ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΉ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΟΡΘΌΔΟΞΗ ΤΩΝ ΚΟΡΥΤΣΑΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΏΝ - GAZETË ELEKTRONIKE, KULTURORE, HISTORIKE, ORTHODHOKSE E KORÇARËVE EPIROTË
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020
21 Νοεμβρίου. Τα Εισόδια της Θεοτόκου και η Εορτή των Ενόπλων Δυνάμεων!
Θετικές εξελίξεις για την υγεία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας
Στην Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας του «Ευαγγελισμού» συνεχίζει να νοσηλεύεται με κορωνοϊό από την Πέμπτη ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.
Σύμφωνα με ενημέρωση από τον διοικητή του νοσοκoμείου Αναστάσιο Γρηγορόπουλο, η κατάσταση του Αρχιεπισκόπου παραμένει σταθερή και ελεγχόμενη.
O Μακαριώτατος δεν παρουσιάζει πυρετό και λαμβάνει την ενδεδειγμένη φαρμακευτική αγωγή. H οξυγόνωσή του είναι ελεγχόμενη ενώ σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του, η διάθεσή του είναι καλή.
Σχετικά με την εξέλιξη της υγείας του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου, που νοσηλεύεται επίσης στον «Ευαγγελισμό», οι πληροφορίες του MEGA αναφέρουν ότι η κατάστασή του βελτιώνεται συνεχώς και εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να λάβει εξιτήριο.
Στο μεταξύ σήμερα ο «Ευαγγελισμός» εφημερεύει και η κατάσταση είναι πιεστική.
22α Νοεμβρίου, η 80η επέτειος της Απελευθέρωσης της Κορυτσάς Η μεγάλη νίκη του στρατού μας κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41
22α Νοεμβρίου, η
80η επέτειος της Απελευθέρωσης της Κορυτσάς
Η μεγάλη νίκη του στρατού
μας κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41
Ο
πρωταγωνιστής και Φρούραρχος της Κορυτσάς
Αντισυνταγματάρχης Πεζικού
Δημήτριος Π. Θεοδωράκης
Τα
ελληνικά στρατεύματα ύστερα από την ηρωική και επιτυχή αντιμετώπιση της
ιταλικής εισβολής στο μέτωπο της Ηπείρου και της Πίνδου, εξαπέλυσαν την
καθοριστική αντεπίθεση στις 14 Νοεμβρίου 1940 στον τομέα της Δυτικής
Μακεδονίας.
Κατά
τις πολεμικές επιχειρήσεις στα ελληνοαλβανικά σύνορα στην περιοχή της
Καστοριάς, συμμετείχε και το 53ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΧ Μεραρχίας
του Γ’ Σώματος Στρατού. Το Σύνταγμα αυτό ήταν συγκροτημένο κατά το μεγαλύτερο
μέρος από εφέδρους της Δυτικής Μακεδονίας (γνώστες της περιοχής) και είχε
Υποδιοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Θεοδωράκη. Ο έμπειρος και γενναίος
αξιωματικός οδήγησε το Σύνταγμα σε αποφασιστικές νίκες στην οροσειρά του
Μοράβα.
Στις
21 Νοεμβρίου τα ιταλικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το οροπέδιο
της Κορυτσάς και να υποχωρήσουν βόρεια προς το Πόγραδετς. Και ενώ οι διαταγές
του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας όριζαν αμυντική τακτική και αναμονή
για περαιτέρω προώθηση, ο διορατικός και τολμηρός Δημήτριος Θεοδωράκης ανέλαβε
την πρωτοβουλία να προχωρήσει στην Απελευθέρωση της Κορυτσάς. Όπως γράφει ο
ίδιος στο βιογραφικό του: «Το εσπέρας της
22ας Νοεμβρίου, τεθείς επικεφαλής συγκροτηθέντος αποσπάσματος καταδιώξεως εξ’ενός
τάγματος συν ενός λόχου και 25 εφίππων, εκινήθην προς καταδίωξιν των
υποχωρούντων ιταλικών τμημάτων και εν συνεχεία κατέλαβον την Κορυτσάν. Με
αλλαλαγμούς και κωδωνοκρουσίες οι κάτοικοι επεδέχθησαν τους ελευθερωτάς».
Υπέγραψε
ως αντιπρόσωπος του ελληνικού στρατού το πρακτικό παράδοσης της Κορυτσάς από
τους εκπροσώπους των Αρχών, καθώς και την ιστορική προκήρυξη της απελευθέρωσης
της πόλης. Αυτοδιορίστηκε Φρούραρχος, όρισε νέα δημοτική αρχή και διοίκησε την
περιοχή ως το τέλος Νοεμβρίου.
Η
επαρχία της Κορυτσάς έμεινε υπό ελληνική διοίκηση έως τις 12 Απριλίου 1941,
όταν ο ελληνικός στρατός, ύστερα από τη γερμανική εισβολή στη Μακεδονία,
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αλβανικό έδαφος.
Η
απελευθέρωση της Κορυτσάς, της μεγαλύτερης ελληνικής πόλης της Βορείου Ηπείρου,
έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και επηρέασε σημαντικά
την πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναπτέρωσε το ηθικό του Στρατού και του
λαού, έδωσε ελπίδα στα κράτη της Ευρώπης. Ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων
εναντίον του φασισμού του Μουσολίνι και του ναζισμού του Χίτλερ, 15 ολόκληρους
μήνες μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Απέδειξε ότι οι δυνάμεις του
Άξονα δεν ήταν ανίκητες.
Τα
πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων με πηχυαίους τίτλους, συγκινητικές
μαρτυρίες και περιγραφές στρατιωτών κατέγραψαν τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις και
τους πανηγυρισμούς στο μέτωπο και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στην Ευρώπη και την
Αμερική, οι ηγεσίες με εγκωμιαστικά τηλεγραφήματα επαινούσαν το κατόρθωμα της
μικρής Ελλάδας!
Ο
Στρατηγός Δημήτριος Θεοδωράκης, με καταγωγή από την Άμπλιανη Ευρυτανίας, μεγάλωσε
κατά τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Kατατάχθηκε εθελοντής στο Στρατό το 1910
και αποστρατεύθηκε το 1945. Η μακρόχρονη πολεμική δράση και η προσφορά του στην
Πατρίδα είναι αξιοθαύμαστη. Έλαβε μέρος σε όλους τους Απελευθερωτικούς Αγώνες
κατά τον 20ο αιώνα. Η στρατιωτική του διαδρομή ξεκίνησε κατά τους
Βαλκανικούς πολέμους, από τις πλαγιές του Ολύμπου. Συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο στο μέτωπο των Σερρών. Έλαβε μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία και έφτασε
νικηφόρα μέχρι το Σαγγάριο ποταμό της Νίκαιας. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
αγωνίστηκε εναντίον των Ιταλών στα αλβανικά βουνά και αντιστάθηκε στην
ιταλογερμανική κατοχή. Δε συμμετείχε σε στρατιωτικά κινήματα και δεν έλαβε
μέρος στις εμφύλιες συγκρούσεις. Έζησε σχεδόν εκατό χρόνια. Αφιέρωσε όλη
του τη ζωή στην υπηρεσία της Πατρίδας, «εν πολέμω και εν ειρήνη».
«Οὐδὲν
γλύκιον ἧς πατρίδος…» -
Ομήρου, Οδύσσεια, Ι´ 34-35
(Τίποτα
πιο γλυκό από την Πατρίδα)
Σύρος,
18/11/2020
Κωνσταντίνος
Θεοδωράκης
Ανηψιός
του Στρατηγού
Για
τον Πελασγό Κορυτσάς.
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020
Επικοινωνία της ιστοσελίδας μας με τον βουλευτή Καστοριάς της ΝΔ κ Τζηκαλάγια Ζήση για το κλείσιμο της Κρυσταλλοπηγής!
