Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βλαχόφωνοι Έλληνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους

Οι Βλάχοι: Η καταγωγή, η γλώσσα, και η μακραίωνη ιστορία τους

Μιχάλης Στούκας

Είναι οι Βλάχοι λατινόφωνοι Έλληνες; - Τι αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές; - Η γλώσσα των Βλάχων


Με ένα ακόμα…επίμαχο και πολυσυζητημένο θέμα θα ασχοληθούμε σήμερα. Με τους Βλάχους. Με την καταγωγή και την ιστορία τους. Τις αναφορές γι’ αυτούς σε βυζαντινές πηγές. Την προέλευση της ίδιας της λέξης «Βλάχος» αλλά και της λέξης «Αρμάνοι» με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι. Αλλά και την «πορεία» τους στο πέρασμα των αιώνων.


Ποιοι είναι οι Αρμάνοι – Βλάχοι;



Όπως γράφει ο πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νικόλαος Μέρτζος, βλάχος κι ο ίδιος στην καταγωγή, στο βιβλίο του «Οι Αρμάνοι Βλάχοι», έκδ. της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, 2010, «ο όρος Βλάχοι αποτελεί ετεροπροσδιορισμό. Έτσι ορίζονται από τρίτους όσοι αυτόχθονες αρχαίοι πληθυσμοί, προ πάντων ορεσίβιοι αλλά και αστοί, λατινοφώνησαν στην προφορική αποκλειστικά λαλιά τους επειδή υπηρέτησαν όλη τη ζωή τους ως στρατιώτες και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής. Επί μακρούς αιώνες παρέμειναν επίμονα ενδογαμικοί, δηλαδή παντρεύονταν μονάχα μεταξύ τους, και, γι’ αυτό, διατήρησαν ανόθευτη τη γηγενή καταγωγή τους. Ανέκαθεν εμείς οι αποκαλούμενοι Βλάχοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Αρμάνοι, δηλαδή Ρωμαίοι πολίτες της καθ’ ημάς Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κατά τους τελευταίους αιώνες της επονομαζόταν και Ρωμανία. Ως Ρωμαίοι, άλλωστε, αυτοπροσδιορίζονται επί χίλια διακόσια και άνω χρόνια όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα αυτοπροσδιορίζονται, επίσης, ως Ρωμιοί. Αρειμάνιοι στην ελληνική γλώσσα σημαίνει αγέρωχοι πολεμιστές. Και ανέκαθεν οι Βλάχοι ήμασταν πολεμιστές». 


Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, ο Πρόεδρος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, Καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, γράφει: «…οι Βλάχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη εθνοτική ομάδα ή ως μια πληθυσμιακή ομάδα διχασμένη από τις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά ως μια γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας».

Η άποψη αυτή, που θεωρείται σήμερα η πλέον ορθή, δεν ήταν πάντα αποδεκτή.

Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Ν. Α. Βέης, ο Π. Αραβαντινός κ.ά. έχοντας ως μοναδικό κριτήριο τη γλώσσα των Βλάχων και την ομοιότητά της με τη ρουμανική, θεωρούσαν ότι οι βλαχόφωνοι Έλληνες Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, έχουν κοινή καταγωγή με τους Βλάχους των περιοχών γύρω από τον Δούναβη και τον Αίμο της Βουλγαρίας. Αντλώντας επιχειρήματα από τους βυζαντινούς χρονογράφους Κίνναμο, Κεκαυμένο και Χαλκοκονδύλη, δέχονται ότι οι βλαχόφωνοι της Βόρειας Ελλάδας, μετοίκησαν σ’ αυτή από την περιοχή του Δούναβη.


Ο Γιώργης Έξαρχος, στο δίτομο έργο του «Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι)», θεωρεί ως ορθότερη ερμηνεία της προέλευσης των Βλάχων, αυτή που έδωσε το 1832 ο Κωνσταντίνος Κούμας. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Λαρισαίος εκπαιδευτικός και Διδάσκαλος του Γένους: «Ό,τι συνέβη εις τους επέκεινα του Ίστρου, Δάκας και Γέτας, είχεν πολύ πρότερον να γίνεται εις τους εντεύθεν του Ίστρου (=Δούναβη) λαούς […]. Αποτέλεσμα τούτων ήτο, ότι Μακεδόνες, Θετταλοί, Έλληνες, έμαθον την γλώσσαν των νικητών των (ενν. των Ρωμαίων) και πολλοί έχασαν την ιδικήν των. Εις μόνον τας μεγάλας πόλεις αντείχεν η Ελληνική Γλώσσα. Όλοι ούτοι οι λαοί ονομάζονται με κοινόν όνομα ΒΛΑΧΟΙ» (Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων», εν Βιέννη 1832, τόμος ΙΒ’ σελ. 520-521).

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πάρα πολλές απόψεις ακόμα. Αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε. Ας δούμε τώρα την προέλευση της λέξης «Βλάχοι».


Η ετυμολογία της λέξης Βλάχος

Για την προέλευση της λέξης Βλάχος, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Θα αναφέρουμε εδώ, τις κυριότερες από αυτές.

i. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη Βλαχά (ή βληχή) = το βέλασμα
ii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλαχάν ή βλίχαν(ος) ή βλίκανον = ο βάτραχος
iii. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη βλάχνον ή βλάχρον ή βλαχρόν ή βλάθρον ή βλήχρα ή βλήχρον = το φυτό φτέρη
iv. Προέρχεται από τη λατινική λέξη flaccus = αυτός που έχει μεγάλα αφτιά
v. Προέρχεται από την ελληνική λέξη Βράχος
vi. Προέρχεται από την αιγυπτιακή λέξη φελάχος = ποιμένας, βοσκός. Η θεωρία αυτή, με βασικό υποστηρικτή τον διαπρεπή αρχαιολόγο και εθνολόγο Αντώνιο Κεραμόπουλλο (1870-1961), φαίνεται ότι δεν ευσταθεί.

Μια άλλη εκδοχή, θέλει τη λέξη Βλάχοι να προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volci. Έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί πρώτα τους Κέλτες και μετέπειτα όλους τους λατινόγλωσσους Ρωμαίους και μη Ρωμαίους γείτονές τους.


Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο «Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, 2009, γράφει τα εξής:

Βλάχος < σλαβ. Vlaha  < παλ.γερμ. Wal(a)h < λατ. Volcae (> ελυστ. Ουάλκαι), ονομασία κελτικού φύλου που είχε εκλατινιστεί και ζούσε υπό γερμανική κυριαρχία.
Και συνεχίζει με μία «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ»
Οι Βλάχοι ή Αρωμούνοι (Arman «Ρωμαίοι») του ελληνικού χώρου προέρχονται από πληθυσμούς που είχαν εκλατινιστεί κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και μιλούν λατινογενή διάλεκτο, συγγενή προς τα Ρουμανικά. Η  λατ. ονομασία Volcae (απ’ όπου το μεσν. Βλάχοι), που αναφερόταν στους Κέλτες υπηκόους της Ρωμαϊκής και αργότερα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί την αφετηρία στην οποία ανάγονται τα ονόματα διαφόρων σημερινών κελτικών υπολειμμάτων στην Ευρώπη, π.χ. Ουαλοί (Welsh, Μ. Βρετανία), Βαλόνοι (Wallons, γαλλόφωνοι του Βελγίου), Γαλάτες (Gaylois, Γαλλία).

Οι Γερμανοί, και στη συνέχεια όλοι οι Σλάβοι, ονόμαζαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς ανεξάρτητα από την καταγωγή καθενός απ’ αυτούς. Η δε Πολωνία μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία!

Βυζαντινές πηγές για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους

Ο πρώτος που χρησιμοποιεί βλάχικες λέξεις, στο έργο του «Περί Κτισμάτων», είναι ο ιστορικός Προκόπιος, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού 6ος αιώνας.

Περίπου την ίδια εποχή, ο Ιωάννης Λυδός, λατινομαθής, νομικός και φιλόσοφος (περ. 490-578), αποκαλύπτει την ύπαρξη λατινόφωνων πληθυσμών στις ευρωπαϊκές χώρες. Στο έργο του «Περί των Αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας», αναφέρει ότι: «Υπήρχε παλιός νόμος όσα γίνονταν από τους επάρχους, ακόμα και από τις άλλες αρχές, να λέγονται στην ιταλική γλώσσα…και όσα γίνονται στην περιοχή της Ευρώπης (έτσι ονομαζόταν εκείνη την εποχή η Βαλκανική) διαφύλαξαν την αρχαιότητα από ανάγκη, διότι οι κάτοικοί της, αν και ήταν στο μεγαλύτερο μέρος έλληνες, μιλούσαν ιταλικά («τη των Ιταλών φθέγγεσθο φωνή», γράφει στο πρωτότυπο) και ιδιαίτερα οι δημόσιοι υπάλληλοι».


Διαπιστώνει λοιπόν ο Λυδός, ότι κατά τον 6ο αιώνα, στα Βαλκάνια ομιλείται η ιταλική (λατινική) γλώσσα, όχι μόνο από τους Έλληνες, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Χερσονήσου του Αίμου αλλά κι από τους υπόλοιπους.

Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει την ελληνικότητα των λατινόφωνων – βλαχόφωνων πληθυσμών, πράγμα που καταρρίπτει τη ρουμανική προπαγάνδα ότι οι λατινόφωνοι λαοί των Βαλκανίων είναι ρουμανικής καταγωγής. 



Επόμενη μαρτυρία για βλάχικες λέξεις, προέρχεται από τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, ο οποίος άκμασε μεταξύ 610 και 640. Αναφερόμενος σε εκστρατεία του στρατού της Ρωμανίας (Βυζαντίου), υπό τον στρατηγό Κομεντιόλο εναντίον των επιδρομέων Αβάρων, στην περιοχή Κορνομπάτ Αετού (δυτικά της Μεσημβρίας), που έγινε το 589, γράφει τα εξής:

Θέλοντας να αιφνιδιάσει τους Αβάρους, ο Κομεντίολος, διέταξε τους στρατιώτες του να τους επιτεθούν πριν ξημερώσει. Κάποια στιγμή, το φορτίο ενός από τα μεταγωγικά ζώα έγειρε και κάποιος φώναξε στον οδηγό του ζώου «ρετόρνα, ρετόρνα, φράτερ». Η φράση αυτή σημαίνει στα αρμάνικα – βλάχικα «γέρνει, γέρνει (ενν. το φορτίο) αδελφέ».

Δημιουργήθηκε αδικαιολόγητος πανικός στο στράτευμα, καθώς «οι στρατιώτες νόμισαν ότι τους διατάσσουν να κάνουν μεταβολή λόγω αιφνιδιαστικής εμφάνισης άλλου εχθρού. Γύρισαν λοιπόν τότε προς τα πίσω κραυγάζοντας «επιχωρίω γλώττη…ρετόρνα».

Αυτό οφειλόταν, στο ότι η λέξη ρετόρνα, εκλήφθηκε από πολλούς ως εντολή να γυρίσουν πίσω, ενώ είχε τη σημασία «έλα πίσω» (να δεις τις αποσκευές που θα πέσουν από το ζώο). Το ίδιο περιστατικό, περιγράφει και ο Θεοφάνης, σπουδαίος Βυζαντινός ιστορικός: «Τόρνα, τόρνα, φράτρε και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο οι δε λαοί ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωνές ανακράζοντες».

Η περιγρφή του Θεοφάνη και η χρήση της λέξης «τόρνα», είναι πιο κοντά στην ιστορική πραγματικότητα και το γλωσσικό ιδίωμα των Βλάχων.

Ο αυτοκράτορας, λόγιος, συγγραφέας και διανοούμενος, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (912-953), γράφει για «ελληνίζοντες (που) και την πάτριον Ρωμαϊκήν γλώσσαν αποβαλλόντες».

Ο Πορφυρογέννητος αναφέρεται σε πληθυσμούς που επί των ημερών του απέβαλαν την πατρική τους γλώσσα, τη ρωμαϊκή. Δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες γι' αυτούς ωστόσο από όσα γράφει διαπιστώνουμε ότι από εκείνη την εποχή αρχίζει μια διαδικασία "γλωσσικού απολατινισμού" πληθυσμών που είχαν εκλατινιστεί γλωσσικά τους προηγούμενους αιώνες.
Η πρώτη μνεία στην ύπαρξη Βλάχων γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό (11ος αιώνας) ο οποίος αναφερόμενος στον ηγεμόνα των Βουλγάρων Συμεών και την οικογένειά του γράφει:
"Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρυς μετά τινών Βλάχων οδιτών".
Βέβαια δεν γνωρίζουμε ποιους ακριβώς εννοούσε με τη λέξη "Βλάχοι" ο Κεδρηνός. 


Ο Σωκράτης Λιάκος γράφει:

"Εις την στενωπό Πισοδερίου έλαβε χώραν κατά το έτος 980 μ.Χ. περίπου και το γεγονός του φόνου του Δαυίδ, πρωτότοκου υιού του κόμητος Νικολάου, μέγα ισχύοντος παρά τοις Βουλγάροις όπως μας λέγει ο Σκυλίτζης εις την θέση Καλάς Δρυς, από Βλάχους οδίτας. Το όνομα τούτο Καλάς Δρυς ή Καλαί Δρυς ταυτίζεται με τα τοιούτα: Κάλεα ντι Ντούρους (Οδός Δυρραχίου) και Κάλεα ντι Ρίσσον (Δρόμος του Λυγκός) στη γλώσσα των τότε και σήμερα αρμανόγλωσσων (Βλαχόφωνων-Λατινομακεδονόγλωσσων) φυλάκων αυτής, γεγονός που αποκαλύπτει ότι οι οδοφύλακες της στενωπού αυτής ήσαν Αρμανόφωνοι= Βλαχόφωνοι= Λατινομακεδονόγλωσσοι, ό, τι είναι και μέχρι σήμερα".

Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος (976-1925) σε έγγραφο με την υπογραφή του (1020) που βρέθηκε στο Σινά, γράφει: "Θεσπίζομεν ταύτα πάντα κατέχειν τον αυτόν αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον και λαμβάνειν το κανονικόν αυτών πάντων και τον ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχων και των περί τον Βαρδάρειον Τούρκων όσοι εντός Βουλγαρικών όρων εισί…".
Ούτε όμως ο Βασίλειος διευκρινίζει ποιοι ακριβώς ήταν οι "ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχοι", με αποτέλεσμα οι ιστορικοί να δώσουν διάφορες εκδοχές.

Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κεκαυμένος (11ος αι.) στο έργο του "Στρατηγικόν", δεν μιλά καθόλου κολακευτικά για τους Βλάχους, χαρακτηρίζοντάς τους γένος άπιστο, απειθάρχητο αλλά και ότι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος, συγγενικό με τους Δακορουμάνους.
Γράφει μεταξύ άλλων: "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν (το γένος των Βλάχων) προς τινά ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν (…) ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσαι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δουναβίου ποταμού και του Σάου (…) ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις".

Οι απόψεις του Κεκαυμένου προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις στα νεότερα χρόνια. Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος γράφει:

"Δεν γνωρίζομεν αν ο βασιλεύς προήγαγε αυτόν εις ανώτερο αξίωμα δια τούτο" (την εμπαθή δηλαδή στάση του απέναντι στους Βλάχους. Και σε άλλο σημείο: "Ο Κεκαυμένος… τυφλούται εκ του μίσους κατά των αποστατούντων Βλάχων και αποδιοπομπούμενος μέχρι Δακίας και Σαύου το μισητόν γένος υβρίζει συλλήβδην Κουτσοβλάχους τε και Δάκας".
Το λάθος του Κεκαυμένου, είναι ότι ταυτίζει τους Βλάχους με τους Δακορουμάνους, γιατί τους θεωρεί ομόφυλους.

Η Άννα Κομνηνή, στο έργο της "Αλεξιάδα", δίνει πληροφορίες για τους Βλάχους της Θεσσαλίας:

«Και τοις μέρεσι της Λαρίσσης εγγίσας και διελθών δια του βουνού των Κελλίων και την δημοσίων λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπών και του βουνού τον ουτωσί εγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον, κατήλθεν εις Εζεβάν, χωρίο δε τούτον Βλαχικόν της Ανδρωνείας έγγιστα διακείμενου».


Σε άλλο σημείο, αναφέρεται στους Βλάχους του Αίμου, της Μακεδονίας και των περιοχών του Δούναβη:

"Νυκτός δε καταλαβόντος Πουδίλου τινός εκκρίτου των Βλάχων και την των Κομάνων δια του Δανούβεως διαπεραίωσιν απαγγείλοντος, δέον έκρινε αναζούσης της ημέρας μετακαλεσάμενος τους εκκρίτους των συγγενών τε και ηγεμόνων βουλεύασθαι ό,τι δει ποείν…Των γουν Κομάνων παρά των Βλάχων τας δια των κλεισουρών ατραπούς μεμαθηκότων και ούτω τον Ζυγόν ραδίως διεληλυθότων άμα τω τη Γολόνη προσπελάσαι ευθύς οι έποικοι ταύτης δεσμήσαντες τον την φυλακήν του κάστρου πεπιστευμένον παραδεδώκασι τοις Κομοίνοις…"

Και παρακάτω: "… και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους καλείν οίδε διάλεκτος) (και τους άλλοθεν εξ απασών των χωρών ερχομένους ιππέας τε και πεζούς".
Από όσα γράφει η Άννα Κομνηνή, προκύπτουν τα εξής:

Βορειότερα της Λάρισας, υπήρχε Βλαχοχώρι, που ονομαζόταν Εζεβάν. Υπήρχαν Βλάχοι κοντά στον Δούναβη, που ήταν γείτονες με τους Κουμάνους. Οι Βλάχοι ζούσαν ή κινούνταν κοντά στον Αίμο. Οι Βλάχοι έκαναν νομαδική ζωή, δεν διευκρινίζει όμως αν ήταν ή όχι λατινόγλωσσοι.

Ο Ιωάννης Κίνναμος, (1143 – 1185), θεωρεί τους Βλάχους αποίκους από την Ιταλία. Γράφει χαρακτηριστικά:

"Λέοντα δε τινά Βατάτζην επίκλησιν, ετέροθεν στράτευμα επαγόμενον άλλοτε συχνόν και δη και Βλάχων πολύν όμιλο οι των εξ Ιταλίας άποικοι πάλαι είναι λέγονται, εκ των προς τω Ευξείνω καλουμένω Πόντω χωρίων εμβαλείν εκέλενεν εις Ουννικήν".
Ο Νικήτας Ακομινάτος – Χωνιάτης (13ος αι.), αναφέρεται σε Βλάχους της περιοχής του Αίμου, γράφοντας τα εξής:

"Και έλαθε δια σμικροπρέπειαν και άλλας μεν πόλεις καλαμησάμενος, αι κατ ' Αγχίαλον συνωκίζοντο, εαυτώ δε μάλιστα και Ρωμαίοις εκπολεμώσας τους κατά τον Αίμον το όρος Βαρβάρους, οι Μυσοί πρότερον ωνομάζοντο, νυνί δε Βλάχοι κικλήσκονται"
Στο ποιητικό του έργο "Χρονική Ιστορία", ο μοναχός Εφραίμ Αίνιος, αναφέρεται συχνά στη Βλαχία και τους Βλάχους.

"Ων χάριν Μυσών εκταραχθέν πως έθνος κατ' Αίμον οικούν, οι κικλήσκονται Βλάχοι"
Αναφορές γίνονται ακόμα στον "Κώδικα Νόμων", του Στέφανου Δουσάν και στο ποίημα "Πουλολόγος" (14ος αι)

"Και αν τύχουν εκ την Ζαγοράν Βούλγαροι είτε Βλάχοι".

Ο ποιητής Ιωάννης Κατράρης, στο "Προς τον φιλόσοφον και ρήτορα Νεόφυτον", γράφει:
"Βούλη και μορφή ακούσαι;
Την μεν γέννην έστι Βλάχος,
Αλβανίτης δεν την όψιν,
Του δε σώματος την θέσιν.
Βουλγαροαλβανιτόβλαχος"
Μνεία για τους Βλάχους, γίνεται και σε λαϊκό τραγούδι του 10ου αιώνα.

Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (15ος αιώνας), θεωρεί (δεν αναφέρει πηγές ή αποδεικτικά στοιχεία), ότι το έθνος που κατοικεί στην Πίνδο της Θεσσαλίας, εγκαταστάθηκε εκεί από την Δακία. Το έθνος αυτό ονομάζεται Βράχοι. Στην Πίνδο, κατοικούν Βλάκοι, που είναι ομόγλωσσοι με τους Δάκες του Δούναβη και μοιάζουν μεταξύ τους. Οι Βράκοι ή Βλάκοι (Βλάχοι) ζουν ως ένοπλοι είναι διαιρεμένοι σε δύο περιοχές χώρες, η μία κοντά στον Δούναβη και η άλλη στην Μπογδανία (σημ. Μολδαβία!)

Η εμφάνιση του όρου "Βλαχία"

Ο όρος "Βλαχία", πρωτοεμφανίζεται στο "Οδοιπορικό" του Ισπανοεβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που το 1160, βρέθηκε ως περιηγητής στην Ελλάδα.

Επισκεπτόμενος τη Φθιώτιδα, συνάντησε Βλάχους που κατοικούσαν στα βουνά γύρω από τη Λαμία, τη δε Λαμία, που αποκαλεί Sinon Potamo= Ζητούνι, "κείται εις τους πρόποδας των αρέων της Βάχίας". δηλαδή στις υπώρειες της Όθρνος.

Σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' (1195 – 1203), αναφέρεται η "Provincia Valachie", ως  τμήμα της Θεσσαλίας.

Τέλος, στο κείμενο της "Partitio Romanie" (1204), όπου αναφέρονται οι περιοχές και οι χώρες που δόθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στον Βονιφάτιο Μομφερατικό, γίνεται μνεία στην "Provintia Blachie", τμήμα της Θεσσαλίας.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Βυζαντινές πηγές (πλην Κεκαυμένου και Χαλκοκονδύλη) δεν αναφέρονται σε κάθοδο Βλάχων από τη Δακία προς την Ελλάδα, κάτι που αποτέλεσε βασικό επιχείρημα της προπαγάνδας των Ρουμάνων, που ήθελαν να "οικειοποιηθούν" τους Βλάχους και να δημιουργήσουν μειονοτικό ζήτημα στην Ελλάδα.
Από παντού προκύπτει ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι Έλληνες. Όσο για τη Βλαχία, τον όρο αυτό συναντάμε τον 12ο αιώνα, και αναφέρεται σε τμήματα της Θεσσαλίας και την περιοχή της Φθιώτιδας. Δεν υπάρχει ιστορική πηγή που να αναφέρει τον όρο Βλαχία σε περιοχές πάνω από τον Δούναβη ή σε περιοχές μεταξύ του Δούναβη και Αίμου μέχρι και τον 12ο αιώνα.
Σε άλλες επιστημονικές απόψεις για τους Βλάχους, στην πολιτική της Ρουμανίας στο θέμα αυτό, στο περιβόητο "πριγκιπάτο της Πίνδου" (1917) και τη "Ρωμαϊκή ή Βλάχικη Λεγεώνα" (1941), θα αναφερθούμε σύντομα, σε άρθρο στο protothema. gr 
Πηγές: Γιώργης Έξαρχος, "ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ ΑΡΜΑΝΟΙ" εκδόσεις Καστανιώτη 2001 (2 τόμοι)


Ορέστης Κουρέλης, "Βλαχόφωνοι Έλληνες", ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2010
Ντούσαν Πόποβιτς, "ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ"
"Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών", 2010.
Νικόλαος Μέρτζος, "Οι Αρμάνοι Βλάχοι", έκδ.
ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΑΝΔΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2010.
www.protothema.gr

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

ΒΛΑΧΟΙ - Vllehët

Βοσκοί στην κορυφή του Παρνασσού, 1903

ΒΛΑΧΟΙ


Οι Βλάχοι ειδικότερα.
Η Ιταλία δημιουργός Βλαχικής εθνότητος αγνοουμένης προηγουμένως.
Σχετικός Σουλτανικός ιραδές. Ρουμανικά σχολεία.
Βλαχοχώρια.
Κουτσόβλαχοι και Αλβανοί πρόμαχοι του Ελληνισμού.
Ρουμανικαί διαπιστώσεις.

«Πατρίς σημαίνει γη των πατέρων, ή δε γη των πατέρων των Βλάχων τής Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, είναι αυταί αίται αι χώραι μεθ’ όλης τής ελληνικής ψυχής και Ιστορίας των.»

Κατά τον μεσαίωνα, ποικιλοπρόφερτα ονόματα εδόθησαν σε πλάνητας Δακορομάνους και κατ’ επέκτασι σε βοσκούς, αγραμμάτους, ορεινούς και αγροίκους Έλληνες ως παρεπώνυμο κατ’ αρχάς πού με την πάροδο τού χρόνου επεκράτησεν ως χαρακτηρισμός κατηγορίας ανθρώπων ή ως επώνυμο, όπως λ.χ. Βλάχος, Βλαχόπουλος, Βλαχαντώνης, Βλαχανδρέας, Βλαχοθανάσης, Βλαχοδημήτρης, Βλαχάβας, Βλαχούτσικος, Βλαχλείδης, Βλαχάκος, Βλαχιώτης κ.ά. Επίσης: Μπλάτσιος, Μπλάσης, Βλάσης, Βλασόπουλος κ.ά. εξευγενισμένα ή παρεφθαρμένα
—λίγο ή πολύ—τού «βλάχος», χωρίς πολλές φορές να έχουν καμιά σχέσι με Βλάχους.
Σχετικώς, ή Άννα ή Κομνηνή γράφει: «Και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο Βλάχους τούτους ή κοινή καλείν οίδε διάλεκτος».
Συμβαίνει και εδώ ότι και με τούς «Αρβανίτες» πού δεν είναι Αλβανοί. Ακόμα και σήμερα λ.χ. στη Λευκάδα γίνεται λόγος «για βλάχους από πέρα» εννοώντας Ακαρνάνας ή Ηπειρώτες, ως απολίτιστους.
Από τα εν λόγω ονόματα εσχηματίσθησαν και πολυάριθμα τοπικά όπως: Βλαχάτικα, Βλαχάτα, Βλάχοι, Βλαχώρι, Βλαχιά Ευβοίας, Βλαχιώτη Λακωνίας, Βλαχοκερασιά κλπ. σε διάφορα μέρη τής Ελλάδος πού συνεστήθηκαν από φυγάδες τής Θεσσαλίας, Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας. Όπως δηλ. έχομε το Αρβανιτοχώρια, έτσι έχομε και Βλαχοχώρια.
Μερικοί ετυμολογούν το όνομα από το Σλαυωνικό «βάλια» πού σημαίνει κατωφέρεια και το Λατινικό «άκουα» (= νερό). Δηλ. Βαλιάκουα — βαλάκουα βαλάσια — βαλάχια — βλαχία βλάχος.
Προκειμένου για τον τόπο μας όμως, σε πολλές περιπτώσεις, το όνομα θα πρέπει να συσχετισθή και με την αποδημία Ηπειρωτών στη Βλαχιά. Μπορεί να έχη παραχθή από το ταξίδεμα κατά το Πολίτης, Μωραΐτης κείνος πού ταξιδεύεται στην Πόλη, στον Μωρηά κλπ.
«Μάνα μ’ εκακοπάντρεψες και μώδωκες Βλαχιώτη 12 χρόνια στη Βλαχιά και τρεις βραδυές στο σπίτι», λέει το δημοτικό μας τραγούδι.
Νεώτερες έρευνες επιμένουν, πώς ό όρος «Βλάχος» δεν σημαίνει άνθρωπο πού ανήκει σ’ ένα έθνος ή μιά φυλή ωρισμένη, αλλά άτομο πού έχει μιά ωρισμένη ασχολία και γενικώτερα μιά ιδιότητα και μπορεί να ανήκη σ’ οποιοδήποτε έθνος.
Έτσι έχομε Βλάχους στη Ρουμανία, στη Γαλλία τούς VALLAIS, στη Γερμανία τούς VALACHEN, στο Βέλγιο τούς VALLONS, (Βαλλόνι), στην ‘Αγγλία και Ουαλία τους VALES, στην Αίγυπτο τούς γνωστούς Φελλάχους πού στην αραβική γλώσσα σημαίνει γεωργούς κ.ά.
Πολλοί βλαχόφωνοι τής Ελλάδος αυτοαποκαλούνται Αρομούνοι πού ισοδυναμεί με το ROMANI και το Ρωμηός. Δηλ. Ρωμαίοι πολίτες και δεν φανερώνει εθνικότητα, αλλά πολιτική ιδιότητα, εξάρτησι από το παληό Ρωμαϊκό Κράτος.
Κατά τον Αν. Κεραμόπουλο, ιστορικό — ακαδημαϊκό, οι Βλάχοι μας είναι γνήσιοι Έλληνες, οι καθαρώτεροι ίσως των Ελλήνων και δεν έχουν ούτε ρανίδα Δακικού αίματος ούτε ίχνος φυλετικής συγγενείας με τούς Δακορουμάνους. Διότι, λέγει, εάν είχαν έλθη ως κατακτηταί θα έπρεπε να είχαν εγκατασταθή στα πεδινά και γενικά γόνιμα μέρη και όχι να έχουν ως νομάδες ή να είναι εγκατεστημένοι στα πιο απρόσιτα βουνά, όπως λ.χ. τής Πίνδου.
Εάν δε ήλθαν ως ποιμένες, τονίζει, δεν βλέπομε τον λόγο πού τούς ηνάγκασε να εγκαταλείψουν τις πλούσιες πεδιάδες τού Δουνάβεως και τής Ρουμανίας. Κι’ ακόμα: γιατί δεν παρέμειναν στη Βουλγαρία και στη Θράκη όπου οι βοσκές είναι αφθονώτερες και ήλθαν στον δικό μας άγονο τόπο. Και πώς αυτοί, απροστάτευτοι ποιμένες πέρασαν τόσες ξένες χώρες μέχρις ότου φθάσουν στη δική μας και πώς έγιναν δεκτοί εδώ, και πώς έγιναν κάτοχοι των βοσκών των εντοπίων;
Οι βλάχοι μας, συνεχίζει είναι ντόπιοι στρατιώτες, Έλληνες φρουροί των συνόρων και των επαρχιών τού Ρωμαϊκού Κράτους, μέρος τού οποίου άλλοτε αποτελούσε επί ολοκλήρους αιώνες και ή Πατρίδα μας. Από τότε πού οι Ρωμαίοι, συνεχίζοντες παλαιότερο σύστημα φρουρήσεως ιών συνόρων —γνωστό το έπος τού Διγενή Ακρίτα— και διαφόρων άλλων επικαίρων σημείων με στρατιώτες στρατολογουμένους από το ντόπιο στοιχείο. Σαν φρουροί δε τού Ρωμαϊκού Κράτους, κατά τον Αν. Κεραμόπουλο πάντοτε, μόνιμοι και απομονωμένοι από τον άλλο κόσμο στα σύνορα και στις κλεισούρες των βουνών με τις οικογένειές τους, υπό ρωμαϊκή διοίκησι και ρωμαϊκό συγχρωτισμό εκτεταμένο, ή ελληνική τους γλώσσα υπεχώρησε και ενοθεύθη σε σημείο να καταστή αγνώριστη. Συνέβη δηλ. με τούς λεγομένους βλάχους, ό,τι συμβαίνει με κείνους πού υπηρετούν 10, 20 ή και περισσότερα χρόνια σε ξένους στρατούς, μακρυά από τις γλωσσικές τους εστίες.
Έτσι λέγει, δημιουργήθηκαν οι Αρβανιτόβλαχοι, Ελληνόβλαχοι, οι Βλάχοι τού Βελγίου, τής Αγγλίας, οι Φελλάχοι τής Αιγύπτου.
Εν κατακλείδι, συνεχίζει, όση φυλετική συγγένεια έχομε εμείς οι ρωμηοί με τούς Ρωμαίους και τούς Ιταλούς, το ίδιο έχουν και οι Ρουμάνοι με τούς Αρμούνους ή Αρομούνους δηλ. τούς Βλάχους μας. «Πατρίς, λέγει, σημαίνει γη των πατέρων, ή δε γη των πατέρων των Βλάχων τής Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, είναι αυταί αύται αι χώραι μεθ’ όλης τής ελληνικής ψυχής και ιστορίας των».
Οι Έλληνες αυτοί όμως πού είχαν χαμένη την εθνική τους γλώσσα, την ξαναβρήκαν κατόπιν και την διατηρούν έκτοτε. Μετά την επικράτησι των Τούρκων και ιδίως μετά την αποτυχία τής επαναστάσεως Γεωργ. Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη πλήθος καθαρώς ελληνοφώνων κατέφυγαν στα βουνά και μάλιστα στην απρόσιτη Πίνδο διά λόγους ασφαλείας. Το άφθονο δε αυτό ελληνόφωνο στοιχείο ανάμεσα σ’ άλλα, διέδωσε εκεί και την ελληνική γλώσσα σε σημείο, ώστε το βλάχικο ιδίωμα να περιορισθή ως οικογενειακό και μόνον. Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός καταρρίπτει την αντίληψι εκείνων, πού ομιλούν περί λαών τής Πίνδου κ.ά. Ουδαμού υπήρξαν ή υπάρχουν καθαρώς βλάχικοι πληθυσμοί. Παντού ήταν ανάμικτοι με υπεροχή τού ελληνοφώνου στοιχείου και στο γεγονός αυτό οφείλεται ή ελληνική γλωσσική κυριαρχία παντού. Εάν υπήρχαν καθαρώς και μόνον βλαχόφωνοι δεν θα ομιλούσαν όλοι την καθημερινή ελληνική διάλεκτο όπως όλοι οι Έλληνες και μάλιστα από την εποχή εκείνη ακόμα οπότε τα σχολεία ήταν άγνωστα. Από την ελληνοβλαχική δε αυτή ζύμη προήλθαν πολλοί αρματωλοί και κλέφτες και μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες όπως ο: Αβέρωφ, Τοσίτσας, Σίναι, Στουρνάρα κ.ά. όπως γίνεται λόγος ειδικώτερα εις άλλα σημεία τού παρόντος. Επίσης οι ποιηταί Ζαλοκώστας, Κρυστάλλης κ.ά. Οι φιλόλογοι Πανταζίδης, Λάμπρου κ.ά. Οι πρωθυπουργοί Ιωάν. Κωλέττης, Σπ. Λάμπρου κλπ.
«Χωρίς την ελληνοβλάχικη διάλεκτο, γράφει ό Ρενέ Πυώ, δεν διαφέρουν τίποτε από τούς άλλους ηπειρώτες. Ερώτησα τούς δασκάλους και μού είπαν τα παιδιά κουτσοβλάχικης καταγωγής και τα καθαρώς ελληνόπαιδα δεν παρουσιάζουν καμμιά διαφορά. Δεν υπάρχει κουτσοβλάχικη σχολή. Δεν εφαντάσθηκαν ποτέ, ότι είναι δυνατόν να ιδρύσουν εδώ τέτοια, διότι δεν εγνωρίσαμε ως τώρα σ’ όλη την πόλι —Μέτσοβο—παρά τρία πρόσωπα που επαγγέλλονται κουτσοβλάχικο εθνικισμό. Και τα 3 αυτά ήταν τρεις αδελφοί πού επέστρεψαν από τη Ρουμανία όπου χρηματικές παροχές για σχολεία τούς είχαν προσελκύσει. Η προπαγάνδα τους, δεν ξεπέρασε τη δοκιμή, τόσο δειλή ήταν ή απόπειρά τους. Και δεν θα σας ομιλούσαμε για τα 3 αυτά μεμονωμένα κρούσματα, εάν δεν μας εκάνατε την ερώτησι, μάς είπε ό δάσκαλος. Χωρίς αυτή δεν θα ενομίζαμε ότι οφείλομε να κάμωμε έστω και μνεία. Άλλωστε είναι ακατανόητο, τι ήλθε να κάμη εδώ ή Ρουμανική προπαγάνδα, σ’ απόστασι δύο βημάτων από τα ελληνικά σύνορα στην πατρίδα τού Γ. Αβέρωφ. Και δεν ημπόρεσα να σχηματίσω διαφορετική γνώμη φεύγοντας από το Μέτσοβο. Δεν ημπόρεσα να εύρω καμμιά διάκρισι μεταξύ Ελλήνων και κουτσοβλάχων. Καθ’ όλο μου το ταξίδι από Αγ. Σαράντα μέχρι Καλαμπάκας, αισθανόμουνα ότι ευρίσκομαι στην Ελλάδα».
Χαρακτηριστική επί τού προκειμένου είναι μιά μακροσκελής έκθεσι πού συνετάγη στα Γιάννενα, από τον αρχηγό τής Ρουμανικής προπαγάνδας στα Γιάννενα LECANDA και υπεβλήθη στον Ρουμάνο υπουργό ΗΑΡΕΤ υπό ήμερομ. 29-7-1904 και περιήλθε στην ελληνική δημοσιότητα.
«Εκείνοι οι οποίοι πρόσκεινται σήμερον προς την Ρουμανικήν ιδέαν και προς τούς οποίους αποδίδομεν φιλορουμανικά αισθήματα, γράφει ανάμεσα σ’ άλλα, δεν διάκεινται ούτως τη αληθεία εκ πραγματικών πεποιθήσεων, αλλά μόνον εξ υλικών συμφερόντων. Εάν ημέραν τινα ήθελον παύση υφιστάμενα τα τοιαύτα υλικά συμφέροντα, θέλει καταδειχθή πόσον τα φιλορουμανικά ταύτα αισθήματα ήσαν επιπόλαια.
»Το φαινόμενον τούτο όμως, συνεχίζει, το οποίον παρατηρείται παρ’ υμίν δεν παρατηρείται και παρά τοις Έλλησι. Οι Έλληνες εν τούτοις δεν διαθέτουν πραγματικά εθνικά στοιχεία εν τη Βορείω και Κεντρική Μακεδονία και εν ολοκλήρω τη Αλβανία.
» Έλληνες υπάρχουσι μόνον εν τη νοτίω Μακεδονία και εν Ηπείρω.
» Εν τούτοις πρόμαχοι τού Ελληνισμού είναι οι Κουτσόβλαχοι και οι Αλβανοί εν Αλβανία. Είναι γνωστόν μετά πόσης αυταπαρνήσεως ούτοι προασπίζονται την Ελληνικήν ιδέαν. Με’ αυταπαρνήσεως μεγαλυτέρας εκείνης πού θα επεδείκνυον εάν ήσαν πραγματικοί Έλληνες. Υποβάλλονται εις οιανδήποτε θυσίαν... Εκθέτουν και την ζωήν των ακόμη υπέρ τής Ελληνικής Ιδέας...
» Η Ελλάς υπέστη κατά τα τελευταία έτη δυο μεγάλας κρίσεις, αι οποίοι συνεκλόνησαν εκ βάθρων το Ελλην. Κράτος: την χρεωκοπίαν και τον πόλεμον τού 1897. Αι δύο αύται κρίσεις έπρεπε να είχον αναστείλη την πρόοδον και την ανάπτυξιν των εν Τουρκία ελληνικών εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Εν τούτοις δεν συνέβη το τοιούτον.
» Απανταχού διετήρησαν την πρωτεύουσα θέσι, ως εάν να μη είχε συμβή τίποτε. Τούτο οφείλεται εις το ότι ή Ελληνική προπαγάνδα δεν βασίζεται επί τού συμφέροντος αλλ’ επί τής αποστηρίξεως αφωσιουμένων πληθυσμών.
» Η ιδική μας εθνική υπόθεσις—Ρουμανική— απετέλεσε μιαν επιχείρησιν προς προσπορισμόν χρημάτων, τόσον αρχήθεν όσον και κατά το παρόν. Ιδού διατί τα σχολεία μας στερούνται μαθητών εις τα χωρία, εις τα οποία οι πληθυσμοί είναι απολύτως Κουτσόβλαχοι, ενώ τα ελληνικά είναι υπερπλήρη μαθητών».
Ειδικώτερα τέλος, όπως οι αλβανόφωνοι το ίδιο και οι βλαχόφωνοι, έγραφαν και μιλούσαν μόνον ελληνικά με τα οποία εδόξαζαν και τον θεόν. Καθώς επίσης είχαν τα αυτά ως επί το πλείστον ήθη και έθιμα, την ίδια με τούς ελληνοφώνους εθνική συνείδησι, επροστάτευαν τα ελληνικά γράμματα κλπ. Η μόνη και επουσιώδης διαφορά ήταν, ότι έκαναν χρήσι οικογενειακού ιδιώματος τόσο βλάχικου, ώστε να μην είναι εύκολη ή συνεννόησις μεταξύ των βλάχων μας και εκείνων τής Ρουμανίας!
Ότι δηλαδή συνέβη με τούς αλβανοφώνους επανελήφθη και στους βλαχοφώνους τούς οποίους ή ξενική προπαγάνδα ενόμισε ότι μπορεί να εκμεταλλευθή λόγω τής ελλείψεως εθνικής γραφής, θεωρούντες τους ως ετεροφώτους των Ελλήνων.
Εξ άλλου, επί 6657 λέξεων πού είναι αποθησαυρισμένες στο Κουτσοβλάχικο Λεξικό τού Κ. Νικολαίδη (Αθήναι 1909) οι 3460 είναι ελληνικές, 2605 λατινικές και οι υπόλοιπες είναι αλβανικές και Σλαυικές. Στο νόθο δε αυτό γλωσσικό ιδίωμα στηρίχτηκαν (1942) οι Ιταλοί και επεχείρησαν να δημιουργήσουν Κουτσοβλάχικη επικράτεια στην Πίνδο. Αλλά αυτό και μόνον το γλωσσικό φαινόμενο δεν βαρύνει στον χαρακτηρισμό τής εθνικότητος ενός λαού ή ενός ατόμου. Δεν παύει όμως να αποτελή ένα επικίνδυνο όπλο στη διάθεσι μιας εχθρικής προπαγάνδας.
Πρώτος πού έγραψε για τούς Κουτσοβλάχους προπαγανδιστικές πραγματείες είναι ό γνωστός μας Πουκεβίλ, πρόξενος τής Γαλλίας επί Αλή πασά στα Γιάννενα. Αυτός επρόβαλε τη θεωρία, ότι οι Κουτσόβλαχοι είναι παναρχαία Ιταλική φυλή και υπήρξε τού ενδιαφέροντος τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κ.ά. εχθρών τού Ελληνισμού. Εν συνεχεία ή Ιταλική Κυβέρνησι επέτυχε το 1905 με τη βοήθεια και τής Γερμανίας, να εκδοθή Σουλτανικός Ιραδές με τον οποίο οι Κουτσόβλαχοι ανεγνωρίζοντο ως ξεχωριστή εθνότης και τούς παρεχωρείτο το δικαίωμα να έχουν δικά τους σχολεία και εκκλησίες και να χρησιμοποιούν αποκλειστικώς τη Ρουμανική γλώσσα.
Επί τού προκειμένου φαίνεται να υπήρξε Ρουμανο — Ιταλική συνεργασία, γιατί χρονολογικώς συμπίπτει με τα τότε ανθελληνικά γεγονότα τής Ρουμανίας. Κατόπιν αυτού ιδρύθη το Ρουμανικό Γυμνάσιο στα Γιάννενα πού πάντοτε φυτοζωούσε και το Ανώτερο Ρουμανικό Παρθεναγωγείο πού επί 20 ολόκληρα χρόνια διηύθυνε ή καθολική Πολωνίς Ναθαλία Βαρεσλάβσκα.

Πηγή: Ηπειρώτες και Αλβανοί ‘’Η προσφορά της Ηπείρου προς το έθνος’’, εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1976.
http://www.ellinoistorin.gr/
Vllehët


Vllehët më konkretisht.  Italia krijuesja e etnisë vllahe e cila nuk njihej më parë.
Irade Sulltani. Shkolla Rumune, Fshatra Vllahe.
Kucovllehët dhe Shqiptarët kundërshtarë të Helenizmit
Konstatime Rumune


“Atdhe do të thotë toka e etërve ndërsa toka e etërve të Vllehëve të Maqedonisë, Thessalisë dhe Epirit janë këto zona me të gjithë shpirtin e tyre dhe historinë që kanë”


Gjatë mesjetës, një numër i madh me emra të sjellë ju dhanë Dakoromanëve që endeshin gjithmonë dhe si rrjedhim tek grekët  barinj,  analfabetë, malësorë, fshatarë si një prapashtesë mbiemër në fillim dhe me kalimin e kohës kjo karakteristikë mbizotëroi si një cilësim i kategorisë së njerëzve ose si mbiemër, si psh Vllah, Vllahopulos, Vllahantoni, Vllahandrea, Vllahothanasi, Vllahodhimitri, Vllahava, Vllahuciko, Vllahidhi, Vllahak, Vllahioti, gjithashtu: Blacio, Blasi, Vlashi, Vlasopulo etj të fisnikëruara ose të ndryshuara – pak a ashumë – të fjalës “vllah”,  dhe shumë herë pa pasur ndonjë lidhje me Vllehët.
Më konkretisht, Ana Komnini shkruan: “Të gjithë ata sa jetonin jetë nomadësh në të gjitha dialektet i quanin ata Vllehë”.
Ndodh dhe këtu ajo që ndodhi dhe me “arvanitët” që nuk janë shqiptarë. Deri në ditët e sotme psh në Lefkadhë bëhet fjalë për “vllehë nga andej” duke nënkuptuar Akarnanë ose Epirotë, si të pakulturuar.  Nga emrat në fjalë u krijuan dhe toponimet e shumta si: Vllahatika, Vllahata, Vllehë, Vllahohor, Vllahia e Evias, Vllahiotë të Lakonisë, Vllahokerasia etj në vende të ndryshme të Greqisë që u themeluan nga të arratisurit e Thessalisë , Epirit dhe Maqedonisë Perendimore. Ashtu pra siç kemi Arvanitohoret kështu kemi dhe Vllahohoret.

Disa shpjegojnë nga pikëpamja etimologjike  emrin “Valia” që në Sllvishte do të thotë tatëpjetë dhe emrin “akua” nga latinishtja që do të thotë ujë. Dmth Valiakua-valakua, valasia- valahia-vlahia, vlleh.
Por në rastin konkrret për vendin tonë në shumë raste emri mund të ketë lidhje me emigrimin e Epirotëve në Vllahi. Mund të jetë prodhuar nga udhëtimi ashtu si emri Politis (Poli=qytet) ai që udhëton drejt qytetit (Konstandinupojës)  ose Moraitis ai që udhëton  drejt Moriasë e kështu me rradhë.

“Mama më martove keq dhe më dhe Vllah, 12 vjet në Vllahi dhe tre netë në shtëpi”, thotë një këngë popullore. 
Kërkime të reja këmbëngulin, se përkufizimi “Vllah” nuk do të thotë njeri që i përket një kombi apo fisi të caktuar por, një person i cili kishte një punë të caktuar ose në përgjithësi një cilësi e cila mund t’i përkiste kujtdo kombi.
Kështu kemi Vllehë në Rumani, në Francë tek Vallais, në Gjermani në Vlachen, në Belgjikë në Vallons, në Angli dhe Uells, në Egjipt tek Fellahët e njohur të cilët në gjuhën arabe do të thotë bujk etj.

Shumë vllahofonë të Greqisë vetëquhen Arumanë që është e barabartë me ROMANI dhe Romios (Rum) dmth qytetarë Romakë gjë e clia nuk tregon kombësi, por cilësi politike, vartësi nga Shteti i vjetër Romak.
Sipas, An Keramopoulo, historian dhe akademik, Vllehët tanë janë GREKË ORIGJINALË, ndoshta Grekë nga më të pastërit dhe nuk kanë as një pikë gjaku Dakie as ndonjë afërsi farefisnore me Dkorumunët. Sepse, thotë, nëse kishin erdhur si pushtues do të duhet të ishin vendosur në fusha dhe në përgjithësi në vende pjellore dhe jo të jetonin si nomadë ose të vendoseshin në malet më të vështira, psh në Pind.

Nëse erdhën si barinj thekson, nuk shikojmë arsye që i detyroi që të linin fushat pjellore dhe të pasur të Danubit dhe Rumanisë. Për më tepër: përse nuk qëndruan në Bullgari dhe në Thraki ku kullotat janë të pasura dhe erdhën në këtë vend shterp. Dhe si këta barinj të pambrojtur kaluan kaq shumë vende deri sa arritën tek vendi ynë dhe si u pranuan këtu, si bënë zotër të kullotave të vëndasve?
Vllehët tanë, vazhdon, janë ushtarë vendas, rojtarë Helenë të kufijve të zonave të Shtetit Romak, pjesë e të cilit ishte dikur  për shekuj me rradhë dhe Athdheu ynë. Që prej atëhere kur Romakët, duke vazhduar sistemin e vjetër të mbrojtjes së kufijëve – të njohura që nga epopeja e Dhigjeni Akritës- dhe nga pikat e tjera të ndryshme me ushtarë të rekrutuar nga banorët vendas. Si roje të Shtetit Romak, sipas An. Keramopoulo, gjithmonë, me banim të përhershëm dhe të izoluar nga bota tjetër në kufijtë dhe grykat e maleve me familjet e tyre nën komandën romake dhe qëndrim të gjatë nën shoqërinë e romakëve , gjuha e tyre u dobësua dhe u transformua në atë masë sa të bëhet e panjohur. Dmth ndodhi me të quajturit vllehë, ajo që ndodh me ata sa shërbejnë 10, 20 apo më shumë vite në ushtri të huaja, larg vatrave të tyre gjuhore.



Kështu, thotë, u krijuan arvanitovllehët, helenovllahët, Vllahët e Belgjikës, të Anglisë, Fellahët e Egjiptit.


Për të përfunduar, vazhdon, sa marrdhënie farefisnore kemi ne rumët (romii qytetarët bizantinë ish qytetarë romakë) me Romakët dhe Italianët, të njejtën kanë dhe Rumunët me Arumunët ose Aromunus dmth Vllehët tanë.
“Atdhe, thotë, do të thotë dheu i etërve, dhe dheu i etërve të vllehëve është Maqedonia, Thessalia dhe Epiri, janë ato vende bashkë me gjithë shpirtin helen dhe historinë e tyre”.
Por këta helenë, që kishin humbur gjuhën kombëtare, e gjetën më pas dhe e ruajnë akoma. Pas mbizotërimit të Turqve dhe në veçanti pas dështimit të kryengritjes së Gjergj Kastriotit ose Skëndrëbeut, një numër i madh helenofonë u strehuan në malet dhe sigurisht në Pindin e vështirë, për shkak të sigurisë. Ky element i madh greqishtfolës ndër të tjera, përhapi atje gjuhën helene në atë pikë sa gjuha vllahe të përdorej vetëm në familje. Ky fak i padiskutueshëm rrëzon konceptin e atyre, që flasin për popujt e Pindit etj. Ashnjehër nuk kanë ekzistuar as ekzsitojnë popullata vllahe të pastëra. Kudo ishin të nakatosur me mbizotërim të elementit helen kjo solli dhe mbizotërimin e gjuhës helene kudo. Nëse ekzistonin vetëm vllahofonë pa asnjë prezencë tjetër atëhere do të flisnin të gjithë gjuhën e përditëshme helene si të gjithë grekët dhe kur dihet që në atë kohë dhe shkollat ishin të panjohura. Nga kjo brumë helenovllahe erdhën dhe armatoli (armëmbajtës) dhe kaçakë dhe shumë bamirës të mëdhenjë helenë si:
Averof, Tositsa, Sina, Sturnara etj si përmendet dhe në pika të tjera të këtij studimi.



Gjithashtu poetë si Zaloksta, Kristali etj. Filologë si Pantazidhi, Lambrou etj. Kryeministra si, Joani Kolet, Sp Lambrou etj.

“Pa dialektin helenovllah, shkruan Rene Pio, nuk kanë asnjë ndryshim nga epirotët e tjerë. Pyeta mësuesit dhe më thanë që fëmijët me origjinë kucovllahe dhe fëmijët helenë të pastër nuk kanë asnjë ndryshim. Nuk ka shkollë kucovllahe. Nuk e imagjinuan kurrë, që është e mundur të themelojnë këtu të tilla, sepse nuk panë deri më tani në të gjithë qytetin – Metsovo- veçse tre persona që propagandojnë nacionalizëm kucovllah.
Që të tre këta ishin tre vëllezër që u kthyen nga Rumani ku ndihmat monetare të ofruara për shkollat i kishin tërhequr. Por propaganda e tyre nuk e kaloi provën, kaq frikacake ishte përpjekja e tyre. Dhe nuk do të flisnim për këta tre persona të izoluar nëse nuk na pyesnit, na tha mësuesi. Pa të nuk besojmë se do të ishim të detyruar qoftë dhe t’i përmendnim. Mgjth atë është e pakuptueshme, çfarë erdhi që të bëjë këtu propaganda Rumune, në distancë dy hapa nga kufiri helen dhe atdheun e G Averof. Nuk munda që të formoj opinion të ndryshëm pasi u largova nga Mecovo. Nuk munda të gjej asnjë diferencë ndërmjet Helenëve dhe Kucovllehëve. Gjatë gjithë udhëtimit tim nga Agiou Saranda deri në Kalabaka, ndjehesha sikur isha në Greqi”.


Për këtë rast, është karakteristike dhe një raport i zgjatur i cili u shkruan në Janinë nga udhëheqësi i propagandës Rumune në Janinë, Lecanda, raport i cili u dorëzua tek ministri Rumun Hapet me dt 29-07-1904 dhe u publikua në Greqi.

“Ata që sot janë krahë idesë Rumune dhe të cilët ne i dallojmë për ndjenjat e tyre filorumune, shkruan ndër të tjera, nuk janë të tillë për shkak të ndjenjave të vërteta por të interesave materiale. Nëse një ditë do të ndalojnë këto interesa materiale atëhere do të kuptojmë se sa të përcipta ishin ndjenjat filorumune”.




“Por ky fenomen, vazhdon, i cili vihet re nga ju nuk vihet re tek Helenët. Helenët disponojnë elementë të vërtetë etnikë në Maqedoninë Veriore dhe qëndrore dhe në të gjithë Shqipërinë”

“Vetëm Helenë ka në Maqedoninë jugore dhe në Epir”.
“Megjithë këto luftëtarë të Helenizmit janë Kucovllahët dhe Shqiptarët në Shqipëri. Është e njohur se sa me vetëmohim ata mbrojnë idenë Helene. Me vetëmohim shumë më të madh nga ajo që do të tregonin vetëm nëse ishin Helenë të vërtetë. Përballojnë çdo lloj sakrifice... Ekspozojnë akoma dhe jetën e tyre për Idenë Helene. ...”

“Greqia pësoi gjatë dy viteve të fundit dy kriza të mëdha, të cilat tronditën nga themelet Shtetin Helen: falimentimin dhe luftën e vitit 1897. Këto dy krizat duhet të kishin ndaluar përparimin dhe zhvillimin e institucioneve filantrope arsimore në Turqi. Megjithatë nuk ndodhi diçka e tillë
Kudo kanë ruajtur vendin e parë, sikur nuk ka ndodhur asgjë. Kjo vjen për shkak se porpaganda Helene nuk bazohet në interesa materiale por në mbështetja e popullatave të dedikuara.
Çështja jonë kombëtare – rumunja- ishte një fushatë për shpërndarje parash, sa në fillim sa dhe tani. Ja pra se shkollat tona nuk kanë nxënës në fshatra, tek të cilat popullata është kucovllahe e pastër ndërsa shkolla greke janë të tejmbushura me nxënës”.


Për ta mbyllur, ashtu si shqipfolësit si dhe vllehët, shkruanin dhe flisnin vetëm greqisht për të lavdëruar Zotin, gjithashtu kishin në shumicën e tyre të njejtat rite dhe zakone dhe të njejtën ndërgjegjie kombëtare me helenofonët, mbronin sëbashku shkollimin dhe edukimin në greqisht etj.


I vetmi ndryshim që kishin realisht ishte që se kishin në përdorim në ambientet familjare të dialektit vllah, aq sa të mos ishte e lehtë që të komunikonin vllehët tanë me ata të Rumanisë.



Ajo pra që ndodhi me shqipfolësit u përsërit dhe tek vllahofonët tek të cilët propaganada e huaj kujtoi se mund ta shfrytëzonte  për shkak të mungesës së shkrimit kombëtar, duke i konsideruar ata si nën ndriçimin e helenëve.
Duhet të themi si 6657 fjalë që janë në thesarin e fjalorit Kucovllah të K Nikolaidhit (Athinë 1909) 3460 fjalë janë helene, 2605 latine dhe të tjerat janë shqipë dhe sllavisht. Në këtë dialekt gjuhor të bastarduar u mbështetën më (1942) italianët dhe u përpoqën që të krijonin krahinën Kucovllahe në Pind. Por vetëm fenomeni gjuhor nuk rëndon në cilësimin e kombësisë së një populli ose të një personi. Por nuk mjafton që të përbëjë një armë të rrezikshme në dispozicion të një propagande armiqësore.



I pari që shkrojti për Kucovllahët tekste propagandistike ishte i njohuri për ne , Pukevil, ambasadori Francez në kohën e Ali Pashës në Janinë. Ai nxorri teorinë se kucovllahët janë një fis i lashtë Italian dhe ishte pjesë e interesimit të Kishës Romanokatolike dmth të armiqve të helenizmit. Në vazhdim Qeveria Italiane arriti në vitin 1905 me ndihmë dhe të Gjermanisë, të nxirrte një Irade (urdhër) Sulltani me të cilën Kucovllahët njiheshin si komb më vete dhe ju jepej e drejta që të kenë shkollat e tyre dhe kishat që do të përdornin vetëm gjuhën Rumune.




Në këtë rast duket se kishte një bashkëpunim Rumuno-italian, sepse në kohë përputhet me ndodhitë anti-helene të rumanisë




Pas kësaj u themelua gjimnazi Rumun në Janinë i cili gjithmonë jetonte për inertësi dhe Shkollën Rumune të Vashave të cilën për njëzet vjet e drejtonte katolikja Polonis Natalia Vareslavska.


Burimi: Epirotët dhe Shqiptarët “Kontributi i Epirit për Kombin” botimet e Institutit të Studimeve Voriepirote, Janinë 1976

Artikulli u përkthye dhe u përgatit nga Pelasgos Koritsas
Lejohet ripublikimi vetëm duke ju referuar burimit
www.pelasgoskoritsas.gr


Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1418) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (252) Β Ήπειρος (238) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)