Αποτελεί πρωτάκουστη θλιβερή πρωτοτυπία στα εκκλησιαστικά χρονικά ένα Γραφείο μιας Ιεράς Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ελλάδος να εκδίδει κείμενο, το οποίο καθυβρίζει Προκαθήμενο μιας άλλης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας: συγκεκριμένα της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, που μόλις πριν λίγα χρόνια ανασυγκροτήθηκε από τα ερείπια του σκληρού αθεϊστικού διωγμού. Πρόκειται για την «Ανακοίνωση του Γραφείου επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς» (10 Δεκεμβρίου 2018), η οποία κυκλοφόρησε σε διάφορες ιστοσελίδες με τίτλο «Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος και ο παγκόσμιος οικουμενισμός» ή «Ποιους πραγματικά στόχους εξυπηρετεί ο θρησκευτικός πλουραλισμός;». Δυστυχώς με τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας οι ανυπόστατες κατηγορίες διαχέονται ανεξέλεγκτα.
Αποφύγαμε να σχολιάσουμε δημόσια τον αλλόκοτο αυτό λίβελλο κατά την περίοδο των εορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου. Ύστερα όμως από τη μετάφρασή του στην αλβανική γλώσσα είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια γενική απάντηση στα κρίσιμα σημεία του.
Η Ανακοίνωση δηλώνει: «Πρόκειται για εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, σε κάποιο Συνέδριο, στην 12η Διαθρησκειακή Συνδιάσκεψη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή». Πρώτη παραπληροφόρηση: Η ομιλία που δημοσίευσε η «Καθημερινή» (4 Νοεμβρίου 2018) δεν είναι «Εισήγηση σε κάποιο Συνέδριο, στην 12η Διαθρησκειακή Συνδιάσκεψη....», αλλά απόσπασμα της ευχαριστήριας αντιφωνήσεως του Αρχιεπισκόπου μας κατά την τελετή απονομής της ανώτατης διάκρισης του «Χρυσού Αριστοτέλη» από τη Σύγκλητο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις 18.10.2018, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα.
Όπως είναι φυσικό, ανάλογα με το ακροατήριο, τους αποδέκτες και τις συγκεκριμένες συνθήκες, προσδιορίζεται και το περιεχόμενο των ομιλιών. Δεν ήταν κάποιο θεολογικό ή διαθρησκειακό συνέδριο. Η ομιλία απευθυνόταν σε ένα πολύμορφο ακαδημαϊκό ακροατήριο.
Στην εν λόγω πανηγυρική συνεδρίαση είχαν οριστεί ο Πρύτανης και τρεις διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί καθηγητές του Πανεπιστημίου, οι οποίοι προηγήθηκαν και διεξοδικά αναφέρθηκαν στη θεολογική σκέψη και συγγραφή, την ιεραποστολική δράση και την κοινωνική προσφορά του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Δεύτερη διαστρέβλωση: αυτή τη φορά της επιστημονικής ορολογίας. Η Ανακοίνωση του «Γραφείου» αρχίζει με την ερώτηση: «Ποιους πραγματικά στόχους εξυπηρετεί ο θρησκευτικός πλουραλισμός;»
Η πολυμορφία των θρησκειών, ο θρησκευτικός, δηλαδή, πλουραλισμός, αποτελεί απλή διαπίστωση ενός παγκοσμίου φαινομένου, γεγονότος αναμφισβήτητου, και όχι θρησκευτική κίνηση, που εξυπηρετεί κάποιο στόχο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος διετέλεσε επί εικοσαετία Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε επιστημονικά με το θρησκευτικόφαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία και γενικά με όλες τις θρησκείες.
Είναι ευρέως γνωστό ότι στην εποχή μας επιβιώνουν 19 θρησκείες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε 240 κλάδους. Στον αιώνα μας κατά προσέγγισιν οι Χριστιανοί υπολογίζονται 33% του παγκοσμίου πληθυσμού, το Ισλάμ 20%, ο Ινδουισμός 13%, ο Βουδισμός 6%, ο Ταοϊσμός και ο Λαϊκός Κομφουκιανισμός 4%., ο Ιουδαϊσμός 0,5% και τα άλλα θρησκεύματα σε μικρότερα ποσοστά.
Οι Αγνωστικιστές και οι Άθεοι περίπου στο 5,9%. Άρα, το επαναλαμβάνουμε, οι λέξεις θρησκευτικός πλουραλισμός σε αυτό ακριβώς το γεγονός αναφέρονται, στην ποικιλία των θρησκευτικών πεποιθήσεων στον κόσμο και όχι σε κάποια σκοτεινή κίνηση που προωθεί την «πανθρησκεία».
Στην Αλβανία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, επικρατεί θρησκευτικός πλουραλισμός. Όλοι οι υπεύθυνοι πολίτες επιδιώκουμε την ειρηνική συνύπαρξη.
Η Ανακοίνωση έχει ως προοίμιο τις γνωστές απόψεις μερικών ακραίων κύκλων, οι οποίοι πιστεύουν πως προστατεύουν την Ορθοδοξία από «ένα παγκόσμιο κίνημα, γέννημα της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού», που έχει σαν μοναδικό σκοπό τη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων και που προωθεί την «παγκοσμιοποίηση».
Αυτή είναι η έμμονη ιδέα των συντακτών, που την εκτοξεύουν ως κατηγορία εναντίον εκείνων που στοχοποιούν. Η παγκοσμιοποίηση όμως είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, το οποίο οφείλεται και προωθείται κυρίως με τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο.
Βεβαίως, πολλά προϊόντα της (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία κ.λ.π), ευχαρίστως τα χρησιμοποιούν και οι επικριτές της. Πράγματι η παγκοσμιοποίηση είναι μία τάση που μπορεί να εξελιχθεί σε παγκοσμιοποίηση συγχύσεως, αδικίας και διαφθοράς ή παγκοσμιοποίηση αλληλεγγύης με σεβασμό σε κάθε λαό και σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν αρκεί να καταριέται κανείς τις τρικυμίες, τις θύελλες, το τσουνάμι. Οφείλει να αναζητεί κατάλληλους τρόπους για την αντιμετώπισή τους.
Ο όρος «οικουμένη» δεν έχει τη σημασία την οποία προσπαθούν οι συγκεκριμένοι επικριτές του Αρχιεπισκόπου να του αποδώσουν. Σημαίνει απλώς την κατοικουμένη γη και με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή, την Πατερική Γραμματεία και τα λειτουργικά κείμενα. Κάθε θεία λειτουργία προσφέρεται «υπέρ της οικουμένης» («ἔτι προσφέρομεν τήν λειτουργίαν ταύτην ὑπέρ της οἰκουμένης...»).
Κάθε Ορθόδοξος πριν από τη θεία κοινωνία λέγει τον ψαλμό: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 23:1). Του Κυρίου είναι όλη η οικουμένη και όχι μόνον εκείνοι τους οποίους εγκρίνουν ορισμένοι κύκλοι υπερορθοδόξων. Ο δικός μας Αρχιεπίσκοπος δεν έχει καμιά σχέση με το προσβλητικό, παραπλανητικό, κατασκεύασμα «οικουμενιστής». Είναι «οικουμενικός», σύμφωνα με τη δισχιλιετή Ορθόδοξη παράδοση.
Η Ορθόδοξη μαρτυρία του ανά την οικουμένη άρχισε, όταν η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον απέστειλε το 1963, ακόμη Διάκονο, για να την εκπροσωπήσει στην Συνέλευση «Παγκόσμιου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Μεξικό.
Στη συνέχεια, με αποφάσεις πάντοτε της Εκκλησίας συμμετείχε σε διάφορες επιτροπές, συνέδρια, συνελεύσεις. Όχι βέβαια για να συμβάλει στη δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας (!) ή για να προδώσει την Ορθοδοξία, αλλά για να δώσει την Ορθόδοξη μαρτυρία σε κάθε ξένο θρησκευτικό περιβάλλον.
Βεβαίως το εν λόγω «Γραφείο» δεν επικρίνει μόνο τον δικό μας Αρχιεπίσκοπο, επιμένει ότι«πληθώρα Ορθοδόξων Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, Επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών κινούνται προς αυτή την αρνητική κατεύθυνση και μαζί τους έχουν συστρατευθεί και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με μία πληθώρα δημοσιεύσεων».Όλοι αυτοί είναι αποστάτες της ορθής πίστεως και επικίνδυνοι (!), ενώ οι επικριτές τους έχουν αναλάβει εργολαβικώς την προστασία της παγκόσμιας Ορθοδοξίας.
Τα περί «Νέας παγκόσμιας θρησκείας ή πανθρησκείας» και η ομοιογενοποίηση όλων των θρησκειών δεν έχουν καμία σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Χιλιάδες φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και εκατομμύρια Ορθοδόξων όλων των ηπείρων, ακόμη και αναρίθμητοι συνομιλητές του ξένων θρησκευτικών πεποιθήσεων γνωρίζουν την ακλόνητη αφοσίωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ότι υπάρχουν «φωτεινές ακτίνες» στις διδασκαλίες άλλων θρησκευτικών παραδόσεων ουδείς σοβαρός, αντικειμενικός μελετητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων το αμφισβητεί. Άλλωστε το συμμαρτυρούν οι βιβλικές φράσεις: Ο Θεός «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν» (Πραξ. 14:17)˙ «ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος»(Ρωμ. 2:14).
Ο τρόπος επίσης με τον οποίο ο Απόστολος των Εθνών Παύλος μίλησε στους Αθηναίους δείχνει τον σεβασμό του για την αρχαιοελληνική θρησκευτικότητα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήδη ως Καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων είχε δημοσιεύσει τη μελέτη Θέσεις των Χριστιανών έναντι των άλλων θρησκειών-Ιστορικό διάγραμμα (Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Αθήνα, 1976) και έχει από τότε επισημάνει ότι οι απόψεις των Χριστιανών κυμαίνονται για το θέμα αυτό από τις πιο ακραίες αρνητικές (όπως αυτές που υποστηρίζει το «Γραφείο») έως τις απόλυτα θετικές. Η Ορθόδοξη πάντως παράδοση ακολουθεί τη νηφάλια θέση των Καππαδοκών Πατέρων.
Όσο για τις θεωρίες περί ειρήνης του «Γραφείου» περιοριζόμαστε να παραπέμψουμε στο άρθρο του Αρχιεπισκόπου «Ειρηνικές φωνές από τους πνεύμονες των θρησκειών» (ΣυνύπαρξηΕκδ. Αρμός, Αθήνα 2015), όπου εξαίρεται η ιδιαιτερότητα της ἐν Χριστῷ ειρήνης.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι άνθρωποι στην εποχή μας, ποθούν την ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη στο άμεσο περιβάλλον τους και σε όλον τον κόσμο.
Σε αυτό όλοι οι υπεύθυνοι άνθρωποι (πολιτικοί, στρατιωτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες και φυσικά οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των παραδόσεων, όχι μόνον οι Ορθόδοξοι) είναι δυνατόν και οφείλουν να συμβάλλουν.
Σε άλλο σημείο ο λίβελος συνεχίζει: «Και αν ο Θεός ευαρεστείται σε τέτοιου είδους «γνήσια θρησκευτικότητα», γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήρθε στον κόσμο και πέθανε επάνω στο σταυρό; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τί χρειάζεται η Εκκλησία του Χριστού;»
Ουδέποτε ο Αρχιεπίσκοπος αμφισβήτησε την ἐν Χριστῷ σωτηρία. Τα γραφόμενα αποτελούν δοκησίσοφη ύβρη εναντίον ενός Ορθοδόξου Προκαθημένου, ο οποίος σε ολόκληρη τη ζωή του δεν παύει να διακηρύσσει ότι: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιω. 3:16).
Στο πρόσφατο Χριστουγεννιάτικο Μήνυμά του, και σε όλα τα Μηνύματα των Χριστούγεννων και του Πάσχα των τελευταίων 27 ετών, καθώς και τα πολλαπλά δημοσιευμένα κείμενά του, επιβεβαιώνουν την προσήλωσή του στον Λυτρωτή Χριστό.
Για τα περί διαθρησκειακών διαλόγων αρμοδίως έχουν αποφασίσει οι Ι. Σύνοδοι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Στη σύγχρονη πολυθρησκευτική οικουμένη είμαστε υποχρεωμένοι να προσφέρουμε με κάθε τρόπο την Ορθόδοξη μαρτυρία στους συνανθρώπους μας, που ανεξαρτήτως των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους, δεν παύουν να είναι δημιουργήματα του μόνου αληθινού Θεού.
Οι συντάκτες του συγκεκριμένου κειμένου εκφράζουν μια υπεροπτική θρησκευτική στάση, που περιφρονεί κάθε άλλη θρησκευτική παράδοση. Αυτή η στάση τουλάχιστον ως προς την πολυθρησκευτική Αλβανία είναι επικίνδυνη για την ειρηνική συνύπαρξη˙ και θα αχρήστευε κάθε προσπάθεια Ορθοδόξου μαρτυρίας στη χώρα μας.
Η Ανακοίνωση αποσιωπά σκόπιμα από την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βασικές προτάσεις για την ειρήνη που δημοσιεύθηκαν, στην «Καθημερινή», και εκφράζουν σαφώς την Ορθόδοξη συνείδησή και την προσωπική του σχέση με τον Χριστό, όπως ότι: α) «Η ειρήνη συνδέεται άμεσα με τη δικαιοσύνη. Ένας άδικος κόσμος δεν μπορεί να είναι ειρηνικός. Στον αιώνα μας η ειρήνη και η δικαιοσύνη έχουν προσλάβει ένα ακόμη όνομα, ανάπτυξη».
β) «Στην μετά τον αθεϊστικό διωγμό πολυθρησκευτική Αλβανία έχουμε επιτύχει, με ενεργό συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ειρηνική συνύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων».
γ) «Το αντίθετο της ειρήνης δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο εγωκεντρισμός, ο ατομικός, ο συλλογικός, ο εθνικός, ο φυλετικός».
δ) «Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό ...είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία.... Μόνο η εξουσία της αγάπης είναι εκείνη που μπορεί να νικήσει την αγάπη για εξουσία».
ε) «Αστείρευτη πηγή αγάπης παραμένει η αλήθεια την οποία με τον πιο λιτό και συγκλονιστικό τρόπο διατύπωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».
Και κατέληξε: στ) «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία αποτελεί διαχρονικά εργαστήριο αγάπης και αυτό παραμένει στους αιώνες το βαθύτερο έργο και χρέος της».
Το απαράδεκτο δημοσίευμα ξεπερνάει κάθε όριο άδικης προσβολής στις τελευταίες παραγράφους του: «Περαίνοντας την αναφορά μας, εκφράζουμε τη λύπη μας, για τα λεχθέντα και γραφέντα από τον Μακαριώτατο, τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού τίμησε και έθεσε να ποιμαίνει το λαό του Θεού στην πολύπαθη αυτή χώρα και να οδηγήσει τους εκτός της Εκκλησίας στην μόνη σωστική αγκαλιά της.
Ας μην ελπίζουν ο ίδιος και οι όμοια φρονούντες (λίγο πιο πάνω τους προσδιόρισε: Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και θεολόγοι) ότι μπορούν να εδραιώσουν ειρήνη και συναδέλφωση στη γη χωρίς τον Μέγα Ειρηνοποιό, την Ένσαρκη Ειρήνη, το Χριστό, διότι, μόνο Αυτός και κανένας άλλος είναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας,....» (Εφ.2,14-18)».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν χρειάζεται προφανώς τέτοιας ποιότητος παραινέσεις. Βεβαίως δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του αλάνθαστο. Από τα νεανικά του πάντως, χρόνια σε οποιαδήποτε θέση διακόνησε, ως λαϊκός ή κληρικός, προσπάθησε με τη ζωή, τον λόγο και το έργο του να καταθέτει τις Ορθόδοξες πεποιθήσεις, να εκφράζει την ολόψυχη αγάπη του στον Χριστό και την προσήλωσή του στο Ευαγγέλιο, σε όλα τα περιβάλλοντα.
Στην Ελλάδα, σε διάφορους τομείς της χριστιανικής κινήσεως, ως Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας και Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως επίσης στην Ανατολική Αφρική, όπου διοργάνωσε την Ορθόδοξη Ιεραποστολή και σχεδόν τρεις δεκαετίες στην Αλβανία.
Εδω αξιώθηκε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, να ανασυγκροτήσει μια εντελώς διαλυμένη Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Οι ζηλωτές συντάκτες της Ανακοινώσεως είναι ευπρόσδεκτοι να επισκεφθούν και να συμπροσευχηθούν με τους Ορθοδόξους της Αλβανίας στους νέους καθεδρικούς ναούς των Τιράνων, Κορυτσάς, Αργυροκάστρου, Βερατίου, Φίερι και στους ναούς πολλών άλλων πόλεων και χωριών και να δουν από κοντά το ιεραποστολικό, εκπαιδευτικό, εκδοτικό, υγειονομικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό έργο, γενικότερα την άνθηση της Ορθοδοξίας στην Αλβανία.
Το υστερικό αυτό παραλήρημα καταλήγει: «Αν θέλουν να επικρατήσει η πραγματική και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ας εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις, να διαδοθεί και να επικρατήσει στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού και ας μην αναλώνονται στους ατελέσφορους και επιζήμιους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, γενόμενοι εκόντες άκοντες, όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας».
Άθλιες υβριστικές φράσεις όπως, «όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας» φανερώνουν κυρίως εμπαθή θρησκευτικό φανατισμό.
Την καλύτερη όμως απάντηση στην άδικη συκοφαντική επίθεση δίνει η επιστολή–πρόσκληση του Σεβαμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ και του Αξιοτίμου Δημάρχου Πειραιώς κ. Ιωάννου Μώραλη (Δεκέμβριος 2017), οι οποίοι αναγγέλλουν στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας τα εξής: «Ἡ ναύλοχος πόλις τοῦ Πειραιῶς, ἔχουσα την ἰδιαιτάτην τιμήν να ἀποτελῇ την Ὑμετέραν γενέτειραν, ὁλοθύμως ἐπιθυμεῖ, τόσον ἡ Δημοτική Αὐτῆς Ἀρχή, ὅσον καί ἡ κατά Πειραιᾶ συνεκλεκτή, ὅπως τιμήσῃ τήν Ὑμετέραν Θεοτίμητον και Γεραράν Μακαριότητα, την κλεΐζουσα τήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν και χάριτι Θεοῦ ἀναγεννήσασα ἐκ τέφρας, τήν κατά Ἀλβανίαν Ἐκκλησιαστικήν ὀλκάδα Αὐτῆς.
Ἐν ταυτῷ, διά τῆς τιμῆς εἰς το Ὑμέτερον Σεπτόν Πρόσωπον τιμᾶται ὁ ἀληθής ἀνθρωπισμός καί ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα εἰρήνη τοῦ Θεοῦ και το ζείδωρον μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τούς ἐγγύςκαί τούς μακράν, τόὁποῖον μετ' ἀφάτου πιστότητος, ὑπομονῆς και ἐπιστήμης διακονεῖτε.
Ὅθεν θερμῶς παρακαλοῦμεν, γνωρίζοντες Ὑμῖν ὅτι θα ἀπονείμωμεν εἰς Ὑμᾶς ἐκ μέρους μέν τῆς Ι. Μητροπόλεως την ἀνωτάτην τιμητικήν διάκρισιν Αὐτῆς, τόν χρυσοῦν Σταυρόν μετ' ἀστέρος τοῦ πολιούχου ἡμῶν ἉγίουΣπυρίδωvos, ἐκ μέρους δε τοῦ Δήμου Πειραιῶς την ἀνακήρυξιν ὡς ἐπιτίμου δημότου τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος μετά τῆς χρυσῆς κλειδός τῆς Ὑμετέρας γενετείρας, πόλεως τοῦ Πειραιῶς, ὅπως ἀποδεχθήτε την ἡμετέραν πρόσκλησιν και καθορίσητε την σχετικήν ἡμερομηνίαν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλοῦς ἐπισήμου ἐπισκέψεως.»
Περιττεύει κάθε άλλος επίλογος. Η τιμητική επιστολή των δύο κορυφαίων εκπροσώπων της Πειραϊκής κοινωνίας είναι επαρκής και σαφής.