Ο αδελφός του Ασώτου
του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Η
παραβολή του ασώτου
υιού είναι αρκετή από μόνη της να μας
διδάξει όλο το μυστήριο της πατρικής
θεϊκής αγάπης και του τρόπου σωτηρίας και επιστροφής των ανθρώπων στον Θεό. Έτσι, συνήθως, δίνεται
μεγαλύτερη σημασία στον άσωτο υιό και στον τρόπο σωτηρίας του, αλλά και στην παρουσία του πατέρα,
ο οποίος με την άφατη
πατρική αγάπη του δέχεται πίσω τον άσωτο γιο του. Ο άλλος γιος
όμως, ο αδελφός του ασώτου, μένει στο περιθώριο, χωρίς να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτόν. Όμως, όταν ακούω την παραβολή αυτή, το μυαλό μου μένει σ’ αυτόν τον τύπο του ανθρώπου, γιατί αισθάνομαι ότι εμείς οι «θρήσκοι» μοιάζουμε μ᾽ αυτόν οι περισσότεροι. Κινδυνεύουμε από το σύνδρομο αυτού του ανθρώπου. Είναι ένας μεγάλος κίνδυνος, που παραμονεύει όλους μας. Στο Ευαγγέλιο γίνεται αναφορά για τον μεγαλύτερο
γιο με λίγα λόγια. Όταν επέστρεψε
ο άσωτος υιός και έγινε η υποδοχή
του από τον πατέρα και διέταξε να φέρουν την πρώτη στολή για να τον ντύσουν, και
να θυσιάσουν το μοσχάρι το σιτευτό και να γίνει χαρά και ευφροσύνη στο σπίτι, γιατί ο άσωτος ήταν σαν νεκρός
που επέζησε, και χαμένος και βρέθηκε, λέει
η παραβολή στη συνέχεια:
«Ἦν δέ ὁ υἱός αὐτοῦ
ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ». Ο μεγαλύτερος υιός ήταν στον αγρό εργαζόμενος στην εργασία
του πατέρα του. «Καί ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε
συμφωνίας καί χορῶν», και όταν έφτασε
στο σπίτι άκουσε όλη αυτή
την ιστορία. Αυτό που μας παραπέμπει στην πιο πάνω στιγμή, που
γράφει για τον άσωτο υιό, είναι όταν στράφηκε πίσω και πλησίασε στο σπίτι, και ενώ ήταν ακόμη μακριά, ο πατέρας του έτρεξε και τον αγκάλιασε
και τον καταφίλησε και «ἐπέπεσε ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ». «Καί ἰδών
αὐτόν ὁ πατήρ ἐσπλαγχνίσθη». Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
έναν ωραίο λόγο: «πώς
τον είδε ο πατέρας, αφού ήταν
μακριά;» Οι οφθαλμοί του
πατέρα έχουν μεγάλο
βλέμμα και μεγάλη δύναμη. Τον είδε με τα μάτια της ψυχής του, με την αγάπη του και την ευσπλαγχνία του.
Έτσι βλέπουμε δύο σκηνές:
ο ένας πηγαίνει και όταν
πλησιάζει τον δέχεται
ο πατέρας του και τον
καταφιλεί και τον παρηγορεί και τον
ενδύει με τη στολή την πρώτη, ενώ ο άλλος
πηγαίνει και μόλις
ακούει τους χορούς και τα τραγούδια μέσα στο σπίτι, φωνάζει έναν δούλο του και θέλει να μάθει τι συμβαίνει. Ταράχτηκε,
δεν του άρεσε. Ο δούλος τού είπε ότι επέστρεψε ο αδελφός
του και ότι ο πατέρας του θυσίασε
τον μόσχο τον σιτευτόν, γιατί τον παρέλαβε και τον εδέχθη ζωντανό και υγιή. Τότε ο αδελφός «ὠργίσθη καί οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν», οργίστηκε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. «Ὁ οὖν πατήρ αὐτοῦ ἐξελθών παρεκάλει αὐτόν». Τότε βγήκε πάλι ο πατέρας, όπως και προηγουμένως να υποδεχθεί τον άσωτο, και τον παρακαλεί και τον ικετεύει να περάσει στο σπίτι. Αυτός όμως είπε στον πατέρα: «ἰδού τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καί ἐμοί οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετά τῶν φίλων
μου εὐφρανθῶ». Έχει τόσα χρόνια
που σου δουλεύω και
ποτέ δεν παρέβηκα καμμία εντολή σου και σε μένα
ποτέ δεν έδωκες ούτε ένα ερίφιο, ώστε να χαρώ με τους φίλους μου. «Ὅτε δέ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών
σου τόν βίον μετά πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας
αὐτῷ τόν μόσχον τόν σιτευτόν».
Όταν ήρθε ο υιός σου αυτός που
σου κατέφαγε την περιουσία, θυσίασες
το μοσχάρι το σιτευτόν. Τότε του είπε ο πατέρας: «τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστιν». Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου
ήταν και δικά σου. «Εὐφρανθῆναι δέ καί
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη». Έπρεπε να χαρείς και
να ευφρανθείς, διότι ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε και ανέζησε,
ήταν χαμένος και βρέθηκε. Αυτό είναι το κείμενο της περικοπής που αναφέρεται στον δεύτερο υιό. Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς
θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο
μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον
πατέρα του. Εδώ είναι
και η μεγάλη τραγωδία, το ότι δηλαδή αυτό το παιδί συμπεριφέρθηκε έτσι.
Γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν κατάλαβε
τον πατέρα του. Ήταν
τόσα χρόνια μαζί του, όπως ο ίδιος εκαυχάτο
«ἰδού τοσαῦτα ἔτη
δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου
παρῆλθον». Τόσα χρόνια σου δουλεύω, και ακολουθούσα
πάντα την εντολή
σου, αλλά ποτέ δεν μου έδωσες
ούτε ένα κατσίκι, για να φάω με τους φίλους μου. Η τραγωδία βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο. Στο ότι δηλαδή τόσα
χρόνια δεν κατάλαβε ποιο πατέρα είχε δίπλα του. Ο άσωτος ενώ έκανε τόσες αμαρτίες,
φαίνεται ότι κάποια στιγμή ανακάλυψε
τον πατέρα του μέσα στην
καρδιά του. Όταν όμως κακοπαθούσε
και πεινούσε και έβοσκε
τους χοίρους και έτρωγε από
την τροφή τους, τον είχαν εγκαταλείψει όλοι και κανένας δεν του έδινε σημασία.
Ευρισκόμενος μέσα σ’ αυτή την τελεία
εξαθλίωση και απόρριψη και εγκατάλειψη,
εκεί θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα του. Βρήκε τον εαυτό του και
αποφάσισε να πάει πίσω στο σπίτι
του. Αυτό το έκανε, γιατί ήξερε ποιος είναι ο πατέρας
του. Ήταν βέβαιος ότι, αν θα πήγαινε
πίσω, ο πατέρας θα τον δεχόταν, και αυτός θα
του έλεγε: «πάτερ,
ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιος
σου, αλλά κάνε με σαν έναν από
τους δούλους σου. Αυτό ήταν το κλειδί που άνοιξε την καρδιά του πατέρα. Αλλά ήξερε τον πατέρα και τον τρόπο που θα μιλήσει σ᾽
αυτόν. Ο μεγάλος δυστυχώς δεν το ήξερε αυτό. Δεν κατάλαβε ποτέ τον πατέρα του.
Και για τα δικά μας δεδομένα είναι τραγωδία, όταν βλέπουμε ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία που εργάζονται, όπως όλοι μας, την πνευματική εργασία, να αγωνίζονται πνευματικά, να διαβάζουν, να νηστεύουν,
να προσεύχονται και
να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά να
έχουν μία συμπεριφορά ακατανόητη:
σαν να μην άκουσαν και δεν είδαν ποτέ τον Θεό μπροστά
τους και δεν κατάλαβαν ποτέ το Ευαγγέλιο,
σαν να ήταν κάτι άγνωστο γι’
αυτούς. Και λέει κανείς, πώς
είναι δυνατόν ένας άνθρωπος
να είναι τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, να κοινωνεί, να προσεύχεται και να έχει σκληρότητα και
μία κατάσταση μες στην ψυχή του, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό; Γιατί το παθαίνουμε αυτό; Γιατί παθαίνουμε ό,τι έπαθε και ο μεγάλος υιός. Μας μπαίνει η ιδέα ότι «ἰδού τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον». Εγώ είμαι τόσα χρόνια δούλος του
Θεού, ποτέ δεν παράκουσα μία εντολή. Αυτή η ικανοποίηση του εαυτού μας ότι κάνουμε πράγματα τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεό, αυτή η
πεποίθηση ότι τηρούμε τις εντολές του
Θεού, και πράγματι τις κάνουμε
όπως το παιδί της παραβολής, που ήταν τόσα χρόνια στη δούλεψη του
πατέρα του, αυτή
η πεποίθηση είναι και η αιτία να έχουμε
μία εικόνα του εαυτού μας εντελώς λανθασμένη. Όταν θα έρθει η ώρα που θα φανεί τι έχουμε μέσα στην ψυχή
μας, τότε βγαίνει προς τα έξω ένας
εαυτός και ένας άνθρωπος τελείως παράξενος, αλλότριος του Θεού, μάλιστα
μ’ ένα πρόσχημα δικαιοσύνης, όπως είχε αυτός ο μεγάλος υιός. Λέει
ο μεγαλύτερος υιός προς τον πατέρα του: «ο υιός σου, δεν τον είπε καν αδελφό του, ενώ κατέφαγε την
περιουσία σου όλη,
και τη ζωή του την πέρασε μέσα στην
πορνεία και την ακαθαρσία,
ήρθε τώρα πίσω και απολαμβάνει ό,τι είχε προηγουμένως και ακόμα περισσότερα, ενώ αυτός δεν απόλαυσε αυτή την περιποίηση από τον πατέρα. Γιατί λοιπόν αυτό; Διότι ακριβώς δεν αισθάνθηκε
ποτέ του την ανάγκη
να γνωρίσει τον πατέρα του.
Λέει κάπου ο Χριστός: «αὕτη ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσι
σέ τόν μόνο ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Η αιώνιος ζωή είναι η γνώση του Θεού. Και τι σημαίνει γνώση του
Θεού; Αυτό που λέει ο Χριστός:
«μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Τελικά η σχέση μας με τον Θεό δεν
είναι σχέση οπαδού. Ο Θεός δεν
είναι κάτι που μας αρέσει, και
τον πιστεύουμε αλλά είναι
κάτι πολύ περισσότερο, γιατί μας αποκαλύπτει τον ίδιο τον εαυτό του. Γι᾽ αυτό
και η δημιουργία μας είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, πρέπει να γίνουμε όμοιοι
με τον Θεό Πατέρα μας. Πώς μπορούμε
διαφορετικά να είμαστε πραγματικά παιδιά του; Αν δεν έχουμε ίχνη που να μοιάζουν μαζί Του, πώς θα του μοιάσουμε; Και για να μην
νομίζουμε ότι θα του μοιάσουμε εξωτερικά και έτσι θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν,
μας αποκάλυψε ο ίδιος
τον εαυτό Του, λέγοντάς μας: «μάθετε
ἀπ’
ἐμοῦ, ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσητε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Με έναν λόγο ο Θεός μας αποκάλυψε τον εαυτό Του ολόκληρο. Για
να μην πλανώμεθα και να
μη βρίσκουμε δικαιολογία ότι δεν ξέραμε ή δεν καταλάβαμε ότι έτσι είναι. Για να
το καταλάβουμε όμως πρέπει να συντρίψουμε το είδωλό μας. Αν
δεν συντριβεί αυτό το είδωλο του καλού ανθρώπου, του φρόνιμου, του ηθικού, του καθώς πρέπει, του συνετού, του δουλευτή στον Θεό και μάλιστα του «τοσαῦτα ἔτη» εργαζομένου, δεν πρόκειται να τον καταλάβουμε.
Έλεγαν κάποιοι τύποι, λίγο περίεργοι, στον Γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, έχετε πολλά χρόνια στο Άγιον Όρος»; Αυτός τους έλεγε πως ήρθε την ίδια χρονιά με το μουλάρι
του γείτονα. Τη χρονιά που έφερε αυτός το
μουλάρι του στο Άγιον Όρος, μπήκε
κι αυτός. Ήθελε να τους πει
ότι και το μουλάρι είναι στο Άγιον Όρος, όμως δεν έγινε και κανένα άγιο μουλάρι,
μουλάρι ήταν, μουλάρι έμεινε. Βέβαια, το έλεγε από ταπείνωση για τον εαυτό του, και δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό
του. Οι άνθρωποι του Θεού πέρασαν μέσα από την κάμινο των πειρασμών και των θλίψεων και απέκτησαν την ταπείνωση. Και όταν λέμε πειρασμό μην πηγαίνει το μυαλό μας μόνο σε πειρασμούς, που παθαίνει κανείς για την αγάπη του Χριστού και διώκεται, γιατί είναι ευσεβής και αγαπά τον Χριστό. Έχει πειρασμούς αμαρτίας και παθών που μας εξευτελίζουν, αλλά και πειρασμούς αθεΐας και άλλους πολλούς. Υπάρχουν άνθρωποι που δοκιμάζουν φοβερούς πειρασμούς. Αν διαβάσουμε τον βίο του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής, θα δούμε τι φοβερούς πειρασμούς πέρασε. Για αρκετά χρόνια, ενώ ήταν
φοβερός αγωνιστής, πολεμείτο από τον πειρασμό της αθεΐας. Του έλεγε ο διάβολος
ότι δεν υπάρχει Θεός. Αυτός
έλεγε: «Κύριε, βοήθά με». Ήταν τόσο ισχυρός ο πόλεμος, που θα τρελαινόταν. Του έλεγε ότι εσύ
είσαι πόρνος, μοιχός και
τον πολεμούσε συνεχώς.
Τότε ο Άγιος απαντούσε στον διάβολο
«ἐγώ κἄν πορνεύσω κἄν μοιχεύσω κἄν φονεύσω κἄν
ὁτιδήποτε πράξω, τῶν ποδῶν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ οὐκ ἀφίσταμαι» . Έβαλε τον εαυτό του εκεί κάτω, συνέτριψε
το είδωλό του, έφυγε την εικόνα του καλού παιδιού, του καλού ανθρώπου, του καθώς πρέπει, του ηθικού που έχει «καθαρό το μέτωπό του και τα χέρια του». Έφυγαν όλες αυτές οι εικόνες και
συνετρίβη.
Θεωρώ ότι ο Άσωτος ευρισκόμενος σε χώρα μακρινή και ζώντας ασώτως και περνώντας όλη αυτή την καταστροφική
ταλαιπωρία, αφού κατέστρεψε
τα πάντα, συνέτριψε
τον εαυτό του αλλά όχι ζωηφόρα. Παρόλο που διαλύθηκε κυριολεκτικά όταν έβοσκε τους χοίρους, και πεινούσε και όλοι τον εγκατέλειψαν και
έφτασε στον άδη της απόρριψης και της
εγκατάλειψης, εκεί θυμήθηκε τον πατέρα του. Εκεί που ήταν σκοτάδι, άδης, απελπισία. Εκεί που λες όλα τελείωσαν και ο θάνατος
σου φαίνεται λύτρωση. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Τον πατέρα του τον συνάντησε εκείνη τη συγκεκριμένη
στιγμή, που είπε: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα». Αυτό το πράγμα τον βοήθησε να συνέλθει. Ο άλλος
δεν είχε καμία τέτοια εμπειρία.
Όχι, γιατί του την στέρησε ο Θεός, όχι γιατί του την στέρησε ο πατέρας του, αλλά γιατί η ιδέα περί του εαυτού του, ότι τόσα χρόνια
αυτός δεν παρέβηκε καμία εντολή
και ήταν καλός υιός και ποτέ
δεν τον εγκατέλειψε, του δημιούργησε την αυτοπεποίθηση, την καλή
εικόνα για τον εαυτό του, η οποία
δεν τον άφησε να ανακαλύψει τον Θεό πατέρα του. Αυτή είναι η τραγωδία του ανθρώπου αυτού, αλλά και η τραγωδία που πολλές φορές κυριεύει κι εμάς, τους «θρήσκους» ανθρώπους. Επειδή δεν κάνουμε και μεγάλα κακά ή
τα κάνουμε κρυφά ή τα δικαιολογούμε κιόλας και δεν βιώνουμε αυτή την κατάσταση
και δεν την καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως είναι ο Θεός, γιατί δεν βιώσαμε ποτέ την πραγματικότητα του Θεού μέσα στην καρδιά
μας, αφού ποτέ δεν τον μάθαμε.
Εγώ λυπάμαι πολλές φορές και πρώτα τον εαυτό μου, όταν βλέπω και ακούω ανθρώπους της Εκκλησίας, που εκφράζονται απαξιωτικά για άνθρωπο αμαρτωλό, πλανεμένο, άσωτο, κακοποιό. «Μην τον συναναστρέφεσαι, μην του μιλάς,
γιατί είναι χαμένος». Ένας άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις. Το Ευαγγέλιο
δεν μας διδάσκει να βλέπουμε τους άλλους
υποτιμητικά. Πώς μπορούμε να λειτουργήσουμε με αυτό τον
τρόπο; Σημαίνει ότι
δεν καταλάβαμε ποτέ μας τι σημαίνει
Ευαγγέλιο, Θεός. Δεν καταλάβαμε ότι «ὁ Θεός ἀγάπη
ἐστι καί ὁ ἔχων τήν ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει». Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε διαφορετικά,
δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Κριτήριο της παρουσίας του Θεού είναι το να αγαπήσεις τον αδελφό σου. Αυτή είναι η
κρίση του Θεού. Όλα όσα κάνουμε μέσα στην Εκκλησία πρέπει να καταλήγουν στην αγάπη, και η νηστεία, και η προσευχή και οι μετάνοιες. Αν δεν καταλήγουν εκεί στην αγάπη και όλα τρέφουν τον εγωισμό και την
αυτοπεποίθησή μας, τότε αντί οι αρετές να
γίνονται χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γίνονται φαρμάκια, που δεν μας αφήνουν να γνωρίσουμε τον
Θεό. Αυτό πράγματι είναι πολύ θλιβερό, γιατί θα έρθει ώρα κάποια στιγμή στη ζωή μας αναπόφευκτα που είτε ένας πειρασμός, είτε μία θλίψη ή μία δοκιμασία
και καταστροφή, ένας θάνατος, μία αρρώστια, κατάρρευση οικονομική ή οτιδήποτε άλλο, που αμέσως θα μας αναστατώσουν. Έτσι
λέμε, γιατί ο Θεός δεν με προστάτευσε,
γιατί σε μένα, που είναι ο Θεός,
γιατί ο άλλος ο κακός άνθρωπος
που δεν πάει εκκλησία, που δεν νηστεύει, που δεν προσεύχεται, όλα του πάνε καλά κι εμένα από το κακό στο χειρότερο; Αρχίζουν όλα
αυτά που δείχνουν ότι
η πνευματική μας ζωή
δεν είναι υγιής. Σίγουρα ο Θεός δεν παραβλέπει τίποτε. Ό,τι του δώσουμε θα το πάρει και θα μας οικονομήσει, δεν θα
μας απορρίψει, εάν κάνουμε
ό,τι μπορούμε. Όμως αυτή
η κρίση είναι σημαντική και απαραίτητη
στη ζωή μας, για να δούμε τι γίνεται με μας. Τι γίνεται με την ποιότητα του εαυτού μας.
Και για να μην πλανόμαστε, ο Θεός
διά του Αποστόλου Παύλου,
διά Πνεύματος Αγίου μας αποκάλυψε
τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Και μας λέει να μην πλανόμαστε και να
νομίζουμε ότι είμαστε κάτι. Μας έβαλε έναν κατάλογο πραγμάτων, για να βάλουμε τον εαυτό
μας μπροστά και να τον
κρίνουμε. Και λέει: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης,
πραότης, ἀγαθωσύνη,
πίστις, ἐγκράτεια» και άλλα άμετρα χαρίσματα. Ας τα πάρουμε ένα ένα και να δούμε ποιο απ’ όλα αυτά ακολουθούμε, να δούμε πώς λειτουργεί ο εαυτός μας. Έχω χαρά
στην ψυχή μου ή έχω μόνο όταν γίνονται τα θελήματά μου, και όλα μου πάνε καλά; Όλα αυτά αν δεν τα έχω, τι
πρέπει να κάνω; Να κλάψω, και να διερωτηθώ
πού είναι όλα αυτά;
Αυτή η απόσταση από τον Θεό να συντρίψει την καρδία μου
επιτέλους και να καταλάβω
ότι κάτι δεν πάει καλά. Και όταν
δω εκείνες τις συμπεριφορές τις υπερφίαλες, τις εγωιστικές και απορριπτικές προς τους άλλους
ανθρώπους, να τις αρνηθώ.
Τουλάχιστον, ας γίνουμε ειλικρινείς και ας βρούμε κι εμείς αυτό το κλειδί του
Θεού. Το κλειδί του Θεού είναι αυτό που βρήκε και ο Τελώνης: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ούτε τα μάτια του δεν σήκωσε στον ουρανό. Κτυπούσε το στήθος του και ζητούσε από τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο άλλος έλεγε μεν «ευχαριστώ», αλλά δεν ήταν, όπως πίστευε, «σαν τους άλλους
ανθρώπους», ή όπως τον Τελώνη. Έκανε ελεημοσύνες, νήστευε
και ήταν καλός!
Το ίδιο και ο άσωτος, πώς κέρδισε τον Θεό;
Με τον ίδιο τρόπο. Είπε: «πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου». Αμέσως έγινε δεχτός από τον πατέρα. Ο άλλος πήγε «δικαιωματικά»:
«εγώ είμαι τόσα χρόνια και σου δουλεύω και ποτέ δεν παρήλθα καμία εντολή
σου». Όλα, βέβαια, αυτά
που είπε ο αδελφός του ασώτου ήταν αληθινά
και ανθρωπίνως ίσως να είχε
και δίκαιο. Όμως δεν ήξερε τον πατέρα του, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει,
δεν τον έμαθε ποτέ, ήταν ξένος προς αυτόν.
Λέει τη Μεγάλη Παρασκευή για τον ληστή: «κλεῖδα βαλών τό μνήσθητί μου ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» και αμέσως άνοιξε την πόρτα του Παραδείσου και μπήκε μέσα. Το Ευαγγέλιο τελικά έλεγαν
οι Πατέρες είναι τόσο εύκολο αλλά και τόσο δύσκολο. Όποιος δεν βρει το κλειδί, κτυπάει πάνω στην πόρτα.
Αυτό το κλειδί του Θεού πρέπει να βρούμε. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή
και όλη η ευλογημένη περίοδος του Τριωδίου
συνεχώς μας το έχει μπροστά μας. Την ταπείνωση, τη μετάνοια, τη μίμηση του
Θεού. Πώς θα μιμηθούμε τον Θεό; Έγινε άνθρωπος, για να τον δούμε και
να μάθουμε πώς θα τον μιμηθούμε.
Ποιοι τον μιμούνται; Αυτοί που
τον ακολουθούν παντού: στο Πάθος,
στον Σταυρό και σε όλα εκείνα τα οποία χαρακτήρισαν τη ζωή Του, για να μπορέσουμε να δούμε και τη δική μας Ανάσταση.
(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης
ομιλίας)
|
Vëllai i plangprishësit.
Hirësia
e Tij Mitropoliti i Lemesosë imzot Athanasi.
Paravolia ose shëmbëlltyra
e djalit plangprishës dhe vetëm ajo, mjafton që të na mësojë të gjithë
misterin e dashurisë etërore hyjnore dhe të mënyrës së shpëtimit dhe të
kthimit të njerëzve tek Zoti. Kështu, zakonisht, i jepet më shumë rëndësi
plangprishësit dhe mënyrës së shpëtimit të tij, por dhe prezencës së atit, i
cili me dashurinë e tij etërore të pashprehur pranon sërish birin e tij plangprishës.
Por djali tjetër i tij, vëllai i plangprishësit, qëndron mënjanë, pa u marrë
kush me të. Kur dëgjoj këtë paravoli, mendja ime më mbetet tek ai lloj
njeriu, sepse ndjej se ne “fetarët” ngjasojmë shumica me të. Rrezikohemi nga
sindroma e këtij njeriu. Është i madh rreziku që na pret të gjithëve. Në
Ungjill flitet për djalin më të madh me pak fjalë. Kur u kthye djali
plangprishës dhe u prit nga i ati dhe ai urdhëroi që të sjellin veshjen më të
mirë që ta veshin, dhe të sakrifikojnë viçin e rritur me kujdes që të bëhej
festë në shtëpi, sepse plangprishësi ishte si i vdekur që jetoi, dhe ishte i
humbur dhe u gjend, thotë: “Ishte djali i tij i madh në arë”. Djali i madh pra ishte në arë duke punuar në punën e
babait të tij. "Dhe gjatë kohës që po vinte dhe iu afrua shtëpisë dëgjoi
këngë dhe valle", dhe kur arriti në shtëpi dëgjoi këtë histori. Ajo që
na çon në çastin e mësipërm, që shkruan për djalin plangprishës, është
momenti kur u kthye prapa dhe iu afrua shtëpisë, dhe ndërsa ishte akoma larg,
babai vrapoi dhe e përqafoi dhe mbyti në puthje dhe "ra mbi qafën e
tij". "Dhe e pa atë i ati
dhe iu dhembs". Thotë Shën Joan Gojarti një fjalë të bukur: "si e
pa i ati, pasi ai ishte larg?" Sytë e të atit kanë shikim të largët dhe
forcë të madhe. E pa me sytë e shpirtit të tij, me dashurinë e tij dhe
dhembshurinë e tij.
Kështu shohim dy skena:
njëri shkon dhe kur afrohet e pret i ati dhe mbyt në puthje dhe e ngushëllon
dhe e vesh me veshjen më të mirë, ndërsa tjetri shkon dhe sapo dëgjon vallet
dhe këngët shkon brenda në shtëpi, thërret një prej shërbëtorëve të tij dhe
dëshiron të mësojë se çfarë po ndodh. U trondit, nuk i pëlqeu. Shërbëtori i
tij i tha se se u kthye i vëllai dhe se i ati sakrifikoi viçin e rritur për
raste të veçanta, sepse e ai u kthye shëndoshë e mirë, i gjallë. Atëherë i
vëllai "u zemërua dhe nuk donte që të hynte", u zemërua aq shumë sa
nuk donte të hynte në shtëpi.
"Ndërsa i ati i tij
doli dhe po i lutej". Atëhere pra doli sërish i ati dhe ashtu si më parë
të presë plangëprishësin dhe i lutet të kalojë në shtëpi. Por ai i tha të
atit : "ja kaq vite po punoj tek ti dhe asnjëherë nuk shkela asnjë prej
urdhëresave tënde dhe mua nuk më dhe as një dhi që të kënaqem me shokët e
mi".
"Ndërsa kur të erdhi
ky djali tënd, që të hëngri pasurinë, therre viçin tënd të majmë"
Atëhere i tha i ati: Biri
im, ti ke qënë gjithmonë me mua dhe të gjitha sa kam unë janë dhe të tuat.
Duhet të gëzoheshe dhe të
ngazëlloheshe sepse yt vëlla ishte i vdekur dhe u ngjall dhe jeton, ishte i
humbur dhe u gjend.
Ky është teksti i pjesës që
i referohet vëllait të dytë.
Me të vërtetë mendoj se
nëse dikush duhet të ketë ndjenjë keqardhje për dikë në këtë histori, në
mënyrë të pashmangshme dhe i denjë për shumë lot është djali tjetër, vëllai i
madh. Është i denjë për lot, sepse si përfundim ai nuk jetoi realisht bashkë
me të atin, nuk komunikoi me të atin, as u gëzua, as e kuptoi të atin e tij.
Kjo është dhe tragjedia e madhe, fakti që ky fëmijë u soll kështu. Sepse në
esencë kurrë nuk e kuptoi të atin. Ishte kaq vjet me të, ashtu si ai vetë
mburrej "Kaq vite të punoj dhe asnjëherë nuk shkela urdhëresat e
tua" por, kurrë nuk më dhe një dhi që ta ha me miqtë e mi.
Tragjedia është në këtë
pikë. Në faktin se kaq vite nuk kuptoi se cilin baba kishte pranë tij.
Plangprishësi ndërsa bëri të gjitha ato mëkate, duket se në një çast zbuloi
babain e tij në zemrën e tij. Por, kur pësonte dhe kishte uri dhe kulloste
derat dhe hante nga ushqimi i tyre, e kishin braktisur që të gjithë dhe
askush nuk i jepte më rëndësi.
I gjendur në këtë mjerim
absolut, në përjashtim dhe braktisje kujtoi shtëpinë e tij dhe të atin e tij.
Gjeti veten e tij dhe vendosi që të kthehej në shtëpi.
Këtë e bëri sepse e dinte
si cili ishte i ati i tij. Ishte i sigurt se nëse do të shkonte prapa, i ati
do ta pranonte dhe ai do ti thoshte: "At(ë) jam mëkatar përballë teje
dhe qiellit dhe në asnjë rast nuk jam i denjë që të quhem biri yt".
Prandaj më bëj një prej shërbëtorëve të tu.
Ky ishte çelësi që hapi
zemrën e të atit. Ai e njihte të atin dhe dinte se si t'i fliste. I madhi
fatkeqësisht nuk e dinte këtë gjë. Nuk e kuptoi kurrë të atin e tij.
Akoma dhe për të dhënat
tona është tragjedi, kur shikojmë njerëzit që kryejnë brenda Kishës, ashtu si
të gjithë ne, punën shpirtërore, që luftojnë shpirtërisht, të lexojnë, të
kreshmojnë, të luten dhe të bëjnë të gjitha këto gjëra por, që kanë një
sjellje të pakutpueshme: sikur të mos kenë parë kurrë Zotin para tyre dhe nuk
kuptuan kurrë Ungjillin, sikur të ishte diçka e panjohur për ta. Thotë
dikush, si është e mundur një njeri të
jetë kaq vite brenda Kishës, të kungojë, të lutet dhe të ketë këtë ashpërsi
dhe një gjendje brenda shpirtit të tij, që nuk ka lidhje me Krishtin?
Përse e pësojmë këtë? Sepse
pësojmë atë që pësoi biri i madh. Na lind ideja "ja kaq vite po të punoj
dhe asnjëherë nuk i shkela urdhëresat tënde". Unë jam kaq vjet shërbëtor
i Perëndisë dhe kurrë nuk shkela një urdhëresë. Ky lloj sodisfaksimi i vetes
sonë, se bëjmë gjëra të cilat janë të pëlqyeshme tek Zoti, kjo bindje se ne
ruajmë urdhëresat e Zotit, dhe me të vërtetë i kryejmë ashtu si fëmija e shëmbëlltyrës, që ishte
kaq vjet në shërbimin e të atit të tij, kjo bindje është shkaku që kemi një imazh
komplet të gabuar të vetes sonë. Kur të vijë koha që do të shfaqet ajo që
kemi brenda shpirtit tonë, atëhere del jashtë një tjetër vete dhe një njeri
komplet i çuditshëm, i huaj ndaj Zotit, bile me një justifikim drejtësie,
ashtu siç kishte dhe ai vëllai i madh. I thotë djali më i madh të atit të
tij: "biri yt, nuk e quajti as vëllain e tij, ndërsa hëngri gjithë
pasurinë tënde dhe jetën e tij e kaloi në kurvëri dhe papastërti, u kthye
tani sërish dhe shijon ato që kishte më parë dhe akoma më tepër, ndërsa ai
nuk shijoi këtë përkujdesje nga i ati. Përse pra kjo? Sepse pikërisht nuk
ndjeu kurrë nevojën që të njohë të atin e tij. Thotë diku Krishti: " Dhe kjo është jeta e përjetshme, që të
të njohin ty të vetmin Perëndi të vërtetë edhe Jisu Krishtin që dërgove".
Jeta e përjetëshme është njohja e Zotit. Çdo të thotë njohja e Zotit? Atë që
thotë Krishti: "mësoni nga unë sepse jam i mirë dhe përulur në
zemër". Si përfundim marrdhënia jonë me Zotin nuk është një marrdhënie
tifozllëku. Zoti nuk është diçka që thjesht na pëlqen dhe që thjesht e besojmë por, është diçka më
tepër, sepse na zbulon vetë veten e tij. Për këtë dhe krijimi ynë është sipas
ikonës dhe ngjashmërisë së Zotit, duhet të bëhemi të ngjashëm me Zotin, Atin
tonë.
Si do të mundeshim ndryshe
të ishim fëmijët e tij realë? Nëse nuk kemi gjurmë që të ngjajnë me Të, si do
t'i ngjanim? Dhe që të mos mendojmë se do t'i ngjajmë nga ana e jashtme dhe
kështu të bëhemi të ngjashëm me Atë, na zbuloi ai vetë veten e Tij, duke na
thënë: "mësoni prej meje, se jam i mirë dhe i përulur në zemër dhe do të
gjeni prehje në shpirtrat tuaja". Me një fjalë Zoti ynë na zbuloi veten
e Tij plotësisht. Që të mos gënjehemi dhe të mos gjejmë justifikime se nuk
dinim ose nuk e kuptuam se është kështu. Por, që ta kuptojmë duhet të
dërrmojmë idhullin tonë. Nëse nuk dërrmohet ky idhull i njeriut të mirë, të
urtë, të mençur, i punëtorit të Zotit dhe bile të "kaq shumë
viteve", nuk do të mund ta kuptojmë. I thonin disa tipa, disi të
çuditshëm, Jerond Paisit:
"Jerond, keni shumë vite në Malin e Shenjtë"? Ai iu thoshte se
erdhi në të njejtin vit me mushkën e fqinjit. Vitin që solli ai mushkën e tij
në Malin e Shenjtë, hyri dhe ai. Donte që t'iu thoshte se dhe mushka është në
Malin e Shenjtë por, nuk u bë ndonjë mushkë e shenjtë, mushkë ishte, mushkë
mbeti. Sigurisht, e thoshte nga përulësia për veten e tij, dhe nuk kishte ide
të madhe për veten e tij. Njerëzit e Zotit kaluan brenda furrës së ngasjeve
dhe të hidhërimeve dhe fituan përulësinë. Kur themi ngasje mos shkojë mendja
jonë vetëm në ngasjet që pëson dikush për dashurinë e Krishtit dhe përndiqet
sepse është besimtar dhe do Krishtin. Ka ngasje mëkati dhe pasione që na
poshtërojnë por, dhe ngacmime ateizmi dhe shumë lloje të tjera. Ka njerëz që
provojnë ngacmime të tmerrshme. Nëse lexojmë jetën e Shën Nifonit, peshkopit
të Konstanianisë, do të shohim se çfarë ngacmime të tmerrshme kaloi. Për
mjaft vite, ndërsa ishte një luftëtar i tmerrshëm, luftohej nga ngasja e
ateizmit. I thoshte djalli se nuk ekziston Zoti, Ai thoshte: "O Zot, më
ndihmo". Ishte kaq e fortë lufta sa çmendej. I thoshte se ti je kurvar,
shkelës kurore dhe e luftonte vazhdimisht. Atëhere Shenjtë i përgjigjej
djallit " unë dhe sikur të kurvëroj dhe sikur të shkel kurorën dhe sikur
të vras dhe sikur çfarë do që të bëj nuk qëndroj larg këmbëve të Jesu
Krishtit". Vendosi veten e tij atje poshtë, dërrmoi idhullin e tij, iu
shmang imazheve të djalit të mirë, të njeriut të mirë, të atij që është ashtu
siç duhet, të moralshmit që ka
"ballin e tij dhe duart e pastra". Iu larguan të gjitha këto imazhe
dhe u dërrmua.
E konsideroj se
Plangprishësi i gjendur në vendet në një vend të largët, duke jetuar si
plangprishës, duke kaluar të gjithë atë mundim shkatërrues, pasi shkatërroi
gjithçka, dërrmoi veten e tij por jo në mënyrë jetëdhënëse. Megjithëse u
shpërbë, me gjithë kuptimin e fjalës, kur
kulloste derrat, dhe kishte uri dhe të gjithë e braktisën dhe arriti
në hadin e përjashtimit dhe të braktisjes, atje kujtoi atin e tij. Atje ku
ishte errësira, hadi, dëshpërmi. Atje ku thua se të gjitha mbaruan dhe se
vdekja tënde të duket shpëtim. Atje
gjeti veten e tij. Atin e tij e takoi në atë çast pikërisht kur tha: "Do
të ngrihem dhe do të shkoj drejt atit". Kjo gjë e ndihmoi që të vinte në
vete. Tjetri nuk kishte asnjë eksperiencë të tillë. Jo sepse ja mohoi Zoti,
jo sepse ja mohoi i ati i tij, por sepse ideja për veten e tij, se kaq shumë
vjet ai nuk shkeli asnjë urdhëresë dhe ishte djali i mirë dhe se kurrë nuk e braktisi, imazhin
pozitiv për veten e tij, e cila nuk e la që të zbulonte Zotin atin e tij. Kjo
ishte tragjedia e këtij njeriu, por dhe tragjedia që shpesh herë na zotëron
dhe ne, njerëzit "fetarë". Meqënëse nuk bëjmë të këqija të mëdha
ose i bëjmë fshehur ose i justifikojmë në të njejtën kohë dhe nuk përjetojmë
këtë gjendje dhe nuk e kuptojmë. Nuk mund të funksionojmë ashtu siç është
Zoti, sepse nuk përjetuam asnjëherë
realitetin e Zotit brenda zemrës sonë, pasi kurrë nuk e mësuam. Mua më vjen
keq shumë herë dhe fillimisht për veten time, kur shikoj dhe dëgjoj njerëz të
Kishës, që shprehen me nënvleftësim për njeriun mëkatar, të mashtruarin,
plangprishësin, keqbërësin. "Mos u shoqëro, mos i fol sepse është i
humbur". Një njeri i Zotit nuk mundet që të bëjë dallime. Ungjilli nuk
na mëson të shohim të tjerët në mënyrë nënvleftësuese. Si mund të
funksionojmë në këtë mënyrë? Do të thotë që nuk e kuptuam kurrë se çdo të
thotë Ungjill, Zot. Nuk e kuptuam se "Zoti është dashuri dhe ai që ka
dashuri qëndron tek Zoti" Nuk mund të funksionojmë ndryshe, nuk mund të
ekzistojmë. Kriter i prezencës së Zotit është të duash vëllain tënd. Ky është
gjykimi i Zotit. Të gjitha sa bëjmë brenda Kishës duhet që të përfundojnë në
dashuria, në kreshma, në luftja dhe metanitë. Nëse nuk përfundojmë atje tek
dashuria dhe të gjitha ushqejnë egoizmin dhe vetëbesimin tonë, atëhere në
vend që virtytet të bëhen dhurata të Shpirtit të Shenjtë, bëhen helm që nuk
na lejojnë që të njohim Zotin. Kjo me të vërtetë është për të ardhur keq
sepse do të vijë një çast në jetën tonë, në mënyrë të pashmangshme, që qoftë
do të jetë një ngasje, qoftë një mërzitje, provë apo kastastrofë, një rrënim
ekonomik apo gjithçka tjetër, që menjëherë do të na alarmojnë. Atëhere do të themi, pse Zoti nuk më mbrojti, pse më
ndodhi mua, ku është Zoti, pse ai tjetri njeriu i keq që nuk shkon në kishë,
që nuk kreshmon, që nuk lutet, i shkojnë të gjitha mirë dhe mua nga një e keqe
në një më të keqe? Fillojnë të gjitha
këto që tregojnë se jeta jonë shpirtërore
nuk është e shëndetëshme. Me siguri Zoti nuk anashkalon asgjë. Çfarë
do që do t'i japim do ta marrë dhe do të na rregullojë, nuk do të na
përjashtojë, nëse bëjmë atë që kemi mundësi. por ky gjykim është i
rëndësishëm dhe i domosdoshëm në jetën tonë, që të shohim se çfarë bëhet me
ne. Çfarë bëhet me cilësinë e vetes sonë. Që të mos mashtrohemi, Zoti
nëpërmjet Apostull Pavllit, nëpërmjet Shpirtit të Shenjtë na zbuloi frutat e
Shpirtit të Shenjtë dhe na thotë të mos mashtrohemi apo të kujtojmë se jemi
diçka. Na vendosi një katalog me gjëra që të vendosim veten përpara dhe ta
gjykojmë. Thotë: " Por
fryti i Frymës është dashuri, gëzim, paqe, zemërgjerësi, ëmbëlsi, mirësi,
besnikëri, butësi,
vetëpërmbajtje" dhe të tjera dhurata pafund. Por le t'i marrim të gjitha
një e nga një dhe të shohim se cilën nga të gjitha duhet të ndjekim, të
shohim se si funksionon vetja jonë. Kam gëzim në shpirtin tim apo kam vetëm
kur bëhen dëshirat e mia dhe të gjitha më shkojnë mirë? Por kur nuk i kam të
gjitha këto çfarë duhet të bëj? Të qaj dhe të pyes veten ku janë të gjitha
këto? Kjo distancë nga Zoti të dërrmojë zemrën time dhe më në fund të kuptoj
se diçka nuk shkon mirë. Dhe kur të shoh këto sjellje mëndjemadhësie, egoiste
dhe përjashtuese ndaj të gjithë njerëzve, t'i mohoj. Të paktën le të bëhemi
të sinqertë dhe le të gjejmë dhe ne këtë çelës të Zotit. Çelësi i Zotit është
ai që gjeti dhe Tagrambledhësi: "Zoti të më mëshirojë mua
mëkatarin". As sytë e tij nuk ngriti në qiell. Godiste gjoksin e tij dhe
kërkonte nga Zoti që t'i vinte keq për të. Tjetri thoshte
"faleminderit" por nuk ishte, ashtu siç besonte, "si njerëzit
e tjerë", ose si Tagrambledhësi. Bënte bamirësi, kreshmonte dhe ishte i
mirë!
Po ashtu dhe plangprishësi, si e
fitoi Zotin? Me të njejtën mënyrë. Tha: "At(ë), jam mëkatar ndaj teje
dhe qiellit". Menjëherë u pranua nga ati. Tjetri shkoi "me ndjenjën
e të pasurit të drejtë": "Unë jam kaq vite dhe të punoj dhe nuk
shkela asnjë prej urdhëresave të tua". Të gjitha, sigurisht sa tha
vëllai i plangprishësit ishin të vërteta dhe nga pikëpamja njerëzore ndoshta kishte të drejtë.
Por nuk e dinte që ati i tij, nuk mundej që t'i afrohej, nuk e mësoi
kurrë, ishte i huaj ndaj tij. Thotë të Premten e Zezë për hajdutin: "çelës
vuri, kujtomë o Zot në Mbretërinë tënde" dhe menjëherë u hap dera e Parajsës
dhe hyri brenda. Ungjilli si përfundim thoshin Etërit është kaq i lehtë por
dhe kaq i vështirë. Ai që nuk gjen çelësin, goditet mbi derë. Këtë çelës të
Zotit duhet të gjejmë. Kreshma e Madhe dhe gjithë periudha e bekuar e Triodhit
vazhdimisht na i vendos para syve. Përulësinë, pendimin, imitimin e Zotit. Si
do ta imitojmë Zotin? U bë njeri që të shohim dhe të mësojmë se si ta
imitojmë. Cilët e imitojnë? Ata që e
ndjekin kudo: në Pësim, në Kryq dhe në të gjitha ato të cilat karakterizojnë
jetën e Tij që të mundemi të shikojmë dhe Ngjalljen tonë.
(pjesë e shkëputur nga një predikim i regjistruar)
Përktheu Pelasgos Koritsas.
© Pelasgos Koritsas
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου