Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Αϊτή, η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας

Στα χρόνια της Επανάστασης του 21 παράλληλα με τους αγώνες για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, Έλληνες λόγιοι έδιναν την δική τους μάχη για να ενισχύσουν το φιλελληνικό κίνημα. Με όπλο την πέννα τους βομβάρδιζαν με φλογερές επιστολές όσα πρόσωπα είχαν επιρροή στην διεθνή σκηνή και ζητούσαν επίσημη αναγνώριση για την κρατική οντότητα της Ελλάδας.

Αϊτή, η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή είχε ο Αδαμάντιος Κοραής και μάλιστα μετά από μία επιστολή του ήρθε η θερμή ανταπόκριση από μια μακρινή γωνιά της.
Το νεοσύστατο κράτος της Αιτής ήταν η πρώτη χώρα η οποία επισήμως αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας ενώ ακόμα ήταν σε πλήρη εξέλιξη ο Αγώνας.
Ήταν μια απρόσμενη εκδήλωση συμπαράστασης καθώς η επιστολή με την οποία αναγνωριζόταν η κρατική μας υπόσταση ήταν γεμάτη αναφορές από την ελληνική ιστορία για τα τρόπαια από την ναυμαχία της Σαλαμίνας και τον θρίαμβο στον Μαραθώνα.
Την ιστορία αυτή ανέσυρε από την σκόνη της λήθης ο κ. Ιβέλτ Λεμπρέν ως επίτιμος πρόξενος της Αιτής στην Ελλάδα κατά την διάρκεια μεγάλης ημερίδας για τον Φιλελληνισμό, την οποία διοργάνωσε χθές το υπουργείο Εθνικής Άμυνας στο Μουσείο της Ακρόπολης. Με την αφήγησή του εξιστόρησε την επικοινωνία που ανέπτυξε ο Κοραής με τον πρόεδρο της Αιτής Πιέρ Μπουαγιέ και παρουσίασε την επιστολή συμπαράστασης που έστειλε στους επαναστατημένους Έλληνες.
Όμως και ο ίδιος ο κ. Λεμπρέν είναι συνδεδεμένος με την Ελλάδα, καθώς σπούδασε ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκτοτε ρίζωσε εδώ όπου εργάζεται ως ορθοπαιδικός -χειρουργός.
Αϊτή, η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας
Όπως εξηγεί ο κ. Λεμπρέν η Αϊτή (το λεγόμενο Χαΐτιον, σύμφωνα με τα ελληνικά της εποχής) ήταν το πρώτο κράτος που προσέφερε αναγνώριση στην Επανάσταση του '21 και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, όπως προκύπτει από την επιστολή του προέδρου της Ιωάννου Βόγιερ (Jean Pierre Boyer) προς τον Αδαμάντιο Κοραή. Η επιστολή αυτή φέρει ως ημερομηνία την 15 η Ιανουαρίου του 1822 και ήταν η απάντηση του Πιέρ Μπουαγιέ στο αίτημα βοήθειας που είχε στείλει η Ελληνική Επιτροπή στο Παρίσι. Με επιστολή τους οι Α.Κοραής, Κ. Πολυχρονιάδης, Α. Βογορίδης και Χρ. Κλωνάρης ζητούσαν βοήθεια για την Επανάσταση, κατόπιν συστάσεων του Γάλλου στρατηγού Λαφαγιέτ και του Επισκόπου Βλαισών Γρηγορίου, ο οποίος είχε επισκεφθεί το νησί της Καραιβικής.
“Ο Κοραής είχε ζητήσει βοήθεια απο την Αιτή η οποία όμως ως μια φτωχή χώρα δεν ήταν δυνατόν να στείλει χρήματα στην Ελλάδα. Όμως ανταποκρίθηκε θερμά με συμβολικό τρόπο” λέει ο επίτιμος πρόξενος και συμπληρώνει ότι σύμφωνα με στοιχεία είχαν αποσταλεί μερικοί Αιτινοί για να πολεμήσουν μαζί με τους αγωνιστές αλλά είναι αμφίβολο εάν έφτασαν τελικά στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει ο κ. Ιβέλτ Λεμπρέν γεννήθηκε στην Αιτή αλλά ζεί εδώ και χρόνια μόνιμα στην Ελλάδα. “Ήρθα εδώ για σπουδές μαζί με τα έμαθα την γλώσσα και και τελείωσα το Α.Π.Θ. Είμαστε τρία αδέλφια που σπουδάσαμε εδώ. Στην Αιτή πάντα λέγαμε ότι όποιος θέλει να αποκαλείται επιστήμονας πρέπει να πάει στην Ελλάδα”.
Το γράμμα προς τον Κοραή και τους τρείς άλλους Έλληνες, διασώθηκε, σε ελληνική μετάφραση, στο Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του φιλικού και αγωνιστή του '21, Ιωάννου Φιλήμονος:
Ελευθερία… Ισότης
Ιωάννης Πέτρου Βόγερ, πρόεδρος του Χαϊτίου, προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην.
Εις τα Παρίσια
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ' επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.
Τη 15η Ιανουαρίου 1822 και 19η της Ανεξαρτησίας
ΒΟΓΕΡ
Γιώργος Αποστολίδης

πηγή

Αρχιερείς κατά την Επανάσταση του '21


 
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21
O ΚΛΗΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

ΠΕΤΡΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ
ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ 21 (αντίδραση ή προσφορά;) Ξάνθη

     Σε μια αναμέτρηση λοιπόν και αντιπαράταξη θυσιαστικά δύο θρησκειών και δυό κόσμων οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν ούτε χλεύασαν τον αγώνα, αλλ' όπως είναι φυσικό και αυτονόητο, υπήρξαν οι φυσικοί ταγοί και ηγέτες, του αγωνιζομένου λαού. Πραγματικοίμπροστάρηδες, που, σαν άλλοι Μωυσείς ανέλαβαν να οδηγήσουν το λαό από τη σκλαβιά στην ελευθερία με κάθε προσωπική τους θυσία.
Το ράσο όλων των κληρικών, από του ασημότερου καλόγερου μέχρι του πολιουσεβάσμιου και άγιου Πατριάρχη, μεταβλήθηκε σε φλάμπουρο, που ηλέκτριζε και πύρωνε τα πνεύματα των αγωνιζομένων Ελλήνων. Η συμμετοχή των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, ήταν τόσο φυσική και τόσο αυτονόητη και απαραίτητη, ώστε όχι μόνο να συμπαρίστανται σε κάθε αγωνιστική προσπάθεια αλλά να θεωρούνται εκ των ων ουκ άνευ, μια και οι Έλληνες δεν επιχειρούσαν τίποτε, εάν προηγουμένως δεν έβλεπαν τους ρασοφόρους να τους ευλογούν, με τους σταυρούς και τα ιερά τους άμφια, και να τους οδηγούν στο καθήκον.
Ενδεικτικό του πόσο πολύ υπολόγιζαν όλοι οι Έλληνες (διοικούντες και λαός) τότε την παρουσία των αρχιερέων στις πολεμικές συρράξεις είναι και ένα έγγραφο της προσωρινής Ελληνικής κυβερνήσεως κατά το Μάιο του 1825, με το οποίο, μπροστά στον κίνδυνο της προελάσεως του Ιμπραήμ, έδωσε εντολή στους αρχιερείς, που βρισκόταν στο Μωριά: Κομάνων Αγαθάγγελο, Παροναξίας Ιερόθεο, Φαρσάλων Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ και Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο,να κινηθώσι όσον τάχος για να περιέρχονται τις επαρχίες Άργους, Τριπολιτζάς, Βοστίτζης (Αιγίου), Πατρών, Λεονταρίου και Μεσσήνηςκαι να κηρύσσουν τοτης εθνεγερσίας σάλπισμα, προτρέποντας τους χριστιανούς σε γενική εξέγερση κατά του τυράννου κατακτητού δια να συντρέξουν εις την ταχείαν ξεκίνησιν των στρατευμάτων.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να θεωρείται υπερβολική η κρίση ότι άνευ της συμμετοχής, της συμπαραστάσεως και της συμπράξεως του ιερού κλήρου δεν θα ευωδούντο τα του ιερού αγώνος.
    ΟΦωτάκος, δίδοντας το μέτρο της εκτιμήσεως και του σεβασμού των τότε Ελλήνων στους ρασοφόρους, χαρακτηρίζει τον κλήροθεόπεμπτο και σεβάσμιοκαι επιλέγειεις την επανάστασιν πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με τη σπάθην εις τας χείρας.
Σε άλλο πάλι σημείο των απομνημονευμάτων του (ως να διαισθάνθηκε ότι θα εγερθούν άνδρες, που θα ισχυρισθούν ότι οι αρχιερείς δια της βίας σύρθηκαν στον αγώνα) τονίζει εμφαντικά και απερίφραστα:Οι αρχιερείς της και άπας ο λοιπός κλήρος...αυθόρμητος εκινήθη. . .και πρώτος έλαβε τα όπλα.
Αναγνωρίζοντας δε την αμέριστη συμμετοχή και συνδρομή των κληρικών στους αγώνες του 1821 αναφωνεί:
Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του... Ο Κλήρος παρουσιάσθη εμπρός με τον σταυρόν και με το όπλον εις τας χείρας, έβαλε την φωνήν εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα πατρίς και θρησκεία.. .εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαίαν του σταυρού... Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια και τας τροφάς, όχι μόνον δι ιδίων εξόδων και θυσιών αλλά και με τα ιδία του τα χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτας και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν. . .
 Ούτως δε ενεργείται η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την ελευθερίαν την εθνικήν.
Τέλος η επιτροπή που συστήθηκε (1833) από τον Όθωνα (μεταξύ των οποίων ο Σπ. Τρικούπης, ο Π. Νοταράς και ο Σκαρλ. Βυζάντιος) για τα Εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδος, έγραψε στην έκθεσή της:
Πρώτοι οι ιερείς του Υψίστου έκλιναν ους ευήκοον εις την φωνήν της ελευθερίας και περιζωσάμενοι μετά της νοητής ρομφαίας του Ευαγγελικού λόγου το ξίφος του Άρεως, διέπρεψαν πολλαχώς εις τον Ελληνικόν αγώνα. Και τα ονόματα των εν Κωνσταντινουπόλει αθλησάντων Αρχιερέων θέλουν στολίζει δια παντός τας πρώτας σελίδας της νεωτέρας Ελληνικής ιστορίας.
Και μόνο με τα παραπάνω κείμενα θα έπρεπε να σιγήσει κάθε αντίρρηση και αντίλογος για τη συμπεριφορά του κλήρου και μάλιστα των αρχιερέων κατά το 1821. Επειδή όμως πιθανώς να υπάρχουν έστω μερικοί που θα επιμένουν να αμφισβητούν τις μαρτυρίες εκείνων των αυτοπτών και συναγωνιστών των ιεραρχών και επειδή είναι γεγονός ότι δεν φωτίσθηκε ακόμα επαρκώς η πτυχή της συνεισφοράς των αρχιερέων στην παλιγγενεσία του 1821 θα καταβληθεί προσπάθεια να έλθουν στο φως ορισμένες τουλάχιστον ενέργειες και δραστηριότητες των τότε αρχιερέων, όσες δηλ. η σμίλη της ιστορίας κατόρθωσε να περισώσει μέσα από το χαλασμό και την ερήμωση εκείνων των χρόνων, μια και είναι αδύνατον να περιγραφεί αναλυτικά η όλη προσφορά αυτών λόγω ποικιλίας και πυκνότητος μαχητικής αλλά και εξειδικευμένης προσφοράς.


ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821


       Είναι γνωστόν αλήθεια ότι οι μύδροι των επικριτών δε στρέφονται γενικά κατά του κλήρου αλλά κυρίως κατά των αρχιερέων η γενικά κατά του ανωτέρου κλήρου. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις γίνεται αντιδιαστολή ότι ενώ ο κατώτερος κλήρος (εννοώντας τους ιερείς) συμμετέσχε και συνέπραξε σύξυλος στον αγώνα, ο ανώτερος κλήρος και μάλιστα οι αρχιερείς ήταν εκείνοι που αντέδρασαν και αντιτάχθηκαν σ' αυτόν.
Για να υποστηρίξουν δε τις απόψεις και ισχυρισμούς τους οι επικριτές επικαλούνται πραγματικά περιστατικά και λόγους των ιδίων των ιεραρχών, που μαρτυρούν ότι μεμονωμένα ό α ή β ιεράρχης, ή μερικοί τουλάχιστον από αυτούς, έδειχναν να δυσπιστούν και να αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως ο γενικός ξεσηκωμός του γένους, ενώ για άλλους ότι έφθαναν να αντιδρούν και να φαίνονται ότι τάσσονται στο πλευρό των Τούρκων. Αναφέρονται ακόμα και ορισμένες αδυναμίες ή και πάθη των ιεραρχών, που τα προβάλλουν ως βδεληρά και αποτρόπαια, ξεχνώντας ότι και οι αρχιερείς είχαν σώμα και ήταν άνθρωποι σαν όλους τους άλλους συγχρόνους τους ή και σαν και εμάς σήμερα με τις μικροεπιθυμίες, φιλοδοξίες, όνειρα, εγωισμούς κ.λπ. και επομένως θα πρέπει να τους βλέπουμε όσο κι αν ήταν οι κατά τόπους κεφαλές της Εκκλησίας και εις τύπον Θεού ως ανθρώπους και όχι ως αγγέλους.
Ξεπερνώντας λοιπόν τις ενδεχόμενες και αναγνωριζόμενες ανθρώπινες αδυναμίες, που τους καταμαρτυρούν, θα πρέπει να αναζητήσουμε να δούμε εάν τελικά κατόρθωσαν να αρθούν στο ύψος των τότε περιστάσεων και να προσφέρουν θετικό έργο στην υπόθεση του 1821.
Επιχειρώντας μάλιστα να διερευνήσουμε τα μύχια των ανθρώπων εκείνων και να τους ηθογραφήσουμε καλό είναι να μη μένουμε στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιας οποιασδήποτε στιγμής τους αλλά να αναζητούμε τις οριακές στιγμές της πολιτείας τους, και μάλιστα του τέλους τους, γιατί, όπως έγραψε και ο Θουκυδίδης, προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται, και ανάλογα να τους μακαρίσουμε ή να τους κατακρίνουμε, κατά το απόφθεγμα του Σόλωνος μηδένα προ του τέλους μακάριζε (αλλά και κατάκρινε).
Πόσο κοντά λοιπόν στην αλήθεια είναι ο ισχυρισμός των επικριτών ότι αντέδρασαν οι αρχιερείς στο 1821; Ήταν στα αλήθεια εναντίον της αποτινάξεως του τουρκικού ζυγού ή όχι; Αλλά και εάν δεν αντέδρασαν ποια η συμμετοχή τους στο έπος του 1821; Ποια η θετική και αδιαμφισβήτητη συνεισφορά τους στην παλιγγενεσία των Ελλήνων;
Το ερώτημα αυτό θα επιχειρηθεί να διερευνηθεί και να απαντηθεί. Ποιο συγκεκριμένα θα αναζητηθούν στοιχεία και μαρτυρίες για το πόσοι και ποιοι από τους αρχιερείς συμμετέσχαν, αυτόβουλοι και απρόσκλητοι, ενεργά και δραστήρια στον αγώνα. Πόσοι και ποιοι πήραν στο ένα χέρι το Σταυρό και στο άλλο το γιαταγάνι. Πόσοι εγκατέλειψαν τις πατερίτσες για τα καρυοφύλλια, τους θρόνους για τα μετερίζια και τα ταμπούρια, την επισκοπή για την ελευθερία.
Ποιοι πάλι δοκιμάσθηκαν σαν αληθινοί ποιμένες χάρη του λαού στα ανήλια, υγρά, θεοσκότεινα, δυσώδη και φοβερά μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών όπου επί μέρες και μήνες ή χρόνια καθημερινά δοκίμαζαν τα πάνδεινα βασανιστήρια και φρικτές στερήσεις.
Τέλος ποιοι έδωσαν και την τελευταία τους πνοή, ώστε το όραμα τόσων γενεών να θεμελιωθεί και στοιχειωθεί επάνω στα λιπόσαρκα, αιμάσσοντα και ασπαίροντα κορμιά σκέλεθρά τους, ώστε από τα κατ εξοχήν ιερά τους κόκκαλα να εξανθίσει ο κάλλιστος σπόρος και καρπός της ελευθερίας.
Έτσι π.χ. ο Σκαρίμπας, αν και ισχυρίζεται ότι όλοι οι ιεράρχες χλεύασαν και αντέδρασαν στο 21, τελικά φθάνει να παραδεχθεί ότι, έστω, μόνον οι αρχιερείς Σαλώνων Ησαΐας, Μεθώνης Γρηγόριος και Ρωγών Ιωσήφ υπήρξαν εκείνοι, που με τη θέληση τους συμμετέσχαν στον αγώνα και έδωσαν και τη ζωή τους σ' αυτόν.
Άλλοι όμως ερευνητές δέχονται ότι ο αριθμός των αρχιερέων που συμετέσχαν με τον α ή β τρόπο στους αγώνες του 1821 και πρόσφεραν και τη ζωή τους ή βασανίσθηκαν και δοκιμάσθηκαν από τους δυνάστες σ' αυτόν τον ιερό πόλεμο είναι πολλαπλάσιοι.
Αλλά και αυτοί που υπεραμύνονται της προσφοράς των αρχιερέων δυστυχώς δεν αναφέρουν επώνυμα και συγκεκριμένα παρά μόνο ελάχιστα ονόματα αρχιερέων, συνήθως τα ίδια και τα ίδια, που επαναλαμβάνονται από όλους τους μελετητές και συγγραφείς, ως απόδειξη της συμπράξεως των αρχιερέων στην παλιγγενεσία.
Έτσι συνήθως αναφέρονται τα ονόματα του Πατριάρχου Γρηγορίου και των αρχιερέων Αδριανουπόλεως Δωροθέου, Εφέσου Διονυσίου, Δέρκων Γρηγορίου, Αγχιάλου Ευγενίου, Π. Πατρών Γερμανού, Χριστιανουπόλεως Γερμανού, Δημητσάνης Φιλοθέου, Σαλώνων Ησαία, Ρωγών Ιωσήφ, Μεθώνης Γρηγορίου, Κορώνης Γρηγορίου, Κύπρου Κυπριανού, Κρήτης Γερασίμου, Έλους Ανθίμου, Ταλαντίου Νεοφύτου, και, κατά περίπτωση, μερικών άλλων, ωσάν μόνον αυτοί να ήταν οι αρχιερείς που πήραν μέρος στους αγώνες του Έθνους.
Αλλ' όπως είναι ευνόητο, εάν πραγματικά μόνον οι παραπάνω αρχιερείς ήταν εκείνοι που πήραν μέρος στον αγώνα, όσο κι αν, συγκρινόμενοι με τους 23 του Σκαρίμπα, θεωρούνται πολλαπλάσιοι, εν τούτοις αν ήθελαν συγκριθεί με τους 190 ή έστω 200 αρχιερείς που υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία θα πρέπει να ομολογηθεί ότι αποτελούν περιορισμένη μειοψηφία, και φαίνεται να δικαιώνονται σε αρκετά υψηλό βαθμό οι επικριτές των.
Φαίνεται όμως ότιο αριθμός των αρχιερέων που έλαβε μέρος στην Επανάσταση και θυσιάσθηκε σ'αυτήν πρέπει να είναι μεγαλύτερος, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε η επί των εκκλησιαστικών επιτροπή του Όθωνα να γράψει το 1833, οπόταν δηλ. ακόμα ήταν νωπές οι μνήμες, ότι:Εν διαστήματι της επαναστάσεως, πολλαί των επαρχιών της Ελλάδος εστερήθησαν τους Αρχιερείς τους, θυσιασθέντας τους περισσοτέρους εις τους υπέρ της πατρίδος αγώνας.Όπως δε συνάγεται και από άλλα σημεία της ίδιας εκθέσεως από τους 49 αρχιερείς, που ποίμαιναν επί Τουρκοκρατίας τας ήδη συγκροτούσας το Βασίλειον της Ελλάδος επαρχίας μόνον 22 αρχιερείς επέζησαν εις τας άχρι τούδε πολιτικάς μεταβολάς αυτού του τόπου, πράγμα βέβαια που σημαίνει ότι οι άλλοι 27, που πραγματικά ήταν και οι περισσότεροι, θυσιάσθηκαν κατά τη διάρκεια του ιερού αγώνα.
Για το λόγο αυτό θα επιχειρηθεί μια ενδελεχέστερη διερεύνηση του όλου θέματος για τη στάση και συμπεριφορά αν όχι του συνόλου των αρχιερέων (γιατί, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για όλους) οπωσδήποτε όμως της συντριπτικής πλειονότητας αυτών. Να διαπιστωθεί επί τέλους εάν οι αρχιερείς έλαβαν θετική η αρνητική στάση στην επανάσταση, κατά πόσο δηλ. την χλεύασαν ή την καταπολέμησαν, όπως διατείνονται οι επικριτές τους, ή την υπερασπίσθηκαν και την υπηρέτησαν με λόγια, έργα, όπλα, μαρτύρια ή και τη ζωή τους.
Για το λόγο αυτό και προκειμένου να είναι πιο συστηματική και μεθοδική η διερεύνηση της στάσεως και προσφοράς των αρχιερέων στο 21 θα επιχειρηθεί η παρουσίαση αυτών ταξινομημένη κατά την εξής σειρά:
α) Αγωνιστές Ιεράρχες 1) της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους και 2) των υπολοίπων περιοχών του Ελληνισμού, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις επαρχίες και θέσεις τους, για να συμπράξουν και αυτοί στους αγώνες του Έθνους.
β) Αρχιερείς που φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν, εξορίσθηκαν και γενικά κακοπάθησαν η αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους επειδή θεωρήθηκαν ότι συνεργούσαν στην παλιγγενεσία του Γένους και
γ) Αρχιερείς που θυσιάσθηκαν, ως ολοκαυτώματα, στο βωμό της ελευθερίας του Γένους.


Α'ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ


Όπως τονίσθηκε και προηγουμένως οι Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί και μάλιστα οι κατά τόπους αρχιερείς στη συντριπτική τους πλειονότητα δέχθηκαν με νεανική αδημονία το μεσσιανικό μήνυμα της απολυτρώσεως του δούλου γένους, που, ως άγγελοι της σωτηρίας του Έθνους, ευαγγελίζονταν οι Φιλικοί και με Συμεωνική εγκαρτέρηση και ελπίδα προσδοκούσαν την ευλογημένη ώρα. Βέβαια ως υπεύθυνοι ταγοί του γένους έπρεπε να είναι μέχρι παρεξηγήσεως αυτοσυγκρατημένοι και προσεκτικοί, φρόνιμοι και επιφυλακτικοί, προσποιητοί κόλακες με ευλύγιστη μέση και απλόχερη γενναιοδωρία προς τους κρατούντας, προς δε ελεγκτικοί και επιτιμητικοί προς τυχόν θερμοαίμους και ανυπόμονους πατριώτες και ταυτόχρονα ειδήμονες, δραστήριοι και άγρυπνοι φιλογενείς
Όταν όμως ήχησαν οι σάλπιγγες της ελευθερίας και σήμαναν της ανάστασης οι καμπάνες, οι αρχιερείς εγκατέλειψαν τα προσχήματα και τα κατά συνθήκη μειδιάματα ή προσκυνήματα προς τους αλλοθρήσκους και αλλογενείς δυνάστες του γένους και έδειξαν τον πραγματικό τους εαυτό οπουδήποτε και αν υπηρετούσαν. Τα σκουλήκια μεταμορφώθηκαν σε σταυραετούς.
Ως ένας άνθρωπος συνεγέρθηκαν χωρίς αμφιταλαντεύσεις και αμφιγνωμίες και όχι απλώς συντάχθηκαν αλλά προτάχθηκαν των αγωνιζομένων Ελλήνων. Έτσι μαρτυρούνται να συμμετέχουν από την πρώτη στιγμή του ένοπλου πλέον αγώνα ενεργά και δραστήρια σχεδόν όλοι τους. Άλλοτε μέσα στις εκκλησιές με το λόγο, το κήρυγμα, τις ευχές, τις παροτρύνσεις η τις απειλές για να ενθαρρύνουν και ξεσηκώσουν τους δειλούς και αμφιταλαντευομένους και άλλοτε στα στρατοπεδα και τα πεδία των μαχών με τις συνταλαιπωρίες, τις πείνες, τις αγρύπνιες, τις συγκατακλείσεις στα ταμπούρια και την κοινή τύχη στις πολεμικές συρράξεις. Κοντά σ αυτά αναδείχθηκαν οι ένθερμοι και ειλικρινείς προασπιστές του λαού στις εθνοσυνελεύσεις ή οι κατ έξοχή άξιοι αντιπρόσωποι του έθνους στις διάφορες Ευρωπαϊκές συσκέψεις η κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται να έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα:

Α' Από τους αρχιερείς της Πελοποννήσου οι:1) Παλ. Πατρών Γερμανός
2) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
3) Δαμαλών Ιωνάς
4) Έλους Άνθιμος
5) Κερνίτσης Προκόπιος
6) Κορίνθου Κύριλλος
7) Ανδρούσης Ιωσήφ
8) Τριπολιτζάς Δανιήλ
9) Βρεσθένης Θεοδώρητος
10) Λακεδαιμονίας Χρύσανθος
11) πρ. Τριπολιτζάς Διονύσιος
12) Μαΐνης Νεόφυτος
13) Μαΐνης Ιωσήφ
14) Μαλτζίνης Ιωακείμ
15) Χαριουπόλεως Βησσαρίων
16) Ζαρνάτας Γαβριήλ
17) Ανδρουβίτσας Θεόκλητος
18) Πλάτζης Ιερεμίας
19) Καρυουπόλεως Κύριλλος
20) Μηλέας Ιωσήφ

Β'Από τους αρχιερείς της Στερεάς Ελλάδος οι:21) Αθηνών Διονύσιος
22) Ταλαντίου Νεόφυτος
23) Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος
24) Θηβών Παίσιος
25) Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος
26) Μενδενίστης Γρηγόριος
27) Μενδενίτσης Διονύσιος

Γ'Από τους αρχιερείς των Νήσων Αιγαίου Πελάγους οι:28) Καρύστου Νεόφυτος
29) Παροναξίας Ιερόθεος
30) Σάμου Κύριλλος
31) Χίου Δανιήλ
32) Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγένιος
33) Σκύρου Γρηγόριος
34) Αιγίνης, Πόρου και Ύδρας Γεράσιμος
35) Άνδρου Διονύσιος
36) Τζιάς και Θερμίων Νικόδημος

Για όλους του παραπάνω αρχιερείς όμως ο δύσπιστος επικριτής θα μπορούσε να αντιτείνει ότι όλοι αυτοί, ή, έστω οι περισσότεροι από αυτούς, ξεσηκώθηκαν στην επανάσταση κάτω από το ζορμπαλίκι των ελληνικών γιαταγανιών. Αν είναι δυνατόν! Αλλά και εάν υποτεθεί ότι αυτή είναι η αλήθεια, τι θα μπορούσε να ισχυρισθεί για ένα άλλο νέφος αρχιερέων, που επειδή στις επαρχίες τους δεν είχε εκδηλωθεί ή δε μπόρεσε να ευδοκιμήσει η επανάσταση, δε δίστασαν να εγκαταλείψουν τους θρόνους και τις τιμές για να σπεύσουν αυτόκλητοι, όπου υπήρχαν επαναστατικές εστίες και μάλιστα προς την αγωνιζομένη νότια Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα προς αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού;
Έτσι βλέπουμε να σπεύδουν προς τις επαναστατημένες περιοχές αρχιερείς από διάφορα μέρη και με τον α ή β τρόπο να συμπράττουν και αυτοί για τον κοινό σκοπό.
Πιο συγκεκριμένα:

Α'Από τη Θεσσαλία σπεύδουν οι:37) Πρ. Λαρίσης Κύριλλος
38) Δημητριάδος Αθανάσιος
39) Δημητριάδος Παρθένιος
40) Σταγών Αμβρόσιος
41) Φαναριοφαρσάλων Γεράσιμος

Β'Από την Ήπειρο οι:42) πρ. Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος
43) πρ. Παραμυθιάς Προκόπιος
44) πρ. Παραμυθιάς Αμβρόσιος
45) Περιστεράς Λεόντιος
46) πρ. Ρωγών Μακάριος

Γ'Από την Μακεδονία οι:47) Αρδαμερίου Ιγνάτιος
48) Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου Γρηγόριος
49) Σιατίστης Ιωαννίκιος

Δ'Από τη Θράκη οι:50) Μετρών Μελέτιος
51) Σηλυβρίας Μακάριος
52) Παμφίλου Κύριλλος
53) Θεοδωρουπόλεως Άνθιμος

Ε'Από τη Μικρά Ασία οι:54) Μοσχονησίων Βαρθολομαίος
55) Ηλιουπόλεως Άνθιμος
56) πρ. Αγκύρας Αγαθάγγελος
57) Μυρρίνης Σωφρόνιος
58) Ελαίας Παΐσιος
59) Κομάνων Αγαθάγγελος
Τέλος για να κλείσει όλο αυτό το νέφος των γνωστών αγωνιστών ιεραρχών, θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν ακόμα και οι:

60) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος και
61) Μολδοβλαχίας Βενιαμίν.

Για τους παραπάνω αρχιερείς που εγκατέλειψαν τις επαρχίες και τις τιμές για να λάβουν μέρος, όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα, δεν είναι εύκολο στον οποιονδήποτε επικριτή να ισχυρισθεί ότι το έκαμαν κάτω από τη βία των επαναστημένων Ελλήνων.
Αντίθετα, θέλω να πιστεύω πως όλοι συμφωνούν ότι, οι αρχιερείς αυτοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και το γάμο για τα πουρνάρια, γιατί ένιωθαν μέσα τους πύρωμα ψυχής για ελευθερία, σεβασμό, αξιοπρέπεια, τιμή και πάνω απ όλα ΠΑΤΡΙΔΑ και ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Κοντά όμως σ' όλους αυτούς τους αγωνιστές ιεράρχες θα πρέπει αναντίλεκτα να προστεθούν και οι:

62) Μεθώνης Γρηγόριος
63) Σαλώνων Ησαΐας
64) Ρωγών Ιωσήφ
65) Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιγνάτιος
66) Πλαταμώνος Γεράσιμος
67) Μαρωνείας Κωνστάντιος και
68) Σωζοπόλεως Παΐσιος
οι οποίοι, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, πέρα από την αγωνιστική τους προσφορά, θυσιάσθηκαν στον υπέρ όλων αγώνα και για τούτο γι' αυτούς γίνεται λόγος και σε άλλη συνάφεια.
Τέλος θα πρέπει ακόμα να συγκαταριθμηθούν στους αγωνιστές ιεράρχες και οι:

69) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
70) Βιζύης Ιωάσαφ
71) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
72) Βάρνας Φιλόθεος και
73) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
οι οποίοι, πέρα από την αγωνιστική τους παρουσία, δοκιμάσθηκαν, βασανίσθηκαν ή αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους όπως θα γίνει αναλυτικώτερα λόγος πιο κάτω για τον καθένα από αυτούς.
Αθροιστικά λοιπόν ένα σύνολο73επωνύμων αρχιερέων μαρτυρούνται να έλαβαν ενεργό μέρος στις διάφορες φάσεις του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων από όλα τα διαμερίσματα της Ελλάδος.
Και να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότεροι από αυτούς μπήκαν στη τιτανομαχία παρά την κάποια προχωρημένη ηλικία, που οπωσδήποτε έφερναν στους ώμους τους και τις συμπαρομαρτούσες προς αυτά καχεκτικότητες και ασθένειες, που αναμφίβολα καθιστούσαν αν όχι προβληματική πάντως δυσχερή τη διακίνηση και καθόλου δραστηριότητά τους, μέσα στις μύριες κακουχίες και δοκιμασίες, που συνεπαγόταν η απόφαση για την ανάσταση του Γένους ή όπως λέγει ένας δόκιμος μελετητήςεν ιδρώτι πολλώ και πόνοις και κακουχίαις, στερήσεσί τε και συμφοραίς. . . .εν λιμώ, λοιμώ και δίψη, εν αυχμώ και κρυμώ.
Παρ' όλα αυτά όμως οι αγωνιστές ιεράρχες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία η τάξη αγωνιστών αποδείχθηκαν αεί παίδες στο φρόνημα και την ψυχή.

Β' ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ


Ο αριθμός όμως των αρχιερέων, που συνέδραμαν, συνέπραξαν και συναγωνίσθηκαν μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες στο έπος της παλιγγενεσίας του 1821 δεν εξαντλείται μόνο με τον παραπάνω κατάλογο, των αγωνιστών ιεραρχών.
Υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία αρχιερέων, οι οποίοι έδωσαν το παρόν τους, τη μαρτυρία και τη συνεισφορά τους στον αγώνα με πιο επώδυνο γι' αυτούς τρόπο.
Πρόκειται για το νέφος εκείνο των αρχιερέων, που με ποικίλους, ασύλληπτους από ανθρώπινο νου και απερίγραπτους από ανθρώπινα χείλη η χέρια, τρόπους, δοκιμάσθηκαν, ταπεινώθηκαν, διαπομπεύθηκαν και εξευτελίσθηκαν από τους κρατούντες με φυλακίσεις, φοβερά βασανιστήρια, εξορίες, εκθρονίσεις, περιορισμούς, χλευασμούς και ταπεινώσεις για τον απλό και μόνο λόγο ότι ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί αρχιερείς. Μιλιέτ μπασήδες (=εθνάρχες) των ρωμιών και κύριοι υπόλογοι απέναντι στο σουλτάνο και τους επάρχους του για ό,τι ήθελε συμβεί στην επαρχία τους ή ακόμα και για απλή υπόνοια συνεργείας ή ανοχής, αν μη συμμετοχής, στον αγώνα των απίστων.
Έτσι ουσιαστικά οι κατά τόπους αρχιερείς των Ελλήνων ήταν στην κυριολεξία οι κυριώτεροι και πλέον υπεύθυνοι όμηροι στα χέρια του σουλτάνου, που μ' αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να κρατά υποχείριους και καταδυναστευόμενους τους Έλληνες κάθε περιοχής.
Αλλά παρά τα φρικτά βασανιστήρια που κατά καιρούς δοκίμαζαν οι αρχιερείς στις διάφορες τουρκικές ειρκτές, φούρνους, λουτρά και μπουντρούμια, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακοχούμενοι και υφιστάμενοι τα πάνδεινα, αυτοί δεν λύγισαν. Προτιμούσαν όλες τις ταπεινώσεις, εξαθλιώσεις, εξορίες και στερήσεις και υπέμειναν, όσο άντεχαν, πιο αγόγγυστα τα ποικίλα βασανιστήρια των δημίων τους, παρά να προδώσουν το Έθνος και τους οραματισμούς του.
Αν και δεν είναι γνωστά όλα όσα υπέμειναν οι αρχιερείς από τους δυνάστες τους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της νεώτερης Ελληνικής τιτανομαχίας και για τους περισσότερους από αυτούς ελάχιστες μόνο πληροφορίες ή απλώς νύξεις και ενδείξεις έχουμε, ενώ για τη συντριπτική πλειονότητα αυτών δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, θα καταβληθεί προσπάθεια να εκδιπλωθεί και η πτυχή αυτή της προσφοράς των αρχιερέων στο 1821. Και τούτο, διότι κι αν ακόμα αυτοί δεν έφθασαν να γευθούν την τελευταία σταγόνα της ολοκληρωτικής δοκιμασίας και θυσίας τους, το θάνατο, εν τούτοις, με τα καθημερινά βασανιστήρια και εκροές των αιμάτων τους, ήταν σα να έδιναν τη ζωή τους κάθε μέρα, επιβεβαιώνοντας το Γραφικό: ένεκά σου θανατούμεθα όλη την ημέραν (Ρωμ.8,36)
Έτσι η σιωπηλή και σεμνή αυτή στρατιά των βασανισμένων και μαρτυρικών αρχιερέων, κι αν δεν έλαβε από τους ανθρώπους το φωτοστέφανο του εθνομάρτυρα και νεομάρτυρα, αναμφίβολα και αναμφισβήτητα αποτελεί την εκλεκτή μερίδα των ιδανικών εκείνων ποιμένων, που αυταπαρνούμενοι θέσεις, αίγλη, ανέσεις, τιμές, πολυχρόνια, φήμες, χειροφιλήματα αλλά και ελευθερία κινήσεως, σωματική ακεραιότητα κ.λπ μέχρι και τη ζωή τους, έθεσαν τον εαυτό τους υπέρ του λαού του Θεού, που τους εμπιστεύθηκε το γένος και η Εκκλησία, και αναδείχθηκαν πραγματικοίμ ά ρ τ υ ρε ς, που με όλες τις δοκιμασίες και τα βασανιστήρια τους φανέρωσαν, μαρτύρησαν και διακήρυξαν μπροστά στους αλλοπίστους τι σημαίνει Ορθόδοξος επίσκοπος.
Η στάση τους λοιπόν μπροστά στις δοκιμασίες αναδεικνύεται από τις ουσιαστικώτερες εκδουλεύσεις των αρχιερέων προς το Έθνος μια και η δική τους δοκιμασία αποδείχθηκε ακατάβλητος κυματοθραύστης όπου εκτονώνονταν το μένος, η αντεκδικητικότητα και ο θρησκευτικός φανατισμός των Μουσουλμάνων Τούρκων αφ ετέρου δε σωτήριο κρηπίδωμα για τους αγωνιζομένους Έλληνες, γιατί αντλούσαν δύναμη και κουράγιο να υπομένουν και αυτοί τους δικούς τους κατατρεγμούς και δοκιμασίες.
Αναδιφώντας λοιπόν τις πηγές της ιστορίας εκείνων των χρόνων, τις γνωστές και άγνωστες μαρτυρίες, ενθυμήσεις, απομνημονεύματα, επιστολές, κώδικες και λοιπά κείμενα με έκπληξη ανακαλύπτουμε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό αρχιερέων να έχει δεχθεί ποικίλες δοκιμασίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Το πιο ίσως αξιοθαύμαστο είναι ότι όλοι αυτοί, σεμνοί από τη φύση ή τη θέση τους, βάσταζαν, με υπερηφάνεια μεν αλλά χωρίς κομπορρημοσύνες, τα στίγματα των βασάνων ως εύσημα της συνεισφοράς των στην κοινή υπόθεση της ελευθερίας του γένους.
Ποιος όμως ο ακριβής αριθμός των δοκιμασθέντων αρχιερέων παραμένει άγνωστος. Από τα λίγα στοιχεία που μπόρεσαν να συλλεγούν προκύπτει ο παρακάτω κατάλογος, που δεν νομίζω να είναι ευκαταφρόνητος:

Α Οι Πατριάρχες1) Ευγένιος
2) Άνθιμος
3) Χρύσανθος
4) Αγαθάγγελος

Β Οι Αρχιερείς5) Χαλκηδόνος Άνθιμος
6) Νικομηδείας Πανάρετος
7) Δέρκων Ιερεμίας
8) Θεσσαλονίκης Ματθαίος
9) Μυτιλήνης Καλλίνικος
10) Σμύρνης Παΐσιος
11) Εφέσου Μακάριος
12) Δέρκων Νικηφόρος
13) Προύσης Νικόδημος
14) Σβορνικίου Γαβριήλ
15) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
16) Ηρακλείας Ιγνάτιος
17) Τορνόβου Ιλαρίων
18) Ρασκοπρεσρένης Ζαχαρίας
19) Βιζύης Ιωάσαφ
20) Φιλιππουπόλεως Σαμουήλ
21) Χαλκηδόνος Αγαθάγγελος
22) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
23) Βάρνας Φιλόθεος
24) Ρόδου Αγάπιος
25) Ιωαννίνων Γαβριήλ
26) Άρτης Άνθιμος
27) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
28) πρ. Ελασσώνος Σαμουήλ
29) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
30) Βρεσθένης Θεοδώρητος
31) Ευρίπου Γρηγόριος
32) Σερρών Χρύσανθος
33) Τριπολιτζάς Δανιήλ
34) Ανδρούσης Ιωσήφ
35) Κορίνθου Κύριλλος
36) Βιδύνης Γερμανός
37) Λαρίσης Μελέτιος
38) Αρκαδίας (Κρήτης) Νεόφυτος
39) Διδυμοτείχου Καλλίνικος
40) Μυριοφύτου Σεραφείμ.
41) Νύσσης Ιωσήφ
42) πρ. Μήλου Διονύσιος



Γ'ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΘΥΜΑΤΑ


Τρίτη μερίδα, ασφαλώς η εκλεκτότερη και ηρωικότερη των αρχιερέων που συνέπραξαν και συνέπαθαν μαζί μ όλους τους άλλους Έλληνες για τον κοινό σκοπό, την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και την απόλαυση της θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας, είναι αναμφίβολα όλες εκείνες οι σεπτές και άγιες μορφές των ανωτάτων κληρικών, οι οποίες, ως εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα, πορεύθηκαν το δρόμο του μαρτυρίου και της θυσίας.

Όλοι αυτοί αδιαμφισβήτητα αποτελούν τον κατ' έξοχή σεβάσμιο χορό, που πήρε επάνω του, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εκλεκτή μερίδα των Ελλήνων, την οργή, το μίσος, το πάθος, τη θρησκευτική υστερία και φανατισμό του μουσουλμανικού όχλου και της εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως όλοι αυτοί με την αυτοθυσία και το αίμα τους θεμελίωσαν ασάλευτα και στερέωσαν αταλάντευτα το οικοδόμημα της ελευθερίας των Ελλήνων, σφυρηλάτησαν, χαλύβδωσαν και γαλβάνισαν τη θέληση κάθε ελληνικής ψυχής, ώστε να πληρωθεί με ιδανικά και οραματισμούς για ιερή εκδίκηση και την επίτευξη του επιδιωκόμενου με κάθε τρόπο, και να αναζητεί πλέον η τη νίκη η τη θανή, όπως θα τραγουδήσει ο εθνικός μας ποιητής, χωρίς πισωγυρίσματα.
Παράλληλα η θυσία όλων αυτών γέννησε και γιγάντωσε την απαίτηση και των άλλων Ορθοδόξων λαών, και μάλιστα των Ρώσων, για θρησκευτική ικανοποίηση και αντάξια τιμωρία των υβριστών της θρησκείας του Χριστού, αλλά και συνετέλεσε όσο τίποτε άλλο στη μεταστροφή των εχθρικών αισθημάτων των Ευρωπαίων, στον αγώνα των Ελλήνων, σε κατανόηση, συμπάθεια, συνδρομή και τέλος συμπαράσταση και συμπαράταξη
Δυστυχώς όμως παρά την τόσο υψηλή και ουσιαστική συμβολή της θυσίας των αρχιερέων για τη θεμελίωση και επίτευξη της ελευθερίας των νεοελλήνων, ο χορός αυτός στην πλειονότητά του είναι αφανής και άγνωστος. Και το ακόμα πιο ειρωνικό είναι ότι αυτή η άγνοια υπάρχει και σ' αυτή την επίσημη Εκκλησία, ώστε και αυτή να σιωπά ή να αναμασά και να προβάλλει μόνο 510 ονόματα αρχιερέων, που θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, ωσάν μόνον αυτοί να ήσαν. Οι πολέμιοι δε και αρνητές της προσφοράς των αρχιερέων τους περιορίζουν σε 23 με συνέπεια να εκμηδενίζεται και να καταντά ανύπαρκτη η αιματηρή συνεισφορά των Ιεραρχών στον αγώνα και να διατείνονται ότι οι αρχιερείς χλεύασαν, αφόρισαν και πολέμησαν τον αγώνα του 1821.
Και όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι αρχιερείς που έπεσαν θύματα της οργής και του φανατισμού των Τούρκων αποτελούν επιβλητικό χορό δεκάδων ιεραρχών. Αν και δεν μπορούμε να έχουμε υπόψη μας το σύνολο των ιεραρχών που θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, τα στοιχεία που κατέστη δυνατόν να συλλεγούν προκύπτει ο εξής εντυπωσιακός κατάλογος των αρχιερέων που αναδείχθηκαν εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα:

Α Οι Πατριάρχες
1) Γρηγόριος Ε
2) Κύριλλος ΣΤ

Β Οι Αρχιερείς
3) Εφέσου Διονύσιος
4) Αγχιάλου Ευγένιος
5) Νικομηδείας Αθανάσιος
6) Τορνόβου Ιωαννίκιος
7) Αδριανουπόλεως Δωρόθεος
8) Θεσσαλονίκης Ιωσήφ
9) Δέρκων Γρηγόριος
10) Σωζοπόλεως Παΐσιος
17) Μαρωνείας Κωνστάντιος
12) Γάνου και Χώρας Γεράσιμος
13) Μυριοφύτου και Περιστάσεως Νεόφυτος
14) Σαμμακοβίου Ιγνάτιος
15) Μονεμβασίας Χρύσανθος
16) Χριστιανουπόλεως Γερμανός
17) Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος
18) Ωλένης Φιλάρετος
19) Δημητσάνης Φιλόθεος
20) Κορώνης Γρηγόριος
21) Μεθώνης Γρηγόριος
22) Σαλώνων Ησαΐας
23) Ρωγών Ιωσήφ
24) Λαρίσης Πολύκαρπος
25) Λαρίσης Κύριλλος
26) Γηρομερίου Αγαθάγγελος
27) Κίτρους Μελέτιος
28 Ιερισσού και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
29) Πλαταμώνος Γεράσιμος
30) Χίου Πλάτων
31) Κύπρου Κυπριανός
32) Πάψου Χρύσανθος
33) Κιτίου Μελέτιος
34) Κυρηνείας Λαυρέντιος
35) Κρήτης Γεράσιμος
36) Κνωσού Νεόφυτος
37) Χερσονήσου Ιωακείμ
38) Ρεθύμνης Γεράσιμος
39) Κυδωνίας Καλλίνικος
40) Λάμπης Ιερόθεος
41) Πέτρας Ιωακείμ
42) Σητείας Ζαχαρίας
43) Κισάμου Μελχισεδέκ
44) Διουπόλεως Καλλίνικος
45) Νύσσης Μελέτιος

Για την ιστορική αλήθεια θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι αναφερόμενοι από άλλους ως εθνομάρτυρες αρχιερείς Άρτας, Ιωαννίνων και Γρεβενών, δε μαρτυρούνται να θυσιάσθηκαν και γι' αυτό δε τους συμπεριλαμβάνω στην παραπάνω λίστα των θυμάτων αρχιερέων.



