»
Εις ολόκληρον την μεγαλόνησον ήρχισαν να παρασκευάζονται εθελοντικά
σώματα δια την ενίσχυσιν της Επαναστάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 1914.
Πρώτον σώμα, με 220 Κρητικούς, απεβιβάσθη, μέσα Μαρτίου 1914, εις θέσιν
“Μπίβαρι”, παρά τους Αγίους Σαράντα, με γενικόν αρχηγόν τον Βουλευτήν
Σήφην Αναγνωστάκην και αρχηγούς τους Στυλιανόν Κριαράν, Γεώργιον
Αναγνωστάκην, Γρηγόρη Παπαδάκην, Στρατή Κούνδουρον και Παύλον
Δασκαλάκην. Μετ’ ολίγας ημέρας, την 25ην Μαρτίου, έφθασαν νέαι
ενισχύσεις, 160 Κρητικοί, με αρχηγούς τους Παναγιώτη Γερογιάννη,Νικόλαον
Μακαρώλη, Μαντάν, Εμμανουήλ Ποντικάκην, Μπίρη, Κωνσταντούλην και
Πατρικαλάκην.
Την 9 Απριλίου έφθασαν εις Σαγιάδα και άλλαι ενισχύσεις, 120
Κρητικοί, με οπλαρχηγούς τους Μανούσο Παπίλαρη, Γρηγ. Νικηφοράκη,
Κατσιά, Πωλογεώργη, Γ. Μελαδάκη, Μιχαήλ Καπετανάκη, Δ. Ζουριδιανόν ή
Χατζιδάκη, Αναστάσιον Χομπίτη, Γ. Πετροπουλάκην και τον οπλαρχηγόν
ιερομόναχον εκ της Ιεράς Μονής Αρκαδίου
Διονύσιον Ψαρρουδάκην. Πάντες ούτοι, υπό γενικόν αρχηγόν τον Σήφην
Αναγνωστάκην ετοποθέτησαν εις το Λεσκοβίκι. Αι πολεμικαί επιχειρήσεις
δεν εβράδυναν.
Την 12ην Απριλίου, τα Κρητικά σώματα διετάχθησαν και κατέλαβον την
Γερμένην, αλλ’ εδέχθησαν σφοδράν επίθεσιν των Αλβανών της Αρίζης και του
Σιάλεσι ότε αντεπιτεθέντες, κατέλαβον την Άριζα. Δια την κατάληψιν της
Αρίζης, μολονότι εβελτιώθησαν αι θέσεις των αυτονομικών, διότι επήλθεν
επαφή των Κρητών με τας αυτονομικάς δυνάμεις του Βαριτσομπάνι, ο
στρατιωτικός διοικητής Λεσκοβικίου, αντισυνταγματάρχης Αλέξανδρος
Γκιούζης, με τα συγχαρητήριά του δια την νίκην, παρετήρησε τον αρχηγόν
των Κρητών, ότι ενήργησε καθ’ υπέρβασιν των διαταγών του και του
εδήλωσεν ότι “οιαδήποτε αυτόβουλος ενέργεια, πέραν των διαταγών της
κυβερνήσεως, ουδεμιάς θα τυγχάνη εις το μέλλον ενισχύσεως και θα
στηρίζεσθε επί των δυνάμεων που διέθετε και των φυσιγγίων που έχετε”.
Ο Αναγνωστάκης εδικαιολογήθη, ότι δεν ενήργησεν επίθεσιν εναντίν της
Αρίζης, αλλ’ αντεπίθεσιν εναντίον των Αλβανών και κατέλαβε την Άριζαν
όταν ο εχθρός, ηττηθείς, ηναγκάσθη να τον εγκαταλείψη. Παρεκάλεσε δε τον
Στρατιωτικόν Διοικητήν και επέμενε να του επιτρέψη επίθεσιν εναντίον
του Σάλεσι. Κατόπιν συνεννοήσεως μετά της Κυβερνήσεως, ο Στρατιωτικός
Διοικητής αείμνηστος Γκιούζης, επέτρεψε την εναντίον του Σάλεσι
επίθεσιν, υπό τον όρον, όπως εάν κατελαμβάνετο, να παραμείνουν τα
Κρητικά σώματα εις Σάλεσι. Και δια να μην επαναληφθή το προηγούμενον της
Αρίζης, ο Αναγνωστάκης έδωκε τον λόγον του, ότι δεν θα προχώρει πέραν
του Σάλεσι, ως εμφαίνεται εκ της κατωτέρω επιστολής του Στρ. Διοικητού
Γκιούζη προς τον αρχηγόν των Κρητών: Κύριε Αναγνωστάκη, Κατόπιν του
λόγου της τιμής, όν μοί εδώσατε, ότι δεν θα προχωρήσετε πέραν του
Σάλεσι, στέλλω το πυροβόλον, ίνα σας βοηθήση εις εκτόπισιν του εχθρού,
έχων την βεβαιότητα, ότι σεις και οι υφ’ υμάς άνδρες θα σεβαθήτε τον όν
μοί έδωκας λόγον.
Λιασκοβίκειον 14 Απριλίου 1914
Ο Διοικητής (Τ.Σ.)
Α. ΓΚΙΟΥΖΗΣ
Η επίθεσις εναντίον του Σάλεσι ωρίσθη δια την πρωΐαν της 17
Απριλίου1914. Τη νύχτα της 16 προς την 17 Απριλίου, ο Γενικός Αρχηγός Σ.
Αναγνωστάκης διέταξε τα σώματα Γ. Αναγνωστάκη, Στυλ. Κριαρά και Μ.
Παπίλαρη με 180 άνδρες και κατέλαβον, έρποντα, τα δασώδη πρανή του
χωρίου Σάλεσι, χωρίς να έλθουν εις επαφήν με τους εις απόστασιν μόνον
500 μέτρων ωχυρωμένους Αλβανούς. Την 3ην πρωινήν της 17 Απριλίου εδόθη
το σύνθημα της μάχης με δύο κανονιές και αμέσως άναψε το τουφεκίδι και
από τας δύο παρατάξεις. Αμύνονται γενναιότατα οι Αρβανίτες, αλλά, παρά
την αντίστασίν των, την 11ην ώραν εδόθη διαταγή να εξορμήσουν οι άνδρες
των σωμάτων Κριαρά, Αναγνωστάκη και Παπίλαρη, και αμέσως ερρίφθησαν
εναντίον των θέσεων των Αλβανών 180 Κρητικά παλληκάρια και σε μισή ώρα
σαρώνουν τας θέσεις των Αλβανών και παρά την πείσμονα αντίστασίν των,
καταλαμβάνουν τας θέσεις των και η γαλανόλευκη με τον δικέφαλον αετό
κυματίζει εκεί που προ ολίγης ώρας ήτο η Αλβανική. Μάταια αγωνίζεται ο
Αρχηγός των Αλβανών Μουχεντίν Μπέης Προντάνης, από τα ακραία σπίτια του
Σάλεσι, να συγκρατήση τους ηρωικούς Κρήτας, και παρά την ηρωικήν και
πείσμονα άμυνάν του, περιεκυκλώθη και αιχμαλωτίσθη. Μετά δε την
αιχμαλωσίαν του, οι Αλβανοί αφήνουν 15 νεκρούς επί τόπου, παίρνουν μαζί
των άλλους τόσους τραυματίας και υποχωρούν. Η μάχη ευρίσκεται εν
εξελίξει επί όλης της γραμμής Άριζα – Λέσνια – Ραδεμίστι – Σγουραλέτσι,
με καταφανή την υπεροχήν των Κρητών. Παρ’ όλην την πείσμονα και γενναίαν
αντίστασιν των Αλβανών, οι Αλβανοί εκτοπίζονται αλληλοδιαδόχως από τα
οχυρά των. Τα διάφορα τμήματά των, μετά την αιχμαλωσίαν του αρχηγού των,
δεν έχουν συντονισμόν αμύνης, άλλα ούτε αλληλοβοηθούνται και
περιορίζονται εις αυτοάμυναν, ώστε το έν μετά το άλλο αποδεκατίζονται ή
και εξοντώνονται και τελικώς πανικόβλητα τρέπονται εις άτακτον φυγήν. Ο
Γενικός Αρχηγός των Κρητών, δια να μη δώση καιρόν εις τους Αλβανούς να
ανασυνταχθούν, έγραψεν επειγόντως εις την Στρατιωτικήν Διοίκησιν
Λασκοβικίου ότι: «Επήλθε πλήρης εξάρθρωσις της αμύνης των Αλβανών και θα
είναι έγκλημα να μη επωφεληθώμεν της νίκης, και παρά τας διαταγάς της
Σεβαστής Κυβερνήσεως και τα συμπεφωνημένα, συνεχίζω την καταδίωξιν του
πανικοβλήτου εχθρού, αναλαμβάνων ολόκληρον την ευθύνην».
Την επομένην 19 Απριλίου, κατελήφθη η Ερσέκα και εκεί ελήφθη ημερησία
διαταγή της στρατιωτικής Διοικήσεως Λεσκοβικίου, δι’ ής εξεφράζοντο «τα
συγχαρητήριά της, δια την εκτόπισιν του εχθρού εκ των οχυρών θέσεων, ας
ούτος κατείχε» και συγχρόνως ανετίθετο η στρατιωτική διοίκησις του
αυτονομικού Στρατού, της γραμμής των πρόσω, εις τον Γενικόν Αρχηγόν των
Κρητών Σήφην Αναγνωστάκην. Την 20ην Απριλίου διατάσσεται νέα εξόρμησις
και καταλαμβάνονται το Γκοστιβίτσι, η Σελινίτσα, το Κινόμι, η Μπέζιανι
και η Μπούτκα, η πατρίδα του αιμοβόρου ληστάρχου και καταστροφέως της
Μοσχοπόλεως, Σαλή Μπούτκα, κατόπιν αιματηρών μαχών. Αρχίζουν να
σπανίζουν τα πυρομαχικά και μάταια, ο Αναγνωστάκης, ζητεί από τον
στρατιωτικόν Διοικητήν Λιασκοβικίου, ενισχύσεις και πυρομαχικά. Πέντε
ημερονύκτια μάχονται τα Κρητικά σώματα, αβοήθητα από τα άλλα εθελοντικά
τμήματα που ευρίσκονται περί το Δρεβεμίστι, την Πέστανη και το
Κοβατσίστι. Την 24ην Απριλίου 1914 τα Κρητικά σώματα, μαχόμενα,
εισέρχονται εις τα άγρια στενά του Κριάρι, ανακόπτεται όμως η προέλασίς
των από διπλασίους Αλβανούς, ενισχυθέντας με 400 χωροφύλακας υπό
Ολλανδούς αξιωματικούς, οι οποίοι κατώρθωσαν να απωθήσουν τους
ημετέρους.
«Εκεί επάνω, γράφει ο δημοσιογράφος Σπ. Λαμπρίδης, εις τα απρόσιτα
φαράγγια της εισόδου των στενών του Κριάρι, συνάπτεται μια από τις
φονικώτερες μάχες του Ηπειρωτικού αγώνος. Ο Αναγνωστάκης παίρνει στα
χέρια την σημαία του Σώματος και αντεπιτίθεται μαζί, με ολόκληρον την
εφεδρεία και με τους αρχηγούς Μανούσο Παπίλαρη, Παύλο Δασκαλάκη, Γεώργη
Αναγνωστάκη και Στυλ. Κριαρά, κατά των επερχομένων με αλλαλαγμούς
αλβανικών ορδών. Πολεμούν παλληκαρίσια οι Κρητικοί και δεκατίζουν τους
αγρίους Αλβανούς από τα Βακουφοχώρια και την Οστροβίτσα. Πίπτουν όμως
την 23ην Απριλίου εις την μάχην Σελινιτσα – Μπούτκα οι θρυλικοί ήρωες
Νίκος Μαναρώλης, Μακεδονομάχος αρχηγός και το αγγελόμορφο αρχοντόπουλο
των Σφακίων ο Χαράλαμπος Δασκαλογιάννης, φοιτητής, ανεψιός του Αρχηγού
Αναγνωστάκη, απόγονος του Δασκαλογιάννη, του Αρχηγού της Επαναστάσεως
του 1770 και εκ μητρός δισέγγονος του ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας Καρατζά.
Εις την αιματηράν μάχην παρά τα Στάρια και την Στίκαν την 23ην
Απριλίου, έπεσαν και ο ηρωϊκός αρχηγός Γεώργιος Σκορδίλης, ο υπαρχηγός
Γρηγ. Νικηφοράκης και οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Παπίλαρης, Παπαδάκης, Μ.
Παντουβάς και Λεοντιάδης. Ετραυματίσθησαν οι οπλαρχηγοί Μαντυλαράς,
Αντων. Αλευράκης, ο αρχηγός καπετάν Μανούσος Κάπρης και Β. Ηπειρώτης
ιατρός Γρηγόριος Κιτσάκης από την Πολίτσανη, και ο υπαρχηγός του σώματος
Γ. Αναγνωστάκης, Ρούσος Πωλογεώργης, βραδύτερον υποκύψας εις τα
τραύματά του. Εφονεύθησαν 2 έτι εκ Σελίνου, ο Ι. Καβρός εξ Αμαρίου και
ετραυματίσθησαν ο Εμμ. Μαντωνάκης και Ε. Φαλκωνάκης. Αλλά και αι
απώλειαι των Αλβανών είναι πολύ βαρύτεραι και παρά τας ενισχύσεις που
τους έρχονται, το ηθικόν των δεν αναπτερώνεται και ο πανικός εις τους
πληθυσμούς που φεύγουν προς την Κορυτσά, αναγκάζει την Αλβανικήν
Κυβέρνησιν να ζητήση την 2αν Απριλίου, διά της διεθνούς Επιτροπής,
ανακωχήν, την οποίαν η Κυβέρνησις του Αργυροκάστρου απεδέχθη, και δι’
επειγόντος τηλεγραφήματος, διετάχθη η παύσις του πυρός εις όλα τα
μέτωπα».