Για το κλείσιμο στου συνοριακού
σταθμού της Κρυσταλλοπηγής η ιστοσελίδα μας είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον
κ Τζηκαλάγια Ζήση, Βουλευτή της ΝΔ στην Καστοριά, στον οποίο μεταφέραμε την ανησυχία
της κοινότητας και τα προβλήματα που δημιουργούνται από το σφράγισμα των
συνόρων. Ο κ Τζηγκαλάγιας άκουσε με προσοχή
όσα τραγικά συμβαίνουν εδώ και τέσσερεις μήνες από τον αυστηρό έλεγχο και
περιορισμό της μετακίνησης και τώρα στο τέλος με το κλείσιμο των ελληνοαλβανικών
συνόρων και δήλωσε πως : «Προσωπικά στενοχωριέμαι που με το κλείσιμο τον
συνόρων του τελωνείου Κρυσταλλοπηγής επηρεάζεται το πρόγραμμα διδασκαλίας από τους
Έλληνες Εκπαιδευτικούς στα Εξαιρετικά Εκπαιδευτήρια «Όμηρος» στην Κορυτσά. Η
επίσημη θέση της κυβέρνησης είναι πως στα πλαίσια των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας
μένει ανοικτό ένα (1) τελωνείο με κάθε χώρα όπου υπάρχει κλιμάκιο ΕΟΔΥ για επί
τόπου ελέγχους».
Αφού τον ευχαριστήσαμε του ζητήσαμε να κάνει ό, τι μπορεί για να μεταφέρει τα προβλήματα μας στους αρμοδίους.
Η προθυμία του για να βοηθήσει αποτελεί σημάδι ελπίδας πως κάποιοι τελικά ενδιαφέρονται για μας. Ελπίζουμε να πράξουν και άλλοι παρομοίως.
Το κλείσιμο της Κρυσταλλοπηγής αποτελεί πράξη ανεύθυνη, προδοτική και προσβλιτική για την Ελληνική Κοινότητα Κορυτσάς!
Ανάστατη είναι η ελληνική κοινότητα αλλά και όλη η πόλη της Κορυτσάς μετά το κλείσιμο του συνοριακού σταθμού της Κρυσταλλοπηγής.
Η απόφαση αυτή είναι άδικη,
καταδικαστική, προσβλητική και χωρίς
καμία πραγματική βάση. Μέσα από αυτή η μετεξεταστέα Ελληνική Κυβέρνηση
προσπαθεί να βρει το φταίχτη για την έξαρση των κρουσμάτων αλλού, ενώ η αλήθεια
είναι πως και όλοι οι κάτοικοι της Αλβανίας
να έμπαιναν στην Ελλάδα δεν θα γέμιζαν το ένα τέταρτο της Αθήνας, καταδικάζοντας
του ομογενείς της Κορυτσάς, τις ελληνικές επιχειρήσεις που λειτουργούν εδώ, τις
γειτονικές πόλεις όπως η Καστοριά και η Φλώρινα που συνδέονται πολλαπλώς με την
περιοχή μας.
Με αφορμή τα πλαστογραφημένα τεστ κορονοϊού, αν και ο
αριθμός τούς είναι ελάχιστος, κλείνουν το σημείο επαφής των κατοίκων της με την
πατρίδα αφήνοντας στην τύχη τους χιλιάδες συμπολίτες και συμπατριώτες. Για μια
ομάδα ανθρώπων τιμωρούν χιλιάδες άλλους. Η πράξη αυτή είναι απάνθρωπη και ανθελληνική. Αλλά φαίνεται πως εκεί στην Αθήνα η αναισθησία που
προκαλεί η εξουσία τους έχει τυφλώσει και δεν βλέπουν πέρα από την μύτη τους.
Σε σύνολο 3000 κρουσμάτων μόνο οι 30 είναι από τα σύνορα. Άρα δεν υπάρχει καμία
λοίμωξη από τα σύνορα. Ενώ οι χώρα είναι ξέφραγο αμπέλι από τους παράνομους μετανάστες η πατρίδα
κλείνει τα σύνορα στους συμπατριώτες της. Ενώ οι κομμουνιστές, οι απόγονοι του Ε Χότζα και του Στάλιν μαζεύονται και προβάλλουν κάθε νόμιμη τάξη η κυβέρνηση κλείνει τα σύνορα με μας. Απλά ντροπή, αναισθησία μας προκαλείται αηδία.
Επιπλέον δυσκολεύουν και την
λειτουργία των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων και Φροντιστηρίων καθώς παρεμποδίζουν
το έργο τον εκπαιδευτικών που έρχονται για να βοηθήσουν στην περιοχή. Δεν έχουμε πως να σχολιάσουμε ή να χαρακτηρίσουμε όσους παίρνουν
αυτές τις αποφάσεις, απλά θα τους γράψει η ιστορία πως φάνηκαν ελάχιστοι στις δύσκολες
αυτές περιστάσεις με τους συμπατριώτες τους. Δεν μπορούν να κρύψουν την ανικανότητα ή την αποτυχία τους κλείνοντας τα σύνορα και καταδικάζοντας τους Έλληνες που ζουν εδώ.
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020
Η ΔΑΡΔΑ ΚΟΡΥΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ - Dardha e Korçës dhe veshjet e saj.
Η ΔΑΡΔΑ
ΚΟΡΥΤΣΑΣ ΚΑΙ Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ Ή Δάρδα, στην οροσειρά τού
Μοράβα, 18 χιλιόμετρα έξω) από την Κορυτσά, δεν έχει ζωή πολλών αιώνων. Ή
ϊδρυσίς της συμπίπτει, με τη δραματική εποχή τού έξισλαμισμοϋ, αρχές τοΰ 18ου
αίώνος, όταν χωρίσανε τά πρόβατα από τά ερίφια. Με τραγική άψέλεια μάς διασώζει
την παράδοσι ό Παπα-Σπΰρος Ζέγκος . "Οταν τό κακό έσφιγγε και ό ένας
βλέποντας τον άλλον άφηνε την πίστι τών πατέρων του κι ό ένας σωρός λιγόστευε
καί ό άλλος σωρός απειλητικά μεγάλωνε, ό ίερεύς του χωρίου Άρεζα είπε μια
Κυριακή στους μαζεμένους στο νάρθηκα τής εκκλησίας χωριανούς του, πού από
Κυριακή σέ Κυριακή λιγόστευαν. « Αδελφοί μου, βλέπετε τριγύρω μας τι γίνεται
εις τά άλλα χωρία. »'Εγώ δεν ημπορώ τίποτε άλλο νά
σάς είπώ παρά μόνο νά σάς παρακαλέσω όλους, όπως εμένα μέ άφησετε έλεύθερον
νά κάμω όπως » κρίνω διά τον εαυτό μου, ώς
και διά την οικογένειαν μου. » θά άφησω την οικίαν μου καί την περιουσίαν
μου θά πάρω την οίκογένειάν μου καί θά φύγω, "Ας κάμη ό καθένας, όπως
κρίνή. » Όποιος θέλει άς μέ
άκολουθηση. Ό καθένας άς είναι έλεύθερος. »'Εγώ τούτο τό όποιον σάς είπα
τό ζητώ διά τον εαυτό μου καί την » οίκογένειάν μου. ' Άφησε ό Παπα-Ζέγκος την Άρεζα,
τόν ακολούθησαν καί άλλοι, καί εγκαταστάθηκαν σ' ένα τόπο μιά ώρα μακρύτερα,
πού ήταν στάνη προβάτων σέ ύψόμετρο 1.300 μ. Έκεΐ σέ μιά μεγάλη απιδιά
(dardha), πού τόν ξερό κορμό της θυμόταν άκόμη στά 1912 ή γριά Σωτήραινα
Κατεπάνου καταυλιστήκαν οί πρόσφυγες Άρεζιώτες (Άρεζα = καρυδιά) καί λίγο -
λίγο όλο και μαζεύονταν από τά γύρω εξισλαμισμένα χωριά κι άλλοι χριστιανοί
κι εφεραν μαζί τους ο,τι μπόρεσαν να πάρουν καί στο ιδρωμενο μέτωπό τους τό
στέφανο τής εμμονής τους στή θρησκεία των πατέρων τους. Τον τόπο αυτόν κοντά
στην αχλαδιά τον ονόμασαν Δάρδα. Ο μεταδοτικός εξισλαμισμός
προχωρούσε μέσα σε λίγα χρονιά με βήματα πανούκλας. Έτσι η Νικολίτσα άλλοτε
έδρα επισκοπής — σώζονται τά ερείπια τού Μητροπολιτικού Ναού τού Αγίου
Νικολάου — διαιρέθηκε σε μουσουλμάνους καί χριστιανούς (στά 1926 είχε 91
Μουσουλμ. 127 χριστ.). Στήν Αρεζα έγιναν ολοι
Μουσουλμάνοι (στα 1926 κάτοικοι 524). Σώζονται ακόμα τά ερείπια των
ναών Άρχαγγ. Μιχαήλ καί Άγ. Αθανασίου. Από αλλα χωριά — ερείπια σήμερα
— έμεινε μόνο η ανάμνησις της χριστιανικής τους υπάρξεως, όπως τό Μποζοβίτσι.
Κίναμι. Τσέτα καί τό περίφημο Λινοτόπι με παράδοσι αγιογραφική. Αλλ’ άς αφήσωμε τή μελαγχολική
αφήγησι γιά τά ερείπια καί άς έρθουμε στήν ολοζώντανη Δάρδα,
πού η εργασία τών νέων κατοίκων της από τά τουρκεμένα χωριά, την έκαμε ένδοξη. Η προνομιακή θέσις της καί τό
μαγευτικό της κλίμα σε διάστημα διακοσιων ετών εκαμε ωστε στον κορμό τής
γέρικης αχλαδιάς νά μαζευτούν 1014 κάτοικοι (στά 1926). Χτισμένη αμφιθεατρικά
με τά αρχοντικά της τά διώροφα -καί τά τριώροφα. με τά κρυστάλλινα νερά της
και τούς γερούς κατοίκους της — «ό νέος γίνεται πιο νέος, ό όμορφος πιο
όμορφος καί ό υγιής υγιέστερος» — , έπαιξε τον ιστορικό της ρόλο. Οί φίλεργοι κάτοικοί της
εργάζονταν σ’ όλη τή Βαλκανική τά προγονικά τους επαγγέλματα υλοτομία,
άνθρακοεμπορία, ξυλουργία, ξυλεμπόρια στήν Ελλάδα, Τουρκία, Αλβανία, Σερβία.
Ρουμανία καί Βουλγαρία. "Οπου δάση καί Δαρδιώται,
Καί έμεινε παροιμιώδης ό πέλεκυς τοΰ Δαρδιώτη (Spat e Dhardharit). Ή οικονομική ευμάρεια βρήκε
διέξοδο στη φιλομουσία καί τή σύστασι φιλανθρωπικών καί φιλεκπαιδευτικών
σωματείων στη Δάρδα καί στο εξωτερικό. Ένδοξο τέκνο τής Δάρδας ό Μητροπολίτης
Λαρίσης Πολύκαρπος ό Δαρδαίος, πού έπεσε θύμα τής παλληκαριάς του. μέλος τής
Φιλικής Εταιρείας, άποκεφαλισθείς άπό τον Μαχμούτ Πασιά Δράμαλη στη γέφυρα
τού Πηνειού, στη Λάρισα (17 Σεπτεμβρίου 1821). Ή Δάρδα ήταν πετράδι στο στέμμα
τής πλούσιας Μητροπόλεως τής Κορυτσάς, τής τόσο φημισμένης για τον πλούτο,
ώστε στο Φανάρι (Κωνσταντινουπόλεως) έλεγαν: «Κάλλιαν Κορυτσάς παρά
Πατριάρχης». * Η ΦΟΡΕΣΙΑ
ΤΗΣ ΔΑΡΔΑΣ · Μαντήλι μαύρο ή καφέ δεμένο πίσω. Μεσοφόρι ψιλό άπ’ οτιδήποτε ύφασμα
μεταξωτό, βατίστα, χασέ με πιέτες σά φουρό. Φόρεμα μακρύ ως τον αστράγαλο,
μάλλινο ψιλό καφέ ή λαδί ή βαθύ πράσινο ή μπλέ. Γαρνίρεται δύο πόντους πάνω
από τό στρίφωμα μέ μία φάσα χρώματος μπλε. Φέρει μακρυά μανίκια, φουσκωτά
στους ώμους, μέ μπλε ρεβέρια. Άλλα πάλι φορέματα στα μανίκια γαρνίρονται μέ
δυό αποχρώσεις. 'Έχει άνοιγμα εμπρός, πού
φτάνει μέχρι τή μέση και κουμπώνει μέ κόπιτσες και τελειώνει μ' ένα όρθιο
γιακαδάκι τρεις πόντους (γκρίκασι). Τό άνοιγμά του τελειώνει μέ
σουροτές δαντελίτσες. Αυτό είναι τό φουστάνι. Τσιμπούνι, μάλλον χοντρά σαγιάκι, όμοιο
μέ τό χρώμα πού έχουν οί γαρνιτούρες τού φορέματος, χωρίς μανίκια. Στά τελείωμα τής μασχάλης είναι
γαρνιρισμένο μέ τρεις σειρές κόκκινο γαϊτάνι επίσης και ή μοναδική δεξιά
τσέπη. Τά μπροστινά μέχρι τό γόνατο πάλι μέ τρεις σειρές κι από κεΐ και κάτω
και γύρω-γύρώ στον ποδόγυρο μέ τέσσερις σειρές. Τό τσιμπούνι άπό τό φουστάνι
και ακριβώς πάνω άπό τή φάσα του κοντεύει πάλι δύο πόντους. Τό στήθος τού τσιμπουνιοΰ. ή
τραχηλιά έχει διάφορα σχέδια κεντήματος μέ χρυσή κλωστή, πότε σέ δύο και πότε
σέ τρεις σειρές. Ποδιά (μεσάλι) άπό κόκκινη τσόχα μέ
κεντήματα από μαύρο γαϊτάνι. Άπό μέσα είναι φοδραρισμένη. Φοριέται περίπου πέντε πόντους
πάνω άπό τό τσιμπούνι. Κεμέρι (ζώνη) φαρδειά δέκα πόντους
άπό μεταξωτό ύφασμα πάνω άπό τήν ποδιά πού κουμπώνει μπροστά μέ δυο - τρεις
κόπιτσες. Παύτες. Πάνω άπό τό κεμέρι φοριούνται
οι παύτες (θηλυκωτάρια) φλωροκαπνισμένες ή ασημένιες μέ πέτρες: κόκκινες
ρουμπινί ή πράσινες, έργα κουγιουμπζήδων, πού στερεώνονται επάνω στο κεμέρι
μέ μια ζώνη φάρδους τεσσάρων πόντων ύφαντή μέ χρώματα γαλανόλευκα εύζωνικά -
ελληνικά καί ύφασμένο τό όνομα τής κάθε νύφης. Τό υπόδειγμα πού περιγράφεται
είχε τό όνομα Άθηνά Κ. Κιαφούλη 1901. Μαντήλια. Άπαραιτήτως οί νιφάδες τής
Ντάρδας φορούσαν καί δυό μαντήλια μεταξωτά στά δύο πλάγια της μέσης, πού τά
περνούσαν μέσα άπό τό κεμέρι γιά νά στερεωθούν καί κρεμιόταν ώς τά μισά τής
ποδιάς. Κιουστέκια. Γιά κοσμήματα φορούσαν
κιουστέκια, διπλές καί τετραπλές άλυσσιδίτσες άσημένιες ή επίχρυσες, πού
άλλες αρχίζαν άπό τό λαιμό καί περνούσαν τις παύτες καί γύριζαν πίσω καί
στερεώνονταν στη ζώνη ένώ άλλες πάλι
από την αντίθετη πλευρά ξεκινούσαν από τις παύτες και χυνόταν ώς τό γόνατο.
Αυτό τό πλήθος καί το μάκρος των άλυσσίδων έδινε στις Νταρδιώτισσες μια καπετανίστικη
χάρι και λεβεντιά. Τσοράπες (κάλτσες) πλεκτές μάλλινες μέ
διάφορα χρώματα, πού έδιναν την εντύπωση ουράνιου τόξου (άλιβέρι). * Οί ποδιές γινότανε στην
Κορυτσά. Τά τσιμπούνια στην Ντάρδα. Τα κεμέρια τά φέρνανε άπό τή Θεσσαλονίκη.
Ή ύφασμένη μέ τά ονόματα των νυψάδων γινόταν στο Μεσολόγγι. Τό σαγιάκι τό
δίνανε σε βιλάρι (τόπι) οί ένδιαφερόμενες στους τερζήδες. Τερζήδες ήταν στις άρχές τού
αίώνος μας στην Ντάρδα ή Ουρανία Κτώνα
ό Βασίλειος Λάτσης και ό Γκάκιο Τόντης. Ή φορεσιά,, πού είναι γνωστή
μέ τό όνομα φορεσιά Δάρδας φοριέται, εκτός άπό τή Δάρδα, στην Σινίτσα,
Κιουτέζα, Μπραντβίτσα. Η ΔΑΡΔΑ σε
φωτογραφίες του Θύμιου Ράτση 1918 - 1952 " . Ο Θύμιος Ράτσης (1886-1966)
ήταν ένας φωτογράφος που έδρασε στο πατρικό του χωριό ΔΑΡΔΑ . που βρίσκεται
στα βουνά της νοτιοανατολικής Αλβανίας κοντά στην Κορυτσά. Γεννήθηκε στην Δάρδα . όπου
παρακολούθησε το Ελληνικό δημοτικό σχολείο. Στην ηλικία των δεκαπέντε,
μετανάστευσε στη Ρουμανία σε αναζήτηση εργασίας. όπως έκαναν πολλοί νέοι από
την περιοχή εκείνη την εποχή. Με την επιστροφή του στην Αλβανία. εργάστηκε ως
τενεκετζής στην Κορυτσά πριν από τη μετάβαση πίσω στο χωριό του. Εκεί έμαθε
την τέχνη της φωτογραφίας από τον Πέτρο Κατσαούνη, ο οποίος όταν μετανάστευσε
στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1910. άφησε στον Θύμιο την φωτογραφική κάμερα και
το υλικό του. Το 1911 συναντάται στη Δάρδα κατάστημα που φέρει την ονομασία
"Θύμιος Ράτσης - Φαναρτζής και Φωτογράφος». Οι φωτογραφίες του Ράτση είναι
ως επί το πλείστον οικογενειακές, πορτρέτα, γάμοι, παιδιά και κοινωνικές εκδηλώσεις
μέσα και γύρω από το χωριό. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι οι
μόνοι άλλοι φωτογράφοι στην Αλβανία της εποχής εκείνης ήταν στις πόλεις της
Σκόδρας και την Κορυτσά. δεν μπορεί κανείς να μην εντυπωσιαστεί από το πνεύμα
της επιχείρησης. Έκπληξη για τον εξωτερικό.
παρατηρητή είναι το υψηλό επίπεδο ευημερίας. της κοινωνικής προόδου και
εκδυτικισμού που συναντά κανείς στο χωριό Δάρδα εκείνη την εποχή. » • Επιμέλεια αφιερώματος Δάρδας:
Φίλιππος Π. Γιωβάννης.. |
Dardha e Korçës dhe veshjet e saj. Dardha në vargmalin e Moravës, 18 kilometro nga Korça, nuk ka një jetë
prej shumë shekujsh. Themelimi i saj përkon me periudhën dramatike të
konvertimit në islam, fillimet e shek të 18-të, kur dhe u ndanë delet nga
dhitë. Me një rrëfim tragjik na i shpëton këtë traditë papa Spiro Zengo. “Kur e
keqja po shtrëngohej dhe njëri duke parë tjetrin linte besën e etërve të tij
dhe njëri grup zvogëlohej dhe grupi tjetër rritej në mënyrë kërcënuese,
prifti i fshatit Arrëz iu tha një të dielë të mbledhurve në narteksin e
kishës, bashkëfshatarëve të tij, që nga e diela në të dielë pakësoheshin. “Vëllezërit e mi, e shikoni se çpo bëhet rrotull në fshatrat e tjerë. Unë nuk mund t’iu them asgjë tjetër përveç se t’iu lutem të gjithëve që
të më lini të lirë të veproj ashtu siç
mendoj për veten time dhe familjen time. Do ta le shtëpinë time dhe pasurinë time, do të marr familjen e do të
shkoj. Le të bëjë secili ashtu si gjykon. Ai që dëshiron le të më ndjekë. Secili le të jetë i lirë. Unë këtë që ju thashë e kërkoj për veten time dhe familjen time. E la papa Zengoja Arrëzën, e ndoqën e të tjerë dhe u vendosën në një vend
një orë larg, i cili ishte stan delesh, në lartësinë 1.300 m. Atje në një
dardhë të madhe, që trupin e saj të thatë e kujtonin akoma deri në vitin 1912
plaka Sotirena Kapetanu krijuan kamp refugjatët e Arziotëve (nga fjala arrë)
dhe ngadalë-ngadalë mblidheshin më shumë nga fshatrat e konvertuara në
myslymanë dhe të krishterë të tjerë dhe sollën me vete ato sa mundën që të
merrnin dhe në ballin e tyre të djersitur kurorën e këmbënguljes së tyre në
feja e etërve të tyre. Këtë vend pranë pemës së dardhës i quajtën Dardhë. Konvertimi transmetues ecte brenda disa viteve me hapat e murtajës. Kështu Nikolica, dikur qëndër
episkopale- shpëtohen gërrmadhat e Kishës Mitropolitane të Shën Nikollës – u nda në myslymanë dhe të krishterë (në
vitin 1926 kishte 91 Myslymanë, 127 të krishterë). Në Arrëz u kthyen të gjithë në myslymanë ( në vitin 1926 ishin 524
banorë). Shpëtohen akoma rrënojat e
tempujve të Kryeëngjëllit Mihail dhe Shën Athanasit. Nga fshatrat e tjerë- sot rrënoja – mbeti vetëm kujtimi i ekzistencës së
tyre të krishterë, si Bozdoveci, Qinami, Çeta dhe Linotopi i famshëm me një
traditë në ikonografi. Por le të lemë rrëfimin melankolik për rrënojat dhe le të kthehemi sërish
në Dardhën e gjallë, ku puna e banorëve të saj, krahasuar me fshatrat e
turqëruar, e bëri të lavdishme. Vendi i privilegjuar dhe klima magjike në një periudhë 200 vjeçare bëri
që në trupin e dardhës plakë të mblidheshin 1014 banorë (në vitin 1926). E
ndërtuar në mënyrë amfiteatrike me shtëpitë tradicionale dy katëshe – dhe
trekatëshe, me ujërat e pastër të saj dhe banorët e saj të fortë- “i riu
bëhet më i ri, i bukuri më i bukur dhe i shëndetshmi më i shëndetshëm” -,
luajti pjesën e saj historike. Banorët e saj punëtorë, punonin në të gjthë Ballkanin profesionet e tyre
të trashëguar, prerja e drurëve, tregtia e qymyrdrurit, zdrukthtari, tregëti
druri, në Greqi, Turqi, Shqipëri, Serbi, Rumani dhe Bullgari. “Atje ku kishte pyje kishte dhe dardharë, dhe nga kjo mbeti fjala e
njohur, spata e dardharit. Mirëqënia ekonomike gjeti rrugëdalje në artdashja e tyre dhe krijimi i
grupeve filantropike dhe dashamirëse të arsimit, në Dardhë dhe jashtë
shtetit. Bir i lavdishëm i Dardhës, Mitropoliti i Larisës Polikarp Dardhioti,
që ra viktimë e trimërisë së tij, anëtar
i Filikis Eterias, që iu pre koka nga Mahmut Pasha Dramali në urrën e
lumit Pinio në Larisa më (17 Shtator 1821). Dardha ishte një gur i çmuar i
Mitropolisë së Pasur të Korçës, të kaq shumë të njohurës për pasurinë, sa në
Fanar (Konstandinupojë) thonin: “Më mirë (Mitropolit) i Korçës se sa Patrik” * Veshja e Dardhës: Shamia, e zezë ose kafe e lidhur prapa. Mesofor, i lartë nga çdo lloj bezeje mendafshi, kambriku, haseje, me pala e fryrë. Fustan i gjatë deri në kyçi i këmbës, prej leshi e hollë, kafe ose bojë vaji
ose e jeshile e errët ose blu. Zbukurohet me dy gisht mbi anën me një fashë
ngjyrë blu. Mban mëngë të gjata, të fryra në supet, me palosje ngjyrë blu. Por sërish fustanet në mëngë zbukurohen me dy nuanca. Është e hapur përpara, e cila arrin deri në mes dhe kopsitet me kopsa dhe
mbaron me një jakë që qëndron drejt tre centimetro. E hapura e tyre mbyllet me dantella të tendosura. Kështu pra është
fustani. Xhaketa, kryesisht shajak i trashë, i ngjashëm me ngjyrën që kanë zbukurimet e
fustanit pa mëngë. Në fund të sqetullës është e
zbukuruar me tre radhë gajtan të kuq gjithashtu dhe në xhepin e vetëm në të
djathtë. Të përparmet deri në gjuri, sërish janë zbukuruar me tre radhë dhe
që prej atje dhe rreth e rrotull qarkut të këmbës me katër radhë. Xhaketa nga fustani dhe pikërisht mbi fashën e tij është dy centimetra më e
shkurtër. Gjoksi i xhaketës, qaforja ka zbukurime të qëndisura me fije ari, herë në
dy e herë në tre radhë. Mësalla është prej cope të kuqe me të qëndisura nga gajtani i zi. Nga brenda është e rreshtuar. Vishet përafërsisht pesë centimetro mbi
cibunin. Qemerja (brezi) i trashë dhjetë centimetro prej cope mendafshi mbi mësallën që
kopsitet para me dy deri tre kopsa. Paftat: Mbi qemeren vishen paftat me ngjyrë floriri të tymosur
ose prej argjendi me gurë: rubin të
kuq ose jeshil, punime prej argjendari, që fiksohen sipër mbi qemer me një
rrip të gjërë katër centimetro të qëndisur me ngjyra bojëqelli të bardha
evzonika-greke dhe të qëndisur emrin e çdo nuseje. Shembulli që përshkruhet
ka emrin Athina K. Qiafuli 1901. Shami. Nuset e Dardhës duhet të vishnin me patjetër dy shami mëndafshi në dy
anët e mesit, të cilat i kalonin nga qemeri për ti fiksuar dhe i varnin deri
në gjysma e mësallës. Qystekët. Për stoli vishnin qystekë, zinxhirë argjendi dyshë
ose katërsh, ose zinxhirë të lyer me ar, që disa fillonin nga qafa dhe
kalonin në paftat e ktheheshin prapa dhe fiksoheshin në brezi, ndërsa të
tjera sërish nga krahu i kundërt fillonin nga paftat dhe derdheshin deri në
gju. Kjo masë dhe gjatësi zinxhirësh
iu jepte dardhareve një hijeshi prej kapedaneje dhe dukeshin si trimëresha. Çorapet ishin të thurrura prej leshi e ngjyra të ndryshme, që jepnin përshtypjen
e një ylberi. * Mësallat bëheshin në Korçë. Xhaketat në Dardhë. Qemeret i sillnin nga
Selaniku. Copa me emrat e nuseve bëhej në Mesologj. Shajakun e jepnin në top
të interesuarit tek rrobaqepsit. Rrobaqepës ishin në fillimet e shekullit tonë në Dardhë Urania Ktona,
Vasil Laci dhe Gaqo Todi. Veshja që është e njohur me emrin veshje e Dardhës
vishet përveç se atje dhe në Sinicë, Qytezë, Bradvicë. Dardha në fotografitë e Thimio Racit 1918-1952. Thimio Raci (1886-1966) ishte një fotograf i cili punoi në fshatin e të
atit të tij Dardhën, e cila gjendet në malet e Shqipërisë juglindore pranë
Korçës. U lind në Dardhë ku ndoqi shkollën fillore greke. Në moshën 15 vjeçare,
emigroi për në Rumani në kërkim të një pune, ashtu si bënë dhe shumë të rinjë
të tjerë nga ajo zonë në atë kohë. Me kthimin e tij në Shqipëri, punoi si
teneqexhi në Korçë para kalimit në fshatin e tij. Atje mësoi artin e
fotografisë nga Petro Katsaouni, i cili kur emigroi në ShBA në vitin 1910, i
la Thimios për kujtim, aparatin e tij fotografik dhe materialet e tij. Në
vitin 1911 u gjend në Dardhë dyqani i
cili mban emrin “Thimio Raci- Fanarxhis dhe Fotograf” Fotografitë e Racit ishin në të shumtën e rasteve familjare, portrete,
martesa, fëmijë dhe evente shoqërore brenda dhe jashtë fshatit. Mgjth atë nëse marrim parasysh faktin se të vetmit fotografë të tjerë në
Shqipërinë e asja kohe ishin në qytetet e Shkodrës dhe Korçës nuk mundet
dikush të mos impresionohet nga fryma e biznesit. Surprizë për vëzhguesin e jashtëm është niveli i lartë i mirëqënies, i
përparimit social dhe frymës perendimore që gjen dikush në fshatin e Dardhës
në atë kohë. Përgatiti Dedikimin mbi Dardhën Filip Jovani. Përktheu: B Pelasgos Koritsas 2020 |
Dardhë: 1934. Shkolla dhe Kisha e Dardhës: Fotografi Thimio Raci |
Dardha: 1926-1935. Fotografia Thimio Raci |
Dardhë 1930 Theofania, Fotografi Thimio Raci |
Dardhë. Çifte në borë 1931. Fotografi Thimio Raci |
Dardhë 1930. Pesë Gra. Fotografi Thimio Raci |
Dardhë 1931. Dasma e Fotografit Thimio Raci |
Dardhë 1930-31. Karnavalet. Fotografi Thimio Raci |
Dardhë. Shkolla 1918. Fotografi Thimio Raci. |
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020
Κυριακή "Του Καλού Σαμαρείτη"- Ε Diela e "Samaritanit të mirë"
ΚΑΤΑ
ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37 25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Πρὶν διαβάσῃ ὁ ἱερεὺς τὸ εὐαγγέλιο λέει·«Σοφία· ὀρθοί…». Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει, ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ διαβάσῃ εἶνε σοφό, εἶνε ἀληθινό, δὲν ἔχει μέσα τίποτε τὸ ψευδές. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε καθαρὸ χρυσάφι. Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ προσοχὴ καὶ νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας. Τὸ ἐφαρμόζουμε; Ἂν τὸ ἐφαρμόζαμε, τότε ἡ γῆ αὐτὴ θὰ ἦταν παράδεισος. Τώρα ποὺ δὲν τὸ ἐφαρμόζουμε, ἡ γῆ αὐτὴ ἔγινε κόλασις. Σήμερα, ἀδελφοί μου, τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Λουκ.
10,25-37) εἶνε μιὰ ἀπὸ τὶς ὡραιότερες παραβολὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος. Τί λέει ἡ παραβολὴ αὐτή; Κάποιος Ἰουδαῖος, λέει, ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, τὰ Ἰεροσόλυμα, καὶ βάδιζε νὰ πάῃ στὴν Ἰεριχώ. Στὸ δρόμο ὅμως ποὺ πήγαινε ἦταν κάπου κρυμμένοι λῃσταί. Πετάχτηκαν μπροστά
του, τὸν σταμάτησαν, τὸν χτύπησαν, τὸν πλήγωσαν, τὸν ἔρριξαν κάτω, τὸν ἔψαξαν, βρῆκαν τὰ χρήματα ποὺ εἶχε, τὰ πῆραν ὅλα, καὶ μετὰ τὸν ἄφησαν ἐκεῖ νὰ βογγάῃ στὸ χῶμα ἀπὸ τὸν πόνο, κι αὐτοὶ ἐξαφανίστηκαν μέσα στὸ ἄγριο δάσος. Ὁ τραυματίας εἶχε ἀνάγκη βοηθείας καὶ φώναζε Βοήθεια! Βοήθεια!… Κάποια ὥρα φάνηκε νά ᾽ρχεται ἕνας κα- βάλλα στὸ ἄλογό του. Ἦταν ἱερεύς, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Εἶδε τὸν πληγωμένο, ἀλλὰ δὲν στάθηκε προσπέρασε
γρήγορα - γρήγορα. Βοήθεια!
φωνάζει πάλι ὁ τραυματίας. Σὲ λίγο πέρασε ἕνας λευΐτης, δηλαδὴ διάκονος ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ. Τὸν κοίταξε, ἀλλὰ ἔφυγε κι αὐτός. Ἐνῷ ὁ τραυματίας κινδύνευε νὰ πεθάνῃ, νά κ᾽ ἔρχεται τώρα κάποιος ἄλλος. Τὸν βλέπει ὁ χτυπημένος. Ὤχ, σκέφτηκε, χάθηκα! Ἦταν ἐχθρός του, Σαμαρείτης.
Τώρα πιὰ περίμενε νὰ τοῦ δώσῃ αὐτὸς τὴ χαριστικὴ βολὴ καὶ νὰ τὸν ἀποτελειώσῃ. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸν πλησίασε. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ ζῷο του. Τὸν περιποιήθηκε. Τοῦ ἔπλυνε τὶς πληγὲς μὲ κρασὶ καὶ τὶς ἄλειψε μὲ λάδι. Κ᾿ ἐκεῖ στὸν ἔρημο τόπο ἔσχισε τὸ πουκάμισό του, ἔκανε ἐπίδεσμο καὶ μ᾽ αὐτὸν τοῦ ἔδεσε τὶς πληγές. Μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῷο του καὶ τὸν πῆγε σ᾿ ἕνα πανδοχεῖο, σ᾿ ἕνα χάνι. Ἐκεῖ ἔμεινε ὅλη τὴ νύχτα στὸ προσκέφαλό του. Τὸ πρωί, ὅταν θὰ ἔφευγε, ἄφησε ἐντολὴ στὸν ξενοδόχο νὰ περιποιηθῇ τὸν τραυματία, καὶ ὅ,τι ξοδέψῃ ἀνέλαβε νὰ τὰ πληρώσῃ αὐτός. Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή. Ἀλλὰ ἡ παραβολὴ ἄλλα λέει κι ἄλλα ἐννοεῖ. Ποιός εἶνε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς; Ποιοί εἶνε οἱ λῃσταί; Ποιός εἶνε ὁ ἱερεύς; Ποιός εἶνε ὁ λευΐτης; Ποιός εἶνε ὁ Σαμαρείτης; Αὐτὰ θέλουν ἑρμηνεία. Ἂς ἀπαντήσουμε πολὺ σύντομα. Αὐτὸς ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς, τὸ θῦμα, δὲν εἶνε ἕνας συγκεκριμένος, εἶνε ὁ καθένας μας. Εἶνε τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, εἶνε ὁ τραυματίας τῆς παραβολῆς. Βάδιζε τὸ δρόμο της εἰρηνικὴ ἡ ἀνθρωπότης ψάλλοντας στὸ Δημιουργὸ τὸ ἀλληλούϊα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ βάδιζε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε σὲ λῃστάς. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ λῃσταί; Ἀρχιλῃστὴς εἶνε ὁ διάβολος. Αὐτὸς μισεῖ τὸν ἄνθρωπο, θέλει νὰ τὸν ἐξοντώσῃ, καὶ μεταχειρίζεται κάθε
τρόπο γι᾽ αὐτό. Οὐρλιάζει σὰν λιοντάρι, λέει ἡ Γραφή, ζητώντας ποιόν νὰ κατασπαράξῃ·«ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8). Λῃσταὶ ἐπίσης εἶνε καὶ οἱ κακοὶ δαιμονικοὶ ἄνθρωποι, τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου, ποὺ κι αὐτοὶ κάνουν κακό. Καὶ ὅσο κακὸ μπορεῖ νὰ κάνῃ ἕνας ἄνθρωπος κακός, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν χίλιοι δαίμονες. Λῃστὴς ὅμως εἶνε καὶ ὁ ἑαυτός μας. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον; Μποροῦσε νὰ ζήσῃ 100 χρόνια, καὶ δὲ ζῇ οὔτε 30. Τὰ 70 χρόνια ποιός τὰ λῄστεψε; Ὁ ἑαυτός του, τὰ ναρκωτικά… Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἄλλο, ποὺ πίνει μπουκάλια ὁλόκληρα οὐίσκυ καὶ ἄλλα ποτά; Σκοτώνεται
μόνος του μὲ τὸ ἀλκοόλ. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνο τὸν ἄλλο, ποὺ ἔπεσε στὰ ἀκατονόμαστα πάθη τῆς σαρκός; Λῃστεύει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του. Τὶς μεγαλύτερες ζημιὲς μᾶς τὶς κάνει ὁ ἑαυτός μας, μὲ τὰ διάφορα πάθη. Λῃσταὶ τὰ πάθη, λῃσταὶ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ λογισμοί. Καὶ ἡ ἀνθρωπότης ζητεῖ βοήθεια. Ποιός θὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ σατανᾶ; Ποιός θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους; Ποιός θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τὰ πάθη καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς; Ὁ ἱερεύς; Ὁ λευΐτης; Οἱ σοφοί; Οἱ ῥήτορες; Τὰ διάφορα θρησκεύματα; Ἕνας εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, καὶ ἐδῶ εἶνε τὸ κέντρο τῆς παραβολῆς. Μπροστὰ στὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος παρουσιάζονται
διάφοροι σωτῆρες, ψευδοσωτῆρες. Ἀλλ᾿ ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ δώσῃ τὴ λύτρωσι. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ προσκυνοῦν οἱ ἄγγελοι. Καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ οἱ πέτρες θὰ φωνάξουν, ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν»(Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.). Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Σαμαρείτης. Αὐτὸς κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια, πλησίασε τὸν ἄνθρωπο, βρέθηκε κοντά
του. Καὶ τὸν θεράπευσε μὲ τὴ θεία διδασκαλία του, μὲ τὰ θαύματά του, καὶ μὲ τὸ τίμιο αἷμα του. Ποιό εἶνε, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα λόγια το νόημα της
παραβολής; Υπάρχει
κάτι το οποίο χρειάζεται ἡ ἀνθρωπότητα ἀπαραιτήτως. Ὅπως τὸ ὀξυγόνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο κι ὅπως τὸ νερὸ γιὰ τὸ ψάρι κι ὅπως ὁ ἀέρας γιὰ τὸ πουλί, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Το αναγκαίο
είναι η αγάπη. Διψᾷ γιὰ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς αὐτήν. Πλάστηκε ν᾿ ἀγαπᾷ, ὄχι νὰ μισῇ. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὂν κοινωνικό. Ὁ Θεὸς τὸν ἔ βαλε μέσα στὴν κοινωνία, γιὰ νὰ ζήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους. Μιὰ κοπέλλα τί λαχταράει; Ν᾿ ἀποκτήσῃ ἕναν ἄντρα. Εἶνε μέσα στὴ φύσι τῆς γυναίκας. Νὰ τὸν ἔχῃ συντροφιὰ μέρα - νύχτα, στὴ χαρὰ στὴ λύπη στὸν πόνο, νὰ τὸν αἰσθάνεται κοντά, νὰ τὸν ἔχῃ προστασία καὶ στήριγμα. Καὶ ὁ νέος τί λαχταράει; Ν᾿ ἀποκτήσῃ μιὰ γυναῖκα, ποὺ νά ᾽νε στὸ πλευρό του ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του, νά ᾽νε ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασί του. Κι ὁ κάθε ἄνθρωπος τί ζητάει; Ν᾿ ἀποκτήσῃ ἕνα φίλο, νά᾽νε πάντα πιστὸς κοντά του, νὰ τὸν ἐνισχύῃ, νὰ τὸν ὑποστηρίζῃ, νὰ τὸν ὑπερασπίζεται. Καὶ ἐρωτῶ. Ὑπάρχει τώρα αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Δὲν ὑπάρχει. Τὴ βλέπεις παντρεύτηκε, κι
ἀντὶ νά ᾽νε εὐτυχισμένη, τὴν τρώει ἡ θλῖψι. Γιατὶ ἀντὶ νὰ βρῇ ἀγάπη βρῆκε μῖσος, ἀντὶ νὰ βρῇ παρηγοριὰ βρῆκε στενοχώριες καὶ ἐνῷ τρῶνε μαζὶ καὶ ἐνῷ κοιμοῦνται στὸ ἴδιο κρεβάτι, εἶνε χωρισμένοι ὅσο ἡ ἀνατολὴ ἀπὸ τὴ δύσι. Μπορεῖ σωματικὰ νά ᾽νε ἑνωμένοι, ἀλλὰ ψυχικὰ βρίσκονται μακριὰ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ μισεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ βλέπουμε σήμερα τραγικὰ γεγονότα νὰ σκοτώνῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ ἕνα μῖσος ἄγριο. Τὸν βλέπεις τὸν ἄλλον; Ἀνατρέφει τὰ παιδιὰ μὲ μιὰ ἐλπίδα, ὅταν γεράσῃ τὰ παιδιὰ νὰ τοῦ δείξουν κάποια ἀγάπη. Καὶ τώρα τί συμβαίνει,
τὰ παιδιὰ δὲν δείχνουν στοργή. Ἀγρίεψε ὁ κόσμος. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποτε μιὰ γριὰ ἑ- βδομήντα περίπου ἐτῶν. Κλάμα ἡ γιαγιά! –Δέσποτα,
λέει, θ᾿ αὐτοκτονήσω. –Τί ἔχεις; τί σοῦ λείπει; –Ἔπαθα τὴν πιὸ μεγάλη συμφορά. Γέννησα
ἑπτὰ παιδιά. Κοπίασα καὶ μόχθησα. Τὰ πάντρεψα ὅλα. Τώρα ποὺ γέρασα καὶ δὲν μπορῶ νὰ δουλέψω στὰ χωράφια, μὲ διώχνουν… Ταλαίπωρε
κόσμε, ἐγκαταλειμμένε, ποὺ δι- ψᾷς ἀγάπη.
Τὴν ἀγάπη δὲν θὰ τὴ βρῇς που- θενὰ ἀλλοῦ παρὰ μόνο κοντὰ στὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς μόνο εἶνε κοντὰ στὸν ἄνθρωπο. Ποτέ δὲν τὸν ἀφήνει. Κι ὅπως λέει ὁ ποιητής, «κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, ποῦ νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου. Πῶς ἠμπορῶ ν᾿ ἀπελπισθῶ;». Ο Χριστός
είναι ο πραγματικός πλησίον του «ανθρώπου». Εἶνε κοντά μας ο Χριστός; άμα εἶνε κοντά μας,, παράδεισο
ἔχουμε. Εἶνε μακριὰ ὁ Χριστός; εἴμαστε δυστυχισμένοι. Λέει μιὰ προφητεία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ πραγματοποιεῖται στὶς ἡμέρες μας·«Ψυγήσεται ἡ ἀγάπη», ἡ ἀγάπη θὰ ψυχρανθῇ (Ματθ. 24,12). Σήμερα
πλέον δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Μῖσος ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο. Μόνο ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος. Καὶ τὴν ἀγάπη τὴ δίνει ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ἡ ἐνσάρκωσι τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν ὅν. Παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Αμήν. (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
|
UNGJILLI - Llukai 10:25-37 Edhe ja tek u ngrit një mësues ligji, duke
e ngarë atë, e duke thënë: Mësues, ç’të bëj, që të trashëgoj jetën e
përjetshme? Edhe ai i tha,
Ç’është shkruar në ligj; si lexon? Edhe ai u përgjigj e tha: “Të duash Zotin
Perëndinë tënd me gjithë zemrën tënde dhe me gjithë shpirtin tënd dhe me
gjithë fuqinë tënde dhe me gjithë mendjen tënde” edhe “të afërmin tënd posi
veten tënde”. Edhe ai i tha: U përgjigje drejt; bëj këtë, dhe do të rrosh. Po ai, duke dashur të nxjerrë veten e tij të drejtë, i tha Jisuit: E cili
më është i afërm? Edhe Jisui u përgjigj e tha: Një njeri zbriste nga
Jerusalemi në Jeriko dhe ra në duar kusarësh, të cilët si e zhveshën dhe e
bënë me plagë, ikën dhe e lanë gjysmë të vdekur. Edhe qëlloi të shkojë asaj
udhe një prift; dhe kur e pa atë, shkoi nga ana tjetër. Kështu edhe një
Levit, sa arriti në atë vend, erdhi e pa, dhe shkoi nga ana tjetër. Po një Samaritan, duke udhëtuar, erdhi në vendin ku ishte ai, dhe kur e
pa, iu dhimbs, edhe erdhi pranë e i lidhi plagët, duke derdhur mbi to vaj e
verë, dhe e hipi në kafshën e tij, dhe e solli në një bujtinë, e u kujdes për
të. Edhe të nesërmen kur do të dilte, nxori dy dinarë e ia dha bujtinarit,
dhe i tha: Kujdesu për këtë njeri; dhe ç’të prishësh më tepër, unë, kur të
kthehem, do të t’i jap. Cili nga këta të tre të duket se u bë i afërmi i atij
që ra në duart e kusarëve? Edhe ai i tha: Ai që bëri përdëllim për të. Jisuj pra i tha: Shko edhe ti bëj kështu.
Dëgjuat të dashurit e mi, ungjillin e shenjtë. Para se
të lexojë prifti ungjillin thotë: “Urtësi Drejt...”. Çdo të thotë kjo? Do të
thotë, se ajo që do të lexojë është e mençur, e vërtetë dhe nuk brenda asgjë
të gënjeshtër. Ungjilli është një flori i pastër.
Për këtë arsye duhet ta dëgjojmë Ungjillin me kujdes
dhe ta praktikojmë në jetën tonë. Vallë e paraktikojmë? Nëse do ta praktikonim
atëhere në tokë do të ishte parajsë. Tani që nuk e praktikojmë, kjo tokë u bë
ferr. Sot vëllezërit e
mi, ungjilli është një prej shëmbëlltyrave më të bukura që tha Zoti. Çfarë na
tregon kjo shëmbëlltyrë, paravoli? Një jude, u nis nga kryeqyteti i Izraelit,
Jeruzalemi, dhe shkonte drejt Jerikosë. Por, në rrugën që po ecte, ishin të fshehur
hajdutët. U hodhën para tij, e ndaluan, e rrahën, e plagosën, e shtrinë, e
kërkuan dhe i morën të gjitha paratë që ai kishte dhe më pas e braktisën të
shtrirë duke rënkuar nga dhimbjet dhe u zhdukën në pyllin e egër.
I plagosuri kishte nevojë për ndihmë dhe thërriste.
Ndihmë! Ndihmë!... Pas pak kohe u shfaq një person hipur mbi kalë. Ishte
prift, njeri i Zotit. Pa të plagosurin, por nuk qëndroi, u largua shpejt e shpejt.
Ndihmë! Thërret përsëri i plagosuri. Pas pak kaloi një levit, dmth një dhiakon i cili shërbente
në faltoren e tempullit. E pa, por dhe ai iku. Ndërsa i plagosuri rrezikohej
që të vdiste, ja ku u shfaq dhe dikush tjetër. E pa i dëmtuari. Oh, mendoi,
tani më erdhi fundi!
Ishte armiku i tij, Samaritani. Tashmë priste që ai t’i
jepte goditjen fatale dhe t’i jepte fund. Por ai iu afrua. Zbriti nga kali i
tij. U kujdes për të. I lahu plagët me verë dhe ia leu me vaj. Atje në shkretëtirrë
shqeu këmishën e tij, e bëri rripa dhe me të i lidhi plagët. Pastaj e hipi në kafshën e tij dhe e çoi në një han.
Atje qëndroi gjatë gjithë natës në kokën e tij. Në mëngjes, kur do të largohej
i dha urdhër të zotit të hanit që ai të kujdesej për të plagosurin, të gjitha
sa do të harxhonte mori përsipër që t’i paguante ai. Kjo është shëmbëlltyra. Kjo shëmbëlltyrë të tjera thotë të tjera nënkupton.
Cili është njeriu që ra në duart e hajdutëve? Cilët janë hajdutët? Cili është
prifti? Cili është Leviti? Cili është Samariti? Këto kanë nevojë për interpretim. Le t’iu përgjigjemi
shumë shpejt. Ai që ra në duart e hajdutëve, viktima, nuk është një
person e caktuar, është secili prej nesh. Janë milionat e njerëzve. Të gjithë
njerëzit pa përjashtim, i gjithë njerëzimi, është i plagosuri i shembëlltyrës.
Ecte në rrugën e tij, në mënyrë paqësore, njerëzimi
duke i psalur Krijuesit, Aliluja. Ndërsa ecte në rrugën e Zotit, u përball me hajdutët.
Por cilët janë këta hajdutë? Kryehajdut është djalli. Ai që urren njeriun, do
që ta zhdukë, dhe përdor çdo mënyrë për këtë. Ulërin si luan, thotë shkrimi,
duke kërkuar dikë që ta përpijë, “por si luan që ulërin vjen përqark duke
kërkuar cilin të përpijë” (1 Petro 5,8)
Hajdutë gjithashtu janë dhe njerëzit e këqij, demoniakë,
veglat e djallit, të cilët dhe ata bëjnë keq. Sa keq mund të bëjë një njeri i
keq nuk mund ta bëjnë një mijë demonë.
Por hajdut është vetja jonë. E shikon atë atje? Do të
mund të jetonte 100 vjet dhe nuk jeton
as 30. 70 vitet cili ja vodhi? Vetja e tij, droga.. E shikon atë tjetrin, që
pi shishe të tëra me uiski dhe pije të tjera? Vritet vetë me alkolin. E
shikon atë tjetrin që ka rënë në pasionet e turpshme të trupit? Dhe ai po
vjedh veten e tij. Dëmet më të mëdha na i bën vetja jonë, me pasionet e ndryshme.
Hajdutë janë pasionet, hajdutë dhe mendimet mëkatare.
Njerëzimi, po ashtu, kërkon ndihmë. Kush do ta shpëtojë njeriun
nga djalli? Cili do ta shpëtojë nga demonët dhe njerëzit e këqij? Cili do ta
shpëtojë nga vetja e tij, pasionet apo mendimet mëkatare? Prifti? Leviti? Të
mençurit? Oratorët? Fetë e ndryshme?
Njëri është Shpëtimtari i botës, dhe këtu është qëndra
e shëmbëlltyrës. Para dramës që po përjeton njerëzimi paraqiten shpëtimtarë
të ndryshëm, pseudoshpëtimtarë. Por vetëm njëri mund të sjellë shpëtimin.
Është ai të cilit i falen ëngjëjt. Nëse ne heshtim, dhe gurët do të ulërijnë se
“Një është shenjt, një është Zot, Jesu Krishti për lavdinë e Perëndisë, Atit,
Amin” (Filip. 2,11 dhe Mesha Hyjnore).
Krishti është Samariti. Ai zbriti nga qiejtë, i erdhi
pranë njeriut, u gjend pranë tij. E shëroi me doktrinën e tij të shenjtë, me
mrekullitë e tij, dhe me gjakun e tij të nderuar. Cili është, të dashurit e
mi, me pak fjalë kuptimi i shëmbëlltyrës?
Ekziston diçka që i duhet me patjetër njerëzimit. Ashtu
si oksigjeni për njeriun dhe ashtu si uji për peshkun dhe si ajri për zogun kështu dhe për njeriun është e
nevojshme dashuria.
Ka etje për dashuri dhe nuk mund të jetojë pa të. U
krijua që të dojë, dhe jo që të urrejë. Njeriu është një krijesë komunitare.
Perëndia e vendosi brenda shoqërisë, që të jetojë me të tjerë. Një vajzë
çfarë dëshiron fort? Që të gjejë një burrë. Është në natyrën e gruas. Ta ketë
shok ditë e natë, në gëzim, hidhërim, dhimbje, ta ndiejë afër, ta ketë
mbrojtje dhe mbështetje. Po një djalë i ri çfarë dëshiron? Të gjejë një grua,
që ta ketë pranë tij gjatë gjithë ditëve të jetës së tij, të jetë gëzimi dhe
ngazëllimi i tij. Çdo njeri çfarë kërkon? Të gjejë një shok të besuar që ta
ketë gjithmonë pranë tij, t’i japë fuqi, ta mbështetë, ta mbrojë.
Tani pyes. Ekziston tani kjo dashuri? Nuk ekziston. E shikon, u martua, dhe në vend që të
jetë e lumtur, e ha mërzija. Sepse në vend që të gjente dashuri, gjeti
urrejtje, në vend që të gjente ngushëllim, gjeti shqetësimi dhe megjithëse
hanë bashkë dhe megjithëse flenë në të njejtin krevat, janë të ndarë sa
lindja me perëndimin. Mundet trupërisht të jenë të bashkuar, por shpirtërisht
gjenden larg njëri nga tjetri dhe urrejnë njëri-tjetrin. E shikon tjetrin?
Ushqen fëmijët me një shpresë, që kur të plaket, fëmijët t’i tregojnë një
farë dashurie.
Dhe tani çfarë ndodh , fëmijët nuk tregojnë dhembshuri.
Erdhi dikur në mitropoli një grua e moshuar pothuajse
70 vjeç. Qante gjyshja! -
Hirësi më thotë, do të vras
veten. -
Çfarë ke? Çfarë të mungon? -
Pësova të keqen më të
madhe. Linda shtatë fëmijë. U lodha dhe u mundova. I martova që të gjithë.
Tani që u plaka dhe nuk punoj dot në arrë, më zbojnë... Botë e mjerë, e braktisur, që ke nevojë për dashuri.
Dashurinë nuk do ta gjesh gjetkë përveçse se pranë Krishtit. Krishti vetëm
është pranë njeriut. Kurrë nuk e le. Ashtu si thotë dhe poeti “dhe nëse nuk
më mbetet në botë ku të mbështetem ku të qëndroj, atje lart është Zoti im. Si mund të dëshpërohem?”.
Krishti është i afërmi i vërtetë i “njeriut”. Është
pranë nesh Krishti? Nëse është pranë nesh, parajsën kemi. Është larg nesh
Krishti? Jemi të mjerë.
Thotë një profeci e Ungjillit, që në ditët tona është
realitet, “dashuria do të ftohet” (Mattheu 24,12). Sot nuk ka më dashuri.
Urrejtja mbizotëron në botë. Atje ku ka dashuri, atje prehet njeriu. Dashurinë e jep
Krishti, i cili është trupëzimi i dashurisë, mëshirës dhe ngushëllimit. Atë himnoni dhe lavdëroni në jetë të jetëve. Amin.
(†) episkop Avgustini
Përktheu B. për llogari të Pelasgos Koritsas. |