Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Κράτος, έθνος και ταυτότητα: Μοιρολόϊ αλβανικής καταγωγής - Shteti, kombi dhe identiteti: Vajtimi i prejardhjes shqiptare.

 



Αθανάσιος Γκότοβος 


                                                        
τ. Καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων



Υπάρχουν (τουλάχιστον) δύο είδη λογοκρισίας. Η ετερολογοκρισία παραπέμπει σε κάποιον εξωγενή σε σχέση με τον παραγωγό λόγου παράγοντα που διαθέτει την ισχύ να επιβάλει κανόνες χρήσης της γλώσσας στη δημόσια (ενίοτε και στην ιδιωτική) σφαίρα και να παρακολουθεί την εφαρμογή τους. Εκφράζεται είτε προληπτικά, ως απαγόρευση αποκλίνουσας χρήσης της γλώσσας, είτε κατασταλτικά, ως επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που δεν λειτουργήσει το πρώτο. Η αυτολογοκρισία δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην κάποια υπερκείμενη εξουσία που ρυθμίζει και ελέγχει τη γλωσσική χρήση του υποκειμένου. Όταν την προϋποθέτει, έχουμε την περίπτωση εσωτερίκευσης εκ μέρους του υποκειμένου των κανόνων που έχει θεσπίσει η υπερκείμενη εξουσία για τη χρήση της γλώσσας. Η οπτική του φορέα της εξουσίας για το τι είναι αποκλίνουσα γλωσσική χρήση συμπίπτει με την οπτική του υποκειμένου. Στη συνείδηση του υποκειμένου, του παραγωγού λόγου, η απαγόρευση του αποκλίνοντος λόγου εμφανίζεται ως απολύτως νομιμοποιημένη, κανονική και επιβεβλημένη. Όταν δεν υφίσταται κρατική αρχή που να ρυθμίζει τη χρήση της γλώσσας, η αυτολογοκρισία παίρνει τη μορφή συμμόρφωσης του ομιλητή σε άτυπους κανόνες λόγου που οφείλουν να ρυθμίζουν τη γλώσσα των ατόμων που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα: μέλη του κόμματος, μέλη μιας οργάνωσης, πιστοί μιας θρησκείας, άτομα που επιθυμούν να εμφανίζονται ως «προοδευτικοί» κλπ.

 

Στην τελευταία περίπτωση δεν είναι κάποια επίσημη διάταξη που ορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέγεται, πότε, από ποιον, σε ποιον και γιατί, αλλά είναι η γλωσσική κουλτούρα της ομάδας που ρυθμίζει τη χρήση της γλώσσας. Τα μέλη της ομάδας, και γενικά όσοι επιθυμούν να λογίζονται ως τέτοια, προσαρμόζουν τη χρήση της γλώσσας στις προσδοκίες της (πραγματικής ή φαντασιακής) ομάδας στην οποία ανήκουν. Η αποκλίνουσα χρήση της γλώσσας εδώ δεν επισύρει επίσημες κυρώσεις, αλλά θολώνει την εικόνα του ομιλητή σε σχέση με την ιδανική εικόνα του μέλους της ομάδας ή ομίλου όπου ανήκει ή επιθυμεί να λογίζεται ότι ανήκει.

Τα παραδείγματα αυτολογοκρισίας λόγω προσαρμογής του ομιλητή στους άτυπους κανόνες χρήσης της γλώσσας της ομάδας είναι άπειρα. Θα ασχοληθούμε μόνο με ένα, καθώς η εσωτερική λογική αυτού του φαινομένου είναι η ίδια.

 

Πώς θα σας φαινόταν η φράση «Ο τουρκικής καταγωγής φυλακισμένος ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν Αμπντουλάχ Οτσαλάν απηύθυνε έκκληση στους τουρκικής καταγωγής φυλακισμένους βουλευτές να σταματήσουν την απεργία πείνας».

 

Θα μπορούσε να την είχε εκδώσει το γραφείο Τύπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, με την προσθήκη «τρομοκρατικής οργάνωσης» μπροστά από το όνομα του κόμματος. Θα μπορούσε, επίσης, να την είχε συντάξει κάποιος που υιοθετεί την οπτική του τουρκικού κράτους σε σχέση με την ύπαρξη κουρδικού έθνους και προσώπων που ανήκουν στο έθνος αυτό στην τουρκική επικράτεια. Δεν θα μπορούσε να την είχε εκστομίσει χρήστης της γλώσσας που αναγνωρίζει ότι στην Τουρκία υπάρχουν πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονται ως Κούρδοι και σ’ αυτούς ανήκει ο Οτσαλάν καθώς και οι φυλακισμένοι ομοεθνείς βουλευτές του τουρκικού κοινοβουλίου. Το τουρκικό κράτος δεν ρυθμίζει μόνο τη γλώσσα αναφορικά με το αν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν είναι τρομοκρατική οργάνωση, αλλά και την ίδια τη γλωσσική κατηγορία μέσω της οποίας αυτοπροσδιορίζεται και ετεροπροσδιορίζεται (με εξαίρεση τις τουρκικές κρατικές αρχές) ο πληθυσμός των Κούρδων στη γειτονική χώρα. Ποιο είναι το «κώλυμα» του τουρκικού κράτους εν προκειμένω; Είναι απλό. Δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει κουρδικό έθνος εντός της τουρκικής επικράτειας. Οι επίσημες απαγορεύσεις της γλωσσικής χρήσης στον δημόσιο λόγο σχετικά με τους Τούρκους πολίτες κουρδικής εθνότητας υπηρετούν αυτόν ακριβώς τον πολιτικό στόχο: να καταστεί ανύπαρκτο στον δημόσιο λόγο κάτι που είναι υπαρκτό στην καθημερινή ζωή, στην πράξη: μια μη-τουρκική εθνότητα μέσα στην Τουρκία.

 

Κώλυμα όμως με την εθνότητα, ειδικότερα με την ελληνική, έχουν και μερικοί Έλληνες διανοούμενοι και δημοσιολόγοι. Υπάρχουν π.χ. κύκλοι στην ελληνική κοινωνία που δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ τον όρο «Βορειοηπειρώτης» για τους Βορειοηπειρώτες, για τους ελληνικής εθνότητας πολίτες της Αλβανίας ή για όσους από αυτούς έχουν μεταναστεύσει και ζουν στην Ελλάδα και είτε διατηρούν ακόμη, είτε έχουν αποποιηθεί την αλβανική υπηκοότητα. Και εδώ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται περίεργα – εκ πρώτης όψεως. Διότι αν το τουρκικό κράτος έχει τους λόγους του που δεν επιθυμεί να αναγνωρίζεται – έστω μέσω της απλής χρήσης της γλώσσας – κουρδικό έθνος στην επικράτειά του, τι εμποδίζει τους «πολιτικά ορθώς» σκεπτόμενους Έλληνες να αποφεύγουν τη χρήση του όρου «Βορειοηπειρώτης»; Η απάντηση είναι, οι συνδηλώσεις του. Όσοι αποφεύγουν τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης αυτολογοκρίνονται, προσαρμοζόμενοι – κάποιοι ασμένως, κάποιοι άλλοι βαρυγκομώντας εσωτερικά – στην επιταγή της «προόδου», σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί να είσαι, αλλά και να φαίνεσαι «προοδευτικός». Κυρίως να φαίνεσαι. Δεν πρόκειται απλώς για κάποια αποϊδεολογικοποιημένη γλωσσική μόδα, αλλά για μια νομιμοποιημένη στον κύκλο των «προοδευτικών» όλου του φάσματος - από τον νεοφιλελευθερισμό μέχρι την άκρα αριστερά – γλωσσική πρακτική με την οποία υποδηλώνουν την απέχθειά τους για τον «εθνικισμό», έτσι όπως αυτοί τον ορίζουν, και για τη «συντήρηση», δηλαδή για ό,τι δεν συνάδει με την ιδεολογία τους. Έτσι θεωρούν ότι ο όρος «Βορειοηπειρώτης» παραπέμπει σε άλλες εποχές, σε πολιτικές προσάρτησης αλβανικών εδαφών στην ελληνική επικράτεια, σε μεγαλοϊδεατισμούς και σε «Ελληναράδες».

 

Η απόρριψη του όρου «Βορειοηπειρώτης» ως ιδεολογικά ύποπτη από συγκεκριμένους παραγωγούς δημόσιου λόγου στην ελληνική κοινωνία δεν παραπέμπει μόνον στην αυθόρμητη συμμόρφωση στους γλωσσικούς κανόνες του καθωσπρεπισμού της «προόδου». Την ίδια στιγμή αποτελεί και δείκτη άγνοιας στοιχειωδών πραγμάτων αναφορικά με τις έννοιες (και τις πραγματικότητες) του κράτους, του έθνους και της ταυτότητας.

 

Ένα κράτος έχει πολίτες, ανεξάρτητα από το πόσες εθνότητες συγκατοικούν στην επικράτειά του. Είναι πιθανόν να έχει και αλλοδαπούς, π.χ. μετανάστες, πρόσφυγες, και άλλους – αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση. Ο πολίτης δεν έχει καταγωγική σχέση με το κράτος στο οποίο ανήκει, αλλά νομική. Η ιδιότητα που αποκτά το άτομο μέσα από τον πολιτικό δεσμό με το κράτος του οποίου είναι πολίτης, η ιδιότητα του πολίτη, δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ένταξη σε κάποιο έθνος, με την έννοια της εθνότητας. Η σύγχυση προκύπτει από το διπλό σημασιολογικό φορτίο της λέξης «έθνος»στην ελληνική γλώσσα (και αντιστοίχως της λέξης nation) ως ενιαίου σημαίνοντος για δύο διακριτά σημαινόμενα: κράτος και έθνος. Το έθνος, αντιθέτως, παραπέμπει σε μια διαχρονική πολιτισμική (για ορισμένους ακόμη και καταγωγική) κοινότητα.

 

Από την αίσθηση συμμετοχής σε αυτήν την κοινότητα πηγάζει η εθνική (ή εθνοτική για ορισμένους) ταυτότητα. Σε αυτό το δεύτερο παραπέμπει η λέξη «Βορειοηπειρώτης»: στην αίσθηση του υποκειμένου ότι ανήκει σε μια ευρύτερη διαχρονική κοινότητα, στην κοινότητα των Ελλήνων, και ειδικότερα εκείνων των Ελλήνων που ζουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της σημερινής Αλβανίας, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η επικράτεια του αλβανικού κράτους τα τελευταία εκατό χρόνια περίπου.

 

Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη και η γερμανική κατοχική δύναμη στην Αλβανία χρησιμοποιούσε τον όρο «Έλληνες της Αλβανίας» - και όχι αλβανικής καταγωγής αντάρτες - για τους Βορειοηπειρώτες αντιστασιακούς, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων αγωνίστηκε στο πλευρό του αλβανικού εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου. Τώρα γιατί στη σημερινή Ελλάδα ορισμένοι προτιμούν αντ’ αυτού τον πολιτικά ορθό όρο «αλβανικής καταγωγής» είναι αξιοπρόσεκτο φαινόμενο. Δείχνει ότι οι φορείς της ιδεολογίας της πολιτικής ορθότητας είναι έτοιμοι για νοητικές ακροβασίες, αρκεί να σταλεί το μήνυμα της συμμόρφωσης σε όσα κελεύει η ιδέα της «προόδου».

https://www.huffingtonpost.gr/

Ekzistojnë (të paktën) dy lloje censure. Heterocensura e cila na orienton tek një faktor i jashtëm, në lidhje me faktorin prodhues të fjalës, i cili disponon forcën që të imponojë rregullat e përdorimit të gjuhës në sferën publike (herë e private) dhe të ndjekë aplikimin e tyre.

Shprehet qoftë në mënyrë parandaluese, si një ndalim i përdorimit të fjalës devijuese, qoftë në mënyrë frenuese, si një marrje masash ndëshkuese në rastet që nuk funksionon e para. Vetëcensurimi nuk presupozon domosdoshmërisht një pushtet që qëndron nga sipër dhe kontrrollon përdorimin e gjuhës së subjektit. Kur e presupozon kemi rastin e pranimit të brendshëm, nga ana e subjektit të rregulllave që vendosur pushtetit mbikqyrës për përdorimin e gjuhës. Pikëpamja e mbajtësit të pushtetit në lidhje me çfarë është përdorimi devijues i gjuhës, përkon me këndëvshtrimin e subjektit. Në ndërgjegjien e subjektit, të prodhuesit të fjalës, ndalimi i fjalës devijuese shfaqet plotësisht e ligjëruar, e rregullt dhe e detyrueshme. Kur nuk ekziston një princip shtetëror i cili të rregullojë përdorimin e gjuhës, vetëcensurimi merr formën e përshtatjes së folësit me rregulla jo-formale të fjalës që kanë si detyrë që të rregullojnë gjuhën e personave të cilët i përkasin një grupi të caktuar: anëtarë të partisë, anëtarë të së njejtës organizatë, besimtarë të një feje, persona që kërkojnë të shfaqen si “përparimtarë” etj.

 

 

Në rastin e fundit nuk është një rënditje zyrtare e cila cakton se çfarë duhet dhe çfarë nuk duhet të thuhet, kur, nga kush, tek kush dhe përse, por një kulturë gjuhësore e grupit, i cili rregullon përdorimin e gjuhës. Anëtarët e grupit dhe në përgjithësi të gjithë ata sa dëshirojnë që ta mendojnë si të tillë, përshtatin përdorimin e gjuhës në pritshmëritë e grupit (real apo fantastik tek i cili janë pjesë). Përdorimi i devijuar i gjuhës, këtu, nuk sjell masa ndëshkuese zyrtare, por turbullon imazhin e folësit në lidhje me imazhin ideal të anëtarit të grupit ose shoqërisë në së cilës i përket ose dëshiron të mendojë se i përket.

 

Shembujt e vetëcensurimit të fjalës për shkak të përshtatjes së folësit në rregullat jo-formalë të gjuhës së grupit janë të pafundme.

Do të merremi vetëm me njërën prej tyre, pasi llogjika e brendshme e këtij fenomeni është e njejtë.

 

Si do të dukej fjalia “Udhëheqësi i burgosur me origjinë turke, i Partisë së Punës të Kurdistanit Abdullah Oçalan, iu bëri thirrje deputetëve të burgosur me origjinë turke që të ndalonin grevën e urisë”.

 

Do të mund ta kishte publikuar zyra e Shtypit të Ministrisë së Jashtme Turke, me shtesën “organizatës terroriste” para emrit të partisë. Do mundej, gjithashtu, të mund ta kishte formuluar dikush i cili pranon këndvështrimin e shtetit turk në lidhje me ekzistencën e kombit kurd dhe personave që i përkasin këtij kombi në territorin turk. Nuk do të mund ta kishte nxjerrë nga goja një përdorues i gjuhës që e di se në Turqi ka persona të cilët vetëpërcaktohen si Kurdë dhe ndër ta është dhe Oçalan, si dhe deputetë bashkëkombas të parlamentit turk. Shteti turk nuk rregullon vetëm gjuhën në lidhje me nëse Partia e Punës së Kurdistanit është organizatë Terroriste, por dhe vetë gjuhën e akuzës nëpërmjet së cilës vetëpërcaktohet dhe përcaktohet nga të tjerët (me përjashtim institucionet shtetërore turke) popullata e kurdëve në vendin fqinj. Cili është “problemi” i shtetit turk në rastin konkrret? Është e thjeshtë. Nuk dëshiron që ta njohë kombin kurd brenda territorit turk. Ndalimet zyrtare të përdorimit të gjuhës në fjalën publike në lidhje me qytetarët turq me kombësi kurde i shërbejnë pikërisht këtij qëllimi politik: të bëhet inekzistues në fjalën publike diçka që është reale në jetën e përditëshme, në veprim: një kombësi jo-turke brenda Turqisë.

Problem me kombësinë, në veçanti me atë helene, kanë dhe disa intelektualë Helenë dhe ligjërues publikë. Ekzistojnë psh qarqe në shoqërinë helene që nuk e përdorin kurrë përkufizimin “Vorioepirot”, për qytetarët me kombësi helene të Shqipërisë, ose për ata sa prej tyre  kanë emigruar në Greqi dhe rujanë akoma, ose kanë mohuar, shtetësinë shqiptare.

Këtu gjërat fillojnë që të bëhen të çuditëshme- në aparencë.

Sepse nëse shteti turk ka arsyet e tij që nuk dëshiron të njihet- qoftë dhe nëpërmjet përdorimit të gjuhës së thjeshtë- një komb kurd në territorin e tij, çfarë i pengon grekët mendimtarë që mendojnë “nga pikpamja polikike në mënyrë korrekte” që të shmangin përdorimin e përkufizimit “Voriepiroti”? Përgjigjia është, deklaratat e bashkangjitura. Të gjithë ata që shmangin përdorimin e kësaj fjale, vetëcensurohen, duke u përshtatur – disa me kënaqësi, disa duke rënkuar nga brenda- me kërkesën e “përparimit”, sipas së cilës nuk mjafton të jesh, por dhe të dukesh “përparimtar”. Kryesisht të dukesh. Nuk bëhet fjalë thjesht për një modë linguistike e zhveshur nga ideologjitë, por për një modë të ligjëruar në qarqet e “përparimtarëve” të të gjithë fashës- që nga neoliberalistët deri në të majtët ekstremë- praktikë linguistike me të cilën deklarojnë pështirosjen e tyre për “nacionalizmin”,  ashtu si ata e përcaktojnë, dhe për “konservimin”, dmth për ato sa nuk i përshtaten ideologjisë së tyre.

Kështu e konsiderojnë se përkufizmi “Voriepirotis” në çon në epoka të tjera, në politikat e aneksimit të territoreve shqitpare në territorin helen, dhe në “idetë e mëdha” dhe në “grekmëdhenjtë”.

Përjashtimi i përkufizimit “voriepirot” si i dyshimtë nga pikëpamja ideologjike, nga prodhues të caktuar të fjalës publike në shoqërinë helene nuk orienton vetëm në përshtatjen spontane në rregullat linguistikë, të të qënit ashtu siç duhet të “përparimit”. Në të njejtën kohë përbën dhe një tregues të mungesës së dijeve të elementëve elementarë në lidhje me konceptet ( dhe realitetet) e shtetit, të kombit dhe të indentitetit.

Një shtet ka qytetarë, pavarësisht nga sa kombësi bashkëjetojnë në territorin e tij. Është e mundur që të ketë të huaj psh, emigrantë, refugjatë, dhe të tjerë- por kjo është një bisedë më vete. Qytetari  nuk ka marrdhënie prejardhjeje me shtetin të cilit i përket, por vetëm jurdike. Cilësia që përfiton personi brenda lidhjes politike me shtetin tek i cili është qytetar, cilësia e qytetarit, nuk është do të thotë si rrjedhim, instalim në një komb tjetër, në kuptimin e  kombësisë. Ngatërresa që del nga ngarkesa e dyfishtë semasiologjike e fjalës “komb” në gjuhën e helene ( dhe resepektivisht në gjuhët e tjera) si fjalë e përbashkët e koncepteve të ndara: shtet dhe komb. Kombi, në të kundërt, orienton në një komunitet kulturor diakronik (për disa akoma dhe komunitet prejardhjeje).

Nga ndjesia e pjesmarrjes  në këtë komunitet buron identiteti kombëtar (ose nacional për disa). Në këtë të dytën na çon fjala “Voriepirotis”: në ndjesinë e subjektit që i përket në një komunitet të gjërë diakronik, në komunitetin e Helenëve, dhe në veçanti, të atyre helenëve që jetojnë në një zonë të caktuar të Shqipërisë së sotme, kështu siç është krijuar  territori i shtetit shqiptar gjatë 100 viteve të fundit, përafërsisht.

Është interesante gjithashtu dhe fakti se forcat pushtuese gjermane në Shqipëri përdornin përkufizimin “Grekët e Shqipërisë” – dhe jo partizanët me prejardhje shqiptare- për anëtarët voriepirotë të rezistencës, shumica e dërrmuese e të cilëve luftoi në krah të frontit shqiptar nacionalçlirimtar.

Tani për çfarë arsye në Greqinë e sotme preferojnë në vend të këtij përkufizimi, përkufizimin e korrekt politikisht “prejardhje shqiptare” është një fenomen që ja vlen të vëresh. Tregon se mbartësit e ideologjisë së korrektesës politike, janë gati dhe për akrobaci mendore, mjafton që të dërgohet mesazhi i pajtimit me ato sa urdhëron ideja e “përparimit” .


Përkthimi: Pelasgos Koritsas

Të gjitha të drejtat e rezervuara. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1418) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (252) Β Ήπειρος (238) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)