Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Την χαρά που σου δίνει ο Χριστός δεν την βρίσκεις πουθενά!- Gëzimin që të fal Krishti nuk e gjen asgjëkundi!



 Image result for σταύρωση του χριστού
Τὴ χαρὰ ποὺ θὰ αἰσθάνεσαι κοντὰ στὸν Χριστὸ δὲν τὴ βρίσκεις πουθενά. Ἀξίζει λοιπὸν κάθε ἀγώνας. Ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ χριστιανικὴ ζωὴ στὴν ἀρχὴ φαίνεται δύσκολη (νηστεία, ἐγκράτεια, ταπείνωση, συγχώρηση τῶν ἐχθρῶν κ.λπ.) ἀλλὰ στὸ τέλος διαπιστώνεις ὅτι εἶναι εὔκολη. Καὶ σὲ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ χαρά. Ἀντίθετα, ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας στὴν ἀρχὴ φαίνεται εὔκολη καὶ εὐχάριστη μετὰ ὅμως ἀποδεικνύεται δύσκολη καὶ βαριά. Σὲ γεμίζει μὲ λύπη καὶ πικρία, καὶ σὲ ὁδηγεῖ σὲ δυσκολίες καὶ προβλήματα ἀξεπέραστα. Αὐτὴ τὴ διαπίστωση τὴν μαρτυροῦν ἄπειρα παραδείγματα ἀπὸ τὴ καθημερινή μας ζωή, ὅπως καὶ ἡ προσωπική μας ἐμπειρία. Λίγη πίεση λοιπὸν χρειαζόμαστε στὴν ἀρχή.
Καλὸ ὑπόλοιπο τῆς Σαρακοστῆς.
Αρχιμ Επιφάνειος Χατζηγιάγκου
 ........
Gëzimin që ndjen pranë Krishtit nuk e gjen asgjëkundi. Ja vlen pra çdo betejë. Siç thotë Shën Joan Gojarti, jeta e krishterë në fillim duket e vështirë (kreshmë, vetpërmbajtje, përulje, falje të armiqve etj) por në fund konstaton se është e lehtë. Dhe të çon në gëzimin e vërtetë. Në kundërshtim jeta e mëkatit në fillim duket e lehtë dhe e këndshme por pastaj vërtetohet e vështirë dhe rëndë. Të mbush me mërzi dhe hidhërim, të çon në vështirësi  dhe probleme të cilat janë të patejkalueshme. Këtë konstatim e dëshmojnë shembuj të pafund nga jeta jonë e përditëshme, ashtu siç është dhe eksperienca jonë personale. Pak presion na duhet në fillim. 
Kreshmë të mbara për pjesën në vazhdim. 
Arkim. Epifanios Haxhijanku

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Παραλείψεις και ενέργειες για τους άταφους ήρωες του Έπους 1940-41

«ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΧΡΕΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΤΑΦΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940»
του Γεωργίου Ι. Σούρλα,
πρ. Υπουργού – Αντιπροέδρου της Βουλής

  Η έναρξη των διαδικασιών για την αναζήτηση και τον ενταφιασμό των πεσόντων, κατά το Έπος 1940-41 , στην Β. Ήπειρο δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες για την μεγάλη αυτή εκκρεμότητα 78 χρόνων.

  Το μαρτύριο  των ηρώων δεν σταμάτησε με την τελευταία τους πνοή, αλλά συνεχίζεται 77 ολόκληρα χρονιά για τους 7.976 πεσόντες και επιβάλλεται να ασχοληθούμε με τα επιγενόμενα του Έπους.

  Αν επισκεφθείς τα πεδία των μαχών της βορείου Ηπείρου, βρίσκεσαι μπροστά σε διάσπαρτα οστά, προσωρινούς τάφους, ομαδικούς όπως αυτός στην Κλεισούρα, που άρχισε η εκταφή μετά την Συμφωνία Ελλάδος – Αλβανίας με 620 μαχητές, στην Πρεμετή με 1400 κα.  Εκ των πραγμάτων δημιουργούνται ερωτηματικά. Τι έγινε πριν και μετά τον πόλεμο, τι κάνουμε εμείς οι Αλβανοί, οι Ιταλοί; Πώς φθάσαμε σε μια κατάσταση πού χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεβασμού στους νεκρούς, στερείται ανθρώπινης ευαισθησίας,  θρησκευτικού και πατριωτικού καθήκοντος.

Η ΑΝΑΛΓΗΤΗ  ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ


  Για τον εντοπισμό και προσωρινή ταφή των πεσόντων και την περισυλλογή των οστών ενδιαφέρθηκαν οι Βορειοηπειρώτες αμέσως μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων με κίνδυνο της ζωής τους, γιατί οι αλβανικές αρχές είχαν απαγορεύσει ρητά κάθε ανάλογη ενέργεια. Το σκληρό ολοκληρωτικό καθεστώς όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε από στοιχειώδη ανθρώπινη ευαισθησία να περισυλλέξει τα οστά, αλλά τιμωρούσε όποιον αποπειράτο να αψηφήσει τις εντολές του.

  Δεν κατανόησαν ότι ο μοναδικός τρόπος για να εξιλεωθούν  για την στάση τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα έναντι των Ιταλών, ήταν να φροντίσουν τουλάχιστον τους νεκρούς του πολέμου. Δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι είχαν υποδεχθεί με πανηγυρισμούς τους Ιταλούς (μικρή και εξαρτημένη χώρα άλλωστε χωρίς προγονικές παρακαταθήκες) – όσο το ότι συγκρότησαν ομάδες εθελοντών, που στάθηκαν στο πλευρό των ιταλικών δυνάμεων στις επιθέσεις του εναντίον του ελληνικού στρατού.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ


  Ενώ στο σχέδιο προετοιμασίας για την αναχαίτιση των ιταλικών δυνάμεων είχε προβλεφθεί ότι οι νεκροί θα ήταν πολλοί, δεν ελήφθησαν τα απαραίτητα μέτρα πριν τις επιχειρήσεις, αλλά ούτε και αργότερα εφαρμόστηκαν οι στρατιωτικοί κανονισμοί και οι διεθνείς υποχρεώσεις. Δεν είχε ληφθεί, για παράδειγμα, μέριμνα για τον εφοδιασμό των Ελλήνων στρατιωτών με μεταλλικές ταυτότητες, όπως έφεραν όλοι οι Ιταλοί, αλλά μόνο των Ελλήνων αξιωματικών, ένα μέτρο που θα διευκόλυνε την αναγνώριση ακόμη και σήμερα.

  Κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν εφαρμόσθηκαν για την ταφή των νεκρών οι προβλέψεις των στρατιωτικών κανονισμών, έτσι ώστε να είναι εφικτή αργότερα η αναγνώριση των χώρων ταφής με τα στοιχεία του κάθε μαχητή κατά την εκταφή.

ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


  Οι Ιταλοί, μετά τη σύμπτυξη του ελληνικού στρατού, τον Μάιο του 1941, όντας κυρίαρχοι στην Αλβανία, αφού συγκρότησαν ειδική μονάδα του Μηχανικού δυνάμεως 500 Ιταλών στρατιωτικών, 20 ιερέων και 1000 Αλβανών, προχώρησαν σε συστηματική έρευνα για τον εντοπισμό των νεκρών τους, που διήρκεσε έως τον Νοέμβριο του 1942. Κατασκεύασαν κατ' αρχήν νεκροταφεία, στα οποία συγκέντρωσαν Ιταλούς και όσους Έλληνες πεσόντες εύρισκαν κατά τη διάρκεια των ερευνών τους.
Στη συνέχεια οι Ιταλοί, από το 1960 έως το 1965, ύστερα από άδεια των αλβανικών αρχών, παρέλαβαν τα οστά των συγκεντρωμένων στα νεκροταφεία πεσόντων τους και τα μετέφεραν στην Ιταλία.

  Ο προσδιορισμός των νεκρών βασίστηκε, κυρίως, στις μεταλλικές ταυτότητες, που έφεραν, όμως, μόνο οι Ιταλοί στρατιώτες και οι Έλληνες αξιωματικοί. Τα οστά των Ελλήνων, που δεν αναγνωρίστηκαν, τοποθετήθηκαν σε ξύλινα κιβώτια, που έφεραν μεταλλική πινακίδα, που έγραφε «Άγνωστος Έλληνας πολεμιστής».

ΆΓΝΟΙΑ Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ


  Ένα έγγραφο του ΓΕΣ, αλλά και μαρτυρίες καθημερινές, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τη θέση της άγνοιας πήρε στη συνέχεια η αδιαφορία. Σε έγγραφο του 1ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ, το υπ’ αριθ. Φ.485/20/49802/6-6-79 αναφέρεται: «Δεν είναι πρακτικώς δυνατόν σήμερον να ευρίσκονται άταφοι, έστω και λείψανα πεσόντων προς ανακομιδήν τούτων εις την Ελλάδα, λόγω του διαρρεύσαντος έκτοτε μακρού χρόνου».

  Αυτή ήταν η απάντηση σε επιστολή του Πανηπειρωτικού Συνδέσμου Εποποιίας Καλαμά - Καλπακίου - Αώου «Το Όχι 1940-41».

ΜΕΤΑ ΑΠΟ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ


  Το ελληνικό Κράτος ασχολήθηκε επισήμως, με την ανεύρεση πρόχειρων τάφων και την αναζήτηση άταφων οστών πεσόντων του ελληνικού στρατού στη Βόρειο Ήπειρο, για πρώτη φορά το 1990. Οι ενέργειες, όμως, δεν απέδωσαν, λόγω της αρνητικής στάσης της αλβανικής πλευράς.

  Το 1997 επιτεύχθηκε μία καταρχήν συμφωνία για την κατασκευή νεκροταφείων στην Κλεισούρα και την Κορυτσά και τη συντήρηση του υπάρχοντος στο Βουλιαράτι.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ


  Μετά από αυτές τις εξελίξεις το 2004, ξεκίνησε ένα οδοιπορικό καταγραφής στοιχείων, πληροφοριών, μαρτυριών και προσωπικών διαπιστώσεων στα πεδία των μαχών της Β. Ηπείρου.  Στοιχεία, που αποτυπώθηκαν σε δύο βιβλία, εργαλεία ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και παρεμβάσεων που παρουσιάστηκαν σε 80 και πλέον εκδηλώσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ένας αγώνας 13 χρόνια, με ποικίλες αντιδράσεις και διακυμάνσεις, αλλά σταθερά προσηλωμένος στην επιδίωξη αποκατάστασης αυτής της εκκρεμότητας.

  Ήρθε η ώρα του τιμητικού ενταφιασμού, αλλά και η ώρα του καθήκοντος να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους για μια Ελλάδα ελεύθερη και περήφανη.


  Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Kontranews (18.2.2018).

Δάσκαλοι του σχολείου της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τιράνων

Ιερείς και ενορίτες στον Ι. Ν. Αγίου Προκοπίου Τιράνων
Ο Γρηγόριος Σταυρίδης (Παραλίτσας) από την Αχρίδα, γράφει:
''Μετά από δυο μήνες ήρθε ο αχριδιανός Σίμος Τσέβλαρης από τα Τίρανα και είπε πως οι Τιρανέζοι ψάχνουν για δάσκαλο με διόμισι χιλιάδες γρόσια. Το ποσό μου φάνηκε αστρονομικό.
- Τι λες, μανούλα;
- Πήγαινε.
Εκείνη έκανε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για το ταξίδι, μου έδωσε μουσαμάδες για να τυλίγω το πονεμένο μου πόδι και φιλώντας με στα μάτια και στο πρόσωπο μου έδωσε την ευχή της. Έκλαιγα, τα μάτια όμως, όπως και στον Όμηρο, έστεκαν σαν κέρατα ή σαν σίδερο: για να μου δώσει θάρρος έκρυβε τα δάκρυα της. 
Έφθασα στα Τίρανα. Εκεί με πλάκωσε η νοσταλγία (πόνος για την πατρίδα). Ήμουν δεκαοχτάρης και ξενιτευόμουν για πρώτη φορά. Τη νύχτα έκλαιγα συχνά όλη την ώρα για την μάνα. Για να την παρηγορήσω, βιάστηκα να της γράψω πως στα Τίρανα βρήκα μιαν αξιοσέβαστη μπάμπω, που μου υποσχέθηκε πως θα με γιατρέψει εντελώς.
Για καλή μου τύχη ξενιτευόταν στα Τίρανα και ο Σίμος, που τον θεωρούσα σαν πατέρα μου και δίδασκα το γιό του σαν να ήταν αληθινός αδερφός μου. Όταν τελείωσε η χρονιά, αποφάσισα να εκπληρώσω την παλιά μου επιθυμία, να πάω στην Αθήνα. 
[ ] Εκείνη την εποχή, πάντως, ηχούσε σ' εμάς μόνον το όνομα της Αθήνας και των Ιωαννίνων.
[ ] Να ομολογήσω πάντως και τούτο: Πήγα στην Αθήνα, όχι μόνο για να σπουδάσω [ιατρική] αλλά και για να γιατρευτώ, επειδή νόμιζα πως πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχουν καλύτεροι γιατροί από τους Αθηναίους, όπως δεν υπάρχει καλύτερος ποιητής στον κόσμο από τον Όμηρο. Διαφορετικά, ίσως να μη μου το επέτρεπε και η μητέρα μου.
Ξεκίνησα τον Αύγουστο του 1849 με χίλια πεντακόσια γρόσια[1].

Ο Κωνσταντίνος Νίσκου ήταν δάσκαλος και ο πρώτος διανοούμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τιράνων, της οποίας τα μέλη ήταν κυρίως Βλάχοι που κατάγονταν από τον νότο (Μπελίτσα, Γκραμπόβα, Μοσχόπολη κ.α.). Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Νίσκου προέρχονταν από την Γκραμπόβα. Από το 1900 ήταν διευθυντής του επτατάξιου ελληνικού σχολείου της κοινότητας (πρωτοβάθμια εκπαίδευση). Οι μαθητές που ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, παρακολουθούσαν την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο ελληνικό γυμνάσιο του Μοναστηρίου ή των Ιωαννίνων. Ο Δημήτριος Μπεντούλης αναφέρει ότι ''ο Κωνσταντίνος Νίσκου ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος και όταν άνοιξε αλβανικό σχολείο στα Τίρανα, όχι μόνο δεν εμπόδισε τους μαθητές του (ελληνικού) σχολείου της κοινότητας αλλά τους ενθάρρυνε να πάνε σ' αυτό για να μάθουν την ομιλούμενη γλώσσα και την αλβανική γραφή''[2], γεγονός που υποδηλώνει ότι ως τότε δεν γνώριζαν αλβανικά. 
Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι, η ελληνορθόδοξη κοινότητα Τιράνων ήταν μικρή και ανίσχυρη για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της όταν λήφθηκε η απόφαση κατάργησης του ελληνικού σχολείου και ενοποίησης της εκπαίδευσης των πολιτών. Το 1904, σύμφωνα με το μητρώο της συγκεκριμένης κοινότητας, στην πόλη των Τιράνων υπήρχαν συνολικά 724 ορθόδοξοι, περίπου 140 οικογένειες -κυρίως Βλάχων[3]. Η πρώτη απογραφή της πόλης, που διενεργήθηκε λίγα χρόνια αφού έγινε πρωτεύουσα (περίπου το 1920), έδειξε συνολικό πληθυσμό 10.845[4]. Οι βλαχόφωνοι των Τιράνων, όπως αποκάλυψε μέσα από αρχειακές πηγές η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Νικολαϊδου, υφίσταντο πιέσεις από τους μπέηδες της περιοχής για να ενδώσουν στην ρουμανική προπαγάνδα που επιδίωκε να πετύχει την καταγραφή τους με τον χαρακτηρισμό τους ως ''Βλαχ μιλιέτ'' όταν, κατά τις αρχές του 1906, θα διενεργόταν από την τουρκική κυβέρνηση γενική απογραφή του πληθυσμού. Επίσης όπως ανέφεραν οι ίδιοι, χρησιμοποιήθηκε από τους μπέηδες και βία εναντίον τους, πέντε χρόνια νωρίτερα, προκειμένου να ενδώσουν. Πρόσθεσαν ακόμη ότι, στο παρελθόν είχε γίνει και απόπειρα δελεασμού τους με χρήματα[5].

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Αναστάση Τοπάλη από την Μπελίτσα (βλαχοχώρι δυτικά της Στρούγκας):
''Παρεμ­πιπτόντως αναφέρω, ότι ο πατέρας μου, έμπορος στα Τίρανα 'Αλβανίας επί πολλά έτη, φιλομαθής κι αυτοδίδακτος, είχε πλουτίσει τη βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία. ’Έτσι υπήρχαν σ’ αυτή το Ψαλτήρι, η ’Οκτώηχος, ο ’Απόστολος κ.ά., που στις πρώτες σελίδες ανέγραφαν τα 24 γράμματα του αλφαβήτου με κόκκινα γράμματα. Με αυτά μάθαιναν στο παλιό σχολείο ανάγνωση και γραφή. Σώζονταν βιβλία τυπωμένα στο τυπογραφείο Μοσχοπόλεως παλιά κι ένα λεξικό ελληνο-αλβανικό που συγγραφέας του ήταν, όπως ενθυμούμαι καλά, ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης. Αυτός ήταν δάσκα­λος, τελειόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής Κωνσταντινοπόλεως, καταγόταν από το Έλμπασάν και δίδαξε στα σχολεία της πατρίδας του, αλλά και των Τιράνων πολλά χρόνια. Κοντά του ο πατέρας μου, στενός φίλος του, μορφώθηκε όσο μπόρεσε''[6]. 
Ο Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης (''λογοτεχνικό'' ψευδώνυμο) γεννήθηκε στο Ελβασάν, το 1827 ή 1830, και προερχόταν από την οικογένεια αργυροχρυσοχόων Νέλκου, πιθανώς σύντομη μορφή του επωνύμου Νεδέλκος[7] -που συναντάται κυρίως σε Έλληνες του μακεδονικού χώρου*. Να σημειωθεί ότι, στο Ελβασάν της Βορείου Ηπείρου ένας από τους µεγαλύτερους δρόµους ονοµαζόταν «Λεωφόρος των Ελλήνων χρυσοχόων»[8]. Η οικογένεια Νέλκου αναφέρεται για πρώτη φορά το 1723. Ο πατέρας του Χριστοφορίδη ονομαζόταν Αναστάσιος Νέλκος και η μητέρα του Βασιλεία. Ολοκλήρωσε το ελληνικό δημοτικό σχολείο στην γενέτειρα του και στη συνέχεια φοίτησε στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων[9]. Η πορεία του Χριστοφορίδη, μιάς μάλλον τυχοδιωκτικής μορφής (κινούμενου μεταξύ Ιωαννίνων, Σμύρνης, Μάλτας Κωνσταντινούπολης, Τύνιδας, Τιράνων), άλλαξε άρδην μετά την γνωριμία του με τον Αυστριακό πρόξενο στα Γιάννενα Johann Georg von Hahn και τον προσηλυτισμό του στον προτεσταντισμό. Υποστήριζε την πελασγική προέλευση των Αλβανών, αλλά και τους δεσμούς τους με τους Έλληνες, απόψεις που σήμερα ουδείς επιστήμονας αποδέχεται πλέον και θεωρούνται τουλάχιστον ξεπερασμένες[10].

Ο Γεώργιος Πάνου του Αλεξάνδρου γεννήθηκε στα Τίρανα το 1893 από οικογένεια της ελληνορθόδοξης κοινότητας, η οποία αναφέρεται στον κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Προκοπίου που είχε χτίσει η κοινότητα ήδη από το 1780. Η οικογένεια Πάνου είλκε την καταγωγή της πιθανώς από την Μπελίτσα, από την οποία προέρχονταν κι ορισμένες άλλες οικογένειες που μετακινήθηκαν για εμπορικούς σκοπούς στα Τίρανα, το Δυρράχιο κ.α.[11]. Ο Γ. Πάνου ολοκλήρωσε την επταετή εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο Τιράνων και συνέχισε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο ελληνικό γυμνάσιο του Μοναστηρίου. Μετά την αποφοίτηση του, το 1912, εργάστηκε για λίγο ως δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο της γενέτειρας του. Το 1913, όταν αποφασίσθηκε η κατάργηση του σχολείου της ελληνορθόδοξης κοινότητας, διορίσθηκε διευθυντής του αλβανικού σχολείου. Συμμετείχε στον Σύλλογο "Bashkimi" υπό την ηγεσία του Avni Rustemi. Το 1924 παρακολούθησε το πρώτο συνέδριο των εκπαιδευτικών που πραγματοποιήθηκε στα Τίρανα. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην επανάσταση του Ιουνίου που ανέτρεψε την κυβέρνηση του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου. Αυτό επιτεύχθηκε υπό την ηγεσία του Φαν Νόλι (πραγματικό όνομα: Θεοφάνης Μαυρομάτης), για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια. Μεταξύ των επιδιώξεων του κινήματος του Νόλι ήταν και η αναδιοργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης σε εθνική βάση[12]. Την ιδια περίοδο που κάποιοι ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι Έλληνες απορροφούνταν στο αλβανικό εθνικό κίνημα, παρόμοιες περιπτώσεις καταγράφονται ακόμα και με σερβόφωνους εκείνης της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Millosh Gjergj Nikolla, ο οποίος είχε ως μητρική γλώσσα τη σερβική, είχε φοιτήσει σε σερβικά και ρωσικά εκπαιδευτικά ιδρύματα για να εξελιχθεί αργότερα σε Αλβανό δάσκαλο και ποιητή, ο οποίος έγραφε στα αλβανικά έντυπα υπό το ψευδώνυμο Migjeni[13]. Το 1926-27, ο Γ. Πάνου επιλέχθηκε από τους δασκάλους των Τιράνων ως πρόεδρος της Ένωσης Εκπαιδευτικών. Το 1936, κατά την βασιλική περίοδο, μετατίθεται στην Κρούγια ως οπαδός του Νόλι και κυρίως λόγω της επιρροής που ασκούσε στους συντοπίτες του και ιδιαίτερα στην μαθητική νεολαία. Κατά την διάρκεια του Β' ΠΠ συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα και το σπίτι του αποτέλεσε βάση, αλλά και τα παιδιά του Ουρανία και Αριστείδης θεωρούνται ηρωικοί μάρτυρες. Μετά τον πόλεμο συμμετείχε στο Δημοκρατικό Μέτωπο και εξελέγη βουλευτής στο αλβανικό κοινοβούλιο[14].

* Το επώνυμο Νεδέλκος σημαίνει ''Κυριάκος'', είναι δάνειο από την σλαβική γλώσσα ( < ne-dělja, άπρακτος ημέρα, δηλ. μη εργάσιμη, Κυριακή), βλ. π.: Το γλωσσικό ιδίωμα γηγενών σε περιοχές της Μακεδονίας, ethnologic.blogspot.gr.

[1] Γκριγκόρ Παρλίτσεφ, Αυτοβιογραφία, Εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2000, σελ. 60-62.
[2] Kodiku i kishës së Shën Prokopit të Tiranës: 1818-1922, Dhimitër Beduli, Tiranë: Botues; Kisha Orthodokse Autoqefale e Shqipërisë, viti 1997.
[3] Jovan Bizhyti, Bashkësia ortodokse e Tiranës, βλ.: gazetadita.al
[4] Τίρανα, el.wikipedia.org
[5] Αχ. Λαζάρου, Ελληνισμός και Λαοί Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Τόμος Β', Αθήνα 2009, σελ. 56-57.
[6] Αναστάση Τοπάλη, Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα, σελ.22, βλ. εδώ
[7] Peter Bartl, Kristoforidhi Konstandin, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas. Bd. 2. Hgg. Mathias Bernath / Felix von Schroeder. München 1976, S. 506-507, βλ.: biolex.ios-regensburg.de
[8] Ελληνικός χρυσός και χρυσοχοϊα - Νεοελληνική περίοδος, βλ.: vlahofonoi.blogspot.gr
[9] Peter Bartl, Kristoforidhi Konstandin, in: Biographisches Lexikon zur Geschichte Südosteuropas. Bd. 2. Hgg. Mathias Bernath / Felix von Schroeder. München 1976, S. 506-507, βλ.: biolex.ios-regensburg.de
[10] Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη, Η καταγωγή των Αλβανών και οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες, Εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2014, σελ. 266.
[11] Αναστάση Τοπάλη, Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα, σελ. 10-11 & 56, βλ. εδώ
[12] Το φαινόμενο Θεοφάνης Μαυρομάτης (Φαν Νόλι) - Η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, pelasgoskoritsas.gr
[13] Migjeni, albanianliterature.net
[14] Kodiku i kishës së Shën Prokopit të Tiranës: 1818-1922, Dhimitër Beduli, Tiranë: Botues; Kisha Orthodokse Autoqefale e Shqipërisë, viti 1997.

Παπαστεργίου Δέσποινα
Vlahofonoi@gmail.com
 

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Οι Αλβανοί ονομάζουν ‘ιλλυρικά’ ελληνικά αγάλματα!