Απολογιστικό συμπέρασμα


Μετά τα παραπάνω νομίζω ότι είναι καιρός πλέον να επιχειρήσουμε να κάνουμε έναν απολογιστικό συγκριτικό πίνακα για να δούμε με αριθμούς και ποσοστά τη συμμετοχή των αρχιερέων στον εθνικό μας αγώνα.
Έτσι με βάση την αψεγάδιαστη και ανελέητη γυμνή αλήθεια των αριθμών θα μπορούμε πλέον να μιλούμε για μικρή η μεγάλη συμμετοχή αυτών στην παλιγγενεσία και να παύσουν επί τέλους οι μεγαλοστομίες για αόριστες εκατόμβες θυμάτων αλλά και οι γκρίνιες και μεμψιμοιρίες των επικριτών ότι μόνο 23 ήταν οι αρχιερείς που έλαβαν μέρος στον αγώνα.
Από τους 200 λοιπόν αρχιερείς, που, όπως είδαμε πιο μπροστά, υπήρχαν σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, μαρτυρούνται να:
α) Έλαβαν ενεργό μέρος, στον αγώνα επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, 73 Ιεράρχες, δηλ. ποσοστό 36,5%.
β) Είναι γνωστοί ότι δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν κ.λπ. 42 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 21,0% και
γ) Μαρτυρείτε ότι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 22,5%.


Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι οι πλείστοι αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας ή Βουλγαρίας λόγω αδιαφορίας ή αδυναμίας των χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από τη Θράκη, τη Μακεδονία και τα δυτ. παράλια της Μ. Ασίας και κάτω είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν δε θα πρέπει να αναζητούμε ποιοι αρχιερείς και πως έλαβαν μέρος στον αγώνα αλλά ποιοι είναι αυτοί οι ελάχιστοι αρχιερείς, δηλ. το υπόλοιπο 10% που δεν έλαβαν μέρος στην εθνεγερσία του 1821 και γιατί.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://www.e-istoria.com/
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more:http://www.egolpion.com/arxiereis_21.el.aspx#ixzz43wSQqXI9

Αι παραμοναί της Ελληνικής Επαναστάσεως


Γεώργιος Δροσίνης

 Ο πατέρας μου κατήγετο από εν χωρίον της Παρνασσίδος. Είχεν αποκατασταθή εις την Άμφισσαν και έκαμνεν εκεί τον πραγματευτήν μέχρι του έτους 1807. Τότε ηναγκάσθη έξαφνα να φύγη δια νυκτός και να καταφύγη εις την Ιθάκην, δια τον εξής λόγον : Ένας τούρκος αγάς εκ των προκρίτων της Αμφίσσης ηγόρασε πολλάς πραγματείας από τον πατέρα μου, τας οποίας δεν επλήρωσεν αμέσως, ηρνήθη δε και κατόπιν να πληρώση. Ο πατέρας μου επέμενεν εις το δίκαιόν του και έφερε την υπόθεσιν εις τον τούρκον δικαστήν, τον κατήν. Αλλ' ο αγάς, ζητών πάντοτε πρόφασιν, εθεώρησε την υπόληψίν του προσβληθείσαν και τόσον εξηγριώθη, ώστε ηπείλησεν, ότι θα φονεύση τον πατέρα μου και θα καύση το μαγαζί του. Και επειδή δεν ήθελε πολύ, δια να εκτελέση την απειλήν του, ο πατέρας μου ανησυχών όχι τόσον περί του εαυτού του, όσον περί της μητρός μου, του μικροτέρου αδελφού μου και εμού, μας επήρε μίαν νύκτα του Νοεμβρίου σκοτεινήν, επήρε και τας πολυτιμοτέρας πραγματείας του και κατέβημεν εις το Γαλαξείδιον και απ' εκεί δια του πλοίου ενός κουμπάρου του μετά δύο ημερών ταξίδιον εφθάσαμεν εις την Ιθάκην. Τότε ήμην μόλις οκτώ ετών, αλλ' ενθυμούμαι πολύ καλά το δυσάρεστον εκείνο ταξίδιον. Εις την Ιθάκην είχαμεν πλήρη ασφάλειαν και συγγενείς εκεί από την μητέρα μου, οι οποίοι μας εβοήθησαν εις την αρχήν, και ολίγον κατ' ολίγον έστρωσαν αι εργασίαι του πατέρα μου και επήραν καλόν δρόμον. Αλλά τούτο δεν ελάττωσε την διαρκή λύπην, που τον κατείχεν, ότι άφησε την πατρίδα του, και έβραζε μέσα του κρυμμένον το μίσος εναντίον των τούρκων, μίσος πατροπαράδοτον, που το εδυνάμωσεν η τελευταία αυτή περίστασις.

     Εις την Ιθάκην ο πατέρας μου εφρόντισε πως να εκπαιδεύση τον αδελφόν μου Θανάσην και εμέ. Ο Θανάσης ήτο τρία έτη μικρότερός μου και ο πατέρας μου τον ήθελε να γίνη παπάς· εμένα ήθελε να με κάμη πραγματευτήν, βοηθόν εις την εργασίαν του. Μας έστελλεν εις ενός γέροντος διδασκάλου το σπίτι, όπου μαζί με πέντ' εξ άλλα παιδιά εμανθάναμεν ανάγνωσιν και γραφήν, κατήχησιν και ιστορίαν. Ο διδάσκαλος αυτός δεν ήτον πολυμαθής και σοφός, είχεν όμως πολύ ζήλον και εκτός τούτου δεν περιωρίζετο εις το να μας μάθη ξερά γράμματα, αλλά εφρόντιζε πως να μας εμπνεύση δύο μεγάλα αισθήματα, αγάπην προς την αρετήν και αφοσίωσιν προς την πατρίδα. Τον ενθυμούμαι ακόμη κοντόν, σκυφτόν, με τα άσπρα του γένεια, με τα μικρά του μάτια και τα μεγάλα γυαλιά εις την μύτην, με την φαλακράν κεφαλήν του, που την εσκέπαζε διαρκώς μαύρος σκούφος. Τον ενθυμούμαι, πως ήναπτεν η όψις του η γεροντική,πως εσπιθοβολούσαν τα μάτια του, όταν μας ωμιλούσε δια την πατρίδα μας την δουλωμένην. Μας διηγείτο πως ήτο μεγάλη εις τους παλαιούς χρόνους, πως αυτή ήτο πρώτη εις τον πολιτισμόι, όταν οι άλλοι όλοι ήσαν βάρβαροι. Και ανεστηλώνετο έξαφνα και εφαίνετο νεώτερος, όταν μας παρίστανε τον Λεωνίδαν πολεμούντα εις τας Θερμοπύλας, τον θεμιστοκλέα τρέποντα εις φυγήν τον περσικόν στόλον εις το στενόν της Σαλαμίνος, τον μέγαν Αλέξανδρον κατακτώντα την Ασίαν. Και εχαμήλωνε την κεφαλήν και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν ήρχετο έπειτα εις τα μαύρα έτη της Ελληνικής ιστορίας : την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, τον Θάνατον του τελευταίου Παλαιολόγου, την κατάκτησιν των τούρκων.

- Εχάθη πλέον η Ελλάς, έλεγε με αναστεναγμόν, κατήντησε, ταπεινή σκλάβα των τούρκων αυτή η βασίλισσα της Ανατολής. Αλλ' έξαφνα ανεσήκωνε την κεφαλήν, ωσάν να ήκουε μακρινήν φωνήν, εκάρφωνε τα βλέμματα υψηλά προς τον τοίχον, ωσάν να διέκρινε μακρινόν σημείον, και με φωνήν ζωηράν και με όψιν φωτισμένην από ενθουσιασμόν επρόσθετεν :

- Όχι, όχι ! δεν είναι μακριά η ημέρα της ελευθερίας. Ο σπόρος του Ρήγα θα φυτρώση και σεις θα θερίσετε τον καρπόν όχι με δρέπανα αλλά με σπαθιά. Να ειπήτε τον θούριόν του τώρα και έπειτα να σχολάσετε. Και ο γέρων διδάσκαλος με φωνήν τρέμουσαν από συγκίνησιν απήγγελλε τους φλογερούς στίχους, και ημείς όλοι μαζί τους επαναλαμβάναμεν :

--Ως πότε, παλληκάρια, να ζώμεν στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια στις ράχες, στα βουνά !

Αλλά και εις το σπίτι ο πατέρας μου, αν και δεν ήξευρεν ιστορίαν, μας ωμιλούσε όμως δια σύγχρονα η χθεσινά πράγματα, δια τους αγώνας των Σουλιωτών, δια την αποτυχίαν της επαναστάσεως του Ι770, δια τον ήρωα Λάμπρον Κατσώνην και τον μάρτυρα Ρήγαν Φεραίον, δια τας φοβεράς σκληρότητας των τούρκων. Μας έλεγεν ότι η κατάστασις αυτή δεν ημπορεί να διαρκέση πλέον επί πολύ και ίσως εις τας ημέρας ημών των νέων ήτο γραμμένον να ελευθερωθή η Ελλάς. Και η μητέρα μου ακόμη μας είχε μάθει εις την προσευχήν μας το βράδυ κοντά εις τα άλλα να προσθέτωμεν και την παράκλησιν :

- Παναγία μου, να ελευθερώσης την πατρίδα μας !

Και δεν ηξεύρω διατί, όταν έλεγα τα λόγια αυτά εμπρός εις τας εικόνας, ησθανόμην κάτι εις όλον μου το σώμα, ωσάν να μ' έβρεχεν έξαφνα παγωμένον νερόν. Από τα 1814 ήρχισα να βοηθώ τον πατέρα μου εις την εργασίαν του Όλην την ημέραν έμενα εις το μαγαζί μας κάτω εις την προκυμαίαν και μόνον όταν ενύκτωνε επηγαίναμεν εις το σπίτι. Άνθρωποι πολλοί ήρχοντο εις το μαγαζί˙ οι περισσότεροι δια ν' αγοράσουν πραγματείας, μερικοί δια να ιδούν τον πατέρα μου και να συνομιλησουν ολίγον. Εγώ άμα έβλεπα, κανένα εις την θύραν, ευθύς εκάρφωνα το βλέμμα επάνω του. Και αν μεν έβλεπα ότι έρχεται δια ν' αγοράση τίποτε, έτρεχα να τον περιποιηθώ, αν όμως ήρχετο με τον σκοπόν απλής επισκέψεως και συνομιλίας, εγύριζα από το άλλο μέρος τα μάτια σ μου δυσαρεστημένος, ότι ήρχετο να μας χασομερήση αδίκως. Με μεγάλην περιέργειαν λοιπόν είδα ένα πρωί τον πρώτον άνθρωπον, που εμβήκεν εις το μαγαζί μας. Ήτον μεσόκοπος με μαύρα γένεια, σκεπασμένος με μακρόν, χονδρόν επανωφόρι και εις την κεφαλήν εφορούσε καλογηρικόν σκούφον. Εφαίνετο ότι ήτον ξένος και ότι ήρχετο από ταξίδι. Άμα τον είδα είπα μέσα μου :

- Εδώ θα κάνωμε καλή δουλειά ! Και έτρεξα γελαστός να τον προαπαντησω. Αυτός όμως μου λέγει με σοβαρόν ύφος :

- Που είναι ο πατέρας σου ;

- Εδώ είμ' εγώ να σάς υπηρετήσω εις ό,τι θέλετε. Προστάξετε !

- Καλά, παιδί μου, σ' ευχαριστώ, μά θέλω τον ίδιον τον πατέρα σου, επαναλαμβάνει με σοβαρόν και προστακτικόν τρόπον.

Ο πατέρας μου ήτον οπίσω εις την αποθήκην του μαγαζιού και ήνοιγε μερικά κιβώτια με πανικά, που μας είχαν έλθει από την Τεργέστην. Ετρεξα να του φωνάξω, πειραγμένος ολίγον από τον τρόπον του ξένου, που δεν μ' έκρινεν άξιον εμένα, αλλά ήθελε και καλά τον πατέρα μου.

- Δεν πειράζει, είπεν ο ξένος, άφησέ τον εις την εργασίαν του· πηγαίνω εγώ και τον ευρίσκω. Και επροχώρησε κατ' ευθείαν προς το βάθος.

Είδα ότι έδωκεν εν γράμμα εις τον πατέρα μου και ο πατέρας μου το εδιάβαζε με προσοχήν. Μετά την ανάγνωσιν μου εφάνηκε ότι κάπως εταράχθηκε˙ άπλωσε το χέρι του εις τον ξένον και είπε :

- Καθίστε μίαν στιγμήν και τελειώνω.

Τον έβαλε και εκάθισεν εκεί οπίσω εις την αποθήκην και έκλεισε την θύραν, αφού μου είπε :

- Δήμο, όποιος με ζητήση πές πως έχω δουλειά και να ξαναπεράση.

Τον νουν σου εσύ στο μαγαζί.

Τι έλεγαν εκεί οπίσω από την κλειστήν θύραν επί δύο ώρας ο πατέρας μου και ο άγνωστος δεν ηξεύρω. Θα ήσαν όμως πολύ σοβαρά πράγματα. Όταν επί τέλους ήνοιξεν η θύρα και εξήλθεν ο ξένος δια να φύγη η φυσιογνωμία του πατέρα μου μου εφάνηκε πολύ συλλογισμένη. Ο ξένος επέρασε κοντά μου, εστάθηκεν εμπρός μου και μ' εκοίταξε μέσα εις τα μάτια· έπειτα μ' εκτύπησε με το χέρι εις τον ώμον και είπε :

- Καρδιά, παλληκάρι μου !

Και εχάθηκε...

Ο τρόπος, που μου τα είπεν αυτά τα λόγια, ήτο παράξενος˙ το όλον φέρσιμον του αγνώστου μ' έβαλεν εις απορίαν και ανησυχίαν. Ετόλμησα να ερωτήσω τον πατέρα μον :

- Τι άνθρωπος είναι αυτός ;

Και εκείνος μου αποκρίθηκε ξηρά - ξηρά και μου έκοψε κάθε άλλην ερώτησιν :

- Ένας καλός πατριώτης˙ μου έφερε γράμμα από τον δεσπότην μας τον Ησαΐαν.

Εκτοτε δεν τον είδα πλέον τον άνθρωπον αυτόν, παρά τον Ιανουάριον του 1821. Εμβήκε πάλιν με τον ίδιον τρόπον ένα πρωί και ο πατέρας μου τον επήρεν εις την αποθήκην και έμειναν ώραν κλεισμένοι μαζί. Έπειτα εξήλθε και εστάθηκεν ολίγον εμπρός μου. Μου εφάνηκεν, ότι είχε πολύ καταβληθή και γηράσει από τον καιρόν, που τον είχα πρωτοϊδεί. Την φοράν αυτήν δεν μ' εκτύπησεν εις τον ώμον˙ μου έδωκε το χέρι και μου είπε σιγαλά :

- Δήμο, ό,τι σου ειπή ο πατέρας σου είναι το θέλημα του Θεού και η προσταγή της πατρίδος !

Και εχάθηκε πάλιν... Τόσον μ' ετάραξαν οι λόγοι αυτοί του ξένου, ώστε δεν είχα νουν να εργασθώ εκείνην την ημέραν. Τον πατέρα μου δεν ετόλμησα να τον ερωτήσω˙ τον έβλεπα και εκείνον πολύ συγχυσμένον και μίαν στιγμήν μου εφάνη ότι με το δάκτυλον εσφόγγισε τα δακρυσμένα μάτια του. Τέλος πάντων το βράδυ, όταν ήταν ώρα να κλείσωμεν, μου λέγει :

-Κλείσε από μέσα την πόρτα, βάλε τον λύχνον εκεί κι έλα κάθισε να σου ειπώ.

Αφού έκαμα όπως μου είπεν, αρχίζει με φωνήν, που έτρεμε από συγκίνησιν :

- Δήμο μου, παιδί μου, ό,τι θα σου ειπώ είναι μεγάλο μυστικό. Ξεύρω την καρδιά σου και σου το εμπιστεύομαι. Δεν είναι μυστικό δικό μας είναι της πατρίδος. Δεν θέλω να μου ορκισθής, πως θα το κρατήσης· αν είχα την παραμικράν αμφιβολίαν, δεν θα σου το έλεγα. Λοιπόν άκουσε· όλα είναι έτοιμα, εις ολίγον καιρόν η φωτιά θα ανάψη απ' άκρη σ' άκρη˙ οι τούρκοι θα διωχθούν και η Ελλάς θα ελευθερωθή από τους τυράννους της. Τότε θα γυρίσωμεν πάλιν εις την πατρίδα μας, να περάσωμεν εκεί τα υστερνά μας χρόνια, αν το θελήση ο Θεός ! Ο ξένος αυτός, που είδες σήμερα, είναι ένας άξιος πατριώτης, απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, και γυρίζει από τόπον εις τόπον και αδελφώνει τους άλλους πατριώτας εις την ιδέαν της Εταιρείας. Σκοπός της Εταιρείας είναι να συνενώνη όσον το δυνατόν περισσοτέρους πατριώτας, δια να εργασθούν όλοι μαζί και το κατά δύναμιν καθένας δια την απελευθέρωσιν της πατρίδος.

Η Εταιρεία έχει πολλούς και μεγάλους προστάτας και τα μέλη της μετρούνται κατά χιλιάδας εις όλην την Ανατολήν και εις την Ευρώπην. Τι λες λοιπόν ;

Οσον άκουα αυτά, το αίμα ανέβαινεν εις την κεφαλήν μου, η καρδία μου εκτυπούσε δυνατά εις τα στήθη. Αντί άλλης απαντήσεως έπεσα εις την αγκάλην του πατέρα μου :

- Σ' ευχαριστώ, πατέρα ! εψιθύρισα. Και τον εκαταφιλούσα δακρυσμένος και τον ευχαριστούσα και δια την χαρμόσυνον αυτήν είδησιν και δια την εμπιστοσύνην, που μου έδειχνε με το φανέρωμα του ιερού μυστικού. Επειτα ανατινάχθηκα επάνω˙ μία ιδέα ήλθεν εις τον νουν μου :

- Πατέρα, όταν οι άλλοι θα πολεμούν εκεί, εγώ θα κάθωμαι με τον πήχυν εδώ στο μαγαζί ;

- Οχι, παιδί μου, αυτήν την προσβολήν δεν θα την κάμω εις εσένα και εις την οικογένειάν μας. Εγώ είμαι ανίκανος πλέον, ο αδελφός σου ο Θανάσης μικρός και αρρωστιάρης, εσύ θα πας για όλους μας, όταν έλθη η ώρα. Θα σε στείλω εις τον καπετάν Πανουριά. Προς το παρόν η μητέρα σου και ο αδελφός σου να μη μάθουν τίποτε. Σιωπή ! Ας πηγαίνωμεν τώρα στο σπίτι, να μην ανησυχούν, που αργούμε. Είσαι άνδρας, δεν είσαι πλιά παιδί τώρα. Θάρρος και φρόνησις, Δήμο μου !

«Ο Μπάρμπα - Δήμος»

Πηγή



 Έσχατη αντίσταση στη Μονή Σέκου Σεπτέμβριος 1821


Από τα τέλη Ιουλίου, όταν είχε παύσει κάθε αντίσταση στη Μικρή και στη Μεγάλη Βλαχία, ο αγώνας περιορίσθηκε στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί το ισχυρό επαναστατικό σώμα του Ολύμπιου και του Φαρμάκη και μικρές επαναστατικές ομάδες, που συνέπρατταν μαζί του, παρενοχλούσαν τον εχθρό αδιάκοπα σχεδόν, αν και ο ίδιος ο Ολύμπιος εξακολουθούσε να είναι άρρωστος, και συχνές ήταν οι συμπλοκές η και μεγαλύτερες συγκρούσεις με τουρκικά αποσπάσματα.

Οι φήμες, για τις συμπλοκές και τις συγκρούσεις αυτές, εξογκώνοντας τα γεγονότα, ανέβαζαν σε χιλιάδες ανδρών τις απώλειες των Τούρκων. Έτσι, ο Αθανάσιος Ξόδιλος σε επιστολή του από 23 Σεπτεμβρίου, που αναφέρεται σε γεγονότα του Ιουλίου και του Αυγούστου, γράφει από το Ρέννι προς τους εφόρους της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό:

«Ο ήρως Ολύμπιος εις τα βουνά της Μολδαβίας κατέστρεψε και τετάρτην φοράν χιλιάδας βαρβάρων, όπου εκινούντο εναντίον του, με νίκην λαμπράν».

Κατά το τέλος Αυγούστου ο Ολύμπιος, που είχε ήδη αναρρώσει, αποφάσισε να εγκαταλείψη την ορεινή περιοχή της Βράνσας, Όπου δεν θα ,μπορούσε να διατηρεί τον χειμώνα το ιππικό, και να προχωρήση προς τα πεδινότερα, επιχειρώντας με πορεία επικίνδυνη να φθάση στη Βεσσαραβία, σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο. Το υψηλό φρόνημα του Ολύμπιου εκφράζεται και με την προκήρυξη, που εξέδωσε τις δύσκολες εκείνες ημέρες:

«Ανδρείοι Έλληνες! Oλoι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομοδόξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας!
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ».


Οι περισσότεροι όμως από τους στρατιώτες, ιδίως οι προερχόμενοι από τις γειτονικές περιοχές, που δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από αυτές, αλλά και έβλεπαν τον κίνδυνο αυξημένο, εγκατέλειψαν το σώμα. Απόμειναν έτσι ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης με 350 περίπου άνδρες και με αυτούς κλείσθηκαν προσωρινά στη Μονή Νάμτσου και από αυτή μετακινήθηκαν στη Μονή Σέκου, που απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο, και βρισκόταν σε κοιλάδα στενή, τριγυρισμένη από κατάφυτα βουνά, με μια μόνη είσοδο σε απόσταση μισής ώρας από τη Μονή. Ο Φαρμάκης με τους περισσότερους στρατιώτες ανέλαβε τη φύλαξη της εισόδου της κοιλάδας, ο Ολύμπιος με τους υπόλοιπους έμεινε στον χώρο της Μονής.

Εναντίον τους κινήθηκαν από το Ιάσιο 6.000 τούρκοι με αρχηγό τον Σελήχ πασά. Έστειλαν στις 5 Σεπτεμβρίου απόσπασμα από 300 ιππείς για να ενεργήση αναγνώριση στην περιοχή. Το απόσπασμα αυτό έπεσε σε ενέδρα, που είχε στήσει προωθημένο μικρό τμήμα του Φαρμάκη από 50 άνδρες υπό τον εμπειροπόλεμο οπλαρχηγό Γεώργιο Κολαούζ, και αναγκάσθηκε να τραπή σε φυγή, αφήνοντας 200 νεκρούς και 3 αιχμαλώτους.

Ο Ολύμπιος και ο Φαρμάκης πληροφορήθηκαν από τους αιχμαλώτους αυτούς ότι ισχυρή δύναμη των εχθρών είχε φθάσει ήδη σε απόσταση 6 ωρών και ετοιμαζόταν να επιτεθή. Σκέφθηκαν τότε ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Μονή, αλλά ο Ολύμπιος ήθελε να διασχίσουν τη Μολδαβία για να φθάσουν στη Βεσσαραβία, ο Φαρμάκης και ο Βλάδεν, υποστήριζαν ότι ήταν αδύνατο σχεδόν να διασχίσουν την Μολδαβία, όπου υπήρχε τότε πολυάριθμος τουρκικός στρατός, και ότι έπρεπε να διαφύγουν στην Αυστρία, από όπου τoυς χώριζε μικρή απόσταση.

Δεν δεχόταν όμως ο Ολύμπιος να καταφύγη στην Αυστρία, πιστεύοντας ότι εκεί θα συλληφθεί, και έτσι από αλληλεγγύη, ο πιστός φίλος του Φαρμάκης και οι άλλοι αποφάσισαν να μείνουν μαζί του στη Μονή.

Όπως γράφει ο Φιλήμων, αντιμετώπισε ο Ολύμπιος και μιά σκέψη να γυρίσουν πάλι στα βουνά της Βράνσας, αποφάσισε όμως τελικά να παραμείνη στη Μονή Σέκου, επηρεασμένος και από επιστολή του επισκόπου του Ρωμανού, σταλμένη ίσως «επί εισηγήσει των Τούρκων», όπου του απευθυνόταν έκκληση να παραμείνη στη Μονή για να αποφευχθή διαρπαγή των ιερών κειμηλίων της από τους Τούρκους.

Το σχέδιο της άμυνας του χώρου της Μονής στηριζόταν κυρίως στον υπολογισμό ότι θα ήταν δυνατόν να αποκρουστούν οι επιθέσεις των Τούρκων στην είσοδο της στενής κοιλάδος. Αγνοούσαν, φαίνεται, οι αρχηγοί του επαναστατικού τμήματος την ύπαρξη μονοπατιών που οδηγούσαν από τα βουνά στο εσωτερικό της κοιλάδας.

Οι τούρκοι στις 6 Σεπτεμβρίου έστειλαν δύναμη 600 ανδρών, που συγκρούσθηκε, κοντά στην είσοδο της κοιλάδος πιθανώτατα, με στρατιώτες του Φαρμάκη και του Βλάδεν χωρίς αξιόλογο αποτέλεσμα. Στις 8 Σεπτεμβρίου άρχισαν τηv κύρια επίθεσή τους, χρησιμοποιώντας τα ορεινά αυτά, μoνoπάτια για την προώθηση των ανδρών τους.

Οδηγημένο «παρά εντοπίων Εφιαλτών» από μονοπάτια, «καταβαίνει... ενώπιον του Σέκου» το κύριο σώμα των Τούρκων, όπως γράφει ο Φιλήμων.

Ο Ολύμπιος, μόλις είδε ξαφνικά να πλησιάζουν τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, τοποθετήθηκε με τους άνδρες του στις επάλξεις της Μονής και με τα εύστοχα πυρά τους κράτησαν τα εχθρικά τμήματα έξω από τη Μονή. Ο Φαρμάκης, που είχε υπερφαλαγγισθεί από το κύριο σώμα των Τούρκων, άρχισε να υποχωρή με το τμήμα του και πολεμώντας κατόρθωσε να φθάση ως τη Μονή, όπου και μπήκε τη νύκτα και ενώθηκε με το τμήμα του Ολύμπιου. Την ίδια νύκτα, ο Βλάδεν και ο Κολαούζ διέφυγαν από τη Μονή στα γύρω δάση και από εκεί στην Αυστρία.

Από το πρωί της επόμενης ημέρας, 9 Σεπτεμβρίου, άρχισε πολιορκία στενή της Μονής από τους Τούρκους, που έβαλλαν εναντίον των πολιορκημένων με ένα κανόνι και με τα ατομικά όπλα τους. Οι Έλληνες, τοποθετημένοι σε κατάλληλες θέσεις, τους αντιμετώπιζαν με πυροβολισμό εύστοχο. Ο Ολύμπιος βρισκόταν με 11 ή 7 πιστούς συμπολεμιστές επάνω στο κωδωνοστάσιο της Μονής, όπου είχε μεταφέρει πυρομαχικά. Ο Φαρμάκης με περισσότερους στρατιώτες κατείχε τις άλλες θέσεις.

Σε κάποια φάση της μάχης, την ημέρα αυτή, 9 Σεπτεμβρίου, έγινε και το πιο ένδοξο επεισόδιο του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Ο Ολύμπιος, απομονωμένος με τους συντρόφους του επάνω στο κωδωνοστάσιο, απειλημένος και από πυρκαγιά γύρω του, βρέθηκε σε κίνδυνο να αιχμαλωτισθεί υπό συνθήκες μη εξακριβωμένες. Διατηρώντας ακραίο φρόνημα στρατιωτικής τιμής και πατριωτικής αδιαλλαξίας, «μετά των Τούρκων εις oυδένα ερχόμενος λόγον», κάλεσε τότε τους συμπολεμιστές του να φύγουν όσοι θέλουν και αφού εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον αρχηγό τους εμπρός στον θάνατο, πυροβόλησε βαρέλι πυρίτιδος και ανατινάχθηκαν όλοι στον αέρα με το κωδωνοστάσιο, μαζί και με Τούρκους που βρέθηκαν πολύ κοντά.

Ο Φαρμάκης, μόνος έκτοτε αρχηγός των εγκλείστων επαναστατών, εξακολούθησε την αντίσταση επί 14 ημέρες.

Άγριες επιθέσεις επί 4 ημέρες αποκρούσθηκαν. Η άμυνα των Ελλήνων ήταν αποφασιστική και απoτελεσματική. Όταν έσπασε η πόρτα της Μονής, ο Φαρμάκης διέταξε και κλείσθηκε με σκοτωμένα άλογα των Τούρκων. Επί άλλες τέσσερεις ημέρες εξαπολύονταν νέες επιθέσεις του εχθρού ενισχυμένου με νέες δυνάμεις, και αυτές όμως αποκρούσθηκαν από τους αμυνόμενους Έλληνες.

Ο Σελήχ πασάς έστειλε τότε και άλλες ακόμη δυνάμεις και 4 κανόνια και ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό εξαπέλυσε γενική επίθεση των Τούρκων. Ο Φαρμάκης διέταξε τους πολεμιστές του να σταματήσουν τους πυροβολισμούς και άφησε έτσι τους Τούρκους να πλησιάσουν στην κεντρική πύλη της Μονής. Τότε ο ίδιος και 160 στρατιώτες του ενήργησαν αιφνιδιαστική ορμητική αντεπίθεση, προκάλεσαν βαριές απώλειες στους επιτιθέμενους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν αφήνοντας και μια σημαία.

Νέα επίθεση των Τούρκων είχε οικτρότερη αποτυχία και τους στοίχισε 400 νεκρούς. Επακολούθησε ορμητική επίθεση 100 γενιτσάρων εναντίον της κεντρικής πύλης της Μονής, αποκρούσθηκε όμως και αυτή από τα σφοδρά πυρά των αμυνομένων. Από τους επιτιθέμενους 72 σκοτώθηκαν, οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή.

Ύστερα από τις αλλεπάλληλες αυτές αποτυχίες ανέθεσαν οι τούρκοι στον Αυστριακό διπλωματικό υπάλληλο Βόλφ να επιδιώξη συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Εν τω μεταξύ, τα τρόφιμα των Ελλήνων είχαν εξαντληθή, τα πυρομαχικά τους πλησίαζαν να εξαντληθούν, και είχαν απομείνει στη Μονή 235 πολεμιστές, οι περισσότεροι τραυματισμένοι, όπως και ο αρχηγός τους. Σε τέτοια κατάσταση των πολιορκημένων, ο Φαρμάκης δέχθηκε να συζητήση με τον Βολφ και συναντήθηκε μαζί του έξω από τη Μονή, αφού είχαν παύσει οι πυροβολισμοί και από τα δύο μέρη.


Ό Φαρμάκης, στη συζήτηση με τον Βολφ, πρότεινε αρχικά να επιτραπεί η αναχώρηση των εγκλείστων από τη Μονή με τα όπλα τους χωρίς κανένα περιορισμό, ή τουλάχιστον η μετακίνησή τους προς τα αυστριακά σύνορα, όπου να καταθέσουν τα όπλα τους ζητώντας καταφύγιο στην Αυστρία. Οι τούρκοι όμως δεν δέχθηκαν τις προτάσεις του Φαρμάκη και αποφάσισαν τελικά να περιμένουν τον Σελήχ πασά, που θα έφθανε την επομένη με νέες ενισχύσεις από 4.000 άνδρες και 4 κανόνια.

Σε δόλο κατέφυγε, όταν έφθασε, ο Σελήχ πασάς. ανέθεσε νέες διαπραγματεύσεις στον Βολφ και του ζήτησε να βεβαιώση στον Φαρμάκη ότι είχε σταλή φιρμάνι από τον σουλτάνο και ότι χορηγούσε αυτό αμνηστία στους πολιορκημένους, αν κατέθεταν τα όπλα, οπότε θα ήταν ελεύθεροι να καταφύγουν όπου ήθελαν. Ξανασυναντήθηκε ο Βολφ με τον Φαρμάκη, του δήλωσε αυτά και του επιβεβαίωσε και ο ίδιος την ύπαρξη του φιρμανιού.

Ο Φαρμάκης τότε δήλωσε ότι θα δεχόταν την πρόταση των Τούρκων, αλλά υπό τον όρο να απομακρυνθούν πριν τα στρατεύματά τους εκτός από 1.000 άνδρες. Οι τούρκοι όμως απέρριψαν τον όρο αυτό. Και ο Φαρμάκης, ύστερα και από νέες διαβεβαιώσεις του Βολφ, και προπάντων επηρεασμένος από τη δεινή κατάσταση των στρατιωτών του, αποφάσισε να εισηγηθεί σ' αυτούς να αποδεχθούν την πρόταση των Τούρκων.

Πολλοί από τους πολιορκημένους στη Μονή, δυσπιστώντας προς την ειλικρίνεια των Τούρκων, όταν ο Φαρμάκης ανακοίνωσε τις προτάσεις τους για συνθηκολόγηση, ζήτησαν να. μη γίνουν δεκτές και πρότειναν να επιχειρηθεί τη νύκτα έξοδος από τη Μονή προς το γειτονικό δάσος, από όπου να προσπαθήσουν διαφυγή προς την Αυστρία. Επακολούθησε ολονύκτια συζήτηση και οι γνώμες ήταν διχασμένες.

Ο ίδιος ο Φαρμάκης ταλαντευόταν. Έφτασε η αυγή, και τότε, όταν πια και το σχέδιο για διαφυγή κατά τη νύκτα ήταν ανεφάρμοστο, επιβλήθηκε από την κόπωση και από πίεση των πραγμάτων ή αποδοχή των προτάσεων για συνθηκολόγηση.

Έτσι, παραδόθηκαν το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα όπλα των πολιορκημένων ανδρών στους Τούρκους. Και τότε αμέσως εκδηλώθηκε ή παρασπονδία του Σελήχ πασά. Μόλις βγήκε ο Φαρμάκης από τη Μονή, ένοπλος, με 18 αξιωματικούς του, για να επισκεφθή τον τούρκο πασά, πολυάριθμοι τούρκοι όρμησαν, τους αφόπλισαν και τους έθεσαν υπό φρούρηση. Ταυτόχρονα, πλήθος τούρκοι όρμησαν με αλαλαγμούς στο εσωτερικό της Μονής και άρχισαν να σκοτώνουν τους άοπλους πολεμιστές. Εκείνοι πρόβαλαν απεγνωσμένη αντίσταση με τα χέρια τους μόνο, και μάλιστα κατόρθωσαν να στραγγαλίσουν 40 από τους Τούρκους σφαγείς, τελικά όμως εξοντώθηκαν όλοι, εκτός από τρεις. Άλλοι 33 Έλληνες πολεμιστές, που υποπτεύονταν έντονα τον δόλο των Τούρκων, είχαν αυτόβουλα διαφύγει από τη Μονή κατά τη νύκτα. Ο Φαρμάκης και οι 18 αξιωματικοί του μεταφέρθηκαν δέσμιοι στο Ιάσιο και από εκεί στη Σιλίστρια, όπου ύστερα από βασανιστήρια θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό οι αξιωματικοί, ενώ ο Φαρμάκης είχε την ίδια τύχη στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε τελικά μεταχθεί.

Αυτή ήταν η τραγικότατη έκβαση της τελευταίας μάχης των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία, που διεξήχθηκε από εθελοντές επίλεκτους πολεμιστές, πιστούς μέχρι τέλους στον Αγώνα, προκάλεσε πολύ μεγάλες απώλειες στους Τούρκους και διήρκεσε ως τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.

Οι δυό αρχηγοί της έσχατης αυτής μάχης υπήρξαν άξιοι της Αποστόλης τους. Ο ένας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, περιβλήθηκε δίκαια με τον φωτοστέφανο του θρύλου. Γεννημένος στο Λειβάδι του Ολύμπου το 1772, έζησε αφιερωμένος στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους και ταυτισμένος με το συναίσθημα της τιμής. Ευτύχησε να έχει θάνατο αυθεντικού ήρωα, και να εκπληρώσει ακέραια ό,τι έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1820 στον Αλέξανδρο Υψηλάντη: "υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις".


Ο άλλος, ο Γιάννης Φαρμάκης, γεννημένος στο Μπλάτσι της Μακεδονίας, το 1772, αγωνίσθηκε άοκνα και αυτός, με πίστη και συνέπεια, για την απελευθέρωση του Έθνους. Υπήρξε ο ικανός αρχηγός της άμυνας των Ελλήνων στη φονικώτατη για τους Τούρκους έσχατη μάχη του Αγώνος της Μολδοβλαχίας. Δεν ευτύχησε να πεθάνει την ώρα που αγωνιζόταν ως ήρωας. Πέθανε, όπως και οι τελευταίοι σύντροφοί του, ως μάρτυρας του Αγώνος
Γεωργάκης Ολύμπιος

Πηγή

ΧΡΟΝΙΆ ΠΟΛΛΆ- ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ


Το πραγματικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου

                                                                                                        (του Ευθύμιου Χριστόπουλου,
                                                                                                               εκπ/κού-δημοσιογράφου)

Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β' τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.

Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα ένας παππούς ήταν απ' τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.

Το κύριο σημείο τους και κοινό, ήταν ότι τρεις Έλληνες, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ' ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα - Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχα3ν περάσει πίσω - δυ­τικά - στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:

Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα - πάλι καλά! - έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.


Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ' ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.

Εκτός από δύο - τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι - όχι όλοι - έμειναν απ' έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ' ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.

Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.

Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε - το είδαν κα­θαρά αυτό - ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.

Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.

Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.

Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς - έτσι τουλάχιστον δεί­χνει - και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.

Ο Διάκος - και οι άλλοι τρεις απ' έξω - μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι.

Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ' ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.

Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.

Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ' το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!... Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.

Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συ­νεχίζουν!...

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.

Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ' το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.

Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.

Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.

Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι το κακοποιημένα ρούχα του.

Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της... ψησταριάς!

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!

Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!

Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.

Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.

Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί.

Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.

Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.

Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!

Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».

Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.

Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.

Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα - πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό - σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.


Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Πηγή


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Ρατσιστικό παραλήρημα αλβανών οπαδών στην όψη της Ελληνικής Σημαίας - Sulm racist i tifozëve kuq e zi në Elbasan



Edhe njëherë  tjetër mosmirënjohja, urrjetja dhe ndjenjat e inferioritetit ndaj Greqisë u shfaqën në Shqipëri.
Në "Elbasan Arena" luhet ndeshja Shqipëri-Greqi, për kategorinë U21. Në një pallat është nxjerrë në dritare një flamur grek, i cili nuk u ka shpëtuar tifozëve kuq e zi, mgjth se flamuri mund të jetë varur atje dhe për shkak të festave kombëtare të Greqisë .

Këta të fundit kanë reaguar pasi e kanë interpretuar këtë veprim si provokim pasi nuk janë mësuar të respektojnë diveristetin dhe të pranojnë që në këtë vend ka shumë nënshtetas me origjinë Greke. Kështu kanë thirrur në kor fjalët:“Greqi, Greqi, t’q*fsha motrën!”  duke treguar kulturën e tyre të lartë.
Για άλλη μια φορά οι αλβανοί έδειξαν, την ευγνωμοσύνη τους για όλα όσα έχει κάνει η Ελλάδα γι αυτούς, το μίσος τους αλλά και τα αισθήματα κατωτερότητας που έχουν προς την Ελλάδα.
Έτσι το μεσημέρι στο Ελμπασάν γινόταν ο αγώνας μεταξύ των εθνικών ομάδων Αλβανίας και Ελλάδας για τις ηλικίες κάτω των 21 ετών. Σε μια πολυκατοικία υπήρχε σε κάποιο παράθυρο η Ελληνική Σημαία την οποία και είδαν οι αλβανοί οπαδοί (ισως η σημαία να ήταν εκεί και λόγο της Εθνικής Εορτής μας και όχι για τον αγώνα).
Οι τελευταίοι αντέδρασαν αμέσως αφού εξέλαβαν το γεγονός ως πρόκληση και φυσικά αυτό προέρχεται από το γεγονός πως δεν μπορούν να σεβαστούν την διαφορετικότητα και να συνειδητοποιήσουν πως στην χώρα αυτή ζουν πολλοί έλληνες. Αμέσως άρχισαν να βρίζουν «Ελλάδα, Ελλάδα, γ@@ω την αδερφή σου» δείχνοντας για ακόμη μια φορά το «ανώτατο» επίπεδου πολιτισμού που έχουν οι αλβανοί και η Αλβανία.

Οι παρακαταθήκες των αγωνιστών του 1821



Οι Έλληνες έχουμε πάθει  ένα γερό στραπάτσο τα τελευταία χρόνια. Αυτό έχει επηρεάσει κυρίως τις ευαίσθητες ψυχές των νέων μας, οι οποίοι υφίστανται τις βαρύτατες συνέπειες από τα λάθη των μεγαλυτέρων τους. Τα παιδιά και τους νέους μας χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το ξέρουν, τους κάναμε σαν ένα ζαλισμένο κοπάδι, που δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει...Δεν μαθαίνουν να εκτιμούν αυτό που έχουν, δεν βοηθιούνται  να έχουν ταυτότητα, ιδιοπροσωπία, όραμα ζωής.

        Η μεγάλη ευθύνη μας είναι ότι έχουμε ξεχάσει κι επομένως δεν μεταδίδουμε τις υποθήκες των αγωνιστών του 1821, που μας έδωσαν όχι μόνο την ελευθερία που απολαμβάνουμε, αλλά και ήθος, αρχές, ιδανικά. Να θυμίσουμε κάποιες από τις υποθήκες τους. Ο Γέρος του Μωριά, ο αρχιστράτηγος της απελευθέρωσης μας από τον τουρκικό ζυγό, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας στους νέους του Α΄ Γυμνασίου Αθηνών, στην Πνύκα, είπε, μεταξύ των άλλων:
        « Εγώ παιδιά μου...σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα, και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε  από τα απερασμένα, και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποία να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε, και για να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία... και την φρόνιμον ελευθερία».
        Ο άλλος μέγας αγωνιστής του 1821, ο Γιάννης Μακρυγιάννης, γράφει στα Απομνημονεύματά του:
        « Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερον από τον χειρότερον πατριώτη μου Έλληνα...Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε... Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες να αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: <Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες>, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της  θρησκείας τους και της κοινωνίας...». 
        Τις υπηρεσίες  που πρόσφεραν στο Ελληνικό Έθνος οι αγωνιστές του 21 εκτίμησε ο σπουδαίος άνθρωπος και δικαστής Γεώργιος Τερτσέτης, που αρνήθηκε να καταδικάσει σε θάνατο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, εκτίμησε το ήθος και τη γενναιότητά του, τον αγάπησε σαν πατέρα του και και τον  έπεισε  να του υπαγορεύσει τα Απομνημονεύματά του. Ο Τερτσέτης σε λόγο του για την 25η Μαρτίου, το 1869, τονίζει:
« Εγώ, κύριοι ακροαταί, σκεπτόμενος και αναλογιζόμενος τους καιρούς και τα πράγματα τί πρέπει και οι νέες γενεές της Ελλάδος να προσφέρουν στην οικουμένην, ευρίσκω και λέγω, να προσφέρουν πρέπει παραδείγματα αθάνατα αρετής. Μην κλείσωμεν, φίλοι και αδελφοί, τους οφθαλμούς μας εις την λάμψιν του καθήκοντος και της αποστολής μας».
Σήμερα και με την ευκαιρία της πανηγύρεως της 25ης Μαρτίου και μπρος στον γκρεμό που βρισκόμαστε οφείλουμε να αφυπνιστούμε και να δώσουμε το παράδειγμα στη νεολαία ότι ο άνθρωπος και το έθνος δεν υπάρχουν χωρίς ελευθερία. Και ελευθερία δεν είναι μόνο να αποτινάξουμε το ζυγό μας από τους όποιους τυράννους, είναι κυρίως να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, να ζήσουμε ως όντα με ρίζες και βάθος και να δείξουμε την έμπρακτη ευγνωμοσύνη μας προς όσους μας έδωσαν την ελευθερία και μας δίδαξαν αξιοπρέπεια και ήθος.
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1422) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (253) Β Ήπειρος (239) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (61) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (45) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (24) πολιτική-politikë (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)