηκε από πολλούς ως εντολή να γυρίσουν πίσω, ενώ είχε τη σημασία «έλα πίσω» (να δεις τις αποσκευές που θα πέσουν από το ζώο). Το ίδιο περιστατικό, περιγράφει και ο Θεοφάνης, σπουδαίος Βυζαντινός ιστορικός: «Τόρνα, τόρνα, φράτρε και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες».
Η περιγρφή του Θεοφάνη και η χρήση της λέξης «τόρνα», είναι πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και το γλωσσικό ιδίωμα των Βλάχων.
Ο αυτοκράτορας, λόγιος, συγγραφέας και διανοούμενος, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912-953), γράφει για «ελληνίζοντες (που) και την πάτριον Ρωμαϊκήν γλώσσαν αποβαλλόντες».
Ο Πορφυρογέννητος αναφέρεται σε πληθυσμούς που επί των ημερών του απέβαλαν την πατρική τους γλώσσα, τη ρωμαϊκή. Δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες γι' αυτούς ωστόσο από όσα γράφει διαπιστώνουμε ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει μια διαδικασία "γλωσσικού απολατινισμού" πληθυσμών που είχαν εκλατινιστεί γλωσσικά τους προηγούμενους αιώνες.
Η πρώτη μνεία στην ύπαρξη Βλάχων γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό (11ος αιώνας) ο οποίος αναφερόμενος στον ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών και την οικογένειά του γράφει:
"Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρυς μετά τινών Βλάχων οδιτών".
Βέβαια δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς εννοούσε με τη λέξη "Βλάχοι" ο Κεδρηνός.
Ο Σωκράτης Λιάκος γράφει:
"Εις την στενωπό Πισοδερίου έλαβε χώραν κατά το έτος 980 μ.Χ. περίπου και το γεγονός του φόνου του Δαυίδ, πρωτότοκου υιού του κόμητος Νικολάου, μέγα ισχύοντος παρά τοις Βουλγάροις όπως μας λέγει ο Σκυλίτζης εις την θέση Καλάς Δρυς, από Βλάχους οδίτας. Το όνομα τούτο Καλάς Δρυς ή Καλαί Δρυς ταυτίζεται με τα τοιούτα: Κάλεα ντι Ντούρους (Οδός Δυρραχίου) και Κάλεα ντι Ρίσσον (Δρόμος του Λυγκός) στη γλώσσα των τότε και σήμερα αρμανόγλωσσων (Βλαχόφωνων-Λατινομακεδονόγλωσσων) φυλάκων αυτής, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι οδοφύλακες της στενωπού αυτής ήσαν Αρμανόφωνοι= Βλαχόφωνοι= Λατινομακεδονόγλωσσοι, ό, τι είναι και μέχρι σήμερα".
Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος (976-1925) σε έγγραφο με την υπογραφή του (1020) που βρέθηκε στο Σινά, γράφει: "Θεσπίζομεν ταύτα πάντα κατέχειν τον αυτόν αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον και λαμβάνειν το κανονικόν αυτών πάντων και τον ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχων και των περί τον Βαρδάρειον Τούρκων όσοι εντός Βουλγαρικών όρων εισί…".
Ούτε όμως ο Βασίλειος διευκρινίζει ποιοι ακριβώς ήταν οι "ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχοι", με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να δώσουν διάφορες εκδοχές.
Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κεκαυμένος (11ος αι.) στο έργο του "Στρατηγικόν", δεν μιλά καθόλου κολακευτικά για τους Βλάχους, χαρακτηρίζοντάς τους γένος άπιστο, απειθάρχητο αλλά και ότι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος, συγγενικό με τους Δακορουμάνους.
Γράφει μεταξύ άλλων: "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν (το γένος των Βλάχων) προς τινά ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν (…) ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσαι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δουναβίου ποταμού και του Σάου (…) ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις".
Οι απόψεις του Κεκαυμένου προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στα νεότερα χρόνια. Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος γράφει:
"Δεν γνωρίζομεν αν ο βασιλεύς προήγαγε αυτόν εις ανώτερο αξίωμα δια τούτο" (την εμπαθή δηλαδή στάση του απέναντι στους Βλάχους. Και σε άλλο σημείο: "Ο Κεκαυμένος… τυφλούται εκ του μίσους κατά των αποστατούντων Βλάχων και αποδιοπομπούμενος μέχρι Δακίας και Σαύου το μισητόν γένος υβρίζει συλλήβδην Κουτσοβλάχους τε και Δάκας".
Το λάθος του Κεκαυμένου, είναι ότι ταυτίζει τους Βλάχους με τους Δακορουμάνους, γιατί τους θεωρεί ομόφυλους.
Η Άννα Κομνηνή, στο έργο της "Αλεξιάδα", δίνει πληροφορίες για τους Βλάχους της Θεσσαλίας:
«Και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών δια του βουνού των Κελλίων και την δημοσίων λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και του βουνού τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον, κατήλθεν εις Εζεβάν, χωρίο δε τούτον Βλαχικόν της Ανδρωνείας έγγιστα διακείμενου».
Σε άλλο σημείο, αναφέρεται στους Βλάχους του Αίμου, της Μακεδονίας και των περιοχών του Δούναβη:
"Νυκτός δε καταλαβόντος Πουδίλου τινός εκκρίτου των Βλάχων και την των Κομάνων δια του Δανούβεως διαπεραίωσιν απαγγείλοντος, δέον έκρινε αναζούσης της ημέρας μετακαλεσάμενος τους εκκρίτους των συγγενών τε και ηγεμόνων βουλεύασθαι ό,τι δει ποείν…Των γουν Κομάνων παρά των Βλάχων τας δια των κλεισουρών ατραπούς μεμαθηκότων και ούτω τον Ζυγόν ραδίως διεληλυθότων άμα τω τη Γολόνη προσπελάσαι ευθύς οι έποικοι ταύτης δεσμήσαντες τον την φυλακήν του κάστρου πεπιστευμένον παραδεδώκασι τοις Κομοίνοις…"
Και παρακάτω: "… και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους καλείν οίδε διάλεκτος) (και τους άλλοθεν εξ απασών των χωρών ερχομένους ιππέας τε και πεζούς".
Από όσα γράφει η Άννα Κομνηνή, προκύπτουν τα εξής:
Βορειότερα της Λάρισας, υπήρχε Βλαχοχώρι, που ονομαζόταν Εζεβάν. Υπήρχαν Βλάχοι κοντά στον Δούναβη, που ήταν γείτονες με τους Κουμάνους. Οι Βλάχοι ζούσαν ή κινούνταν κοντά στον Αίμο. Οι Βλάχοι έκαναν νομαδική ζωή, δεν διευκρινίζει όμως αν ήταν ή όχι λατινόγλωσσοι.
Ο Ιωάννης Κίνναμος, (1143 – 1185), θεωρεί τους Βλάχους αποίκους από την Ιταλία. Γράφει χαρακτηριστικά:
"Λέοντα δε τινά Βατάτζην επίκλησιν, ετέροθεν στράτευμα επαγόμενον άλλοτε συχνόν και δη και Βλάχων πολύν όμιλο οι των εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται, εκ των προς τω Ευξείνω καλουμένω Πόντω χωρίων εμβαλείν εκέλενεν εις Ουννικήν".
Ο Νικήτας Ακομινάτος – Χωνιάτης (13ος αι.), αναφέρεται σε Βλάχους της περιοχής του Αίμου, γράφοντας τα εξής:
"Και έλαθε δια σμικροπρέπειαν και άλλας μεν πόλεις καλαμησάμενος, αι κατ ' Αγχίαλον συνωκίζοντο, εαυτώ δε μάλιστα και Ρωμαίοις εκπολεμώσας τους κατά τον Αίμον το όρος Βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται"
Στο ποιητικό του έργο "Χρονική Ιστορία", ο μοναχός Εφραίμ Αίνιος, αναφέρεται συχνά στη Βλαχία και τους Βλάχους.
"Ων χάριν Μυσών εκταραχθέν πως έθνος κατ' Αίμον οικούν, οι κικλήσκονται Βλάχοι"
Αναφορές γίνονται ακόμα στον "Κώδικα Νόμων", του Στέφανου Δουσάν και στο ποίημα "Πουλολόγος" (14ος αι)
"Και αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι".
Ο ποιητής Ιωάννης Κατράρης, στο "Προς τον φιλόσοφον και ρήτορα Νεόφυτον", γράφει:
"Βούλη και μορφή ακούσαι;
Την μεν γέννην έστι Βλάχος,
Αλβανίτης δεν την όψιν,
Του δε σώματος την θέσιν.
Βουλγαροαλβανιτόβλαχος"
Μνεία για τους Βλάχους, γίνεται και σε λαϊκό τραγούδι του 10ου αιώνα.
Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (15ος αιώνας), θεωρεί (δεν αναφέρει πηγές ή αποδεικτικά στοιχεία), ότι το έθνος που κατοικεί στην Πίνδο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε εκεί από την Δακία. Το έθνος αυτό ονομάζεται Βράχοι. Στην Πίνδο, κατοικούν Βλάκοι, που είναι ομόγλωσσοι με τους Δάκες του Δούναβη και μοιάζουν μεταξύ τους. Οι Βράκοι ή Βλάκοι (Βλάχοι) ζουν ως ένοπλοι είναι διαιρεμένοι σε δύο περιοχές χώρες, η μία κοντά στον Δούναβη και η άλλη στην Μπογδανία (σημ. Μολδαβία!)
Η εμφάνιση του όρου "Βλαχία"
Ο όρος "Βλαχία", πρωτοεμφανίζεται στο "Οδοιπορικό" του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που το 1160, βρέθηκε ως περιηγητής στην Ελλάδα.
Επισκεπτόμενος τη Φθιώτιδα, συνάντησε Βλάχους που κατοικούσαν στα βουνά γύρω από τη Λαμία, τη δε Λαμία, που αποκαλεί Sinon Potamo= Ζητούνι, "κείται εις τους πρόποδας των αρέων της Βάχίας". δηλαδή στις υπώρειες της Όθρνος.
Σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' (1195 – 1203), αναφέρεται η "Provincia Valachie", ως τμήμα της Θεσσαλίας.
Τέλος, στο κείμενο της "Partitio Romanie" (1204), όπου αναφέρονται οι περιοχές και οι χώρες που δόθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στον Βονιφάτιο Μομφερατικό, γίνεται μνεία στην "Provintia Blachie", τμήμα της Θεσσαλίας.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Βυζαντινές πηγές (πλην Κεκαυμένου και Χαλκοκονδύλη) δεν αναφέρονται σε κάθοδο Βλάχων από τη Δακία προς την Ελλάδα, κάτι που αποτέλεσε βασικό επιχείρημα της προπαγάνδας των Ρουμάνων, που ήθελαν να "οικειοποιηθούν" τους Βλάχους και να δημιουργήσουν μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα.
Από παντού προκύπτει ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι Έλληνες. Όσο για τη Βλαχία, τον όρο αυτό συναντάμε τον 12ο αιώνα, και αναφέρεται σε τμήματα της Θεσσαλίας και την περιοχή της Φθιώτιδας. Δεν υπάρχει ιστορική πηγή που να αναφέρει τον όρο Βλαχία σε περιοχές πάνω από τον Δούναβη ή σε περιοχές μεταξύ του Δούναβη και Αίμου μέχρι και τον 12ο αιώνα.
Σε άλλες επιστημονικές απόψεις για τους Βλάχους, στην πολιτική της Ρουμανίας στο θέμα αυτό, στο περιβόητο "πριγκιπάτο της Πίνδου" (1917) και τη "Ρωμαϊκή ή Βλάχικη Λεγεώνα" (1941), θα αναφερθούμε σύντομα, σε άρθρο στο protothema. gr
Πηγές: Γιώργης Έξαρχος, "ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ ΑΡΜΑΝΟΙ" εκδόσεις Καστανιώτη 2001 (2 τόμοι)
Ορέστης Κουρέλης, "Βλαχόφωνοι Έλληνες", ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2010
Ντούσαν Πόποβιτς, "ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ"
"Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών", 2010.
Νικόλαος Μέρτζος, "Οι Αρμάνοι Βλάχοι", έκδ.
ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2010.
www.protothema.gr