Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Τι ρόλο μπορεί να παίξει η ετυμολογία στη σύγχρονη διαπολιτισμική τάξη; - Çfarë roli mund të luajë Etimologjia në klasën bashkëkohore ndërkulturore?

Τι ρόλο μπορεί να παίξει η ετυμολογία στη
σύγχρονη διαπολιτισμική τάξη;

Σοφία Στεφανίδου

Η ετυμολογία αφορά στη διερεύνηση της προέλευσης μιας λέξης. Λέμε, για παράδειγμα, ότι η λέξη «δόντι» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ο οδών (του οδό-
ντος)». Τι σχέση έχει όμως η ελληνική αυτή λέξη με την αλβανική λέξη dhemb (που
διαβάζεται /δεμπ/ σημαίνει πάλι «δόντι»); Τι σχέση έχει με την αγγλική λέξη tooth
(= δόντι) και το επίθετο dental, για παράδειγμα, dental work = οδοντιατρική εργασία;
Οι γλώσσες δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Και αν τις εξετάσουμε με προσοχή
θα διαπιστώσουμε όλο και περισσότερες ομοιότητες, σαν να έχουν τελικά όλες μια
κοινή αρχή, μια κοινή αφετηρία. Αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω, για παράδειγμα,
προέρχονται όλες από μία και μοναδική γλώσσα που ονομάζεται πρωτοϊνδοευρωπαϊκή και στην οποία ανήκουν εκτός από την ελληνική, την αλβανική και την αγγλική, η
γερμανική, η γαλλική, η ισπανική, η ρωσική, η ουκρανική, η βουλγαρική, η πολωνική,
η ιταλική και άλλες. Στην οικογένεια αυτή, μάλιστα, ανήκει το 46% των γλωσσών που
μιλούν οι άνθρωποι σήμερα. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός της γης, δηλαδή, μιλάει μία
γλώσσα με κοινή αφετηρία και ρίζες.
Η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή μητέρα-γλώσσα ήταν ζωντανή κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν.
Είναι αδύνατον να γυρίσουμε πίσω στην ιστορία και να διαπιστώσουμε μαρτυρίες που με
ακρίβεια θα μας δείχνουν ποια ακριβώς ήταν αυτή η γλώσσα, πώς ακριβώς τη μιλούσαν
και πώς έλεγαν το κάθε τι. Μπορούμε όμως, ερευνώντας τις ομοιότητες των γλωσσών
που ανήκουν στην ίδια οικογένεια, να ανιχνεύσουμε τις κοινές ρίζες. Για τη λέξη ‘δόντι’,
για παράδειγμα, η αρχική ρίζα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας ήταν *dent- (= δόντι).
Οι αρχικές ρίζες λέξεων της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, όπως αυτή, σημειώνονται με
αστερίσκο, γιατί είναι αμάρτυρες, δηλαδή δεν έχουμε γι’ αυτές γραπτή επιβεβαιωμένη
μαρτυρία. Υποθέτουμε ότι αυτές είναι οι ρίζες από τα στοιχεία που μας δίνουνε οι γλώσσες από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες που έχουμε έως σήμερα. Το ‘δόντι’ το συναντάμε
ως ‘dens’ στα λατινικά, ‘dent’ στα γαλλικά, ‘diente’ στα ισπανικά, ‘dente’ στα ιταλικά,
‘tooth’ (= δόντι), αλλά και ‘dentist’ (= οδοντίατρος) στα αγγλικά.
Βεβαίως, πέρα από τις κοινές ρίζες, οι γλώσσες συχνά δανείζονται η μία από την
άλλη λέξεις και τις ντύνουν με τις δικές τους καταλήξεις και ήχους. Για παράδειγμα, οι
λέξεις ‘αέρας’ και ‘δρόμος’ μεταφέρθηκαν στα γαλλικά και μεταμφιέστηκαν με γαλλική
προφορά για να σχηματίσουν τη λέξη ‘aérodrome’, για να ξαναγυρίσει η λέξη ως σύνθετη στα ελληνικά με ελληνικό χαρακτήρα, με ελληνικές καταλήξεις, κλίση, προφορά.
Σίγουρο είναι ότι τα γεωγραφικά σύνορα–που καθορίζονται από συνθήκες, πολέμους,
μεταναστεύσεις και συμφωνίες- δεν εμποδίζουν τις γλώσσες να μεταφέρονται από
στόμα σε στόμα και από λαό σε λαό ελεύθερα και ανεμπόδιστα με τους δικούς τους
κανόνες που μελετά με ακρίβεια η επιστήμη της γλωσσολογίας.
Τι ρόλο μπορεί να παίξει όμως στη σύγχρονη διαπολιτισμική τάξη η συνειδητοποίηση από τους μαθητές/τριες ότι οι γλώσσες που μας απασχολούν κυρίως στο σχολείο από τη μια ανήκουν σε μία κοινή οικογένεια και μοιράζονται κοινές ρίζες και από την
άλλη ότι οι γλώσσες αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοδανείζονται στοιχεία και λέξεις;
Η επιστήμη της ετυμολογίας έχει πολλά να προσφέρει στο σχολικό χώρο στο
πλαίσιο όλων των γλωσσικών –κυρίως, αλλά όχι μόνο- μαθημάτων. Και αυτό γιατί
η ετυμολογία με τρόπο επιστημονικό παραθέτει τις γλώσσες τη μία δίπλα στην άλλη
αναγνωρίζοντας κύρος και αξία σε όλες και ανιχνεύοντας την ιστορία τους αμερόληπτα και αντικειμενικά. Και αυτό το στοιχείο είναι πολύτιμο για την ελληνική –και όχι
μόνο– κοινωνία που αντιμετωπίζει τις γλώσσες με δυο μέτρα και δυο σταθμά.
Στην ελληνική κοινωνία, όπως ίσως και σε κάθε σύγχρονη κοινωνία, είναι κοινώς
παραδεκτό ότι η γνώση ξένων γλωσσών πέρα από τη μητρική είναι απαραίτητο εφόδιο
για κάθε παιδί. Ταυτόχρονα όμως πολλά παιδιά που ήδη μιλάνε μια επιπλέον γλώσσα
φιμώνονται. Δεν αντιμετωπίζονται όλες οι γλώσσες με τον ίδιο σεβασμό. Τα δίγλωσσα
παιδιά από την Αλβανία, τη Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία δεν αντιμετωπίζονται
σαν παιδιά που γνωρίζουν κάτι επιπλέον, σαν να έχουν ένα συν, ένα επιπλέον προσόν,
αλλά σαν –παραδόξως– να μειονεκτούν. Η γνώση αυτών των γλωσσών θεωρείται μειονέκτημα, μάλιστα συχνά θεωρείται περιττή γνώση ή και εμπόδιο, μια και λανθασμένα
πιστεύεται ότι εμποδίζει τα παιδιά αυτά να μάθουν άλλες γλώσσες, παρόλο που η
επιστήμη διαβεβαιώνει για το αντίθετο (Τσοκαλίδου, Γκαϊνταρτζή & Γάτση, 2010).
Αυτή τη γνώση που έχουν αυτά τα παιδιά πρέπει να την κρύβουν επιμελώς. Έτσι,
παρατηρείται το φαινόμενο τα παιδιά από φτωχές χώρες –γιατί η προκατάληψη σχετίζεται τελικώς με την αδύναμη οικονομία από την οποία προέρχονται– να παριστάνουν
συχνά ότι δεν γνωρίζουν τη γλώσσα των γονιών τους, να αρνούνται να αρθρώσουν
έστω και μία λέξη στο σχολικό χώρο που θα πρόδιδε τη διαφορετικότητά τους, έστω
κι αν αυτή συνίσταται στη γνώση και όχι στην άγνοια, ενώ αντίθετα, παιδιά από τη
Γερμανία, την Ιταλία, την Αμερική με καμάρι να μιλάνε για τη χώρα τους, να τονίζουν
σε κάθε ευκαιρία τη γνώση της γλώσσας που γνωρίζουν και να θεωρούν τη δική τους
διαφορετικότητα ως προνομιακή θέση, ως συν και όχι ως πλην.
Στα ξενόγλωσσα μαθήματα παρατηρείται συχνά το φαινόμενο οι μαθητές/τριες
από πλούσιες χώρες να αναγνωρίζουν ομοιότητες ανάμεσα στη διδασκόμενη γλώσσα
στην τάξη, για παράδειγμα τα αγγλικά, και τη δική τους, για παράδειγμα τα γερμανικά
ή τα ιταλικά, ενώ οι μαθητές/τριες που προέρχονται από την Αλβανία, τη Ρωσία, τη
Ρουμανία, τη Βουλγαρία, να μη δείχνουν ότι αναγνωρίζουν στοιχεία από τη γλώσσα που
μαθαίνουν με αυτή που ήδη γνωρίζουν, ακόμη και αν συναντούν στην τάξη λεξιλόγιο
που θα έπρεπε με την πρώτη ματιά και το πρώτο άκουσμα να αναγνωρίσουν. Κατά
κάποιο τρόπο, αυτοί/αυτές οι μαθητές/τριες εισερχόμενοι στον σχολικό χώρο, και
ίσως και γενικότερα έξω από την ασφάλεια του σπιτιού τους και μέσα στην ελληνική
κοινωνία, όχι απλώς να αποποιούνται των γνώσεών τους, αλλά είναι σαν, κατά κάποιο
τρόπο, να διαγράφουν τις γνώσεις αυτές της άλλης γλώσσας. Αν κάποτε μιλούσαμε
για τον Άλλο, τον ξένο, τώρα μιλάμε για την Άλλη Γλώσσα. Και αν κάποτε μιλούσαμε
για το Κρυφό Πρόγραμμα στα σχολεία, το ανεπίσημο που οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι δια-
μορφώνουν, πρέπει να μιλάμε και για τις Κρυφές Γλώσσες, αυτές που οι μαθητές/
τριες γνωρίζουν και κατά κάποιο τρόπο στο σχολικό χώρο ξεχνάνε. Μάλιστα, κάποιες
φορές, ακόμα και όταν τους επισημανθεί η όποια ομοιότητα της δικής τους μητρικής με
τη διδασκόμενη, χρειάζονται πολύ χρόνο και κόπο να ανακαλέσουν, τις γνώσεις τους και να κάνουν χρήσιμες συγκρίσεις ανάμεσα στις γλώσσες. Και ενώ αυτή η σύγκριση
αποτελεί σημαντική στρατηγική στην εκμάθηση ξένων γλωσσών (Wenden and Rubin,
1987), οι μαθητές/τριες των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών δεν εκμεταλλεύονται
αυτόν τον τρόπο, γιατί δεν θέλουν να ανακαλέσουν γνώσεις που σχετίζονται με την
άλλη τους πατρίδα.
Ένα εργαλείο που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να ενδυναμώσουμε την
αυτοπεποίθηση των δίγλωσσων μαθητών/τριών από φτωχότερες χώρες, αλλά και να
προσδώσουμε κύρος στη γλώσσα τους, όπως αξίζει εξάλλου σε κάθε γλώσσα, είναι η
ετυμολογία. Η ετυμολογία, ανιχνεύοντας την ιστορία, την αφετηρία μιας λέξης, περνάει
συχνά με τον αμερόληπτο και επιστημονικό της τρόπο από διάφορες γλώσσες και πολιτισμούς. Είναι ένα κατάλληλο εργαλείο και τρόπος θέασης των γλωσσών και των πολιτισμών για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές/τριες ότι οι γλώσσες και οι πολιτισμοί
δεν είναι ποτέ ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Οι γλώσσες και οι πολιτισμοί δεν είναι ποτέ
“καθαροί” με την έννοια που οι ρατσιστές θέλουν να μας πείσουν και προσπαθούν να
τις κρατούν ανέπαφες, μακριά από άλλους πολιτισμούς και επιδράσεις. Οι γλώσσες και
οι πολιτισμοί προβάλλουν ακριβώς από την αλληλεπίδραση και τη ζύμωση. Τα παιδιά,
εξετάζοντας τις ομοιότητες, θα αποκτήσουν, γιατί όχι, μια ινδοευρωπαϊκή συνείδηση,
με την έννοια ότι θα είναι πιο έτοιμα και ικανά να παρατηρήσουν και τα ίδια τις ομοιότητες των γλωσσών, αλλά και να εκτιμήσουν τη διαφορετικότητα της κάθε γλώσσας.
Επίσης θα επωφεληθούν και αν έρθουν σε επαφή με γλώσσες άλλων γλωσσικών οικογενειών, για παράδειγμα τα τούρκικα, που ανήκουν στις αλταϊκές γλώσσες.
Ιδιαίτερα η σύγχρονη ελληνική και η αλβανική γλώσσα, εκτός του ότι ανήκουν στην
ίδια οικογένεια, την ινδοευρωπαϊκή, και μοιράζονται ρίζες από τα αρχαία ελληνικά, τα
λατινικά, τις ρομανικές και σλαβικές γλώσσες, λόγω της γειτνίασής τους είχαν πάλι πολλές κοινές επιδράσεις και έχουν εμπλουτιστεί με στοιχεία τούρκικα, στοιχεία σημιτικών
γλωσσών και ανατολικές επιδράσεις που δεν ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια,
αλλά εμπλουτίζουν τα χρώματα, τους σχηματισμούς και τους ήχους της.
Στον σύνδεσμο polydromo.gr/Stefanidhu_pdf δίδεται ένας πίνακας με λέξεις που
μοιράζονται κοινές ρίζες σε ελληνικά και αλβανικά. Είναι ένα παράδειγμα αξιοποίησης
της ετυμολογίας στην τάξη. Δίνοντας ένα τέτοιο παράδειγμα στους/τις μαθητές/τριες,
μπορούμε να τους προτρέψουμε να ανατρέξουν σε ετυμολογικά λεξικά και στο διαδίκτυο,
για να αναζητήσουν την ιστορία λέξεων στα πλαίσια οποιουδήποτε γλωσσικού μαθήματος, της ελληνικής ή της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης. Άραγε δε θα είχε ενδιαφέρον και
σε οποιοδήποτε άλλο μάθημα να αναζητήσουν την ιστορία θεμελιωδών λέξεων και νοημάτων, για παράδειγμα, να αναζητήσουν την ιστορία της λέξης «ψυχή» ή «παράδεισος»
ή «άγιος» στα Θρησκευτικά ή των λέξεων «μόριο», «άτομο», «οξυγόνο» στη Χημεία;
Όπου είναι δυνατό αντιπαραβάλλονται αντίστοιχες λέξεις με ίδιες καταβολές και
σε άλλες ζωντανές ή μη γλώσσες. Έτσι, η έρευνα έχει μια διαδρομή διττή: από τη μια
ιστορικο-συγκριτική εξετάζοντας τις μεταβολές της λέξης μέσα στο χρόνο μέχρι να
φτάσει σε εμάς σήμερα και από την άλλη διαχρονική-συγχρονική τοποθετώντας την
ίδια λέξη δίπλα στις αντίστοιχες σύγχρονες άλλων γλωσσών. Χωρίς να εμβαθύνει
σε εξειδικευμένες γνώσεις της γλωσσολογικής επιστήμης επιχειρεί να παρουσιάσει
επιστημονικά ευρήματα με μια διάθεση εκλαΐκευσης και διάχυσης της γνώσης σε μικρότερες ηλικίες.

Στη στήλη των αλβανικών στα ουσιαστικά αναφέρονται δύο λέξεις, γιατί στην αλβανική υπάρχει ο αόριστος τύπος (χωρίς άρθρο) και ο τύπος με το οριστικό άρθρο
που στα αλβανικά μπαίνει ως κατάληξη στο ουσιαστικό. Έτσι, για παράδειγμα, “flutur”
στην αλβανική σημαίνει “πεταλούδα”. Είναι ο αόριστος τύπος. Ο οριστικός τύπος, αυτό
που στα ελληνικά θα λέγαμε “η πεταλούδα”, είναι στα αλβανικά “flutura”. Δηλαδή, δεν
υπάρχει μία ξεχωριστή λεξούλα ως άρθρο που να μπαίνει πριν από το ουσιαστικό,
όπως για παράδειγμα στα ελληνικά (η πεταλούδα) ή στα αγγλικά (the butterfly), αλλά
μια ιδιαίτερη κατάληξη στο ουσιαστικό που σχηματίζει τον οριστικό τύπο (flutura).
