Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Οι κάτοικοι της Φλώρινας και του Μοναστηρίου είχαν πάντα καλές σχέσεις, καθώς η απόσταση που τους χωρίζει είναι μικρή. Και οι δυο πόλεις χτίστηκαν δίπλα στις αρχαίες πόλεις, όταν αυτές καταστράφηκαν. Το Μοναστήρι χτίστηκε δίπλα στην αρχαία Ηράκλεια, σε ένα τόπο όπου υπήρχε ένα μεγάλο μοναστήρι και ο τεράστιος ναός της Παναγίας της Πελαγονίτισσας. Ένας ποταμός, ο Υδραγόρας, έρεε κοντά στο μοναστήρι, όπου οι καλόγεροι είχαν πολλούς νερόμυλους, και από το άλεσμα των γεννημάτων συντηρούσαν την μονή.
Σε αυτόν τον τόπο ιδρύθηκε η νέα πόλη και πήρε το όνομα Μοναστήρι, από την μονή της Παναγίας της Πελαγονίτισσας. Αργότερα Σέρβοι και Βούλγαροι κατοίκησαν στην πόλη μαζί με του Έλληνες. Οι πληθυσμοί αυτοί ονόμασαν το Μοναστήρι, «Όμπιτελ», που σημαίνει «μοναστήρι» στα μεσαιωνικά σλάβικα. Από την λέξη «Όμπιτελ» βγαίνει η ονομασία «Μπίτολα», που είναι η σημερινή επίσημη ονομασία της πόλης.
Μετά την κατάληψη της πόλης από τους τούρκους, το 1385, όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκτοπίστηκαν έξω από την πόλη και σε αυτή κατοίκησαν Τούρκοι. Ο ναός και η μονή καταστράφηκαν από ισχυρότατο σεισμό και δεν οικοδομήθηκαν πάλι, καθώς οι Τούρκοι δεν τους το επέτρεψαν. Πολύ αργότερα οι Τούρκοι επέτρεψαν στους χριστιανούς να κατοικήσουν στο κέντρο της πόλης. Το Μοναστήρι άρχισε να αναπτύσσεται, καθώς έγινε στρατιωτικό, διοικητικό και εμπορικό κέντρο.
Λίγο πριν το 1800, έφτασαν στο Μοναστήρι πολλοί ελληνόβλαχοι από την Βόρειο Ήπειρο. Όλοι ήταν Μοσχοπολίτες, που άφησαν πίσω τα ερείπια της κατεστραμμένης από τους αλβανούς Μοσχόπολης και ήρθαν να κατοικήσουν στην πόλη και στα χωριά του Μοναστηρίου. Οι Μοσχοπολίτες είχαν ελληνική παιδεία, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τις τέχνες και την επεξεργασία του μαλλιού. Με την άφιξή τους άλλαξαν πολλά στην περιοχή του Μοναστηρίου.
Η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα του Μοναστηρίου, από τα μέσα του 19ου αιώνα γίνεται όλο και πιο δραστήρια, καθώς οι περισσότεροι ήταν έμποροι και τεχνίτες. Τότε ξυπνά και η εθνική ιδέα, και το 1859, ιδρύουν τον εθνικό σύλλογο «Καζίνο», αλλά οι τουρκιές αρχές τον απαγόρευσαν και εξόρισαν τα μέλη του. Ο ελληνισμός όμως συνέχισε να αγωνίζεται και να αφυπνίζεται ιδρύοντας θαυμαστά σχολεία, αθλητικούς συλλόγους, θεατρικό σύλλογο, φιλαρμονική, φιλόπτωχες αδελφότητες, ναό και το ελληνικό νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Αργότερα στο Μοναστήρι λειτούργησε και ελληνικό τυπογραφείο και η ελληνική εφημερίδα «Φως». Η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα Μοναστηρίου ήταν πολύ ψηλά σε σχέση με τις άλλες κοινότητες της πόλης.
Και όταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 έθεσαν τα νέα σύνορα τής περιοχής, το Μοναστήρι βρέθηκε στην μεριά της Σερβίας. Πολλοί Μοναστηριώτες ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ οι περισσότεροι περίμεναν τις εξελίξεις, έχοντας την ελπίδα ότι το Μοναστήρι θα γινόταν ελληνικό. Οι Σέρβοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία· η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε να ομιλείται σε δημόσιους χώρους και στους δρόμους. Ήταν παραμονές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και οι περισσότεροι προσπαθούσαν να φύγουν στην Ελλάδα. Όμως οι σερβικές Αρχές δεν τους έδιναν διαβατήρια. Το 1915 έφτασε ο πόλεμος και στα μέρη μας. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Μοναστήρι και εξόρισαν στην Βουλγαρία πολλούς ελληνόβλαχους από τα χωριά. Εκεί, μέσα στα παγωμένα νερά τους ανάγκαζαν να εργάζονται και να επεξεργάζονται το μαλλί, όλη την ημέρα. Όταν ο πόλεμος τελείωσε όλοι οι εξόριστοι ήρθαν και κατοίκησαν στην Φλώρινα. Οι περισσότεροι Μοναστηριώτες ήρθαν στην Φλώρινα, όταν ο γαλλικός στρατός έσπασε τις βουλγάρικες γραμμές. Τότε οι Μοναστηριώτες βρήκαν την ευκαιρία και πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν στην Φλώρινα. Ήταν την περίοδο 1917-18.
Η παρουσία των Μοναστηριωτών προσφύγων, που άρχισε στο τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και κορυφώθηκε στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου δημιούργησε πολλά προβλήματα, καθώς ο Δήμος Φλώρινας είχε αναλάβει την σίτισή τους και την στέγασή τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αφήσει πίσω τους τα ερείπια των σπιτιών τους και προσπαθούσαν να βολευτούν με κάθε τρόπο στην Φλώρινα. Οι πλούσιοι Μοναστηριώτες έφυγαν στην Θεσσαλονίκη και οι υπόλοιποι περίπου 500 οικογένειες έμειναν στην Φλώρινα. Όσοι είχαν χρήματα και είχαν αποφασίσει να μείνουν στην Φλώρινα αγόρασαν σπίτια στο κέντρο της πόλης. Οι υπόλοιποι στεγάζονταν πολλοί μαζί σε δωμάτια σπιτιών. Πολλοί Μοναστηριώτες επέστρεψαν στο Μοναστήρι, επειδή δεν ήθελαν να επιστρατευτούν και να σταλούν στην Μικρά Ασία.
Κέρδισε η Φλώρινα από την εγκατάσταση των Μοναστηριωτών, καθώς αυτοί ήταν φορείς της αστικής κουλτούρας, την ελληνικής παιδείας και τα επαγγέλματά τους ήταν αστικά. Οι περισσότεροι άνοιξαν καταστήματα και ασχολήθηκαν με τις τέχνες και το εμπόριο. Πολλοί ήταν οι σπουδαγμένοι και εργάστηκαν σε δημόσιες υπηρεσίες και άλλοι στην εκπαίδευση. Όταν έκλεισε το γυμνάσιο Μοναστηρίου, οι καθηγητές του ίδρυσαν το Γυμνάσιο Αρρένων Φλωρίνης, το 1914. Αλλά και η πρώτη τοπική εφημερίδα «Νέα Φλώρινα», κυκλοφόρησε, το 1914, από τον τυπογράφο – δημοσιογράφο, Δημήτριο Τσώγκο, πρόσφυγα από το Μοναστήρι.
Το στεγαστικό όμως παρέμενε το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους πρόσφυγες από το Μοναστήρι, ακόμη και όταν έφυγαν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Μοναστηριώτες ισχυρίζονταν ότι το ελληνικό κράτος είχε λάβει αποζημίωση για την ομηρία και τα καταναγκαστικά έργα, από την ηττημένη Βουλγαρία, και όφειλε με αυτά τα χρήματα το κράτος να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα. Οι υποσχέσεις ήταν πολλές. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος υπουργός έδινε υποσχέσεις, χωρίς όμως αυτές να υλοποιηθούν.
Κάποτε όμως άρχισαν οι εργασίες και χτίστηκε ο Πρώτος Συνοικισμός Μοναστηριωτών στην περιοχή του Πολιτιστικού Κέντρου. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 14 Μαΐου 1931, την ίδια ημέρα με τα εγκαίνια του σιδηροδρομικού σταθμού Φλώρινας. Στη θεμελίωση του συνοικισμού παραβρέθηκε ο Γενικός Διοικητής Μακεδονία, κύριος Γονατάς και ο Παύλος Καλλιγάς, Γενικός Γραμματέας, και πρώην Νομάρχης Φλώρινας. Συνολικά χτίστηκαν 20 σπίτια.
Στην οδό Παύλου Καλλιγά, αναβαίνοντας από τα αριστερά έμεναν ο Γεώργιος Τσάπανος και ο γιος του Σοφοκλής, υπάλληλος τραπέζης, ο Νικόλαος Γκεζίτης, καφετζής, ο Κώστας Μορένας, τσαγκάρης, ο Ευάγγελος Αδάμ, βιβλιοδέτης, ο Γεώργιος Κουτσουμηνάς, μανάβης. Αρχίζοντας πάλι από κάτω, από την δεξιά μεριά έμεναν τα αδέλφια, Δόμνα, γυμνάστρια, Πανδώρα, Ζήσης, υπάλληλος, Αλκιβιάδης Κουσουρέτας, ο Βύρων Τσάπανος, μαραγκός, Αθανάσιος Θίας, που μετά το σπίτι αυτό το αγόρασε η Ελεονώρα Μπέσσα, ο Χρήστος Κίττας, δερματοπώλης, και τέλος ο Κλεάνθης Χάτζιος, μικροπωλητής, που πουλούσε κεκάκια (γλυκίσματα) στους δρόμους, και ο αδελφός του Θωμάς Χάτζιος, έμπορος υφασμάτων στο ίδιο σπίτι.
Στην οδό Κανάρη, ανεβαίνοντας από την αριστερή μεριά έμενε τα αδέλφια Αναστάσιος, Θωμάς και Ελευθερία Μπέλη, ο Γεώργιος Σιέμπης, ψιλικατζής, ο Γεώργιος Μπέλης, περιπτεράς, ο Αγγελής Ιωάννου, και η Πανδώρα Μπουτζάγια. Αρχίζοντας πάλι από κάτω στην δεξιά μεριά έμενε ο τσαγκάρης Πάντας και αργότερα το σπίτι αυτό το αγόρασε ο δάσκαλος Αθανάσιος Σιδέρης, ο Ευριπίδης Κατζιάς, υπάλληλος νομαρχίας, η Πολυτίμη Νικοκάβουρα, ο Αναστάσιος Τσάπανος, δάσκαλος, και τέλος οι αδελφοί Αθανάσιος και Γρηγόριος Καλυβιάνου, καφετζήδες.
Λίγο αργότερα χτίστηκε και ο Δεύτερος Συνοικισμός Μοναστήριωτών, με 32 σπίτια, ανάμεσα από τον Πρώτο συνοικισμό και το Νοσοκομείο. Στην οδό Ανδρούτσου, αναβαίνοντας δεξιά έμεναν, ο Λάκης Βυσάρης, ζωέμπορος, ο Βασίλης Δένδρου, ζωέμπορος, και ο Μιχαήλ Ταπίνας, ζωέμπορος. Από την άλλη μεριά έμεναν ο Πέτρος Πιτόσκας, η Πηνελόπη Κοντογιάννη, ο Αλέξανδρος (αγνώστου επωνύμου), ο Σάββας (αγνώστου επωνύμου), ψιλικατζής, η Σεβαστή Ζώγια και ο Κώστας Τσάντης, μανάβης.
|
Αντώνιος Ζώης (1869-1941) Μακεδονομάχος, οπλαρχηγός από το Μοναστήρι |
Στην οδό Ηράκλειας, από την δεξιά μεριά και προς τα πάνω, έμεναν η Βιργινία Τάχου, η Αφροδίτη Κετσετζή, η Σοφία Σαρρή, η Ζαχαρούλα Σαπουντζή, ο Θωμάς Τικφέσης, μαραγκός, και ο Καπετάν Αντώνης Ζώης. Ο Καπετάν Αντώνης, Μακεδονομάχος, το 1912 ελευθέρωσε το Μορίχοβο, αλλά ανταλλάχτηκε με τον κάμπο της Φλώρινας, που είχαν καταλάβει οι σέρβοι. Η πατρίς ευγνωμονούσα του παραχώρησε ένα προσφυγικό σπίτι και μια δουλειά παιδονόμου στον Δήμο Φλώρινας. Ο Καπετάν Αντώνης Ζώης ήταν ένας τίμιος, απλός και ήσυχος άνθρωπος, αγαπητός από την κοινωνία της Φλώρινας. Έζησε ήσυχα στην πόλη μας, μέχρι το 1941, που αυτοκτόνησε με το πιστόλι του, σε μεγάλη ηλικία, μόλις εισέβαλαν τα γερμανικά στρατεύματα. Η προτομή του βρίσκεται στον Νέο Δρόμο.
Στην οδό Ηράκλειας από την αριστερή μεριά έμεναν η Βασιλική Παπαπέτρου, η Δόμνα Κυριαζή, η Αναστασία Μηνά, η Βιργινία Τσούκα, ο Νικόλαος Σιδέρης, ζωέμπορος, ο Τζιώτζιας Τσάπανος, που πουλούσε κάρβουνα, ο Μιχάλης (αγνώστου επωνύμου), και η Κασσιανή Βαραδίνη.
Στην οδό Σαλαμίνος, από την δεξιά μεριά έμεναν η Ευτέρπη Πλατή, η Παρασκευή Καραμηνά, και ο Ιωαννίδης. Από την αριστερή μεριά έμεναν η Ρούλη Ζιώγου, η Ερμιόνη Λαναρά, η Νεράντζια Νικολαϊδου, η Ζίτσα (αγνώστου επωνύμου), η Ντίνα (αγνώστου επωνύμου) και η Αθηνά (αγνώστου επωνύμου). Χαρακτηριστικό του Δεύτερου Συνοικισμού Μοναστηριωτών ήταν ότι οι περισσότερες που κατοικούσαν εκεί ήταν χήρες και ζούσαν με τα παιδιά τους.
Ο Τρίτος Συνοικισμός χτίστηκε στην πλαγιά, πάνω από τον ναό της Αγίας Παρασκευής. Ο θεμέλιος λίθος που τοποθετήθηκε, ο οποίος υπάρχει και σήμερα και αναφέρει τα παρακάτω: «Επί Πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, Γενικού Γραμματέα Μακεδονίας Φιλίππου Δραγούμη, Νομάρχη Φλωρίνης Στέφανου Πέτρουλα, ετέθη ο θεμέλιος λίθος την 22α Οκτωβρίου 1933». Ο συνοικισμός τελείωσε περίπου το 1935 και 86 σπίτια του άρχισαν να κατοικούνται. Τότε ο συνοικισμός βρισκόταν έξω από την πόλη, σε έρημη περιοχή και μόνο το στρατόπεδο υπήρχε σε αυτή την περιοχή.
Οι Μοναστηριώτες με την κλασσική παιδεία τους ονόμασαν τις οδούς του συνοικισμού με αρχαία ελληνικά ονόματα. Στο κέντρο η πλατεία Πλάτωνος και κάτω η οδός Ελένης Δημητρίου. Στα ενδιάμεσα η οδός Αγίας Παρασκευής και κάθετα οι οδοί Θεμιστοκλέους και Ομήρου. Πάνω από την πλατεία η οδός Σοφοκλέους και κάθετα οι οδοί Πελοπίδα και Περικλέους.
Αρχίζοντας από γωνία της οδού Ελένης Δημητρίου και Θεμιστοκλέους, ήταν το σπίτι του Δημήτριου Κυριαζή, Καρίντη, Πέτρου Λαζαρίδη, και στην γωνία του Νικόλαου Σαράντη. Προς τα πάνω επί της οδού Αγίας Παρασκευής ήταν του Ευάγγελου Μουρτζίλα, του Χαράλαμπου Σμυρνιού και του Κάπτση. Πιο πάνω στην οδό Σοφοκλέους ήταν του Βασίλειου Κοντογιάννη, Αθανάσιου Κόγια, Λεωνίδα Τσώκα και στην γωνία του Αντώνιου Ταλιαδώρου. Πιο πάνω επί της οδού Πελοπίδα ήταν του Νικόλαου Κούκα, Ηλία Σαράφη, Ευανθίας Ταχούλα, Πέτρου Βατσινάρη, Δημήτριου Μπακούλη και τέλος του Πέτρου Δερβένη. Απέναντι του Ηλία Σταμπουλή, Δημήτριου Μηλώση, Ευάγγελου Γιαννάκη, Πέτρου Κυριαζή, Δημήτριου Τζάκα, και στην γωνία στην πλατεία του Αθανάσιου Παραφέστα. Επί της οδού Σοφοκλέους ήτα του Γιαννούλη, άγνωστου, Βασιλική Γιαννακίδου, Γεωργίου Μπασιακούλη, και στην γωνία του Δημητρίου Δαφίνη. Επί της οδού Περικλέους ήταν το σπίτι του Θεόδωρου Αδάμ και στην συνέχεια τέσσερα μικρά σπίτια που έμεναν γέροι, όπως και στην απέναντι μεριά της ίδιας οδού ήταν άλλα τρία μικρά σπίτι και τέλος το σπίτι του Μπράνκου Πέτρου. Απέναντι επί της οδού Αγίας Παρασκευής ήταν το σπίτι κάποιου Γιάννη μανάβη, Ευθυμίου, αγνώστου, αγνώστου, Μιχάλη Ζέρβα, Νικόλαου Γεράση, αγνώστου, Τάβη Μιχαηλίδη, αγνώστου, Γεωργίου Αδάμ, Θεόδωρου Κουτουράτσα, Θεόδωρου Αντωνίου, αγνώστου, Ζιούλη, Χρήστου Διαμαντή, Κώστα Φωτιάδη, Αντώνιου Νάιδου, και στην γωνία της οδού Ομήρου και Ελένης Δημητρίου, ο Νικόλαος Χρυσικός. Στην άλλη γωνία και με πρόσοψη και στην οδό Ελένης Δημητρίου και την οδό Αγία Παρασκευής ήταν το σπίτι του Ιωάννη Πασαμέα (Μικρασιάτη), Στράτου Καραγιαννόπουλου (Μικρασιάτη), Σάντα, αγνώστου, Βασιλείου, Τήρκα, Πέπε Πούπλη, και στην γωνία της οδού Θεμιστοκλέους η Μαριάνθη Τσάντη. Στην άλλη γωνία της οδού Αγίας Παρασκευής ήταν το σπίτι του Αναστάσιου Δημητσόπουλου, του Νικόλαου Τσορλάκη, του Πέτρου Τσουρίλα, αγνώστου, και στην γωνία του Αριστείδη Χατζηστεφάνου. Στην άλλη γωνία της οδού Ομήρου ήταν το σπίτι του Γεωργίου Παρίση, Πέτρου Καραφύλλη, Αλκιβιάδη Ζησίδη και στην γωνία του Πέτρου Ιωάννου. Στην γωνία στην πλατεία Πλάτωνος ήταν το σπίτι του Κωστόπουλου, του Δημήτριου Φολίδη, της Αρτεμισίας Πιπερίδη και τέλος του Μανόλη Κοζάρη.
Ο Τέταρτος Συνοικισμός Μοναστηριωτών, όπου κατοίκησαν και λίγοι Βορειοηπειρώτες ήταν κοντά στο Εθνικό Οικοτροφείο. Χτίστηκαν 16 σπίτια και κατοικήθηκαν από τον Ιούλιο του 1936 μέχρι το 1938. Στην οδό Σπηλιάδου έμενε η Μαριόνκα Ρωσίδου, δίπλα ο Βορειοηπειρώτης Δήμου, ξυλοκόπος, όπου σήμερα και τα γραφεία του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου, ο Απόστολος Μποζίνης, βαρελάς, και στην γωνία στην οδό Καραβίτη ο Αθανάσιος Σβάρνας. Δίπλα επί της οδού Καραβίτη έμεναν σε διπλό σπίτι ο Θωμάς Ιωαννίδης, τσαγκάρης και ο Αθανάσιος Ρεσέγκος, φοροτεχνικός. Στο αδιέξοδο δρομάκι έμεναν ο Νικόλαος Νικολαϊδης, τσαγκάρης, και ο Αναστάσιος Κώττας, τσαγκάρης σε ένα διπλό σπίτι. Στην γωνία η Όλγα Αδάμ και η Δόμνα (Ντονίτσα) Στογιάνου, μοδίστρα, σε διπλό σπίτι. Στην γωνία Καραβίτη και Ολυμπιάδος η Μαριγώ Γούτση - Υφαντή και ο Πέτρος (αγνώστου επωνύμου), μανάβης, σε διπλό σπίτι. Και δίπλα επί της Ολυμπιάδος έμεναν ο Λεωνίδας Τσούρης, αυτοκινητιστής, Βορειοηπειρώτης και ο Αλέκος Κυριαζής, Βορειοηπειρώτης.
Αυτοί ήταν οι Συνοικισμοί των Μοναστηριωτών, με τα προσφυγικά σπιτάκια του και τις αυλές τους. Τα επόμενα χρόνια πολλά σπίτια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν νέα ευρύχωρα σπίτια. Νέοι ιδιοκτήτες, νέοι άνθρωποι. Ελάχιστα παλιά σπίτια υπάρχουν που θυμίζουν την προσφυγιά, που άρχισε από το 1913 και κορυφώθηκε στο τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Οι Μοναστηριώτες έχουν τον αρχαιότερο σύλλογο της πόλης μας. Είναι ο Σύνδεσμος Μοναστηριωτών και πέριξ «Η Ελπίς», που λειτουργεί από το 1913 μέχρι σήμερα και στεγάζεται σε ιδιόκτητη αίθουσα, όπου συχνά γίνονται εκδηλώσεις.