Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

  Σεφέρης στην Κορυτσά: Λαγνεία, ανηθικότητα στα μάτια του Νομπελίστα λογοτέχνη το 1937! -Nobelisti në qytetin e pasioneve: Korça e vitit 1937 me sytë e poetit Jorgo Seferi!

 


 

  Σεφέρης στην Κορυτσά: Λαγνεία, ανηθικότητα στα μάτια του Νομπελίστα λογοτέχνη το 1937!

 

 

  Στη Φλώρινα, εκεί που τελειώνει το ελληνικό έδαφος, θα τον περιμένει ένας αξιωματούχος του Προξενείου και θα τον οδηγήσει με το αυτοκίνητο, μέσα από κακοτράχαλους δρόμους, στα αλβανικά βουνά, μέσα από φαράγγια και δάση οξιάς που του θυμίζουν τα ξανθά μαλλιά της Μαρός, όπως λέει. Και εντωμεταξύ, βρέχει συνέχεια, συνέχεια.

Και εκεί, εκείνες οι στιγμές, γίνονται όμως υλικό μερικών στίχων πασίγνωστων. Του Σεφέρη:

Κράτησα τη ζωή μου

 

Κράτησα τη ζωή μου

Ταξιδεύοντας

Ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα

Κατά το πλάγισμα της βροχής

Σε σιωπηλές πλαγιές

Φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς

Καμιά φωτιά

Στην κορυφή τους

Βραδιάζει

Σας ευχαριστώ.

Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, σε μένα πιο αγαπητοί είναι δύο άλλοι στίχοι, που θα τους γράψει στο ημερολόγιό του όταν εγκατασταθεί στην Κορυτσά τον Ιανουάριο του 1937, όταν εκεί θα ζήσει μια κυριολεκτικά ανυπόφορη ερωτική επιθυμία για αυτή τη γυναίκα που του λείπει όσο τίποτε άλλο και που του έχει πάρει το μυαλό.

Είναι αυτό το γνωστό δίστιχο που λέει:

«Το ζεστό νερό μου θυμίζει κάθε πρωί

πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου».

Η Κορυτσά είναι ένας τόπος πολύ πληκτικός τότε, όπως καταλαβαίνει κανείς από αυτές τις ημερολογιακές καταγραφές. Και ο ποιητής μας, που έχει γνωρίσει και το Λονδίνο και το Παρίσι, καλλιεργημένος άνθρωπος του κόσμου, πλήττει αφόρητα. Τη βλέπει αφ’ υψηλού μέχρι την τελευταία στιγμή, όσο κι αν προσπαθεί να εγκλιματιστεί.

Και εδώ είναι που θα γράψει μερικές από τις πιο σνομπ σελίδες των ημερολογίων του. Αλλά υποθέτω ότι έχει τόσο κακή διάθεση όχι μόνο επειδή δεν του αρέσει το φυσικό περιβάλλον και η έλλειψη της κοινωνικής ζωής· η κακή διάθεση του είναι κυρίως λόγω της απουσίας της Μαρός.

 

Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 1937, Κορυτσά

Έχω την εντύπωση πως αγαπώ σαν τρελός. Ο έλεγχος είναι δύσκολος στην κατάσταση που βρίσκομαι. Εδώ και τρεις μήνες είμαι χωρίς γυναίκα. Προσπαθώ να αναφερθώ στην εποχή που ήμασταν μαζί. Δεν ήταν η σωματική ικανοποίηση που με κρατούσε κοντά της. Κάποτε μάλιστα ο αισθησιασμός μου φαινόταν σαν κόλαση.

Ζαλίζομαι όταν τη συλλογιστώ, αδύνατον να εξακολουθήσω. Μου έχει δώσει το πάθος και η αναμονή μου κάνει κάθε στιγμή ανυπόφορη. Είμαι εξαντλημένος από όλα. Αυτό το σταμάτημα μέσα σε τούτο τον κύκλο των βουνών με πνίγει. Τους δύο μου περιπάτους στον Ντρένοβο  και την Μπόρια τους έχω κάνει τόσες φορές, που τώρα έχω πια την εντύπωση, όταν βγαίνω, πως μασώ τα χώματα και τις πέτρες τους, πως χτυπώ πάνω στα κίτρινα βουνά που βρίσκονται μπροστά μου.

Έχω ακούσει τόσες φορές τις ίδιες κουβέντες, που μπορώ τώρα που γράφω να αραδιάσω τη συνομιλία μιας ώρας με δύο, τρία ή τέσσερα πρόσωπα. Πουθενά δεν είδα τέτοια έλλειψη ζωής στους ανθρώπους. Ρωτάγαμε πώς αντιδρούν, πώς παίρνουν το ντουφέκι και κάνουν επανάσταση. Πρόσωπα σκυθρωπά, τριγωνικά τις περισσότερες φορές, κίτρινα, αγέλαστα.

Ποτέ δεν είδα δύο παιδάκια να μαλώνουν. Χτες, στην πυγμαχία, σε ένα δευτερεύον ματς, δύο παιδιά 14–15 χρονών. Φανταζόταν κανείς πως θα έπρεπε να είχαν τη μαχητικότητα της ηλικίας τους. Τίποτα. Τριγύριζαν μέσα στα σκοινιά, αγγίζοντας πού και πού ο ένας το γάντι του άλλου και φυσικά βγήκαν ισόπαλοι.

 

Αλλά η πιο τολμηρή καταγραφή αυτής της ερωτικής απουσίας… του σεξουαλικού πάθους, του ελλείποντος σεξουαλικού πάθους, είναι αυτοί που θα δούμε τώρα με τον ήρωά μας να καταγράφει καπνίζοντας, ακούγοντας τζαζ – κάτι φαντασιώσεις που μοιάζουν, θυμίζουν τουλάχιστον, τα οράματα του Αγίου Αντωνίου· τους πειρασμούς της σάρκας, που λένε ορισμένοι καλόγεροι.

 

«Ὡς κόλλωψ τῆς ἀρχῆς», που λένε οι Διαθήκες.

Περιγράφει κάποια στιγμή ο Σεφέρης, τώρα αυτές τις μέρες, μια σκηνή που — για να είμαι ειλικρινής — μου τον κάνει συμπαθέστατο. Γιατί τον αναδεικνύει πιο απτό, πιο σάρκινο και ανθρώπινο, με όλα τα πάθη που βασανίζουν όλους τους ανθρώπους, ασχέτως πνεύματος και μόρφωσης, τάξης, γεωγραφίας ή φυλής.

Στις 8 Ιουνίου του 1937, βαρύς από επιθυμία όλο τον Μάη — και τώρα οι πρώτες μέρες του Ιουνίου είναι μαρτύριο — άσχημα ρυθμισμένος για οτιδήποτε, γράφει:

*«Καπνίζω όσο μου είναι δυνατόν, αν θέξω.

Το κορμί της δεν φεύγει απ’ τη σκέψη μου.

Γυμνό, καίγοντας ως την ψυχή.

Ξέρω την απάτη αυτής της κατάστασης,

κι απ’ αυτό υποφέρω περισσότερο.

Δεν είμαι εγώ αυτός ο άνθρωπος.

Αγκαλιασμένος, γυμνός, με μια γυμνή γυναίκα,

πληγωμένος απ’ την απουσία του κορμιού της γυναίκας αυτής —

του ανυπόφορα ζωντανού».*

Υπότιτλοι

*«Σήμερα τη νύχτα ήρθα με ένα ζεστό φιλί

που άρχιζε από τα γόνατα,

ανέβαινε, σταματούσε, μαραινόταν

καθώς τα μαλλιά της ήταν τυλιγμένα στη μέση μου.

Την ακούω στο βάθος της ακοής μου.

Ξέρω πως είναι μια φρενάπατη, ένας εφιάλτης

και δεν μπορώ να κάνω μια χειρονομία,

την παραμικρή, για να σκίσω αυτό το πνιγερό πέπλο.

Φωνάζω να με βοηθήσουν άλλα κορμιά, παραδομένα.

Μαζεύονται, αλλά δεν προχωρούν.

Στέκονται και κοιτάζουν με ένα θλιβερό ύφος

νικημένου παλαιστή

τα δυο μασώματα, ενωμένα ως τον πιο ανεπαίσθητο παλμό

μιας μικρής φλέβας.»*

Πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτές οι καταγραφές γίνονται σε μια στιγμή που ιστορικά ήταν πολύ τεταμένη για την Ελλάδα και τις γείτονες χώρες. Ο Σεφέρης ήταν πρόξενος σε μια περιοχή που είχε πολύ μεγάλη ελληνική μειονότητα. Η Ελλάδα εξακολουθούσε να μη μιλάει για «Αλβανία», αλλά για «Βόρειο Ήπειρο», και η Κορυτσά ήταν ένα έδαφος διεκδικήσιμο περίπου.

Οπότε, ο Σεφέρης πρέπει να αντιμετώπιζε τότε, εκείνες τις μέρες, ζητηματάκια – έστω και μικρά – που σχετίζονταν με τις εθνικιστικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Παρ’ όλα αυτά, δεν γράφει τίποτα επ’ αυτού στα ημερολόγιά του, πέρα από ένα επεισόδιο (που θα το δούμε παρακάτω) και από το οποίο μόνο πλαγίως μπορεί να καταλάβει κανείς τα πολιτικά της στιγμής.

Δεν υπαινίσσομαι ότι αδιαφορούσε για τα πολιτικά θέματα — αλλοίμονο! Άλλωστε, γι’ αυτό και βρισκόταν εκεί. Πάντως, δεν γράφει γι’ αυτά στα ημερολόγιά του. Αντίθετα, όπως είπαμε, ακούει δίσκους jazz — αυτό το «κόλλημα» που του είχε μείνει από τα χρόνια του Λονδίνου — τότε που ανακάλυπτε με πάθος και την κλασική μουσική. Καπνίζει όσο αντέχει, όπως λέει.

Και κάποια στιγμή κάνει μια πολύ σκαμπρόζικη αναφορά στα ντόπια σεξουαλικά ήθη. Πολύ απολαυστική. Που ειρωνικά την ονομάζει Αφροδίτη Κοριτσέα.

Είναι, βέβαια, μια αναφορά κάπως προκατειλημμένη, γιατί — επαναλαμβάνω — το 1937, ακόμη και στην ελληνική επαρχία, ουκ ολίγα τέτοια «σεξουαλικά περιστατικά» θα μπορούσε να συναντήσει κανείς.

 

9 Απριλίου – Κοριτσά: "Αφροδίτη Κοριτσέα"

Μια γειτόνισσά μου είχε κάποια προίκα που τη βοήθησε να παντρευτεί. Είναι ξανθιά, ομορφονιά, με στιβαρά πόδια και γερά καπούλια. Λένε πως είχε έναν «όθο» (δεσμό) από κάποιον μπέη πριν από τον γάμο της. Η προίκα της ερχόταν από έναν αδερφό της στην Αγγλία. Αυτός κατάφερε να τον «υιοθετήσουν» δύο Αγγλίδες γεροντοκόρες που του άφησαν την περιουσία τους.

Αυτά τα διηγούνται όλοι, δεν πειράζεται κανείς. Εδώ που σκοτώθηκαν τόσο εύκολα για πολιτικούς λόγους και για λεφτά, δεν έχουν απολύτως καμία ευθιξία, ούτε φιλότιμο, όπως σήμερα ακόμα στις συνοικίες της Αθήνας. Δράματα για λόγους τιμής δεν τυχαίνουν· ούτε θυμούνται τέτοια άνθρωποι που μένουν εδώ δέκα ή δεκαπέντε χρόνια.

Λένε για έναν άλλον από τους γνωστούς, πως όταν πήγαν και του είπαν ότι η γυναίκα του «κάνει το ζώο με τις δύο ράχες» με έναν Αλβανοκαλαβρέζο, σχετικό του, αποκρίθηκε:

«Μην την πειράζετε, όμως, είναι πολύ νευρική».

Η αλήθεια είναι πως κι αυτός πλάγιαζε με τις γυναίκες του αντιζήλου του. Οι γυναίκες που δεν έχουν κάποια ρετσινιά είναι σπάνιες. Σεμνότυφοι, περίεργοι, κακολογούν με τη μεγαλύτερη ευκολία.

Αναφέρουν έναν πατέρα, ότι φώναζε μόλις ξυπνούσε στην ύφη του:

«Πόσες φορές εκαβάλησε ο γιος μου;»

Η νύφη είναι Γερμανίδα. Ο γιος, αφού έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στις γύφτισσες — σου μιλούν για μυθώδη ποσά, είκοσι, εικοσιπέντε χιλιάδες Αιγυπτιακές λίρες — εκμεταλλεύεται τώρα τη γυναίκα του.

Τέτοια κατάσχετη σπατάλη αναφέρεται για πέντε-δέκα ανθρώπους.

Και πρέπει να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για μια επαρχιακή πόλη εικοσιπέντε χιλιάδων κατοίκων. Όταν απορείς, κουνάνε το κεφάλι και απαντούν:

«Οι γύφτισσες, τα χαρτιά, τα Τίρανα, η Θεσσαλονίκη».

Η Θεσσαλονίκη είναι γι’ αυτούς η Μεγάλη Πολιτεία.

Δεν ξέρω καλά τις γύφτισσες. Όσες είδα στους δρόμους είναι ελεεινές και τόσο βρώμικες, που μια γύφτισσα από εκείνες που λένε τη μοίρα στα καφενεδάκια της Αθήνας θα σιχαινόταν να φτύσει απάνω τους.

Άλλωστε, η σωματική καθαριότητα είναι γενικά εξαίρεση εδώ.

Σου δείχνουν έναν οικογενειάρχη, εξηντάρη. Αυτός έχει μια γύφτισσα στο κτήμα του. Μου είπαν προχτές για έναν νέο πλούσιο, συγγενή υπουργού, παντρεμένο από αγάπη, πως έχει σπιτωμένη μια γύφτισσα. Τις γύφτισσες που δεν είναι σπιτωμένες, τις βρίσκεις σε κρυφές προξενήτρες που τις δείχνει όλος ο κόσμος· ή στα πορνεία – απλά· ή στο νεκροταφείο, τώρα που οι ξένες γίνονται λιγοστές.

Τα πορνεία έχουν άλλες ιστορίες. Σου λένε, λόγου χάρη:

«Αυτός, ένας άσωτος ντόπιος, ξεκινούσε με την παρέα του Σάββατο μεσημέρι, μουσική επικεφαλής όπως στους γάμους, για τον πορντέλο.»

Ή ακόμα:

«Ήταν τα χρόνια που μια πόρνη είχε το ένα πόδι πιο κοντό απ’ το άλλο.»

Ένας Ιταλός που πήγαινε να την ανταμώσει κουβαλούσε πάντα και ένα τούβλο μαζί του για την ισοπαίδωση.

Τον βλέπαμε συχνά με το τούβλο στο χέρι.

Φυσικά, οι γλώσσες, με την παραμόρφωση που έχουν πάθει, δουλεύουν ανάλογα και για τους ξένους. Η γυναίκα ενός Άγγλου, του Μητρού Μανή, έβγαινε στο κυνήγι με ένα σωρό παλικάρια του στρατού και της χωροφυλακής για να κάνει τον έρωτα μαζί τους. Η γυναίκα του Γάλλου πλάγιασε με τόσους μπέηδες, κι ο άντρας της τής έκανε πλάτες.

Κι όταν ρώτησα πού το ξέρουν, τέλος πάντων, μου εξήγησαν πως διάφοροι άτυχοι μνηστήρες της τής είχαν στήσει παγανιά και την έπιασαν τη στιγμή της ηδονής με το διαλεκτό της.

Κι ενώ ψιθυρίζονται όλα αυτά, μια βουβή υπουλότητα πλανάται — σαν τη Νεκρά Θάλασσα.

Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου λεγόταν «Άγιος» από όλο τον κόσμο.

Θα είναι δύο-τρεις εβδομάδες, πήγαν στο νοσοκομείο ένα παιδί έως δέκα χρονών που είχε πάθει αιμορραγία. Τον βρήκαν συφιλιδικό. Ομολόγησε πως είχε σχέσεις με τον διευθυντή. Έτσι, βρέθηκαν κι άλλα παιδιά του ορφανοτροφείου με σύφιλη. Η γυναίκα του, όταν την ανέκριναν, βεβαίωνε πως είναι ανίκανος, γιατί είχε να την πλησιάσει δέκα τόσα χρόνια.

Η αρσενική ομοφυλοφιλία... είναι σχεδόν συνήθειο. Δεν ξέρω για τη θηλυκή, μολονότι γίνονται συχνά κοινωνικές συγκεντρώσεις γυναικών μόνων, όπου χορεύουν κάνοντας ντάμα και καβαλιέρο. Η σύφιλη είναι πολύ διαδεδομένη· έχει γεμίσει τον τόπο από ανισόρροπους και ηλίθιους.

Όμως, το πιο χαριτωμένο και αστείο και σαρδόνιο από όλα τα επεισόδια που περιγράφει — διεκτραγωδώντας τα — είναι ένα, που αφορά την εθιμοτυπική επίσκεψη στην Κοριτσά των τριών πριγκιπισσών του Πριγκιπάτου της Αλβανίας. Καλοκαίρι, πάντα, του 1937.

Ειρωνικά, μάλιστα, σημειώνει ότι αυτή η επίσκεψη, με τα περίεργα επεισόδια που θα δούμε σε λίγο, ξεκίνησε με ένα αεροπλάνο που έκανε κύκλους πάνω από την πόλη, πετώντας εκείνα τα χαρτάκια που πέταγαν παλιά, πάνω στα οποία αναγραφόταν ότι έρχονται οι πριγκίπισσες.

Οι πριγκίπισσες ήταν τρεις. Ήρθαν χθες από την Πρωτεύουσα για να εγκαινιάσουν το νέο Δημαρχείο. Τις είδα από το μπαλκόνι. Ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος, ο Δεσπότης, ο Αρχιμουφτής, οι πρόεδροι των σωματείων, ο λαός — όλοι βγήκαν να τις προϋπαντήσουν.

Σε όλο το μάκρος της διαδρομής είχαν στήσει αψίδες τυλιγμένες με πράσινα κλωνάρια. Φλάμπουρα παντού. Παιδάκια του σχολείου με κόκκινα πουκάμισα και μαύρα παντελόνια ή φορεματάκια ήταν παρατεταγμένα στα πεζοδρόμια. Ένας μεγάλος καταβρεχτήρας περνοδιάβαινε και ράντιζε τον δρόμο. Σκοτείνιαζε πια όταν άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες.

Πρώτα πέρασαν τα αυτοκίνητα άδεια. Το πριγκιπικό αυτοκίνητο ήταν μια ξεσκέπαστη Μερσεντές. Ο σοφέρ κάπνιζε. Έπειτα ξεμπούκαραν μονομιάς τρεις μικρόσωμες γυναίκες, περπατώντας νευρώδικα και σταθερά. Πλάι τους, ένας φοβερός άντρακλας με άσπρα. Χαιρέτησαν αρβανίτικα, χτυπώντας το δεξί χέρι κάτω από τον αριστερό μαστό, και διάβηκαν.

Πίσω τους, η ουρά του πλήθους κοιμάτισε για μια στιγμή — και μετά όλα ξεφούσκωσαν.

Το βράδυ βγήκα να κάνω δύο βήματα. Βρήκα τον λιλιπούτειο, φιλόδοξο και αδιάκοπα ρητορεύοντα πολιτευτή της αντιπολίτευσης. Ήταν τόσο θλιμμένος, που είχε ξεχάσει να βάψει το μουστάκι του και τα μαλλιά του με τη χωρίστρα στη μέση. Τον ελυπήθηκα και τον πήρα, του προσφέροντας ένα ούζο στο σπίτι.

— «Με κατατρέχουν, κύριε», είπε, όταν κάθισε και συνήλθε.

— «Ο φθόνος, ο φθόνος! Εμένα, τον περιζήτητο εις τας συναναστροφάς, εις πολιτικάς συγκεντρώσεις, εις τα προξενεία, δεν με προσεκάλεσαν εις χορόν της αύριον!»

Αλέστη δίκης οφθαλμός. Υπάρχει εκδίκησις. Όπως ανέτρεψα τας πλεκτάνας εκείνου εις την Πρωτεύουσαν, έτσι θα τους αποκαλύψω όλους.

— «Ποιες πλεκτάνες;» ρώτησα.

— «Αλλά και πώς με διμεταχειρίστηκαν! Όταν, λόγω της ανδρικής μου στάσεως, δεν ηδυνήθη ο Υπουργός των Εσωτερικών να με απελάσει…»

Ήρχοντο διάφοροι, δήθεν φίλοι, και μου έλεγον:

— «Ύπαγωμεν εις πορνοστάσεων!»

— «Αλλά τι λέγεις, απόντως! Πώς ένας πολιτευτής δύναται να υπάγει εις πορνείον;»

— «Εγνώριζα τα σχέδιά των. Ένας πυροβολισμός, σκάνδαλον, αστυνομία.

Ποιος ήταν εις πορνοστάσιον; Ο πολιτευτής τάδε!

Και ο πυροβολισμός ήταν έτοιμος.

Έπειτα, επλήρωσαν γυναίκας για να με παρασύρουν – και κινέδους ακόμη! Αλλ’ αντιστάθην.»

— «Μπράβο σας. Σας συγχαίρω», του είπα.

— «Βεβαίως άγαμος είμαι», συνέχισε. «Αλλά ό,τι κάμνω, είμαι αρκετά υπερήφανος ώστε να το γνωρίζει μόνον ο Θεός κι εγώ.

Και δεν με προσεκάλεσαν, λέγουν, διότι είμαι άγαμος.

Αλλά υπάρχουν άγαμοι, κύριε, που εκπορνεύουν τας αδελφάς των, για να εισέλθουν εις εν προξενείον!

Κι αυτοί δεν εκάλεσαν εμένα, αλλά εις τη Σερβική Εθνική Εορτήν — όπου δεν παρευρέθην — δεν ευρέθη κανείς διά να προσφωνήσει τον πρόξενον!»

 

Και συνεχίζει ο Σεφέρης, περιγράφοντας τη λίγο αστεία συνάντησή του με τις τρεις πριγκίπισσες:

«Σήμερα το πρωί πήγαμε, το προξενικό σώμα — τρεις όλοι κι όλοι — να μας παρουσιάσουν στις πριγκίπισσες.

Αταξία πρωτοκόλλου· δεν ήξεραν καλά-καλά την ώρα που έπρεπε να γίνει η παρουσίαση.

Από το πρωί, στις εννιά, άλλαξαν γνώμη και με ειδοποίησαν τρεις-τέσσερις φορές.

Στο τέλος, καθώς έδενα την κραβάτα μου, μου είπαν πως με ζητούσε ο πρωτοκολάρχης.

Ένας μουσουλμάνος με ζακέτα μού εξήγησε ότι άλλαξαν οι ώρες και τα πράγματα, και ότι πρέπει να πάμε αμέσως — το ζήτησαν οι πριγκιπέσες.

Έστειλα να ειδοποιήσω τον Σέρβο — που είναι ένας άξεστος βαλκανικός με ένα ελαφρότατο ευρωπαϊκό βερνίκι.

Έντυνετο· θα ήταν έτοιμος σε ένα τέταρτο.

Επιτέλους, έφτασε ο Σέρβος. Και μολονότι είχαμε αρπαχτεί πριν 24 ώρες, έτρεξε προς εμένα και με ρώτησε αν θα μιλήσει.

Ήταν πολύ συγκινημένος.

— “Λίγα λόγια θα πείτε”, του αποκρίθηκα.

Σαν ανεβήκαμε, μέσα από χαιρετισμούς, φωτογράφους, μας παρουσιάστηκε ένας νέος με ζακέτα — ξανθός και πηδηχτός. Κρατούσε κι ένα χαρτάκι· παρουσιάστηκε: “τάδε, γραμματεύς πρεσβείας”.»

 

Έπειτα μας έμπασαν σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου βρίσκονταν τα τρία βασιλικά βλαστάρια. Η μεσιανή — σουβλερή — δεξιά της μια μελάγνα, με γκρίζα μάτια· αριστερά της, μία άλλη, αδιάφορη. Ο νέος είπε τα ονόματά μας και ακολούθησε το χειροφίλημα. Έπειτα, η μεσιανή, με κινήσεις και γλώσσα ξερή, έμοιαζε με θηριοδαμάστρια που πλαταγίζει το καμτσίκι της. Είπε μερικά λόγια στον γίγαντα που στεκόταν ορθός πλάι της.

Αυτός, αλλάζοντας ολόκληρη την έκφραση, έβγαλε κάτι ακατανόητες φράσεις γαλλικές, περί pays, περί bonheur και περί combat. Ο πρύτανής μας, ο Σέρβος, δεν έβγαλε τσιμουδιά. Έτσι πέρασαν δύο λεπτά απόλυτης νεκρικής σιγής. Έπειτα, η μεσιανή πριγκίπισσα, με την ίδια κίνηση θηριοδαμάστριας, σηκώθηκε. Φιλήσαμε τα χέρια και φύγαμε.

 

Ήταν, λοιπόν, όλα χάλια στην Κοριτσά για τον νεαρό πρόξενο. Τίποτα δεν του άρεσε· με κανέναν δεν συναντήθηκε για να νιώσει λίγο συμπάθεια και να γράψει και δυο συμπαθητικές κουβέντες.

Υπάρχει, όμως, μια εξαίρεση. Υπήρχε — ναι — ένας Έλληνας, ένας άντρας από τα γύρω χωριά, που ήρθε στην Κοριτσά για να βρει τον Δεσπότη και να του ζητήσει να μεσολαβήσει για να ανοίξει πάλι το ελληνικό σχολειό, που είχε κλείσει τότε υπό το νέο καθεστώς.

Είναι λίγες γραμμές, συγκινημένες και συγκινητικές, που γράφει ο Σεφέρης τη Δευτέρα, 27 Σεπτεμβρίου, βράδυ:

«Χάρηκα σήμερα βράδυ που είδα έναν τύπο της φυλής μου, ύστερα από τόσο καιρό ανάμεσα σ’ αυτούς τους βαλτωμένους ανθρώπους.

Ήταν ένας Βορειοηπειρώτης, μιλώντας πλατιά και καθαρά ελληνικά.

Άντρας έως 45 χρονών, ψηλός, γερός, χτυπώντας τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι· ξανθός, αναμαλλιασμένος, με μια κοιλώτα χακί και τσαρούχια.

Ήρθε αντιπρόσωπος του χωριού του, να δει τον Δεσπότη για να μεσολαβήσει να ανοίξει το σχολείο.

Αγωνίζεται εδώ και τρία χρόνια. Δεν χάνει το κουράγιο του.

Ο σύντροφός του, μαυριδερός, πιο έξυπνος αλλά πιο άπιστος και πιο καλοντυμένος, φαίνεται με λιγότερες ελπίδες.

— Θα τα ανοίξουμε, λέει, γαμώ τον αντίχριστό τους!

Και το λέει χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι.

— Θα τα ανοίξουμε, όχι για τίποτε άλλο, μα γιατί είναι το δίκιο.

Ακούς εκεί, ποιος μπορεί να μας αφαιρέσει τη μητρική μας γλώσσα;

Έχουν σχολείο για πέντε τουρκόπουλα και τα δικά μας, τριάντα παιδιά, γυρίζουν στους δρόμους και ο Δεσπότης κοιμάται.

— Να μάθετε, λέει, πρώτα την τοπική γλώσσα και έπειτα τη δική σας.

Καταλαβαίνεις; Να μη μάθουμε τη μητρική μας;

Δεσπότης είναι αυτός;

Θέληση του Έλληνα, λέει ο Σεφέρης, είναι να είναι δίκαιος, να είναι ελεύθερος, να φυλά τη γλώσσα του.

Λίγα νησάκια σώζονται από αυτή τη θέληση.

Αλλά το μικρό αυτό αρχιπέλαγος είναι ό,τι αξίζει στον τόπο μας — για να μιλήσουμε απλά.»

Τον ρωτώ αν είδε τις πριγκίπισσες.

— «Τις είδα στο Λέσκοβι και τις κακόψυχες. Δώσανε και δέκα ναπολεόνια στο σχολείο. Από μας τα παίρνουν, καημένα...» — και κλείνει το μάτι — «από μας τα παίρνουν. Υπάρχει Τούρκος που να μην είναι γουρούνι;»

Για τη δικαιοσύνη μιλούσε, πάνω σε μια συζήτηση, κι ένας προύχοντας δικηγόρος, χτες. Ήταν, όμως, ψυχή τοκογλύφου.

 

Εδώ λοιπόν, σε αυτή την ερωτοπαθή μόνωση της Αλβανίας, της Κοριτσάς, ας αφήσουμε τώρα τον ποιητή μας. Ολοκληρώνεται σιγά-σιγά και αυτό το επεισόδιο.

Εν τω μεταξύ, πράγματα που δεν σας τα είπα σήμερα — στο παρασκήνιο, στην επιστολογραφία τη μανιασμένη του Σεφέρη — γίνεται της κακομοίρας με τη Μαρώ:

Χωρίζουν.

Μετά ξανά συμφιλιώνουν.

Παίρνονται αποφάσεις — που ξεπερνούνται μετά.

Ένας μύλος, με λίγα λόγια.

 

 Ακούστε εδώ την εκπομπή:

Λάγνες μέρες στην Αλβανία

Στην Κορυτσά του 1937, που βράζει από υπόκωφη λαγνεία, πορνεία και ομοφυλοφιλία, ο νεαρός πρόξενος Γιώργος Σεφεριάδης υποφέρει από την ερωτική απουσία της Μαρώς, και περνά μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους του.

 

Ετοίμασε Πελασγός Κορυτσάς

Η Αναδημοσίευση μόνο με αναφορά στην πηγή.

 

 



 

 

Në Follrinë, atje ku mbaron territori grek, do ta presë një funksionar i Konsullatës dhe do ta shoqërojë me makinë, përmes rrugëve të vështira, drejt maleve shqiptare, përmes kanioneve dhe pyjeve me ah që i kujtojnë flokët e artë të Maros, siç thotë ai. Dhe ndërkohë, bie shi pa pushim, pa pushim.

Dhe atjenë ato çasteato bëhen material për disa nga vargjet më të famshme të Seferisit:

 

E mbajta jetën time


E mbajta jetën time
Udhëtonte
Midis pemëve të verdha
Nën pjerrësinë e shiut
Në shpate të heshtura
Të mbuluara me gjethet e ahut
Asnjë zjarr
Në majat e tyre
Errësohet
Ju faleminderit.

 

Por, për të qenë i sinqertë, mua më janë më të dashur dy vargje të tjerë, që ai do ti shkruajë në ditarin e tij kur të vendoset në Korcë në janar të vitit 1937 — kur do të përjetojë një dëshirë erotike vërtet të padurueshme për atë grua që i mungon më shumë se çdo gjë tjetër dhe që i ka marrë mendjen.

Janë ata dy vargjet e njohura që thonë:

"Uji i ngrohtë më kujton çdo mëngjes
se nuk kam asgjë tjetër të gjallë pranë meje".

Korca është një vend shumë i mërzitshëm në atë kohë, siç mund ta kuptoj; dikush nga këto shënime ditari. Dhe poeti ynë, që ka njohur Londrën dhe Parisin, njeri i kulturuar e i botës, mërzitet pa masë. E shikon nga lart deri në momentin e fundit, sado që përpiqet të përshtatet.

Dhe këtu është që ai do të shkruajë disa nga faqet më “snobetë ditarit të tij. Por unë mendoj se ai kishte kaq shumë predispozitë të keqe, jo vetëm për shkak të natyrës apo mungesës së jetës shoqërorepor më së shumti për shkak të mungesës së Maros.

 

E hënë, 22 shkurt 1937 – Korçë

Kam përshtypjen se dashuroj si i çmendur.
Vetëkontrolli është i vështirë në gjendjen ku ndodhem.
Jam tre muaj pa grua.
Përpiqem të kujtoj kohën kur ishim bashkë.
Nuk ishte kënaqësia fizike ajo që më mbante pranë saj.
Dikur, madje, ndjeshmëria e trupit më dukej si ferr.

Më merr mendja kur e kujtoj — e pamundur të vazhdoj.
Ajo më ka dhuruar pasionin dhe pritja më bën çdo çast të padurueshëm.
Jam i rraskapitur nga gjithçka.

Kjo ndalesë, brenda këtij rrethi malor, më mbyt.
Dy shëtitjet e mia në Drenovë dhe në Mborje i kam bërë aq shumë herë,
sa tani më duket, kur dal, se përtyp dheun dhe gurët e tyre,
se godas mbi malet e verdha që ndodhen përballë meje.

Kam dëgjuar aq shumë herë të njëjtat fjalë,
sa tani që shkruaj mund të rradhis një bisedë njëorëshe
me dy, tre apo katër njerëz të ndryshëm.

Askund nuk kam parë një mungesë kaq të madhe jete tek njerëzit.
Pyesnim: si reagojnë? Si marrin pushkën dhe bëjnë revolucion?
Fytyra të zymta, trekëndore në shumicën e rasteve, të verdha, të pagaz.

Asnjëherë nuk pashë dy fëmijë të ziheshin.

Dje, në një ndeshje boksi — dytësore —
dy djem 14–15 vjeç.
Do t
ë mendonte dikush se do të kishin gjallërinë e moshës.
Asgjë.
Rrotulloheshin brenda litarëve,
duke prekur ndonjëherë dorezën e njëri-tjetrit dhe, natyrisht, ndeshja doli barazim.

Por përshkrimi më i guximshëm i kësaj mungese erotike… i kësaj dëshire seksuale — të munguarës dëshire seksuale — është ajo që do të shohim tani, me heroin tonë të ulur, duke tymosur, duke dëgjuar xhaz – disa fantazi që ngjasojnë, ose të paktën të kujtojnë, vegimet e Shën Antonit; ato tundime të mishit, siç thonë disa murgj.

 

"Si kolop i fillimit", që thonë Shkrimet.

 

Një ditë, këto ditë, Seferi përshkruan një skenë që — për të qenë i sinqertë — e bën shumë të dashur për mua. Sepse e tregon më të prekshëm, më të mishëruar dhe më njerëzor, me të gjitha pasionet që mund të mundojnë çdo njeri, pavarësisht fryme, formimi, klase, gjeografie apo race.

 

Më 8 qershor 1937, i rënduar nga dëshira gjithë muajin maj — dhe tani ditët e para të qershorit janë një mundim —, i ç’rregulluar për çdo gjë, ai shkruan:

 

    "Po tymos sa më është e mundur, nëse më qetëson.

    Trupi i saj nuk më largohet nga mendja.

    Lakuriq, më djeg deri në shpirt.

    E di mashtrimin e kësaj gjendjeje,

    dhe kjo më dhemb edhe më shumë.

    Nuk jam unë ky njeriu.

    I përqafuar, lakuriq me një grua lakuriqe,

    i plagosur nga mungesa e trupit të asaj gruaje –

    të padurueshëm, të gjallë."

 

Nënshkrime (në mënyrë vizuale ose dramatike në shfaqje)

 

    "Sonte në mbrëmje erdha me një puthje të ngrohtë

    që fillonte nga gjunjët,

    ngjitej, ndalej, fishkej

    teksa flokët e saj ishin mbështjellë rreth belit tim.

    E dëgjoj në thellësi të dëgjimit tim.

    E di se është një halucinacion, një makth,

    dhe nuk mund të bëj një gjest,

    as më të voglin, për të shqyer këtë vel mbytës.

    Bërtas që të më ndihmojnë trupa të tjerë, të dorëzuar.

    Mblidhen, por nuk afrohen.

    Qëndrojnë dhe shikojnë me një shprehje të trishtuar

    të një mundësi të mundur,

    dy trupat të ngjitur deri në dridhjen më të papërfillshme

    të një vene të imët."

 

Duhet të kemi parasysh se këto shënime bëhen në një periudhë historikisht shumë të tensionuar për Greqinë dhe fqinjët e saj. Seferisi ishte konsull në një zonë ku ndodhej një pakicë e madhe greke. Greqia vazhdonte të mos fliste për “Shqipëri”, por për “Epirin e Veriut”, dhe Korca ishte, thuajse, një territor i kontestuar.

 

Pra, Seferisi me siguri përjetonte, atëherë në ato ditë, disa çështje – sado të vogla – që kishin të bënin me pretendimet nacionaliste të Greqisë. Megjithatë, nuk shkruan asgjë për to në ditarin e tij, përveç një episodi (të cilin do ta shohim më vonë), nga i cili vetëm në mënyrë të tërthortë mund të kuptosh situatën politike të momentit.

Nuk nënkuptoj se ai ishte i painteresuar për çështjet politikelarg qoftë! Përkundrazi, për këtë arsye ndodhej atje. Megjithatë, nuk shkruan për to në ditarët e tij. Përkundrazisiç thamë — dëgjon disqe xhazi, këtë "fiksim" që i kishte mbetur që nga vitet e Londrës, kur zbulonte me pasion edhe muzikën klasike. Tymos aq sa i lejojnë mushkëritë, siç thotë vetë.

Dhe në një moment, bën një referencë shumë thumbuese për zakonet seksuale vendase. Shumë kënaqësi në këtë pasazh. Dhe me ironi, ai e quan këtë pjesë:

 

Afërdita Korçare

 

9 Prill – Korçë

Një fqinje ime kishte një pajë që e ndihmoi të martohej. Ishte bjonde, e bukur, me këmbë të fuqishme dhe vithe të plota. Thonë se kishte pasur një lidhje me një bej para martesës. Paja i vinte nga vëllai i saj që jetonte në Angli. Ky i fundit kishte arritur të “adoptohej” nga dy plaka angleze beqare që i lanë gjithë pasurinë e tyre.

Këto i tregojnë të gjithë, dhe askush nuk fyhet. Në një vend ku janë vrarë me lehtësi për arsye politike dhe për para, nuk ka asnjë ndjenjë nderi apo turpi, ashtu si ndodh edhe sot në disa lagje të Athinës. Nuk ndodhin drama për çështje nderi. Njerëzit që jetojnë këtu prej dhjetë apo pesëmbëdhjetë vitesh nuk kujtojnë asgjë të tillë.

Për një tjetër nga të njohurit, thonë se kur i thanë se gruaja e tij "bënte kafshën me dy shpina" me një shqiptar-kalabrez, një kushëri i tij, u përgjigj:

“Mos e mërzisni, është shumë nervoze.”

E vërteta është se edhe ai vetë shtrihej me gratë e rivalit të tij. Gratë që nuk kanë ndonjë njollë janë të rralla. Të përmbajtur, kureshtarë, flasin keq me lehtësinë më të madhe.

Tregojnë për një baba që bërtiste sapo zgjohej ndaj kunatës së tij:

“Sa herë ka hipur djali im?”

Nusja ishte gjermane. Djali, pasi kishte shpërdoruar paratë në letra bixhozi dhe me ciganet — flitet për shuma legjendare, njëzet, njëzet e pesë mijë lira egjiptiane — tani shfrytëzon gruan e vet.

Shpenzime të tilla pa hesap përmenden për pesë deri dhjetë njerëz.

Duhet mbajtur parasysh se bëhet fjalë për një qytet provincial me njëzet e pesë mijë banorë. Kur shpreh habi, ata tundin kokën dhe përgjigjen:

“Ciganet, letrat, Tirana, Selaniku.”
Selaniku, për ta, është Metropoli i Madh.

Unë vetë nuk njoh mirë cigane. Ato që kam parë rrugëve janë të mjera dhe aq të papastra, sa një cigane nga ato që lexojnë fatin në kafetë e Athinës do të kishte neveri t’u pështynte sipër.

Përndryshe, pastërtia trupore është në përgjithësi një përjashtim këtu.

Të tregojnë një familjar gjashtëdhjetëvjeçar. Ky mban një cigane në pronën e tij. Më thanë dje për një të ri të pasur, të afërm të një ministri, i martuar nga dashuria, që ka strehuar një cigane në shtëpi. Ciganet që nuk janë të strehuara, i gjen në mbleska të fshehta, që ua tregojnë të gjithë; ose në bordellot – të zakonshmet; ose në varreza, tani që të huajat po bëhen të rralla.

Bordelllot kanë histori të tjera.

Të thonë, për shembull:
“Ky, një i shthurur vendas, nisej me shoqërinë e tij të shtunën në mesditë, me muzikë përpara si në dasma, për në bordello.”

Ose edhe:
“Ishin vitet kur një prostitutë kishte njërën këmbë më të shkurtër se tjetrën.”
Një italian që shkonte ta takonte, mbante gjithmonë me vete një tullë për ta barazuar.
E shihnim shpesh me tullën në dorë.

Sigurisht, gjuhët, me çfarë deformimi kanë pësuar, shpifin edhe për të huajt. Gruaja e një anglezi, të quajtur Mitro Mani, dilte për gjueti me një tufe djem të ushtrisë dhe të xhandarmërisë — për të bërë dashuri me ta.

Gruaja e një francezi kishte fjetur me aq shumë bejlerë, dhe i shoqi i krijonte mundësinë.

Kur pyeta:
“Po ku e dini, më në fund?”
Më shpjeguan se disa fatkeqë që i kishin bërë kurorë, i kishin ngritur kurth dhe e kapën në çastin e aktit me të preferuarin e saj.

Dhe ndërkohë që të gjitha këto pëshpëriten, mbizotëron një heshtje e zymtë, tinëzare — si Deti i Vdekur.

Drejtori i jetimores quhej "Shenjti" nga të gjithë.

Para dy a tre javësh, çuan në spital një fëmijë rreth dhjetë vjeç, që kishte pësuar hemorragji. E gjetën me sifiliz. Ai pranoi se kishte pasur marrëdhënie me drejtorin. Kështu, u zbuluan edhe fëmijë të tjerë të jetimores me sifiliz.

Gruaja e tij, kur u mor në pyetje, deklaroi se ishte i pafuqishëm, sepse nuk e kishte prekur prej dhjetë vitesh.

 

Homoseksualiteti mashkullor… është thuajse zakon.

Për femrat nuk di gjë, edhe pse shpesh bëhen takime shoqërore të grave të vetme, ku kërcejnë duke ndërruar rolet si "dama" dhe "kavalier".

Sifilizi është shumë i përhapur; ka mbushur vendin me të paqëndrueshëm mendërisht dhe idiotë.

 

Megjithatë, më piktoreskja, më e hareshmja dhe sardonikja nga të gjitha episodet që ai përshkruan — duke i rrëfyer si drama — është një, që ka të bëjë me vizitën zyrtare në Korçë të tre princeshave të Principatës së Shqipërisë. Verë, si gjithnjë, e vitit 1937...

 

Me ironi, ai vëren se kjo vizitë — me të gjitha episodet e çuditshme që do të shohim pak më vonë — nisi me një aeroplan që bënte rrotullime mbi qytet, duke hedhur ato fletushka të vogla që hidhnin dikur, në të cilat shkruhej se po vijnë princeshat.

Princeshat ishin tri. Erdhen dje nga Kryeqyteti për të inauguruar Bashkinë e re. I pashë nga ballkoni. Prefekti, Kryetari i Bashkisë, Peshkopi, Kryemyftiu, kryetarët e shoqatave, populli — të gjithë kishin dalë për t’i pritur.

Gjatë gjithë rrugës ishin ngritur harqe të mbështjella me degë të gjelbra. Flamuj ngado. Fëmijë të shkollës, me këmisha të kuqe dhe pantallona ose fustane të zeza, ishin rreshtuar buzë trotuareve. Një makinë e madhe ujitëse kalonte përmes rrugës dhe lagte pluhurin. Po errësohej kur filluan të bien kambanat.

Së pari kaluan disa makina bosh. Makina princërore ishte një Mercedes i hapur. Shoferi tymoste. Pastaj, befas, kërcyen nga makina tri gra të vogla në shtat, që ecnin me një mënyrë nervoze dhe të vendosur. Përkrah tyre, një burrë i fuqishëm, me të bardha. Përshëndetën në mënyrë arvanitase, duke goditur dorën e djathtë poshtë gjoksit të majtë, dhe kaluan.

Pas tyre, bishti i turmës lëvizi pak — dhe pastaj gjithçka u shfry.

 

Në mbrëmje dola të bëj një shëtitje të shkurtër. Takova politikanin e opozitës, të vogël në shtat, ambicioz dhe që flet pa pushim. Ishte aq i dëshpëruar, sa kishte harruar të lyejë mustaqet dhe flokët, që zakonisht i ndante me vijë në mes. M’u dhimbs dhe e mora me vete, i ofrova një uzo në shtëpi.

"Më përndjekin, zotëri", tha, kur u ul dhe e mori veten.
"Zilia! Zilia! Unë, që jam aq i dëshiruar në shoqëri, në mbledhje politike, në konsullata — nuk më ftuan në mbrëmjen e nesërme!"

"Syri i drejtësisë bluan ngadalë," shtoi. "Ka hakmarrje. Siç i përmbysa intrigat e atij në Kryeqytet, ashtu do t’i zbuloj të gjithë."

"Çfarë intrigash?" e pyeta.

"E dhe si më trajtuan? Kur, për shkak të qëndrimit tim burrëror, Ministri i Brendshëm nuk mundi të më dëbojë..."

Vinin të ndryshëm, të ashtuquajtur miq, dhe më thoshin:

-          

 

"Le të shkojmë në bordello!"
"Por çfarë thua, more i mjerë!
Si mund të shkojë një politikan në një bordello?"
"I njihja planet e tyre. Një e shtënë, një skandal, policia.
Kush ndodhej në bordello? Filani politikan!
Dhe arma ishte gati.
Më pas, paguan gra që të më joshnin — dhe madje edhe homoseksualë!
Por u rezistova!"

"Bravo ju qoftë. Ju përgëzoj", i thashë.

"Sigurisht që jam beqar", vazhdoi.
"Por çfarëdo që të bëj, jam mjaftueshëm krenar që ta dijë vetëm Zoti dhe unë.
Dhe nuk më ftuan, thonë, sepse jam beqar.
Por ka beqarë, zotëri, që prostituojnë motrat e tyre për të hyrë në një konsullatë!
Dhe këta nuk më ftuan mua, por në Festën Kombëtare Serbe — ku nuk mora pjesë — dhe nuk gjendej asnjë që të përshëndeste konsullin!"

 

Dhe Seferi vazhdon, duke përshkruar me pak humor takimin me tri princeshat:

**"Sot në mëngjes shkuam — trupi konsullor, tre vetë gjithsej — për t’u prezantuar te princeshat.

Kaos protokollar; nuk dinin as mirë as keq orën e saktë të prezantimit.

Që nga mëngjesi, që në nëntë, ndërruan mendje dhe më njoftuan tre–katër herë.

Në fund, teksa po lidhja kravatën, më thanë se më kërkonte shefi i protokollit.

Një mysliman me xhaketë më sqaroi se orët dhe planet kishin ndryshuar dhe se duhet të niseshim menjëherë — e kishin kërkuar vetë princeshat.

Dërgova të lajmërojnë serbin — një ballkanas i pagdhendur me një shtresë shumë të hollë veshjeje evropiane.

Po vishej; do të ishte gati për një çerek ore.

Më në fund mbërriti serbi. Dhe, megjithëse kishim pasur një përplasje 24 orë më parë, vrapoi drejt meje dhe më pyeti nëse do të fliste.

Ishte shumë i emocionuar.

— “Vetëm pak fjalë do të thoni”, iu përgjigja.

Kur u ngjitëm, përmes përshëndetjesh dhe fotografësh, na doli përpara një djalë i ri me xhaketë — biond dhe i shkathët si kërcimtar.

Mbante një fletë dhe u prezantua: “Filani, sekretar ambasade.”**

 

 

Më pas na futën në një dhomë të vogël, ku ndodheshin tre filizat mbretërore. Ajo në mes — e mprehtë në pamje — djathtas saj një brune me sy gri; majtas, një tjetër, pa ndonjë veçori. I riu tha emrat tanë dhe pasoi puthja e dorës.
Më pas, ajo në mes, me lëvizje dhe gjuhë të thatë, të kujtonte një zbutëse kafshësh që përplas kamxhikun. Tha disa fjalë në vesh të gjigandit që qëndronte drejt pranë saj.
Ai, duke ndryshuar krejt shprehjen e fytyrës, lëshoi disa fjali të pakuptueshme në frëngjisht, për pays, për bonheur dhe për combat.
Rektori ynë, serbi, nuk nxori as një fjalë. Kaluan kështu dy minuta heshtjeje të vdekur. Pastaj, princesha e mesme, me të njëjtin gjest prej zbutëseje, u ngrit. Puthëm duart dhe u larguam.

 

Pra, vallë gjithçka ishte mizerabël në Korçë për konsullin e ri. Asgjë nuk i pëlqente? Me askënd nuk lidhi ndonjë ndjesi njerëzore, që ta shtynte të shkruante edhe dy fjalë të përzemërta!?
Megjithatë, ka një përjashtim.

Po, kishte një përjashtim — një grek, një burrë nga fshatrat përreth, që erdhi në Korçë për të takuar Mitropolitin dhe t’i kërkonte të ndërhynte për të rihapur shkollën greke, e cila ishte mbyllur nga regjimi i ri.

Janë disa rreshta të shkruar me përmallim dhe ndjeshmëri, më 27 shtator, ditën e hënë, në mbrëmje:

"U gëzova sonte që pashë një përfaqësues të fisit tim, pas kaq shumë kohe mes këtyre njerëzve të mykur.
Ishte një vorioepirot, që fliste greqisht të pastër e të gjërë.
Burrë rreth të 45-ave, shtatlartë, i fuqishëm, që godiste tavolinën me grusht. Biond, me flokë të çrregullta, i veshur me pantallona kadifeje ngjyrë haki dhe me opinga.
Erdhi si përfaqësues i fshatit të tij për të parë Mitropolitin, që të ndërhynte për të rihapur shkollën.
Lufton prej tre vjetësh. Nuk e humb kurajon.
Shoku i tij, me lëkurë më të errët, më i mençur por më mosbesues dhe më i veshur mirë, dukej më pak shpresë."

"Do t’i hapim, more, ju q…  antikrishtin!"
Këtë e thotë duke goditur grushtin mbi tavolinë.
— "Do t’i hapim, jo për ndonjë gjë tjetër, por sepse është e drejta.
E dëgjon? Kush mund të na heqë gjuhën tonë amtare?
Kanë shkollë për pesë fëmijë turq e tanët, tridhjetë fëmijë, enden rrugëve, dhe Mitropoliti fle.
Na thonë: mësoni më parë gjuhën vendase, pastaj tuajën.
E kupton? Të mos mësojmë gjuhën tonë amtare?
Ky është mitropolit?"

Dëshira e grekut, thotë Seferis, është të jetë i drejtë, të jetë i lirë, të ruajë gjuhën e tij.
Janë disa ishuj të vegjël që mbijetojnë nga kjo dëshirë.
Por ky arkipelag i vogël është gjithë ç’vlen në vendin tonë — për të folur thjesht."

E pyes nëse i pa princeshat.

— "I pashë në Leskovik, këto të pamëshirshmet.
Dhanë edhe dhjetë napoleonë për shkollën.
Nga ne i marrin, të mjerat…" — dhe më mbyll syrin — "nga ne i marrin.
A ka turk që të mos jetë derr?"

Për drejtësinë fliste, në një bisedë dje, edhe një plak avokat.
Por shpirti i tij ishte ai i një fajdexhiu.

 

Kështu, pra, në këtë vetmi të ndjeshme dhe epshore të Shqipërisë, të Korçës, le ta lëmë tani poetin tonë.
Mbaron ngadalë edhe ky episod.

Ndërkohë, gjëra që nuk jua thashë sot — në prapaskenë, në korrespondencën e tërbuar të Seferisit me Maron — bëhet nami:
Ndahen.
Pastaj pajtohen sërish.
Merren vendime — që më pas kapërcehen.
Një mulli, me pak fjalë.

 

 

Dëgjoni në Greqisht të gjithë emisionin duke klikuar në titulli më poshtë:

Ditë epshore në Shqipëri
Në Korçën e vitit 1937, që zien nga epshi i nënkuptuar, prostitucioni dhe homoseksualiteti, konsulli i ri Jorgo Seferiadis (Seferi) vuan nga mungesa erotike e Maros dhe kalon një nga periudhat më pjellore të jetës së tij.

 

Përktheu Përgatiti: Pelasgos Koritsas.

Të drejtat e rezervuara.

Ripulbikimi lejohet vetëm duke referuar burimin.

Κορυτσαίοι στο παζάρι, από το φακό του Γιώργου Σεφέρη! - Korçarët në pazar, nga aparati fotografik i Jorgo Seferit 1937!

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1575) Αλβανία (913) ιστορία-historia (431) ορθοδοξία (422) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (312) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (294) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (269) Β Ήπειρος (246) ορθοδοξία-orthodhoksia (245) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) Κορυτσά-Korçë (133) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά Β Ήπειρος (112) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (100) ορθόδοξη ζωή (97) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (77) διωγμοί - përndjekje (65) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (58) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (52) Ελλάδα-Αλβανία (48) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (44) ανθελληνισμός (44) πολιτισμός - kulturë (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (41) besimi orthodhoks (40) βίντεο (36) ιστορία ορθοδοξίας (36) Shqipëria (33) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (33) κομμουνισμός- komunizmi (33) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (27) πνευματικά (27) πολιτική-politikë (24) Αρχαία Ελλάδα (22) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)