«Δύο ιλλυρικά «ελληνικά» αγάλματα που βρέθηκαν στις 16 Αυγούστου 1972 στην ακτή της Καλαβρίας (Ιταλία)», γράφει το δημοσίευμα της Κυριακής 19 Φεβρουαρίου 2018



Με τίτλο «Δύο αγάλματα Ιλλυρικά «ελληνικά» βρέθηκαν στις 16 Αυγούστου 1972 στην Καλαβρία (Ιταλία)» το αλβανικό κείμενο αναφέρεται στην ανακάλυψη αρχαίων  ελληνικών αγαλμάτων στα ρηχά νερά των ακτών της νοτίου Ιταλίας.



«Εκείνη την εποχή κλονίσθηκε η παγκόσμια κοινή γνώμη από την ανακάλυψη των έργων αυτών, αλλά ποιοι ήταν εκείνοι που έκαναν τέτοια θαυμάσια έργα στην αρχαιότητα που και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό των επισκεπτών από όλον τον κόσμο;»


Η ανακάλυψη έγινε στη διάρκεια κατάδυσης στις ακτές της Ριάτσε στο Ρήγιο της Καλαβρίας  από τον Στέφεν Μαριοτίνι, σε βάθος περίπου 8 μέτρων. Εντοπίστηκε τότε ο αριστερός βραχίονας ενός χάλκινου αγάλματος.


Σε έρευνα λίγων ημερών βρέθηκε όχι μόνο ολόκληρο το άγαλμα του  εντοπισμένου βραχίονα αλλά βρέθηκε και ακόμη ένα.


 Ονόματα στα δύο αγάλματα που φιλοτεχνήθηκαν τον 5οαιώνα π.Χ.,  δόθηκαν συμβολικά, «Ποσειδώνας του Αρτεμισίου» και «Ηνίοχος των Δελφών». 

Τα ευρήματα ήταν χάλκινα γλυπτά τα σπανιότερα του είδους τους σε όλο τον κόσμο, τα οποία κατασκεύασαν Ιλλυριοί καλλιτέχνες (Έλληνες) πριν από την εποχή μας  στην «Magno ilire» (ελληνική) κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ., λέει το αλβανικό κείμενο


(Το μπερδεμένο αυτό κείμενο που προσπαθεί να αναμείξει με γελοίο τρόπο τους Ιλλυριούς και την Ιλλυρία με τα ελληνικά αγάλματα της πάλαι ποτε  Μεγάλης Ελλάδας στη Νότιο Ιταλία που την αποκαλούν «Magnoilire» δηλαδή ‘Μεγάλη Ιλλυρία’!  είναι ενδεικτικό του αλβανικού εθνικισμού που διακατέχει την μετακομμουνιστική Αλβανία, που κάθε τι ελληνικό το ονομάζουν «Ιλλυρικό», όπως  κάνουν οι Σλάβοι των Σκοπίων που τα βαπτίζουν κάθε τι ελληνικό ως σλαβικό - ακόμη και τους Ολύμπιους θεούς - ως …προγόνους τους)

Πηγές: zgjohushqiptar.info, njekomb.com

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση μόνον με αναφορά  της ενεργής ηλεκτρονικής διεύθυνσης  του ιστολογίου
παραγωγήςhttp://www. mikres-ekdoseis.gr

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους

Μιχάλης Στούκας

Είναι οι Βλάχοι λατινόφωνοι Έλληνες; - Τι αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές; - Η γλώσσα των Βλάχων


Με ένα ακόμα…επίμαχο και πολυσυζητημένο θέμα θα ασχοληθούμε σήμερα. Με τους Βλάχους. Με την καταγωγή και την ιστορία τους. Τις αναφορές γι’ αυτούς σε βυζαντινές πηγές. Την προέλευση της ίδιας της λέξης «Βλάχος» αλλά και της λέξης «Αρμάνοι» με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι. Αλλά και την «πορεία» τους στο πέρασμα των αιώνων.


Ποιοι είναι οι Αρμάνοι – Βλάχοι;



Όπως γράφει ο πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νικόλαος Μέρτζος, βλάχος κι ο ίδιος στην καταγωγή, στο βιβλίο του «Οι Αρμάνοι Βλάχοι», έκδ. της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, 2010, «ο όρος Βλάχοι αποτελεί ετεροπροσδιορισμό. Έτσι ορίζονται από τρίτους όσοι αυτόχθονες αρχαίοι πληθυσμοί, προ πάντων ορεσίβιοι αλλά και αστοί, λατινοφώνησαν στην προφορική αποκλειστικά λαλιά τους επειδή υπηρέτησαν όλη τη ζωή τους ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Επί μακρούς αιώνες παρέμειναν επίμονα ενδογαμικοί, δηλαδή παντρεύονταν μονάχα μεταξύ τους, και, γι’ αυτό, διατήρησαν ανόθευτη τη γηγενή καταγωγή τους. Ανέκαθεν εμείς οι αποκαλούμενοι Βλάχοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Αρμάνοι, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κατά τους τελευταίους αιώνες της επονομαζόταν και Ρωμανία. Ως Ρωμαίοι, άλλωστε, αυτοπροσδιορίζονται επί χίλια διακόσια και άνω χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα αυτοπροσδιορίζονται, επίσης, ως Ρωμιοί. Αρειμάνιοι στην ελληνική γλώσσα σημαίνει αγέρωχοι πολεμιστές. Και ανέκαθεν οι Βλάχοι ήμασταν πολεμιστές». 


Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, ο Πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, Καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, γράφει: «…οι Βλάχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη εθνοτική ομάδα ή ως μια πληθυσμιακή ομάδα διχασμένη από τις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μια γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας».

Η άποψη αυτή, που θεωρείται σήμερα η πλέον ορθή, δεν ήταν πάντα αποδεκτή.

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Ν. Α. Βέης, ο Π. Αραβαντινός κ.ά. έχοντας ως μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα των Βλάχων και την ομοιότητά της με τη ρουμανική, θεωρούσαν ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, έχουν κοινή καταγωγή με τους Βλάχους των περιοχών γύρω από τον Δούναβη και τον Αίμο της Βουλγαρίας. Αντλώντας επιχειρήματα από τους βυζαντινούς χρονογράφους Κίνναμο, Κεκαυμένο και Χαλκοκονδύλη, δέχονται ότι οι βλαχόφωνοι της Βόρειας Ελλάδας, μετοίκησαν σ’ αυτή από την περιοχή του Δούναβη.


Ο Γιώργης Έξαρχος, στο δίτομο έργο του «Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)», θεωρεί ως ορθότερη ερμηνεία της προέλευσης των Βλάχων, αυτή που έδωσε το 1832 ο Κωνσταντίνος Κούμας. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Λαρισαίος εκπαιδευτικός και Διδάσκαλος του Γένους: «Ό,τι συνέβη εις τους επέκεινα του Ίστρου, Δάκας και Γέτας, είχεν πολύ πρότερον να γίνεται εις τους εντεύθεν του Ίστρου (=Δούναβη) λαούς […]. Αποτέλεσμα τούτων ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες, έμαθον την γλώσσαν των νικητών των (ενν. των Ρωμαίων) και πολλοί έχασαν την ιδικήν των. Εις μόνον τας μεγάλας πόλεις αντείχεν η Ελληνική Γλώσσα. Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα ΒΛΑΧΟΙ» (Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων», εν Βιέννη 1832, τόμος ΙΒ’ σελ. 520-521).

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πάρα πολλές απόψεις ακόμα. Αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε. Ας δούμε τώρα την προέλευση της λέξης «Βλάχοι».


Η ετυμολογία της λέξης Βλάχος

Για την προέλευση της λέξης Βλάχος, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Θα αναφέρουμε εδώ, τις κυριότερες από αυτές.

i. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη Βλαχά (ή βληχή) = το βέλασμα
ii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλαχάν ή βλίχαν(ος) ή βλίκανον = ο βάτραχος
iii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλάχνον ή βλάχρον ή βλαχρόν ή βλάθρον ή βλήχρα ή βλήχρον = το φυτό φτέρη
iv. Προέρχεται από τη λατινική λέξη flaccus = αυτός που έχει μεγάλα αφτιά
v. Προέρχεται από την ελληνική λέξη Βράχος
vi. Προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη φελάχος = ποιμένας, βοσκός. Η θεωρία αυτή, με βασικό υποστηρικτή τον διαπρεπή αρχαιολόγο και εθνολόγο Αντώνιο Κεραμόπουλλο (1870-1961), φαίνεται ότι δεν ευσταθεί.

Μια άλλη εκδοχή, θέλει τη λέξη Βλάχοι να προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volci. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί πρώτα τους Κέλτες και μετέπειτα όλους τους λατινόγλωσσους Ρωμαίους και μη Ρωμαίους γείτονές τους.


Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2009, γράφει τα εξής:

Βλάχος < σλαβ. Vlaha  < παλ.γερμ. Wal(a)h < λατ. Volcae (> ελυστ. Ουάλκαι), ονομασία κελτικού φύλου που είχε εκλατινιστεί και ζούσε υπό γερμανική κυριαρχία.
Και συνεχίζει με μία «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ»
Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι (Arman «Ρωμαίοι») του ελληνικού χώρου προέρχονται από πληθυσμούς που είχαν εκλατινιστεί κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και μιλούν λατινογενή διάλεκτο, συγγενή προς τα Ρουμανικά. Η  λατ. ονομασία Volcae (απ’ όπου το μεσν. Βλάχοι), που αναφερόταν στους Κέλτες υπηκόους της Ρωμαϊκής και αργότερα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί την αφετηρία στην οποία ανάγονται τα ονόματα διαφόρων σημερινών κελτικών υπολειμμάτων στην Ευρώπη, π.χ. Ουαλοί (Welsh, Μ. Βρετανία), Βαλόνοι (Wallons, γαλλόφωνοι του Βελγίου), Γαλάτες (Gaylois, Γαλλία).

Οι Γερμανοί, και στη συνέχεια όλοι οι Σλάβοι, ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς ανεξάρτητα από την καταγωγή καθενός απ’ αυτούς. Η δε Πολωνία μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία!

Βυζαντινές πηγές για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους

Ο πρώτος που χρησιμοποιεί βλάχικες λέξεις, στο έργο του «Περί Κτισμάτων», είναι ο ιστορικός Προκόπιος, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού 6ος αιώνας.

Περίπου την ίδια εποχή, ο Ιωάννης Λυδός, λατινομαθής, νομικός και φιλόσοφος (περ. 490-578), αποκαλύπτει την ύπαρξη λατινόφωνων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες. Στο έργο του «Περί των Αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας», αναφέρει ότι: «Υπήρχε παλιός νόμος όσα γίνονταν από τους επάρχους, ακόμα και από τις άλλες αρχές, να λέγονται στην ιταλική γλώσσα…και όσα γίνονται στην περιοχή της Ευρώπης (έτσι ονομαζόταν εκείνη την εποχή η Βαλκανική) διαφύλαξαν την αρχαιότητα από ανάγκη, διότι οι κάτοικοί της, αν και ήταν στο μεγαλύτερο μέρος έλληνες, μιλούσαν ιταλικά («τη των Ιταλών φθέγγεσθο φωνή», γράφει στο πρωτότυπο) και ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι».


Διαπιστώνει λοιπόν ο Λυδός, ότι κατά τον 6ο αιώνα, στα Βαλκάνια ομιλείται η ιταλική (λατινική) γλώσσα, όχι μόνο από τους Έλληνες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Χερσονήσου του Αίμου αλλά κι από τους υπόλοιπους.

Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει την ελληνικότητα των λατινόφωνων – βλαχόφωνων πληθυσμών, πράγμα που καταρρίπτει τη ρουμανική προπαγάνδα ότι οι λατινόφωνοι λαοί των Βαλκανίων είναι ρουμανικής καταγωγής. 



Επόμενη μαρτυρία για βλάχικες λέξεις, προέρχεται από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο οποίος άκμασε μεταξύ 610 και 640. Αναφερόμενος σε εκστρατεία του στρατού της Ρωμανίας (Βυζαντίου), υπό τον στρατηγό Κομεντιόλο εναντίον των επιδρομέων Αβάρων, στην περιοχή Κορνομπάτ Αετού (δυτικά της Μεσημβρίας), που έγινε το 589, γράφει τα εξής:

Θέλοντας να αιφνιδιάσει τους Αβάρους, ο Κομεντίολος, διέταξε τους στρατιώτες του να τους επιτεθούν πριν ξημερώσει. Κάποια στιγμή, το φορτίο ενός από τα μεταγωγικά ζώα έγειρε και κάποιος φώναξε στον οδηγό του ζώου «ρετόρνα, ρετόρνα, φράτερ». Η φράση αυτή σημαίνει στα αρμάνικα – βλάχικα «γέρνει, γέρνει (ενν. το φορτίο) αδελφέ».

Δημιουργήθηκε αδικαιολόγητος πανικός στο στράτευμα, καθώς «οι στρατιώτες νόμισαν ότι τους διατάσσουν να κάνουν μεταβολή λόγω αιφνιδιαστικής εμφάνισης άλλου εχθρού. Γύρισαν λοιπόν τότε προς τα πίσω κραυγάζοντας «επιχωρίω γλώττη…ρετόρνα».

Αυτό οφειλόταν, στο ότι η λέξη ρετόρνα, εκλήφθηκε από πολλούς ως εντολή να γυρίσουν πίσω, ενώ είχε τη σημασία «έλα πίσω» (να δεις τις αποσκευές που θα πέσουν από το ζώο). Το ίδιο περιστατικό, περιγράφει και ο Θεοφάνης, σπουδαίος Βυζαντινός ιστορικός: «Τόρνα, τόρνα, φράτρε και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες».

Η περιγρφή του Θεοφάνη και η χρήση της λέξης «τόρνα», είναι πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και το γλωσσικό ιδίωμα των Βλάχων.

Ο αυτοκράτορας, λόγιος, συγγραφέας και διανοούμενος, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912-953), γράφει για «ελληνίζοντες (που) και την πάτριον Ρωμαϊκήν γλώσσαν αποβαλλόντες».

Ο Πορφυρογέννητος αναφέρεται σε πληθυσμούς που επί των ημερών του απέβαλαν την πατρική τους γλώσσα, τη ρωμαϊκή. Δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες γι' αυτούς ωστόσο από όσα γράφει διαπιστώνουμε ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει μια διαδικασία "γλωσσικού απολατινισμού" πληθυσμών που είχαν εκλατινιστεί γλωσσικά τους προηγούμενους αιώνες.
Η πρώτη μνεία στην ύπαρξη Βλάχων γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό (11ος αιώνας) ο οποίος αναφερόμενος στον ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών και την οικογένειά του γράφει:
"Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρυς μετά τινών Βλάχων οδιτών".
Βέβαια δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς εννοούσε με τη λέξη "Βλάχοι" ο Κεδρηνός. 


Ο Σωκράτης Λιάκος γράφει:

"Εις την στενωπό Πισοδερίου έλαβε χώραν κατά το έτος 980 μ.Χ. περίπου και το γεγονός του φόνου του Δαυίδ, πρωτότοκου υιού του κόμητος Νικολάου, μέγα ισχύοντος παρά τοις Βουλγάροις όπως μας λέγει ο Σκυλίτζης εις την θέση Καλάς Δρυς, από Βλάχους οδίτας. Το όνομα τούτο Καλάς Δρυς ή Καλαί Δρυς ταυτίζεται με τα τοιούτα: Κάλεα ντι Ντούρους (Οδός Δυρραχίου) και Κάλεα ντι Ρίσσον (Δρόμος του Λυγκός) στη γλώσσα των τότε και σήμερα αρμανόγλωσσων (Βλαχόφωνων-Λατινομακεδονόγλωσσων) φυλάκων αυτής, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι οδοφύλακες της στενωπού αυτής ήσαν Αρμανόφωνοι= Βλαχόφωνοι= Λατινομακεδονόγλωσσοι, ό, τι είναι και μέχρι σήμερα".

Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος (976-1925) σε έγγραφο με την υπογραφή του (1020) που βρέθηκε στο Σινά, γράφει: "Θεσπίζομεν ταύτα πάντα κατέχειν τον αυτόν αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον και λαμβάνειν το κανονικόν αυτών πάντων και τον ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχων και των περί τον Βαρδάρειον Τούρκων όσοι εντός Βουλγαρικών όρων εισί…".
Ούτε όμως ο Βασίλειος διευκρινίζει ποιοι ακριβώς ήταν οι "ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχοι", με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να δώσουν διάφορες εκδοχές.

Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κεκαυμένος (11ος αι.) στο έργο του "Στρατηγικόν", δεν μιλά καθόλου κολακευτικά για τους Βλάχους, χαρακτηρίζοντάς τους γένος άπιστο, απειθάρχητο αλλά και ότι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος, συγγενικό με τους Δακορουμάνους.
Γράφει μεταξύ άλλων: "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν (το γένος των Βλάχων) προς τινά ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν (…) ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσαι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δουναβίου ποταμού και του Σάου (…) ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις".

Οι απόψεις του Κεκαυμένου προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στα νεότερα χρόνια. Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος γράφει:

"Δεν γνωρίζομεν αν ο βασιλεύς προήγαγε αυτόν εις ανώτερο αξίωμα δια τούτο" (την εμπαθή δηλαδή στάση του απέναντι στους Βλάχους. Και σε άλλο σημείο: "Ο Κεκαυμένος… τυφλούται εκ του μίσους κατά των αποστατούντων Βλάχων και αποδιοπομπούμενος μέχρι Δακίας και Σαύου το μισητόν γένος υβρίζει συλλήβδην Κουτσοβλάχους τε και Δάκας".
Το λάθος του Κεκαυμένου, είναι ότι ταυτίζει τους Βλάχους με τους Δακορουμάνους, γιατί τους θεωρεί ομόφυλους.

Η Άννα Κομνηνή, στο έργο της "Αλεξιάδα", δίνει πληροφορίες για τους Βλάχους της Θεσσαλίας:

«Και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών δια του βουνού των Κελλίων και την δημοσίων λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και του βουνού τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον, κατήλθεν εις Εζεβάν, χωρίο δε τούτον Βλαχικόν της Ανδρωνείας έγγιστα διακείμενου».


Σε άλλο σημείο, αναφέρεται στους Βλάχους του Αίμου, της Μακεδονίας και των περιοχών του Δούναβη:

"Νυκτός δε καταλαβόντος Πουδίλου τινός εκκρίτου των Βλάχων και την των Κομάνων δια του Δανούβεως διαπεραίωσιν απαγγείλοντος, δέον έκρινε αναζούσης της ημέρας μετακαλεσάμενος τους εκκρίτους των συγγενών τε και ηγεμόνων βουλεύασθαι ό,τι δει ποείν…Των γουν Κομάνων παρά των Βλάχων τας δια των κλεισουρών ατραπούς μεμαθηκότων και ούτω τον Ζυγόν ραδίως διεληλυθότων άμα τω τη Γολόνη προσπελάσαι ευθύς οι έποικοι ταύτης δεσμήσαντες τον την φυλακήν του κάστρου πεπιστευμένον παραδεδώκασι τοις Κομοίνοις…"

Και παρακάτω: "… και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους καλείν οίδε διάλεκτος) (και τους άλλοθεν εξ απασών των χωρών ερχομένους ιππέας τε και πεζούς".
Από όσα γράφει η Άννα Κομνηνή, προκύπτουν τα εξής:

Βορειότερα της Λάρισας, υπήρχε Βλαχοχώρι, που ονομαζόταν Εζεβάν. Υπήρχαν Βλάχοι κοντά στον Δούναβη, που ήταν γείτονες με τους Κουμάνους. Οι Βλάχοι ζούσαν ή κινούνταν κοντά στον Αίμο. Οι Βλάχοι έκαναν νομαδική ζωή, δεν διευκρινίζει όμως αν ήταν ή όχι λατινόγλωσσοι.

Ο Ιωάννης Κίνναμος, (1143 – 1185), θεωρεί τους Βλάχους αποίκους από την Ιταλία. Γράφει χαρακτηριστικά:

"Λέοντα δε τινά Βατάτζην επίκλησιν, ετέροθεν στράτευμα επαγόμενον άλλοτε συχνόν και δη και Βλάχων πολύν όμιλο οι των εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται, εκ των προς τω Ευξείνω καλουμένω Πόντω χωρίων εμβαλείν εκέλενεν εις Ουννικήν".
Ο Νικήτας Ακομινάτος – Χωνιάτης (13ος αι.), αναφέρεται σε Βλάχους της περιοχής του Αίμου, γράφοντας τα εξής:

"Και έλαθε δια σμικροπρέπειαν και άλλας μεν πόλεις καλαμησάμενος, αι κατ ' Αγχίαλον συνωκίζοντο, εαυτώ δε μάλιστα και Ρωμαίοις εκπολεμώσας τους κατά τον Αίμον το όρος Βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται"
Στο ποιητικό του έργο "Χρονική Ιστορία", ο μοναχός Εφραίμ Αίνιος, αναφέρεται συχνά στη Βλαχία και τους Βλάχους.

"Ων χάριν Μυσών εκταραχθέν πως έθνος κατ' Αίμον οικούν, οι κικλήσκονται Βλάχοι"
Αναφορές γίνονται ακόμα στον "Κώδικα Νόμων", του Στέφανου Δουσάν και στο ποίημα "Πουλολόγος" (14ος αι)

"Και αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι".

Ο ποιητής Ιωάννης Κατράρης, στο "Προς τον φιλόσοφον και ρήτορα Νεόφυτον", γράφει:
"Βούλη και μορφή ακούσαι;
Την μεν γέννην έστι Βλάχος,
Αλβανίτης δεν την όψιν,
Του δε σώματος την θέσιν.
Βουλγαροαλβανιτόβλαχος"
Μνεία για τους Βλάχους, γίνεται και σε λαϊκό τραγούδι του 10ου αιώνα.

Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (15ος αιώνας), θεωρεί (δεν αναφέρει πηγές ή αποδεικτικά στοιχεία), ότι το έθνος που κατοικεί στην Πίνδο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε εκεί από την Δακία. Το έθνος αυτό ονομάζεται Βράχοι. Στην Πίνδο, κατοικούν Βλάκοι, που είναι ομόγλωσσοι με τους Δάκες του Δούναβη και μοιάζουν μεταξύ τους. Οι Βράκοι ή Βλάκοι (Βλάχοι) ζουν ως ένοπλοι είναι διαιρεμένοι σε δύο περιοχές χώρες, η μία κοντά στον Δούναβη και η άλλη στην Μπογδανία (σημ. Μολδαβία!)

Η εμφάνιση του όρου "Βλαχία"

Ο όρος "Βλαχία", πρωτοεμφανίζεται στο "Οδοιπορικό" του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που το 1160, βρέθηκε ως περιηγητής στην Ελλάδα.

Επισκεπτόμενος τη Φθιώτιδα, συνάντησε Βλάχους που κατοικούσαν στα βουνά γύρω από τη Λαμία, τη δε Λαμία, που αποκαλεί Sinon Potamo= Ζητούνι, "κείται εις τους πρόποδας των αρέων της Βάχίας". δηλαδή στις υπώρειες της Όθρνος.

Σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' (1195 – 1203), αναφέρεται η "Provincia Valachie", ως  τμήμα της Θεσσαλίας.

Τέλος, στο κείμενο της "Partitio Romanie" (1204), όπου αναφέρονται οι περιοχές και οι χώρες που δόθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στον Βονιφάτιο Μομφερατικό, γίνεται μνεία στην "Provintia Blachie", τμήμα της Θεσσαλίας.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Βυζαντινές πηγές (πλην Κεκαυμένου και Χαλκοκονδύλη) δεν αναφέρονται σε κάθοδο Βλάχων από τη Δακία προς την Ελλάδα, κάτι που αποτέλεσε βασικό επιχείρημα της προπαγάνδας των Ρουμάνων, που ήθελαν να "οικειοποιηθούν" τους Βλάχους και να δημιουργήσουν μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα.
Από παντού προκύπτει ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι Έλληνες. Όσο για τη Βλαχία, τον όρο αυτό συναντάμε τον 12ο αιώνα, και αναφέρεται σε τμήματα της Θεσσαλίας και την περιοχή της Φθιώτιδας. Δεν υπάρχει ιστορική πηγή που να αναφέρει τον όρο Βλαχία σε περιοχές πάνω από τον Δούναβη ή σε περιοχές μεταξύ του Δούναβη και Αίμου μέχρι και τον 12ο αιώνα.
Σε άλλες επιστημονικές απόψεις για τους Βλάχους, στην πολιτική της Ρουμανίας στο θέμα αυτό, στο περιβόητο "πριγκιπάτο της Πίνδου" (1917) και τη "Ρωμαϊκή ή Βλάχικη Λεγεώνα" (1941), θα αναφερθούμε σύντομα, σε άρθρο στο protothema. gr 
Πηγές: Γιώργης Έξαρχος, "ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ ΑΡΜΑΝΟΙ" εκδόσεις Καστανιώτη 2001 (2 τόμοι)


Ορέστης Κουρέλης, "Βλαχόφωνοι Έλληνες", ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2010
Ντούσαν Πόποβιτς, "ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ"
"Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών", 2010.
Νικόλαος Μέρτζος, "Οι Αρμάνοι Βλάχοι", έκδ.
ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2010.
www.protothema.gr

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1423) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (253) Β Ήπειρος (239) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (61) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (45) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (24) πολιτική-politikë (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)