Άλλο παράδειγμα: krevat = κρεβάτι, krevati = το κρεβάτι. Αντίστοιχα, και στα επίθετα
υπάρχουν συχνά δύο τύποι, ένας για το αρσενικό και ένας για το θηλυκό, πχ mesëm,
e mesme ( = μεσαίος, μεσαία). Τα σημαδάκια /…/ μας βοηθάνε να διαβάσουμε κατά
προσέγγιση και να τονίσουμε σωστά τις αλβανικές λέξεις. Καλό θα ήταν όμως να ανα-
ζητήσουμε τη βοήθεια των Αλβανόφωνων μαθητών/τριών που θα έχουν την ευκαιρία
να ξεθάψουν τις κρυμμένες γνώσεις τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκίνης, Ν. (1998) Αλβανοελληνικό λεξικό. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Γκίνης, Ν. (1993) Ελληνοαλβανικό λεξικό. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Μπαμπινιώτης, Γ. (2006) Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λε-
ξικολογίας.
Μπαμπινιώτης, Γ. (2009) Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ιστορία
των Λέξεων. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Τσοκαλίδου, Ρ., Γκαϊνταρτζή, Α. & Γάτση, Γ. (2010) Παιδικές ταυτότητες μέσα από
παιδικές φωνές: πολύγλωσσα παιδιά στο ελληνικό σχολείο. Διαθέσιμο στο:
Ξενόγλωσση
Demiraj, B. (1999) Albanian inherited lexicon.
Indo-European Lexicon
Online Etymology dictionary. Διαθέσιμο στο: http://www.etymonline.com/ Τελευ-
ταία επίσκεψη: 22.06.2011.
Orel, V. (1998) Albanian Etymological Dictionary. Boston: Brill Academic Publishers.
Quiles, C. & López-Menchero, F. (2011) A Grammar of Modern Indo-European.
Spain: Indo-european Language association.
Wenden, A. & Rubin, J. (1987) Learner Strategies in Language Learning. Cambridge:
Prentice Hall.
Çfarë roli mund të luajë Etimologjia në klasën bashkëkohore
ndërkulturore?


Sofia Stefanidhu

Etimologjia ka të bëjë me studimin e prejardhjes së një fjale. Për shembull,
themi se fjala “δόντι”(dhondi) e ka prejardhjen nga fjala e lashtë greke «o
odhόn (tu odhόndos)». Por çlidhje ka kjo fjalë greke me fjalën shqipe dhëmb
e cila përsëri e ka kuptimin “δόντι”(dhondi)? Ç’ lidhje ka me fjalën angleze tooth
(=dhëmb) dhe me mbiemrin “dental”, për shembull, “dental work” = proçes dentar?
Gjuhët nuk janë të pavarura nga njëra-tjetra. Nëse i studiojmë me kujdes do të vëmë re akoma më shumë ngjashmëri. Përfundimisht, të gjitha kanë një fillim, një pikë referimi të përbashkët. Këto që përmendëm me lart si shembull, e kanë prejardhjen nga një gjuhë e vetme që quhet gjuha e parë indoevropiane, në të cilën përveç greqishtes, shqipes dhe anglishtes, hyjnë gjermanishtja, frëngjishtja,
spanjishtja, rusishtja, hungarishtja, bullgarishtja, polonishtja, italishtja e të tjera. Kësaj familjeje i përkasin 46% e gjuhëve të sotme të folura. Përafërsisht gjysma e popullsisë së botës flasin një gjuhë me bazë dhe rrënjë të përbashkët.
Gjuha e parë mëmë indoevropiane ka jetuar disa mijëra vjet më parë. Është e pamundur të gjejmë dokumenta kaq të hershëm, nëpërmjet të cilave të përcaktojmë
me saktësi cila ishte kjo gjuhë dhe si flitej. Por duke studiuar veçoritë e përbashkëta të gjuhëve që i përkasin të njëjtës familje, na jepet mundësia të nxjerrim në pah rrënjët e përbashkëta. Për shembull, për fjalën “δόντι-dhondi” (dhëmb), rrënja
fillestare nga familja indoevropiane, ishte *dent- (=δόντι). Rrënjët fillestare
të fjalëve që i përkasin kësaj familjeje indoevropiane, shënohen me yll, pasi nuk
kemi dokumenta të shkruara, të vërtetuara. Nga të dhënat që na japin këto gjuhë
nëpërmjet dokumenteve të para të shkruara e deri më sot, mendojmë që këto janë
rrënjët e tyre fillestare. Fjalën “δόντι-dhondi” (dhëmb) e hasim “dens” në latinisht,
në frëngjisht “dent”, në spanjisht “diente”, në italisht “dente”, në anglisht tooth (=
δόντι – dhondi - dhëmb), por edhe dentist (= οδοντίατρος – odhondiatros - dentist).
Sigurisht, përveç rrënjëve të përbashkëta që paraqesin, shpesh gjuhët
huazojnë fjalë nga njëra-tjetra duke bërë përshtatje në sistemin morfologjik
dhe atë fonetik. Për shembull, fjalët “αέρας”(erë) dhe “δρόμος”(rrugë) u përcollën
në gjuhën frënge dhe duke u shndërruar me shqiptim francez formuan fjalën
«aerodrome», duke u rikthyer në greqisht si fjalë e përbërë me karakter,
mbaresë, lakim e shqiptim grek. Një gjë është e sigurt, kufijtë gjeografikë, të
cilët përcaktohen nga kushtet, luftërat, emigracionet dhe marrëveshjet, nuk
pengojnë gjuhët të përcillen me lirshmëri dhe pa pengesa nga një gojë në tjetrën,
nga një popull në tjetrin, duke iu përmbajtur rregullave që me përpikmëri i studion
shkenca e etimologjisë.
Ç’rol mund të luajë në klasën bashkëkohore e ndërkulturore ndërgjegjësimi
i nxënësve për faktin që gjuhët me të cilat merremi kryesisht në shkollë, nga njëra anë i përkasin të njëjtës familje dhe shfaqin rrënjë të përbashkëta, nga ana
tjetër gjuhët ndërveprojnë në fushën leksikore duke bërë huazime ndërmjet tyre.
Shkenca e etimologjisë ka shumë për të ofruar në mjedisin shkollor kryesisht
në kuadrin e lëndëve gjuhësore, por jo vetëm aty. Kjo për faktin se etimologjia i
rendit gjuhët në një nivel shkencor njëra pas tjetrës duke njohur autoritetin dhe
vlerën e të gjithave dhe njëkohësisht duke vlerësuar drejtësisht dhe objektivisht
historinë e tyre. Ky është një element i çmuar për shoqërinë greke, që i trajton
gjuhët në mënyrë të pabarabartë..
Në shoqërinë greke, por mbase edhe në çdo shoqëri bashkëkohore, është e
pranueshme që njohja e gjuhëve të huaja përveç asaj amëtare është një themel
bazë për çdo fëmijë. Njëkohësisht fëmijëve që flasin më tepër se një gjuhë, iu
“mbyllet” goja. Të gjitha gjuhët nuk respektohen njësoj. Fëmijët dygjuhësh nga
Shqipëria, Rusia, Rumania, Bullgaria nuk trajtohen si fëmijë që njohin diçka më
tepër, që kanë një plus, një avantazh, por (shumë qesharake) përbuzen. Njohja e
këtyre gjuhëve konsiderohet minus dhe shpeshherë edhe si një njohuri e tepërt
ose dhe pengesë... derisa gabimisht besohet që i pengon këta fëmijë të mësojnë
gjuhë të tjera, pavarësisht që shkenca na vërteton të kundërtën (Tsokalidu,
Gkaidartzi & Gatsi, 2010). Këto njohuri që ata disponojnë dhe nuk i kanë fëmijët
e tjerë , duhet t’i fshehin tërësisht. Kështu vihet re dukuria tek fëmijët që
vijnë nga vendet e varfra, pasi ky paragjykim ka tërësisht lidhje me ekonominë
e pafuqishme të vendit nga vijnë, të shtiren shpesh sikur nuk e njohin gjuhën e
prindërve te tyre, të mos pranojnë të flasin qoftë edhe një fjalë në ambientin
shkollor e cila do të nxirrte në pah veçantinë e tyre, duke konsistuar kështu dijen
dhe jo padijen e tyre. Përkundrazi fëmijët nga Gjermania, Italia, Amerika, me
krenari flasin për vendin e tyre, në çdo rast theksojnë njohuritë gjuhësore që kanë
dhe e konsiderojnë veçantinë e tyre privilegj, si një plus dhe jo minus.
Në proçesin mësimor të gjuhëve të huaja shpesh vihet re një fenomen, ku
nxënësit që vijnë nga vendet e zhvilluara, dallojnë ngjashmëritë midis gjuhës që
mësojnë në shkollë, për shembull anglishtes, dhe gjuhës së tyre, për shembull
gjermanishtes dhe italishtes, ndërsa nxënësit nga Shqipëria, Rusia, Rumania,
Bullgaria, nuk tregojnë që dallojnë elementë të përbashkët ndërmjet dy gjuhëve,
asaj që mësojnë në shkollë dhe asaj që ata njohin. Kjo ndodh edhe në rastin kur
në klasë bien në kontakt me një fjalor, të cilin që me këndvështrimin e parë apo
me dëgjimin e parë duhet ta kuptojnë. Në një farë mënyre, këta/o nxënës/e me
ardhjen e tyre në mjedisin shkollor, ndoshta në përgjithësi larg nga siguria e
familjes së tyre dhe brenda në shoqërinë greke, jo vetëm thjesht refuzojnë këto
njohuri, por edhe sikur duan t’i fshijnë njohuritë e gjuhës së tyre. Nëse dikur flisnim
për “Tjetrin”, “Të huajin”, tani flasim për “Gjuhën Tjetër”. Nëse dikur flisnim për
“Programin e Fshehtë” në shkolla, jo zyrtar, ku vetë ata që përfshihen e formojnë, atëherë duhet të flasim edhe për “Gjuhë të Fshehta”, ato të cilat nxënësit/et i njohin dhe në njëfarë mënyre i harrojnë kur ndodhen në ambientin shkollor.
Bile, disa herë, edhe pse u theksohet çfarëdo ngjashmërie midis gjuhës së tyre
amëtare dhe gjuhës që mësojnë në shkollë, iu nevojitet shumë kohë dhe përpjekje
për të kujtuar në një farë mënyre njohuritë e tyre edhe të bëjnë krahasime shumë të vlefshme ndërmjet gjuhëve. Megjithëse ky krahasim përbën një strategji të
rëndësishme në mësimin e gjuhëve të huaja (Weden and Rubin, 1987), nxënësit/
et e gjuhëve më pak të folura nuk e shfrytëzojnë këtë mënyrë, sepse duan t’i
mohojnë njohuritë, të cilat kanë lidhje me atdheun tjetër. Një element i cili do
të ndihmonte në përforcimin e vetbesimit të nxënësve/seve dygjuhësh, të ardhur
nga vende më të varfra, por edhe që do të vlerësonte gjuhën e tyre, ashtu siç
e meriton padyshim çdo gjuhë, është Etimologjia. Etimologjia, duke gjurmuar
historinë, prejardhjen e një fjale, kalon nga gjuhë dhe kultura të ndryshme me
një mënyrë të paanshme dhe shkencore. Është një mjet dhe një këndvështrim i
gjuhëve dhe kulturave i përshtatshëm për të ndërgjegjësuar nxënësit që gjuhët
dhe kulturat nuk janë kurrë të pavarura ndërmjet tyre. Gjuhët dhe kulturat nuk
janë kurrë “të pastra” në kuptimin që racistët përpiqen të na bindin dhe duan
t’i mbajnë larg kulturave dhe influencave të tjera. Gjuhët dhe kulturat shfaqen
pikërisht nga bashkëveprimi dhe mbrujtja ndërmjet tyre. Nxënësit/et duke
analizuar ngjashmëritë do të përfitojnë, përse jo, një ndërgjegje indoevropiane,
duke i bërë ata/ato të jenë më të hapur dhe të gatshëm të vrojtojnë vetë
ngjashmëritë ndërmjet gjuhëve por edhe të vlerësojnë diversitetin e çdonjërës.
Dhe nëse vijnë në kontakt edhe me gjuhë të familjeve të tjera gjuhësore, , si
psh. turqishten që bën pjesë në gjuhët altaike, do të jetë mëse e dobishme për
ta/to.Veçanërisht, gjuha moderne greke dhe ajo shqipe, përveç se bëjnë pjesë
në të njëjtën familje gjuhësore, atë indoevropiane, dhe ndajnë ndërmjet tyre
rrënjë nga greqishtja e lashtë, nga gjuhët latine, romane dhe sllave, për arsye të
fqinjësisë së tyre, përsëri kishin shumë ndikime të përbashkëta në gjuhët e tyre
dhe janë pasuruar me elementë të turqishtes, elementë të gjuhëve semite dhe
ndikime të gjuhëve lindore që nuk bëjnë pjesë në familjen indoevropiane, por që
pasurojnë ngjyrat, formëzimet dhe tingujt e saj.
Në link-un polydromo.gr/Stefanidhu_pdf paraqitet një tabelë me fjalë që
ndajnë rrënjë të njëjta në greqisht dhe në shqip. Është një shembull i përdorimit
të etimologjisë në klasë. Duke iu dhënë një shembull të tillë nxënësve/eve, mund
t’i nxisim ata/ato t’u kthehen fjalorëve etimologjikë dhe internetit, në mënyrë
që të kërkojnë historinë e fjalëve në kontekstin e çdo lënde mësimore gjuhësore
të arsimit grek, apo të huaj. Vallë a nuk do të kishte interes edhe në çdo lëndë
tjetër mësimore të kërkojnë historinë e fjalëve dhe kuptimeve themelore si p.sh.,
të kërkojnë historinë e fjalës «shpirt» ose «parajsë» ose « shenjt» në mësimin
e fesë ose të fjalëve «molekulë», «atom», «oksigjen» në lëndën e kimisë?Atje ku
është e mundur, ballafaqohen fjalë përkatëse me origjinë të njëjtë dhe në gjuhë
të tjera të gjalla ose jo. Kështu hulumtimi ndjek një monopat të dyfishtë: nga
njëra anë atë historiko-krahasues duke analizuar ndryshimet e fjalës në rrjedhën
e kohës derisa ajo mbërrin tek ne sot dhe nga ana tjetër monopatin ndërkohorbashkëkohor
duke vendosur të njëjtën fjalë përbri fjalëve përkatëse të gjuhëve
të tjera moderne. Pa u thelluar në dije të specializuara të shkencës glosologjike,
tabela përpiqet të ofrojë gjetje shkencore me një tendencë popullarizimi dhe
të shpërndarjes së dijes në moshat më të vogla. Në kollonën e gjuhës shqipe, tek
emrat përmenden dy fjalë, pasi në gjuhën shqipe ekziston trajta e pashquar (pa nyje), dhe trajta e shquar me nyje që në shqip hyn si mbaresë tek emri. Kështu
për shembull, “πεταλούδα – petaludha” në shqip do të thotë “flutur”. Është trajta
e pashquar. trajta e shquar, ajo që në greqisht do të thuhej “ η πεταλούδα – i
petaludha”, në shqip është “flutura”. Domethënë, nuk ekziston një fjalëz e veçantë
si nyje që të hyjë përpara emrit, si psh. në greqisht (η πεταλούδα – i petaludha)
ose në anglisht (the butterfly), por një mbaresë e veçantë tek emri e cila formon
trajtën e shquar (flutura). Një shembull tjetër: krevat = κρεβάτι, krevati = το
κρεβάτι . Përkatësisht, edhe tek mbiemrat ekzistojnë shpesh por jo gjithmonë, dy
forma, një për gjininë mashkullore, dhe një për gjininë femërore, psh. (i mesëm, e
mesme) që në greqisht do të ishte (μεσαίος , μεσαία – meseos, mesea). Shenjat /.../
na ndihmojnë të lexojmë me përafërsi edhe të theksojmë saktë fjalët shqipe. Por
do të ishte mirë të kërkojmë ndihmën e nxënësve shqipfolës të cilët do të kenë
mundësinë të nxjerrin (të na tregojnë ) dijet e tyre të fshehura.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1417) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (251) Β Ήπειρος (238) ορθοδοξία-orthodhoksia (231) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)