
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΠ. ΚΑΡΑΚΙΤΣΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος – καθηγητής Δρ. Θεολογίας
Πρωτογενές ὑλικό μαρτυριῶν γιὰ τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν Ἑλλήνων στὴν Ἀνατολική Βόρειο Ἥπειρο.
- π. ΣΥΜΕΩΝ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΟΥΤΟΥΜΤΖΗΣ ἀπὸ Βίλιστα Κορυτσᾶς
Σήμερα εἶναι 30 Ἀπριλίου 2003. Ἐγὼ σὲ ρώτησα ἂν θέλεις νὰ μοῦ εἰπῆς μερικὰ πράγματα. Εἶναι ἐδῶ καὶ ὁ Ἠλίας ὁ Νάκος, ἐγγονὸς τοῦ μακαρίτου τοῦ Παππᾶ-Γιάννη ἀπὸ Πόγιαννη. Ἂν θέλης, νὰ μοῦ εἰπῆς μερικά γεγονότα γιὰ τὸν μακαριστὸ πατέρα σου, τὸν παπα-Συμεών.
– Ωραία! Ναί!
– Πῶς βρέθηκες στὴν Βίλιστα;
– Ἔχω ἔλθει στὴν Βίλιστα τὸ 1935 ἀπὸ τὴν Πρόγρη. Εἶμαι ἀπὸ τὴν Πρόγρη. Ὤωω! Ξεχάσαμε νὰ κάνουμε καὶ «Χριστὸς Ἀνέστη» (Εἶναι τὸ ἔθιμον στὴν Βόρειο Ἤπειρο νὰ τσουγκρίσουμε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα…)
– Ἔλα, Χρῆστο, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
– ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
– Ὤωω! Μὲ νίκησες Χρῆστο! Εἶναι στὸ σπίτι σου! Ἔτσι πρέπει. Ἄλλως τε φέτος με νίκησαν ὅλοι καὶ στην Θεσσαλονίκη!
(Γελάει ἡ σύζυγός του…)
Ἀπὸ τὴν Πρόγρη ἦρθα ἐδῶ (Μιλᾶ Ἑλληνικὰ σὲ πολλὲς ἀπαντήσεις ὁ Χρῆστος). Ήρθε ὁ πατέρας μου παππάς ἀπὸ την Αμερική. Τον είχε κάνει ὁ Νόλις. Πήγαμε δυὸ χρόνια στην Μπομποστίτσα καὶ μετὰ ἤλθαμε ἐδῶ.
– Ἡ καταγωγή σας δηλαδή εἶναι ἀπὸ την Πρόγρη. Πόσες οἰκογένειες εἶχε τότε χριστιανικές;
-Ναί, ναι! Περίπου ἑκατὸν πεντήκοντα καὶ λίγους μουσουλμάνους. Τώρα εἶναι το αντίθετο.
– Ξέρω ὅτι ὁ πατέρας σου ἦταν Ἕλληνας.
– Ναί, ναί… Ναι, ποιoς τὸ ἀμφιβάλλει;
Θέλω νὰ μοῦ εἰπῆς γιὰ τoν πατέρα σου, ποῦ ἔγινε παππάς;
– Στην Ἀμερικὴ τον ἔκανε ὁ Noli. Το 1929 μέχρι τὸ 1935 ἦταν ἱερέας στο Boston (Βοστώνη) Μασσαχουσέτης, νομίζω… Ἐγὼ γεννήθηκα τὸ 1927. Ἤμουνα τότε στα 20 χρονῶν. Ἐγώ στρατιώτης πῆγα στην Κορυτσά. Ἤμουνα καὶ θυμᾶμαι νὰ μᾶς δίνουν τσιγάρα σὰν στρατιῶτες καὶ αὐτὰ τὰ μάζευα καὶ τὸ βράδυ πήγαινα καὶ τὰ ἔδινα στὸν πατέρα μου. Τὰ ἔδινα σὲ δικούς μου ἀνθρώπους γιὰ νὰ μὴν φαίνομαι ἐγώ. Ἤμουνα ἐπιλοχίας στὸν στρατο, μοῦ ‘δίναν λέκ λίγα καὶ αὐτὰ τὰ μάζευα καὶ βοηθοῦσα τὸν πατέρα μου νὰ βγῆ πέρα στὴν φυλακή. Ἐκεῖ τὸ φαγητὸ ἦταν χάλια…
Τὴν οἰκογένεια; Ποιὸς βοηθοῦσε; Πίσω ἤταν ἄλλα τέσσερα ἄτομα!!
– Μὴν ρωτᾶς… Ἡ μάνα μου χωρὶς δουλειά! Δὲν τῆς δίναν δουλειά, τὰ κορίτσια ἦταν μικρά… Είχαμε ἕναν γαμβρὸ καὶ αὐτὸς μᾶς ἔζησε ὡς ποὺ βγῆκε ὁ πατέρας μου ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀλλὰ ξέρεις τέ τοια ἀνέχεια, τέτοια ταλαιπωρία ποὺ δὲν ὁμολογιέται…
Μπράβο στὸν γαμβρό.
Τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τοῦ κομμουνισμοῦ
– Μωρὲ μόλις βγῆκε ὁ πατέρας πῆραν τὸν γαμβρό μου στη φυλα- κὴ γιατί βοήθησε ἐμᾶς, ἀλλὰ μὲ ἄλλο πρόσχημα. Ἔδωσε μία ἐφημε ρίδα (ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὸν κομμουνισμό) σὲ ἕνα ἄτομο καὶ μὲ αὐτὸ βάλανε καὶ αὐτὸν δέκα χρόναι!
– Δέκα χρόναι, μωρέ! Δέκα χρόνια γιὰ μία ἐφημερίδα! Μωρέ μπάρμπα Χρῆστο, ἔσφυξε ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σοῦ εἰπῶ κάτι: ξέρεις ὅτι ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος Ἀνδρέας Παπανδρέου μέσα στὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἔφερε τὴν Ἀλβανία ὡς «πρότυπο». Εἶπε εἶναι «παράδεισος»(!) στὴν δεκαετία ’80-’90. Εἴχατε ἐδῶ παράδεισο;
Ἀλήθεια λέτε; Καλὰ δὲν εἶχε ἡ Ἑλλάδα πληροφορίες ὅτι ἐμεῖς ἐδῶ εἴχαμε βάσανα; Δὲν τὰ εἴδατε, ὅταν γκρεμίστηκε τὸ καθεστὼς τοῦ κομμουνισμοῦ ἐδῶ! Τι λέτε μωρέ! Ὅταν ἦλθα στὴν Ἑλλάδα πῆγα στὸ νοσοκομεῖο καὶ εἴμασταν μὲ ἄλλους γέρους. Τοὺς εἶπα εἴχατε μεγάλη τύχη ποὺ δὲν εἴχατε κομμουνισμὸ στὴν Ἑλλάδα. Ἂν εἶχε γίνη κομμουνισμὸς δὲν θὰ εἴχατε τίποτα! Μόνον τὰ δυό σας χέρια. Τίποτα, τίποτα, οὔτε κότα!
Τί ἔλεγαν ἐκεῖνοι; – Ἀποροῦσαν καὶ δὲν πίστευαν. Τοὺς ὁμολογοῦσα πολλὰ καὶ ἐκεῖνοι ΄μάθαν. Ἀλλὰ ἄλλο πράμα νὰ τὰ ζήσης αὐτὰ ποὺ λέμε…
Ὁ γαμβρὸς ὅλα τὰ χρόνια τὰ ὑπηρέτησε;
Ὄχι, ὄχι! Τρία χρόνια μόνον. Ἀλλὰ σκληρή δουλειά!
Καλά, μπάρμπα Χρῆστο, λίγα εἶναι τρία χρόνια;
– Μωρὲ ἄλλοι πέθαιναν μέσα. Είκοσι καί χρόνια! Σκληρή δουλειά · στὴ φυλακή! Γιὰ αὐτὸ λέω τρία μόνον. Ἀπό τὴν δουλειὰ τὴν πολὺ, κάθε ἡμέρα ἔκανεν δώδεκα δεκατρεῖς ώρες δουλειᾶς!
-Ὤ! Πώ… πώ… Τὴν οἰκογένεια τοῦ γαμβροῦ; Ποιὸς τὴν ἔζησε;
– Εγώ δούλευα ὅσο μποροῦσα! Λίγο ψωμί, ὅλα μὲ τεράστια οἶκονομία! Δούλευα τσαγκάρης καὶ ξέρεις… τουλάχιστον δὲν περπατήσαμε ξυπόλητοι κανένας μας.
Ὁ πατέρας σας δὲν ξαναπῆγε φυλακή;
Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, πῆγε πάλι φόρεσε τὰ ράσα καὶ πῆγε παππάς στὴν Κιουτέζα καὶ Σινίτσα.
Καλὰ, ὅταν ἦταν φυλακή, τὸν ἀποσχημάτισαν; Τὸν ξύρισαν;
Ναί, ναί!!! Αὐτοὶ νὰ ἀφήσουν ἔτσι, παππά; Τί λὲς μωρέ. Ὅταν βγῆκε ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πάλι παππάς μέχρι τὸ 1967.
Τότε ἀλήθεια, τὶς ἐκκλησίες τὶς χάλασαν στὴν Κιουτέζα καὶ Σινίτσα;
Ὄχι! Ἐκεῖ τὶς φυλάξαν οἱ χριστιανοὶ, ἦταν μονιασμένοι, δὲν εἶχε μουσουλμάνους πολλούς. Μόνο ἐδῶ εἴχαμε τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἄθω ἑορτάζουμε στὶς 3 Μαΐου. Ἐδῶ τὴν χαλάσαν μέχρι θεμέλιο
Τὸν πατέρα σου τὸν ἐνοχλῆσαν ξανά;
– Ἔ βέβαια! Στὸ 1967 τὸν ξανατράβηξαν στὴν φυλακὴ στὴν Κορυτσά. Μὰ ἦταν 74 χρονῶν τότε ὁ πατέρας. Δὲν τὸν κράτησαν πολύ.
Μὲ ποιὰ κατηγορία τὸν τράβηξαν πάλι μέσα;
Ἦταν Ἕλληνας, παπα-Λευτέρη, τὸ ἕνα καὶ ἐπειδὴ ἦταν στὴν Ἀμερική. Ἤταν δῆθεν Ἀμερικανόφιλος, κατάλαβες;
Ἡ διαπόμπευσις ἦταν σύνηθες φαινόμενο γιὰ ἐκβιασμό
Τί λὲς μωρέ; Καὶ ἐπειδὴ ἦταν Ἕλληνας, σὲ τί ἔφταιξε;
– – Ἐι καταλαβαίνεις…. Τὸν ‘φέραν ἀπὸ τὴν Κορυτσά. Μαζέψαν ἐδῶ στὴ Βίλιστα τὸν κόσμο ὅλο καὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ καὶ τὸν φώναζαν Οὔ.. οὔ…οὔ… (Κλαίει ὁ μπάρμπα Χρῆστος…)
– Δηλαδὴ τὸν διαπόμπευσαν ἐδῶ, στὴν πόλι τῆς Βίλιστας.
– Τὸν ἐξευτέλισαν μὲ τὸν χειρότερο τρόπο.
– Ὁ κόσμος τὸ δέχτηκε; Πῶς ἀντέδρασε;
– Ἄκουσε πάτερ. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν κομμουνισταὶ μὲ εὐχαρίστησι τὸ ἔκαναν, οἱ ἄλλοι μὲ τὸ ζόρι. Ξέρεις τὸ κόμμα εἶχε πολλὰ μέσα νὰ σὲ κάνη, ὅπως θέλει… Κάτι νὰ ἔλεγε κάποιος, ἀμέσως δικαζόταν ἐκεῖνος. Καλύτερα νὰ εἶχε πεθάνη, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαρίτης, παρὰ αὐτὸν τὸν ἐξευτελισμὸ ποὺ τοῦ ἔκαναν. Καλύτερα νὰ μοῦ γινόταν κηδεία παρὰ αὐτὸ τὸ πράγμα, κατάλαβες; Ἐμεῖς ὅλη ἡ οἰκογένεια εἴμασταν ἐκεῖ. Γιὰ ἔλα στη θέσι μας… Ξέρεις τί εἶναι οἱ κομμουνιστές; Αὐτοὶ μὲ λόγια δὲν περιγράφονται παπα-Λευτέρη… Πρέπει νὰ τὰ ζήσης ἀπὸ κοντὰ καὶ τότε σχηματίζεις ἄλλη γνώμη. Σοῦ λέγω παπα-Λευτέρη ὁ πατέρας καλύτερα νὰ εἶχε πεθάνη, παρὰ αὐτὸν τὸν ἐξευτελισμὸ ἐ- κείνη τὴν ἡμέρα! Ἐμεῖς καὶ ἡ μάνα μας ἦταν καλύτερα νὰ εἴχαμε τὴν κηδεία τοῦ πατέρα, παρὰ τέτοια ντροπὴ ποὺ τοῦ ἔγινε καὶ αὐτοῦ καὶ ἐμᾶς μαζί! Ὕστερα, ξέρεις, μὲ ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν δουλειὰ καὶ μὲ πῆγαν χαμάλη, νὰ φορτώνω καὶ νὰ ξεφορτώνω σακκιὰ γιὰ πέντε χρόνια στὸ κολχὸς τοῦ χωριοῦ. (Ἐδῶ ἐπεμβαίνει ἡ γυναίκα του ἡ κ. Σοφία. Μία σώφρονα καὶ ταπεινὴ γυναίκα, ποὺ ὡς τώρα ἔκλαιγε μόνη της, ἄλλοτε φανερά, ἄλλοτε κρυφὰ ἐδῶ στὴν παρέα),
– Πῶς σὲ λένε;
Σοφία. Σοφία τήν λένε. (Απαντᾶ ὁ κ. Χρῆστος Τουτουμτζής ποὺ καταλαβαίνει πολὺ καλὰ τὰ Ἑλληνικὰ μὰ δὲν τὰ ὁμιλεῖ ἄριστα). Ἄχ, πάτερ, ἔμεινα χωρὶς δουλειὰ καὶ τί τραβήξαμε, ἐγὼ ξέρω τόσα χρόνια. Ἐμεῖς αὐτὸ τὸ ψωμὶ ποὺ τρώγαμε ἦταν πικρό, πολὺ πικρό! Τὰ παιδιὰ δὲν τὰ πέρναν σχολεῖο. Τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο πηγαίναν μπροστὰ, ὅλο πρῶτα ἦταν, μὰ δὲν τὰ ἄφηναν νὰ σπουδάσουν! Πηγαίναν μπροστὰ, μὰ τίποτα! Ήταν στιγματισμένα ἀπὸ τὸν παππού καὶ ἀπὸ τὸν θεῖο… Συνέχεια τὰ τέσσερα παιδιὰ μαθαίναν ἀλλὰ… (Κλαίει ἡ κυρία Σοφία…). Ὅλοι μᾶς εἶχαν κάνει ἐχθρούς, μᾶς εἶχαν ἀπομονωμένους, εἴμασταν ἐχθροί του κόμματος!
Συγγνώμην! Τὸν παπα-Συμεὼν τὸν ξεναπήραν ἐξορία;
Ὄχι μέσα στὸ σπίτι ἦταν ὑπὸ περιορισμό. Ψυχρὸ πόλεμο! Τὸν καλοῦσαν κάθε λίγο στὴν Ἀστυνομία… Ψυχρό πόλεμο σὲ ἕνα γέρο ἄνθρωπο! Μετὰ εἶχε τόση ντροπή… δὲν ἔβλεπε κανέναν! Οὔτε μία βόλτα δὲν μποροῦσε νὰ πάη! Ἔτσι εἶχε πολλὰ χρόνια πρόβλημα μὲ τὰ πόδια. Μόνο ἔξω στὴν αὐλὴ καὶ μέσα στὸ σπίτι ὡς ποὺ τὸ 1980… πέθανε πικραμένος… Ὡς καὶ στὴν κηδεία οὔτε οἱ φίλοι δὲν μποροῦ- σαν νὰ ἔρθουν! Φοβόταν τὸ κόμμα!… Θὰ εἶχαν καὶ αὐτοὶ βάσανα με τὰ καὶ φυλακές… Κανεὶς δὲν τὸν τίμησε!
Μόνο, ὅταν ἔπεσε ὁ κομμουνισμός, τότε ἦρθε ὁ Δεσπότης Καστο ριᾶς Γρηγόριος καὶ μὲ τιμὴ πήγαμε στὸν τάφο, ἐκάναμε τὴν ἀκολου θία. Πήγαμε ἐκεῖ ποὺ ἦταν κάποτε ἡ Ἐκκλησία. Ήμουν τότε ἐγὼ πρόεδρος τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Βίλιστα καὶ σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐδῶ, γιὰ νὰ ἀνοίξουμε τὶς ἐκκλησίες. Ὅταν πήγαμε στὸ νεκροταφείο μὲ τὸν Δεσπότη Καστοριάς Γρηγόριο – τώρα πέθανε καὶ αὐτὸς, «Θεὸς σχωρέσ’ τὸν» – εἶδε μόνον ἕνα σταυρὸ στὸν τάφο τοῦ παπα-Συμεών.
– Ἃ, πῶς εἶχες βάλει σταυρὸ ἐσὺ στὸ μνῆμα; Πῶς σοῦ ἐπιτρέψαν;
– Ἄ ὄχι! Μπροστὰ, ὅταν πέθανε. Ὄχι, ὄχι, τότε τίποτα. Ἐγὼ ἔψαλλα κρυφά μόνος μου, ὅσα ἤξερα ἀπὸ τὴν κηδεία. Μετὰ τίποτα, ἀ- πολύτως τίποτα δὲν ἔκανα! Μόνον ὅταν ὁ κομμουνισμὸς ἔπεσε, ἔκανα Σταυρὸ καὶ τὸν ἔβαλα στὸν πατέρα μου!
(Η κυρά Σοφία ἐπεμβαίνει καὶ λέγει:)
– Πέθανε πικραμένος παρ’ ὅτι ἦταν μορφωμένος ἄνθρωπος! Γνώριζε τὰ ἑλληνικά, γιατί ἦταν Ἕλληνας. Μιλοῦσε ὅμως Ἀγγλικὰ καὶ Ἰ- ταλικά. Ήταν πολὺ μυαλωμένος ἄνθρωπός, πολὺ συνετὸς. Ὅμως δὲν ἄρεζε σὲ αὐτούς, δὲν ἔγινε ὄργανό τους γιὰ νὰ τοὺς κάνη τὰ θελήματὰ του κόμματος, νὰ ξευτελίση τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστι του! Ἄχ. μία ζωὴ ψωμὶ μὲ κλάμα φάγαμε καὶ τίποτα παρὰ πέρα!… Τίποτα ἀπολύτως δὲν χαρήκαμε. Μόνο μπορέσαμε νὰ ζήσουμε κατά λαβες;
-Πόσο χρόνων εἶσαι, κ. Σοφία;
μα! – Ἑξήντα ἐφτά εἶμαι… καὶ ὅλη τὴν ζωή μου τὴν πέρασα μὲ κλάμα
Ἡ πικρὴ ἀλήθεια ποὺ τὴ ζῶ, τώρα καὶ 12 χρόνια!
– Ἀλήθεια, μπάρμπα Χρῆστο, ἔχεις δελτίο ὁμογένειας μὲ τὴν Σοφία;
Ἀπὸ ποὺ νὰ τὸ πάρω; Ἐκεῖ στὸ Ἑλληνικὸ Προξενεῖο οὔτε σὲ ἀφήνουν νὰ ζυγώσης. Κανεὶς δὲν μὲ ἄκουσε. Μόνο ἂν εἶχα χρήματα θὰ ἔπαιρνα! Εἶχε ἀνθρώπους! Ἐγὼ ποῦ νὰ βρῶ τόσα χρήματα;
-Μὰ εἶσαι Ἕλληνας ! Καὶ ἐσὺ καὶ ὁ πατέρας σου τράβηξε το σα…
– Ποιὸς νὰ μὲ ἀκούση; Ἅμα δὲν πιστεύεις, νὰ κατεβοῦμε ἐδῶ στὴν Κορυτσὰ καὶ νὰ πάω στὸ Προξενεῖο καὶ κάτσε μόνος σου νὰ ἰδῆς τί γίνεται… Ἤθελα νὰ κάνα ἐγχείρισι καταρράκτη καὶ πῆγα σὲ ἕνα γιατρὸ στὸ Λιμπράζντ. Τι νὰ ἔκανα; … Δὲν μποροῦσα νὰ πάω στὴν Ελλάδα!
Ἕλληνας στρατιώτης τοῦ 1940 γίνεται καουμπάρος
Μπάρμπα Χρῆστο, τί θυμᾶσαι ἀπὸ τὸ 1940, ὅταν ἦλθε ἐδῶ Ἑλληνικὸς Στρατός;
Ὤ! Χαρὲς στὴν ἀρχὴ ποὺ ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος! Ὁ πατέρας ἔ κανε κουμπάρο ἕναν Ἕλληνα στρατιώτη καὶ ἐκεῖνος ἔδωσε τὸ ὄνομα στὴν ἀδελφή μου! Ελευθερία! Ὅταν ἔπεσε ὁ κομμουνισμὸς, πῆγε στὸν νουνό της στὴν Ἀθήνα καὶ τὸν βρήκε!….
Καλὰ ἤξερε τὴν διεύθυνσή του; Πῶς τὸν βρῆκε;
Ἐκεῖ ποὺ δούλευε στὴν Ἀθήνα τὸ ἀγόρι τῆς Ἐλευθερίας, ἔψαξε τὸ ὄνομα τοῦ κουμπάροὺ καὶ τὸ ἐπίθετο, καὶ τοὺς βρήκε…
Χάρηκαν ὅλοι, φαντάζομαι.
Ὤ! Ὅλοι! Καὶ ἐμεῖς καὶ ἐκεῖνοι! Μετὰ ἀπὸ ἑξήντα χρόνια βρήκαμε τοὺς κουμπάρους μας! Σήμερα ἡ ἀδελφή μου μὲ τὰ παιδιὰ της εἶναι στὸ Ἡράκλειο Κρήτης. Περνοῦν καλὰ! Ὅλοι ἐργάζονται!…
Μπάρμπα Χρῆστο, μετὰ ἀπὸ τὰ πέντε χρόνια ποῦ δούλεψες χαμάλης, τί δουλειὰ ἔκανες;
Μετὰ μπῆκα μέσα στὸ μαγαζί. Ήμουν τίμος καὶ ἐργατικὸς. Ὅλοι τὸ βλέπαν… καὶ μπῆκα στὸ μαγαζί ποὺ πουλούσαν κρέας. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ ‘στείλαν ἀλλοῦ. Δὲν μὲ ἄφησαν σὲ μία δουλειὰ νὰ στεριώσω! Τώρα μόλις περνοῦσε λίγος καιρὸς ἀλλοῦ σὲ ἄλλη δουλειά, ὅπου ἦταν χειρότερα! Πουθενὰ δὲν στέριωσα, γιατί εἶχα τὴν και τηγόρια τοῦ κόμματος!
Τὰ παιδιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ σπουδάσουν;
– Ὄχι, ὄχι δὲν τὰ ἄφησαν μὲ τίποτε. Μόνο ἕνας πῆγε γεωπόνος… τώρα ἔφυγε στὴν Ἀμερική. Γιὰ αὐτὸν ἔδωσα τὸ πᾶν, ὅ,τι οἰκονομία εἶχα τὴν ἔκοβα ἀπὸ ὅλους μας καὶ τὴν ἔδινα ἐκεῖ πεσκέσι”. Ήταν ὁ πρῶτος μαθητής, γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν ἄφησαν μὲ χίλια βάσανα! Τοὺς ἄλλους κανέναν! Μόνο στὸ δημοτικό τοὺς ἄφησαν καὶ ἐκεῖ μὲ βάσανα! Πήγαινα σὲ ὅλους τοὺς γνωστοὺς παρακαλώντας καὶ ἄφησαν μόνον αὐτὸν νὰ σπουδάση γεωπόνος. Ἀλλὰ νὰ ξέρης καὶ κάτι: ὅταν τελείωσε τὸν ἔστειλαν ἐπάνω στὰ βουνὰ σὲ ἕνα χωριὸ πίσω ἀπὸ τὸ Πόγραδετς στὰ χειρότερα μέρη, γιατί εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν κατηγόρια τοῦ παπποῦ. Αὐτὸς, ὅταν ἔπεσε ὁ κομμουνισμός, ἔφυγε στὴν Ἀμερική.
Νύχτωσε καὶ βλέπω τὸ ρεῦμα…
– Ἔτσι εἶναι πέφτει, γιατί ἔχει διακοπές 1, 2, 3 ώρες χωρὶς ρεῦμα μετὰ ἔρχεται καὶ ξανασβήνει δὲν ἔχουμε σταθερὸ ρεῦμα. Ὅπως θέλουν…
Τὸ 1967, μετὰ ποὺ ἔκλεισαν τὶς ἐκκλησίες ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κιουτέζα καὶ ἦλθε ἐδῶ. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ μῆνες πέθανε καὶ ἡ μητέρα μου ἀπὸ τὰ βάσανα!
Πῶς τὴν λέγαν τὴν μητέρα, τὸν γαμβρό, τὴν γιαγιά;
– Κωνσταντίνα… καὶ τὸν γαμβρό μου Προκόπη, τὴν γιαγιὰ Νεράν- τζω.
Τὸν μπαμπὰ τῆς Σοφίας πῶς τὸν λέγαν, τὴν μαμά της;
Γιῶργο τὸν λέγαν καὶ τὴν μαμὰ Λαμπρινή. (Μοῦ ἀπαντᾶ ἐλληνικά) Ἀπὸ τοὺς παπποῦδες Παῦλο καὶ Σοφία.
Ἀπὸ ποῦ εἶναι ἡ καταγωγὴ τῆς κ. Σοφίας;
Ἀπὸ τὸ χωριὸ Μπραβδίτσα. Ὅλοι ἐκεῖ εἴμασταν Ἕλληνες! Τὰ ἀ- γόρια μου ἔχω ἔνα Βασίλη καὶ ἕνα Σπύρο. Τὰ κορίτσια τὰ ἔχω τὸ με- γάλο Ἄννα καὶ τὸ ἄλλο Κωνσταντίνα – τὸ ὄνομα τῆς μαμᾶς μου τὸ ἔβαλα καὶ Κωνσταντίνα τῆς μητέρας.
Τὰ παιδιὰ ποῦ τὰ βάπτισες, ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν;
Ε! Στὸ σπίτι ὁ παπποὺς καὶ ἕνας ἄλλος παππάς ποὺ ἦταν ἐδῶ!
– Ποιὸς ἦταν; Ὁ παπα-Χρῆστος ἀπὸ τὴν Βέμπελη, ἕνα χωριό τῆς Φλώρινας. Δὲν τὰ πήγαινε καλὰ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ ἦρθε ἀπὸ ἐδῶ.
Πότε ποιὰ χρονολογία ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἦρθε ἐδῶ;
Το 1949.
- Ήταν κομμουνιστής, δηλαδή…
– Ἔ! ἐκεῖ πίστευε
– Ὤ! Δὲν πειράζει! Ἦρθε ἐδῶ, ἔζησε καλά! Χὰ, χὰ!.. (Γελάει ὁ μπάρμπα Χρῆστος). Ἔχει παιδὶ ἐδῶ!.. Τὸν λένε Γιώργο Λαφαζάνη. (Τὸν ἐγνώρισα τὸν Γιῶργο καὶ ἤξερε λίγα έλληνικά). Εἴμαστε μαζί στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐδῶ.
Ξέρεις τότε ἐμεῖς εἴχαμε ἀνταρτοπόλεμο τρία χρόνια στην Ἑλλάδα: Ἕλληνες Ἐθνικιστὲς μὲ κομμουνιστές.
– Ὤ! Τὸ ξέρω! Ἐμεῖς ἀπὸ ἐδῶ εἴχαμε κομμουνισμό. Ἐγὼ ἤμουνα στρατιώτης στὰ σύνορα μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ερχόταν ἀπὸ ἐδῶ πολλοί παρτιζάνοι Ἕλληνες!
Ὁ παππὰ Χρῆστος Λαφαζάνης πῆγε φυλακή;
- Ὄχι, ὄχι, μόνο τὸ ἀγόρι του.
Τὸ ἀγόρι ὁ Γιῶργος, γιατί πῆγε φυλακή;
Τὸν κατηγόρησαν ὡς πράκτορα τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸν ἔβαλαν φυλακή! Ήταν ψέμμα! Ἁπλῶς ἦταν Ἕλληνας καὶ τὸν ἔβαλαν φυλακή! Τζάμπα πῆγε φυλακὴ τὸ παιδί! Εἶναι ψάλτης σήμερα ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία. Μόνο ὁ παππᾶς ἦταν κομμουνιστής! Ἐκεῖνος τὸ ἔλεγε. Ἐγὼ βοήθησα ὡς πρόεδρος τῶν ἐδῶ Ὀρθοδόξων. Βοήθησα καὶ τὸν παπα- Βασίλειο Σκορντιλίεβα ἀπὸ ἐδῶ νὰ πάη σχολεῖο καὶ μετὰ νὰ γίνη παππάς. Πέθανε ὅμως ἡ παππαδιὰ καὶ ὁ Δεσπότης τὸν πῆρε στὴν Κορυτσὰ σήμερα, ὅπου εἶναι πρωτοσύγκελλος. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε παππὰ! Κρίμα… Τί νὰ κάνω;…Γέρασα…
– – Νὰ κάνης τὸ παιδὶ, ὅπου ἔχεις ἐδῶ!
Ὤ! Δὲν ξέρει γράμματα καὶ δὲν ξέρει οὔτε ψαλτικά: Δὲν ἔχει τὸ μεράκι τοῦ παπποῦ νὰ κάνη τίποτα.
- Χότζα ἔχει ἐδῶ;
Ε! Βέβαια! Καὶ τζαμὶ ἔχουν! Κάθε Παρασκευὴ βάζει κασσέτα ποὺ φωνάζει ἀραβικά. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι δὲν πᾶνε στὸ τζαμί!
Στὴν Ἐκκλησία ἔρχονται ἐδῶ;
Ὄχι! Μόνο τὸ Πάσχα καὶ μεγάλη ἑορτὴ ἔρχονται, γιατί δὲν ἔχουν με μόνιμο παππά.
Μπάρμπα Χρῆστο, ἄλλα βάσανα μὲ τὸν πατέρα σου, θυμᾶ σαι;
– Ὅλο βάσανα! Σταμάτησαν καὶ καμιὰ φορά;
- Ἀλήθεια, πῶς τὸν κατηγόρησαν; Εἶχαν μαρτύρους;
Ἡ τακτικὴ τῶν ἐπιόρκων
Ἓ, πὼς! Τὸ κόμμα βρῆκε σπιούνους δυό. Ὁ πατέρας μοῦ εἶπε γιατί ἐγὼ ἤμουν στρατιώτης. Κατέθεσαν καὶ ἔγραψαν δυὸ ἐπιστολές ποὺ ἀπετέλεσαν καὶ τὸ κατηγορητήριο!
Ἀλήθεια, σήμερα ζοῦν; Τώρα ποὺ ἔπεσε ὁ κομμουνισμός, δὲν τοὺς βρίσκεις, δὲν τοὺς συναντᾶς αὐτούς. Τὰ παιδιά τους;
Ἔ! Αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἠθικὴ ἐπάνω τους. Δὲν γράψαμε ἐμεῖς τίποτα, ἀπολύτως τίποτα, δὲν εἴπαμε τίποτα! Φυσικὰ ἡ μητέρα, οἱ συγγενεῖς, ὅλοι τοὺς εἶδαν καὶ τοὺς ἄκουσαν μέσα στὸ δικαστήριο, ποὺ και τέθεσαν ψέμματα μπροστὰ στὸν πατέρα μου. Σήμερα τὰ ἀρνοῦνται ὅλα αὐτὰ, κατάλαβες;
– Ἀπὸ ἐδῶ πῆγαν φυλακὴ ἄλλοι;
Οἱ Ἰταλοὶ φυλάκισαν τοὺς βορειοηπειρώτες
Πὼς… πὼς… εἶχε ἀλλὰ λίγους. Μόνο, ὅταν ἦλθαν οἱ Ἰταλοὶ, βάλανε μέσα πολλοὺς ὀρθοδόξους. Περίπου ἐννιακόσια ἄτομα ἔβαλαν στὶς φυλακὲς ὡς «φιλοέλληνες»…
Μετὰ, ποῦ ἔφυγαν οἱ Ἰταλοί;
– Μερικούς τοὺς πῆγαν καὶ στὴν Ἰταλία, ἀπὸ ἐδῶ αἰχμαλώτους! Μετὰ ποὺ τελείωσε ὁ πόλεμος Ἑλλάδος-Ἰταλίας, τοὺς ἀπελευθέρωσαν ἀπὸ τὰ στρατόπεδα καὶ ἦλθαν ἐδῶ ξανά.
Τὸν θυμᾶσαι τὸν πόλεμο τοῦ 1940, μπάρμπα-Χρῆστο; Θέλω νὰ μοῦ εἰπῆς ἔκαψαν σπίτια στὴν Βίλιστα οἱ Ἕλληνες; Ἔκαναν και καταστροφές;
Ὄχι! Ὄχι! Ἴσια… Ἴσια…. Φάγαμε ψωμί, μωρέ, γιατί πρῶτα τὰ εἶχαν ἁρπάξει ὅλα οἱ Ἰταλοί. Μᾶς ἔδινὰν ἕνα ψωμί, ποὺ τὸ λέγαν «κουραμάνα»
– Στὸ χωριὸ Σουρωτὴ ποὺ μένω τελευταία, ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσα- λονίκη, ζεῖ ἕνας στρατιώτης ὁ Ἄναστασιος Τζώλας, ποὺ ὑπηρέτησε ἐδῶ. Ἐκεῖνος πολλὰ θυμόταν καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ Ἰταλικός στρατός ἔκανε τέτοια προπαγάνδα ποὺ ἔφυγε ὅλος ὁ κόσμος καὶ ἄφησε τὰ σπίτια, ὅπως ἦταν, καὶ τὰ ζῶα κλεισμένα. Ὅταν μπῆκε μέσα ὁ στρατός, ὁ λοχαγός τοὺς χώρισε ἀνὰ δυὸ καὶ ἀνάλαβε τὰ ζῶα τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ σπίτια τοὺς τὰ μοίρασε, γιὰ νὰ εἶναι ὑπεύθυνοι νὰ μὴν πάθη τίποτα κάτι. Ὅταν τὰ ἔμαθε ὁ κόσμος αὐτὰ, ἕνας-ἕνας γύρισαν πίσω. Ο στρατιώτης Άναστάσιος Τζώλας τὰ εἶχε τὰ σπίτια καὶ τὰ ζῶα ὅλα στὴν ἐντέλεια κοντὰ μιὰ ἑβδομάδα. Ὅταν ἦρθε ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ εἶδε τοῦ ἔσφαξε ἕνα ἀρνὶ, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσι. Μοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν πείραξαν οὔτε «βελόνι» ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς! Εἶχε πειθαρχία! Ὅποιος πείραξε ἄνθρωπο, ζῶο, σπίτι περνοῦσε στρατοδικείο. Κατάλαβες;
Ναί… ναί… ναὶ… ἔτσι ἔγινε! Ὅλοι ἐδῶ τὸ λέγαν καὶ τὸ λένε ὅτι οἱ Ἕλληνες κανέναν δὲν πείραξαν. Οἱ στρατιῶτες μείναν λίγο ἐδῶ. Ἔφυγαν οἱ στρατιῶτες στὴν Κορυτσά. Ἔκαναν κλεψιές πράγματα ποὺ τὰ πῆραν ἀπὸ ἐδῶ δικοί μας, γιατί ἀργότερα τὰ βρῆκαν οἱ νοι- κοκυραίοι. Οἱ στρατιῶτες μας δίναν κουραμάνα, ἐλιές, σταφύλια, σύ- κα. Ὅλα τὰ θυμᾶμια! Ἐγὼ θυμᾶμαι… ρέγγα, χαλβά.
Οἱ Ἰταλοὶ κάναν ζημιὲς ἐδῶ, ὅταν ἦρθαν πρώτη φορά;
Ὤ! Τὸ δικό μας σπίτι (Λέγει ἡ κ. Σοφία) τὸ ἔχουν κάψει, γιατί ὁ παπποὺς ὁ Παῦλος ἦταν Ἕλληνας. Δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπὸ τὸ σπίτι! Πήγαν νὰ πετάξουν καὶ ἐμένα μέσα στη φωτιά… Μὲ ἔσωσε ἡ γιαγιά μου καὶ ἕνας στρατιώτης ἦταν Ἰταλὸς ἀξιωματικὸς, ποὺ ἦταν χριστιανός.
Ἄλλα θυμᾶσαι, κυρία Σοφία, ἀπὸ τὸν πόλεμο;
Τὸ κόμμα: ὁ φόβος, καὶ ὁ τρόμος
Πώ, πώ! Τραβήξαμε πολλά! Ὅταν γύρισα μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν στὸν πατέρα μου στὸ σινεμά, πῆγα στὸ σπίτι τὰ παιδιὰ κλέγαμε ὅλα μέσα στὸ σπίτι κάτω ἀπὸ μία κουβέρτα. Πῶς ἄντεξα καὶ δὲν πέθανα… δὲν ξέρω! Μὰ δὲν εἶχε ἕναν ἄνθρωπο νὰ εἰπῆ μία καλὴ λέξι! Εἶχε φόβο πολὺ παντοῦ! Φόβος! Τι νὰ σοῦ εἰπῶ; Εἶπα τότε, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν σταμάτησε ἡ καρδιά μου, ποτὲ δὲν θὰ σταματήση! Ἕναν γέρο ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν περιπαίζουν… νὰ τὸν ἐξευτελίζουν… νὰ τὸν φυλακίζουν… Τί νὰ σοῦ εἰπῶ;
Νὰ ρωτήσω κάτι; ᾿Αὐτὸς ὁ παπα-Χρῆστος ὁ Λαφαζάνης πῆγε στὴν συγκέντρωσι ποὺ ἔκανε τὸ κόμμα, ἐναντίον τοῦ πατέρα σου;
– Ὄχι, ὄχι, ὄχι! Δὲν βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ σπίτι. Δὲν ἦρθε οὔτε εἶπε κάτι γιὰ τὸν πατέρα μου.
Ἐρχόταν στὸ σπίτι παρηγοριὰ στὸν πατέρα σου ὁ παπα-Χρῆστος, μετὰ ἀπὸ τὴν διαπόμπευσι στὸν πατέρα σου;
Ὄχι! Ὄχι! Κανεὶς ἀπὸ τὸ χωριό! Εἶχε σπιούνους! Ἅμα ἐρχόταν ἕνας στὸ σπίτι, θὰ ἔμπαινε φυλακή. Φοβόταν ὅλοι τὸ κόμμα! Παραμόνευε νὰ βρῆ εὐκαιρία! Ἐγὼ ποὺ πήγαινα στὴν δουλειά, κανένας δὲν μιλοῦσε. Πήγαινα σπίτι δουλειὰ (Ἡ κυρία Σοφία κλαίει). Ἐγὼ ἐδῶ στὸ σπίτι μόνη κανεὶς δὲν μιλοῦσε σὲ μένα, κανεὶς δὲν ἐρχόταν στὸ σπίτι. Φρίκη… φρίκη… δὲν ἦταν μία ἡμέρα, δὲν ἦταν μία εβδομάδα, ἕνας μήνας, ἕνας χρόνος! Ήταν χρόνια ὁλόκληρα!!! Καταλαβαίνεις; Χρόνια… χρόνια… Ἀλλὰ λέμε «Δόξα τῷ Θεῷ» (Ελληνικά λέει ὁ μπάρμπα Χρῆστος) ζήσαμε. Δὲν πεθάναμε, ἔζησαν τὰ παιδιά, ἔχουν ἐγγόνια. Τώρα ὅλα τελείωσαν, ἐγὼ τὰ ἄφησα στο Θεό, τίποτα παρά πέρα…
Ὁ υἱός σου ποὺ εἶναι ἐδῶ, τί δουλειὰ κάνει ἐδῶ;
Δούλευε στὸ Ἠλεκτρικό ρεῦμα καὶ τὸν σταμάτησαν τώρα. Δὲν ἔχει δουλειά! Τώρα δουλεύει μόνον ἡ νύφη ράβει.
Δὲν θέλει νὰ ἱερωθῆ;
Ὄχι, ὄχι, δὲν κάνει! Θέλω νὰ εἶναι εὐλαβής, δραστήριος, καλλίφωνος… Ὁ παππάς νὰ ξέρη τὰ λειτουργικά!
Ὁ καθηγητής μαθηματικών Σωτήριος Μπαμπούλης (Μπαμπούλλας είναι ίδιο επίθετο) ἀπὸ τὴν Μπομποστίτσα
– Ὁ Δεσπότης δὲν φροντίζει; Ὁ Ἀναστάσιος στα Τίρανα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος;
– Ὄχι δυστυχῶς! Εἴμαστε χωρὶς ἱερέα. Ἐγὼ εἶχα πάει μὲ τοὺς πρώτους ποὺ τὸν περιμέναμε τὸν Ἀναστάσιο στὰ Τίρανα, τότε ποὺ πρωτοήλθε. Τώρα γέρασα παπα-Λευτέρη. Είχαμε τότε μπροστὰ πρόεδρο Ὀρθοδόξων ἕναν Σωτήριο Μπαμπούλα ἀπὸ τὴν Μπομποστίτσα, τὸν ξέρεις παπα-Λευτέρη;
Ὤ! Πὼς; Τὸν Σωτήρη δὲν ξέρω!
Ήταν τότε πρόεδρος Ορθοδόξων Ἀλβανίας ὁ Σωτήριος Μπαμ- πούλης. Πῆγε σὲ ὅλη τὴν Ἀλβανία. Μάλιστα μοῦ πρότεινε νὰ γίνω παππὰς, ἀλλὰ ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Θέλω νὰ τιμήσω τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα μου ἀλλὰ ὅμως πρῶτα νὰ ρωτήσω τὴν γυναίκα μου». Μὲ συνάντησε δεύτερη φορὰ καὶ μοῦ εἶπε «Τί ἀποφάσισες;». Τὴν τρίτη φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε, τοῦ εἶπα: «Δὲν θέλει ἡ γυναίκα μου». Τράβηξε πολλὰ ἐξ’ αἰτίας τοῦ παπα-Συμεὼν καὶ μὲ τίποτα δὲν θέλει νὰ γίνω παππάς. Ἔτσι δὲν ἀποφάσισα νὰ γίνω παππάς καὶ παρέμεινα.
Ἀλήθεια (Η κ. Σοφία εἶπε) εἶναι! Εἶχα τόσο φόβο… Τράβηξα τόσα πολλά! Η φρίκη ἦταν μεγάλη καὶ τράβηξα πολλά… πολλά… Δὲν γέλασα τόσα χρόνια… Ἡ πίκρα ἦταν στὰ χείλη μου κάθε στιγμή!
Θεία Λειτουργία κάτω ἀπὸ τὴν κουβέρτα
Κυρία Σοφία, τί θυμᾶσαι ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ πεθεροῦ σου;
Πέθανε πικραμένος. Ικανοποιοῦνταν καὶ κάπου γελοῦσε, ἅμα κατόρθωνε καὶ ἄκουγε πολλὲς φορὲς Κυριακὴ στὸ ραδιόφωνο τὴν Θ. Λειτουργία. Ἄνοιγε κρυφὰ τὸ ραδιόφωνο, ἔβαζε μία κουβέρτα νὰ μὴν ἀκούγεται ἔξω καὶ ὧρες παρακολουθοῦσε τὴν Θ. Λειτουργία, ποὺ ἄ- κουγε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Πολλὲς φορὲς ἔκλαιγε, ἀλλὰ στὸ τέλος ἔρ- χονταν κοντὰ ἱκανοποιημένος καὶ εὐχαριστημένος. Δὲν τολμοῦσε ὅ- μως νὰ εἰπῆ κάτι!
Μωρὲ ὁ φόβος ἦταν μέσα μας δὲν ἔφευγε… (Λέγει ὁ Χρῆστος) Δὲν ἤξερες σήμερα, αὔριο, ἂν κάτι σοῦ σκαρώσουν καὶ σὲ στείλουν φυλακή.
Ἄλλα, τί θυμᾶσαι; Τέτοια πράγματα… τέτοιες εἰκόνες θέλω νὰ μοῦ εἰπῆς γιὰ τὸν παπα-Συμεών.
– Ἡ ζωή μας ἦταν μονότονη. Δὲν εἴχαμε ἀλισβερίσι’ μὲ κανέναν! Είμασταν φυλακισμένοι στὸ σπίτι μας… καὶ λίγο-πολὺ ὅλοι ἔτσι ἦταν, γιατί ὁ ἕνας φοβόταν τὸν ἄλλο.
– Πῶς πάντρεψες τὰ κορίτσια μετὰ ἀπὸ τόσο πόλεμο καὶ συκο- φαντία;
Πώ… πώ… Μᾶς συκοφαντοῦσαν συνέχεια… Μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι τῶν προδοτών! Ἡ μεγάλη κόρη μου παντρεύτηκε 31 ἐτῶν. Δηλαδὴ νὰ καταλάβης τότε τὰ κορίτσια παντρευόταν 20-22 ἐτῶν… τὸ πολὺ 25 ἐτῶν… Μόλις ρωτούσε κάποιος γιὰ τὰ κορίτσια, ἀμέσως ἔλε- γαν μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι εἶναι φιλοέλληνες… εἶχαν φυλακές μακριά…
Ἄλλοι ἀπὸ ἐδῶ κοντὰ ἀπὸ τὴν περιοχὴ ποὺ ἦταν Ἕλληνες μπῆκαν φυλακή;
Ἦταν δυό-τρεῖς Ἕλληνες ποὺ καὶ αὐτοὶ μπῆκαν φυλακή. Ήταν Ἕλληνες. Ἕλληνες ἦταν πολλοὶ, μὰ φυλακίσαν λίγους, γιὰ νὰ φο- βοῦνται οἱ ἄλλοι. Γινόταν τρομοκρατία σὲ ὅλη τὴν Ἀλβανία, ὅπου ὑ- πῆρχαν Ἕλληνες.
Πῶς λεγόταν; Τοὺς θυμᾶσαι στὸ ἐπίθετο;
Ἕνας λεγόταν Παῦλος Παλαμάρης. Αὐτὸς λίγο κάθησε… Νομίζω τρία χρόνια μόνο κάθησε μέσα!
– Δηλαδὴ ἦταν λίγο;
– Ε! Κοίταξε ἔλεγες τὸ μαγαζὶ δὲν ἔχει μακαρόνια… ἔτρωγες γιὰ συκοφαντία τοῦ κόμματος… πέντε χρόνια στὸ τάκα τάκα… Ἔμπαινες μέσα, μὲ κατάλαβες;
Ἀπὸ τοὺς φυλακισμένους κανένας σήμερα;
Τι κάνει τὸ Ἑλληνικό προξενείο Κορυτσάς;
Ὄχι! Ὅλοι τους πεθάναν πικραμένοι καὶ αὐτοί! Κανένας δὲν ρώτησε ἀπὸ τὴν Ἔλλαδα… Κανεὶς δὲν φρόντισε γιὰ μᾶς! Ἔτσι πῆγαν ἕνας-ἕνας, ὅπως θὰ πᾶμε καὶ ἐμεῖς. (Σημειωτέον ὅτι ὁ Χρῆστος Τουτουμτζὴς τοῦ Συμεὼν δὲν ἔχει κάρτα ὁμογένειας οὔτε αὐτός, οὔτε καὶ τὰ παιδιά του. Ποιὸς νὰ τοὺς ἀναγνωρίσει; Πῶς νὰ μποῦν στὸ Ἑλληνικό Προξενείο Κορυτσᾶς;)
Τὸν ἄλλον πῶς τὸν λέγαν, ποὺ μπήκε φυλακή;
Δημήτρη… Δημήτρη… Δημήτριος Τόλκας. Ήταν Τόλκας, τὸ ἐπίθετο. Αὐτὸς πέθανε! Πέθανε πικραμένος καὶ αὐτός!
Πόσα χρόνια πῆγε φυλακὴ αὐτός;
Αὐτὸς πῆγε πέντε χρόνια μόνον!
12
– Εἶχε οἰκογένεια αὐτός;
Εἶχε δυὸ κορίτσια. Εἶχε καὶ ἕνα ἄλλον, Pjeter Arbnori. Ἐκεῖνος βουλευτὴς καὶ, ὅταν εἶχε κυβέρνηση ὁ Μπερίσας, ἦταν πρόεδρος στὴν Ἀλβανικὴ βουλή. Ἐκεῖνος ἔκανε 28 χρόνια φυλακή!
Ήταν Ἕλληνας ἡ Ἄλβανος; Τί καταγωγὴ εἶχε;
– Ἦταν καθολικὸς. Δὲν ἦταν Ὀρθόδοξος”. Δὲν εἶναι ἀπὸ ἐδῶ αὐτὸς. Ἁπλῶς ἔγινε ἡ κουβέντα καὶ μοῦ ἦρθε στὸ μυαλό.
Ἀπὸ τὴν Πρόγρη μπῆκαν φυλακή;
Νομίζω ναὶ! Κάποιος εἶχε ἕνα παλαιὸ Ἑλληνικὸ βιβλίο καὶ τὸ διάβαζε. Αἰτία μπῆκε φυλακὴ γιὰ τέτοια πράγματα. Τώρα μοῦ ΄ρθε στο μυαλό κάποιος Γάκης Γκορένης ἀπὸ τὴν Ντισνίτσα· καὶ ἐκεῖνος μπῆ κε πολλά χρόνια φυλακή. Πολὺ πιστὸς Ὀρθόδοξος! Αὐτὸς εἶχε βιβλία, εἰκόνες, ἄμφια καὶ ἔφαγε δέκα ἑπτὰ χρόνια φυλακή!
Ὤ! Τὸν ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου καὶ ἄλλοι μοῦ εἶπαν νὰ πάω σὲ αὐτόν. Ἄλλος ἐδῶ κοντὰ εἶναι στὴ ζωή;
Δὲν γνωρίζω. Δὲν θυμᾶμαι αὐτὴ τὴν στιγμὴ. Δὲν ἤξερα ὅτι θὰ ἔρθης παπα-Λευτέρη.
– Πολλὰ βάσανα πέρασαν ὅλοι τους. (Λέει ὁ Ἠλίας Νάκος ποὺ κάνει καὶ τὴν μετάφρασι, γιατί ὁ μπάρμπα Χρῆστος δυσκολευό- ταν στὰ Ἑλληνικὰ· ἔχει ἐξῆντα χρόνια νὰ τὰ μιλήση) Μόνο ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἐδῶ ξέρουμε τί ἦταν κομμουνισμὸς στὸν Χότζα.
– Μπάρμπα Χρῆστο, αὐτὸ τὸ κοστούμι τὸ ἔφερα. Εἶναι καινούργιο καὶ μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη τὸ ἔστειλε ἕνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ολα τὰ ροῦχα ποὺ εἶναι διπλωμένα, δὲν ξέρω τί εἶναι; Ὅπως μοῦ τὰ ἔδωσαν, ἔτσι τὰ ἔφερα!
– Ὤ! Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ ὅλους γιὰ ὅλα τὰ δῶρα!
Μπάρμπα Χρῆστο, γνωριστήκαμε τὸ 1993…. ἂν θυμᾶμαι κα λά. Πέρασαν δέκα χρόναι… Εἶμαι ἐν τάξει στὶς ὑποχρεώσεις μου;
– Εὐχαριστῶ ὅλα, ὦ ἔφερες τὴν φωτογραφία, τὸ βιβλίο… Γιὰ ὅλα εὐχαριστῶ, παπα-Λευτέρη.
Τώρα θὰ τὰ βάλλω ὅλα, ὅπως τὰ εἶπες μπαρμπα-Χρῆστο, καὶ σύντομα θὰ γίνη τὸ βιβλίο.
– Ἀλήθεια αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶναι ντοκουμέντο! Ἂν τὸ πάρω καὶ πάω στὸ Προξενείο, θὰ μὲ ἀκούση κανένας;
Τί θέλεις ἀπὸ τὸ Προξενείο; Τι ἀκριβῶς θέλεις; Μπορῶ νὰ μάθω, μπάρμπα Χρῆστο;
Νὰ… Ἡ κόρη μου ποὺ εἶναι στὴν Κρήτη, νὰ μποροῦσε νὰ κάνη μία βίζα, νὰ ἔρχεται νὰ μᾶς βλέπη.
– Ἄκουσε, μπαρμπα-Χρῆστο. Νὰ πᾶς νὰ ζητήσης βίζα εκατό ή μερῶν, ποὺ θὰ εἰπῇ ὅτι εἶσαι Ἕλληνας. Νὰ πάρης κάρτα ὁμογένειας. Νὰ ζητήσης τὸν ἴδιο τὸν Πρόξενο! Νὰ πηγαίνης, νὰ μὴν τὸ ἀμελήσης. Θὰ πάρης τὸ βιβλίο στη μασχάλη καὶ θὰ πᾶς ἐκεῖ, στὸ Προξενείο. Νὰ ζητήσης νὰ συνάντηθης μὲ τὸν ἴδιο τὸν Πρόξενο. Ἐν ἀνάγκῃ πές του ὅτι μὲ συμβούλεψε ὁ παπα-Λευτέ- ρης! Θέλω νὰ μὲ ἀκούσης· μπῆκε φυλακὴ ὁ πατέρας μου, γιατί ἡταν Ἕλληνας. Τράβηξα τόσα καὶ τόσα! Ἅμα δὲν τὸν ἀφήσουν νὰ μπῆ στὸ Προξενεῖο, θὰ μοῦ τηλεφωνήση. Ανέκαθεν ὑπῆρχαν Ἀλβα νοὶ στὴν εἴσοδο” καὶ δὲν μπαίνουν μέσα κανεὶς μὰ κανεὶς τους. Ἦταν βαλμένοι ἀπὸ τὸ Προξενεῖο. Οὐκ ὀλίγες φορὲς ποὺ πήγαινα γιὰ δουλειὲς στὸ Προξενεῖο καὶ ἐγὼ δὲν μὲ ἄφηναν νὰ ἔλθω σὲ ἐπαφὴ μὲ ὑπάλληλό του Προξενείου. Μάλιστα μὲ ὑποχρέωναν νὰ περιμένω μὲ τὴν σειρὰ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς, γύφτους ἡ ὅποιους ἄλλους τύπους, ἔξω στο δρόμο μὲ σκόνη ἤ λάσπες, ὅπως εἶναι ἐ κεῖ… Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάντεια καὶ πρέπει νὰ μείνη γραμμένη.
Ἐκτὸς ἀπὸ ραντεβοὺ ποὺ ἔκλεινα τὸ βράδυ στὸν ἴδιο τὸν Πρόξενο, κ. Ἐλευθέριο Πρώϊο, μὲ τὸν ὁποῖο συναντηθήκαμε πολλὲς φορὲς γιὰ πολλὰ θέματα, εἴχαμε συνεργασία μέχρι ἑνὸς σημείου. Υπάρχουν ντοκουμέντα, τὰ ὁποῖα θὰ δοῦν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος!
Μπάρμπα Χρῆστο, κυρία Σοφία, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ! Κάναμε ἕνα μνημόσυνο γιὰ τὸν μακαρίτη τὸν παπα-Συμεὼν καὶ κρατήσαμε τὶς μαρτυρίες σας νὰ μένουν θὰ διδαχτοῦν πολλοὶ, ὅταν τὶς διαβάσουν. Ἔχουμε ἄγνοια γιὰ πολλὰ θέματα ἐμεῖς στὴν Ἑλλάδα!
Καλὴ ἀντάμωσι! Ἡ Παναγιὰ νὰ σᾶς φυλάγη…
(Σταυροφιληθήκαμε ὅλοι κατὰ τὸ ἔθιμο καὶ φύγαμε νύκτα σχεδόν. Ἐγὼ ὁ Ἠλίας Νάκος μαζὶ μὲ τὸν παπα-Κώτσιο, τὸν ἀδελ φό του, γιὰ τὸ χωριό τους, τὴν Πόγιανη Κορυτσᾶς).
https://www.myrofyllo-merokovo.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου