Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Θρησκεία και εθνική ταυτότητα στην Αλβανία. Η περίπτωση των Μπεκτασήδων- Feja dhe identiteti kombëtar në Shqipëri. Rasti i Bektashinjëve.

Γεώργιος Καστριώτης, αποκαλούμενος και Σκεντέρμπεης
Gjergj Kastrioti i ashtuquajturi Skëndërbe

Θρησκεία και εθνική ταυτότητα στην Αλβανία. Η περίπτωση των Μπεκτασήδων
Ο N. Malkolm στο άρθρο του «Myths of Albanian national identity»[i]προσδιορίζει την «αδιαφορία για τη θρησκεία» (indifference to religion) ως έναν από τους βασικούς μύθους, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε η αλβανική εθνική ταυτότητα (οι υπόλοιποι είναι: 
Feja dhe identiteti kombëtar në Shqipëri. Rasti i Bektashinjëve.

N Malkom në artikullin e tij “Myths of Albanian national identity” (i) përcakton “indiferencën ndaj fesë” si një prej miteve kryesore në bazë të së cilës u ndërtua dhe identiteti kombëtar shqiptar ( të tjerat janë: 



ο μύθος της καταγωγής, ο μύθος της εθνικής ομοιογένειας και της πολιτισμικής καθαρότητας και ο μύθος των διαρκών εθνικών αγώνων). Το μυθικό σχήμα που διέπει τις εθνικές ρητορικές με λίγα λόγια είναι το εξής: Η θρησκευτική επιλογή και προσκόλληση σε ένα θρησκευτικό δόγμα δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Αλβανούς, διότι η εθνική τους ταυτότητα συγκροτήθηκε ανεξάρτητα από τέτοιου είδους ταυτίσεις και είναι ριζωμένη στο αρχαίο Ιλλυρικό της παρελθόν. Παρότι ο Malkolm αναφέρεται στους Αλβανούς συγγραφείς των αρχών του εικοστού αιώνα που ζουν στην Αμερική, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το στερεότυπο με διάφορες παραλλαγές αναπαράγεται στις εθνικές αφηγήσεις των Αλβανών από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Από τις απαρχές του αλβανικού εθνικισμού παρατηρείται η προώθηση μιας συγκεκριμένης αντίληψης περί της θρησκείας και της εθνικής ταυτότητας, η οποία βρήκε την ιδανική της έκφραση σε ένα από τα ποιήματα του γνωστού εθνικιστή συγγραφέα Pashko Vasa, το O moj Shqypni (ω φτωχή μου Αλβανία): « Ξυπνείστε, Αλβανοί, ξυπνείστε απ’ τον βαθύ σας ύπνο. Ελάτε όλοι σαν αδερφοί να δώσουμε όρκο χωρίς να σκεφτόμαστε εκκλησιά η τζαμί. Η πίστη των Αλβανών είναι ο Αλβανισμός!»[ii]
Αυτή η άποψη αποτελεί βασικό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε όλα τα κείμενα της αλβανικής Rilindja (Αναγέννηση), γεγονός που δείχνει από μόνο του ότι η θρησκεία κάθε άλλο παρά αδιάφορη ήταν. Το αντίθετο, απασχολούσε ως πρόβλημα σε σχέση με τη συγκρότηση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας και την προώθηση της εθνικής εν γένει ενότητας. Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού για πολλούς αιώνες, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, το βασικό κριτήριο για τη συγκρότηση  συλλογικών ταυτοτήτων, πέρα από την κλίμακα των μικρών κοινοτήτων, ήταν η θρησκεία. Ουσιαστικά μια ιδεολογική επιλογή και μια εθνική επιθυμία προβάλλεται εκ των υστέρων σε μια ιστορική πραγματικότητα που είναι διαφορετική. Αυτή άλλωστε είναι και η ενοποιητική λειτουργία των μύθων, οι οποίοι έπαιξαν έναν καταλυτικό ρόλο στη συγκρότηση των νεωτερικών εθνικών ταυτοτήτων.
Μπορούμε να παραπέμψουμε εδώ στη μπροσούρα του Μ. Konitza, που είναι αντιπροσωπευτικό κείμενο της αλβανικής «Αναγέννησης».  Γράφει λοιπόν αναφερόμενος στη θρησκεία τα εξής: « Ανάμεσα στα πολλά ψεύδη που διαδίδονται προκειμένου να στηριχτεί η άποψη ότι οι Αλβανοί δεν μπορούν να συγκροτήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος είναι και η θέση ότι αυτοί είναι διαιρεμένοι από θρησκευτικές διαφορές …Παρόλα αυτά η Αλβανία είναι ίσως η μόνη χώρα στην Ευρώπη όπου η θρησκεία δεν έχει προκαλέσει καθόλου διχασμούς ανάμεσα στους κατοίκους, οι οποίοι έχουν παραμείνει ενωμένοι καθ’ όλη τη διάρκεια της εθνικής τους ιστορίας… Γάμοι ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους είναι συνηθισμένοι στην Αλβανία… Χριστιανοί και μουσουλμάνοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια οικογένεια, ζώντας ειρηνικά κάτω από την ίδια στέγη… Οι Έλληνες, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι που, σε μεγάλους αριθμούς, εξισλαμίστηκαν, απαρνήθηκαν την εθνικότητά τους και έγινα πράγματι πιο Τούρκοι κι απ’ τους Τούρκους. Οι Αλβανοί παρέμειναν για πάντα Αλβανοί.»[iii]
Πράγματι, με τον καιρό ο μύθος «έπιασε τόπο» και η ιδέα της εθνικής ενότητας εξουδετέρωσε σταδιακά τους θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη θέση των θρησκευτικών αντιπαλοτήτων εμφανίζονται εθνοτικού τύπου διαφορές και συγκρούσεις που εκφράζουν ακριβώς την υποχώρηση του θρησκευτικού παράγοντα ως κυρίαρχου σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των ομάδων. Παρατηρούνται για παράδειγμα εντάσεις ανάμεσα στους Αλβανούς χριστιανούς ορθόδοξους που αποκτούν έναν εθνικό προσανατολισμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία, όπως και ανάμεσα στους εθνικιστές μπεκτασήδες του νότου και την σουνιτική ιεραρχία.[iv]
Η κορύφωση αυτής της εθνικής προσπάθειας των Αλβανών να καταστήσουν τον ίδιο τον αλβανισμό θρησκεία, περιθωριοποιώντας τις  θρησκείες που διαιρούσαν το λαό, συμβαίνει στη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Έχω την εντύπωση ότι η επιβολή του αθεϊσμού έχει να κάνει λιγότερο με τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία και περισσότερο με τον ιδιότυπο εθνικισμό του Εμβέρ Χότζα, ο οποίος εξέλαβε κατά γράμμα τον ποιητικό λόγο του Pashko Vasa, καθιστώντας τον αλβανισμό θρησκεία και καταργώντας δια νόμου οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική πίστη και πρακτική.[v]
Pashko Vasa (1825 – 1892 )
Χαρακτηριστική είναι και η πραγματικότητα της Αλβανίας κατά την μετα-κομμουνιστική περίοδο. Η ανάκαμψη των θρησκειών, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση την ενότητα του αλβανικού λαού, εάν επικρατούσαν διαιρετικές αντιλήψεις και τάσεις σχετικά με το ρόλο της θρησκείας. Η ίδια η αλβανική ταυτότητα έπρεπε να αντιμετωπίσει διλήμματα ταύτισης με τη μια ή την άλλη θρησκεία, γεγονός που είχε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Και εδώ είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως, μπροστά στον κίνδυνο να επικρατήσουν διαιρετικές λογικές με βάση τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις στους κόλπους του έθνους, εμφανίζεται μια φιλολογία περί αλβανικού οικουμενισμού, η οποία αρδεύει στα ιδεολογικά νερά της σκέψης των πρωτοπόρων αλβανών εθνικιστών.
Ο S. Maliqi γράφει χαρακτηριστικά: «Εάν η γύμνια που άφησε πίσω ο Κομμουνισμός μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι, από κάποιο είδος εθνικής πίστης ή πεποίθησης, τότε είναι η πίστη ότι οι Αλβανοί είναι ένα έθνος οικουμενισμού, συνεχίζοντας την παράδοση ανθρώπων όπως ο Naim Frashëri, ο  Fan Noli  και o Gjergj Fista».[vi]
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τρεις συγκεκριμένοι εκπρόσωποι της αλβανικής εθνικής κίνησης ανήκουν σε διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες. Ο Naim Frasheri είναι μουσουλμάνος, ο Fan Noli ορθόδοξος και ο Gjergj Fista καθολικός χριστιανός. Αυτό που τους ενώνει και που τους προσανατολίζει στην υποβάθμιση του θρησκευτικού παράγοντα είναι η πίστη στην εθνική ιδέα και στην «αναγέννηση» του αλβανικού έθνους με τη μορφή ενός ενιαίου και ανεξάρτητου κράτους. Να σημειώσουμε επίσης ότι κατά κάποιον τρόπο από τις απαρχές του αλβανικού εθνικού κινήματος διαμορφώνεται ένα κλίμα μέσα στο οποίο οι επιμέρους θρησκευτικές κοινότητες συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς τον αλβανισμό.

Οι ορθόδοξοι χριστιανοί σ’ αυτό το πλαίσιο αρχίζουν να αναπροσδιορίζονται ως πιο γνήσιοι Αλβανοί, υποστηρίζοντας ότι ο ορθόδοξος χριστιανισμός είναι η παλιότερη θρησκεία των Αλβανών, ενώ αντίθετα οι μουσουλμάνοι συνεργάστηκαν και ταυτίστηκαν εν πολλοίς με τους Οθωμανούς (άλλωστε γι’ αυτό τους αποκαλούν ακόμα και σήμερα «Τούρκους»). Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι θεωρούν ότι αυτοί είναι πιο γνήσιοι Αλβανοί, καθώς αποτέλεσαν τον πυρήνα της εθνικής αναγέννησης και σαν μεγάλοι πατριώτες αντιστάθηκαν στους Σέρβους που επιδίωξαν να διεισδύσουν και να καταλάβουν αλβανικά εδάφη. Για τους χριστιανούς αντίθετα υποστηρίζουν ότι οι μεν ορθόδοξοι ταυτίστηκαν με τους Έλληνες οι δε καθολικοί με τους Ιταλούς. Οι καθολικοί με τη δική τους σειρά διεκδικούν μεγάλο μερίδιο της αλβανικής γνησιότητας, επειδή διατηρούν ανέπαφα τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα και ιδιαίτερα το αλβανικό εθιμικό δίκαιο με τους ανάλογους κώδικες τιμής (kanuni).[vii]
Παρατηρείται λοιπόν ένας υπερθεματισμός  των θρησκευτικών ομάδων σε σχέση με την ιδεολογία του αλβανισμού που τείνει να υποκαταστήσει τη θρησκευτική πίστη. Με την αποσύνθεση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ανάδυση των εθνικών κινημάτων στη Βαλκανική οι Αλβανοί βρέθηκαν μπροστά σε μια κατάσταση υστέρησης ως προς την ανάπτυξη της δικής τους εθνικής αυτοσυνειδησίας και έτσι, έστω και καθυστερημένα, προσπαθούν να ξεπεράσουν τις όποιες θρησκευτικές και άλλες πολιτισμικές διαφορές και να διαμορφώσουν κι αυτοί μια κοινή εθνική πολιτισμική κοινότητα, η οποία θα στηρίζεται σε άλλα πράγματα και όχι στη θρησκεία που έτσι κι αλλιώς διαιρεί το έθνος. Η κοινή «φυλετική» καταγωγή  και η κοινή γλώσσα αποτέλεσαν τους δύο βασικούς πυλώνες, πάνω στους οποίους έμελλε να στηριχτεί η ανάπτυξη της κοινής εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, ζητούμενο που προϋπέθετε βεβαίως τη δημιουργία ιδεολογικών μηχανισμών όπως τα σχολεία και την ανάπτυξη ενός κοινού γλωσσικού οργάνου και μιας εθνικής λογοτεχνίας.
Ο αδελφός του Naim Frasheri Sami το έθεσε με τον πιο επιτακτικό τρόπο σε βιβλίο που εξέδωσε στο τέλος του 19ου αιώνα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η Αλβανία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους Αλβανούς, οι Αλβανοί δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την αλβανική γλώσσα, και η τελευταία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το δικό της αλφάβητο και χωρίς σχολεία».[viii]
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σ’ αυτό το πλαίσιο και η χρήση της ιστορίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον εθνικό ήρωα των Αλβανών  Gjergj Kastrioti – Skanderberg (Γεώργιο Καστριώτη-Σκεντέρμπεη). Ο Σκεντέρμπεης καταγόταν από χριστιανική φεουδαρχική οικογένεια και από παιδί τον είχαν πάρει όμηρο οι οθωμανοί στην Πύλη, προκειμένου να διασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των δικών του. Εκεί ανατράφηκε ως μουσουλμάνος, πήρε το όνομα Skanderberg και υπηρέτησε ως αξιωματικός τον Σουλτάνο, φτάνοντας ως το βαθμό του στρατηγού και κερδίζοντας τον τίτλο του μπέη. Το 1443 ο Σκεντέρμπεης επέστρεψε στην πατρίδα του στη σημερινή βορειοδυτική Αλβανία, αποκήρυξε το Ισλάμ, ενώθηκε με άλλους ευγενείς της περιοχής και με την υποστήριξη του Βατικανού και της Βενετίας αντιστάθηκε για πολλά  χρόνια,  κρατώντας τον οθωμανικό στρατό έξω από την περιοχή μέχρι το θάνατό του το 1468.[ix]
Γεώργιος Καστριώτης- Σκεντέρμπεης
 Στο παράδειγμα του Σκεντέρμπεη οι Αλβανοί εθνικιστές βρήκαν βάση για να αναπτύξουν μια εθνική ρητορική και ιδεολογία περί εθνικής αντίστασης στους εχθρούς που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της πατρίδας και την ενότητα του αλβανικού λαού. Η περίπτωση του Σκεντέρμπεη, εκτός από τα ηρωικά χαρακτηριστικά και τις αρετές που συμπυκνώνει, φαίνεται να «βολεύει» τον εθνικό μύθο και ως προς τα θρησκευτικά του χαρακτηριστικά, καθώς αλλαξοπίστησε επανειλημμένα. Μάλιστα είναι χαρακτηριστική η επιλεκτική χρήση των χαρακτηριστικών του, αφού αποσιωπάται το βασικό στοιχείο της ιστορίας του που είναι η αντίσταση ενός χριστιανού απέναντι στους μουσουλμάνους κατακτητές.  Η εικόνα του Σκεντέρμπεη φιλοτεχνείται με τα υλικά του εθνικού μύθου, όπου η θρησκευτική διάσταση της ταυτότητάς του υποβαθμίζεται. Πάνω του προβάλλεται ο ιδεώδης τύπος του Αλβανού που υλοποιεί ανά πάσα στιγμή το δόγμα  Ky është shpata është feja («εκεί που είναι το σπαθί εκεί και η πίστη»). Ο Fan Noli στο πολύ γνωστό και δημοφιλές βιβλίο του Historia e Skëndërbeut ( Η ιστορία του Σκεντέρμπεη) γράφει: « Ο Σκεντέρμπεης ήταν ένας γνήσιος Αλβανός αφού άλλαζε την θρησκευτική του πίστη ανάλογα με την πολιτική συγκυρία».[x]
Ακόμα και οι κομμουνιστές, στην προσπάθεια τους να σφυρηλατήσουν την εθνική ταυτότητα στο πλαίσιο ενός ιδιόρρυθμου εθνικισμού, συνέδεσαν το κίνημά τους με τους αγώνες του Σκεντέρμπεη ενάντια στις εξωτερικές επιβουλές. Μάλιστα, στο πλαίσιο μιας ρητορικής για τους συνεχείς και ακατάπαυστους αγώνες του αλβανικού λαού μέσα στην ιστορία, παραλληλίζουν την αντίσταση των παρτιζάνων κατά των δυνάμεων του Άξονα με αυτή του Σκεντέρμπεη εναντίον του Σουλτάνου, τονίζοντας τα στοιχεία της αυτοάμυνας και του «μοναχικού» ηρωικού αγώνα ως τεκμηρίων της συνέχειας του αλβανικού χαρακτήρα. Ενδιαφέρων είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο το καθεστώς, μέσω επιλεκτικής χρήσης, προσαρμόζει την ιστορία του Σκεντέρμπεη στις ιδεολογικές του ανάγκες. Έτσι αποσιωπά το γεγονός ότι ο αγώνας του ήταν κατ’ εξοχήν αντίσταση εναντίον των μουσουλμάνων κατακτητών, υποβαθμίζοντας έτσι τη θρησκευτική διάσταση, καθώς ο θρησκευτικός παράγοντας είναι διαιρετικός για το αλβανικό έθνος.
Πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα «ανάγνωσης» του παρελθόντος με βάση τις ανάγκες του παρόντος. Ουσιαστικά  μια επιθυμία, ένα ζητούμενο του παρόντος, προβάλλεται στην ιστορική πραγματικότητα. Επειδή ακριβώς το καθεστώς γνωρίζει ότι η θρησκεία μπορεί να υπονομεύσει την ενότητα του λαού, καθώς η σύνθεσή του είναι πολύ-θρησκευτική, γι’ αυτό ακριβώς υιοθετεί το μύθο για την αδιαφορία του προς αυτή. Και αυτός ο μύθος προβάλλεται ακόμα και στον Σκεντέρμπεη, στου οποίου τους αγώνες κάθε άλλο παρά απουσίαζε η θρησκευτική διάσταση.[xi] Νομίζω ότι απόδειξη για το φόβο του καθεστώτος απέναντι στη θρησκεία και ουσιαστική αναίρεση της άποψης περί αδιαφορίας του λαού αποτελεί η ίδια η επιβολή της αθεΐας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και η μανία με την οποία αυτό επιδόθηκε στην καταστροφή των θρησκευτικών ιδρυμάτων με αποκορύφωμα την ίδρυση «Μουσείου Αθεΐας» στη Σκόδρα, μια πόλη με έντονες θρησκευτικές παραδόσεις.
Αν ρίξει κανείς μια ματιά στην ιστοριογραφία της εποχής, θα διαπιστώσει εύκολα την προσπάθεια που γίνεται να προσαρμοστεί η ιστορία του Σκεντέρμπεη στα σύγχρονα ιδεολογικά ζητούμενα. Στο βιβλίο των Pollo και Puto Ιστορία της Αλβανίας ο Σκεντέρμπεης παρουσιάζεται σαν Αλβανός πατριώτης που αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων και όχι σαν χριστιανός που πολεμά εναντίον μουσουλμάνων. Όταν οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αναγκάζονται να αναφερθούν στο θέμα της θρησκευτική ταυτότητας του Σκεντέρμπεη, σπεύδουν να ξεκαθαρίσουν ότι «ποτέ του δεν υπήρξε πρόμαχος της θρησκείας, όχι ότι ήταν αντιθρησκευόμενος ή αντικαθολικός, μα γιατί μια τέτοια στάση θα είχε ολέθρια αποτελέσματα στον εθνικό πόλεμο που διεξήγαν καθολικοί και ορθόδοξοι Αλβανοί.»[xii]
Στο ίδιο βιβλίο συναντά κανείς την επίσημη θέση του Κόμματος Εργασίας για τη θρησκεία και το ρόλο της στην ιστορία της Αλβανίας: «Το πρόβλημα του ιστορικού ρόλου της θρησκείας στην Αλβανία θα πρέπει να ιδωθεί κάτω από δύο θεμελιακές πλευρές. Οι Αλβανοί χωρισμένοι από τον 11ο αιώνα σε δύο θρησκείες (καθολικοί και ορθόδοξοι) και μετά από τον 15ο αιώνα σε τρεις (καθολικοί, ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι), αντίθετα με τους άλλους  βαλκανικούς λαούς δε χωρίστηκαν σε τόσες ανάλογες εθνικότητες. Αυτή η ιδεολογική διαφοροποίηση, παρά τις νοσηρές συνέπειες που είχε τόσους αιώνες στη χώρα, δεν κατάφερε να εξαλείψει την εθνική συνείδηση των Αλβανών. Η Αλβανία παρόλο που ήταν χωρισμένη σε τρεις εχθρικές η μια για την άλλη θρησκείες, δε γνώρισε θρησκευτικούς πολέμους στην ιστορία της.
Ο Αλβανός έγραφε ο Λόρδος Χομπχάουζ, σύντροφος του Μπάυρον στα ταξίδια του Τσάιλντ Χάρολντ στην Αλβανία, θα σας πει στην αρχή ότι είναι Αλβανός και μετά ποια είναι η θρησκεία του. Το έντονο ένστικτο της διαφύλαξης της αλβανικής εθνικότητας, ο θρησκευτικός προσηλυτισμός που επιβλήθηκε στο λαό από τους καταχτητές και το σχετικά χαμηλό επίπεδο της μάζας των κληρικών, ήταν πιθανώς, οι παράγοντες που, μόνοι ή μαζί μ’ άλλους, εμπόδισαν το ρίζωμα της θρησκείας στην ψυχή των Αλβανών.
Οι σχετικά χαλαροί δεσμοί που είχαν οι Αλβανοί με τη θρησκεία, οφείλονταν επίσης στον πολιτικό ρόλο που έπαιξε η τελευταία. Αυτή είναι  η δεύτερη θεμελιακή πλευρά του ιστορικού τα ρόλου στην Αλβανία. Οι θρησκείες χρησιμοποιήθηκαν πάντα σαν ιδεολογικά  όπλα των κατακτητών, που από τη Δύση και από την Ανατολή τις έφεραν μαζί τους. Έτσι ήδη από την καταγωγή τους βρίσκονταν ανακατεμένες με την πολιτική, χρησιμεύοντας ως στήριγμα των εισβολέων και όργανο των δυνάμεων που ενδιαφέρονταν ώστε ο θρησκευτικός διαμελισμός των Αλβανών να παίξει έναν τελείως διαλυτικό ρόλο στο πολιτικό επίπεδο…»[xiii]
Με την κατάρρευση του καθεστώτος το 1991, το ζήτημα της θρησκείας επανέρχεται και συνδέεται, όπως είναι φυσικό, και με το θέμα της εθνικής ταυτότητας των Αλβανών στο πλαίσιο αναζήτησης νέων προσανατολισμών. Η ιδέα ότι το αλβανικό κράτος είναι κοσμικό κράτος και ότι η θρησκεία δεν πρέπει να συνδέεται με την πολιτική, κάτι που συνάδει και με την κυρίαρχη εθνική ιδεολογία, τίθεται υπό συζήτησιν. Ο προσανατολισμός προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές επιλογές, δεν είναι απλά ζήτημα πίστης αλλά θέτει ευρύτερα ζητήματα πολιτισμικής και πολιτικής ένταξης, γεγονός που προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις στο πλαίσιο της γνωστής συζήτησης για τη «σύγκρουση των πολιτισμών», που επικεντρώνεται στην υποτιθέμενη διαπάλη μεταξύ του δυτικού χριστιανικού κόσμου και του ανατολικού ισλάμ, όπου τα Βαλκάνια ως οριακή περιοχή με σημαντικές «ισλαμικές νησίδες» αποκτούν μια νέα επικαιρότητα και σημασία.
Το ερώτημα πράγματι τίθεται: Quo vadis Albania? Ο απαντήσεις διάφορες και ανάλογες της οπτικής γωνίας και της πολιτικής επιλογής του καθενός. Μια  πρόχειρη σχηματοποίηση θα μας έδινε τρεις βασικά απόψεις.
Η πρώτη μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ευρωκεντρική» και αξιοποιεί το αθεϊστικό παρελθόν, χρησιμοποιώντας το ως μηδενική βάση για την ανάπτυξη μιας νέας κατά βάση χριστιανικής ταυτότητας που θα βλέπει προς τη Δύση. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι καθολικοί υποστηρίζουν ότι  καθολικισμός είναι ο πιο κατάλληλος δρόμος ένταξης στην ευρωπαϊκή πολιτισμική κοινότητα, αφού αποτελεί την κυρίαρχη μορφή θρησκευτικής έκφρασης στην Ευρώπη. Η ορθοδοξία δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τόσο καλά το σκοπό αυτό λόγω του περιθωριακού της ρόλου στην Ευρώπη αλλά και της ίδιας της πολιτισμικής υπόστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την άποψη αυτή την υποστηρίζουν διανοούμενοι χριστιανικής και μουσουλμανικής καταγωγής, μεταξύ αυτών και ο Ισμαήλ Κανταρέ. Είναι μια άποψη που, εκτός των άλλων, συνάδει και με μια συγκεκριμένη ανάγνωση της περίπτωσης του Σκεντέρμπεη, ιδιαίτερα ως προς τη διάσταση της επιλογής μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό αυτό, παραπέμπω και πάλι στους Pollo και Puto, οι οποίοι χρόνια πριν και επί καθεστώτος Χότζα έγραφαν: «Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει το ρόλο που έπαιξε ο Σκεντέρμπεης στις συνθήκες που δημιούργησε η οθωμανική κάθοδος στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης, σαν υπερασπιστή του ευρωπαϊκού πολιτισμού και στρατιώτη της Αναγέννησης…».[xiv]

Η δεύτερη άποψη σχεδόν ταυτίζεται με την κυρίαρχη αντίληψη περί της εθνικής ταυτότητας των Αλβανών, που προβάλλει τον πολύ-θρησκευτικό  της χαρακτήρα από τη μια αλλά και τη μικρή σημασία που έχει θρησκεία στη συγκρότηση της αλβανικής εθνικής ταυτότητας. Σ’ αυτή τη βάση υποστηρίζεται τόσο ο θρησκευτικός πλουραλισμός και η ανεξιθρησκία όσο και ο διαχωρισμός της θρησκείας από την πολιτική.
Η τρίτη άποψη είναι λιγότερο διαδεδομένη και αφορά τη σχέση του αλβανισμού με το ισλάμ («ισλαμο-εθνικισμός»). Παρουσιάζει μάλιστα  ενδιαφέρον η προσπάθεια των εκφραστών της να αποσείσουν το στίγμα της ταύτισης των μουσουλμάνων Αλβανών με τους Οθωμανούς, υποστηρίζοντας ότι ο εξισλαμισμός συνιστούσε «εθνική στρατηγική» για την αποφυγή του εκσλαβισμού ή εξελληνισμού του αλβανικού λαού. Προφανώς αυτή η άποψη έχει έναν αντιδυτικό χαρακτήρα και γι’ αυτό δεν μπορεί να κερδίσει έδαφος, δεδομένου του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.[xv]

Η περίπτωση των Μπεκτασήδων
Και οι μπεκτασήδες; Που εντάσσονται σ’ όλα αυτά οι μπεκτασήδες; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Και πρώτα από όλα τι είναι οι μπεκτασήδες. Ο R. Elsie στο βιβλίο του A Dictionary of Albanian religion, mythology,
and folk culture  αναφέρει σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα:
Το τάγμα των μπεκτασήδων λέγεται ότι ιδρύθηκε στην Ανατολία από τον HajiBektash Veli που έζησε τον 13ο αιώνα. Με την επέκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας απλώθηκε και στα Βαλκάνια. Πολύ λίγα ξέρουμε για την πρώιμη παρουσία του μπεκτασισμού στην Αλβανία αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι εδραιώθηκε στα τέλη του 16ου μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.
Οι Αλβανοί ήσαν ιδιαίτερα δεκτικοί σε ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στις διαφορετικές θρησκείες και στις πρακτικές τους. Επιπλέον, αντίθετα με τις πρακτικές του ορθόδοξου ισλάμ (Sunni), που ταυτιζόταν με την οθωμανική εξουσία και την αραβική γλώσσα, ο μπεκτασισμός έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σεβασμό στους τοπικούς πολιτισμούς και τις γλώσσες.
Ο μπεκτασισμός γνώρισε μεγάλη διάδοση τα χρόνια του Αλή Πασά, που ήταν και ο ίδιος μπεκτασής, για να διαδραματίσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κίνηση της «εθνικής αναγέννησης» (Rilindja) των Αλβανών τον 19ο αιώνα. Εκτιμάται ότι στις αρχές του 20ού αιώνα το 15% του αλβανικού πληθυσμού ήταν μπεκτασήδες, δηλαδή το ένα τέταρτο των μουσουλμάνων της χώρας. Οι μπεκτασίδικοι τεκέδες υπήρξαν κέντρα  της αλβανικής εθνικής κίνησης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά  την παράνομη προπαγάνδα υπέρ της αλβανικής γλώσσας και εκπαίδευσης, συμβάλλοντας αρκετά στη διακίνηση των πρώτων βιβλίων στην αλβανική γλώσσα.
Στο πρώτο εθνικό τους συνέδριο, που έγινε στην Prιshta στο Skrapar το 1922, οι μπεκτασήδες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους από τους Τούρκους μπεκτασήδες και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, μετά την απαγόρευση του μπεκτασισμού στην Τουρκία το 1925, κέντρο του παγκόσμιου μπεκτασισμού έγιναν τα Τίρανα.
Στον μπεκτασισμό αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία είναι το εσωτερικό μήνυμα και όχι οι εξωτερικές συμβάσεις. Οι τελετές και οι πρακτικές τους χαρακτηρίζονται από έναν μεγάλο βαθμό ελευθεριότητας. Μερικοί μπεκτασήδες πίνουν αλκοόλ και μάλιστα σε αρκετούς τεκέδες το παράγουν οι ίδιοι. Οι γυναίκες συμμετέχουν ισότιμα με τους άνδρες στις τελετές και τις γιορτές. Επίσης ο μπεκτασισμός έχει αφομοιώσει πολλά στοιχεία από άλλες θρησκείες και συγκεκριμένα στα Βαλκάνια από τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Ένα από τα βασικά του θεολογικά χαρακτηριστικά είναι και ένα είδος πανθεϊσμού για τον οποίο οι ίδιοι επιδεικνύουν μια μάλλον μυστικιστική συμπεριφορά.
Η σημαντικότερη ίσως πηγή για τον αλβανικό μπεκτασισμό είναι το Φυλλάδιο του μπεκτασισμού (Fletore e Bektashism) του Naim Frashëri, ηγετικής μορφής του αλβανικού εθνικού κινήματος. Ο Naim Frashëri πίστευε ότι οι φιλελεύθερες ιδέες και πανθεϊστικός και συγκρητιστικός χαρακτήρας του μπεκτασισμού μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξή του ως εθνικής θρησκείας των Αλβανών. Ο συνδυασμός  μάλιστα στοιχείων του Κορανίου και της Βίβλου στην πίστη των μπεκτασήδων πίστευε ότι θα βοηθούσε στην προώθηση της ενότητας στον διαφορετικά διαιρεμένο από τις θρησκείες αλβανικό λαό.
Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από το έργο αυτό του N. Frasheri, που δείχνουν τόσο τον πανθεϊσμό και το συγκρητισμό όσο και τον εθνικό χαρακτήρα του αλβανικού μπεκτασισμού:

«Οι μπεκτασήδες πιστεύουν στο Θεό το μεγάλο και αληθινό, Μωάμεθ Αλή, Χατζή, Φατιμά, Χασάν και Χουσεϊν. Στους δώδεκα ιμάμηδες που είναι …Όλοι αυτοί έχουν τον Αλή ως πατέρα τους και τη Φατιμά ως μητέρα τους. Επίσης πιστεύουν σε όλους τους ευλογημένους του παρελθόντος και του μέλλοντος, επειδή αυτοί πιστεύουν στο καλό και το λατρεύουν. Και ακριβώς επειδή πιστεύουν σ’ αυτούς και τους αγαπούν, γι’ αυτό πιστεύουν και στο Μωυσή, τη Μαρία και τον Ιησού και στους μαθητές τους. Ως ιδρυτή τους έχουν τον Jafer Sadik και ως ανώτερο τον HajiBektash Veli που είναι από την ίδια οικογένεια. Όλοι αυτοί έχουν πει: να κάνεις το καλό και να αποφεύγεις το κακό… Η πίστη των Μπεκτασήδων είναι ένας πλατύς δρόμος που φωτίζεται από σοφία, αδελφοσύνη, φιλία, αγάπη, ανθρωπιά και όλη την καλοσύνη…»
 «Οι Μπεκτασήδες είναι αδέρφια και μια ψυχή, όχι μόνο μεταξύ τους αλλά  με όλη την ανθρωπότητα. Αγαπούν τους άλλους Μουσουλμάνους και τους Χριστιανούς σαν την ψυχή τους την ίδια και συμπεριφέρονται ευγενικά και καλά προς όλη την ανθρωπότητα. Αλλά πάνω από όλα αυτοί αγαπούν την πατρίδα τους και τους συμπατριώτες τους, γιατί αυτό είναι το καλύτερο πράγμα… Είθε να αγωνίζονται νύχτα και μέρα για το έθνος τους που το αποκαλούν πατέρα και στο οποίο ορκίζονται. Είθε να εργάζονται ενωμένοι με τους υπόλοιπους πολίτες και με τους μεγαλύτερους για τη σωτηρία της Αλβανίας και των Αλβανών, για την παιδεία και τον πολιτισμό του έθνους και της πατρίδας, για τη γλώσσα και για κάθε πρόοδο και ευτυχία…»[xvi]

Ας προβληματιστούμε λίγο πάρα πάνω γύρω από αυτό το ζήτημα της σχέσης του μπεκτασισμού με το αλβανικό εθνικό κίνημα. Η N. Clayer, που ασχολείται συστηματικά με το θέμα εδώ και πολλά χρόνια, κατά την έκδοση στα ελληνικά του σημαντικού άρθρου της με τίτλο  «Μπεκτασισμός και αλβανικός εθνικισμός» αισθάνθηκε την ανάγκη να στείλει στον εκδότη για δημοσίευση ως συμπλήρωμα στο τέλος ένα σημείωμα. Στο σημείωμα αυτό ομολογεί ότι στο συγκεκριμένο άρθρο της  που είχε δημοσιευτεί δώδεκα χρόνια πριν (και πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος) δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από τις «κατασκευές» του αλβανικού εθνικού μύθου γύρω από το δεσμό ανάμεσα στο μπεκτασισμό και το αλβανικό εθνικό κίνημα.
Γράφει χαρακτηριστικά ότι στο άρθρο της αναδεικνύει αυτόν τον δεσμό από το 1826 (χρονολογία της κατάργησης του σώματος  των Γενιτσάρων και της απαγόρευσης του τάγματος των μπεκτασήδων στην οθωμανική αυτοκρατορία), ενώ ο εθνικισμός δεν υφίστατο ακόμη εκείνη την εποχή μεταξύ των Αλβανών.

Γενίτσαρος. Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι.
 Και συνεχίζει: «Το αντιτουρκικό και εθνικιστικό συναίσθημα», το οποίο θα έπρεπε μάλλον να χαρακτηρίσουμε ως αντιοθωμανικό, ή ακόμη μόνο αντιχαμιτικό και εθνικιστικό, γεννήθηκε επομένως αργότερα στους  αλβανούς Μπεκτασήδες και με πάρα πολλές περιπέτειες. Έτσι, δεν έχουμε τελική εικόνα του κινήματος της εθνικής αναγέννησης για τη δημιουργία της Αλβανίας που ανέφερα στο κείμενο εκείνο. Επαναλάμβανα, πράγματι, ως ιστορικές αλήθειες πολλές παραδόσεις που είχαν επινοηθεί, οι οποίες, είναι αλήθεια, κυκλοφορούν ακόμη σε πολλές μελέτες… Δεν απομένει παρά το κείμενο που φωτίζει επακριβώς το ρόλο του μπεκτασικού δικτύου  στη διακίνηση των εντύπων στην αλβανική γλώσσα και στην εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής της γλώσσας αυτής  κατά τις τελευταίες δεκαετίες της οθωμανικής περιόδου, στη θέση που έλαβε η πλειοψηφία των μπεκτασήδων υπέρ του λατινικού αλφαβήτου, στην υποστήριξή τους προς τους αλβανούς τσέτες, στην είσοδο του εθνικισμού στο δόγμα του τάγματος από τον Ναΐμ Φράσερη, ή ακόμη στη σύνθεση εθνικιστικών ποιημάτων από μερικούς μπαμπά.. Η μελέτη αυτή προβάλλει, επίσης, την μετατροπή της αδελφότητας των Μπεκτασήδων σε μια θρησκευτική ξεχωριστή κοινότητα στα πλαίσια του ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, λόγω της αριθμητικής της δύναμης αλλά και του ρόλου της στην ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού.»[xvii]
Ανεξάρτητα από τη αποσαφήνιση των παραπάνω ερωτημάτων και πέρα από τη συζήτηση περί «επινοημένης παράδοσης», είναι γεγονός ότι από ένα σημείο και ύστερα ο μπεκτασισμός συνδέθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ιδιαίτερα με τον αλβανικό εθνικισμό. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως και οι σουνίτες Αλβανοί μουσουλμάνοι, από τη στιγμή που αρχίζει να καταρρέει η οθωμανική αυτοκρατορία, φροντίζουν να διαφοροποιηθούν σε μια προσπάθεια να αποβάλλουν από πάνω τους το στίγμα της ταύτισής τους με αυτή [xviii].
Η περίπτωση των μπεκτασήδων πέρα από τα θεολογικά της  και ευρύτερα πολιτισμικά της χαρακτηριστικά που ευνοούν την θετική της σχέση με την εθνική ιδεολογία, έχει το επιπλέον πλεονέκτημα  όχι απλά μιας πρώιμης διαφοροποίησης αλλά και μιας ουσιαστικής σύγκρουσης με το κυρίαρχο ισλάμ που εκφράζει και οθωμανική κυριαρχία. Σ’ αυτή τη βάση γίνεται περισσότερο κατανοητό γιατί ο μπεκτασισμός «βόλεψε» αρκετά στην συγκρότηση του εθνικού μύθου από τη μια και από την άλλη βοήθησε στην πραγματικότητα το αλβανικό εθνικό κίνημα.
Ο μύθος, άλλωστε, δεν είναι παρά ένας ιδεολογικός μοχλός για την ίδια τη δράση των ανθρώπων και ένας σημαντικός μηχανισμός ενεργοποίησης συλλογικών οραμάτων. Το πώς επενδύεται κάθε φορά με διαφορετικά μυθικά στοιχεία όλη αυτή η ιστορία παρουσιάζει έτσι κι αλλιώς μεγάλο ενδιαφέρον.
Η εκάστοτε εξουσία προβάλλει πάνω της το δικό της όραμα με μια επιλεκτική ανάγνωση και χρήση του ιστορικού παρελθόντος. Επιλέγω ξανά ένα κείμενο «σοσιαλιστικής» παραγωγής, όπου φαίνεται πεντακάθαρα πέρα από την εθνική και η κοινωνική ανάγνωση με ιδεολογικούς όρους: «Η αιτία της κλίσης του Ναΐμ Φράσιερη προς τον μπεκτασισμό πρέπει να αναζητηθεί επίσης στα  πραγματικά ιστορικά καθήκοντα για την επιτέλεση των οποίων εργαζόταν και μάχονταν ο Ν. Φράσιερη… Ο σουφισμός αν και αίρεση αντιπροσώπευε την ιδεολογική μορφή, που εξέφραζε την αντίθεση και τη διαμαρτυρία των λαών κατά της φεουδαρχίας, τη αντίθεση των λαών που ήταν υποδουλωμένοι και καταδυναστευόμενοι από την οθωμανική κυριαρχία… Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο λαός μας, του οποίου η παιδεία για πολλούς αιώνες ήταν στραμμένη προς το πνεύμα της θρησκείας, καταλάβαινε καλύτερα και πιο εύκολα την θρησκευτική γλώσσα. Γι’ αυτό δεν πρέπει καθόλου να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Ν. Φράσερη ψάχνει να βρει το δρόμο προς το πνεύμα και την καρδιά του αλβανικού λαού. Γι’ αυτό επικαλύπτει τις ιδέες του με θρησκευτικό περίβλημα…».[xix]
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μπεκτασισμός και αλβανικό εθνικό κίνημα συνδέθηκαν άρρηκτα μεταξύ τους από τις απαρχές του δεύτερου. Μιας και ό,τι λέμε το λέμε με αφορμή την επίσκεψή μας στον τεκέ της Φράσιερης μπορούμε να αναφέρουμε και τα εξής ιστορικά στοιχεία: Όταν επέστρεψε από τη Σύνοδο της Πριζρένης ο Abdul Frasheri μαζί με τον  Baba Alush του τεκέ της Φράσιερης, οργάνωσε τη γνωστή συγκέντρωση, που αναφέρεται και στην επιγραφή στην είσοδο και που ήταν ουσιαστικά η πρώτη εθνικιστική συγκέντρωση στο νότο. Λέγεται μάλιστα ότι οι μπεκτασήδες δερβίσηδες στη συνέχεια δεν έπαιξαν μόνο καταλυτικό ρόλο στη διάδοση των εθνικών ιδεών αλλά άσκησαν επιρροή και στους ίδιους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής.[xx]
Abdyl Frashëri (1839 – 1892)
Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι επινοημένη ή όχι, πρώιμη ή όψιμη, η σχέση του μπεκτασισμού με το αλβανικό εθνικό κίνημα είναι δεδομένη, γι’ αυτό και αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος ως μια από τις θρησκείες του αλβανικού έθνους. Έτσι εξηγείται και η αναγωγή της Φράσιερης σε συμβολικό τόπο εθνικής μνήμης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, παρά το κλείσιμο του τεκέ από το καθεστώς, το σπίτι της οικογένειας Φράσιερη μετατρέπεται σε μουσείο εθνικής ιστορίας. Είναι έτσι κατανοητή και η παρουσία της επιγραφής για τη συγκέντρωση του 1878 στην είσοδο του τεκέ και η τοποθέτηση της μπεκτασίδικης με την αλβανική σημαία στις δυο πλευρές της εισόδου κατά τη διάρκεια του πανηγυριού της 5ης Σεπτεμβρίου.


Βασίλης Νιτσιάκος
Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Εισήγηση στο Α΄ Επιστημονικό Συνέδριο του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών με θέμα: Διαστάσεις της μετάβασης και η ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών της Βαλκανικής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα, 10-12/11/2006.

Υποσημειώσεις


[i] Noel Malkolm, «Myths of Albanian national identity», στο St. Schwandner-Sievers and Bern. J. Fischer (eds), Albanian identities, Hurst and Company,London, 2002, σελ. 70-87.
[ii] Βλ. G. Duijzings,  «Religion and the politics of ‘Albanianism’» , ο.π., σελ. 60-69, 61.
[iii] Mehmed Bey Konitza, «The Albanian Question», International conciliation,138(!919), New York, σελ. 745-788, σελ. 747-749.
[iv] Βλ. G. Duijzings, ο.π. , σελ. 62 και Stavro Skendi, The Albanian national awakening,1872-1912, Princeton U.P., Princeton,N. Jersey, 1967.
[v] Βλ. B.J. Fischer, «Albanian nationalism in the twentieth century», sto P.F.Sugar (ed.), Eastern European nationalism in the twentieth century, U.P. ofAmerica,WashingtonD.C., 1995,  σελ. 21-54.
[vi] S. Maliqi, «Albanians between east and west», στο G. Duijzings, D. Janjic and S. Maliqi (eds), Kosovo-Kosova: Confrontation or coexistence, Peace Research Center, University of Nijmegen, 1997, σελ. 115-122, 122. Πρβλ. G. Duijning, ο.π., σελ.63. Επίσης βλ. St Draper, The conceptualization of an Albanian nation, Ethnic and Racial Studies, 20(1), 1997, σελ. 21-54.
[vii] Βλ. Stavro Skendi The Albanian national awakening 1872-1912, Princeton U.P., Primceton, New Jersey, 1967, M. Vickers, Οι Αλβανοί, Οδυσσέας, Αθήνα, 1997 (αγγλική έκδοση 1995) και St.Draper, ο.π.
[viii] S. Sami Bey Frasheri, Was war Albanien,was ist es, was wird es werden?, aus dem Turkischen ubersertzt von A. Traxler, Vienna and Leipsig, 1913, σελ. 46, πρβλ. Stavo Sκεndi, ο.π. σελ. 129.
[ix] Βλ. M. Vickers, ο.π., σελ. 29-31 και St. Draper, ο.π., σελ.130 –131.
[x] Fan Noli, Historia e Skëndrbeut, Boston, 1921 και George Castrioti Scanderberg, New York, 1947. Βλ.  Γκάζι Καπλάνι, «Θρησκεία και αλβανική εθνική ταυτότητα. Μύθοι και πραγματικότητες», Σύγχρονα Θέματα, 81(2002), σελ. 50-57.
[xi] Βλ. St. Draper, ο.π., σελ. 130-131
[xii] St. Pollo – Ar. Puto, Ιστορία της Αλβανίας, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη, χ.χ. ,σελ. 111.
[xiii] Ο.π. σελ. 366.
[xiv]Βλ. St. Pollo – Ar. Puto, o.π., σελ.122
[xv] Βλ. N. Clayer, «Ισλάμ, κράτος και κοινωνία στην μετακομμουνιστική Αλβανία», στο Ε. Ζεγκίνης (επιμ), Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005, σελ. 127-157, St. Draper, ο.π. και Γκ. Καπλάνι, ο.π.
[xvi] Βλ. R. Elsie, A dictionary of Albanian religion, mythology, and  folk culture,Hurst and Company, London, 2001, σελ. 25-34. Περισσότερες πληροφορίες για το μπεκτασισμό και την εξάπλωσή στα Βαλκάνια βλ. Fr. W. Hasluck, Χριστιανισμός και ισλάμ την εποχή των Σουλτάνων, τ. Α.-Β., Εκάτη, Αθήνα, 2004 και για τη σχέση του μπεκτασισμού με το εθνικό κίνημα στην Αλβανία βλ. Ευστρ. Ζεγκίνης (εισ.-επιμ.), Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005. Ολόκληρο το κείμενο του Φυλλαδίου των Μπεκτασήδων υπάρχει δημοσιευμένο και στα δύο παραπάνω βιβλία. Σημειωτέον ότι το φυλλάδιο αυτό γνώρισε δύο εκδόσεις, μία στο Βουκουρέστι το 1896 και μία στη Θεσσαλονίκη το 1910.
[xvii] Natalie Clayer, «Μπεκτασισμός και αλβανικός εθνικισμός», στο Ευστρ. Ζεγκίνης (εις.-επιμ.), ο.π., σελ. 75- 126, σελ. 125-126.
[xviii] Βλ. ενδεικτικά St. Skendi, ο.π.
[xix] Ziya Xholi, «A propos du pantheism de N. Frasheri », Studia Albanica, 1 (1965),  σελ. 131-152. Βλ. N. Clayer, ο.π., σελ. 118.
[xx] Βλ. N. Clayer, ο.π., σελ. 79-80.

Βιβλιογραφία



·         Clayer N., «Ισλάμ, κράτος και κοινωνία στην μετακομμουνιστική Αλβανία», στο Ζεγκίνης E.(επιμ), Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία,  Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005.
·         Draper St., The conceptualization of an Albanian nation, Ethnic and Racial Studies, 20(1), 1997, σελ. 21-54.
·         Duijzings G.,  «Religion and the politics of ‘Albanianism’» στο  Schwandner-Sievers St. and B.J. Fischer (eds), Albanian identities, Hurst and Company, London, 2002, σελ. 60-69.
·         Elsie R., A dictionary of Albanian religion, mythology, and  folk culture, Hurst and Company,London, 2001
·         Fischer B.J., «Albanian nationalism in the twentieth century», στο P.F.Sugar (ed.), Eastern European nationalism in the twentieth century, U.P. ofAmerica,WashingtonD.C., 1995,  σελ. 21-54.
·         Frasheri S. Bey, Was war Albanien,was ist es, was wird es werden?, aus dem Turkischen ubersertzt von A. Traxler, Vienna and Leipsig, 1913.
·         Hasluck Fr. W., Χριστιανισμός και ισλάμ την εποχή των Σουλτάνων, τ. Α.-Β., Εκάτη, Αθήνα, 2004.
·         Konitza M. Bey, «The Albanian Question», International conciliation,138(1919), New York, σελ. 745-788.
·         Maliqi S., «Albanians between east and west», στο Duijzings G., Janjic D. and  Maliqi S.(eds), Kosovo-Kosova: Confrontation or coexistence,PeaceResearchCenter,University ofNijmegen, 1997, σελ. 115-122.
·         Malkolm N., «Myths of Albanian national identity», στο St. Schwandner-Sievers and Bern. J. Fischer (eds), Albanian identities, Hurst and Company,London, 2002, σελ. 70-87.
·         Natalie Clayer, «Μπεκτασισμός και αλβανικός εθνικισμός», στο Ευστρ. Ζεγκίνης (επιμ.). Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία,Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005.
·         Noli F., George Castrioti Scanderberg, New York, 1947.
·         Noli F., Historia e Skëndrbeut, Boston, 1921.
·         Pollo St.-Puto Ar., Ιστορία της Αλβανίας, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη, χ.χ.
·         Skendi St., The Albanian national awakening, 1872-1912, Princeton U.P., Princeton,N. Jersey, 1967.
·         Vickers M., Οι Αλβανοί, Οδυσσέας, Αθήνα, 1997 (αγγλική έκδοση 1995).
·         Ziya Xholi, «A propos du pantheism de N. Frasheri », Studia Albanica, 1 (1965),  σελ. 131-152.
https://argolikivivliothiki.gr/2012/01/23/religion/
 miti i prejardhjes, miti i homogjenitit etnik dhe i pastërtisë kulturore si dhe miti i betejave të vazhdueshme kombëtare). Forma mitike që frymëzon retorikat kombëtare me pak fjalë është kjo: Zgjedhja fetare dhe respektimi i një doktrine të caktuar fetare nuk ju interesonte kurrë shqiptarëve, sepse identiteti i tyre kombëtar u ndërtua i pavarur nga këto përputhje dhe është i rrënjosur tek Iliria e lashtë në të kaluarën. Mgjth se Malkolm iu rreferohet shkrimtarëve shqiptarë të fillim shkeullit të 20-të që jetojnë në Amerikë, mund të themi se ky lloj stereotipi me disa ndryshime riprodhohet në tregimet nacionaliste të shqiptarëve nga fundi i shek të 19-të deri më sot.

Nga fillimet e nacionalizmit shqiptar vërehet një përpjekje për promovimin e një koncepti të caktuar mbi identitetin fetar, gjë e cila gjeti  shprehjen e saj ideale në një prej poezive të shkrimtarit nacionalist Pashko Vasa, “O Moj Shqypni”: Coniu, shqyptarë, prej gjumit çoniu, Të gjithë si vllazën n'nji besë shtërngoniu,
E mos shikoni kisha e xhamia:  Feja e shqyptarit asht shqyptaria!

Ky opinion përbën një motiv të përsëritur në të gjitha tekstet e Rilindjes Shqiptare, një fakt që tregon i vetëm se feja vetëm indiferente nuk ishte tek shqiptarët. E kundërta ndodhte, shqetësonte si problem në lidhje me krijimin e një identiteti të unifikuar kombëtar dhe promovimin e unitetit kombëtar. Si mund të ndodhte ndryshe, pasi për shumë shekuj, gjatë peridhës së pushtimit osman, kriteri bazë për krijimin e identiteteve kolektive, përtej përmasave të komuniteteve të vogla, ishte feja. Në esencë një zgjedhje ideologjike dhe një dëshirë kombëtare del më vonë si një realitet historik që është i ndryshëm. Ky është dhe funksioni unifikues i miteve, të cilat luajtën rol katalitik në krijimin e identiteteve të reja kombëtare.

Mundet këtu t’iu propozojmë  leximin e broshurës së M Konicës që është një tekst përfaqësuese i “Rilindjes” shqiptare. Shkruan pra kur flet për fenë këto sa vijojnë: “Ndër shumë gënjeshtra që përhapen me qëllim që të mbështetet opinioni se Shqiptarët nuk mund të krijojnë një shtet të pavarur është dhe mendimi se ata janë të përçarë nga dallimet fetare.... Mgjth atë Shqipëria është ndoshta i vetmi vend në Europë ku feja nuk ka shkaktuar aspak përçarje ndër banorët, të cilët kanë mbetur të bashkuar gjatë gjithë historisë së tyre kombëtare.. Martesa ndër të krishterë dhe myslymanë janë të zakonshme në Shqipëri... Të krishterë dhe myslymanë mund të gjenden në të njejtën familje, duke jetuar paqësisht nën të njejtës çati... Grekët, Serbët, Bullgarët që në numëra të mëdha u islamizuan, mohuan identitetin e tyre dhe u bënë me të vërtetë më turq se turqit.  Shqiptarët mbetën përgjithmonë shqiptarë” (iii).

Me të vërtetë, me kalimin e kohës miti/ legjenda «zuri vend, dhe ideja e unitetit kombëtar eliminoi gradualisht dallimet fetare. Është karakteristik fakti se në vend të kontradiktave fetare shfaqen dallimet kombëtare dhe përplasje që shprehin pikërisht tërheqjen e efektit fetar si mbizotërues përsa i përket marrdhënieve të grupeve.
Vërehen psh tensione ndër të krishterët orthodhoksë shqiptarë të cilët fitojnë një orientim kombëtar dhe hierarkisë kishtare orthodhokse, si dhe ndërmjet nacionalistëve bektashin të jugut me hierarkinë sunite. (iv)
Kulmi i kësaj përpjekje kombëtare nga ana e shqiptarëve për të bërë vetë shqiptarizmin fe, duke lënë mënjanë vetë fetë që përçanin popullin, ndodh në vazhdim gjatë diktaturës komuniste. Kam përshtypjen se imponimi i ateizmit kishte të bënte më pak me ideologjinë marksiste- leniniste dhe më tepër me nacionalizmin e veçantë të Enver Hoxhës, i cili e konceptoi fjalë për fjalë vargjet poetike të Pashko Vasës, duke e bërë shqiptarizmin fe dhe duke anulluar me ligj çdo lloj besimi dhe praktike tjetër. (v)
Pashko Vasa (1825 – 1892 )

Është karakteristik dhe realiteti i Shqipërisë gjatë periudhës post-komuniste. Lejimi i besimit fetar, përveç të tjerave, do të mund të vendoste në dyshim unitetin e popullit shqiptar, nëse mbizotëronin konceptet dhe tendencat ndarëse në lidhje me rolin e fesë. Vetë identiteti shqiptar duhet të përballojë dilemat e përputhjes me njërën apo tjetrën fe, fakt që ka dimensione më të gjëra shoqërore dhe kulturore. Këtu është interesante të vërejë dikush  se, para rrezikut që të mbizotërojnë llogjika përçarëse me bazë dallimet fetare në gjirin e kombit, shfaqet një filologji mbi ekumenizmin shqiptar, e cila ujitet në ujrat ideologjike të mendimit dhe nacionalistëve përparimtarë shqiptarë.
S Maliqi shkruan në mënyrë karakteristike: «Nëse lakuriqësia që la prapa komunizmi mund të zvendësohet nga diçka, nga ndonjë llojë besimi apo bindje nacionaliste, atëhere i vetmi besim i shqiptarëve është një komb ekumenistik, duke vazhduar traditën e njerëzve si Naim Frashëri, Fan Noli, Gjergj Fishta. (vi)
Është karakteristik fakti që tre përfaqësues kryesorë të lëvizjes kombëtare shqiptare i përkasin grupeve të ndryshme fetare. Naim Frashëri është myslyman, Fan Noli orthodhoks dhe Gjergj Fishta i krishter katolik. Ajo që i bashkon dhe i orienton në nënvlerësimin e faktorit fetar është besimi se ideja kombëtare dhe “rilindja” e kombit shqiptar me formën e një shteti të unifikuar dhe të pavarur. Të shënojmë për më tepër se në një farë mënyre që prej fillimeve të lëvizjes kombëtare shqiptare një klimë brenda së cilës komunitetet fetare konkurrojnë njëra-tjetrën kundrejt shqiptarizmës.
krishterët orthodhoks në këtë kontekst fillojnë dhe vetëpërcaktohen si shqiptarët më origjinalë duke pretenduar se orthodhoksia është feja më e vjetër e shqiptarëve, ndërsa në kundërshtim myslymanët bashkëpunuan dhe u përputhën në shumë gjëra me Osmanët (prandaj i quajnë deri më sot «turq»). Nga pikpamja e tyre myslymanët e konsiderojnë se ata janë shqiptarët më origjinalë, pasi ata përbënë dhe bërthamën e rilindjes kombëtare dhe si patriotë të mëdhenj rezistuan ndaj serbëve dhe synuan që të depërtonin dhe të pushtonin toka shqiptare. Për të krishterët në kundërshtim kanë opinionin se orthodhoksët janë të përputhur me grekët dhe katolikët me italianët. Katolikët pastaj me rradhën e tyre pretendojnë një pjesë të madhe të origjinalitetit të origjinës shqiptare, sepse ruajnë të paprekura zakonet dhe traditat e dorëzuara nga të parët dhe në veçanti të drejtën kanunore të nderit. (vii)
Vërehet pra një hipertematikë i grupimeve fetare në lidhje me ideologjinë e shqiptarizmit e cila tenton që të zvendësojë besimin fetar. Me shpërbërjen e perandorisë osmane dhe shfaqjen e lëvizjeve kombëtare në Ballkan, shqiptarët u gjendën përballë një situate të mangët përsa i përket zhvillimi të vetëndërgjegjësimit të tyre kombëtar dhe kështu, qoftë dhe me vonesë, përpiqeshin që të tejkalonin dallimet fetare dhe kulturore dhe të krijonin dha ata një komunitet kombëtar dhe kulturor të përbashkët, e cila do të mbështetet në gjera të tjera dhe jo në fe e cila si do që të jetë puna e përçan kombin. Prejardhja e përbashkët “fisnore” dhe gjuha e përbashkët përbënë dy kollonat kryesore, mbi të cilat do të bazohej zhvillimi i ndërgjegjies dhe identitetit të përbashkët kombëtar, diçka që presupozonte sigurisht krijimin e mekanizmave ideologjikë si shkollat dhe zhvillimin e një vegle të përbashkët gjuhore si dhe një letërsi kombëtare.
Vëllai i Naim Frashërit, Samiu e formuloi me mënyrën më të mirë në librin që botoi në fund të shek.të 19-të. Atje ai shkruan: “Shqipëria nuk mund të ekzistojë pa Shqiptarë, shqiptarë nuk mund të ekzistojnë pa gjuhën shqipe, dhe kjo e fundit nuk mund të ekzistojë pa alfabetin e saj dhe shkollat.(viii)
Një interes të veçantë paraqet në këtë kontekst dhe përdorimi i historisë, në vençanti për sa i përket heroit kombëtar të shqiptarëve  Gjergj Kastriotit – Skenderbeu. Skenderbeu vinte nga një familje feudale e krishtere dhe që fëmijë e kishin marrë peng osmanët e Derës së Lartë, në mënyrë që të siguronin nënshtrimin dhe bindjen e njerëzve të tij. Atje u rrit si myslyman, mori emrin Skënder dhe shërbeu si oficer i Sulltanit, duke arritur deri në gradën e gjeneralit dhe duke fituar titullin e beut. Më 1443 Skenderbeu u kthye në atdheun e tij, në Shqipërinë e sotme veriperendimore, e mohoi islamin, u bashkua me fisnikët e tjerë të zonës dhe me mbështetje të Vatikanit dhe Venetikëve rrezistoi për shumë vjet duke mbjatur ushtrinë osmane jashtë zonës deri në vdekjen e tij në vitin 1468. (ix).
Γεώργιος Καστριώτης- Σκεντέρμπεης
Gjergj - Kastrioti Skendërbeu
Shembullin e Skenderbeut, nacionalistët shqiptarë e morën si bazë për të zhvilluar rrezistencën kombëtare kundër armiqëve që përgatitin komplote kundër atdheut dhe unitetit të popullit shqiptar. Rasti i Skenderbeut, përveç karakteristikave heroike dhe virtytet që përmbledh, duket se i “volet” mitit kombëtar dhe përsa i përket karakteristikave fetare, pasi i ndryshoi besë në mënyrë të përsëritur. Bile është karakteristike përdorimi i zgjedhur i karakteristikave të tij, pasi kalon në heshtje elementi bazë i historisë së tij që është rrezistenca e një të krishteri përballë pushtuesve osmanë. Figura e Skenderbeut ndërtohet me marterialet e një miti kombëtar, ku dimensioni fetar i identitetit të tij nënvlerësohet. Mbi të promovohet formati ideal i Shqiptarit që materializon në çdo çast dogmën. “Ku është shpata është dhe feja.
Fan Noli në librin e tij të njohur Historia e Skenderbeut, shkruan: “Skenderbeu ishte një shqiptar origjinal që ndryshoi besën e tij sipas kushteve politike” (x).
Akoma dhe komunistët në përpjekjen e tyre që ndërtojnë një identitet kombëtar në kontekstin e një nacionalizmi karakteristik, lidhën lëvizjen e tyre me betejat e Skendërbeut kundër komploteve të jashtme.
Bile në kontekstin e një retorike për betejat e pandalshme dhe të vazhdueshme të popullit shqiptar në histori, paralelizojnë rezistencën e partizanëve ndaj forcave të Boshtit me atë që bëri Skëndërbeu kundër Sulltanit, duke theksuar elementët e vetëmbrojtjes dhe të betëjës heroike “vetmitare”  si një vërtetim i vazhdimësisë së karakterit shqiptar. Është interesant gjithashtu dhe mënyra me të cilën diktatura, nëpërmjet përzgjedhjes, paraqet historinë e Skëndërbeut të përshtatur në nevojat e saj ideologjike. Kështu hesht për faktin se beteja e tij ishte një betejë kryesisht  rrezistence ndaj pushtuesve myslymanë, pasi efekti fetar është përçarës për kombin shqiptar.
Bëhet fjalë për një shembull klasik “të leximit” të së kaluarës me bazë nevojat e të tashmes. Në esencë një dëshirë, një diçka që kërkohet në të tashmen, reflektohet në realitetin historik. Mqs pikërisht pushteti e di që feja mund të minojë unitetin e popullit, pasi përbërja e tij është multifetare, pikërisht për këtë arsze adopton mitin për indiferencën e tij kundrejt saj. Dhe ky mit promovohet akoma dhe tek Skenderbeu, tek betejat e të cilit çdo gjë tjetër mund të mungonte por jo dimensioni fetar. (xi). Mendoj se vërtetim për frikën e diktaturës përballë fesë dhe rrëzim esencial i mendimit në lidhje me indiferencën e popullit mbi fenë është imponimi i ateizmit në fundin e dhjetvjeçarit të viteve 1960  dhe mania me të cilën ky pushtet shkatërroi institucionet fetare me kulm “Muzeun e Ateizmit” në Shkodër, një qytet me tradita fetare të forta.
Nëse dikush hedh një sy në historiografinë e kohës, do të konstatojë lehtësisht  përpjeken që bëhet të përshtatet historia e Skenderbeut me kërkesat ideologjike moderne. Në librin e tyre Pollo dhe Puto
Historia e Shqipërisë, paraqitin Skëndërbeun si patriot i cili luftonte ndaj turqve dhe jo si një të krishter që lufton kundër myslymanëve. Kur ata vetë shkrimtarët detyrohen që të flasin mbi çështjen e identitetit fetar  të Skëndërbeut, nxitojnë që të sqarojnë se “kurrë nuk ishte një mbështetës i fesë, jo se ishte antifetar apo antikatolik por sepse një pozicion i tillë do të kishte rezultate shkatërruese  për luftën e tyre kombëtare  që kryenin katolikët dhe orthodhoksët.” (xii).
Në të njejtin libër gjen dikush dhe vetë pozicionin zyrtar të Partisë së Punës, për fenë dhe rolin e saj në historinë e Shqipërisë: “Problemi i rolit historik të fesë në Shqipëri do të duhet të shihet nën dy pikëpamje thmelore. Shqiptarë të ndarë që prej shekullit të 11-të në dy fe (katolikë dhe orthodhoksë), pas shek të 15-të në tre (katolikë, orthodhoksë, myslymanë), në kundërshtim me popujt e tjerë ballkanik nuk u ndanë në kaq shumë kombësi respektive. Ky diferencim ideologjik, mgjth rrjedhimet e sëmura që kishte në kaq shekuj në vend, nuk ja doli mbanë që të zhdukte ndërgjegjien kombëtare të Shqiptarëve. Shqipëria mgjth se ishte e ndarë në tre fe, armiqësore ndërmjet tyre, nuk njohur lufta fetare në historinë e saj.”
Shqiptari, shkruan Lordi Hombohouse, shoqëruesi i Bayronit në udhëtimet e  Chaild Harold në Shqipëri, do të thotë në fillim që është shqiptar dhe më pas cila është feja e tij. Instiktin e theksuar të mbrojtjes së entisë shqiptare, prosilitizmi fetar i cili iu imponua nga pushtuesit dhe nga masa e madhe relativisht i klerikëve me nivel të ulët, ka mundësi që ishin faktorë të cilët vetë, ndaluan rrënjosjen e fesë në shpirtin e Shqiptarëve.


Lidhjet jo aq të forta që kishin shqiptarët me fenë, vinin gjithashtu dhe si rrjedhim i rolit politik që luajti kjo e fundit. Ajo është pikëpamja e dytë bazë e rolit historik të Shqipërisë. Fetë u përdorën si gjithmonë si armë ideologjike të pushtuesve ku që nga linda dhe perëndimi i sollën me vete. Kështu që prej prejardhjes së tyre gjendeshin të ngatërruara me politikën, duke u përdorur si mbështetje e pushtuesve dhe vegël e forcave të cilat interesoheshin që ndarja fetare e shqiptarëve të luante një rol plotësisht shpërbërës në nivel politik”(xiii)
Me rënien e diktaturës në vitin 1991, çështja e fesë shfaqet sërish dhe lidhet, siç është e natyrshme, me çështjen e identitetit kombëtar të Shqiptarëve në kontekstin e kërkimit të orientimeve të reja. Ideja se shteti shqiptar ishte një vend laik dhe feja nuk duhet të lidhje me politikën, diçka që lidhet dhe ideologjinë mbizotëruese kombëtare, vendoset në diskutim. Orientimi mbi një apo tjetër drejtim, përsa i pëket zgjedhjeve fetare, nuk është thjesht çështje besimi por ngre çështje më të gjëra të integrimit kulturor dhe politik, fakt i cili merr dimensione të rëndësishme në kontekstin e bisedës së njohur për “përplasjen e kulturave”, e cila fokusohet në ndërluftimin e supozuar ndërmjet botës perendimore të krishterë dhe  islamit lindor, ku Ballkani si një zonë kufizuese me “ishuj islamikë” të rëndësishëm fitojnë një rëndësi dhe vlerë të re për kohën.

Pyetja me të vërtetë ngrihet: Quo vadis Albania? Përgjigjet të ndryshme dhe respektive me këndvështrimin dhe zgjedhjet politike të gjithësecilit. Një formëzim i shpejtë do të na jepte tre opinione kryesore.
I pari do të mund të karakterizohej si “eurocentrik” dhe shfrytëzon të kaluarën ateiste , duke e pëdorur si bazën, nivelin zero, për zhvillimin e një identiteti kryesisht të krishter i cili shikon nga Perëndimi. Në këtë kontekst katolikët mbështetin mendiin se katoliçizmi është rruga më e përshtatëshme i integrimit në komunitetin kulturor europian, pasi përbën formën bazë të shprehjes fetare në Europë. Orthodhoksia nuk mundet t’i shërbejë kaq mirë këtij qëllim për shkak të rolit të saj të kufizuar në Europë por dhe për vetë statusin kutluror të saj. Është karakteristik fakti që këtë opinion e mbështetin intelektualë me prejardhje të krishterë dhe myslymane ndër të cilët dhe vetë Ismail Kadare. Është një opinion , i cili përveç të tjerave, lidhet dhe me një lexim të caktuar të rastit të Skëndërbeut, në veçanti përsa i përket dimensionit të zgjedhjet ndërmjet Perëndimit dhe Lindjes.
Që të bëhet akoma më e kuptueshme kjo, do t’iu propozoja sërish të lexonit Pollo dhe Puto, të cilët vite më parë dhe në kohën e diktaturës së E Hoxhës shkruan: “Asnjë nuk mundet të vendosë në diskutim rolin që luajti Skënderbeu në kushtet që krijoi zbritja osmane në vetë zemrën e Europës, si mbrojtës i kulturës europiane dhe ushtar i Rilindjes...” (xiv).


Opinioni i dytë pothuajse përputhet dhe me opinionin mbizotërues të idnentitetit kombëtar të shqiptarëve, e cila promovon karakterin e saj multifetar nga njëra anë dhe rëndësinë e vogël që ka feja në formimin e identitetit kombëtar shqiptar. Me këtë si bazë mbështetet sa  pluralizmi fetar dhe liria e besimit fetar aq dhe ndarja e fesë nga politika.

Opinioni i tretë është më pak e përhapur dhe ka lidhje me marrdhënien e shqiptarizmës me islamin (“islamo-nacionalizmi”). Bile paraqitet interesante pëprjekja e shprehësve të saj që të shkundin stigmën e përputhjes të myslymanëve shqiptarë me osmanët, duke mbështetur opinionin se islamizimi i popullatës përbënte “strategji kombëtare” për të shmangur sllavizimin ose helenizmin e popullit shqiptar. Është e qartë që ky opinon ka një karakter anti-perendimor dhe për këtë nuk fiton dhe teren, për shkak të orientimit europian të vendit. (xv).

Rasti i Bektashinjëve

Po Bektashinjtë? Ku rënditen në të gjitha këto bektashinjtë? Por le ti marrim gjërat nga fillimi. E mbi të gjitha çfarë janë bektashinjtë. R Elsie në librin e tij A Dictionary of Albanian religion, mythology, and folk culture përmend në vija të përgjithëshme si më poshtë:
“Urdhëri i bektashinjëve thuhet se u themelua në Anadoll nga HaxhiBektash Veli i cili jetoi gjatë shek të 13-të. Me shtrirjen e perandorisë osmane u shtri në Ballkan. Shumë pak dimë për prezencën e hershme të bektashizmit në Shqipëri por mund të supozojmë se u konsolidua në fundin e shek të 16-të deri nga mesi i shek të 17-të.
Shqiptarët ishin në veçanti pranues në disa prej karakteristikave të tij, si psh toleranca dhe respekti në fetë e ndryshme dhe praktikat e tyre. Për më tepër, në kundërshtim me islamin orthodhoks (sunni), i cili the përputhej me pushtetin osman dhe gjuhën arabe, bektashizmi tregonte interes të veçantë dhe respekt ndaj kulturave lokale dhe gjuhëve.

Bektashizmi njohur një përhapje të madhe gjatë viteve të Ali Pashës, i cili ishte dhe ai vetë bektashi, për të ruajtur një rol protagonist në lëvizjen e “rilindjes kombëtare” të shqiptarëve gjatë shke të 19-të.  Vlerësohet se në fillimet e shek të 20-të  15% e popullatës shqiptare ishin bektashinj, dmth një e katërta e myslymanëve të vendit. Teqetë bektashiane ishin qëndra të lëvizjes kombëtare shqiptare, në veçanti përsa i përket propagandës së jashtëligjshme në dobi të gjuhës shqipe dhe arsimit, duke ndihmuar mjaftueshëm në qarkullimin e librave të parë në gjuhën shqipe.
Në mbledhjen e parë kombëtare që u mbajt në Prishta të Skraparit në vitin 1922, bektashinjtë shpallën pavarësinë e tyre nga bektashinjtë Turq dhe është karakteristik fakti se, pas ndalimit të bektashizmit në Turqi më 1925-ën, qëndër e bektashizmit botëror u bë Tirana.
Në Bektashizëm ajo që ka vlerë më të madhe është mesazhi i brendshëm dhe jo kompromiset e jashtme. Ceremonitë dhe prkatikat e tyre karakterizohen nga një nivel i lartë lirie. Disa bektashinj pijnë alkool dhe bile në disa teqe prodhojnë dhe ata vetë. Gratë marrin pjesë në mënyrë të barabartë me burrat e tyre në festa. Gjithashtu bektashizmi ka instaluar mjaft elementë nga fe të tjera dhe konkretisht në Ballkan nga krishtërimi orthodhoks. Një prej karakterisikat kryesore është dhe një lloj panteizmi për të cili ata vetë i përballojnë me misticizëm.
Por burimi më i rëndësishëm për bektashizmin shqiptar është Fletorja e Bektashizmit e Naim Frashërit, një figurë udhëheqëse e lëvizjes kombëtare shqiptare. Naim frashëri besonte se idetë liberale dhe panteiste si dhe karakteri krahasues i bektashizmit do të mund të përbënin bazë për zhvillimin e tij si fe kombëtare e shqiptarëve. Ndërthurrja bile e elementëve të Kuranit dhe Biblës në besimin e bektashinjëve besonte se do të ndihmonte në promovimin e unitetit në popullin shqiptar të ndarë nga fetë.
Po ju sjellim dy pjesë nga kjo vepër e Naim Frashërit, që tregojnë sa panteizmin dhe sinkretizmin aq dhe karakterin kombëtar të bektashizmit shqiptar:

Naim Frasheri

“Bektashinjë besojnë në Zoti i madh dhe i vërtetë, Muhamet Ali, Haxhi, Fatima, Hasan dhe Husein. Në dymbëdhjetë imamët që janë... Të gjithë ata sa kanë Aliun si babain e tyre dhe Fatimen si nënën e tyre. Gjithashtu besojnë tek të gjithë të bekuarit e kaluar dhe të ardhmes, sepse ata besojnë tek e mira dhe e adhurojnë. Pikërisht sepse besojnë tek ata dhe i duan, prandaj besojnë tek Moisiu, Marian , Jesuin dhe nxënësit e tyre. Si themelues të tyre kanë Xhafer Sadik dhe si më të lartin e tyre HaxhiBektash Veli që është nga e njejta e familjeve. Të gjithë këta kanë thënë: të bësh mirë dhe ti shmangesh të keqes... Besimi i Bektashinjëve, është një rrugë e gjërë që ndriçohet nga mençuria, vëllazëria, miqësia, dashuria, humanizmi dhe e gjithë mirësia....”


“Bektashinjtë janë vëllezër dhe një shpirt, jo vetëm ndërmjet tyre por me gjithë njerëzimin. I duan myslymanët dhe të krishterët si vetë shpirtin e tyre dhe sillen mirë me respekt kundrejt gjithë njerëzimit. Por mbi të gjitha ata duan atdheun e tyre dhe bashkëkombasit e tyre, sepse kjo është gjëja më e mirë.... Uroj që të luftojnë ditë e natë për atdheun e tyre që e quajnë At dhe për të cilin betohen. Uroj që të punojnë të bashkuar me qytetarët e tjeraë dhe me më të mëdhenjtë për shpëtimin e Shqipërisë dhe të shqiptarëve, për arsimin dhe kulturën e kombit dhe të atdheut, për gjuhën dhe çdo sukses dhe përparim...”(xvi)



Le të mendohemi disi më tepër rreth kësaj çështjeje të marrdhënies së bektashizmit me lëvizjen kombëtare shqiptare. N Clayer, e cila u mor në mënyrë sistematike me çështjen këtu e shumë vite, gjatë botimit në greqisht të artikullit të rëndësishëm të saj me titull “Bektashizmi dhe nacionalizmi shqiptar”, ndjeu nevojën që të dërgojë tek botuesi për botim si shtojcë në fund një shënim. Në këtë shënim pohon se në artikullin e saj që ishte publikuar dymbëdhjet vjetë më parë (dhe para rrëzimit të pushtetit diktatorial) nuk ja kishte dalë dot që të shpëtonte nga “krijimet” e mitit kombëtar shqiptar rreth lidhjeve të bektashizmit dhe lëvizjes kombëtare shqiptare.

Shkruan ndër të tjera se në artikullin e saj nxjerr në pah këtë lidhje që përej vitit 1826 (viti i zhdukjes së ekzistencës së Jeniçerëve dhe ndalimit të Urdhërit të bektashinjëve në perandorinë osmane), ndërsa nacionalizmi nuk ekzistonte akoma në atë kohë ndër shqiptarët. Më tej vazhdon : “Ndjenja anti-turke dhe kombëtare”, të cilën do të duhej më tepër ta karakterizonim si anti-osmane, ose vetëm anti-hamite dhe nacionale, u lind më vonë tek shqiptarët Bektashinj dhe pas shumë peripecish. Kështu, nuk kemi imazh të plotë të lëvizjes së rilindjes kombëtare për krijimin e Shqipërisë që përmenda tek ai tekst. Përsërisja si të vërteta historike tradita që ishin shpikur, të cilat, është e vërtetë që qarkullojnë në shumë studime. Nuk mbetet veçse teksti i cili ndriçon saktësisht rolin e bektashizmit në qarkullimin e shkrimeve në gjuhën shqipet dhe në të mësuarit për të lexuar dhe shkruar të kësaj gjuhe gjatë dhjetvjeçarëve të fundit të periudhës osmane, në pozicioanin që mori shumica e bektashinjëve në lidhje me alfabetin latin, në mbështetjen e tyre kundrejt çetave shqiptare, futjen e nacionalizmit në dogmën e Urdhërit nga Naim Frashëri, ose akoma dhe në kompozimin e poezive nacionaliste nga disa baballarë... Ky studim paraqet gjithashtu, shndërrimin e vëllazërisë së Bektashinjëve në një komunitet fetar të ndarë të shtetit shqiptar të pavarur, për shkak të fuqisë të madhe në numër dhe të rolit të saj në zhvillimin e nacionalizmit shqiptar.” (xvii)

Pavarësisht sqarimit të pyetjeve të mësipërme dhe përtej bisedës mbi “traditës së shpikur”, është fakt se që në një pikë e tutje bektashizmi u lidh me një mënyrë apo tjetër në veçanti me nacionalizmin shqiptar. Është e ditur se si shqiptarët myslymanë sunitë, që në çastin që filloi të binte perandoria osmane, filluan që të diferencohen në një përpjekje për të larguar prej tyre pëpruthjen me të. (xviii).
Rasti i Bektashinjëve përtej teologjisë së saj dhe karakteristikat e saj më të gjëra kulturore që ndihmojnë pozicionin pozitiv  me ideologjinë kombëtare,  ka një avantazh jo thjesht të një diferencimi më të hershëm por dhe një pëprlasjeje esenciale me islamin mbizotërues i cili shpreh pushtetin osman. Me bazë këtë bëhet me e kuptueshme arsyeja pse bektashizmi “ishte i volitshëm” mjaftueshëm në krijimin e mitit kombëtar nga njëra anë dhe nga ana tjetër ndihmoi në të vërtetë lëvizjen kombëtare shqiptare.

Miti , nuk është veçse një vegël ideologjike për vetë veprimin e njerëzve dhe një mekanizëm i rëndësishëm i aktivizimit të vizioneve kolektive. Se si investohet çdo herë me elementë të ndryshëm mitikë e gjithë kjo histori është një çështje që ka interes të madh.
Pushteti i rradhë reflekton mbi veten vizionin e tij me një lexim dhe përdorim përzgjedhës së të kaluarës historike. Po zgjedh sërish një tekst të prodhimit “socialist”, ku duket tepër qartë përtej leximit nacionalist de ai shoqëror me kushte ideologjike: “Shkaku i tendencës së Naim Frashërit drejt bektashizmit duhet të kërkohet gjithashtu dhe në detyrat e vërteta historike për kryerjen e së cilave punonte dhe luftonte N Frashëri.. Sufizmi mgjth se sekt përfaqësonte formën ideologjike, që shprehte në kundërshtim me protestën e popujve kundër sistemit feudal, kundërshtinë e popujve të cilët ishin të nënshtruar dhe të stërmunduar nga pushteti osman... në fund nuk duhet të harrojmë se populli ynë, arsimi dhe edukimi i të cilit për shumë vjet ishte  i kthyer drejt frymës së fesë, kuptonte më mirë dhe më lehtë gjuhën fetare. Për këtë arsye nuk duhet aspak të na çuditë fakti që N Frashëri kërkon të gjejë rrugën drej frymës dhe zemrës së popullit shqiptar. Për këtë arsye, mbulon idetë e tij me mbulesë fetare...” (xix)

Ndërkaq nuk ka asnjë dyshim që bektashizmi dhe lëvizja kombëtare shqiptare u lidhën fort ndërmjet tyre  që nga fillimi i të dytit. Mqs ato që themi i themi duke marrë shkas nga vizita jonë në teqenë e Frashërit, mund të përmendim dhe këto elementë historikë: Kur u kthye nga Lidhja e Prizrenit Abdyl Frashëri së bashku me Baba Alushin  e teqesë së Frashërit, organizoi një takim, e cila përmendet dhe në mbishkrimin e hyrjes dhe e cila në thelb ishte takimi i parë kombëtar në jug. Thuhet bile se bektashinjtë dervishë në vazhdim nuk luajtën vetëm rol katalizues në përhapjen e ideve kombëtare, por dhe ushtruan ndikimin e tyre tek vetë popullatat e krishtera të zonës në përgjithësi. (xx)
Abdyl Frashëri (1839 – 1892)


Si përfundim, mund të themi se, e shpikur apo jo, e hershme apo e vonuar, marrdhënia e bektashizmit me lëvizjen kombëtare shqiptare është e faktuar, për këtë u njoh dhe zyrtarisht nga shteti si një prej feve të kombti shqiptar. Kështu shpjegohet dhe promovii i Frashërit si një vend simbolik i kujtesës kombëtare. Është tregues fakti, se mgjth mbylljen e teqesë nga pushteti, shtëpia e familjes Frashëri u kthye në muze të historisë kombëtare. Kështu është i kuptueshëm fakti se prezenca e mbishkrimit për takimin, mbledhjen e vitit 1878 në hyrje të teqesë dhe vendosja e flamurit bektashi me atë shqiptar në të dyja anët gjatë festimit të 5 shtatorit.
Vasili Niciakos
Pedagog i Universitetit të Janinës
Ligjërat në Konferencën e 1-rë Shkencore të Studimev e Ballkanike me temë: Dimensionet e kalimit dhe prespektivea europiane e vendeve të Ballkanit, Universitetit i Maqedonisë Perendimore, Follorinë 10-12/11 /2006

Përktheu Pelasgos Koritsas
Nënshënime


[i] Noel Malkolm, «Myths of Albanian national identity», στο St. Schwandner-Sievers and Bern. J. Fischer (eds), Albanian identities, Hurst and Company,London, 2002, σελ. 70-87.
[ii] Βλ. G. Duijzings,  «Religion and the politics of ‘Albanianism’» , ο.π., σελ. 60-69, 61.
[iii] Mehmed Bey Konitza, «The Albanian Question», International conciliation,138(!919), New York, σελ. 745-788, σελ. 747-749.
[iv] Βλ. G. Duijzings, ο.π. , σελ. 62 και Stavro Skendi, The Albanian national awakening,1872-1912, Princeton U.P., Princeton,N. Jersey, 1967.
[v] Βλ. B.J. Fischer, «Albanian nationalism in the twentieth century», sto P.F.Sugar (ed.), Eastern European nationalism in the twentieth century, U.P. ofAmerica,WashingtonD.C., 1995,  σελ. 21-54.
[vi] S. Maliqi, «Albanians between east and west», στο G. Duijzings, D. Janjic and S. Maliqi (eds), Kosovo-Kosova: Confrontation or coexistence, Peace Research Center, University of Nijmegen, 1997, σελ. 115-122, 122. Πρβλ. G. Duijning, ο.π., σελ.63. Επίσης βλ. St Draper, The conceptualization of an Albanian nation, Ethnic and Racial Studies, 20(1), 1997, σελ. 21-54.
[vii] Βλ. Stavro Skendi The Albanian national awakening 1872-1912, Princeton U.P., Primceton, New Jersey, 1967, M. Vickers, Οι Αλβανοί, Οδυσσέας, Αθήνα, 1997 (αγγλική έκδοση 1995) και St.Draper, ο.π.
[viii] S. Sami Bey Frasheri, Was war Albanien,was ist es, was wird es werden?, aus dem Turkischen ubersertzt von A. Traxler, Vienna and Leipsig, 1913, σελ. 46, πρβλ. Stavo Sκεndi, ο.π. σελ. 129.
[ix] Βλ. M. Vickers, ο.π., σελ. 29-31 και St. Draper, ο.π., σελ.130 –131.
[x] Fan Noli, Historia e Skëndërbeut, Boston, 1921 και George Castrioti Scanderberg, New York, 1947. Βλ.  Γκάζι Καπλάνι, «Θρησκεία και αλβανική εθνική ταυτότητα. Μύθοι και πραγματικότητες», Σύγχρονα Θέματα, 81(2002), σελ. 50-57.
[xi] Βλ. St. Draper, ο.π., σελ. 130-131
[xii] St. Pollo – Ar. Puto, Ιστορία της Αλβανίας, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη, χ.χ. ,σελ. 111.
[xiii] Ο.π. σελ. 366.
[xiv]Βλ. St. Pollo – Ar. Puto, o.π., σελ.122
[xv] Βλ. N. Clayer, «Ισλάμ, κράτος και κοινωνία στην μετακομμουνιστική Αλβανία», στο Ε. Ζεγκίνης (επιμ), Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005, σελ. 127-157, St. Draper, ο.π. και Γκ. Καπλάνι, ο.π.
[xvi] Βλ. R. Elsie, A dictionary of Albanian religion, mythology, and  folk culture,Hurst and Company, London, 2001, σελ. 25-34. Περισσότερες πληροφορίες για το μπεκτασισμό και την εξάπλωσή στα Βαλκάνια βλ. Fr. W. Hasluck, Χριστιανισμός και ισλάμ την εποχή των Σουλτάνων, τ. Α.-Β., Εκάτη, Αθήνα, 2004 και για τη σχέση του μπεκτασισμού με το εθνικό κίνημα στην Αλβανία βλ. Ευστρ. Ζεγκίνης (εισ.-επιμ.), Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005. Ολόκληρο το κείμενο του Φυλλαδίου των Μπεκτασήδων υπάρχει δημοσιευμένο και στα δύο παραπάνω βιβλία. Σημειωτέον ότι το φυλλάδιο αυτό γνώρισε δύο εκδόσεις, μία στο Βουκουρέστι το 1896 και μία στη Θεσσαλονίκη το 1910.
[xvii] Natalie Clayer, «Μπεκτασισμός και αλβανικός εθνικισμός», στο Ευστρ. Ζεγκίνης (εις.-επιμ.), ο.π., σελ. 75- 126, σελ. 125-126.
[xviii] Βλ. ενδεικτικά St. Skendi, ο.π.
[xix] Ziya Xholi, «A propos du pantheism de N. Frasheri », Studia Albanica, 1 (1965),  σελ. 131-152. Βλ. N. Clayer, ο.π., σελ. 118.
[xx] Βλ. N. Clayer, ο.π., σελ. 79-80.

Bibliografi



·         Clayer N., «Ισλάμ, κράτος και κοινωνία στην μετακομμουνιστική Αλβανία», στο Ζεγκίνης E.(επιμ), Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία,  Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005.
·         Draper St., The conceptualization of an Albanian nation, Ethnic and Racial Studies, 20(1), 1997, σελ. 21-54.
·         Duijzings G.,  «Religion and the politics of ‘Albanianism’» στο  Schwandner-Sievers St. and B.J. Fischer (eds), Albanian identities, Hurst and Company, London, 2002, σελ. 60-69.
·         Elsie R., A dictionary of Albanian religion, mythology, and  folk culture, Hurst and Company,London, 2001
·         Fischer B.J., «Albanian nationalism in the twentieth century», στο P.F.Sugar (ed.), Eastern European nationalism in the twentieth century, U.P. ofAmerica,WashingtonD.C., 1995,  σελ. 21-54.
·         Frasheri S. Bey, Was war Albanien,was ist es, was wird es werden?, aus dem Turkischen ubersertzt von A. Traxler, Vienna and Leipsig, 1913.
·         Hasluck Fr. W., Χριστιανισμός και ισλάμ την εποχή των Σουλτάνων, τ. Α.-Β., Εκάτη, Αθήνα, 2004.
·         Konitza M. Bey, «The Albanian Question», International conciliation,138(1919), New York, σελ. 745-788.
·         Maliqi S., «Albanians between east and west», στο Duijzings G., Janjic D. and  Maliqi S.(eds), Kosovo-Kosova: Confrontation or coexistence,PeaceResearchCenter,University ofNijmegen, 1997, σελ. 115-122.
·         Malkolm N., «Myths of Albanian national identity», στο St. Schwandner-Sievers and Bern. J. Fischer (eds), Albanian identities, Hurst and Company,London, 2002, σελ. 70-87.
·         Natalie Clayer, «Μπεκτασισμός και αλβανικός εθνικισμός», στο Ευστρ. Ζεγκίνης (επιμ.). Μπεκτασήδες δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία,Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005.
·         Noli F., George Castrioti Scanderberg, New York, 1947.
·         Noli F., Historia e Skëndrbeut, Boston, 1921.
·         Pollo St.-Puto Ar., Ιστορία της Αλβανίας, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη, χ.χ.
·         Skendi St., The Albanian national awakening, 1872-1912, Princeton U.P., Princeton,N. Jersey, 1967.
·         Vickers M., Οι Αλβανοί, Οδυσσέας, Αθήνα, 1997 (αγγλική έκδοση 1995).
·         Ziya Xholi, «A propos du pantheism de N. Frasheri », Studia Albanica, 1 (1965),  σελ. 131-152.

Δεν υπάρχουν σχόλια: