Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Οι μωαμεθανοί της Αλβανίας ήθελαν σημαία με σούρα από το Κοράνιο, το Κοσσόβου προτιμούσαν αυτό με τον αετό γιατί τους φαινόταν σαν αυτό της Αυστροουγγαρίας.- Myslimanët e Shqipërisë donin flamur me sure të Kuranit, të Kosovës e pëlqenin shqiponjën se dukej si e perandorit austriak


Οι μωαμεθανοί της Αλβανίας ήθελαν σημαία με σούρα από το Κοράνιο, το Κοσσόβου προτιμούσαν αυτό  με τον αετό γιατί τους φαινόταν σαν αυτό της Αυστροουγγαρίας.

Τον έχουν ονομάσει ως τον "τελευταίο μπέι". Ο Εκερέμ Mπέη Βλόρα (Αυλώνα 1 Δεκεμβρίου 1885- Βιέννη, 25 Μαΐου 1964)  ήταν πολιτικός, συγγραφέας και ιστορικός. Ο διπλωμάτης Πιέτρο Κουαρόνι τον περιγράφει ως "μυαλό γυμνό από την ρητορική και τις άχρηστες ψευδαισθήσεις". Η οικογένεια του ήταν μία από τις πλούσιες οικογένειες των νότιων αλβανικών περιοχών, αλλά μετά το Τανζιμάτ  όσο η περιουσία του τόσο και η επιρροή του μειώθηκαν. Ήταν για μεγάλο διάστημα υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ξάδερφος με τον Ισμαήλ Κεμάλ. Την άνοιξη του 1944, αυτός έγινε υπουργός  Εξωτερικών και Δικαιοσύνης προτού  αποδράσει για την Ιταλία  την χρονιά αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας και την είσοδο των παρτιζάνων στα Τίρανα. Η γυναίκα του και οι δύο κόρες έμειναν στην Αλβανία. Η μικρή ήταν 11 μηνών όταν έφυγε ο πατέρας της, ενώ η μεγάλη  ήταν 12 χρόνια μεγαλύτερη. Έζησαν στο Μπαμπρού και αργότερα στο Δυρράχιο. Οι κόρες τελείωσαν την μέση εκπαίδευση  και ξεκίνησαν να εργάζονται, η μεγάλη στην οικοδομή και η άλλη στο φυτώριο και μετά στην Καλλιτεχνική Εταιρία  μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε . Μέχρι που πέθανε το 1964 δεν συναντήθηκε με την οικογένεια. Η γυναίκα του πέθανε 20 χρόνια αργότερα το 1984. Στο παρακάτω άρθρο ο Εκερέμ Μπέη Βλόρα, αφηγείται την δική του έκδοση, για την ιστορία της σημαίας που ύψωσε ο Ισμαήλ Κεμάλ στην Αυλώνα το Νοέμβριο του 1912:

Εκερέμ Μπέι Βλόρα (1885-1964).

Με την επιστροφή από το Κούτσι, πήγα αμέσως στο σπίτι του ξάδερφου μου, του Τζεμίλ, για να συναντήσω τον Αρχηγό της Προσωρινής Κυβέρνησης. Το σπίτι είναι μικρό αντίγραφο του χαραμιλίκη , δεν είχε τέσσερεις αλλά τρεις ορόφους. Μέσω της ενδιάμεσης θύρας, μπήκα στο ισόγειο όπου υπήρχαν οι μεγάλες σκάλες.
Η αυλή, οι αίθουσες κάτω και πάνω, οι σκάλες ήταν γεμάτες από ανθρώπους με πρόσωπα, συμπεριφορές και ενδυμασίες που ποτέ δεν είχα δει στην Αυλώνα. Όλοι συζητούσαν φωναχτά  και όταν βαριούνταν σε ένα μέρος, κινούνταν ελεύθερα και χωρίς ενδοιασμούς  σαν να ήταν στο σπίτι τους.  Στο πάνω όροφο ήταν ένα μεγάλο σαλόνι διακοσμημένο με ωραία έπιπλα σε στιλ Bidmayer, η πόρτα του οποίου ήταν διάπλατα ανοιχτή.


Μπροστά της οι άνθρωποι συνωστίζονταν και σπρώχνονταν για να  ακούσουν τι συνέβαινε μέσα.
Εγώ σταμάτησα κάποιες στιγμές για να χαιρετήσω ένα σωρό γνωστούς και μετά μπήκα στο σαλόνι. Ο Ισμαήλ Μπέη στεκόταν σε ένα ντιβάνι με μια άσχημη έκφραση στο πρόσωπο, σε τέτοιο βαθμό που τον λυπήθηκα.  Είχα τρία χρόνια που δεν τον είχα δει και τώρα μου φάνηκε γέρος και κουρασμένος. Ο ίδιος υπέφερε σ' αυτό το νέο και ξένο περιβάλλον γι' αυτόν. Επί σειρά ετών ο Ισμαήλ Μπέη ήταν υψηλόβαθμος κρατικός υπάλληλος της Τουρκίας και Βαλίς, θέσεις αυτές, όπου η απόσταση μεταξύ των κάτω και των πάνω διατηρούνταν από μόνο του. Έτσι, αυτός είχες πέσει σε χάος κοινωνικών αντιθέσεων,  του οποίου δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Εγώ πλησίασα και του φίλησα το χέρι με σεβασμό και κάθισα δίπλα του. Τουλάχιστον το ντιβάνι, οι άνθρωποι που γέμιζαν το δωμάτιο, είχαν την καλοσύνη να του το αφήσουν.
Αυτός μου έκανε συνηθισμένες ερωτήσεις όπως: πως τα πάω, πού ήταν ο πατέρας μου, μήπως είχε κακοπεράσει στο Κούτσι εξαιτίας του άσχημου καιρού και ούτω καθεξής. Μετά εγώ σηκώθηκα για να φύγω. Αλλά αυτός με κράτησε και με ρώτησε: "Θέλω να σ' επισκεφτώ. Είναι και σε σένα όπως εδώ;" Εγώ του απάντησα πως αν ήθελε  να έρθει σε μένα θα ερχόμουν να τον πάρω εγώ ο ίδιος. "Όχι", μου είπε. "Ο Τζεμίλ μου είπε πως η ενδιάμεση πόρτα ήταν ακόμη. Εγώ έρχομαι μόνος μου.  "Όπως κα να έχει και σε μένα δεν ήταν τόσο καλά. Χάρη, όμως της μανίας μου για πρωτόκολλο, χάρη στο δύσκολο και κλειστό χαρακτήρα διαφυλάσσονταν η απόσταση.
Αλλά για πιο λόγο να δημιουργηθεί αυτό το χάος και φασαρία σε ένα ιδιωτικό σπίτι, θα απορούσε κανείς.  Από την εποχή των πατέρων και προπατόρων  ο Ισμαήλ Μπέη είχε μάθει πως η κατοικία του σαντζακιού ήταν και κυβερνητικό οίκημα. Για το λόγο αυτό η υπόκλιση των οικημάτων των Μπέη, ονομαζόταν στα αλβανικά ζαπανά.

Έτσι και στον Ισμαήλ Μπέη δεν του άρεσε να μένει στο δήμο. Και οι άνθρωποι που με λόγο ή χωρίς λόγο, θα πρέπει να συναντήσουν τον αρχηγό του κράτους, έρχονταν ανά ομάδες στην ιδιωτική του κατοικία. Κατά τις μέρες που ακολούθησαν   εγώ συνάντησα τα υψηλόβαθμα στελέχη της νέας κυβέρνησης που διορίστηκαν στις   04 12 1912,  από τον αξιότιμο πρωθυπουργό Ισμαήλ Μπέη και ο αντι- πρωθυπουργός  ο αξιότιμος Δον Νικόλαος Κατσόρι. Μέλη της νέας κυβέρνησης ήταν φίλοι και γνωρίζονταν καλά, και θα πρέπει να προσθέσω πως στις τότε δύσκολες περιπτώσεις  δύσκολα να γινόταν μια σωστή επιλογή και αν αυτό δεν απαντούσε καθόλου στις απαιτήσεις της εποχής, δεν ήταν δικό της φταίξιμο.

Η θέση κάθε προοδευτικής κυβέρνησης μετά την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  δεν θα μπορούσε να ήταν εύκολη, μόνο μια  δυνατή δικτατορική ώρα θα μπορούσε ίσως να τα καταφέρει στην διακυβέρνηση. Αλλά που ήταν αυτός ο δικτάτορας και η δύναμη να είναι τέτοιος; Στην κυβέρνηση του Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη και του καλόκαρδου Δον Νικόλα Κατσόρρι δεν είχε θέση για μεσαιωνικούς τυράννους, αλλά αυτή αποτελούνταν από λογικούς ανθρώπους.  Το Υπουργικό Συμβούλιο συναθροίζονταν στο σπίτι του Ισμαήλ Μπέη, αλλά πού ήταν οι έδρες των υπουργών του, εγώ ποτέ δεν το κατάλαβα αν και νομίζω πως ήξερα αρκετά καλά αυτό το αξιολύπητο νηπιαγωγείο εκείνου του καιρού στην Αυλώνα. Καλύτερα από όλους το είχε - αυτό το έχω δει αυτοπροσώπως - ο υπουργός του Ταχυδρομείου-Τηλεγραφήματος: αυτός ήταν κύριος ενός ολόκληρου Υπουργείου, του Ταχυδρομικού γραφείου της Αυλώνας.

Το εθνικό συμβούλιο που διακήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας στις 28.11.1912, διασκορπίστηκε στις 7.12.1912, αφού εξέλεξε πρώτα, υπό πόδων της, ένα Συμβούλιο Γερόντων (Γερουσία)  με 18 μέλη.

Κατά την περίοδο που έμενα στο Κούτσι, είχα εκλεγεί (εν απουσία μου) απεσταλμένος, και τώρα εκλέχθηκα γερουσιαστής της Αυλώνας. Δύο από τους υπουργούς ήταν φίλοι μου, ο Μουφίτ Μπέη Λυμποχόβα και ο Αμπί Μπέη Τοπτάνι. Αλλά, δεν είχε δυο πιο διαφορετικούς ανθρώπους, μάλιστα ήταν αντίθετοι στο χαρακτήρα. Εντωμεταξύ ο Μουφιτ Μπέη τα έπαιρνε χαλαρά όλα αυτά: τα μειονεκτήματα της προσωρινής κυβέρνησης, την ανωριμότητα του αλβανικού λαού, μάλιστα και όλες αυτές τις προσβολές που μας είχαν πλακώσει, ο Αμπντι Μπέι, απεναντίας, πικραίνονταν και  απελπιζόταν,  όσο δεν περιγράφεται, όταν ήταν υποχρεωμένος να πλήρωνε  με μία ή δύο εβδομάδες καθυστέρηση τους μισθούς του νέου αλβανικού κράτους. Αλλά που έμαθαν οι αλβανοί, ρωτούσαμε συχνά κοροϊδεύοντας, την έννοια του μηνιαίου μισθού; Το πρόβλημα των οικονομικών, που εγώ το ονόμαζα με το πραγματικό τους όνομα: τις δυσκολίες για να εξασφαλιστούν τα αναγκαία  χρήματα για να συντηρηθεί η κρατική μηχανή και αυτή η μωρία εκτοπισμένων μου φαίνονταν άλυτο θέμα.

Σύμφωνα με τις τουρκοαλβανικές έννοιες, η Αυλώνα το Μπεράτι ήταν πλούσιες περιοχές. Αλλά, τα έσοδα από τα τελωνεία δεν εισπράττονταν πια εξαιτίας του από θάλασσας ελληνικού αποκλεισμού και με περίπου 6000-7000 ναπολεόνι (χρυσά φλουριά)  που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μηνιαίος η προσωρινή κυβέρνηση, ο Αμπντί Μπέη  θα έπρεπε να κάνει θαύματα, υπενθυμίζοντας εδώ πως κανένας από τους Μπέηδες  δεν πήρε ποτέ ούτε ένα γρόσι ως μισθό ή ως αποζημίωση. Ο Μουφίτ Μπέη, ο υπουργός Εσωτερικών, κατοίκησε μερικές εβδομάδες σε μένα, μετά πήρε με ενοίκιο ένα ευχάριστο σπίτι πίσω από την αυλή μας, όπου έζησε κατά την περίοδο της παραμονής του στην Αυλώνα. Ο τρόπος που αυτός διοίκησε το Υπουργείο Εσωτερικών σου υπενθύμιζε λίγο το καιρό του Ντραγκοβέρη του καλού βασιλιά των γάλλων : λίγο πατερικός, λίγο ιπποτικός, αλλά και λίγο δεσποτικός.


Μετά την επιστροφή μου στην Αυλώνα, οδήγησα των Μουράτ Μπέη Τοπτάνι και τον Χουνταϊ  Εφεντή στον Ισμαήλ Κεμάλη, παρακαλώντας τον να μου επιστρέψει την σημαία που του είχαν δανείσει. Μου υποσχέθηκαν πως θα μου το επέστρεφαν αμέσως, μόλις η κυρία Μαριγό  Πόσιο (μια πατριώτισσα δημοκράτισσα που της άρεσε η διαφήμιση) να είχε ράψει την νέα σημαία. Άρα, στις 28 Νοεμβρίου το βασικό αντικείμενο της ημέρας, η σημαία ως σύμβολο της ανεξαρτησίας, με αυτή την αλβανο-ανατολική τυπική απροσεξία  είχε ξεχαστεί (το είχαν ξεχάσει).  Επιπλέον κανείς δεν ήξερε πως ήταν (η σημαία).  Κανείς νωρίτερα ούτε το είχε δει, ούτε το είχε κρατήσει. Κανένας στην Αυλώνα δεν είχε σημαία στο σπίτι.  Οι δημιουργοί του κράτους βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον αποβλακωμένοι.

Τότε σηκώνεται ο Χουνταϊ Εφεντής και είπε πως στο υπνοδωμάτιο του Εκερέμ Μπέη υπάρχει κρεμασμένη μια αλβανική σημαία σε ωραίο πλαίσιο. Ρώτησε αν θα μπορούσαν να το πάρουν χωρίς να είναι εκεί ο ιδιοκτήτης. Ο Ισμαήλ Μπέη τους έδωσε την άδεια και έτσι η σημαία που κάποτε ο Δον Αλάντρο Καστριώτη μου είχε χαρίσει πανηγυρικά  στο Παρίσι, ταξίδεψε στο διπλανό δωμάτιο και έπεσε στα χέρια του Ισμαήλ Μπέη, ο οποίος το έδωσε στο Μουράτ Μπέη Τοπτάνι με την παραγγελία να το κρεμούσε απ' έξω την στιγμή που ο ίδιος θα στεκόταν στο παράθυρο.

Χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία απέναντι από το σπίτι και στο  κήπο, φωνάζοντας "Ζήτω, Ζήτω" αν και οι περισσότεροι από αυτούς δεν καταλάβαιναν τι γινόταν. Αργότερα όταν εγώ στις γιορτινές μέρες της ανακήρυξης της  ανεξαρτησίας ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος, ύψωσα την αλβανική σημαία στο μέτωπο του σπιτιού μας κάποιοι καλοί κοσσοβάροι μου είπαν: "Πολύ καλά κάνατε εσείς οι σοφοί που υψώσατε την σημαία του  μπαμπά Κράλη (δηλαδή του Αυτοκράτορα Φράντς Ιώσεφ της Αυστροουγγαρίας )  γιατί τώρα δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα ο κακός σέρβος, ούτε ο ψωριάρης μαυροβούνιος. Όταν ρώτησα που είδαν τον μαύρο αετό, μου απάντησαν περήφανα: "Στους στρατιώτες του μπαμπά Κράλη, στο Νέο Παζάρι"

Αλλά φυσικά, υπήρχε και ένας κληρικός ο Χατζή Μουχαμέντ εφεντή, σημαντικός και φανατικός κληρικός στην Αυλώνα και υποστηρικτής του πατέρα μου, ο οποίος εκφράστηκε θυμωμένος πως ο Ισμαήλ Μπέη είχε επιλέξει ένα μαύρο κόρακα ως σύμβολο της ελεύθερης Αλβανίας. (Αχ να το είχε κάνει την Αλβανία ο Σουριά Μπέη, παραποιούνταν, τώρα θα είχαμε σημαία με τις πιο όμορφες φράσεις (σούρα)  του κορανιού.  Αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς από τον Ισμαήλ Μπέι, που έχει περάσει όλη την ζωή τους στο τόπο των φράγκων;)! Όταν  διηγήθηκα την ιστορία αυτή στον Ισμαήλ Μπέη, γέλασε δυνατά, αλλά και με απείλησε με το δάχτυλο πως θα έλεγε στον Ιμάμη πως την σημαία δεν την είχε βρει αυτός αλλά εγώ!   

Εφημερίδα IMPAKT.
Μετάφραση Πελασγός Κορυτσάς
©Πελασγός Κορυτσάς
Myslimanët e Shqipërisë donin flamur me sure të Kuranit, të Kosovës e pëlqenin shqiponjën se dukej si e perandorit austriak


E kanë quajtur “beu i fundit”. Eqrem bej Vlora (Vlorë, 1 dhjetor 1885 – Vjenë, 25 maj 1964) ishte politikan, shkrimtar dhe historian. Diplomati Pietro Kuaroni e përshkruan si “mendje e zhveshur nga retorika dhe nga iluzionet e kota”. Familja e tij ishte një nga familjet më të pasura të trojeve shqiptare të jugut, por pas Tanzimatit si pasuria ashtu edhe influenca e tyre ra. Ishte për një kohë të gjatë nëpunës i Perandorisë Osmane dhe kushëri i Ismail Qemalit. Në verën e vitit 1944, ai u bë ministër i Jashtëm dhe i Drejtësisë para se të arratisej në Itali po atë vit pas çlirimit të vendit dhe futjes së partizanëve në Tiranë. E shoqja dhe dy vajzat mbetën në Shqipëri. E vogla ishte njëmbëdhjetë muajshe kur u largua i ati, ndërsa e madhja 12 vjet më e madhe. Jetuan në Babrru e më pas në Durrës. Vajzat përfunduan shkollimin e mesëm dhe u futën në punë, e madhja në ndërtim kurse e vogla në fidanishte e mbasandej në Ndërmarrjen Artistike deri në pensionim. Derisa vdiq në 1964 nuk u takua më me familjen, E shoqja vdiq 20 vjet pas tij më 1984. Në pjesën e mëposhtme Eqerem bej Vlora, jep variantin e tij, për historinë e flamurit që u ngrit nga Ismail Qemali, më 28 Nëntor të vitit 1912:
Eqerem bej Vlora (1885-1964)
Me t’u kthyer nga Kuçi, unë shkova menjëherë në shtëpinë e tim kushëriri, Xhemilit, për të takuar Kryetarin e Qeverisë së Përkohshme. Shtëpia ishte kopje e zvogëluar e haramllëkut, nuk kishte katër, por tri kate. Përmes derës ndërmjetëse, hyra në katin përdhes ku ishin shkallët e mëdha.
Oborri, sallat poshtë e lartë, shkallët ishin mbushur plot nga njerëz me fytyra, sjellje e veshje që nuk i kisha parë kurrë në Vlorë. Të gjithë bisedonin me zë të lartë dhe kur mërziteshin në një vend, lëviznin lirshëm dhe pa teklif sikur të ishin në shtëpinë e tyre. Në katin e sipërm ishte një sallon i madh i pajisur me mobilie të bukura të stilit bidermajer, dera e të cilit ishte krejt e hapur. Përpara saj njerëzit ngjesheshin e shtyheshin për të dëgjuar seç thuhej brenda.
Unë ndalova për disa çaste për të përshëndetur një mori të njohurish dhe pastaj hyra në sallon. Ismail beu po rrinte në një divan me një pamje të ligështuar, sa mua m’u dhimbs. Kisha tre vjet pa e parë dhe tani m’u duk më i plakur dhe i drobitur. Ai vuante në këtë mjedis të ri dhe të huaj për të. Për vite me radhë Ismail beu kishte qenë nënpunës i lartë i administratës turke dhe vali, poste këto, kur largësia me të lartit dhe të ultit mbahej vetiu. Kështu, ai kishte rënë në një kaos kontrastesh shoqërore, të cilit nuk po ja gjente dot anën. Unë iu afrova i putha dorën me nderim dhe u ula pranë tij. Të paktën divanin, njerëzit që mbushnin hapësirën kishin pasur mirësinë t’ja linin.
Ai më bëri pyetje të zakonshme: si ia çoja, ku ishte im atë a kishte hequr keq në Kuç me këtë mot të keq e kështu me radhë. Pastaj unë u ngrita për të ikur. Por, ai më mbajti dhe më pyeti me zë të ulët: “Dua të të bëj një vizitë. Është edhe te ty si këtu?” Unë iu përgjigja se po të donte të vinte tek unë, do të vija ta merrja vetë. “Jo”, tha ai. “Xhemili më ka thënë se dera ndërmjetëse është ende. Unë vij vetë.” Sidoqoftë edhe tek unë nuk ishte më mirë. Por, falë manisë sime për protokoll, falë karakterit të paafruar dhe të mbyllur, largësia sidoqoftë ruhej.
Po përse të shkaktohej kjo rrëmujë e kjo gjullurdi në një shtëpi private, mund të pyesë ndokush. Nga koha atërore dhe stërgjyshore Ismail beu kishte mësuar se banesa e sanxhakbeut ishte edhe seli qeveritare. Ndaj edhe selamllëku i shtëpive të bejlerëve, quhej në shqip zapana.
Kështu edhe Ismail beut nuk i pëlqente të rrinte në bashki. Dhe njerëzit, që me punë a pa punë, duhej të takonin kryetarin e shtetit, vinin turma-turma në banesën e tij private. Ditët që pasuan, unë takova zyrtarët e lartë të qeverisë së re, të emëruar më 4.12.1912, nga i përnderuari kryeministri Ismail beu dhe nënkryeministri fort i nderuari dom Nikollë Kaçorri. Anëtarët e qeverisë së re ishin miq dhe të njohur të mirë, e më duhej të shtoj, se në rrethanat e atëhershme vështirë të bëhej ndonjë zgjedhje më e mirë. Dhe, nëse kjo nuk u përgjigjej aspak kërkesave të kohës, nuk ishte faji i saj.
Pozita e çdo qeverie përparimtare pas shkatërrimit të sundimit osman nuk mund të ishte e lehtë; vetëm një orë e fortë diktatoriale do të kishte mundur mbase t’ia dilte mbanë qeverisjes. Po ku ishte ky diktator dhe fuqia për të qenë i tillë? Në qeverinë e Ismail Qemal beut dhe të babaxhanit Don Nikollë Kaçorri nuk kishte vend për tiranë mesjetarë, ajo përbëhej krejtësisht nga njerëz të arsyeshëm. Këshilli i Ministrave mblidhej në shtëpinë e Ismail beut, por se ku i kishin selitë ministrat e tij, unë nuk e mora vesh kurrë edhe pse, them se e njihja shumë mirë atë çerdhe mjerane , që quhej asokohe Vlorë. Më mirë nga të tjerët e kishte – këtë e kam parë vetë – ministri i Postëtelegrafës: ai ishte zot i një ministrie të tërë, i Zyrës Posttelegrafike të Vlorës.
Asambleja kombëtare që shpalli pavarësinë e Shqipërisë, më 28.11.1912, u shpërnda më 7.12.1912, pasi zgjodhi më parë, në këmbë të saj, një Këshill Pleqsh (Senat) me 18 anëtarë.
Gjatë kohës që qëndroja në Kuç, isha zgjedhur (në mungesë) delegat, e tani u zgjodha senator i Vlorës. Dy nga ministrat ishin miqtë e mi, Myfit bej Libohova dhe Abi bej Toptani. Por, nuk kishte dy njerëz më të ndryshëm, madje më të përkundërt nga karakteri. Ndërkohë që Myfit beu i merrte me të përqeshur të gjitha këto: mangësitë e qeverisë së përkohshme, papjekurinë e popullit shqiptar, madje tërë këto fyerje që na kishin pllakosur, Abdi beu, përkundër, pikëllohej dhe dëshpërohej sa s’thuhej kur ishte i detyruar ta paguante me një apo dy javë vonesë marrjen e rrogave në shtetin e ri shqiptar. Po ku e mësuan shqiptarët, pyesnim më shpesh me tallje, konceptin e rrogës mujore? Problemi i financave, që unë do ta quaja me emrin e tij të vërtetë: vështirësitë për të siguruar paratë e nevojshme për të mbajtur aparatin shtetëror dhe këto mori të shpërngulurish më dukeshin të pazgjidhshme.
Sipas koncepteve turko-shqiptare, Vlora dhe Berati ishin krahina të pasura. Por, të ardhurat nga doganat nuk vileshin më për shkak të bllokadës detare greke dhe me afërsisht 6000-7000 napolonat që qeveria e përkohshme mund të siguronte në muaj, Abdi beu duhej të bënte çudira, duke përmendur këtu se asnjë nga bejlerët nuk mori kurrë asnjë grosh si rrogë apo si dëmshpërblim. Myfit beu, ministri i Brendshëm, banoi disa javë tek unë, pastaj mori me qera një shtëpizë të këndshme prapa avllisë sonë, ku jetoi gjatë kohës së qëndrimit të tij në Vlorë. Stili në të cilin ai e drejtoi Ministrinë e Brendshme të kujtonte paksa kohën e Dagobertit, Mbretit të mirë të Frankove: pakëz atëror, pakëz kalorsiak, por edhe pakëz despotik.
Një javë pas kthimit tim në Vlorë, çova Murat bej Toptanin dhe Hydaj efendin tek Ismail Qemali, duke iu lutur të më kthente flamurin që i pata huajtur. Më premtuan të ma kthenin atë menjëherë, sapo zonja Marigo Posjo (një atdhetare e madhe demokrate, por që i pëlqente reklama) ta kishte qepur e qëndisur flamurin e ri. E pra, më 28 nëntor kryeobjekti i ditës, flamuri si simbol i pavarësisë, me atë pakujdesin tipike shqiptaro-lindore ishte harruar. Për më tepër shumica nuk e dinte sesi ishte ai. Kurrkush më përpara as e kishte parë, as e kishte mbajtur. Askush në Vlorë nuk kishte flamur në shtëpi. Shtetformuesit ranë në hall dhe vështruan njëri-tjetrin të hutuar.
Atëherë ngrihet miku im Hydai efendiu dhe thotë se në dhomën e gjumit të Eqrem beut varet në mur një flamur shqiptar, i futur në një kornizë të bukur. Dhe pyeti se a mund të merrej pa qenë aty i zoti? Ismail beu i dha leje dhe kështu flamuri që dikur don Aladro Kastrioti më kishte dhuruar solemnisht në Paris, shtegtoi në konakun fqinj dhe ra në duart e Ismail beut, i cili ia dorëzoi Murat bej Toptanit, me porosinë ta varte jashtë, ndërkohë që vetë qëndronte në dritare.
Mijëra njerëz u mblodhën në sheshin para shtëpisë dhe në kopësht, duke brohoritur “rroftë, rroftë“ edhe pse shumë prej tyre nuk e kuptonin edhe aq se ç’po bëhej. Më vonë kur unë në ditët festive të shpalljes së pavarësisë si shtet i lirë dhe i pavarur, ngrita flamurin shqiptar në ballin e shtëpisë sonë, disa kosovarë të mirë më thanë: “Shumë mirë e bëtë ju të diturit që ngritët flamurin e babë Kralit (pra të perandorit Franc Jozef) se tani nuk ka më se ç’të na bëjë as serbi i poshtër, as malazezi morracak. Kur pyeta se ku e kam parë shqiponjën e zezë m’u përgjigjën krenarisht: “Tek ushtarët e babë Kralit, në Pazarin e Ri”.
Por, natyrisht, pati edhe të tillë si një farë Haxhi Muhamet efendiu, një klerik i rëndësishëm e fanatik në Vlorë dhe ithtar i fortë i tim eti, i cili shprehej me zemërim se Ismail beu kishte zgjedhur një korb si simbol të Shqipërisë së lirë. (Ah ta kishte bërë Shqipërinë Syria beu, ankohej ai, tani do të kishim në flamur syret e bukura të kuranit. Po ç’mund të presësh tjetër nga Ismail beu, që ka e kaluar të gjithë jetën në vendin e frëngjve?)! Kur ia rrëfeva historinë Ismail beut, ai qeshi me të madhe, por edhe më kërcënoi me gisht se do t’i tregonte hoxhës që flamurin nuk e kishte gjetur ai, por unë!
Gazeta Impakt

Δεν υπάρχουν σχόλια: