Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γνώμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γνώμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Η Επίσκεψη κ Κοτζιά στην Αλβανία - Κάποιες σκέψεις για το τι θα ήταν σωστό να ρωτήσει!

Μέσα στο γενικό συγκλονισμό που μας διακατέχει αυτές τις μέρες, του τελευταίου μήνα,  με όσα γίνονται εις βάρος της πατρίδας μας, νοιώθουμε σχεδόν άχρηστοι και αδύναμοι που δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που στην ουσία θα βοηθούσε.
Αν η πατρίδα μας δεν είναι καλά τότε εμείς δεν μπορούμε να είμαστε με κανένα τρόπο καλά.
Υπό τις δύσκολες αυτές συνθήκες θα πραγματοποιηθεί και η επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών κ Κοτζιά στα Τίρανα. Για μας αυτό είναι ελπιδοφόρο. Πάντοτε ήταν. Όμως και οι προηγούμενοι Υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας όταν έρχονται στην Αλβανία ενημερώνονται κατά το ίδιο τρόπο από τα ίδια άτομα, τους «σωτήρες» μας που όλα αυτά τα χρόνια, μας έχουν «σώσει» και που έχουν φτάσει την κατάσταση σε σημείο να μην μπορούμε να εκλέξουμε ούτε έναν δημοτικό ή κοινοτικό σύμβουλο και σχεδόν έχουν  χάσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων που ζουν στην Αλβανία. Με αυτό ως βασικό στοιχείο και κάποια άλλα εξίσου σημαντικά θα θέλαμε ο κύριος Υπουργός, όταν με το καλό έρθει να μας δώσει απαντήσεις αλλά να κάνει και πολλά ερωτήματα και να διαπιστώσει ακόμη περισσότερα. Έτσι θεωρούμε πως θα ήταν σωστό:
1.     Να μας πει ο κ Κοτζιάς αν αναγνωρίζει την ύπαρξη των Ελλήνων στην Κορυτσά και σε άλλες περιοχές που επίσημα η Ελληνική Κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει και αυτό να το μεταφέρει και στους Αλβανούς ομολόγους του.
2.     Να ρωτήσει τους εκπροσώπους μας: Τι κάνουν τόσα χρόνια λάθος και έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων; Γιατί δεν λειτουργούν δημοκρατικά, γιατί έχουν μετατραπεί το εργαλείο των Αλβανικών Κομμάτων; Γιατί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τους ίδιους τους συμπατριώτες τους; Γιατί έχουν οδηγήσει σε διχασμό τους Έλληνες και τι κάνουν για να εξαλειφτεί αυτός ο διχασμός; Γιατί δεν μπορούν να φέρουν κοντά τους πρόσωπα καθαρά με αξίες και ιδανικά; Τι ακριβώς κάνουν όταν η ανθελληνική προπαγάνδα με όλα τα μέσα στην Αλβανία τρομοκρατούν τους συμπατριώτες τους; Γιατί κοιτούν μόνο να ταχτοποιηθούν οι ίδιοι και να μην ενδιαφέρονται για κανέναν άλλον; Τι ακριβώς κάνουν για την εκπαίδευση των Ελλήνων της Αλβανίας; Τι προσφέρουν στους έχοντες ανάγκη; Γιατί φεύγουν όλοι μακριά τους, ιδιαίτερα πολλοί νέοι μορφωμένοι από Ελλάδα που βρίσκουν μόνο κλειστές πόρτες;
3.     Να ρωτήσει τον κάθε υπεύθυνο για τα Ελληνικά μας σχολεία για την ελληνόφωνοι εκπαίδευση, για τα σχολεία αυτά που το ίδιο το Αλβανικό Κράτος υποχρεούται να φροντίζει αλλά και αυτά που κρατάμε μετά δυσκολίας στην περιοχή μας (την Κορυτσά η την Χιμάρα). Να ρωτήσει για τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα Ελληνικά Σχολεία ιδιαίτερα αυτό της Κορυτσάς και της Χιμάρας; Να ρωτήσει για όσους δίνουν την ψυχή τους για να επιβιώσει ο Ελληνισμός ιδιαίτερα στην Κορυτσά (συλλόγους και οργανώσεις) σε δύσκολους καιρούς και  κάνουν όσα το Ελληνικό Κράτος δεν κάνει, μάλιστα θα λέγαμε να συζητήσει μαζί τους γιατί ξέρουν να λένε την πραγματικότητα καλύτερα από αυτούς που θα τον συναντήσουν ως εκπρόσωποι μας.
4.     Να ζητήσει λογαριασμό από τους Αλβανούς για την συνεχόμενη ανθελληνική προπαγάνδα και την τρομοκρατία που ασκούν σε βάρος όλων των Ελλήνων και ιδιαίτερα σ΄αυτούς που δεν αναγνωρίζει επίσημα η Ελλάδα (στην Κορυτσά κ.α). Να ζητήσει δηλαδή με έμφαση να σταματήσουν την ανθελληνική προπαγάνδα τα Αλβανικά ΜΜΕ και να σταματήσουν  τις εμπρηστικές, ακραίες εθνικιστικές δηλώσεις οι αλβανοί πολιτικοί. Να ζητήσει την υπεράσπιση και το σεβασμό όλων των δικαιωμάτων των Ελλήνων με έμφαση στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Να ρωτήσει τους πολιτικούς για τους λόγους που επιτίθενται ή επιτρέπουν άλλους να επιτίθενται στον  Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, τον μεγαλύτερο ευεργέτη της Αλβανίας, αλλά και  στην Ορθόδοξη Εκκλησία με τόση μανία; Να  ρωτήσει τον Ράμα πως επιτρέπουν να είναι αντιπρόεδρος της Βουλής ένας άνθρωπος εκπρόσωπος κόμματος που η ύπαρξη της οφείλεται μόνο στο μίσος που εκφράζει προς τους Έλληνες και την Ελλάδα; Να ρωτήσει πως είναι δυνατόν οι πολιτικοί μιας χώρας που θέλει να ενταχθεί στην Ευρώπη ωθούν εθνικιστικά πρότυπα και οι ίδιοι χρησιμοποιούν παντού εθνικιστικά σύμβολα, χάρτες που συμπεριλαμβάνουν εδάφη της Ελλάδας; Να ρωτήσει…. Τι να τους ρωτήσει άραγε έχουν το επίπεδο να καταλάβουν… Καλύτερα να τους δείξει τα «δόντια» και να κλείσει τα στόματα των τσάμηδων που έκαναν τόσα εγκλήματα εναντίων της Ελλάδας και των Ελλήνων και επιπλέον κατοικούν  πάλη στην Ελληνική Γη της Ηπείρου. Να μην επιτρέψει την είσοδο στην Ελλάδα προσώπων που σπέρνουν μίσος εναντίων της Ελλάδας. 
5.     Να  ξεκαθαρίσει στους Αλβανούς Πολιτικούς ότι στην Κορυτσά υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν Έλληνες τους αρέσει δεν τους αρέσει και ότι για αυτούς η Ελλάδα μεριμνά όχι μόνο με λόγια αλλά κυρίως με πράξεις. Εμείς εδώ δεν βρισκόμαστε σε ένα παράλληλο κόσμο. Είμαστε ζωντανοί με τα προβλήματα μας και τους φόβους μας και αντέχουμε. Με την βοήθεια του Θεού θα μεγαλουργήσουμε. 
-   Αυτά είναι τα πρώτα που μας έρχονται στο μυαλό γιατί υπάρχουν και πολλά άλλα τα οποία δεν χωρούν σε ένα άρθρο. Γνωρίζουμε πως η πατρίδα μας και οι συμπατριώτες μας περνούν δύσκολες ώρες. Εμείς που έχουμε ζήσει στην Αλβανία καταλαβαίνουμε και συμπάσχουμε. Είναι όμως εξαιρετικά πολύ σημαντικό η πατρίδα μας να μην μας ξεχνά, γιατί όσο στρέφει το βλέμμα της αλλού τότε τα τσακάλια εδώ ενθαρρύνονται και επιτίθενται με αγριότητα. Όπως και να το κάνουμε, δυστυχώς, έχει αποδειχθεί ιστορικά, πως ο φόβος τους γίνεται η ασφάλεια μας.  

Έλληνας Κορυτσάς

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Grek apo shqiptar: Ngjashmëria e padurueshme e tjetrit

Këto 10 vitet e fundit, jam përpjekur dhe kam pasur si qëllim të bëhem një rrëfyes i mirë. Megjithatë, po e filloj këtë kumtesë me një poezi në gjuhën greke. Në këtë mënyrë ju mund të shihni vetë se si tingëllojnë në buzët e mia shqiptare fjalët greke: «Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά// να μου δοθεί τούτη η χάρη… Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια// γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά». E di që çka thashë nuk ka kuptim për ju, prandaj po e shqipëroj: «Nuk dua kurrfarë gjëje tjetër, përveçse të flas thjesht/ le të më jepet kjo dhunti/ ka ardhur koha të themi ato pak fjalë/ sepse nesër shpirtrat tanë tutje do të lundrojnë…» – Kjo është poemë e një poeti grek, të quajtur Jorgos Seferis.
Të flasësh me fjalë të thjeshta për një çështje të ndërlikuar, identitetin e dyfishtë, sidomos në Ballkan, nuk është gjë e lehtë. Fillova të pyesja seriozisht veten për identitetin e identiteteve të mija kur u gjeta përballë pyetjes “ndihesh Shqiptar apo Grek?”. U përballa me këtë pyetje kur fillova të fitoja njëfarë njohjeje publike në Greqi, njëfarë pranimi publik si shkrimtar dhe gazetar. Të them të vërtetën, ishte një pyetje që nuk më kishte kaluar nga mendja më parë. Gjendja ime shpirtërore, përpara se të përfitoja njohje publike në Greqi, ishte shumë e afërt me atë të dikujt që ende është duke kaluar kufirin nga Shqipëria për në Greqi. Edhe pse kalimi i vërtetë i kufirit kishte ndodhur nja 10 vite të shkuara dhe në atë kohë unë jetoja në Athinë- shumë kilometra larg kufijve.
Bashkëbiseduesit që ma bënin këtë pyetje më shikonin si njëfarë paradoksi. Si dikush që ishte arratisur nga një hapësirë e paracaktuar. Për ta unë isha i vetmi emigrant që shkruante në gazetat më të mëdha greke. I vetmi emigrant që u bë shkrimtari më i shitur në një vend ku emigracioni, në debatin publik, trajtohej si një kërcënim i vazhdueshëm dhe pothuajse si një ‘aksident historik’. E dëgjoja këtë pyetje në greqisht, si edhe në shqip. Edhe kritikët e letërsisë, veçanërisht në Greqi, me disa përjashtime, e kishin të vështirë të më etiketonin në sensin e identitetit kombëtar. Dhe, siç e kuptova, ata e kishin shumë qejf etiketimin.
Romanet dhe artikujt e mi i shkruaja në një gjuhë që nuk ishte gjuha e nënës. I shkruaja në gjuhën zyrtare të vendit ku jetoja, Greqisë. Kur libri im u përkthye në disa gjuhë europiane, pyetja ‘je grek apo shqiptar?’ u shndërrua në dilemë. Si duhet të kategorizohesha? Isha një shkrimtar grek me origjinë Shqiptare, apo një shkrimtar Shqiptar që shkruan në greqisht? Ndoshta zgjidhja më e mirë në këtë rast do të ishte të etiketohesha si një shkrimtar greko-shqiptar apo shqiptaro-grek. Por një gjë e tillë ishte e pamundur për ata që vinin etiketat.
Vura re se që ndonjëherë, njerëzit që më bënin këtë pyetje- ‘ndihesh grek apo shqiptar?’- ishin më shumë se kureshtarë: ata ishin në ankth. Ndonjëherë ata arrinin, me sukses, të ma përçonin edhe mua këtë ankth. Në fillim përgjigjesha: “mendoj se ndoshta jam edhe grek edhe shqiptar’. Vura re se shprehjet ‘mendoj’ dhe ‘ndoshta’ shkaktonin një farë turbullimi tek bashkëbiseduesit e mi. Fjalët ‘mendoj’ dhe ‘ndoshta’ janë në kundërshtim me fjalët ‘besim’ dhe «konvertim».
Në shkollat e mesme, sidomos, ku ftohesha për të diskutuar librat e mi me nxënësit, pohimi ‘Jam grek dhe shqiptar’ provokonte njëfarë pështjellimi mendor e ndonjëherë edhe emocional. Së pari te studentët me ‘gjak të  pastër’ grek. Dhe mandej edhe tek fëmijët e emigrantëve. E kuptoja se ajo çka po thosha unë nuk përputhej me rrëfimet për identitetin kombëtar që ata mësonin në shkollë. Për më shumë, pikërisht gjatë këtyre vizitave nëpër shkolla unë fillova të dëgjoja, shpesh e më shpesh, një pyetje të re, që në fillim më gjeti të papërgatitur: ‘je më shumë grek apo shqiptar?’ apo ‘ndihesh më shumë grek apo shqiptar?’ Pas një reagimi tim fillestar prej të sikletosuri, e gjeta, më në fund, një përgjigje konstante: ‘varet nga personi që ma bën këtë pyetje. Nëse ai është një nacionalist dhe racist grek atëherë unë jam më shumë shqiptar, dhe e anasjellta’. Vura re se, pavarësisht kësaj, studentët kurrë nuk kënaqeshin plotësisht me përgjigjet e mia. Në sytë e tyre unë isha si një njeri që qëndronte në “Tokën e Askujt”. Me kalimin e kohës jam mësuar me atë lloj shikimi ndaj meje. Një shikim që, për sa i takon identitetit, më vendos në “Tokën e Askujt”. Na pëlqen apo jo shikimet e të tjerëve përcaktojnë edhe mënyrën se si ne shohim veten tonë. Kështu që, dikur, fillova të pyes veten: ‘Mos vallë po qëndron me të vërtetë në “Tokën e Askujt”?
Kur dikush fiton njohje publike në një vend ‘të huaj’, kryen një kalim vendimtar: nga pozicioni i ‘të jashtmit’ (outsider) në atë të ‘të brendshmit’ (insider). Megjithëse kufijtë mes këtyre dy pozitave janë të papërcaktuar mirë dhe ndryshojnë gjatë gjithë kohës. Sidoqoftë, në rastin tim, sa më shumë njohje publike fitoja dhe sa më shumë ‘i brendshëm’ bëhesha nga aspekti social, në çështjen e identitetit po e gjeja veten gjithnjë e më shumë në “Tokë e Askujt”. Ndjeja se ndonjëherë kishte një hendek midis meje dhe audiencës sime, që më bënte të ndihesha jo edhe aq mirë. Kaq shumë, saqë në njëfarë pike fillova ta mendoja seriozisht ta lija Greqinë për një vend të tretë, por vetëm me një kusht: në vendin e ri ku do të emigroja nuk do të kishte as Grekë as Shqiptarë. Një ditë qëndrova para hartës së botës, duke kërkuar këtë vend të tretë. Më duhet të pranoj se nuk gjeta asnjë vend që më pëlqente, ku të mos kishte as Grekë, as Shqiptarë. Duke parë hartën dhe duke kuptuar se Grekët dhe Shqiptarët janë gjithandej, fillova të pyes veten: pse këta popuj që udhëtojnë kaq shumë dhe kanë një diasporë të madhe, dhe mbi të gjitha, popuj që jetojnë në Mesdhe, prej shekujsh nën perandori multikombëtare, turbullohen nga ideja e identitetit të përzier? Edhe unë isha pjesë e kësaj bote që po vija në pyetje dhe dyshim. Pra, hetimi i saj ishte edhe një proces vetënjohjeje.
U dhashë një përgjigje teorike, por të pjesshme, pyetjeve të mia gjatë hulumtimeve për doktoraturën. Tema ishte: Imazhet e Shqipërisë dhe shqiptarëve në shtypin grek dhe imazhet e Greqisë dhe grekëve në shtypin shqiptar. Në të vërtetë, për mua hulumtimi nuk ishte vetëm një proces pjekurie akademike dhe vetënjohje, por gjithashtu edhe një proces mazokizmi par excellece – për shkak të mbizotërimit të imazheve negative dhe stigmatizuese në të dy anët.
Për sa i përket çështjes së identitetit, u mundova të analizoja rrëfimet mbi identitetin kombëtar në të dyja anët e kufirit. Rrëfimet mbi imigracionin, në veçanti, m’u dukën shumë interesante. Gjatë gjysmës së fundit të shekullit 19të dhe gjysmës së parë të shekullit 20të, teksa mundoheshin të formonin shtet-kombet e tyre të reja, Grekët dhe Shqiptarët emigronin në mënyrë masive drejt vendeve të industrializuara, sidomos drejt SHBA-ve.  Bostoni, për shembull, ishte një qytet ku gjatë fillimit të shekullit 20të jetonin shumë emigrantë Grekë dhe Shqiptarë.
Në të dyja rastet, emigracioni në  rrëfimet mediatike nuk përshkruhej si një mundësi apo si një zgjedhje e lirë por si një mallkim. Përshkrimet dhe perceptimet e “emigrantëve të mirë” më interesonin në veçanti. Një ndjenjë e fortë viktimizimi përshkruante rrëfimet mbi emigracionin. “Emigranti i mirë” përshkruhej si dikush që mbetej gjithmonë i lidhur me rrënjët e tij kombëtare. Nga kjo pikëpamje, ai qëndron i pandryshueshëm dhe nuk ndikohet nga kontaktet me kulturën e vendit të huaj ku ka emigruar. Në këto histori, ku, midis radhëve mund të dallosh frikën e vazhdueshme për asimilim, “qëllimi madhor” i një “emigranti të mirë” ishte të kthehej në vatrën kombëtare, te Itaka e tij. Modeli më epik i këtij përmallimi për t’u rikthyer ishte padyshim eposi i Uliksit. Ndërkohë, në këto rrëfime identiteti kombëtar, përshkruhej kryesisht me terma gjaku dhe projektohej si një ‘bërthamë e paepur dhe e  patretshme’. Virtyti i madh i një emigranti, në luftën e tij kundra harresës dhe humbjes, ishte ta mbante këtë ‘bërthamë’ të pastër nga ndikimet e jashtme: sa më të pastër të ishte e mundur.
Ndërsa përparoja me hulumtimet e mia, kuptova se këto përshkrime të emigrantëve dhe emigracionit ishin projektime dhe zgjatime të rrëfimeve kryesore kombëtare të zhvilluara në atdhe. Rrëfime që mund të përmblidhen në një frazë: “Grek/Shqiptar lindesh, nuk bëhesh.” Një perceptim që jo vetëm e redukton dhe e bazon identitetin kombëtar mbi elementin ‘gjak’, por në të njëjtën kohë, përjashton çfarëdolloj ndërmjetësimi dhe kontrate politike. Në këto terma, kombi perceptohet si një klan i mbyllur, anëtarët e së cilit i bashkon ekskluzivisht gjaku. Kombi modern nuk perceptohet si një bashkësi politike e përbërë nga qytetarët në bazë të një kontrate sociale, që bazohet në të drejta dhe përgjegjësi të përbashkëta. Qytetari, në këtë rast, identifikohet dhe pështjellohet me anëtarët e ‘klanit’ para-modern. Shumë afër ngjizjes së ‘fisit’ në shqip dhe ‘genos’ në greqisht- i cili në këtë rast kombëtarizohet dhe modernizohet. Është e qartë se dikush që është mësuar ta shikojë identitetin kombëtar në këto terma do t’i shohë ata që deklarohen si ‘hibride kulturore’ si bujtës të dyshimtë, të çuditshëm dhe ngacmues.
Në rastin tim, unë jo vetëm po e deklaroja veten si një ‘hibrid kulturor’ por edhe si një ‘hibrid kulturor’ ballkanik. Dhe vura re se vetëdeklarimi si një hibrid kulturor ballkanik konsiderohej një humbje e skajshme e ekuilibrit identitar. Deklarimi i bashkëjetesës të dy identiteteve ballkanike brenda të njëjtit person konsiderohej diçka jo natyrale, diçka anormale.
Gjatë hulumtimeve në shtypin Grek dhe Shqiptar më ra në sy ambiguiteti kundrejt Tjetrit ballkanik. Nga njëra anë ekzistonte prirja për të revendikuar të njëjtat rajone gjeografike, të njëjtat tradita kulturore, të njëjtët heronj kombëtarë. Nga ana tjetër, sidomos në shtypin grek, në tekstet që analizova, kishte një tendencë për të mbytur dhe fshehur çdo lloj ngjashmërie historike apo kulturore midis Grekëve dhe Shqiptarëve. Do të thosha se ngjashmëria mes Grekëve dhe Shqiptarëve shkaktonte ankth, i cili si reagim shkaktonte përsiatje dhe argumente për të imponuar jo vetëm një skemë antagonizmi mes këtyre dy identiteteve, por imponimin e dallimit/ndryshimit absolut mes identiteti Grek dhe atij Shqiptar.
Personalisht, një nga privilegjet kryesore mendore e të jetuarit mes dy identiteteve ballkanike ishte që pata mundësinë të kuptoj atë çka unë quaj ‘sindroma ballkanase’. Mundohem ta shpjegoj këtë me anë të idesë frojdiane të ‘narcizizmit të dallimeve të vogla’. Sipas kësaj teorie urrejtja, frika dhe përbuzja jonë shpesh drejtohen kah njerëz që na ngjajnë, ndërsa krenaria jonë është e lidhur me shenjat e vogla që na dallojnë nga ata. Bazuar mbi këtë perceptim, në librin tim të dytë “Emri im është Europë”, protagonisti hedh idenë e «Ngjashmërisë së padurueshme të Tjetrit». Thënë me fjalë të tjera, ‘përplasjet e qytetërimeve’ në Ballkan shkaktohen jo nga fakti qe Tjetri është i ndryshëm nga vetja por kryesisht ngaqë na ngjan shumë dhe në mënyrë të padurueshme.
Nëse më kërkohet të përshkruaj apo analizoj kuptimin e kësaj, atëherë do të të jap këtë përshkrim të shkurtër: ‘ngjashmëria e padurueshme e Tjetrit’ është një lloj mekanizmi psikologjik, i cili shkakton një farë ambigiteti ndaj Tjetrit etnik. Aktivizohet atëherë kur Tjetri nuk është ‘Tjetri i përsosur’, por prania e tij provokon ankthin e jo-dallimit. Aktivizohet kur duhet të vërtetosh ndryshimin tënd absolut nga dikush me të cilin ti ndan kujtime të përbashkëta të së kaluarës dhe rrugë kulturore të përbashkëta. Prandaj, mendoj unë, koncepti i një identiteti të dyfishtë në Ballkan tingëllon kaq i parehatshëm: provokon kujtimet e një bashkëjetese dhe këmbimi në kuadër të Perandorive para-kombëtare, ku kombësitë, klanet, etnitë, gjuhët, ritualet dhe besimet ekzistonin, përplaseshin, bashkë-ekzistonin dhe jepnin e merrnin mes tyre për shekuj të tërë. Kryesisht, sepse koncepti ‘identitet i dyfishtë’ vë në dyshim thelbin e rrëfimeve moderne në Ballkan – sipas të cilave, dikush ose lind grek, ose lind shqiptar; pra duke përjashtuar apo duke fshehur procedurat ndërtuese politike për sa i përket identitetit kombëtar në erën moderne të shtetit-komb.
Nuk ka dyshim që për gjithçka të sipërpërmendur, mund të gjejmë shpjegime në histori. Një nga këta është fakti që në përpjekjet e tyre për të ndërtuar identitete kombëtare të qëndrueshme dhe homogjene, rrëfimet e promovuara në shtet-kombet e reja ballkanike, që kanë të bëjnë me identitetin kombëtar, përjashtojnë, apo në rastin më të keq demonizojnë çfarëdolloj elementi të një bashkekzistence dhe përzierje të mëparshme.
Këto procedura, për të cilat fola më pare, nuk janë unike. Këto lloj rrëfimesh mund t’i gjesh në pjesë të tjera të Europës apo te kombe në kontinente të tjerë. Kur unë flas për procedurat politike dhe rrëfimet që formuan kombet moderne ballkanike, duhet të theksoj se ata kurrë nuk janë të njëzëshëm apo të mbyllur hermetikisht. Ato gjithmonë lënë vend për interpretime, kontradikta dhe përjashtime më të gjëra. Në çdo rast, është e rëndësishme të mbahet gjithmonë parasysh perspektiva historike, për të hetuar momentet kyç kur mbizotëruan treguesit e ‘komunitetit kombëtar të mbyllur, homogjen dhe të pastër’. Një moment i tillë kyç në rastin e Greqisë janë vitet pas 1922-it, pra fundi i ‘Megali Ideas’ sipas të cilit, destinacioni ‘fizik’ i shtetit kombëtar moderno-europian grek do të ishte trashëgimtari i Perandorisë Bizantine (i famës dhe tokave). ‘Megali Idea’ dështoi pas tragjedisë në Azinë e Vogël dhe u pasua me këmbimin e popullsisë (ortodoksët u detyruan të linin Turqinë për Greqinë dhe myslimanët Greqinë për Turqinë). Ky është një moment shumë i rëndësishëm për mbizotërimin e rrëfimeve zyrtare për një ‘komunitet kombëtar të pastër dhe homogjen’. Një tjetër moment kyç është lufta civile greke dhe pasojat e saj: mënyra se si shteti grek e formoi dhe  përdori ‘ithagenia-n’ – që është ekuivalentja e natyralizimit dhe shtetësisë, që nënkupton se dikush i përket “genos-it” grek, pra një komunitet biologjik i bazuar në lidhjet e gjakut dhe të fesë- si një armë kundër atyre që kishte deklaruar si armiq, shpesh duke u privuar atyre shtetësinë. Një tjetër moment kyç, edhe më i freskët, ka ta bëjë me prezencën e emigrantëve në Greqi- që sfidon rrëfimet për një “komunitet nacional të mbyllur, homogjen e të pastër”.
Në të njëjtën kohë, në rastin e Shqipërisë, përhapja e narracioneve kombëtare mbi identitetin shqiptar të bazuar mbi gjak, tokë e gjuhë, sipas meje, ka të bëjë me përpjekjet e nacionalistëve shqiptarë për të kapërcyer ndarjen fetare në mënyrë që t’i jepej formë identitetit modern kombëtar shqiptar. Shumë interesant është fakti që narracionet për një “komunitet nacional të mbyllur, homogjen e të pastër” në Shqipëri u fabrikuan sidomos gjatë komunizmit-paralelisht me një diskutim për internacionalizmin e klasës punëtore.
Cilido qoftë rasti, narracionet mbi identitetin kombëtar të përqendruar në fjalinë “grek/shqiptar lind nuk bëhesh” janë të mishëruara në kodin kushtetues të shtetësisë të të dyja vendeve- në të dyja rastet shtetësia bazohet në ”jus sanguinis” (‘të drejtën e gjakut’) ndërsa “jus solis” (‘e drejta e territorit’) është parashikuar vetëm për raste të veçanta. Është shumë interesante të shohësh se si, në kushtet e reja të krijuara nga globalizimi, këto rrëfime, në versionin e tyre zyrtar apo jozyrtar, përsëri sfidohen, rishfaqen, rezistojnë, ndryshojnë apo u adaptohen realiteteve të reja.
Në këtë pikë ndjej nevojën të sqaroj se nuk po propozoj si model eksperiencën time personale dhe zgjedhjen time mbi identitetet. E pranoj se identiteti i dyfishtë nuk është fati i çdo qenie njerëzore dhe për më tepër nuk është e lehtë të jetosh për një kohë të gjatë midis dy identiteteve antagoniste; nuk është fare qejf të jetosh në “Tokën e Askujt”. Ndonjëherë duket si një lojë ekstreme. Ndonjëherë ndihesh sikur harxhon shumë kohë duke luftuar me mullinjtë e erës. Ajo çka unë po përpiqem të bëj është të ofroj një histori dhe perspektivë individuale, si edhe një rrëfim personal dhe individual.
Duhet ta pranoj që jam shumë i lidhur me rrëfimet personale . Ndoshta prej faktit që u rrita në Shqipëri, nën totalitarizëm, ku personalja dhe individualja përçmoheshin dhe mbyteshin. Në një rrëfim totalitar nuk ka vend për një zë personal dhe individual. Ti je thjesht fragment i një mase të njëtrajtshme dhe homogjene. Ajo çka thua, zgjedh dhe mendon është përzgjedhur nga të tjerët. Ti duhet të jetosh jetët e të tjerëve, duhet të tregosh historitë e të tjerëve, në të kundërt do të përjashtohesh, shtypesh dhe shkatërrohesh. Individi që mundohet të marrë përgjegjësi për zgjedhjet dhe jetën e tij është ankthi jo vetëm i totalitarizmit por i çfarëdolloj pushteti autoritar dhe çdo lloj rrëfimi që e projekton vetveten si “të paprekshëm”, “të pasfidueshëm” dhe “të shenjtë”. Me erdhi fjala tek “narracioni i shenjtë” qëndrimi im kundrejt identitetit tim të dyfishtë ballkanik i përngjan përshkrimit të filozofit gjerman Odo Marquard “Nëse- duke ekzaminuar një tekst të shenjtë- dy interpretues kontradiktorë deklarojnë: Unë kam plotësisht të drejtë, mënyra ime e perceptimit të këtij teksti është e vetmja e vërtetë, dhe për rrjedhojë, e vetmja rrugë shpëtimi-kjo do të sjellë vetëm konflikt. Por nëse ata bien dakord që teksti mund të kuptohet në një mënyrë ndryshe, dhe në një tjetër mënyrë e kështu me radhë, atëherë ata do t’i japin mundësi negocimit, dhe ai që negocion nuk kryen vrasje”.
Duke ekzistuar midis dy vendeve ballkanike kam marrë një superdozë ballkanizmi. Duke ekzistuar midis këtyre dy identiteteve ballkanike antagoniste, shpesh kam ndier këta dy interpretues, këto dy pikëpamje, dhe zëra të ekzistojnë, bile edhe të përplasen brenda meje. Ishte shushurima e tyre konstante, antagonizmi i tyre, rrëfimet e tyre konfliktuale, lojërat e tyre mizore për pushtet, që më ndihmuan të zhvilloja një sens të fortë individualizmi dhe një zgjedhje individuale.  Individualiteti si një zgjedhje etike, si një qëndrim intelektual dhe etje për hulumtim dhe njohuri, por gjithashtu edhe si një mbrojtje dhe “dalje rreziku” gjatë rrugëtimit tim në “Tokën e Askujt”, ku perceptimi i “të tjerëve të njohur” më kishte vendosur. Në të njëjtën kohë, këta zëra antagonistë zhvilluan tek unë një “përkthyes” të tretë, një dimension të tretë, i cili nuk ekzistonte më parë: identitetin tim ballkanik që është i përbërë nga një shumicë zërash.
Kur them se duke jetuar ndërmjet dy identiteteve ballkanike unë ndiej gjithmonë e më shumë se i përkas një identiteti ballkanik, duhet gjithashtu të them se është shumë e vështirë të përcaktoj me saktësi se çfarë do të thotë “identitet ballkanik”. Është i vështirë për t’u përkufizuar, sepse një gjë e tillë nuk është e pranuar apo e institucionalizuar. Si një rrëfim politik ju mund ta gjeni në ligjëratat e intelektualëve, të lindur aty apo të huaj, të cilët i referohen rajonit. Mund ta gjeni nocionin “identitet ballkanik” edhe në rrëfimet letrare, nga shkrimtarë dhe eseistë të ndryshëm. Dhe pastaj në rrëfenjat e udhëtarëve, sidomos në shekullin 19të dhe çerekun e parë të shekullit 20të, shumica e të cilëve vinin nga Europa Veriore dhe Perëndimore, që e përshkruanin Ballkanin si streha e fundit e romantizmit ose si “Tjetri e brendshëm” i Europës; njëfarë ure midis Lindjes dhe Perëndimit, midis para-modernizmit dhe Modernizmit, midis Islamizmit dhe Krishtërimit.
Rrëfimet mbizotëruese aktuale që lidhen me “identitetin ballkanik”, me sa kam dijeni, gjithashtu nënkuptojnë diçka ndryshe nga ajo që dua të them. Disa prej tyre nënkuptojnë njëfarë identiteti ballkanik të përbashkët të bazuar në kohët Bizantine apo Otomane. Të tjerë nënkuptojnë një identitet ballkanik të bazuar mbi një fe të përbashkët apo mbi tolerancën midis besimeve të ndryshme. Dhe disa rrëfenja, të cilat u formuan gjatë luftës civile në Jugosllavi, e përdorin termin në një mënyrë fyese, duke e barazuar “identitetin ballkanik” me prapambetje dhe egërshani. Me trazirat e fundit ekonomike në Greqi, termi “Ballkan” gjithashtu përdoret në një mënyrë fyese, duke u përpjekur të jetë një parim shpjegues për atë çka po ndodh.
Le të themi se unë e kuptoj  “identitet tim ballkanik” të vetëpërfytyruar më shumë në termat e të sotmes se sa të së djeshmes; në termat e së tashmes më shumë se sa në termat e së kaluarës. Imja nuk është një përqasje esencialiste kulturore ku Ballkani është diçka krejt ndryshe nga pjesa tjetër e Europës. Do e përkufizoja më shumë si një vetëdije për rrugëtimet kulturore dhe jetesën e përbashkët, si edhe procedura të përbashkëta për sa i përket ndërtimit të identiteteve moderne dhe shtet-kombeve që lindën në këtë pjesë Europiane të Perandorisë Otomane të quajtur, dhe të përkufizuar si “Ballkan”.
Materiali bazë për identitetin tim ballkanik është vetëdija për historikun e termit Ballkan- se si simulakra (shenjëzimi) i tij lindi dhe u farkëtua nga dhe në narracionet e Europës Perëndimore. Është më në fund, të paktën për mua, një kërkim i elementëve kozmopolitë që u margjinalizuan, mohuan apo shtypën në historitë kryesore zyrtare e shtetërore të kombeve ballkanike.
Nëse në jetën time nuk do të kisha pasur rastësinë apo zgjedhjen e quajtur emigrim, ndoshta sot nuk do të isha këtu duke folur për identitetin tim ballkanik dhe identitetet në përgjithësi. Kalova kufirin nga një vend ballkanik që i përkiste Lindjes komuniste për në një tjetër vend ballkanik që i përkiste Perëndimit liberal. Takimi midis këtyre dy botëve paralele dhe të ndara europiane për mua ndodhi në versionin ballkanik, në kufirin greko-shqiptar. Greqia ishte vendi fqinj ballkanik për të cilin unë nuk dija gati asgjë. Përveç narrativës që kisha mësuar në orën e historisë në Shqipërinë komuniste, sipas së cilës, shqiptarët ishin po aq të vjetër sa edhe grekët, dhe se në kohët antike grekët ishin të mrekullueshëm ndërsa në kohët moderne ata kishin një oreks djallëzor për të gllabëruar tokat shqiptare.
Në imagjinatën time Greqia nuk identifikohej plotësisht me Perëndimin dhe dëshira ime ishte të vazhdoja rrugëtimin tim drejt vendeve që identifikoheshin më shumë me Perëndimin; drejt vendeve gjuhët e të cilave unë i kisha përvetësuar gjatë izolimit tim të plotë në Shqipëri. Plani im fillestar ishte të qëndroja në Greqi vetëm 20 ditë. I kam bërë tashmë 20 vite. Qëllimi im sot nuk është të flas për emigracionin, sepse shumë kam folur për të në librat e mi. Në epilogun e librit tim të parë shkruaj se pavarësisht faktit se vetë jam emigrant, ëndërroj për një botë pa emigrantë. Mos me keqkuptoni. Më pëlqen të udhëtoj. Thjesht preferoj që njerëzit të udhëtojnë në kuptimin e plotë të fjalës. Të udhëtojnë me dinjitet. Nuk dua që njerëzit të udhëtojnë ashtu siç Grekët ishin të detyruar të udhëtonin njëherë e një kohë dhe siç shumë Shqiptarë janë të detyruar të udhëtojnë sot.
Megjithatë, dua të them se falë emigracionit dhe kushteve me të cilat lidhet, unë zhvillova jo vetëm një identitet të dyfishtë, por gjithashtu edhe një farë vizioni të dyfishtë: atë të “të brendshmit” dhe të “të jashtmit” në të njëjtën kohë. Nga kjo pikëpamje, jam mësuar me të qenët një “i brendshëm-i jashtëm” apo një “i jashtëm-i brendshëm”, në varësi të rrethanave. Ky është një pozicion shumë i privilegjuar por edhe tejet i pakëndshëm në të njëjtën kohë. Nëse mund ta përshkruaj në terma narrativë, do të thosha se vizioni i dyfishtë të jep aftësinë të shohësh veten me sytë e të tjerëve dhe të evitosh identifikimin absolut me çdo lloj narracioni, të njëanshëm dhe të paracaktuar. Më duhet ta pranoj se shpesh personi që zhvillon dhe identifikohet me një narracion absolut, zakonisht e gjen vetveten në një pozicion më të rehatshëm se unë.
Ajo që unë e quaj “vizion i dyfishtë” me ka ndihmuar jashtë mase me të shkruarin. Unë shkruaj libra në një gjuhë që nuk është gjuha e nënës. Nuk e kisha imagjinuar kështu. Nuk e kisha imagjinuar që një gjuhë, prej së cilës deri në moshën 24-vjeçare nuk dija asnjë fjalë, do të kthehej në një mjet jetese për mua dhe mbi të gjitha do të bëhej mjeti me të cilin do joshja të tjerët, shumica e të cilëve më shihnin mua si një të huaj apo furacak. Në librin tim “Emri im është Europë”, protagonisti bën një rrëfim në lidhje me gjuhën: “Po pra, ishte atëherë kur unë rashë në dashuri me gjuhën greke dhe e zotërova atë. Zotërova gjuhën e njerëzve, shumë prej të cilëve përbuznin origjinën dhe gjuhën time. Në anën tjetër, mendoj se kjo është arsyeja që marrëdhënia ime me gjuhën greke u bë kaq speciale… Gjuha më dha një mundësi të vija nën kontroll, të joshja, të bëja për vete brenda një mjedisi refuzimi. Marrëdhënia ime me gjuhën e juaj u bë speciale sepse më ofroi mundësinë të evoluoja nga një “kokë turku” dhe “i padëshirueshëm” në një bashkëbisedues dhe rrëfyes. Unë doja të dëgjohesha. Doja të tregoja historitë, e mia si edhe të të tjerëve”.
Të shkruash në gjuhën e nënës apo në një gjuhë tjetër, kërkon një “gjueti” të vazhdueshme gjuhe dhe pamjesh përfytyrimi dhe kureshtjeje; Të përmbysësh të parashikueshmen, të shtosh mundësitë e ngjarjeve; të krijosh identitete prej hiçit, të përballësh me durim qëndrimin përtacak të narcizizmit tënd, dhe të sabotosh “NE-të” dhe “Neve-të” e njëzëshëm në narracione njëjës të “unë”, “ti”, “ai” dhe “ajo”. Nga kjo pikëpamje, të shkruarit kërkon një vizion të dyfishtë dhe një shumicë zërash. Letërsia dhe krijimtaria artistike janë e kundërta e një tregimi të paracaktuar.
Duke i hedhur një sy asaj çka kam thënë deri më tani, e pranoj se jam endur nëpër rrugë dhe eksperienca të përziera: totalitarizëm, Ballkani, kufijtë Greko-Shqiptarë, Europa, Perëndimi, imagjinata, gjuha e nënës dhe e thjeshtrës, letërsia dhe imagjinata. Në fund të fundit, a nuk e ndërtojmë ne identitetin dhe identitetet tona individuale dhe kolektive mbi një bashkëveprim të vazhdueshëm me këta elementë të përzier, duke përzgjedhur, refuzuar, shtypur apo projektuar aspektet e tyre sipas vlerave tona morale, shqetësimeve dhe rrethanave ekzistenciale? Nëse unë do të përshkruaja identitetin, nuk do t’a krahasoja atë me një kolazh elementesh të përzier, por me një prizëm i cili përthyen dritën në reflektime dhe ngjyra të ndryshme.
Jam i vetëdijshëm se duke folur për identitetet nuk është se kam thënë ndonjë gjë shumë origjinale. Statusi qendror që ka sot ky koncept ndodh edhe falë faktit se identiteti si një koncept ka pushuari së qeni i vetëkuptueshëm. Kur po shkruaja për identitetin tim të dyfishtë, mendja më shkoi te një libër që kisha lexuar se fundmi, të shkruar nga Jean Amery, një shkrimtar gjermanisht-folës, emri origjinal i të cilit ishte Hans Maier. Jean Amery, ish-Hans Maier, jetoi gjysmën e parë të jetës së tij në Gjermani. Ai ishte hebre dhe u përball me përndjekjen dhe vdekjen në kampet naziste të zhdukjes. Vjen një pikë në librin e tij, ku ai pyet veten (lexuesit më shumë) se nëse ne, si qënie njerëzore, kemi nevojë për një atdhe? Sepse dikush, shkruan ai, nuk mund të jetë, ose nuk mund të jetë vetëm çka ai arrin të realizojë vetë. Më pas, ai përshkruan se si atdheu i tij, Gjermania, u bë armiqësor ndaj tij për shkak të origjinës dhe besimit. Gjuha në të cilën ai shkroi dhe ëndërroi u transformua në gjuhën e anktheve të tij. Amery i referohet një shkrimtari bashkëkohor, Alfred Mombert, i cili vdiq në kampet e përqendrimit të jug të Francës. Amery kujton se si Mombert, përpara se të vdiste, u shkroi një letër miqve të tij, dhe midis të tjerash përdori frazën “ne shkrimtarët gjermanë”. “Një shkrimtar gjerman nuk është dikush që vetëm shkruan në gjermanisht, – thotë Amery, – por dikush që shkruan gjithashtu për ata që lexojnë dhe kuptojnë gjermanisht… Por nuk kishte asnjë dorë gjermane që ta mbronte Mombert-in, i cili shkruante në gjermanisht, nga nazistët. Kjo “dorë e munguar” e përjashtoi atë nga të qenit një shkrimtar gjerman”, përfundon ai.
Është një përshkrim shumë i egër. Ajo që më preku është imazhi i një dorë që mungonte në një moment të rëndësishëm. Në të njëjtën kohë më bëri të ndihesha shumë me fat që në udhëtimin tim mes dy vendeve kam takuar shumë duar, -greke dhe shqiptare- që jo vetëm më mbrojtën kur kisha nevojë, por gjithashtu më ofruan kurajë, admirim, miqësi dhe dashuri. Pa këto duar ky do të ishte një tekst shumë ndryshe.
E fillova këtë diskutim me një tekst në greqisht. Dua ta mbyll me disa vargje në shqip. Ishte dikur një kohë kur unë shkruaja edhe poezi, në shqip. Më pas, me sa duket, jeta ime u bë shumë prozaike, kështu që tani shkruaj vetëm proza. Kam zgjedhur një poemë nga ato vite poetike. Dua ta lexoj në shqip-që ju ta shihni vetë se si fjalët shqipe rrëshqasin në buzët e mia të adoptuara greke.
Pas çdo melodie/ fshihet një heshtje/ që kërkon mëshirë/ mbi pragun e ndërrimit/ të stinëve/ mbi pragun e shkëmbimit/ të territ dhe dritës/ kur një vajzë e brishtë/ inauguron/ lojën e pamëshirshme të shqisave dhe/ gishtave/ kur secili jep llogari para fatit të vet/ lypsar dhe mbret, se/ e dashur,/ arti më i vështirë/ është/ të dish/ të jesh i lirë/ mandej vijnë të tjerat/ çatitë dhe qelitë/ kufomat dhe pajtimet/ kangurët dhe guaskat/ ora e mirë dhe ora e ligë, oratorët/ dhe kjo muzikë/ me shtatë shpirtra/ si macet…
MAPO

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

ΠΕΡΙ ΑΛΒΑΝΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Εν όψει των βουλευτικών του 2017 απαιτούνται η συνένωση και κοινή έκφραση όλων των ελληνικών δυνάμεων
Δύο νέοι δήμαρχοι πανηγύρισαν κρατώντας την ελληνική σημαία κατά τις δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Αλβανία την Κυριακή 21/6/2015. Ο Λεωνίδας Χρήστου στον δήμο Φοινίκης, ο οποίος στηρίχθηκε από το ΜΕΓΚΑ, το δεύτερο κόμμα που εκπροσωπεί την ελληνική μειονότητα εκτός από το ΚΕΑΔ (Κόμμα Ενώσεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα). Και ο Αχιλλέας Ντέτσικας στον δήμο Δρόπολης, ο οποίος στηρίχθηκε από το κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα του Μπερίσα και από τον ομογενή βουλευτή Βαγγέλη Τάβο, ο οποίος ανήκει στο κεντρώο κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Ιλίρ Μέτα.
Στην ηρωική Χειμάρρα η νοθεία, η ψυχολογική βία και η προσθήκη μουσουλμανικών κοινοτήτων με ένα σύστημα που θυμίζει Καλλικράτη οδήγησαν στην ήττα του υποψηφίου του ΚΕΑΔ Φρέντυ-Διονύση Μπελέρη και στη νίκη του Γιώργου Γκόρου, ο οποίος στηρίχθηκε από την αριστερή συμμαχία, της οποίας ηγείται το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα του προκλητικού πρωθυπουργού Εντι Ράμα. Ο Γκόρος είναι Ελληνας Βορειοηπειρώτης, αλλά δηλώνει ότι οι κάτοικοι της Χειμάρρας είναι απλώς ελληνόφωνοι και όχι ελληνικής καταγωγής.
Στον δήμο Κονίσπολης, ο οποίος δημιουργήθηκε με σκοπιμότητα από τη συνένωση δύο τσάμικων δήμων με τον ελληνικό δήμο Τζάρας, επικράτησε ο τσάμικης καταγωγής υποψήφιος, ο οποίος προτάθηκε από το ανθελληνικό τσάμικο κόμμα και στηρίχθηκε από την αριστερή συμμαχία του Ράμα. Λόγω δημογραφικών δεδομένων δεν πήγε καλά ο Ελληνας υποψήφιος Αναστάσης Γκούντας που κατέβηκε με το ΚΕΑΔ. Πάντως, σημειώνεται με ενδιαφέρον ότι το κόμμα των φανατικών Τσάμηδων του Ιντρίζι, αντιπροέδρου της Βουλής και φίλου του πρωθυπουργού Ράμα, καταποντίστηκε στα ποσοστά του δήμου, λαμβάνοντας μόνον 5%.
Στα αξιοπρόσεκτα των αλβανικών αυτοδιοικητικών εκλογών είναι και η ήττα του έως τώρα δημάρχου Πρεμετής, φανατικού πολεμίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τον Ελληνόβλαχο ορθόδοξο υποψήφιο Νικόλαο Σιόπουλη, ο οποίος κέρδισε τον δήμο στηριζόμενος από τη δεξιά συμμαχία.
Για πρώτη φορά από την ίδρυσή του (1991) το μεγαλύτερο κόμμα της ελληνικής εθνικής κοινότητας, το ΚΕΑΔ, δεν εξέλεξε ούτε έναν δήμαρχο. Ορισμένα από τα αίτια είναι: Α) Η φυγή των Βορειοηπειρωτών από την Αλβανία και η μόνιμη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Β) Η κατασκευή νέων «καλλικρατικών» δήμων, όπου ελληνικοί πληθυσμοί αναμείχθηκαν επίτηδες με αλλογενείς - αλλοεθνείς. Γ) Η προτίμηση πολλών ελληνικής καταγωγής υποψηφίων να πολιτεύονται με τα δύο μεγάλα αλβανικά κόμματα -Σοσιαλιστικό και Δημοκρατικό- και όχι με το ΚΕΑΔ ή το ΜΕΓΚΑ. Φυσικά, αυτή η συνεργασία οδήγησε και πολλούς ψηφοφόρους από τη μειονότητα στα αλβανικά κόμματα.
Εν όψει των βουλευτικών εκλογών του 2017 απαιτούνται η συνένωση και η κοινή έκφραση όλων των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία υπό την καθοδήγηση της οργανώσεως ΟΜΟΝΟΙΑ.
Τα προβλήματα είναι μεγάλα και ο αλβανικός εθνικισμός αποδεικνύεται επικίνδυνος.
Κωνσταντίνος Χολέβας
πηγή

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ομόνοια χωρίς δήμαρχο.


Όπως είχαμε αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο τρεις ήταν οι Δήμοι στους οποίους η μειονότητα διεκδικούσε την θέση του δημάρχου. Σε γενικές γραμμές τα αποτελέσματα σε αυτούς τους Δήμους μας έδειξαν δύο πράγματα, πρώτον ότι η μειονότητα εξελίσσεται σαν εκλογική ομάδα, παίρνει πλέον έμπρακτα αποφάσεις και καταψηφίζει ανθρώπους που δεν θεωρεί άξιους, και δεύτερον ότι η Αλβανική κυβέρνηση, κάθε τετραετία εξελίσσει τον ανθελληνισμό της όσο περισσότερο μπορεί.

Για τον Δήμο Δερόπολης:
Σε αυτό το Δήμο οι Δεροπολίτες έδειξαν για ακόμα μια φορά αυτό που είχαν αισθανθεί γρηγορότερα από όλη την υπόλοιπη μειονότητα, απέχθεια στο πρόσωπο του Ντούλε. Για καιρό τώρα, δεν χάνουν ευκαιρία να καταψηφίσουν το ΚΕΑΔ χάριν του αρχηγού του, Βαγγέλη Ντούλε, ο οποίος παραδόξως κατάγεται και από την περιοχή της Δερόπολης. Δήμαρχος για αυτή την τετραετία εδώ θα είναι ο Αχιλλέας Ντέτσικας ο οποίος κατέβαινε με το Δημοκρατικό Κόμμα (PD). Όσο στενάχωρο και να φαίνεται, το γεγονός ότι δήμαρχο σε αμιγώς Ελληνικά χωριά έβγαλε αλβανικό κόμμα, ελπίζουμε να κυβερνήσει τον Δήμο με αξιοπρέπεια όπως διαφήμιζε προεκλογικά και όχι ως συνιστώσα του PD.

Για τον Δήμο Φοινίκης:
                Δεν ξέρουμε άμα μιλάμε για νίκη ή για ήττα της Ομόνοιας σε αυτό το Δήμο, πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό το αποτέλεσμα ήταν η σφραγίδα που διασφάλισε το «κλείσιμο» της ομάδας του Ντούλε. Δήμαρχος εδώ είναι ο Λεωνίδας Χρήστου ο οποίος ήταν υποψήφιος με το ΜΕΓΚΑ. Με αυτό το αποτέλεσμα το ΜΕΓΚΑ έκανε την πρώτη πολιτική του νίκη από την ίδρυση του πριν 5 χρόνια, πράγμα που κατά την άποψη μας δεν οφείλεται σε αποδοτικότερο προεκλογικό αγώνα ή  ότι κάποιος συμπάθησε περισσότερο το κόμμα, αλλά στο μίσος του κόσμου προς τον Ντούλε κυρίως και στο Γιάννη Μπάμπη στη συνέχεια. Χωρίς τον δήμαρχο Φοινίκης με το μέρος του, ο Ντούλες είναι πλέον πολύ δύσκολο να επανεκλεγεί βουλευτής. Συγχαρητήρια στον κ. Χρήστου, ελπίζουμε σε μια καλή διακυβέρνηση του δήμου.

Για τον Δήμο Χειμάρρας:
                Εδώ παρατηρήθηκε πως ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός μπορεί να μαζευτεί σύσσωμος σε δύσκολους καιρούς. 1500 άτομα περίπου ανεβήκαν να στηρίξουν τον Έλληνα υποψήφιο Φρέντι-Διονύση Μπελέρη σε μια προσπάθεια ρήξης του ανθελληνικού κατεστημένου στην Χειμάρρα. Μάταια όμως καθώς στην προεκλογική εκστρατεία του αντιπάλου, του Γιώργου Γκόρου,  επιστρατεύτηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας που χρησιμοποίησε κάθε λογής «βρόμικο παιχνίδι» ξεκινώντας με μία εντελώς άδικη διοικητική διαίρεση, στη συνέχεια άρχισε να απειλεί ότι θα κόψει το νερό και ότι δεν θα συνεργαστεί με κανέναν άλλο υποψήφιο, μετά άρχιζε να μοιράζει κατάρες και να σκίζει αφίσες, και τέλος μια σειρά παρατυπιών κατά την εκλογική διαδικασία. Παρόλο που εδώ ο Δήμος χάθηκε, έγινε αισθητή η παρουσία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού στο χώρο και στο εσωτερικό της Αλβανίας αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη.


Τέλος οφείλουμε να τονίσουμε την νίκη του Αναστάσιου Γκούντα, υποψήφιου του ΚΕΑΔ για τον δήμο Κονίσπολης, στην περιοχή της Τζάρας. Ομοίως με τη Χειμάρρα παρόλο που δεν είχαμε νίκη σε ολόκληρο το Δήμο η Ελληνική παρουσία ήταν σημαντική.


Εν κατακλείδι, η Ομόνοια δεν κατάφερε να εκλέξει Δήμαρχο κάποιον επίσημο εκπρόσωπο της για πρώτη φορά από τότε που ιδρύθηκε.Για αυτό ο κ.Ντούλες πρέπει να αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες του. Ελπίζουμε η «ήττα» της Ομόνοιας να την βοηθήσει να ανανεωθεί και να αναγεννηθεί από τις στάχτες της.
πηγή

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΛΑΣΓΌΣ: Απειλούν την Αλβανία τα ελληνικά του Αρχιεπίσκοπου; - A përbën greqishtja e kryepeshkopit kërcënim për Shqipërinë?

Jordan Jorgji (Ιορδάνης Γιώργης)
Ωθούμενος από το άρθρο του κ. Μπεν Μπλούσι, όπου εκείνος ασκεί κριτική στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο για τον «εκ προθέσεως αποκλεισμό» - όπως το αποκαλεί – της αλβανικής γλώσσας κατά τη διάρκεια του Πάσχα, καθώς και σε άλλες θρησκευτικές τελετές, έχω ως στόχο την αποδόμηση των επιχειρημάτων του προαναφερθέντος άρθρου, όσον αφορά δύο κυρίως όψεις, τις οποίες τονίζει ο κ. Μπλούσι: πρώτον, την αντίληψη ως απαράδεχτο γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν ομιλεί μόνο αλβανικά και δεύτερον, το συνδυασμός αυτού του γεγονότος με ενδεχόμενο γεωπολιτικό στόχο της εκκλησίας να υιοθετήσει την ελληνική ως ανώτερη γλώσσα και την παράλειψη της αλβανικής γλώσσας ως κατώτερης. Πρωτύτερα, είναι πρέπον να παρατηρηθεί πως η σύνταξη του άρθρου του κ. Μπλούσι έχει εμπνευστεί από σχεδόν αθεϊστικές θέσεις όπου δεν αρκεί μονάχα ο διαχωρισμός κράτος-θρησκείας – φαινόμενο που χαρακτηρίζει τα έθνη-κράτη – αλλά αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη του Θεού. Αυτή η αγνωστική και σχεδόν αθεϊστική αντίληψη συνδυάζεται με την άλλη, παλαιά αντίληψη, εκείνη της άρνησης της αλβανικής ταυτότητας και γλώσσας από την ελληνική, η οποία έρχεται να επιβληθεί ακριβώς για αυτό το στόχο. Η υποβληθείσα πραγματικότητα θυμίζει την περίοδο της εθνικής αφύπνισης, συγκεκριμένα σε σχέση με τα εμπόδια ως προς την ανάπτυξη της αλβανικής εθνικής ταυτότητας, τα οποία σχετίζονταν με τις ξένες γλώσσες καθώς και με τη θρησκεία, η οποία σταθερά έχει αντιμετωπιστεί ως ξένο φαινόμενο. Αυτή η ανασφάλεια ή η απειλή κατά της εθνικής ταυτότητας, μαζί και με το κομμουνιστικό δόγμα, επηρέασαν αργότερα τη γέννηση της διαδικασίας του σοσιαλιστικού αθεϊσμού. Η θρησκεία καθ’αυτή συνιστά μία πρωτοεθνική ιδεολογία. Δεν υπήρχαν έθνη κατά την περίοδο της γέννησης της θρησκείας. Οι θρησκευτικές κοινότητες διέθεταν ετερογενή χαρακτήρα όσον αφορά τη σύσταση τους, δηλαδή τις πολλαπλές εθνοτικές ομάδες και κοινότητες. Αρκεί να αναφερθεί ότι επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ορθόδοξη κοινότητα ή μιλέτ, συμπεριλάμβανε μαζί Έλληνες, Αλβανούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Αρμένιους κτλ. Κατά συνέπεια, οι θρηκευτικές οδηγίες γράφτηκαν σε μία συγκεκριμένη γλώσσα: η Παλαιά Διαθήκη στα αραμαϊκά, η Καινούργια Διαθήκη στα ελληνικά, το Κοράνι στα αραβικά και ούτω καθεξής. Αργότερα, η ίδρυση του έθνους-κράτους οδήγησε στην ‘κρατικοποίηση’ ή ‘εθνικοποίηση’ των θρησκευτικών θεσμών, απειλώντας και περιορίζοντας την οικουμενικότητα της θρησκείας. Δίπλα στην κίτρινη σημαία του Βυζαντίου με το δικέφαλο αετό, τοποθετήθηκαν οι εθνικές σημαίες, ενώ τα ιερά κείμενα μεταφράστηκαν στις εθνικές γλώσσες. Ωστόσο, η εθνική πλευρά δεν μπορεί να εξαφανίσει εντελώς την οικουμενική. Οι μουσουλμάνοι σ΄όλο τον κόσμο απευθύνονται στο Θεό απαραίτητα σε μερικές, τουλάχιστον, εκφράσεις στα αραβικά, ενώ μία φορά στη ζωή τους, είναι πρέπον να επισκέπτονται τη Μέκκα και τη Μεδίνα, ως ιερούς τόπους. Οι καθολικοί διατηρούν ιεραρχικές σχέσεις τους με τον Πάπα και το Βατικανό, ενώ σχεδόν σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες στον κόσμο, ακόμη και στην Αφρική που αναφέρει ο κ. Μπλούσι, κατά τη διάρκεια της τελετής της ανάστασης του Χριστού, ακούγονται οι λέξεις «Χριστός ανέστη, αληθώς ανέστη». Επίσης, είμαι βέβαιος ότι ο κ. Μπλούσι, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, έχει ακούσει τον ιμάμη να προφέρει τα ξημερώματα πρωί, τις λέξεις στα αραβικά “Bismillah ir rahman ir rahim”, που σημαίνουν «Εις το όνομα του Αλλάχ, του ελεήμονος, του οικτίρμονος». Ως εκ τούτου, όσο και αν το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί την ορθοδοξία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, παντού στον κόσμο θα προφέρονται ιερά κείμενα επίσης και στην ελληνική γλώσσα. Εν αναφορά προς τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, αποτελεί γνωστό γεγονός ότι εις βάρος του διοχετεύεται συσσωρευμένη αντιπάθεια του ανθελληνισμού καθώς και της αντι-ορθοδοξίας. Το τελευταίο παρατηρείται σε σημαντικό μέρος των Αλβανών του Κοσσόβου και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, οι οποίοι, έχοντας ταυτίσει την ορθοδοξία με το σλαβικό στοιχείο, δεν μπορούν να αποδείξουν ουσιαστική συμπάθεια ως προς τους ορθόδοξους ομοεθνείς τους. Εάν οι εθνικιστές και οι άθεοι της Αλβανίας βλέπουν την ορθοδοξία ως απειλή για την εθνική ταυτότητα, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία, οι Αλβανοί που έμειναν εκτός συνόρων το 1912, τη χαρακτηρίζουν ως ‘σλαβορθόδοξη’ απειλή. Αυτό όμως, σταδιακά μπορεί να ενισχύσει ένα νέο είδος εθνικής ταυτότητας, μουσουλμανικής καθαρά φύσεως, θέτοντας σε κίνδυνο τις εύθραυστες ισορροπίες που διαθέτει η σημερινή διαθρησκευτική εθνική ιδέα. Ο Αρχιεπίσκοπος ιερουργεί στην αλβανική γλώσσα, εντός και εκτός της Αλβανίας. Τα θρησκευτικά κηρύγματα στην ελληνική, δεν απειλούν καθόλου ούτε την ορθοδοξία, ούτε την Αλβανία. Εάν οι ομιλίες στα ελληνικά του Αναστασίου κρύβουν μέσα τους το στόχο της μεταβολής των ορθόδοξων Αλβανών σε Έλληνες, τότε γιατί άραγε δεν τα έχει καταφέρει, παρόλο που είναι ιδιαίτερα μορφωμένος άνθρωπος; Εάν στην εκκλησία ο Αναστάσιος υιοθέτησε τα ελληνικά ως ανώτερη γλώσσα και τα αλβανικά ως κατώτερη, τότε γιατί άραγε η συντριπτική πλειοψηφία των Αλβανών ορθόδοξων δεν γνωρίζουν ούτε μία λέξη στην ελληνική γλώσσα, παρόλο που ο Αρχιεπίσκοπος διαθέτει σημαντική ακαδημαϊκή πορεία; Εάν ο Αρχιεπίσκοπος συνειδητά και πεισματικά αρνείται τη χρήση της αλβανικής γλώσσας στην εκκλησία, καθώς και την αυτοκεφαλία της ιδίας της εκκλησίας, τότε γιατί άραγε σε δημόσιες συνεντεύξεις του στην Ελλάδα καταδίκασε ρητά το ρατσισμό και τις διακρίσεις, απευθύνοντας έκκληση για ισότητα και αδελφικότητα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αλβανούς; Ο ισχυρισμός ότι ο Αρχιεπίσκοπος πρέπει να ομιλεί μόνο αλβανικά αποτελεί έκφραση της επιθυμίας για τη τοποθέτηση της θρησκείας υπό τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και της εθνικής ιδεολογίας. Επίσης, εκφράζει την επιθυμία για τον περιορισμό του κάθε τύπου θρησκευτικού οικουμενισμού, αν και κάθε μέρα αναζητάμε τον οικουμενισμό εις τις κοινές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του ευρω-ατλαντισμού. Επιπροσθέτως, το να αρνείσαι τη μητρική γλώσσα σε ένα ξένο κληρικό, δείχνει έλλειψη ανεκτικότητας, θρησκευτικής και ευρύτερης, φαινόμενο που χαρακτηρίζει το πολιτικό γίγνεσθαι αλλά και την αλβανική κοινωνία γενικά. Στη συνέχεια, ο κ. Μπλούσι συνδέει τη σταθερή συμπεριφορά του Αρχιεπίσκοπου με την υπερτόνιση των υπαρχόντων διακρίσεων και στερεοτύπων που χαρακτηρίζουν τους ορθόδοξους Κορυτσαίους ως Έλληνες. Ωστόσο, αυτές οι διακρίσεις υπάρχουν δεκαετίες και αιώνες πριν καν γεννηθεί ο Αναστάσιος. Η ενδυνάμωση της συλλογικής, εθνικής ταυτότητας δεν εξαφάνισε εντελώς, μέχρι σήμερα, την ιστορική ετερογένεια της αλβανικής κοινωνίας. Το 19ο αιώνα, όταν ένας ξένος περιηγητής πήγε στο βορρά της σημερινής Αλβανίας και ρώτησε έναν κάτοικο τί άποψη είχε για τους ορθόδοξους και τους τόσκηδες (tosk), έλαβε την απάντηση πως αυτοί δεν είναι Αλβανοί αλλά Έλληνες. Επίσης, οι Αρβανίτες, θεωρούσαν τους Αλβανούς μουσουλμάνους ως τούρκους, ενώ συγκρούστηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ως εκ τούτου, είναι γνωστό ότι οι πρωτοεθνικές ταυτότητες προϋπήρχαν του Αναστασίου και δεν ευθύνεται ο τελευταίος για αυτές, ούτε για την αποτυχία εξαφάνισής τους. Αυτές οι διακρίσεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν μονάχα μέσω ενός τουλάχιστον μηχανισμού και μεθόδου: της ενδυνάμωσης της εθνικής ταυτότητας καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας του λαού. Είναι ευρέως γνωστό ότι πολλοί Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα, όχι μόνο μιλούν την ελληνική γλώσσα και συνεννοούνται σ’αυτήν, όπως εξηγεί ο κ. Μπλούσι, αλλά πηγαίνουν μέχρι το άκρο της απόκρυψης και άρνησης της αλβανικής καταγωγής τους. Προσωπικά έχω γνωρίσει παρόμοιες περιπτώσεις. Γι’αυτό, όμως, δεν ευθύνονται τα ελληνικά που ο Αναστάσιος χρησιμοποιεί σε θρησκευτικά κηρύγματα, αλλά η παντελή έλλειψη ηθικής και ανεκτικότητας στους Αλβανούς πολιτικούς, καθώς και η κοινωνικο-οικονομική αποτυχία. Εάν στην Αλβανία σημειώνονται καθημερινά φόνοι, εάν ο λαός δεν έχει να φάει ενώ μία μικρή ολιγαρχία υπερπλουτίζεται, ελέγχοντας παράνομα όλη τη χώρα, αυτά είναι ακριβώς που αποδυναμώνουν την εθνική ταυτότητα και όχι η ορθοδοξία ή ο Αναστάσιος. Η φτώχεια, η εγκληματικότητα, η διαφθορά, αποτελούν αληθινές και σημαντικές προκλήσεις και απειλές που πρέπει να μάς απασχολούν όλους!
Jordan Jorgji
Marr shkas nga kritika e z. Ben Blushi në shtypin shqiptar ndaj kryepeshkopit Anastas për “mospraktikimin e qëllimshëm”-siç e quan ai-të gjuhës shqipe gjatë Pashkës apo dhe ceremonive të tjera fetare. Qëllimi im është kundërargumentimi i shkrimit të lartpërmendur për sa i përket dy aspekteve kryesore që ngre z.Blushi: së pari, aspektit të cilësimit si të papranueshëm të faktit që kryepeshkopi nuk flet vetëm shqip dhe së dyti në lidhjen e këtij “fakti” me ndonjë qëllim gjeopolitik të kishës për ta bërë gjuhën greke superiore mbi atë shqiptare dhe në këtë mënyrë të greqizojë besimtarët ortodoksë shqiptarë. Paraprakisht, nevojitet të vëzhgohet se shkrimi formulohet nga pozita pothuajse ateiste, ku nuk mjafton që feja të jetë vetëm e ndarë nga ideologjia politike-fenomen që karakterizon shtetet kombëtare-por ku vihet në dyshim vetë ekzistenca e Zotit. Ky aspekt agnostik, pothuajse ateist, kombinohet me aspektin tjetër, atë të mohimit të identitetit kombëtar dhe gjuhës shqipe nga greqishtja, duke u imponuar, për këtë qëllim, kjo e fundit. Ky realitet i paraqitur, të kujton periudhën e rilindjes kombëtare në lidhje me pengesën e zhvillimit të identitetit kombëtar shqiptar nga gjuhët e huaja si dhe nga feja, e cila gjithashtu është paraqitur si një fenomen i huaj. Kjo pasiguri apo kërcënim për identitetin kombëtar ndikoi më vonë te procesi i ateizmit socialist, në përputhje edhe me doktrinën komuniste. Feja në vetvete përbën një ideologji paranacionale. Nuk ekzistonin kombet në periudhën e lindjes së fesë. Vetë komunitetet fetare ishin heterogjene për sa i përket grupeve apo komuniteteve etnike. Mjafton të përmendet se te perandoria osmane, komuniteti ose mileti ortodoks përmblidhte së bashku grekë, shqiptarë, bullgarë, serbë, armenë etj. Si rrjedhoj, udhëzimet fetare u shkruajtën në një gjuhë të caktuar: testamenti i vjetër në aramaikisht, testamenti i ri në greqisht, kurani në arabisht e kështu me radhë. Formimi i shtetit kombëtar më vonë çoi vetvetiu në shtetëzimin ose kombëtarizimin e institucionit fetar, duke kërcënuar dhe kufizuar aspektin ekumenik që karakterizonte fenë. Pranë flamurit të verdhë me shqiponjën dykrenare të perandorisë bizantine, i cili simbolizonte organizimin e fesë ortodokse, u vendosën flamujt kombëtarë, ndërsa shkrimet fetare u përkthyen në gjuhët kombëtare. Megjithatë, aspekti nacional nuk mund ta shuajë plotësisht atë ekumenik. Myslimanët e të gjithë botës nevojitet që ti drejtojnë Zotit të paktën disa fjalë në arabisht, ndërsa një herë në jetën e tyre duhet të vizitojnë Mekën dhe Medinën si vende të shenjta. Katolikët ruajnë lidhje hierarkike me Papën dhe Vatikanin, ndërsa te pothuajse të gjitha kishat ortodokse të botës, qoftë dhe në Afrikën që përmend z. Blushi, gjatë ceremonisë së Pashkës dëgjohen fjalët në greqisht “Hristos anesti, alithos anesti”, që do të thotë “Krishti u ngjall, vërtet u ngjall”. Gjithashtu, jam i sigurt se z. Blushi e ka dëgjuar të paktën një herë në jetën e tij hoxhën në mëngjes, i cili citon fjalët në arabisht “Bismillah ir rahman ir rahim”, që në shqip do të thotë “Në emër të Allahut mëshiruesit, mëshirëbërësit”. Prandaj, sado që shteti grek ta përdorë fenë ortodokse për interesat e tij, gjatë predikimeve kudo në botë do të dëgjohet edhe ndonjë fjalë greke. Për sa i përket kryepeshkopit Anastas, është e ditur tashmë se në kurriz të tij mund të shprehet shumë lehtë delli i akumuluar i anti-greqizmit por edhe i anti-ortodoksisë. Kjo e fundit vihet re te një pjesë e mirë e shqiptarëve të Kosovës dhe të Ish-Republikës Jugosllave të Maqedonisë, të cilët, duke e lidhur ortodoksinë me elementin sllav, ndihen të rezervuar në simpatinë e tyre karshi ortodoksëve shqiptarë. Nëse nacionalistët apo ateistët e Shqipërisë e shohin aspektin ekumenik të ortodoksisë si kërcënim për identitetin kombëtar, pavarësinë dhe sovranitetin, Shqiptarët e mbetur jashtë kufijve i vendosin ortodoksisë etiketën e “kërcënuesit sllavo-ortodoks”. Veprimi i fundit, mund të forcojë gradualisht një lloj identiteti të ri kombëtar, atë mysliman, duke vënë në rrezik ekuilibrat e brishta të identitetit ekzistues, i cili disponon karakter ndërfetar. Kryepeshkopi meshën e mban në gjuhën shqipe, si brenda ashtu dhe jashtë Shqipërisë. Predikimet e mbajtura nga ai në gjuhën greke nuk e kërcënojnë aspak ortodoksinë dhe as Shqipërinë. Nëse ndonjë fjalim i Anastasit në greqisht fsheh si qëllim kryesor kthimin e ortodoksëve shqiptarë në grekë, atëherë përse ai nuk ja ka arritur qëllimit, edhe pse është njeri i mirëshkolluar? Meqënëse Anastasi e paska kthyer greqishten në gjuhë superiore dhe shqipen në gjuhë inferiore në aspektin kishtar, atëherë përse pjesa dërmuese e ortodoksëve shqiptarë nuk dinë pothuajse asnjë fjalë greqisht, edhe pse kryepeshkopi disponon eksperience akademike? Në qoftë se ky kryepeshkop e mohon me vetëdije dhe kokëfortësi gjuhën shqipe në kishë dhe si pasojë autoqefalinë e vetë kishës, atëherë përse në intervistat e tij publike në Greqi ka dënuar ashpër racizmin, diskriminimin dhe ka bërë thirrje për barazi dhe vëllazërim midis grekëve dhe shqiptarëve? Kërkesa që kryepeshkopi të flasë vetëm shqip përbën shprehje të vendosjes së fesë nën kontrollin e plotë të shtetit apo ideologjisë kombëtare, të kufizimit të çdo lloj ekumenizmi fetar, edhe pse ekumenizmin e kërkojmë çdo ditë te vlerat e përbashkëta të BE-së apo te ato euro-atlantike. Gjithashtu, ti mohosh një kleriku të huaj gjuhën e tij të origjinës, tregon mungesë tolerance, fetare por edhe më gjerë, fenomen që karakterizon klasën politike por edhe shoqërinë shqiptare më përgjithësi. Në vazhdim, z. Blushi e lidh sjelljen e kryepeshkopit me forcimin e dallimeve dhe stereotipeve ekzistuese ndaj ortodoksëve korçarë si grekë. Mirëpo ndarjet përbëjnë një fenomen që ekziston disa dhjetëvjeçarë deri në shekuj përpara se të lindte Anastasi. Forcimi i identitetit kolektiv kombëtar nuk e ka zhdukur plotësisht, akoma edhe sot, heterogjenitetin historik të shoqërisë shqiptare. Kur një udhëtar i huaj shkoi në veri të Shqipërisë së sotme gjatë fundit të shekullit të 19 dhe pyeti një banor se çfarë mendimi kishte për ortodoksët apo toskët, banori iu përgjigj se ata nuk ishin shqiptarë por grekë. Gjithashtu, vetë arvanitasit i konsideronin myslimanët shqiptarë si turq dhe u ndeshën me ta në luftë gjatë revolucionit grek. Prandaj, identitetet parakombëtare ekzistonin kohë më parë dhe nuk i solli Anastasi. Ato mund të minimalizohen vetëm me anën e të paktës një mekanizmi dhe të një metode: forcimin e identitetit kombëtar dhe rritjes së mirëqenies ekonomike dhe sociale të shoqërisë. Duhet të dihet se shumë emigrantë shqiptarë në Greqi, jo vetëm që flasin e merren vesh në greqisht, siç përmend z. Blushi, por kalojnë deri në mohimin e origjinës së së vendlindjes së tyre. Personalisht kam ndeshur disa raste të tilla. Dhe fajin për këtë, nuk e ka fjalimi në greqisht nga Anastasi te predikimet fetare, por imoraliteti i klasës politike shqiptare, intoleranca dhe dështimi ekonomikosocial. Në qoftë se në Shqipëri vrihet e prihet çdo ditë, nëse populli s’ka të hajë bukë ndërsa një oligarki e vogël mbytet në pasuri dhe kontrollon në mënyrë të pistë vendin, kjo është ajo që dobëson identitetin kombëtar dhe jo ortodoksia apo Anastasi. Varfëria, kriminaliteti, korrupsioni janë kërcënimet e mëdha të cilat duhet të na shqetësojnë të gjithëve. shekulli

Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Βαλκάνια 2015: Η τουρκική προσπάθεια για δημιουργία ισχυρής ζώνης επιρροής - Ballkani 2015: Pëpjekja turke për krijimin e një zone të fortë ndikimi.

Τα Βαλκάνια αποτελούσαν ανέκαθεν το πιο όμορφο αλλά παρατημένο παιδί της Ευρώπης. Μια περιοχή εμποτισμένη με εθνικισμούς, διχασμούς και θρησκευτικές συγκρούσεις. Μια περιοχή που βίωνε , όπως και οι κάτοικοι τους στις προσωπικές τους ζωές, σε υπερθετικό βαθμό τα πάντα. Το 2015 βρίσκει τα Βαλκάνια , σε καλύτερη μοίρα από ό,τι στις αρχές του αιώνα μας αλλά με τις ίδιες προσλαμβάνουσες και συνισταμένες. Μια εξ αυτών είναι η διαχρονική προσπάθεια της Τουρκίας να δημιουργήσει μια ισχυρή ζώνη επιρροής στην περιοχή των Βαλκανίων με δούρειο ίππο την Θρησκεία. Είναι γνωστή και η πολιτική στόχευση των ηγετών της γειτονικής χώρας, Ερντογάν και Νταβούτογλου , για την δημιουργία ενός νεο-οθωμανικού τόξου που θα περιλαμβάνει όλες τις Βαλκανικές χώρες με ισχυρό το Μουσουλμανικό στοιχείο όπως η Αλβανία και η Βοσνία, Η στόχευση της Τουρκίας γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Σέρβικης εφημερίδα «Πολίτικα», η Τουρκία μέσω του ιδρύματος θρησκευτικών υποθέσεων χτίζει στην πρωτεύουσα της Αλβανίας, Τίρανα, το μεγαλύτερο Μουσουλμανικό τέμενος στην περιοχή των Βαλκανίων. Το τζαμί θα μπορεί να φιλοξενεί 4,500 πιστούς. Στις εγκαταστάσεις περιλαμβάνονται εκτός από το τζαμί και αίθουσα ομιλιών, βιβλιοθήκη όπως και μουσείο με αναφορά στην ιστορία των Βαλκανίων, έχοντας ως σκοπό την επανανοηματοδότηση της ιστορίας των Βαλκανίων μέσα από μια νεο-οθωμανική σκοπιά. Στην Αλβανία που το 70% του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι και ο Αλβανός Πρωθυπουργός Έντι Ράμα , έχει πολλές φορές κατηγορηθεί ότι προωθεί μια φιλοτουρκική ατζέντα στην περιοχή έχοντας ως αναφορά τις συνεχείς προκλήσεις στο Κόσοβο αλλά και την γενικότερη πολιτική αντιμετώπισης των θρησκευτικών μειονοτήτων. Ήδη η Τουρκία , μέσω του ιδρύματος, κατασκευάζει χώρους λατρείας στην Βοσνία, τα Σκόπια και το Κόσοβο θέλοντας να δημιουργήσει θύλακες επιρροής μέσω αυτού του μοντέλου «θρησκευτικής διπλωματίας». Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το μοντέλο αυτό δράσης δημιουργεί αντιδράσεις από άλλες χώρες όπως η Σερβία που βλέπουν με μεγάλη δυσπιστία να επαναλαμβάνεται ένα τραγικό έργο που μερικά χρόνια οδήγησε σε μια ανείπωτη τραγωδία με θύματα και από τις δύο πλευρές. huffingtonpost

Ballkani përbën prej kohësh fëmijën më të bukur por më të braktisur të Evropës. Një zonë e mbushur me nacionalizma, përçarje dhe përplasje fetare. Një zonë që përjetonte, si dhe banorët e saj në jetën e tyre personale, në një nivel të hiperboluar gjithçka. 2015- a e gjen Ballkanin,në një pozicion mjaft më të mirë se ato të fillimeve të shekullit por me të njejtat të shenja dhe të dhëna. Një prej tyre është dhe përpjekja e vazhdueshme e Turqisë që të krijojë një zonë ndikimi të fortë në zonën e Ballkanit me Kalë të Trojës Fenë. Është e njohur dhe qëllimi politik i udhëheqësve të vendit fqinj, Erdogan dhe Davutoglu, për krijimn e një ylberi neo-otomanist i cili përfshin vendet e Ballkanit me element të fortë myslyman siç është Shqipëria dhe Bosnja. Qëllimi i Turqisë bëhet gjithmonë dhe më i qartë. Sipas publikimi të gazetës Serbe “Politika”, Tuqia nëpëmjet institucionit të çështjeve fetare ndërton në kryeqytetin Shqiptar, Tiranën, xhaminë më të madhe Myslymane në zonën e Ballkanit. Xhamia do të mundet të mirëpresë 4500 besimtarë. Në këtë kompleks përfshihen përveç xhamisë, sallë konferencash, bibliotekë si dhe muzeu referuar historisë së Ballkanit, duke pasur si qëllim rikompozimin e një historie me kuptim tjetër të Ballkanit nëpëmjet një këndvështrimi neo-otoman. Në Shqipërinë me shumicë myslymane dhe vetë Kryeministri E Rama është akuzuar shumë herë se po vepron mbi baza të një axhende filoturke në zonë duke pasur si pikë referimi gjithmonë provokimet në Kosovë por dhe mënyrën se si përballon minoritetet fetare. Tashmë Turqia, nëpërmjet një institucioni, ndërton vende adhurimi në Bosnjë, Shkup dhe Kosovë duke dashur të krijojë qëndra ndikimi nëpërmjet këtij modeli të “dipllomacisë fetare”. Por ja vlen të shënohet se modeli i këtij aktiviteti ka krijuar reagime në vende të tjera si Serbia që shohin me dyshim të madh të përsëritet e njejta vepër tragjike që para disa vitesh çoi në një tragjedi të papërshkrueshme me viktima nga të dyja anët. huffingtonpost

Πως οι αλβανικές αυθαιρεσίες πλήττουν Ορθοδοξία και Ελληνισμό...

Διαπιστώσεις...

 Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
•  Δεν πέρασε χρόνος από τότε που έγιναν τα επίσημα εγκαίνια (1 Ιουλίου 2014) του περίλαμπρου Ιερού Ναού της Αναστάσεως του Χριστού στα Τίρανα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και οι Αλβανοί βάλθηκαν να τον καταστρέψουν. Πέρασαν 22 χρόνια από την κανονική ανασύσταση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας με την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου. Η Ορθόδοξος Εκκλησία η οποία είχε διαλυθεί εντελώς από τον 45/χρονο διωγμό, ανασυγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε. Κατά τα χρόνια αυτά της Αρχιερατείας του Αρχιεπισκόπου κ. Αναστασίου αναδιοργανώθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία και ελήφθησαν και άλλες εκκλησιαστικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες. Ανεγέρθηκαν 150 νέοι ναοί, αναστηλώθηκαν άλλα 60 πολιτιστικά μνημεία και επισκευάστηκαν πάρα πολλοί άλλοι ναοί, διασκορπισμένοι στην αλβανική Επικράτεια. Με την εργώδη αυτή δράση η Ορθόδοξη Εκκλησία συνέβαλε στην πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη της Αλβανίας.
Η αλβανική ηγεσία θεώρησε σκόπιμο, με σκοπό δήθεν την ανασυγκρότηση της χωροταξίας στο Κέντρο της αλβανικής πρωτεύουσας, να ξηλώσει το περίφραγμα του περιβάλλοντος χώρου του συγκροτήματος (ένα πραγματικό κόσμημα). Πράξη αυθαίρετη, κατά παραβίαση των κανόνων της ηθικής τάξης, ωμή κατάχρηση εξουσίας, χωρίς να ληφθούν καθόλου υπόψη τα δικαιώματα των άλλων, στην προκείμενη περίπτωση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αρχιεπισκοπής των Τιράνων. Να σημειωθεί ακόμη ότι δεν πρόκειται για δημόσιο χώρο, αλλά για ιδιόκτητη περιοχή.
Η καταστροφή του αρχιτεκτονικού αυτού αριστουργήματος, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια όλου του εκκλησιαστικού συγκροτήματος.
Η Ορθοδοξία και η μειονότητα δέχονται συνεχή πλήγματα. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος στην Αλβανία και μετά την αποκατάσταση της «Δημοκρατίας» Αλβανοί από τη Μέση και τη Βόρεια Αλβανία εγκαθίστανται στους μειονοτικούς χώρους. Είναι ένα φαινόμενο που μαστίζει τα ελληνοχώρια και τους δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Αλβανοί παρουσιάζουν πλαστά έγγραφα και υφαρπάζουν παράνομα βοσκήσιμες εκτάσεις που ανήκουν στις ελληνικές κοινότητες.
Η εγκατάσταση ξενόφερτων στα ελληνοχώρια είναι συχνό φαινόμενο. Σε πολλά χωριά μάλιστα, όπως γράφει ο Βαγγέλης Παπαχρήστου (Το Όραμα – Μάρτιος 2015) «μπαίνει στην αρχή μια οικογένεια και κουβαλάει μετά όλο το συγγενολόι».
Ένα τέτοιο κραυγαλέο επεισόδιο παρατηρήθηκε πρόσφατα στο ελληνικό αρχοντοχώρι του Πωγωνίου, την Πολύτσανη. Το γεγονός επέσυρε την προσοχή του Προέδρου της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ», ο οποίος απέστειλε προς τον αρμόδιο υπουργό των Εσωτερικών της Αλβανίας και σε άλλους αρμόδιους κυβερνητικούς φορείς της από 26-01-2014 έγγραφο, διαμαρτυρόμενος για την αυθαίρετη εγκατάσταση εξαμελούς οικογένειας από τους Λαζαράτες Αργυροκάστρου στην Πολυτσάνη και την εγγραφή της στα δημοτολόγια του Ληξιαρχείου της Επαρχίας.
Όπως αναφέρεται στο έγγραφο πρόκειται περί στοχευμένης και μεθοδευμένης καταστρατήγησης και παραβίασης διατάξεων νόμου Σύμβασης – Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Πρόεδρος της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ» επισημαίνει ότι το άρθρο 16 του νόμου που ψηφίστηκε και από το αλβανικό Κοινοβούλιο αναφέρει ρητά: «Τα μέλη απέχουν από τη λήψη μέτρων, τα οποία μεταβάλλουν τις πληθυσμιακές αναλογίες σε μια γεωγραφική περιοχή που κατοικούν πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες».
Τέτοια φαινόμενα ανθελληνισμού παρατηρούνται σε όλον τον βορειοηπειρωτικό χώρο. Οι εκάστοτε αλβανικές κυβερνήσεις νόμους που αφορούν την προστασία και της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, τους καταπατούν ασύστολα, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Ασφαλώς, ο απώτερος σκοπός των αλβανικών ενεργειών είναι η συρρίκνωση, αποδυνάμωση και απογύμνωση των ελληνικών κοινοτήτων και η αφομοίωση των κατοίκων τους.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Ανάγκη... ΟΜΟΝΟΙΑΣ στις δημοτ. εκλογές της Αλβανίας!


Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΠΑΡΚΑ
Το παρόν σημείωμα αφορά τις δικαιολογημένες εθνικές ανησυχίες των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών για τις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου τρέχοντος στην Αλβανία.  Σε πρώτη γραμμή αφορά το γεγονός ότι οι υποψήφιοι δήμαρχοι θα παράγουν την ρεάλ πολιτική στις περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό στην ε.ε. Μειονότητα. 
Όμως, η πολιτική στρατηγική που επέλεξε να ακολουθήσει η Μειονότητα (επίσημοι και μη παράγοντες) νομίζω ότι οδηγεί στα ίδια λάθη του παρελθόντος. Κάνουμε εκκλήσεις, όταν χρειάζονται πράξεις. Αναζητούμε να εκλέξουμε τους καλύτερους, όταν δεν μπορούμε να θέσουμε κριτήρια που θα θέτουν το πλαίσιο του ποθούμενου καλύτερου. Βλέπουμε ότι οι άλλοι έχουν στόχους που είναι σε βάρος μας και εμείς αρκούμαστε με τη διαπίστωση. 
Μιλούμε για ενότητα (σε προφορικό λόγο) και καθημερινά εξυπηρετούμε τη διάσπαση. Στο πολυσχιδή σχήμα διάσπασης που μαστίζει από χρόνια το εξασθενισμένο κορμί της Μειονότητας, τελευταία φαίνεται να καταγράφεται και μια νέα διάσταση. Αυτή μεταξύ του θεσμού του προέδρου της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και του κατεστημένου του Ντούλε. Πρόκειται για αντιπαραθέσεις στο δίδυμο ΟΜΟΝΟΙΑ - ΚΕΑΔ, υπεύθυνο μέχρι ενοχής για τον κατακερματισμό των δυνάμεων στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα και για τον προσανατολισμό των ενεργειών της στην καλλιέργεια εσωστρέφειας. (Ταραχοποιοί με ύποπτο και επικίνδυνο εθνικά παρελθόν, ταυτισμένοι άμεσα με το περιβάλλον του Ντούλε, επιδιώκουν να θέσουν σε ομηρία τον πρόεδρο της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και το Γενικό της Συμβούλιο. Ταυτόχρονα, ο Β. Ντούλες με τη… σφραγίδα του ΚΕΑΔ στη τσέπη ψάχνει λύσεις που θα ενισχύουν το δικό του κατεστημένο).
Βασικό αδύνατο σημείο της προσπάθειας που εστιάζεται στο «να εκλέξουμε τους καλύτερους δημάρχους», είναι ότι κινούμαστε στις επιλογές του κατεστημένου, δηλαδή, στην ανάγκη να βρούμε τη λύση στις συμμαχίες με τα αλβανικά κόμματα που δρουν στο χώρο της Μειονότητας. Στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές αποφάσισε για τη νίκη του ΚΕΑΔ στις περιοχές με αμιγή ελληνικό πληθυσμό η συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας. Στη Χιμάρα που δεν λειτούργησε η συμμαχία αυτή το ΚΕΑΔ έχασε, μάλιστα με υποψήφιο τον πρόεδρο της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και μέχρι τότε δήμαρχο Χιμάρας. Επιβεβαιώνεται ότι οι απλοί Έλληνες που στήριξαν αλβανικά κόμματα στις περιοχές με αμιγή ελληνικό πληθυσμό είχαν καταλάβει ότι οι ομογενείς θεσμοί ήταν εθνικά περισσότερο επικίνδυνοι από τους άλλους. Έτσι, από κοινού με την ψήφο διαμαρτυρίας εναντίον τους πέταξαν στην τελευταία εκλόγιμη θέση τους εκπροσώπους αυτών. Συνεπώς, η όποια λύση για επιλογή του καλύτερου Έλληνα με τη λογική αυτή, θα οδηγήσει σε σχεδόν ταυτόσημα με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα.  
Θα συμβάλλει σ’ αυτό και το γεγονός ότι οι άκαρποι εγωισμοί και συμφέροντα κάποιων δικών μας επιχειρηματιών, δε θα τους εμποδίσουν ούτε αυτή τη φορά να επιδείξουν τη δύναμή τους, ενώ είναι συνυπεύθυνοι για το καταστρεπτικό φαινόμενο της εξαγοράς ψήφου. 
Η πρότασή μου έχει ως εξής: Από τη στιγμή που οι παράγοντες, που πιο πάνω ανέφερα, με τις τόσο αρνητικές επιπτώσεις στα κοινά εθνικά συμφέροντα είναι ελληνικής καταγωγής, τότε προτείνω στην ηγεσία της ΟΜΟΝΟΙΑΣ να αναλάβει πρωτοβουλία για να καθίσουν σε κοινό τραπέζι όλοι αυτοί -πολιτικοί, οικονομικοί πολιτιστικοί και λοιποί παράγοντες. Επιτρέπει την υλοποίηση της πρωτοβουλίας το γεγονός ότι τα φτερά των παλιών «γερακιών» του κατεστημένου έχουν ξεφτίσει και τα νύχια και το ράμφος τους έχουν γυρίσει προς τα μέσα! Η τράπεζα αυτή να έχει βασικό στόχο, ώστε οι παράγοντες από μέρος του προβλήματος να μετατραπούν σε μέρος της λύσης του, για να θέσουμε από κοινού τα εθνικά συμφέροντα που μας ενώνουν όλους, πάνω από τα ιδεολογικά και προσωπικά. 
Χρειάζεται ανάπτυξη διαλόγου με βάση, ας υποθέσουμε, δέκα συγκεκριμένους εθνικούς στόχους, καθορισμό πλαισίων που πρέπει να εκπληρώνει ο εκάστοτε υποψήφιος και συμμαχίες που θα επιτρέπουν την επίτευξη του στόχου μας.  Έτσι, θα ανατρέψουμε τη ζυγαριά από το να επιλέγουμε υποψήφιους με το σκεπτικό να εξυπηρετούν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα ενός συγκεκριμένου κύκλου και του κατεστημένου σε βάρος των εθνικών, στο αντίθετο. Από το να επιλέγουμε συμμαχίες με κόμματα τα οποία θα αποφασίζουν ουσιαστικά τους υποψήφιους και εμείς θα έχουμε απλώς την ταμπέλα, (όπως μέχρι σήμερα), σε συμμαχίες που θα εξυπηρετούν τους δικούς μας κοινούς σκοπούς και θα θέσουν σε σωστές βάσεις τη συνεργασία με τους συμμάχους αυτούς. Από στείρες εκκλήσεις για ενότητα, σε ζωτικές και αποφασιστικές πράξεις ενότητας.  
Πιστεύω ότι η ώρα δεν έχει φτάσει απλώς... έχουμε πιάσει πάτο και με την κακία που μας χαρακτηρίζει είμαστε ικανοί να διαλύσαμε και το ισχυρό εθνικό μας στερέωμα... Η ΟΜΟΝΟΙΑ, η οποία δεν είναι μόνο ο πρόεδρος και ούτε το Γενικό της Συμβούλιο το οποίο διορίστηκε για να υποστηρίξει το κατεστημένο και να εγκλωβίσει τον πρόεδρο, πρέπει να κατανοηθεί πολύ πιο πέρα από το στεγνό αυτό σχήμα. Στην προκειμένη περίπτωση, η ΟΜΟΝΟΙΑ έχει την ιστορική ευθύνη να κάνει το άνοιγμα προς κάθε κατεύθυνση και όχι να αρκεστεί με την έκκληση να ενσκήψουν «όλοι» σ’ αυτη. Το πρώτο είναι εφικτό διότι αποτελεί επιτακτική ιστορική αναγκαιότητα. Το δεύτερο αποτελεί μια λαϊκίστικη νοοτροπία που μοιάζει με ρόλο Πιλάτου, δηλαδή σημαίνει ότι εγώ έκανα το χρέος μου...
Όμως, κάθε λεπτό είναι χρυσός. Κάθε καθυστέρηση εξυπηρετεί το κατεστημένο που δρα με την τακτική του τετελεσμένου γεγονότος: «λόγω χρονικών περιθωρίων θα επιλέξετε αυτό που σας προτείνω…», δηλαδή την πλήρη καταστροφή!

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Αποκλειστικά για τον Πελασγό Κορυτσάς: Η “ΟΜΟΝΟΙΑ” των Ελλήνων της Αλβανίας και οι προκλήσεις της

Αποκλειστικά για τον Πελασγό Κορυτσάς 

Η “ΟΜΟΝΟΙΑ” των Ελλήνων της Αλβανίας και οι προκλήσεις της


 Τον Ιανουάριο του 2015 διεξήχθησαν οι εκλογές της “Ομόνοιας”, συλλόγου της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, όπου ο νεοεκλεγείς πρόεδρος κ. Λεωνίδας Παππάς διαδέχθηκε στο αξίωμα τον κ. Βασίλη Μπολλάνο, πρώην δήμαρχο της Χειμάρρας.

Η οργάνωση “Ομόνοια” αποτελεί δημόσια έκφραση των Βορειοηπειρωτών, ενώ συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία του κόμματος “Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα” (ΚΕΑΔ), το οποίο εκπροσωπεί την εθνική ελληνική μειονότητα καθώς και άλλες μειονότητες στο πολιτικό γίγνεσθαι της Αλβανίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο πρόεδρος του ΚΕΑΔ, κ. Ευάγγελος Ντούλες, έχει διατελέσει πρόεδρος της “Ομόνοιας”. Θα ήταν πρέπον να μελετηθούν ορισμένα από τα πιο φλέγοντα προβλήματα που ταλανίζουν την οργάνωση αυτή, τα οποία θα αποτελέσουν πρόκληση για το νέο πρόεδρο.

Το ιδιαίτερο ύφος του απερχόμενου προέδρου – κυρίως κατά τη διάρκεια της δημαρχίας του – όσον αφορά την αμφισβήτηση του αλβανικού εθνικισμού, καθώς και την αντίσταση απέναντι στις εθνικιστικές τάσεις των Αλβανών, ήγειρε την ευαισθησία πολλών Ελλήνων της μειονότητας. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως  προκάλεσε εκ νέου τη δραστηριοποίηση ορισμένων μελών της “Ομόνοιας”. Από την άλλη, η δίψα ορισμένων για εξουσία, καθώς και η πολιτική των “αλβανικών” κομμάτων να αντλούν ψήφους από την ελληνική μειονότητα, διέσπασε την τελευταία σε τουλάχιστον δύο πολιτικά κόμματα, στο φιλο-Ραμαϊκό ΚΕΑΔ, καθώς και στο φιλο-Μπερισικό κόμμα του ΜΕΓΑ. Η διάσπαση της μειονότητας οδήγησε τους περισσοτέρους να συσπειρώνονται και να ψηφίζουν μη μειονοτικά κόμματα, ανήκοντα κυρίως στο κεντροαριστερό πολιτικό φάσμα. Αυτό ήλθε ως αποτέλεσμα της πολιτικοποίησης της ελληνικής μειονότητας προς όφελος των “αλβανικών” κομμάτων, και, πολύ περισσότερο, της απογοήτευσης σημαντικού μέρους αυτής της μειονότητας προς τους εκπροσώπους της, είτε μελών της “Ομόνοιας” είτε του ΚΕΑΔ.


Πολλοί “την ψώνισαν” μόλις απέκτησαν ένα αξίωμα στο κόμμα, ενώ σχεδόν εξαφανίστηκαν, όταν ανέλαβαν κάποιο υπουργείο, κάποια διεύθυνση ή εν πάση περιπτώσει κάποια θέση στη δημόσια διοίκηση. Το φαινόμενο της “γραφειοκρατικοποίησης”, είχε ως αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα, την αποστασιοποίηση των εκλεγμένων από τους ψηφοφόρους μόλις την επαύριο των εκλογών.
Η ανάδειξη υποψηφίων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και με μοναδικό κριτήριο την επιχειρηματική τους δράση ναι μεν διευκολύνει χρηματικά την εκάστοτε εκλογική εκστρατεία, αλλά έχει ως συνέπεια το κυνήγι του χρηματικού κέρδους και όχι την εκπροσώπευση των αιτημάτων της μειονότητας. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι αυτοί αδυνατούν να ανταποκριθούν στο έργο της διαπραγμάτευσης με την κεντρική εξουσία προς όφελος της μειονότητας.

Η διαφθορά αποτελεί μελανή σελίδα όχι μόνο για το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι της Αλβανίας και της Ελλάδας, αλλά είναι παρούσα και στην ίδια την ελληνική μειονότητα. Η διαφθορά εντείνει την ουσιαστική αποστασιοποίηση των εκλεγμένων από τη μειονότητα, πολλαπλασιάζει τα πλούτη τους, καθώς και αυξάνει το οικονομικό χάσμα μεταξύ αυτών και του απλού λαού.

Επίσης, οι αργοί ρυθμοί στη διαδοχή των γενεών ενισχύουν περαιτέρω την αναποτελεσματικότητα της “Ομόνοιας”. Η ασθενής συμμετοχή των νέων σε συνδυασμό με τη “μονοπωλιακή” θέση των μεγαλύτερων σε ηλικία προσώπων στερεί από την οργάνωση αυτή ενέργεια, δυναμικότητα, διάλογο, μεγαλύτερη κοινοτική επιδοκιμασία και νομιμοποίηση. Ο σεβάσμιος ρόλος των προσωπικοτήτων μεγάλης ηλικίας έχει ανάγκη να εμπλουτιστεί από την προοδευτική σκοπιά της νεολαίας. Επιπρόσθετα, εξίσου σημαντική είναι η διαπαιδαγώγηση της τελευταίας. Ως εκ τούτου, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Λεωνίδας Παππάς με την επιπρόσθετη εμπειρία ως πρώην πρόεδρος της νεολαίας μπορεί να προσφέρει πολλά.

Συμπερασματικά, προκειμένου η “Ομόνοια” να κατορθώσει να επηρεάσει τις αποφάσεις της αλβανικής κυβέρνησης, καθώς και της ελληνικής, θα πρέπει πρώτα να υπερπηδήσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της. Πρέπει να βρεθούν περισσότερο λειτουργικοί μηχανισμοί για την αποτελεσματικότερη και δημοκρατικότερη οργάνωση της “Ομόνοιας”, έτσι ώστε η μειονότητα να διατηρήσει την ταυτότητά της.
Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταφέρει να διαπραγματευτεί με σημαντικότατες προκλήσεις που η κοινωνία αντιμετωπίζει καθημερινά, όπως η ανεργία, η φτώχεια, το περιβάλλον, το θέμα των συντάξεων, τις σχέσεις με την εκκλησία και τους συλλόγους Βλάχων και ούτω καθεξής. 
                                                   Ιορδάνης Γιώργη

(Jordan Jorgji)

Απόφοιτος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών *Μεταπτυχιακό στο Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές του Παντειου Πανεπιστημίου Αθηνών * Διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντειου Πανεπιστημίου Αθηνών


Παρακαλούμε όσοι αναδημοσιεύσουν το άρθρο να βάλουν την πηγή.

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1419) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (253) Β Ήπειρος (239) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (61) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (43) πολιτισμός - kulturë (43) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) πολιτική-politikë (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)