Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Στις παρυφές της πολιτικής


Στις παρυφές της πολιτικής συμβαίνουν πράγματα που παρά το αριθμητικό τους μέγεθος πρέπει να μας απασχολήσουν. Μπορεί η προσοχή να επικεντρώνεται στον άκρατο ανθελληνισμό που περιέχει η προεκλογική ρητορεία και δράση του Πρωθυπουργού κ. Έντι Ράμα και στελεχών του ΣΚ, αλλά δεν είναι το μόνο.
Και αναφερόμενοι στις παρυφές και το αριθμητικό τους μέγεθος δεν είναι μόνο το Mega που «παίζει». Το πράγμα δείχνει να είναι ακόμη πιο ύπουλο με το κίνημα που επιδιώκει επιφανειακά να προσεγγίσει τους βλαχικής καταγωγής πληθυσμούς, ουσιαστικά όμως λειτουργεί ως φορέας επικίνδυνων θέσεων. Πρόκειται για ένα σχήμα που πρωτοεμφανίστηκε το 2011, υπό τον Βαλεντίν Μουστάκα και στη συνέχεια προεδεύεται απ’ τον Πέτραϊ Εντμόντ. Στις θέσεις της πολιτικής του εκκίνησης αλλά και στη συνέχεια με την ανάληψη υπό του νέου «προέδρου» ευθύνη ηγεσίας, αναφέρεται ότι στόχος του σχήματος είναι να απελευθερώσει τους βλαχικούς πληθυσμούς απ’ την κατοχή του ΚΕΑΔ.
Εδώ πρέπει να σταθούμε και θα εντοπίσουμε την ουσία της εμφάνισης του και ποιος από πίσω κινεί τα νήματα. Στην ουσία το μικρό αλλά αρκετά προβεβλημένο αυτό σχήμα διακηρύσσει την ανατροπή των εξελίξεων. Το ΚΕΑΔ έχει κάνει λόγο για Ελληνοβλάχους οι οποίοι έχουν στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και την αυτή εθνική συνείδηση. Η Ελλάδα δε πουθενά, σε κανένα πεδίο δικαιωμάτων και παροχών, και ούτε σε καμιά χρονική περίοδο δεν τους ξεχώρισε απ’ τους υπόλοιπους πληθυσμούς ελληνικής συνείδησης. Υποστηρίζοντας την «απελευθέρωση» αυτών των πληθυσμιακών ομάδων απ’ το ΚΕΑΔ εδώ παίζεται ξεκάθαρα ένα παιχνίδι τρίτων που θέλει να αποκόψει τους Ελληνοβλάχους ακριβώς απ’ την εθνική ιδέα και συνείδηση και την κοινή πορεία με άλλες συνιστώσες της Βορειοηπειρωτικής κοινότητας.
Επί το πλείστον περιφέρουν στο δημόσιο λόγο και ευαίσθητα ζητήματα όπως αυτά κατοχύρωσης γλωσσικών διεκδικήσεων στην λειτουργική της Εκκλησίας ζωή. Εδώ το πράγμα γίνεται ξεκάθαρο ότι πρόκειται για το γνωστό παιχνίδι της ρουμανικής προπαγάνδας και όχι μόνο.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το συγκεκριμένο έλαβε μόνο 728 ψήφους και όμως συνεχίζει να δραστηριοποιείται. Ύπουλα δε και προσβλέποντας σε ενδεχόμενο κενό καθόδου του ΚΕΑΔ είχε εγγραφεί με ένα επίσης περίεργο σχήμα, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, πριν τη συμφωνία της αντιπολίτευσης για συμμετοχή στις εκλογές. Επιδίωκε στην ουσία λεία σε άδειο πεδίο, ακριβώς με την ίδια πολιτική δολιότητα όπως το Mega.
Καθόλου δε τυχαίο ότι το κέντρο του βάρους του περίεργου αυτού περιθωριακού πολιτικού φαινομένου στις περιφέρειες Αυλώνας και Φίερι. Μπορεί να μην ενοχλεί αριθμητικά αλλά είναι επικίνδυνο ως προς το περιεχόμενο του λόγου του.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Βασ. Σταματόπουλος στην ΡΗΡ: Ο Ελληνισμός της Ουγγαρίας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΜΑΛΑΣΠΙΝΑ
Ο Βασίλης Σταματόπουλος είναι Γραμματέας του «Ελληνικού Κυπριακού Ουγγρικού Συλλόγου Φιλίας, της υπό Ελλήνων ιδρυθείσης «Ορθοδόξου Ουγγρικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας Βουδαπέστης» και του Διαπολιτισμικού «Μακεδονικού Συλλόγου Βουδαπέστης».
Ένας, ακόμη, Έλληνας, από τους αναρίθμητους, που αναζήτησαν την τύχη τους στην ξενιτιά;  Όχι, ακριβώς. Ο Βασίλης Σταματόπουλος δεν ανήκει στις φουρνιές μεταναστών που πήραν το δρόμο της φυγής, τα «πέτρινα χρόνια».
Πολύ αργότερα, το 1989 αποφάσισε να «μεταναστεύσει». Αρχικά ο τουρισμός και, αργότερα, το εμπόριο τον τράβηξε στην Ουγγαρία.
Τον συναντήσαμε πρόσφατα στην Αθήνα, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.    Μας εντυπωσίασαν οι γνώσεις του γύρω από το θέμα των Ελληνοβλάχων, ένα θέμα με ιδιαίτερο εθνολογικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Είχε, μάλιστα, μαζί του και ένα βιβλίο που συνέγραψε και εξέδωσε για το θέμα, με τίτλο «Οι Μακεδονοβλάχοι  (17ος-19ος αιώνας, Έλληνες Βλάχοι στην ΚεντροΑνατολική Ευρώπη –η Αποκατάσταση της αλήθειας».
Το βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά και ουγγρικά, απαντά με πραγματικά στοιχεία σε όσους  επιχειρούν να αλλοιώσουν την ιστορική πραγματικότητα .
Για τον ελληνισμό της Ουγγαρίας λίγα πράγματα είναι γνωστά. Έτσι, η συνάντησή μας στάθηκε αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.
Ο κ. Βασίλης Σταματόπουλος.
Ο κ. Βασίλης Σταματόπουλος.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ                                                                                                                                                                                     ΡΗΡ: Κύριε Σταματόπουλε, πείτε μας, παρακαλώ, πως αποφασίσατε να εγκατασταθείτε στην Ουγγαρία;
Βασ. Σταματόπουλος: Το 1982 πρωτοπήγα στην Ουγγαρία για εκδρομή.  Εκεί γνωρίστηκα με το εργοστάσιο HEREND που παράγει την ξακουστή χειροποίητη ουγγρική πορσελάνη. Αποφασίσαμε να πάρω την αντιπροσωπεία  για την Ελλάδα και, συγκεκριμένα, αποκλειστική αντιπρόσωπος ανέλαβε η μητέρα μου Ευαγγελία Σταματοπούλου.
Άρχισα να συνεργάζομαι με το τότε καθεστώς, το Κομμουνιστικό, που ήθελε να συνεργάζεται μόνον με «δεξιούς»,  για να κρατάνε τα μυστικά τους!  Για όποιο λόγο, η συνεργασία μας ήταν καλή. Εκτός από τις πορσελάνες φέρναμε τρόφιμα, ζωντανό σαλιγκάρι, και το διοχετεύαμε σε εταιρίες εδώ στην Ελλάδα.
Μετά τις αλλαγές του πολιτειακού καθεστώτος, το 1989, αποφασίζουμε να μετακομίσουμε οικογενειακώς  στην Ουγγαρία και να αναπτύξουμε από εκεί την εμπορική μας δραστηριότητα. Έτσι αρχίσαμε να κάνουμε εμείς εισαγωγές από την Ελλάδα. Αναπτύξαμε ένα δίκτυο  διανομής ελληνικών προϊόντων και ποτών σε όλη την Ουγγαρία. Είμαστε οι πρώτοι που δραστηριοποιηθήκαμε σ΄  αυτόν τον τομέα.
ΡΗΡ: Φαντάζομαι η εμπορική σας δραστηριότητα σας έφερε σε επαφή με τους Έλληνες της Ουγγαρίας;
Βασ. Σταματόπουλος:  Πράγματι, εκείνη την εποχή γνωρίζομαι  με τον Έλληνα πρέσβη κ. Γιάννη Δρακουλαράκο. Είναι η πρώτη φορά που ανοίγουν οι πόρτες της Πρεσβείας σε όλους τους Έλληνες που βρίσκονται στην Ουγγαρία από την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου.
ΡΗΡ: Είχαμε και πριν απ΄ αυτούς ελληνισμό στην Ουγγαρία, ναι;
Βασ. Σταματόπουλος: Βέβαια. Εκεί υπήρχαν οι Έλληνες που είχαν γράψει ιστορία, της πρώτης διασποράς.16ου μέχρι και 19ου αιώνα. Μετά, όμως,  ουγγροποιήθηκαν, χάθηκαν. Οι άλλοι Έλληνες που υπήρχαν όταν έφτασα εγώ στην Ουγγαρία, ήταν οι Έλληνες που είχαν φθάσει  μετά τον Εμφύλιο. Περίπου γύρω στις 3.500 Ελληνες, όταν πήγα εγώ.
Πολλοί από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα επί Παπανδρέου, όταν αργότερα τους έδωσε συντάξεις.
ΡΗΡ: Τους επισκεφθήκατε; Πήγατε στα ελληνικά χωριά;
Βασ. Σταματόπουλος: Ναι, είχα την τύχη να παρευρίσκομαι στο πλευρό του Έλληνα πρέσβη στο χωριό Μπελογιάννης κατά την παρθενική επίσκεψη Έλληνα αξιωματούχου, την περίοδο που πρόεδρος ήταν ο Ζήσης Βλαχόπουλος.
ΡΗΡ: Πως σας υποδέχθηκαν;
Βασ. Σταματόπουλος: Στην πρώτη αυτή συνάντηση θυμάμαι τη ζεστή  ατμόσφαιρα και τη συγκίνηση του διοικητικού συμβουλίου της κοινότητας. Θυμάμαι μας εξήγησαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν μετά τις πολιτικές αλλαγές στην Ουγγαρία και επίσης θυμάμαι κάποια από τα αιτήματά τους που ήταν η επέκταση του μέτρου για τις συντάξεις, η αποστολή δασκάλου στο σχολείο, μία ελληνική σημαία για τις επίσημες γιορτές του χωριού και άλλα μικρότερα θέματα…
ΡΗΡ: Σας ζήτησαν ελληνική σημαία;
Βασ. Σταματόπουλος: Ναι, σημαία. Α, θυμάμαι καθώς βγαίναμε από το δημαρχείο, μας πλησίασε μία ομάδα ηλικιωμένων, ανδρών και γυναικών, και μας ζήτησαν αν είναι δυνατόν να εφοδιάσουμε το χωριό και με μια καμπάνα!
 ΡΗΡ: Δεν είχε καμπάνα το χωριό;
Βας. Σταματόπουλος: Ούτε καμπάνα ούτε εκκλησιά είχαν! Ήταν το μόνο χωριό στην Ουγγαρία που δεν είχε εκκλησία κανενός δόγματος, καθώς κτίστηκε από Έλληνες  πολιτικούς πρόσφυγες και η θρησκεία εκείνη την εποχή ήταν υπό απαγόρευση…  Τώρα ήθελαν μια καμπάνα να χτυπά πένθιμα στις κηδείες.  Θυμάμαι όταν τους πήγαμε τη σημαία με βελούδινο ιστό, δημιουργήθηκαν αντιδράσεις όταν είδαν στην κορυφή του ιστού τον σταυρό. Το μισό διοικητικό συμβούλιο ζήτησε να αφαιρέσουμε το σταυρό!
ΡΗΡ: Και τι κάνατε;
Βας. Σταματόπουλος: Ο πρέσβης και εγώ επιμέναμε ότι ελληνική σημαία χωρίς σταυρό στην κορυφή του ιστού δεν γίνεται. Τελικά υποχώρησαν και τη δέχτηκαν και αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο σταυρός έμπαινε στο χωριό Μπελογιάννης! Μετά από λίγο καιρό,  στις 15 Ιουνίου 1995,  γίνεται η αναγνώριση  της ορθόδοξης Εξαρχίας  του οικουμενικού πατριαρχείου Ουγγαρίας και Μεσευρώπης, ο Μακαριστός Μιχαήλ Στάικος ο οποίος από την πρώτη στιγμή διαπιστώνει την έλλειψη χώρου  για τις θρησκευτικές ανάγκες και με χορηγό τον Κωνσταντίνο  Δαφέρμο σε χώρο που παραχώρησε το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού χτίζει το Ναό των Αγίων Δημητρίου και Κωνσταντίνου και Ελένης.
ΡΗΡ: Ενδιαφέρουσα ιστορία… Άλλες πόλεις με Ελληνισμό επισκεφθήκατε;
Βας. Σταματόπουλος: μαζί με τον πρέσβη Δρακουλαράκο, επισκεφτήκαμε και τις άλλες πόλεις  που υπήρξε  ελληνισμός κατά τον 17-19ο αιώνα μεταξύ των οποίων, το Μιλσκότς, το Βάτς, το Τοκάϊ, ο Άγιος Ανδρέας και το Κέτσεμετ.
ΡΗΡ: Με τους Βλάχους πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε;
Βας. Σταματόπουλος:  Ν α σας πω, σε ένα από τα ταξίδια μου στο Μίσκόλτς παρατηρώ για πρώτη φορά στην ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία την επιγραφή: …εκ Μακεδονίας Βλάχων αδελφών…» και αργότερα στα πρακτικά της ελληνικής κοινότητας της Πρέστης τη λέξη «Μακεδονοβλάχων». Αυτή, λοιπόν, είναι η αφετηρία μιας ατέλειωτης διαδρομής στην ιστορία προκειμένου να μάθω ποιοι είναι οι Μακεδονοβλάχοι και οι Βλάχοι. Βλέπετε εγώ γεννήθηκα στην Πάτρα και ο πατέρας μου ήταν από ένα μικρό χωριό της επαρχίας Καλαβρύτων, τη Σκοτάνη (Κόκοβα) και οι γνώσεις μου για το θέμα ήταν απειροελάχιστες έως ανύπαρκτες…
Η γνωριμία μου με τους Ουγγρούς  μου φανέρωσε ότι ο πολύς ο κόσμος δεν γνωρίζει την ιστορική παρουσία των Ελληνοβλάχων στην Ουγγαρία οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αστική ανάπτυξη των πόλεών τους.
Γι αυτό με τον «Ελληνο-Κυπριακό-Ουγγρικό Σύλλογο φιλίας»,  αποφασίζουμε το 2009 να πραγματοποιήσουμε μια Έκθεση μνήμης στο ιστορικό Μουσείο της Βουδαπέστης με τίτλο: Ελληνική κληρονομιά. Η Ελληνική Ορθόδοξος Διασπορά στην ουγγαρία 17ος -19ος αιώνας.
ΡΗΡ: Γιατί αναλάβατε άτυπα να αποκαταστήσετε την αλήθεια για τους Ελληνοβλάχους;
Βασ. Σταματόπουλος: Η γνωριμία μου εκτός των άλλων με τον αξιόλογο Νικόλαο Μέρτζο, Βλάχο στην καταγωγή, πρόεδρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, δημιούργησε την εθνική ευθύνη σε μένα και το γιό μου Ανδρέα να υπερασπιστούμε στη χώρα που μας φιλοξενούσε τους Ελληνοβλάχους από τη ρουμανική προπαγάνδα, η οποία ακόμη και σήμερα δημιουργεί προβλήματα με το να πληροφορεί ψευδώς τους Ούγγρους ότι όλοι οι μεγάλοι Βλάχοι ευεργέτες της Ελλάδος της Ουγγαρίας και της Αυστρίας  είναι Ρουμάνοι, όπως οι οικογένειες Σίνα, Δούμπα, Γκίκα, Κάπρα, Μάνου, Ντέρρα, Λύκα, Ζάπα και πολλές άλλες.
PHP: Είπατε συγγράψατε βιβλίο;
Βασ. Σταματόπουλος. Ναι. Το Βιβλίο μου έχει τίτλο:  «Οι Μακεδονοβλάχοι (17ος-19ος αι.) Έλληνες  Βλάχοι στην Κεντροανατολική Ευρώπη η αποκατάσταση της αλήθειας». Και κάνει ακριβώς αυτό που λέει. Εξιστορεί την ιστορία, παρουσιάζει την προέλευση των Βλάχων ή των Μακεδονοβλάχων της Ελλάδος, τις διαφορές που έχουν με τους Ρουμανοβλάχους  και την ιστορική παρουσία τους  στον Βαλκανικό χώρο, στην Αυστροουγγαρίας και ιδιαίτερα την Ουγγαρία.
ΡΗΡ: Πως το επιτυγχάνετε, με τι στοιχεία;
Βασ. Σταματόπουλος: Εκτός των άλλων, θα σας αναφέρω τι γράφει ο κορυφαίος Ρουμάνος ιστορικός του πανεπιστημίου του ιασίου Νικολάε Γιόργκα στο σύγγραμμά  του «ιστορία του Ρουμάνικου λαού». «Το Κουτσοβλάχιο ιδίωμα με μεγάλη δυσκολία  ή καθόλου δεν το καταλαβαίνουν οι Ρουμάνοι.  Οι δύο διάλεκτοι φαίνονται σαν δύο ολότελα διαφορετικές γλώσσες. Ρουμάνος από το Βουκουρέστι δεν μπορεί να συννενοηθεί με Έλληνα Κουτσοβλάχο της Μακεδονίας. Οι πλούσιοι και μορφωμένοι θεωρούν τον εαυτό τους Έλληνα. Για τους αγαθούς εκείνους ανθρώπους η Ρουμάνικη γλώσσα είναι σχεδόν ξένη και μαθαίνεται μόνο στα σχολεία».
ΡΗΡ: Βεβαίως το λεγόμενο «Κουτσοβλαχικό ζήτημα» της Μακεδονίας που δημιουργήθηκε με την τεχνική της προπαγάνδας εκ μέρους των Ρουμάνων, δεν μπορούμε να το αναλύσουμε εδώ. Θα πρέπει κανείς να διαβάσει το βιβλίο σας. Ωστόσο, οι Ελληνοβλάχοι έχουν προσφέρει σημαντικά στην Ελλάδα. Έτσι δεν είναι;
Βασ. Σταματόπουλος: Ασφαλώς. Την αναγνώριση της προσφοράς των Ελληνοβλάχων ομολογεί και ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Αυστρίας Αρσένιος ο οποίο κάνει λόγο σε παλαιότερη επιστολή του με αφορμή το βιβλίο μου, ότι «Εις την Επαρχίαν ημών είναι εγνωσμένο το ένδοξον παρελθόν \και η συνεχής παρουσία των Ρωμιών Βλαχικής καταγωγής  και η συνεργασία αυτών μετά της  Μητρός Εκκλησίας, δια την προκοπήν του Γένους  ήτο πάντοτε σημείο αναφοράς και απόδειξις αυθεντικότητας».
ΡΗΡ: Πρόκοψαν, όπως οι περισσότεροι Απόδημοι, οι Έλληνες στην Ουγγαρία;
Βασ. Σταματόπουλος: Τη διαχρονική όσο και δημιουργική παρουσία του ελληνισμού στην Ουγγαρία διαμέσου των αιώνων, συμβολίζει το «Μνημείο του Ελληνισμού» προς τιμή των Ελλήνων (Γραικών και Βλάχων), Κυπρίων που κατοικούσαν κατά τον 17ο-19ο αιώνα, στην Πέστη και στη Βούδα. Το Μνημείο βρίσκεται  σε περίοπτη θέση στην ουγγρική πρωτεύουσα μπροστά από τον ιστορικό Ελληνικό ορθόδοξο Ναό της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» στην πλατεία Petofi δίπλα στο Δούναβη.

Και βεβαίως έχουμε τις τεράστιες δωρεές των Ελλήνων και των Ελληνοβλάχων προς την Ελλάδα, του Ζάππα, του  Σίνα  κλπ.
 ΡΗΡ: Σας ευχαριστώ!

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Οι Συνοικισμοί των Μοναστηριωτών στη Φλώρινα

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης

Οι κάτοικοι της Φλώρινας και του Μοναστηρίου είχαν πάντα καλές σχέσεις, καθώς η απόσταση που τους χωρίζει είναι μικρή. Και οι δυο πόλεις χτίστηκαν δίπλα στις αρχαίες πόλεις, όταν αυτές καταστράφηκαν. Το Μοναστήρι χτίστηκε δίπλα στην αρχαία Ηράκλεια, σε ένα τόπο όπου υπήρχε ένα μεγάλο μοναστήρι και ο τεράστιος ναός της Παναγίας της Πελαγονίτισσας. Ένας ποταμός, ο Υδραγόρας, έρεε κοντά στο μοναστήρι, όπου οι καλόγεροι είχαν πολλούς νερόμυλους, και από το άλεσμα των γεννημάτων συντηρούσαν την μονή. 

Σε αυτόν τον τόπο ιδρύθηκε η νέα πόλη και πήρε το όνομα Μοναστήρι, από την μονή της Παναγίας της Πελαγονίτισσας. Αργότερα Σέρβοι και Βούλγαροι κατοίκησαν στην πόλη μαζί με του Έλληνες. Οι πληθυσμοί αυτοί ονόμασαν το Μοναστήρι, «Όμπιτελ», που σημαίνει «μοναστήρι» στα μεσαιωνικά σλάβικα. Από την λέξη «Όμπιτελ» βγαίνει η ονομασία «Μπίτολα», που είναι η σημερινή επίσημη ονομασία της πόλης.

Μετά την κατάληψη της πόλης από τους τούρκους, το 1385, όλοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκτοπίστηκαν έξω από την πόλη και σε αυτή κατοίκησαν Τούρκοι. Ο ναός και η μονή καταστράφηκαν από ισχυρότατο σεισμό και δεν οικοδομήθηκαν πάλι, καθώς οι Τούρκοι δεν τους το επέτρεψαν. Πολύ αργότερα οι Τούρκοι επέτρεψαν στους χριστιανούς να κατοικήσουν στο κέντρο της πόλης. Το Μοναστήρι άρχισε να αναπτύσσεται, καθώς έγινε στρατιωτικό, διοικητικό και εμπορικό κέντρο.

Λίγο πριν το 1800, έφτασαν στο Μοναστήρι πολλοί ελληνόβλαχοι από την Βόρειο Ήπειρο. Όλοι ήταν Μοσχοπολίτες, που άφησαν πίσω τα ερείπια της κατεστραμμένης από τους αλβανούς Μοσχόπολης και ήρθαν να κατοικήσουν στην πόλη και στα χωριά του Μοναστηρίου. Οι Μοσχοπολίτες είχαν ελληνική παιδεία, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τις τέχνες και την επεξεργασία του μαλλιού. Με την άφιξή τους άλλαξαν πολλά στην περιοχή του Μοναστηρίου. 

Η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα του Μοναστηρίου, από τα μέσα του 19ου αιώνα γίνεται όλο και πιο δραστήρια, καθώς οι περισσότεροι ήταν έμποροι και τεχνίτες. Τότε ξυπνά και η εθνική ιδέα, και το 1859, ιδρύουν τον εθνικό σύλλογο «Καζίνο», αλλά οι τουρκιές αρχές τον απαγόρευσαν και εξόρισαν τα μέλη του. Ο ελληνισμός όμως συνέχισε να αγωνίζεται και να αφυπνίζεται ιδρύοντας θαυμαστά σχολεία, αθλητικούς συλλόγους, θεατρικό σύλλογο, φιλαρμονική, φιλόπτωχες αδελφότητες, ναό και το ελληνικό νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Αργότερα στο Μοναστήρι λειτούργησε και ελληνικό τυπογραφείο και η ελληνική εφημερίδα «Φως». Η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα Μοναστηρίου ήταν πολύ ψηλά σε σχέση με τις άλλες κοινότητες της πόλης.

Και όταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 έθεσαν τα νέα σύνορα τής περιοχής, το Μοναστήρι βρέθηκε στην μεριά της Σερβίας. Πολλοί Μοναστηριώτες ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ οι περισσότεροι περίμεναν τις εξελίξεις, έχοντας την ελπίδα ότι το Μοναστήρι θα γινόταν ελληνικό. Οι Σέρβοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία· η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε να ομιλείται σε δημόσιους χώρους και στους δρόμους. Ήταν παραμονές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και οι περισσότεροι προσπαθούσαν να φύγουν στην Ελλάδα. Όμως οι σερβικές Αρχές δεν τους έδιναν διαβατήρια. Το 1915 έφτασε ο πόλεμος και στα μέρη μας. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Μοναστήρι και εξόρισαν στην Βουλγαρία πολλούς ελληνόβλαχους από τα χωριά. Εκεί, μέσα στα παγωμένα νερά τους ανάγκαζαν να εργάζονται και να επεξεργάζονται το μαλλί, όλη την ημέρα. Όταν ο πόλεμος τελείωσε όλοι οι εξόριστοι ήρθαν και κατοίκησαν στην Φλώρινα. Οι περισσότεροι Μοναστηριώτες ήρθαν στην Φλώρινα, όταν ο γαλλικός στρατός έσπασε τις βουλγάρικες γραμμές. Τότε οι Μοναστηριώτες βρήκαν την ευκαιρία και πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν στην Φλώρινα. Ήταν την περίοδο 1917-18.

Η παρουσία των Μοναστηριωτών προσφύγων, που άρχισε στο τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και κορυφώθηκε στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου δημιούργησε πολλά προβλήματα, καθώς ο Δήμος Φλώρινας είχε αναλάβει την σίτισή τους και την στέγασή τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν αφήσει πίσω τους τα ερείπια των σπιτιών τους και προσπαθούσαν να βολευτούν με κάθε τρόπο στην Φλώρινα. Οι πλούσιοι Μοναστηριώτες έφυγαν στην Θεσσαλονίκη και οι υπόλοιποι περίπου 500 οικογένειες έμειναν στην Φλώρινα. Όσοι είχαν χρήματα και είχαν αποφασίσει να μείνουν στην Φλώρινα αγόρασαν σπίτια στο κέντρο της πόλης. Οι υπόλοιποι στεγάζονταν πολλοί μαζί σε δωμάτια σπιτιών. Πολλοί Μοναστηριώτες επέστρεψαν στο Μοναστήρι, επειδή δεν ήθελαν να επιστρατευτούν και να σταλούν στην Μικρά Ασία. 

Κέρδισε η Φλώρινα από την εγκατάσταση των Μοναστηριωτών, καθώς αυτοί ήταν φορείς της αστικής κουλτούρας, την ελληνικής παιδείας και τα επαγγέλματά τους ήταν αστικά. Οι περισσότεροι άνοιξαν καταστήματα και ασχολήθηκαν με τις τέχνες και το εμπόριο. Πολλοί ήταν οι σπουδαγμένοι και εργάστηκαν σε δημόσιες υπηρεσίες και άλλοι στην εκπαίδευση. Όταν έκλεισε το γυμνάσιο Μοναστηρίου, οι καθηγητές του ίδρυσαν το Γυμνάσιο Αρρένων Φλωρίνης, το 1914. Αλλά και η πρώτη τοπική εφημερίδα «Νέα Φλώρινα», κυκλοφόρησε, το 1914, από τον τυπογράφο – δημοσιογράφο, Δημήτριο Τσώγκο, πρόσφυγα από το Μοναστήρι.

Το στεγαστικό όμως παρέμενε το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους πρόσφυγες από το Μοναστήρι, ακόμη και όταν έφυγαν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Μοναστηριώτες ισχυρίζονταν ότι το ελληνικό κράτος είχε λάβει αποζημίωση για την ομηρία και τα καταναγκαστικά έργα, από την ηττημένη Βουλγαρία, και όφειλε με αυτά τα χρήματα το κράτος να λύσει το στεγαστικό πρόβλημα. Οι υποσχέσεις ήταν πολλές. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος υπουργός έδινε υποσχέσεις, χωρίς όμως αυτές να υλοποιηθούν. 

Κάποτε όμως άρχισαν οι εργασίες και χτίστηκε ο Πρώτος Συνοικισμός Μοναστηριωτών στην περιοχή του Πολιτιστικού Κέντρου. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 14 Μαΐου 1931, την ίδια ημέρα με τα εγκαίνια του σιδηροδρομικού σταθμού Φλώρινας. Στη θεμελίωση του συνοικισμού παραβρέθηκε ο Γενικός Διοικητής Μακεδονία, κύριος Γονατάς και ο Παύλος Καλλιγάς, Γενικός Γραμματέας, και πρώην Νομάρχης Φλώρινας. Συνολικά χτίστηκαν 20 σπίτια.

Στην οδό Παύλου Καλλιγά, αναβαίνοντας από τα αριστερά έμεναν ο Γεώργιος Τσάπανος και ο γιος του Σοφοκλής, υπάλληλος τραπέζης, ο Νικόλαος Γκεζίτης, καφετζής, ο Κώστας Μορένας, τσαγκάρης, ο Ευάγγελος Αδάμ, βιβλιοδέτης, ο Γεώργιος Κουτσουμηνάς, μανάβης. Αρχίζοντας πάλι από κάτω, από την δεξιά μεριά έμεναν τα αδέλφια, Δόμνα, γυμνάστρια, Πανδώρα, Ζήσης, υπάλληλος, Αλκιβιάδης Κουσουρέτας, ο Βύρων Τσάπανος, μαραγκός, Αθανάσιος Θίας, που μετά το σπίτι αυτό το αγόρασε η Ελεονώρα Μπέσσα, ο Χρήστος Κίττας, δερματοπώλης, και τέλος ο Κλεάνθης Χάτζιος, μικροπωλητής, που πουλούσε κεκάκια (γλυκίσματα) στους δρόμους, και ο αδελφός του Θωμάς Χάτζιος, έμπορος υφασμάτων στο ίδιο σπίτι.

Στην οδό Κανάρη, ανεβαίνοντας από την αριστερή μεριά έμενε τα αδέλφια Αναστάσιος, Θωμάς και Ελευθερία Μπέλη, ο Γεώργιος Σιέμπης, ψιλικατζής, ο Γεώργιος Μπέλης, περιπτεράς, ο Αγγελής Ιωάννου, και η Πανδώρα Μπουτζάγια. Αρχίζοντας πάλι από κάτω στην δεξιά μεριά έμενε ο τσαγκάρης Πάντας και αργότερα το σπίτι αυτό το αγόρασε ο δάσκαλος Αθανάσιος Σιδέρης, ο Ευριπίδης Κατζιάς, υπάλληλος νομαρχίας, η Πολυτίμη Νικοκάβουρα, ο Αναστάσιος Τσάπανος, δάσκαλος, και τέλος οι αδελφοί Αθανάσιος και Γρηγόριος Καλυβιάνου, καφετζήδες. 

Λίγο αργότερα χτίστηκε και ο Δεύτερος Συνοικισμός Μοναστήριωτών, με 32 σπίτια, ανάμεσα από τον Πρώτο συνοικισμό και το Νοσοκομείο. Στην οδό Ανδρούτσου, αναβαίνοντας δεξιά έμεναν, ο Λάκης Βυσάρης, ζωέμπορος, ο Βασίλης Δένδρου, ζωέμπορος, και ο Μιχαήλ Ταπίνας, ζωέμπορος. Από την άλλη μεριά έμεναν ο Πέτρος Πιτόσκας, η Πηνελόπη Κοντογιάννη, ο Αλέξανδρος (αγνώστου επωνύμου), ο Σάββας (αγνώστου επωνύμου), ψιλικατζής, η Σεβαστή Ζώγια και ο Κώστας Τσάντης, μανάβης.

Αντώνιος Ζώης (1869-1941)
Μακεδονομάχος, οπλαρχηγός από
το Μοναστήρι
Στην οδό Ηράκλειας, από την δεξιά μεριά και προς τα πάνω, έμεναν η Βιργινία Τάχου, η Αφροδίτη Κετσετζή, η Σοφία Σαρρή, η Ζαχαρούλα Σαπουντζή, ο Θωμάς Τικφέσης, μαραγκός, και ο Καπετάν Αντώνης Ζώης. Ο Καπετάν Αντώνης, Μακεδονομάχος, το 1912 ελευθέρωσε το Μορίχοβο, αλλά ανταλλάχτηκε με τον κάμπο της Φλώρινας, που είχαν καταλάβει οι σέρβοι. Η πατρίς ευγνωμονούσα του παραχώρησε ένα προσφυγικό σπίτι και μια δουλειά παιδονόμου στον Δήμο Φλώρινας. Ο Καπετάν Αντώνης Ζώης ήταν ένας τίμιος, απλός και ήσυχος άνθρωπος, αγαπητός από την κοινωνία της Φλώρινας. Έζησε ήσυχα στην πόλη μας, μέχρι το 1941, που αυτοκτόνησε με το πιστόλι του, σε μεγάλη ηλικία, μόλις εισέβαλαν τα γερμανικά στρατεύματα. Η προτομή του βρίσκεται στον Νέο Δρόμο. 

Στην οδό Ηράκλειας από την αριστερή μεριά έμεναν η Βασιλική Παπαπέτρου, η Δόμνα Κυριαζή, η Αναστασία Μηνά, η Βιργινία Τσούκα, ο Νικόλαος Σιδέρης, ζωέμπορος, ο Τζιώτζιας Τσάπανος, που πουλούσε κάρβουνα, ο Μιχάλης (αγνώστου επωνύμου), και η Κασσιανή Βαραδίνη.

Στην οδό Σαλαμίνος, από την δεξιά μεριά έμεναν η Ευτέρπη Πλατή, η Παρασκευή Καραμηνά, και ο Ιωαννίδης. Από την αριστερή μεριά έμεναν η Ρούλη Ζιώγου, η Ερμιόνη Λαναρά, η Νεράντζια Νικολαϊδου, η Ζίτσα (αγνώστου επωνύμου), η Ντίνα (αγνώστου επωνύμου) και η Αθηνά (αγνώστου επωνύμου). Χαρακτηριστικό του Δεύτερου Συνοικισμού Μοναστηριωτών ήταν ότι οι περισσότερες που κατοικούσαν εκεί ήταν χήρες και ζούσαν με τα παιδιά τους.

Ο Τρίτος Συνοικισμός χτίστηκε στην πλαγιά, πάνω από τον ναό της Αγίας Παρασκευής. Ο θεμέλιος λίθος που τοποθετήθηκε, ο οποίος υπάρχει και σήμερα και αναφέρει τα παρακάτω: «Επί Πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, Γενικού Γραμματέα Μακεδονίας Φιλίππου Δραγούμη, Νομάρχη Φλωρίνης Στέφανου Πέτρουλα, ετέθη ο θεμέλιος λίθος την 22α Οκτωβρίου 1933». Ο συνοικισμός τελείωσε περίπου το 1935 και 86 σπίτια του άρχισαν να κατοικούνται. Τότε ο συνοικισμός βρισκόταν έξω από την πόλη, σε έρημη περιοχή και μόνο το στρατόπεδο υπήρχε σε αυτή την περιοχή.

Οι Μοναστηριώτες με την κλασσική παιδεία τους ονόμασαν τις οδούς του συνοικισμού με αρχαία ελληνικά ονόματα. Στο κέντρο η πλατεία Πλάτωνος και κάτω η οδός Ελένης Δημητρίου. Στα ενδιάμεσα η οδός Αγίας Παρασκευής και κάθετα οι οδοί Θεμιστοκλέους και Ομήρου. Πάνω από την πλατεία η οδός Σοφοκλέους και κάθετα οι οδοί Πελοπίδα και Περικλέους.

Αρχίζοντας από γωνία της οδού Ελένης Δημητρίου και Θεμιστοκλέους, ήταν το σπίτι του Δημήτριου Κυριαζή, Καρίντη, Πέτρου Λαζαρίδη, και στην γωνία του Νικόλαου Σαράντη. Προς τα πάνω επί της οδού Αγίας Παρασκευής ήταν του Ευάγγελου Μουρτζίλα, του Χαράλαμπου Σμυρνιού και του Κάπτση. Πιο πάνω στην οδό Σοφοκλέους ήταν του Βασίλειου Κοντογιάννη, Αθανάσιου Κόγια, Λεωνίδα Τσώκα και στην γωνία του Αντώνιου Ταλιαδώρου. Πιο πάνω επί της οδού Πελοπίδα ήταν του Νικόλαου Κούκα, Ηλία Σαράφη, Ευανθίας Ταχούλα, Πέτρου Βατσινάρη, Δημήτριου Μπακούλη και τέλος του Πέτρου Δερβένη. Απέναντι του Ηλία Σταμπουλή, Δημήτριου Μηλώση, Ευάγγελου Γιαννάκη, Πέτρου Κυριαζή, Δημήτριου Τζάκα, και στην γωνία στην πλατεία του Αθανάσιου Παραφέστα. Επί της οδού Σοφοκλέους ήτα του Γιαννούλη, άγνωστου, Βασιλική Γιαννακίδου, Γεωργίου Μπασιακούλη, και στην γωνία του Δημητρίου Δαφίνη. Επί της οδού Περικλέους ήταν το σπίτι του Θεόδωρου Αδάμ και στην συνέχεια τέσσερα μικρά σπίτια που έμεναν γέροι, όπως και στην απέναντι μεριά της ίδιας οδού ήταν άλλα τρία μικρά σπίτι και τέλος το σπίτι του Μπράνκου Πέτρου. Απέναντι επί της οδού Αγίας Παρασκευής ήταν το σπίτι κάποιου Γιάννη μανάβη, Ευθυμίου, αγνώστου, αγνώστου, Μιχάλη Ζέρβα, Νικόλαου Γεράση, αγνώστου, Τάβη Μιχαηλίδη, αγνώστου, Γεωργίου Αδάμ, Θεόδωρου Κουτουράτσα, Θεόδωρου Αντωνίου, αγνώστου, Ζιούλη, Χρήστου Διαμαντή, Κώστα Φωτιάδη, Αντώνιου Νάιδου, και στην γωνία της οδού Ομήρου και Ελένης Δημητρίου, ο Νικόλαος Χρυσικός. Στην άλλη γωνία και με πρόσοψη και στην οδό Ελένης Δημητρίου και την οδό Αγία Παρασκευής ήταν το σπίτι του Ιωάννη Πασαμέα (Μικρασιάτη), Στράτου Καραγιαννόπουλου (Μικρασιάτη), Σάντα, αγνώστου, Βασιλείου, Τήρκα, Πέπε Πούπλη, και στην γωνία της οδού Θεμιστοκλέους η Μαριάνθη Τσάντη. Στην άλλη γωνία της οδού Αγίας Παρασκευής ήταν το σπίτι του Αναστάσιου Δημητσόπουλου, του Νικόλαου Τσορλάκη, του Πέτρου Τσουρίλα, αγνώστου, και στην γωνία του Αριστείδη Χατζηστεφάνου. Στην άλλη γωνία της οδού Ομήρου ήταν το σπίτι του Γεωργίου Παρίση, Πέτρου Καραφύλλη, Αλκιβιάδη Ζησίδη και στην γωνία του Πέτρου Ιωάννου. Στην γωνία στην πλατεία Πλάτωνος ήταν το σπίτι του Κωστόπουλου, του Δημήτριου Φολίδη, της Αρτεμισίας Πιπερίδη και τέλος του Μανόλη Κοζάρη.

Ο Τέταρτος Συνοικισμός Μοναστηριωτών, όπου κατοίκησαν και λίγοι Βορειοηπειρώτες ήταν κοντά στο Εθνικό Οικοτροφείο. Χτίστηκαν 16 σπίτια και κατοικήθηκαν από τον Ιούλιο του 1936 μέχρι το 1938. Στην οδό Σπηλιάδου έμενε η Μαριόνκα Ρωσίδου, δίπλα ο Βορειοηπειρώτης Δήμου, ξυλοκόπος, όπου σήμερα και τα γραφεία του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου, ο Απόστολος Μποζίνης, βαρελάς, και στην γωνία στην οδό Καραβίτη ο Αθανάσιος Σβάρνας. Δίπλα επί της οδού Καραβίτη έμεναν σε διπλό σπίτι ο Θωμάς Ιωαννίδης, τσαγκάρης και ο Αθανάσιος Ρεσέγκος, φοροτεχνικός. Στο αδιέξοδο δρομάκι έμεναν ο Νικόλαος Νικολαϊδης, τσαγκάρης, και ο Αναστάσιος Κώττας, τσαγκάρης σε ένα διπλό σπίτι. Στην γωνία η Όλγα Αδάμ και η Δόμνα (Ντονίτσα) Στογιάνου, μοδίστρα, σε διπλό σπίτι. Στην γωνία Καραβίτη και Ολυμπιάδος η Μαριγώ Γούτση - Υφαντή και ο Πέτρος (αγνώστου επωνύμου), μανάβης, σε διπλό σπίτι. Και δίπλα επί της Ολυμπιάδος έμεναν ο Λεωνίδας Τσούρης, αυτοκινητιστής, Βορειοηπειρώτης και ο Αλέκος Κυριαζής, Βορειοηπειρώτης. 

Αυτοί ήταν οι Συνοικισμοί των Μοναστηριωτών, με τα προσφυγικά σπιτάκια του και τις αυλές τους. Τα επόμενα χρόνια πολλά σπίτια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν νέα ευρύχωρα σπίτια. Νέοι ιδιοκτήτες, νέοι άνθρωποι. Ελάχιστα παλιά σπίτια υπάρχουν που θυμίζουν την προσφυγιά, που άρχισε από το 1913 και κορυφώθηκε στο τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Οι Μοναστηριώτες έχουν τον αρχαιότερο σύλλογο της πόλης μας. Είναι ο Σύνδεσμος Μοναστηριωτών και πέριξ «Η Ελπίς», που λειτουργεί από το 1913 μέχρι σήμερα και στεγάζεται σε ιδιόκτητη αίθουσα, όπου συχνά γίνονται εκδηλώσεις.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Οι Έλληνες Βλάχοι - CILËT JANË VLLEHËT. (VLLEHËT PASARDHËS TË HELENËVE)

Ποιοί είναι οι Βλάχοι

Οι Βλάχοι δεν ήταν και δεν είναι ένας ενιαίος λαός με κάποια απώτερη κοινή καταγωγή. Είναι από της εμφανίσεώς τους λατινόφωνοι Ρωμαίοι πολίτες. Αυτό αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό τους και όχι κάποια εθνολογική καταγωγή. Κατοικούν σε όλη την Νοτιοανατολική Ευρώπη στους τόπους που συνδέονται με την οργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στις Ελληνικές Χώρες βρίσκονται κυρίως στις επαρχίες με στρατηγική σημασία σε διαβάσεις και οδικές αρτηρίες. Στα χρόνια του Βυζαντίου οι Βλάχοι της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας διακηρύσσουν το 1259 ότι είναι απόγονοι του Αχιλλέα και των αρχαίων Ελλήνων. Την ίδια περίοδο, οι Βλάχοι του Δούναβη αναμιγνύονται με Κουμάνους και Βούλγαρους μην έχοντας καμία σχέση με τους Βλάχους ούτε των ελληνικών χωρών, ούτε της Δαλματίας.

Η μερική ομοιότητα στις δυο γλώσσες οφείλεται στην άνοδο των λατινόφωνων από τον Νότο προς τον Βορρά, στην σημερινή Ρουμανία, κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δηλαδή, οι Βλάχοι Έλληνες λατινόφωνοι δεν κατέρχονται, αλλά ανέρχονται στη Δακία. 

Ο μόνος που αναφέρει διαφορετικές πληροφορίες είναι ο Αρμένιος στρατηγός Ιωάννης Κεκαυμένος, που τίθεται επικεφαλής αποτυχημένης εκστρατείας εναντίον των Βλάχων στη Θεσσαλία τον 11ο αιώνα. Ο Κεκαυμένος στο ''Στρατηγικόν'' του, χαρακτηρίζει ''άπιστον και πονηρόν γένος'' τους Βλάχους, αναφέροντας ότι είναι βάρβαροι που ήλθαν από τον Δούναβη. Τις δικές του πληροφορίες επαναλαμβάνουν αρκετοί μεταγενέστεροι χρονογράφοι. Δεν είναι όμως δυνατό να είναι έγκυρη πηγή ένας ταπεινωμένος και ηττημένος στρατηγός για τον οποίο ο μελετητής του, ο Ούγγρος ιστορικός Λ. Ταμάς, γράφει χαρακτηριστικά το 1936: ''το να θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών υπό τα γραφόμενα του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον''. Εν προκειμένω, τις απόψεις του Κεκαυμένου για κάθοδο των Βλάχων από τον Δούναβη απορρίπτουν επιφανείς Ρουμάνοι ιστορικοί όπως οι T. Papahagi, A. Sacerdoteanu, Siviu Dragomir, Cicerone Poghirc, και Petre Nasturel.

Πως προέκυψαν οι λατινόφωνοι στις ελληνικές χώρες; 

Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, το 167 π.χ, ο ντόπιος ελληνισμός χρησιμοποιείται σε δημόσιες θέσεις του ρωμαϊκού κράτους, στον στρατό, καθώς και στη φύλαξη των συνόρων από βόρειους επιδρομείς. Οι Ρωμαίοι, έχοντας μεγάλο θαυμασμό στον πολυδύναμο μακεδονικό στρατό, στρατολογούν μισθοφόρους για τη διατήρηση της τάξης στην περιοχή και της ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των βουνών. Έτσι εφαρμόζουν το σύστημα των κλεισουροφυλάκων στους οδικούς άξονες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι όλες οι εγκαταστάσεις των Βλάχων βρίσκονται στην οροσειρά της Πίνδου και στον Βαρνούντα. Έτσι λοιπόν συμπεραίνεται ότι η διαμόρφωση των Βλάχων προέρχεται από τις φρουρές τις οποίες εγκαθιστούν οι Ρωμαίοι στην Πίνδο. 
Η γλώσσα των Ρωμαίων λεγεωνάριων εξαπλώνεται από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Από τη δημώδη λατινική και την εξέλιξη της στις διάφορες χώρες διάδοσής της διαμορφώνονται οι σύγχρονες ρομανικές γλώσσες όπως η ιταλική, η ισπανική, η γαλλική, η πορτογαλική, η ελβετική, η ρουμανική, η ιστρορομανική, η μεγλενορομανική και η αρωμουνική, δηλαδή τα βλάχικα που μιλούν οι Έλληνες Βλάχοι.
Επιστημονικά, μπορούμε να δεχθούμε ότι οι σημερινοί Έλληνες Βλάχοι είναι απόγονοι Ελλήνων και Ρωμαίων αποίκων, αλλά όχι απόγονοι των εκλατινισμένων αρχικά Δακών και αργότερα, κυρίως Κουμάνων, όπως είναι οι σημερινοί Ρουμάνοι.

Οι Έλληνες Βλάχοι ως δίγλωσσοι χρησιμοποιούν ως γλώσσα της παιδείας, της Εκκλησίας, του ιδιωτικού και δημοσίου βίου τους εν γένει, την ελληνική. Στους νεότερους χρόνους το ίδιο φαινόμενο το συναντάμε στους Μακεδονοβλάχους παροίκους στη Διασπορά της Κεντροανατολικής Ευρώπης. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα στους Βλάχους από τις αλβανικές επαρχίες που έχουν κοινή καταγωγή με τους Βλάχους των ελλαδικών χωρών. Ο εκλατινισμός αρχικά και στη συνέχεια η χρήση της λατινικής από τους πληθυσμούς της Βαλκανικής διαρκεί στις ελληνικές χώρες από το 167 π.χ μέχρι περίπου το 620 μ.χ. Σημειώνεται δε ότι παραμένουν τα λατινικά η πρώτη επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ηράκλειου και του βυζαντινού στρατεύματος σε μεγάλο βαθμό μέχρι τον 10ο αιώνα.

Η βλάχικη γλώσσα

Τα βλάχικα είναι μια από τις τέσσερις ρομανικές (δηλαδή νεολατινικές) γλώσσες της Βαλκανικής λατινικής. Όταν μιλάμε για τη βλάχικη γλώσσα (νεολογισμοί: αρωμουνική, αρμάνικη, κουτσοβλαχική) στο χώρο της Νοτίου Βαλκανικής εννοούμε τα βλάχικα, δηλαδή το σύνολο των βλάχικων προφορικών διαλέκτων. Η γλώσσα αυτή παραμένει μέχρι σήμερα προφορική. Τα βλάχικα, σύμφωνα και με τους ειδικούς γλωσσολόγους, είναι το σύνολο των διαλέκτων μίας μη ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας.

Πηγή: Ανδρέας Β. Σταματόπουλος & Βασίλειος Α. Σταματόπουλος''ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΒΛΑΧΟΙ (17ος-19ος αι.). Έλληνες Βλάχοι στην Κεντροανατολική Ευρώπη. Η αποκατάσταση της αλήθειας'',Βουδαπέστη 2015

Cilët janë Vëllehët.

Vllehët nuk ishin dhe nuk janë një komb i unifikuar me një prejardhje të përbashkët.
Janë, që prej shfaqjes së tyre, qytetarë romakë latinofonë. Kjo përbën dhe karakteristikën e tyre kryesore dhe jo një prejardhje etnologjike. Banojnë në të gjithë Evropën Juglindore në vendet që lidhen me organizimin e Perandorisë Romake. Në Vendet Helene gjenden kryesisht zona me një rëndësi strategjike ku ka rrugë kryesore dhe degëzime të rëndësishme. Gjatë kohësë së Bizantit, Vllehët e Thesalisë, të Epirit dhe të Maqedonisë shpallin në vitin 1259 se janë pasardhës të Akilit dhe të Grekëve të lashtë. Në të njejtën kohë, Vllehët e Danubit ngatërrohen me Kumanë dhe Bullgarë duke mos patur asnjë lloj marrëdhënie me Vllehët e zonave helene, as të Dalmacisë.



Ngjashmëria e pjesshme në të dyja gjuhët vjen si rrjedhojë e ngjitjes së latinofonëve nga Jugu drejt Veriut, në Rumaninë e sotme, gjatë periudhës së Perandorive të Bizantit dhe asaj Osmane. Dmth, Vllehët Grekë  latinofonë nuk zbresin por ngjiten në Dhaki.


I vetmi që jep informacione të kundërta është Gjenerali Armen Joan Kekavmenos, i cili u vendos në krye të fushatës së dështuar kundër Vllehëve në Thesali në shek e 11-të. Kekavmeno-ja në “Stratigjikon” e tij, e karakterizon si “farë e pabesë dhe dinake” të Vllehëve, duke përmendur se janë barbarë që zbritën nga Danubi. Informacionet e tij  i përsëritin mjaft kronografë të mëvonshëm. Por nuk është e mundur që të jetë një burim korrekt dhe i saktë një gjeneral i përulur dhe i mundur për të cilin vetë studiuesi i tij, historiani Hungarez L. Tamaw, shkruan tekstualisht në vitin 1936: “Të duash që të qartësosh një burim informacionesh historike nga ato sa shkruan Kekavmeno-ja është sikur të përpiqesh për të pamundurën”. Në këtë rast, mendimet e Kekavmenos për zbritjen e vëllehëve nga Danubi i përjashtojnë historianë Rumunë si T Papahagi, A. Sacerdoteanu, Siviu Dragomir, Cicerone Poghirc dhe Petre Nasturel.

Si u ndodhën latinofonët në vënde greke?

Pas pushtimit të Maqedonisë nga Romakët, më 167 para Krishtit, helenizmi lokal, përdoret në postet publike të shteti romak në ushtri, si dhe në mbrojtjen e kufijëve nga sulmues veriorë (popujt veriorë)

Romakët duke pasur një admirim të madh për ushtrinë maqedonase, rënditin në rradhët e ushtrisë mercenarë për ruajtjen e rendit në zonë dhe të komunikimit të lirë në rrugët dhe kryesisht në ngushticat e maleve. Kështu praktikojnë sistemine rojeve të ngushticave dhe grykave në rrjetin rrugor të Perandorisë Romake. Është për tu theksuar gjithashtu se të gjitha vendqëndrimet e Vëllehëve gjenden në vargmalet e Pindit dhe Varnunda. Kështu pra del si konkluzion se krijimi i Vëllehëve vjen si produkt i rojeve të cilat kishin vendosur Romakët në Pind.
Gjuha e legjeonarëve Romakë shtrihet nga Uellsi dhe gadishulli Hiberik deri në Ballkan dhe në Egjipt. Nga latinishtja popullore dhe zhvillimi i saj në vende të ndryshme të përhapjes të saj krijohen gjuhët e sotme romanike si italishtja, spanjishtja, portugalishtja, helvetishtja, rumanishtja, histrorumanishtja dhe arumanishtja, dmth vllaçja që flasin Vllehët Helenë.
Shkencërisht do të mund të pranonim se Vllehët e sotëm Helenë janë pasardhës së kolonizuesve Helenë dhe Romakë, por jo pasardhës të Dakëve të latinizuar në fillim dhe më vonë kryesisht të Kumanëve, siç janë Rumunët e sotëm.

Vllehët Helenë, si dygjuhësh përdorin si gjuhë të arsimit, të Kishës të jetës private dhe publike pjesërisht, greqishten. Në vitet e mëvonëshme të njejtin fenomen e takojmë tek Maqedonovëllehët kolonë në Diasporën e Europës Lindore-qëndrore. E njejta gjë ndodh dhe sot me Vëllehët në zonat e Shqipërisë që kanë të njejtën prejardhje me Vëllehët e vendeve helene. Latinizimi në fillim dhe në vazhdimësi përdorimi i gjuhës latine nga popullatat e Ballkanit vazhdon në zonat helene nga 167 para Krishtit deri rreth 620 pas Krishtit. Shënohet këtu dhe fakti se latinishtja mbeti gjuha e parë zyrtare e Perandorisë Bizantine deri në kohën e perandorit Irakliu por dhe i ushtrisë bizantine në një masë të madhe der në shekullin e 10-të.

Gjuha Vllahe.

Vllahishtja-Vllaçja është një prej katër gjuhëve romanike (dmth neolatinike) të latinishtes Ballkanike. Kur flasim për gjuhën vllahe (neologjizma: arumane, armanike, kutsovllahe) në ambjentin e Ballkanit Jugor, nënkuptojmë vllaçen, dmth  tërësinë e dialekteve të folura vllahe. Kjo gjuhë mbetet deri më sot vetëm e folur, gojore. Vllahishtja-vllaçja, sipas specialistëve glosologë, është tërësia e dialekteve të një gjuhe të folur jo të homogjenizuar dhe jo të koduar.

Përktheu: Pelasgos

Burimi: Ανδρέας Β. Σταματόπουλος & Βασίλειος Α. Σταματόπουλος''ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΒΛΑΧΟΙ (17ος-19ος αι.). Έλληνες Βλάχοι στην Κεντροανατολική Ευρώπη. Η αποκατάσταση της αλήθειας'',Βουδαπέστη 2015



Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Η επιδίωξη της Ρουμανίας να ενταχθούν στο Αλβανικό κράτος τα Βλάχικα χωριά της Πίνδου

Μετά το πέρας του Α΄ Βαλκανικού πολέμου έπρεπε να καθοριστούν τα σύνορα των βαλκανικών κρατών με την Τουρκία. Στον καθορισμό των συνόρων είχε εμπλοκή και η Αυστρία, το κυριότερο μέλος της Αυστρο-Ουγγαρίας. Η πολιτική της Αυστρίας αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της Σερβίας από την Αδριατική, καθώς και τον αποκλεισμό της Ιταλίας από τα ανατολικά παράλια της Αδριατικής. Για το λόγο αυτό...
επιδίωκε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο αλβανικό κράτος υπό την προστασία της.

Από την άλλη μεριά η Ιταλία ήθελε να δημιουργηθεί ένα αλβανικό κράτος, το οποίο θα το χρησιμοποιούσε μελλοντικά ως προτεκτοράτο, αφενός μεν για να ελέγχει και από τις δύο πλευρές την Αδριατική και αφετέρου για να το έχει ως βάση οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια. Τα άλλα μεγάλα κράτη που εμπλέκονταν στις συζητήσεις των βαλκανικών κρατών ήταν η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Γερμανία.

Για να επιλυθεί το βαλκανικό πρόβλημα των συνόρων, πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1912 στο Λονδίνο Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη. Συγκεντρώθηκαν εκεί οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και οι αντιπροσωπείες των ενδιαφερομένων κρατών για να ληφθούν διάφορες αποφάσεις. Η Συνδιάσκεψη αυτή, υπό την προεδρία του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέυ, από την πρώτη συνεδρία της στις 3/16 Δεκεμβρίου 1912 αποφάσισε την ίδρυση αλβανικού κράτους, το οποίο ουδέποτε υπήρχε στο παρελθόν. Στη συνέχεια, το πρόβλημα που ανέκυψε ήταν ο καθορισμός των συνόρων του νέου κράτους.

Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις σχετικά με τα όρια των νέων βαλκανικών κρατών μετά τον πόλεμο κράτησαν αρκετό καιρό, διότι δεν υπήρχε συμφωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη και την Τουρκία. Η πρώτη επίσημη συνεδρίαση της Συνδιάσκεψης για τον καθορισμό των νοτίων συνόρων της Αλβανίας έγινε στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1913. Πριν όμως από αυτήν και συγκεκριμένα το μήνα Μάρτιο του ίδιου έτους η Ρουμανία με τον πρεσβευτή της στο Λονδίνο, ονόματι Μισίου, επιδίωξε να επηρεάσει τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να ενσωματωθούν στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Γράμμου. Καλύτερος φίλος και συμπαραστάτης στις απαιτήσεις της Ρουμανίας αναδείχτηκε ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης Έντουαρντ Γκρέυ, συνεπικουρούμενος και από την Ιταλία. Ευτυχώς που η Γαλλία και η Ρωσία υποστήριζαν τις θέσεις της Ελλάδας και έτσι παρέμειναν τα βλαχόφωνα χωριά στην ελληνική επικράτεια.

Με το σημερινό μας άρθρο θα φέρουμε εν συντομία στην επιφάνεια τα διπλωματικά παρασκήνια σχετικά με το παραπάνω ζήτημα, γεγονός που, αν είχε αρνητική εξέλιξη για την Ελλάδα, η περιφέρεια Γρεβενών θα βρισκόταν σήμερα ακρωτηριασμένη με τα νότια σύνορα της Αλβανίας να φθάνουν μέχρι το Βενέτικο ή τον Αλιάκμονα ποταμό. Τα περισσότερα από αυτά που αναφέρουμε στηρίζονται σε επίσημα διπλωματικά έγγραφα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στη «Ρωμουνική Βίβλο», καθώς και στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή των Ελλήνων για το θέμα αυτό (συνεδρίαση της 20 Φεβρουαρίου 1914, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, με ομιλητή τον Δημήτριο Ράλλη, βουλευτή της αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργό).

Οι παρασκηνιακές διπλωματικές ενέργειες της Ρουμανίας, τις οποίες δεν γνώριζε η Ελλάδα, έχουν ως εξής:

Στις 9)22 Μαρτίου 1913 ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας Τάκε Μαγιορέσκο, αποκαλώντας τους Κουτσόβλαχους «Ρωμούνους», απέστειλε στον πρεσβευτή της Ρουμανίας στο Λονδίνο το παρακάτω τηλεγράφημα :

«Ζητήσατε, όπως αι πολυάριθμοι Μακεδονορωμουνικαί κοινότητες της Πίνδου μεταξύ Σαμαρίνης και Μετσόβου περιληφθώσιν εις την Αλβανίαν. Επιμείνατε επί της αρχής, όπως εις όλους τους τόπους, ένθα οι Ρωμούνοι πλειονοψηφούσιν αναγνωρισθή ως γλώσσα της διοικήσεως η Ρωμουνική, καθώς και εις τας εκκλησίας και τα Ρωμουνικά σχολεία. Η γενική αύτη αρχή πρέπει ν’ αναγραφή εις το Σύνταγμα της Αλβανίας».

Ο Ρουμάνος πρεσβευτής, ενεργώντας σύμφωνα με τις εντολές του πρωθυπουργού, ζήτησε προφορικά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των πρεσβευτών όπως όλα τα βλαχόφωνα χωριά της οροσειράς της Πίνδου, καθώς και εκείνα του Γράμμου και της περιφέρειας Κορυτσάς, να περιληφθούν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Παράλληλα ζήτησε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να εγγυηθούν την αυτονομία των βλαχόφωνων κατοίκων των χωριών που επρόκειτο να ενσωματωθούν στο νέο κράτος και την κατοχύρωση της αυτονομίας αυτών με την αναγραφή στο Σύνταγμα της Αλβανίας. Ύστερα από την ενέργεια αυτή ενημέρωσε τηλεγραφικά τον πρωθυπουργό Μαγιορέσκο στις 13)26 Μαρτίου 1913. Ενδεικτικά, μνημονεύουμε την πρώτη παράγραφο του τηλεγραφήματος: «Σήμερον εν τη συνελεύσει των πρεσβευτών εζήτησα αι χώραι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών και του όρους Γράμμου μέχρι Κορυτζάς, περιλαμβάνουσαι 36 κωμοπόλεις και κώμας Ρωμουνικάς μετά πληθυσμού πλέον των 80.000 κατοίκων, περιληφθώσιν εις την Αλβανίαν».

Ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών
Έντουαρντ Γκρέυ
O Ρουμάνος πρεσβευτής δεν περιορίστηκε μόνο στην προφορική ανάπτυξη των αξιώσεων της ρουμανικής κυβέρνησης σχετικά με τα νότια σύνορα της Αλβανίας, αλλά υπέβαλε την επομένη και υπόμνημα που περιελάμβανε λεπτομερώς τις ρουμανικές βλέψεις. Το υπόμνημα αυτό, με ημερομηνία 14)27 Μαρτίου 1913, υπεβλήθη στον πρόεδρο της Συνδιάσκεψης Έντουαρντ Γκρέυ και αναφέρει τα εξής:

(α) Η ρουμανική κυβέρνηση βλέπει με ευχαρίστηση τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους και ελπίζει ότι οι εγγυήτριες Μεγάλες Δυνάμεις θα θελήσουν να συμπεριλάβουν σ’ αυτό και την εθνικότητα των πολυάριθμων Ρουμάνων (εννοεί τους Κουτσόβλαχους). Προς το σκοπό αυτό τα όρια της μέλλουσας Αλβανίας πρέπει να χαραχθούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο το κράτος αυτό να προφυλαχθεί από κάθε μελλοντικό κίνδυνο από τα γειτονικά κράτη αλλά και ο ρουμανικός πληθυσμός, ο οποίος είναι συμπαγής προς τα νοτιοανατολικά της Αλβανίας να διατηρηθεί άθικτος μέσα στα όρια του αλβανικού κράτους.

(β) Η χώρα η συμπεριλαμβανόμενη μεταξύ των πόλεων Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών και του όρους Γράμμου, κατοικείται υπό πληθυσμού κατά πλειοψηφία ρουμανικού, ο οποίος δύναται να εκτιμηθεί σε 80.000 και πλέον κατοίκων και ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε 36 κωμοπόλεις και χωριά, κυριότερα των οποίων είναι η Σαμαρίνα, η Αβδέλλα, το Περιβόλι, η Κρανιά, η Λαβανίτσα (;), το Συρράκο, η Λάιστα, η Λεσινίτσα (Βρυσοχώρι), η Μπριάζα (Δίστρατο) κ.λπ.

(γ) Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι δύο πλευρές της Πίνδου από του όρους Γράμμου μέχρι των Αγράφων κατοικούνται κατά πλειοψηφία από Ρουμάνους. Μέρος του πληθυσμού τούτου προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου. Οι Ρουμάνοι διαμαρτυρήθηκαν τότε κατά της προσαρτήσεως αυτής. Θα ήταν άδικο να επιτραπεί εκ νέου ο διαχωρισμός του συμπαγούς κορμού των Ρουμάνων και να προσαρτηθούν αυτοί σε άλλο πλην της Αλβανίας κράτος.

(δ) Η Ρουμανία είναι της γνώμης ότι η εθνικότητα αυτών θα διατηρηθεί καλλίτερα μέσα σε ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων.

(ε) Η Ρουμανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα καλλίτερα φυσικά όρια προς Νότο της Αλβανίας θα ήταν τα όρη Ζαγορίου (Μιτσικέλι και Πάπιγκο), η πεδιάδα του Ινάχου μέχρι της συμβολής αυτού μετά του ποταμού Αράχθου και των πηγών αυτού εις το όρος Ζυγός. Εντεύθεν μέχρι Μετσόβου και ακολουθούντα τα σημερινά σύνορα της Ελλάδος μέχρι του ποταμού Βενέτικου, εκείθεν μέχρι της συμβολής τούτου μετά του ποταμού Βίστριτζα (Αλιάκμονος), ακολουθούντα το ρεύμα του ποταμού τούτου μέχρι Δάρδας, Γράμμου, Κορυτσάς και εκείθεν μέχρι Πρέσπας.

(στ) Ο πληθυσμός των χωρών αυτών είναι κατά μέγα μέρος ρουμανικός, μουσουλμανικός (μωαμεθανοί Βαλαάδες) και αλβανικός με μια μειονότητα ελληνική. Για να διασωθεί η εθνική υπόσταση των Ρουμάνων των παραπάνω μερών, οι οποίοι θα περιληφθούν στην Αλβανία, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα θελήσουν ευμενώς να αναγράψουν όχι μόνο στη διεθνή συνθήκη, η οποία θα αντικαταστήσει τη Συνθήκη του Βερολίνου, αλλά και στο Σύνταγμα της Αλβανίας την αρχή, ότι στη διοίκηση όλων των μερών που πλειοψηφούν οι Ρουμάνοι καθώς και σε όλες τις εκκλησίες και τα σχολεία των Ρουμάνων η εν χρήσει γλώσσα θα είναι η Ρουμανική.

(ζ) Το νέο αλβανικό κράτος πρέπει να εγγυηθεί διοικητική, κοινοτική και κατά το δυνατόν πολιτική αυτονομία στους Ρουμάνους της Αλβανίας χωρίς να παρεμβάλλει εμπόδια στην εξουσία του Ρουμάνου θρησκευτικού αρχηγού στις περιοχές που κατοικούν οι Ρουμάνοι. Το ρουμανικό κράτος θα μπορεί, όπως και στο παρελθόν, να παρέχει επιχορηγήσεις εις τα Ρουμανικά πνευματικά ιδρύματα της Αλβανίας, άνευ ουδεμιάς παρεμποδίσεως εκ μέρους του αλβανικού κράτους.

Με το παραπάνω υπόμνημα βλέπουμε ότι η Ρουμανία επιδίωκε όπως όλα τα εδαφικά διαμερίσματα του ορεινού όγκου της Βόρειας και Νότιας Πίνδου και τα χωριά της Κορυτσάς και της Πρέσπας, στα οποία κατοικούσαν Κουτσόβλαχοι, να περιέλθουν στην Αλβανία. Επιπλέον ζητούσε αυτονομία των εν λόγω πληθυσμών και εγγυήσεις από τις Μ. Δυνάμεις.

Στην Ελλάδα η κοινή γνώμη για ιστορικούς λόγους ήθελε τα σύνορα αυτής να επεκταθούν προς Βορρά ως τον ποταμό Γενούσο ή Σκούμπη, δηλαδή να ενσωματωθεί στον κορμό της και η Βόρεια Ήπειρος. Θυμίζουμε ότι κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων τα ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τη Β. Ήπειρο και υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν από αυτή μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (4/17 Δεκεμβρίου 1913).

Για όσα συνέβαιναν στα διπλωματικά παρασκήνια εκ μέρους της Ρουμανίας σχετικά με τα νότια σύνορα της Αλβανίας η ελληνική διπλωματία είχε άγνοια και μόλις τον Απρίλιο του 1913 έλαβε γνώση και ζήτησε να παρακαθίσει με έναν αντιπρόσωπο στη Διάσκεψη, τον οποίο οι Μ. Δυνάμεις απέρριψαν. Τότε οι Έλληνες διπλωμάτες πλησίασαν τον Ρουμάνο πρεσβευτή, για να διαπιστώσουν αν μπορούσε να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση. Σε τηλεγράφημα που απέστειλε ο εν λόγω πρεσβευτής στον πρωθυπουργό του Μαγιορέσκο στις 2)15 Ιουνίου 1913 ανέφερε ότι οι Έλληνες διπλωμάτες τον ρώτησαν αν υπάρχει δυνατότητα να δεχθεί η Ρουμανία όπως οι Ρουμάνοι (Κουτσόβλαχοι) της Πίνδου προσαρτηθούν στην Ελλάδα, με την υπόσχεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα προσφέρει τις ίδιες εγγυήσεις με αυτές που ζητούσε για την Αλβανία. Η απάντηση του Μαγιορέσκο ήταν αρνητική, λέγοντας ότι «η συγχώνευση με την Αλβανία είναι η καλύτερη εγγύηση για τους Μακεδονορουμάνους, από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτόνομη Μακεδονία» και ότι «η Ρουμανία δεν δύναται να εγκαταλείψει την άποψη αυτή».

Δυστυχώς τα πράγματα για την ελληνική πλευρά ήταν δύσκολο να βελτιωθούν και η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να δημιουργήσει την κατάλληλη φιλική ατμόσφαιρα με τη Ρουμανία, προσφερόμενη να εκπληρώσει κάθε επιθυμία αυτής στο ζήτημα των Κουτσοβλάχων. Η απώλεια της Βορείου Ηπείρου ήταν πλέον γεγονός μετά την αρνητική στάση που κράτησαν έναντι των ελληνικών συμφερόντων η Ιταλία και η Αυστρία. Η ελληνική κυβέρνηση, εκτελώντας τις εντολές των Μ. Δυνάμεων, διέταξε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Βόρειο Ήπειρο, χωρίς να κατοχυρώσει πλήρως όλες οι εγγυήσεις για τον ελληνικό πληθυσμό. Τελικά, τα βλαχοχώρια της Πίνδου παρέμειναν στην ελληνική επικράτεια, πλην όμως ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να υιοθετήσει όλες τις απαιτήσεις του Μαγιορέσκο και αυτό φαίνεται από τις επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι ανωτέρω πρωθυπουργοί, οι οποίες προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913. Το αποτέλεσμα ήταν οι Κουτσόβλαχοι να αναγνωριστούν ως μειονότητα εντός του ελληνικού κράτους με το δικαίωμα να έχουν δικά τους σχολεία και εκκλησίες με δικούς τους δασκάλους και ιερείς και τα ιδρύματά τους να ελέγχονται και να υποστηρίζονται οικονομικά από τη Ρουμανία υπό την τυπική επίβλεψη του ελληνικού κράτους. 

Μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε στα Βαλκάνια και νέος καθορισμός των συνόρων. Στη Διάσκεψη των Συμμάχων στο Παρίσι, που ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά, κάποια αποκαλούμενη «Μακεδονορουμανική Εταιρεία» (μάλλον πρόκειται για δημιούργημα της ρουμανικής προπαγάνδας για συγκεκριμένο σκοπό) προσπάθησε να επηρεάσει με την υποβολή υπομνήματος τις αποφάσεις, με σκοπό να ενσωματωθούν τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου στο αλβανικό κράτος.Οι πρώτοι που αντέδρασαν συντονισμένα και δυναμικά στην ενέργεια αυτή, στις αρχές Μαρτίου του 1919, ήταν οι βλαχόφωνοι της επαρχίας Γρεβενών, οι οποίοι, εκπροσωπώντας και τα βλάχικα χωριά της Ηπείρου, απέστειλαν το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντρω Ουίλσον, στους πρωθυπουργούς Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, έπειτα από πάνδημο συλλαλητήριο που έλαβε χώρα στην πόλη των Γρεβενών, στο οποίο μίλησαν οι δικηγόροι Γεώργιος Ποντίκας και Γεώργιος Βασιλάκης. Τα ονόματα των μελών της Επιτροπής που υπογράφουν το τηλεγράφημα φαίνονται στο τέλος του κειμένου:

«Οι κάτοικοι της Πίνδου προς τους αρχηγούς των Συμμάχων»

«Οι κάτοικοι της περιφερείας της Πίνδου, λαβόντες γνώσιν του δημοσιευθέντος εν τω Παρισινώ «Χρόνω» 13)26 Φεβρουαρίου (1919) υπομνήματος της αυτοτιτλοφορούμενης Μακεδονορρουμανικής, αγνώστου ημίν, αντιπροσωπείας δήθεν ανυπάρκτων Μακεδονορρουμάνων Πίνδου, δι’ ου ζητεί αύτη, όπως η περιοχή της Πίνδου περιληφθή εις το συμπηχθησόμενον Αλβανικόν Κράτος, συνελθόντες εις πάνδημον συλλαλητήριον, αποφασίζομεν: Μετ’ αγανακτήσεως καταγγέλλομεν την ανωτέρω επιτροπήν ότι ουδένα κάτοικον της Πίνδου εκπροσωπεί, ουδ’ εντολήν παρ’ ουδενός έλαβεν.

Οι κάτοικοι της Πίνδου, απόγονοι των Κωλέττη, Σίνα, Αβέρωφ, Τοσίτσα, Στουρνάρα, Χατζηπέτρου, Ζαλοκώστα και άλλων της Ελλάδος ενδόξων τέκνων διαμαρτυρόμεθα κατά των σκοτίων ενεργειών της λεγομένης Μακεδονορρουμανικής Εταιρείας, ξένης προς τον τόπον μας, μισθάρνου οργάνου ξένης προπαγάνδας, εργαζομένης υπέρ της Αλβανίας και επιζητούσης ν’ αμφισβητήση την Ελληνικότητά μας. Διαδηλούμεν, ότι αγωνισθέντες ανέκαθεν υπέρ της Ελληνικής Ιδέας και υπέρ της δόξης και του μεγαλείου της μητρός Ελλάδος, πολεμούντες κατά των επιδρομών των βαρβάρων και απολιτίστων Αλβανών, παρ’ ων υπέστημεν απείρους δηώσεις και καταστροφάς, επί Τουρκοκρατίας, ιδία δε συμμετασχόντες κατά τον λήξαντα Εθνικόν αγώνα υπέρ της αποκαταστάσεως της Ελληνικής φυλής δι’ απάσης της στρατευομένης ημών δυνάμεως, αντιπροσωπευούσης χιλιάδας μαχητών, μετά του λοιπού τμήματος του Ελληνικού, ούτινος αποτελέσαμεν και αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα, μετ’ αποστροφής αποδοκιμάζομεν πάσαν ενέργειαν ξένων προς τον τόπον μας, προσπαθούντων να πλαστογραφήσωσιν την Ελληνικότητα της καταγωγής και των φρονημάτων μας.

Η Επιτροπή των χωρίων της Πίνδου

Γεώργιος Ποντίκας δικηγόρος, Γεώργιος Βασιλάκης δικηγόρος, Στ. Παπαποστόλου πρόεδρος της Κοινότητος Περιβολίου, Κούσιος Λαΐτσος έμπορος, Ι. Νικόλας έμπορος, Νικ. Μαλίτσας έμπορος, Δημ. Νασίκας έμπορος, Γ. Νασίκας έμπορος, Στ. Γάλικας πρόεδρος Αβδέλλης, Γ. Τσιμπουκλής πρόεδρος Αβδέλλης, Αδάμ Γάτσας πρόεδρος Σαμαρίνης, Ζήσης Βέρρος έμπορος, Σταμούλης Κυραλέος πρόεδρος Κρανιάς, Δ. Μητσιομπούνας έμπορος και Κ. Κίτσιος κτηματίας».


Χρήστος Δ. Βήττος
Υποστρατήγος ε.α. - Συγγραφέας
Πηγή: greveniotis.gr

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1422) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (253) Β Ήπειρος (239) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (61) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (45) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (24) πολιτική-politikë (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)