ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ- Από το ψυχωφελές βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού»-Atit Shpirtëror të Shenjtë-Nga libri i dobishëm shpirtëror “Aventurat e një Pelegrini”

 



ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ


(Από το ψυχωφελές βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού», γραμμένο στη Ρωσική περί το 1853 και εκδοθέν εις Ελληνική υπό εκδ. οίκου «Αστήρ»).

 



Άκουσα δια ένα ασκητή Ιερέα, ότι ήτο σοφός άνθρωπος και πλήρης από κατανόηση. Όστις μετέβαινεν εις αυτόν, δια να εξομολογηθή, ευρίσκετο εις ατμόσφαιραν πλήρη μειλιχιότητος, συμπαθείας και ψυχοσωτηρίου διδασκαλίας, και απεχώρει ήρεμος ψυχικώς. Αμέσως μετέβην εις τον άγιον αυτόν Γέροντα, ο οποίος μετά από τινάς συμβουλάς έδωσεν εις εμέ να διαβάσω τας εξής σημειώσεις:
 


Ταπεινή Εξομολόγησις



Στρέφων τα όμματα της ψυχής μου προσεκτικώς εις τον εαυτόν μου και παρακολουθών την πορείαν της εσωτερικής μου καταστάσεως, ευρίσκω εις τον εαυτόν μου, μετά από λεπτομερή εξέτασιν των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς μου, ότι:


Δεν αγαπώ τον Θεόν


Αν ηγάπων πραγματικώς τον Θεόν, θα είχον την σκέψιν μου εστραμμένην προς Αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Έκαστη σκέψις δια τον Θεόν θα έδιδεν εις εμέ χαράν και αγαλλίασιν.


Αντιθέτως όμως, πολύ συχνότερον και πολύ ευκολώτερον σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ενώ η απασχόλησις της σκέψεώς μου με τον Θεόν καταντά εργασία επίπονος και άκαρπος.


Εάν ηγάπων τον Θεόν, η συνομιλία μου με Αυτόν δια της προσευχής, θα ήτο η τροφή και η τρυφή μου και θα με ωδήγει εις αδιάσπαστον επικοινωνίαν με Αυτόν. Όμως, όλως αντιθέτως, όχι μόνον δεν ευρίσκω ευχαρίστησιν εις την προσευχήν μου, αλλά χρειάζεται εκάστην φοράν να καταβάλλω προσπάΘειαν, δια να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι κατά της απροθυμίας, νικώμαι από την αμαρτωλότητά μου και είμαι πάντοτε πρόθυμος ν' ασχολούμαι με κάθε ανόητον σκέψιν και πράγμα, ακόμη και κατά την ώραν της προσευχής. Με αποτέλεσμα, όπως είναι φυσικόν, να μικραίνη η προσευχή και ν' απομακρύνεται η σκέψις από αυτήν.

Ο καιρός μου χρησιμοποιείται εις ματαίας απασχολήσεις και όταν θέτω τον εαυτόν μου κάτω από την Παρουσίαν του Θεού, τότε κάθε δευτερόλεπτον φαίνεται εις εμέ, πώς είναι μία ολόκληρος ώρα. Καθ' όλην την ημέραν είναι ζήτημα, αν διαθέτω έστω και μίαν ώραν, δια να βυθιστώ εις Θείαν εντρύφησιν και Ιεράν μελέτην, όπως ζωογονήσω την καρδίαν μου με την αγάπην μου προς Αυτόν, ενώ ευχαρίστως εξοδεύω όλην σχεδόν την ημέραν μου ωσάν μίαν θερμήν προσφοράν και θυσίαν εις τα είδωλα των διαφόρων παθών μου.

Συνεχώς συζητώ δια μηδαμινά πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, και αυτό δίδει εις εμέ ευχαρίστησιν. Εις τας σκέψεις μου δια τον Θεόν είμαι άκαρπος, απρόθυμος και αμελής. Και όταν ακόμη, χωρίς να το θέλω, συμβαίνει, ώστε άλλοι να με παρακινήσουν εις πνευματικήν συζήτησιν, προσπαθώ να μετατρέψω το θέμα εις άλλο τι, πλέον ευχάριστον εις τας επιθυμίας μου.

Είμαι πάρα πολύ περίεργος δια κάθε μοντέρνο, δια τα πολιτικά και δια πλήθος άλλων ζητημάτων. Πολύ συχνά ζητώ την ικανοποίησιν εις την αγάπην προς τας κοσμικάς γνώσεις, την επιστήμην, την τέχνην, και θέλω διαρκώς ν' αποκτήσω περισσότερα υλικά αγαθά. Η μελέτη του Νόμου του Θεού, η γνώσις Αυτού και της Θρησκείας, δεν μου κάμνουν πολλήν εντύπωσιν.

Εάν η αγάπη προς τον Θεόν είναι η τήρησις των εντολών Του, όπως ο Χριστός είπεν: «εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας Εμάς τηρήσατε», (κατά Ιωάν. ιδ' 15) εγώ όχι μόνον δεν τηρώ αυτάς, αλλά ούτε τινά προσπάθειαν καταβάλλω να κατορθώσω την τήρησίν των. Ούτως είναι απόλυτος αλήθεια, ότι δεν αγαπώ τον Θεόν. Επάνω εις αυτό ο Μέγας Βασίλειος λέγει: «Η απόδειξις ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεόν, έγκειται εις το γεγονός, ότι δεν τηρεί τας εντολάς Του».


Δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου.


Εάν ηγάπων τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και ν' αποφασίσω να δώσω και την ζωήν μου δι' αυτόν, εάν θα υπήρχεν ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάμνω, αλλά ούτε και την παραμικράν θυσίαν είμαι διατεθειμένος να υποστώ δι' αυτόν. Εάν ηγάπων τον πλησίον μου, συμφώνως με την εντολήν του Θείου Ευαγγελίου, αι λύπαι του θα ήσαν και ιδικαί μου λύπαι και αι χαραί του θα αντανακλούσαν εις το πρόσωπόν μου, όπως εις το ιδικόν του.

Αντιθέτως ευχαριστούμαι ν' ακούω διάφορα άσχημα πράγματα δια τον πλησίον μου, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Η κάθε συμφορά του όχι μόνον δεν μου στενοχωρεί, αλλά δίδει εις εμέ εν είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδος ν’ ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα του αδελφού μου όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπην, αλλά το διατυμπανίζω με εσωτερικήν ικανοποίησιν. Η ευτυχία του πλησίον μου, η τιμή του, τ' αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίδουν δε αντιθέτως το συναίσθημα της αδιαφορίας. Τέλος, συχνά καταλαμβάνουν την ψυχήν μου περιφρόνησις και φθόνος δια τον πλησίον μου.


Δεν έχω τελείαν Ορθόδοξον Πίστιν.



Πιστεύω ολίγον εις την αθανασίαν και εις το Άγιον και Ιερόν Ευαγγέλιον, διότι εάν ήμουν τελείως πεπεισμένος και επίστευον, χωρίς αμφιβολίαν, ότι μετά από τον τάφον αρχίζει η Αιώνιος Ζωή και η ανταπόδοσις των πεπραγμένων αυτού του κόσμου, θα εσκεπτόμην συνεχώς αυτό. Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικώς και θα έζων εις αυτόν τον πρόσκαιρον βίον ωσάν εις ξένος και παρεπίδημος, ο οποίος έχει πάντοτε εις τον νουν του την φροντίδα, όπως αξιωθή να φθάση εις την γλυκειάν του Ουράνιον Πατρίδα.

Αντιθέτως όμως, εγώ ουδόλως σκέπτομαι δια την Αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωήν μου, ωσάν να πιστεύω, ότι το τέλος του παρόντος βίου είναι και το τέρμα της ανθρωπινής υπάρξεώς μου. Εντός μου φωλεύει υποσυνειδήτως η σκέψις, η οποία συνοψίζεται εις το: ποίος γνωρίζει και ποίος είδε το μετά θάνατον;
Όταν ομιλώ δια την Αθανασίαν, ο νους μου συμφωνεί μ' εκείνην, ενώ η καρδία μου πολύ απέχει από το να είναι πεπεισμένη δι' αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τας πράξεις μου και από την συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωήν των αισθήσεων.

Εάν η διδασκαλία του Ιερού Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδίαν μου με την ανάλογον Πίστιν, θα είχα καταληφθή από τον Λόγον του Θεού και θα τον εμελέτων συνεχώς, θα κατώκει δε εντός της ψυχής μου η προς Αυτόν αφοσίωσις και η προσοχή. Η ευσπλαχνία, η αγάπη, ευρισκόμενοι μέσα εις Αυτόν, θα με ωδήγουν εις την χαράν και την ευτυχίαν της μελέτης του Νόμου του Θεού νύκτα και ημέραν. Εις την μελέτην αυτήν θα εύρισκον τροφήν πνευματικήν, τον επιούσιον άρτον της ψυχής μου, και η καρδία μου θα παρεκινείτο εις τήν τήρησίν Του. Ουδέν εις τον κόσμον αυτόν θα ήτο δυνατόν να με αποτρέψη από την εφαρμογήν Του εις την ζωήν μου.

Δυστυχώς όμως συμβαίνουν εις εμέ τ' αντίθετα· ήτοι όταν διαβάζω ή ακούω τον Λόγον του θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς την γνώσιν με ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσαν προσοχήν και τον ευρίσκω πολλάκις καταθλιπτικόν ή χωρίς σπουδαίον ενδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εις το τέλος της μελέτης Του χωρίς σπουδαίαν ωφέλειαν, και πάντοτε είμαι πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά, ευχάριστα εις εμέ, αναγνώσματα.


Είμαι πλήρης υπερηφάνειας και φιλαυτίας.

 

Όλαι μου αι ενέργειαι το βεβαιώνουν. Βλέπων τι καλόν εις τον εαυτόν μου επιθυμώ να το κάμνω εμφανές ή να υπερηφανευθώ δι' αυτό έμπροσθεν εις άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μίαν εξωτερικήν ταπεινοφροσύνην, την αποδίδω εις αποτελεσματικότητα της ιδικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερον από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερόν των. Όταν ανακαλύπτω εν σφάλμα μου, προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω.

Θυμώνω εναντίον εκείνων, οι οποίοι δεν δεικνύουν εκτίμησιν προς το πρόσωπόν μου και πιστεύω δι' αυτούς, ότι είναι άνθρωποι, οι οποίοι δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξίαν του άλλου. Αγάλλομαι δια τα χαρίσματά μου, και δικαιολογώ όλας μου τας πτώσεις. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστησιν εις τας ατυχίας των εχθρών μου. Όταν αγωνίζωμαι δια καλόν τι, το κάμνω με τον σκοπόν ή να κερδίσω επαίνους, ή να λάβω μίαν πρόσκαιρον παρηγορίαν.

Με μίαν λέξιν, συνεχώς κατασκευάζω εν είδωλον του εαυτού μου, προς το οποίον αποδίδω αδιακόπους τας υπηρεσίας μου, φροντίζων παντοιοτρόπως δια την ευχαρίστησίν του και την καλλιέργειαν των παθών και των επιθυμιών του.

Πράττων όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου, ότι είναι πλήρης από υπερηφάνειαν, από διαφόρους σαρκικάς επιθυμίας, από απιστίαν, από έλλειψιν αγάπης προς τον Θεόν και από κακίαν προς τον πλησίον μου.
Ποία κατάστασις θα ηδύνατο να υπάρξη πλέον αμαρτωλή από αυτήν; Πώς δεν θα λάβω την αυστηροτέραν τιμωρίαν δια την ανόητον και απρόσεκτον ζωήν μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω;



Μελετών όλον αυτόν τον τύπον της εξομολογήσεως, τον οποίον έδωσεν εις εμέ ο Ιερεύς, τρομοκρατημένος εσκέφθην και είπον:
«Θεέ και Κύριε! Τι φοβερά αμαρτήματα υπάρχουν κρυμμένα εντός μου και μέχρι τώρα δεν τα είχον ανακαλύψει!»
Η επιθυμία να καθαρισθώ από αυτά, με ώθησαν να ικετεύσω αυτόν τον μέγαν Εξομολόγον να διδάξη εις εμέ, πώς να γνωρίσω την αιτίαν όλου αυτού του κακού και πώς να λυτρώσω, από αυτό, τον εαυτόν μου. Τότε ο άγιος Πνευματικός ήρχισε να με καθοδηγή λέγων:

 


Τρόπος Θεραπείας

 

Τέκνον μου και αδελφέ μου, αιτία της ελλείψεως αγάπης προς τον ΘΕΟΝ είναι η έλλειψις Πίστεως, έχουσα ως αιτίαν την έλλειψιν της πεποιθήσεως, της οποίας αιτία είναι η αποτυχία μας ως προς την αναζήτησιν της αληθούς και αγίας γνώσεως και η αδιαφορία μας ως προς την αναζήτησιν τού Φωτός του Πνεύματος. Ήτοι, εάν δεν πιστεύης, δεν ημπορείς ν' αγαπάς. Εάν δεν είσαι πεπεισμένος, δεν είναι δυνατόν να πιστεύης.
Δια ν' αποκτήσης δε την πεποίθησιν, η οποία είναι απαραίτητος, πρέπει να λάβης πλήρη και ακριβή γνώσιν του θέματος, περί του οποίου πρόκειται να πεισθής. Με την αγιαστικήν μελέτην του Λόγου του Θεού και με την απόκτησιν πείρας, πρέπει να γεννηθή εις την ψυχήν σου μία δίψα, μία ακατάσχετος επιθυμία, κάτι ωσάν θαύμα, το οποίον θα σου φέρη μίαν ασίγαστον επιθυμίαν να μάθης, όσον ημπορείς περισσότερον, τελειότερον, βαθύτερον, τά της Ορθοδόξου Πίστεώς μας.

Εις πνευματικός συγγραφεύς ομιλεί δι’ αυτό ως εξής: «Η αγάπη συνήθως αυξάνεται με την γνώσιν, και όσον μεγαλυτέραν έκτασιν και βάθος έχει η γνώσις, τόσον μεγαλύτερα είναι και η αγάπη. Όσον δε περισσότερα είναι η προσήλωσις εις την πληρότητα και το κάλλος της θείας Φύσεως και της απείρου αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους, τόσον περισσότερον η ανθρωπίνη καρδία μαλακώνει και διατίθεται και προσκλίνει εις την αγάπην του Θεού.»

Φαντάζομαι τώρα, πώς θα εννόησες, ότι αιτία των αμαρτημάτων, τα οποία εδιάβασες προηγουμένως, είναι η αδράνεια της ψυχής μας δια σκέψεις επάνω εις πνευματικά πράγματα, αδράνεια που ξηραίνει τα συναισθήματα και την ανάγκην της ψυχής δια παρόμοιας πνευματικάς εντρυφήσεις.
Εάν θέλης να μάθης, πώς θα νικήσης αυτήν την αιτίαν του κακού, φρόντισε με όλην σου την δύναμιν, ν' απόκτήσης την φώτισιν του Πνεύματος, την φώτισιν της ψυχής, με επιμελή και αγιαστικήν μελέτην του Λόγου του Θεού, με την μελέτην των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας και των βίων των Αγίων, με τας συμβουλάς πνευματικών ανθρώπων και δια ψυχωφελών συζητήσεων με Χριστιανούς, οι οποίοι είναι σοφοί και Χριστοφόροι.

Τέκνον μου και αδελφέ μου, πραγματικώς πολλαί είναι αι καταστροφαί και δυστυχίαι, αι οποίαι έρχονται επάνω μας εξ αιτίας της αμελείας μας. Δεν μελετώμεν τον Λόγον του Θεού νύκτα και ημέραν, ούτε προσευχόμεθα δι’ αυτό με επιμέλειαν και πόθον συνεχή. Εξ αιτίας αυτού ο εσωτερικός μας άνθρωπος είναι εξηντλημένος, πεινασμένος και άθερμος, τόσον, ώστε δεν έχει την δύναμιν να κάμνη το αποτελεσματικόν βήμα προς την οδόν της δικαιοσύνης και της σωτηρίας.

Δια τούτο, αγαπητέ μου, ας αποφασίσωμεν να χρησιμοποιήσωμεν τας μεθόδους αυτάς, και όσον τό δυνατόν περισσότερον ας γεμίζωμεν τον νουν μας με σκέψεις δια τα θεια. Τότε η Αγάπη θα ξεχυθή από τα Ύψη εις τας καρδίας μας και θ' ανάψη εντός ημών ωσάν μία φλόγα. Ας κάμνωμεν την προσπάθειαν αυτήν, και ας προσευχώμεθα. Όσον συχνότερον δυνάμεθα, επειδή η προσευχή είναι από τας κυριωτέρας και ισχυροτέρας αιτίας, αι οποίαι χαρίζουν εις ημάς αναγέννησιν και εσωτερικήν πνευματικήν ευεξίαν.

 

Ας προσευχηθώμεν και με τα λόγια:

 

 

«Κύριε Ιησού Χριστέ, ποίησον ημάς να Σε αγαπήσωμεν τόσον, όσον πριν Σε γνωρίσωμεν, αγαπούσαμεν την αμαρτίαν».
 

 

 

Atit Shpirtëror të Shenjtë

(Nga libri i dobishëm shpirtëror “Aventurat e një Pelegrini”, i shkruar në rusisht rreth vitit 1853 dhe botuar në greqisht nga shtëpia botuese “Astir”)

 

 

Dëgjova për një prift asket, se ishte njeri i urtë dhe plot mirëkuptim. Kushdo që shkonte tek ai për t’u rrëfyer, gjendej në një atmosferë plot butësi, dhembshuri dhe mësim shpirtshpëtues, dhe largohej i qetësuar në shpirt. Menjëherë shkova te ky plak i shenjtë, i cili, pasi më dha disa këshilla, më dorëzoi për të lexuar shënimet vijuese:

 

 

Rrëfim i Përulur

Duke drejtuar me kujdes sytë e shpirtit tim nga vetja dhe duke ndjekur ecurinë e gjendjes sime të brendshme, gjej tek vetja, pas një shqyrtimi të hollësishëm të ndjenjave dhe sjelljes sime, se:

 

Nuk e dua Perëndinë

Po ta doja vërtet Perëndinë, mendja ime do të ishte gjithmonë e kthyer nga Ai dhe do të ndihesha i lumtur. Çdo mendim për Perëndinë do të më jepte gëzim dhe hare.

Por, përkundrazi, shumë më shpesh dhe shumë më lehtë mendoj për gjëra tokësore të ndryshme, ndërsa angazhimi i mendjes me Perëndinë bëhet një punë e mundimshme dhe shpesh pa fryt.

Sikur ta doja Perëndinë, biseda ime me Të nëpërmjet lutjes do të ishte ushqimi dhe kënaqësia ime, dhe kjo do të më çonte në një bashkim të pandërprerë me Të. Por, përkundrazi, jo vetëm që nuk gjej kënaqësi në lutjen time, por çdo herë duhet të përpiqem me zor për t’u lutur. Luftoj kundër përtesës, mposhtem nga mëkatësia ime dhe jam gjithmonë i gatshëm të merrem me çdo mendim apo gjë të kotë, madje edhe në orën e lutjes. Si rrjedhojë, është krejt e natyrshme që lutja të shkurtohet dhe mendja të largohet prej saj.

 

Koha ime shpenzohet në angazhime të kota, dhe kur i vë vetes përpara praninë e Perëndisë, çdo sekondë më duket si një orë e tërë. Gjatë gjithë ditës, zor se gjej qoftë edhe një orë të vetme për t’u zhytur në kënaqësinë e ëmbël të Hyjnores dhe në studim të Shenjtë, me qëllim që të gjallëroj zemrën me dashurinë ndaj Tij, ndërsa me dëshirë harxhoj pothuajse gjithë ditën time si një flijim i zjarrtë për idhujt e pasioneve të mia të ndryshme.

 

 

Vazhdimisht bisedoj për gjëra të pavlera dhe ngjarje të kota, të cilat ndotin shpirtin, dhe kjo më jep kënaqësi. Në mendimet për Perëndinë jam i pafrytshëm, i painteresuar dhe i pakujdesshëm. Edhe kur, pa e dashur, të tjerët më nxisin në bisedë shpirtërore, përpiqem menjëherë ta ndryshoj temën në diçka më të këndshme për dëshirat e mia.

Jam shumë i interesuar për gjithçka moderne, për politikën dhe për një shumicë çështjesh të tjera. Shpesh kërkoj kënaqësinë në dashurinë për njohuritë botërore, shkencën, artin, dhe dua vazhdimisht të fitoj sa më shumë të mira materiale. Studimi i Ligjit të Perëndisë, njohja e Tij dhe e Fesë, nuk më bëjnë ndonjë përshtypje të veçantë.

 

Nëse dashuria për Perëndinë është zbatimi i urdhërimeve të Tij, siç tha Krishti: “Nëse më doni, mbani urdhërimet e Mia” (Joanit. 14:15), atëherë unë jo vetëm që nuk i zbatoj ato, por as ndonjë përpjekje serioze nuk bëj për t’i përmbushur. Prandaj është e vërtetë e pakundërshtueshme se unë nuk e dua Perëndinë. Në lidhje me këtë, Shën Vasil i Madh thotë:
“Dëshmia se njeriu nuk e do Perëndinë qëndron në faktin se ai nuk i mban urdhërimet e Tij”.

Nuk e dua as të afërmin tim.

Po ta doja të afërmin tim, do të isha në gjendje të mendoja dhe të vendosja madje ta jepja edhe jetën time për të, nëse do të ishte nevoja. Por jo vetëm që nuk e bëj këtë, por as sakrificën më të vogël nuk jam i gatshëm ta përballoj për të. Po ta doja të afërmin tim, sipas urdhërimit të Ungjillit Hyjnor, hidhërimet e tij do të ishin edhe hidhërimet e mia, dhe gëzimet e tij do të pasqyroheshin në fytyrën time, sikurse në të tijën.

Përkundrazi, unë gëzohem kur dëgjoj gjëra të këqija për të afërmin tim, në vend që të trishtohem dhe të vuaj. Çdo fatkeqësi e tij jo vetëm që nuk më shqetëson, por më jep njëfarë kënaqësie, kureshtjeje dhe shprese për të dëgjuar edhe më shumë. Gabimin apo mëkatin e vëllait tim jo vetëm që nuk e mbuloj me dashuri, por e përhap me kënaqësi të brendshme. Lumturia e të afërmit tim, nderi i tij, të mirat e tij nuk më gëzojnë; përkundrazi, më lënë të ftohtë dhe të painteresuar. Madje shpesh shpirti im pushtohet nga përçmimi dhe zilia kundrejt tij.

 

Nuk kam Besim të plotë Ortodoks.

Besoj pak në pavdekësinë dhe në Ungjillin e Shenjtë e të shenjtëruar, sepse nëse do të isha plotësisht i bindur dhe do të besoja pa asnjë dyshim se pas varrit fillon Jeta e Përjetshme dhe shpërblimi i veprave të këtij botë, atëherë do të mendoja vazhdimisht për këtë. Ideja e pavdekësisë do të më trondiste realisht dhe do të jetoja në këtë jetë të përkohshme si i huaj dhe kalimtar, i cili ka gjithnjë në mendje kujdesin që të bëhet i denjë të arrijë në Atdheun e tij të ëmbël Qiellor.

 

Përkundrazi, unë aspak nuk mendoj për Përjetësinë dhe sillem në jetën time sikur të besoja se fundi i kësaj jete është edhe fundi i ekzistencës sime njerëzore. Brenda meje, në mënyrë të pavetëdijshme, fshihet një mendim që përmblidhet në këtë: kush e di dhe kush e ka parë ç’ka pas vdekjes?

Kur flas për Pavdekësinë, mendja ime pajtohet me të, ndërsa zemra ime është shumë larg nga bindja e vërtetë për të. Kjo mosbesim i imi dëshmohet nga veprat e mia dhe nga kujdesi i pandërprerë për t’i kënaqur ndjesitë dhe jetën sensuale.

Po të kishte sunduar mësimi i Ungjillit të Shenjtë në zemrën time me besimin e duhur, do të isha pushtuar nga Fjala e Perëndisë dhe do ta studioja me zell të vazhdueshëm; përkushtimi dhe vëmendja ndaj Tij do të banonin brenda shpirtit tim. Mëshira dhe dashuria, të përmbajtura brenda Tij, do të më çonin në gëzimin dhe lumturinë e studimit të Ligjit të Perëndisë ditë e natë. Në këtë studim do të gjeja ushqim shpirtëror, bukën e përditshme të shpirtit tim, dhe zemra ime do të nxitej të zbatonte urdhërimet e Tij. Asgjë në këtë botë nuk do të mund të më largonte nga zbatimi i Ligjit Hyjnor në jetën time.

 

Fatkeqësisht, tek unë ndodhin të kundërtat: kur lexoj apo dëgjoj Fjalën e Perëndisë —qoftë sepse më shtyn nevoja, qoftë dashuria për njohuri— e ndjek pa vëmendjen e duhur dhe shpesh më duket e rëndë ose pa ndonjë interes të veçantë. Zakonisht arrij në fund të leximit pa ndonjë përfitim të madh, dhe gjithmonë jam i gatshëm ta zëvendësoj atë me lexim të lehtë dhe të këndshëm për mua.

 

Jam plot krenari dhe dashuri për veten.

Të gjitha veprimet e mia e dëshmojnë këtë. Kur shoh diçka të mirë tek vetja ime, dëshiroj ta bëj të dukshme, ose të krenohem për të para njerëzve të tjerë, ose ta admiroj i fshehur brenda vetes. Edhe kur tregoj një përulësi të jashtme, këtë ia atribuoj forcave të mia, duke e konsideruar veten ose më të lartë se të tjerët, ose të paktën jo më të ultë se ata. Kur zbuloj ndonjë gabim timin, përpiqem ta justifikoj dhe ta mbuloj.

 

Zemërohem kundër atyre që nuk tregojnë vlerësim ndaj personit tim dhe mendoj për ta se janë njerëz që nuk dinë të vlerësojnë meritën e tjetrit. Gëzohem për dhuntitë e mia dhe justifikoj çdo rënie time. Megjithëse jam zemërkeq dhe ankimues, gjej kënaqësi në fatkeqësitë e armiqve të mi. Kur përpiqem për diçka të mirë, e bëj me qëllimin ose të fitoj lavdërime, ose të marr ndonjë ngushëllim të përkohshëm.

 

Me një fjalë, vazhdimisht ndërtoj një idhull të vetes sime, të cilit i jap pareshtur shërbimet e mia, duke u kujdesur në çdo mënyrë për kënaqësinë e tij dhe për kultivimin e pasioneve e dëshirave të tij.

Duke bërë të gjitha këto, e njoh veten se është plot me krenari, me dëshira të ndryshme trupore, me mosbesim, me mungesë dashurie ndaj Perëndisë dhe me ligësi ndaj të afërmit tim.
Cila gjendje mund të jetë më mëkatare se kjo? Si të mos marr dënimin më të rreptë për jetën time të marrë dhe të pakujdesshme, të cilën vetë e pranoj se e jetoj?

 

Duke studiuar gjithë këtë model të rrëfimit, të cilin më dha prifti, i tmerruar mendova dhe thashë:
“O Perëndi dhe Zot! Çfarë mëkatesh të tmerrshme fshihen brenda meje dhe deri tani nuk i kisha zbuluar!”

Dëshira për t’u pastruar nga ato më shtyu të lutja këtë rrëfyes të madh që të më mësonte se si të njoh shkakun e gjithë këtij së keqeje dhe si të çliroj veten prej saj. Atëherë ai shenjtëri Shpirtëror filloi të më udhëzojë duke thënë…

 

 

Mënyra e Shërimit

Biri im dhe vëllai im, shkaku i mungesës së dashurisë ndaj PERËNDISË është mungesa e Besimit, e cila ka si shkak mungesën e bindjes së brendshme; dhe shkaku i kësaj mungese bindjeje është dështimi ynë në kërkimin e njohurisë së vërtetë dhe të shenjtë, si edhe indiferenca jonë ndaj kërkimit të Dritës së Shpirtit.
Domethënë, nëse nuk beson, nuk mund të duash.
Nëse nuk je i bindur, nuk është e mundur të besosh.

Për të fituar bindjen e brendshme, e cila është e domosdoshme, duhet të marrësh një njohuri të plotë dhe të saktë të çështjes për të cilën do të bindesh. Me studimin shenjtërues të Fjalës së Perëndisë dhe me përvetësimin e përvojës shpirtërore, duhet të lindë në shpirtin tënd një etje, një dëshirë e papërmbajtshme, diçka si një mrekulli, e cila do të sjellë në ty një dëshirë të pashuar për të mësuar sa më shumë, më përsosmërisht, më thellë, të vërtetat e Besimit tonë Ortodoks.

Një shkrimtar shpirtëror flet për këtë si vijon:
“Dashuria zakonisht rritet me njohurinë, dhe sa më e madhe të jetë gjerësia dhe thellësia e njohurisë, aq më e madhe është edhe dashuria. Sa më e madhe të jetë përqendrimi në plotësinë dhe bukurinë e Natyrës Hyjnore dhe në dashurinë e pafund të Perëndisë për njerëzit, aq më shumë zbutet zemra njerëzore dhe priret e përkulet drejt dashurisë së Perëndisë.”

 

Mendoj se tani e kuptove se shkaku i mëkateve që lexove më parë është plogështia e shpirtit tonë ndaj mendimeve shpirtërore—plogështi që than ndjenjat dhe nevojën e shpirtit për ushqim të tillë shpirtëror.

 

Nëse dëshiron të mësosh se si ta mposhtësh këtë shkak të së keqes, përpiqu me gjithë fuqinë tënde të fitosh ndriçimin e Shpirtit, ndriçimin e shpirtit, me studim të kujdesshëm dhe shenjtërues të Fjalës së Perëndisë, me studimin e Etërve të Shenjtë të Kishës sonë dhe të jetëve të Shenjtorëve, me këshilla të njerëzve shpirtërorë dhe me biseda të dobishme shpirtërisht me të Krishterë të urtë dhe të mbushur me Krishtin.

 

Biri im dhe vëllai im

Biri im dhe vëllai im, vërtet shumë janë shkatërrimet dhe fatkeqësitë që vijnë mbi ne për shkak të pakujdesisë sonë. Ne nuk e studiojmë Fjalën e Perëndisë ditë e natë, as nuk lutemi me kujdes dhe me një dëshirë të qëndrueshme. Për shkak të kësaj, njeriu ynë i brendshëm është i lodhur, i uritur dhe i ftohtë në shpirt, aq sa nuk ka forcë të bëjë hapin e frytshëm drejt udhës së drejtësisë dhe të shpëtimit.

Për këtë arsye, i dashuri im, le të vendosim të përdorim këto metoda, dhe sa më shumë të jetë e mundur, ta mbushim mendjen me mendime për gjërat hyjnore. Atëherë Dashuria do të derdhet nga Lartësitë në zemrat tona dhe do të ndizet brenda nesh si një flakë. Le ta bëjmë këtë përpjekje dhe të lutemi. Sa më shpesh që të mundemi, sepse lutja është një nga shkaqet më kryesore dhe më të fuqishme, të cilat na dhurojnë ringjalljen e brendshme dhe gjendjen e mirë shpirtërore.

Le të lutemi edhe me këto fjalë:

«O Zot, Jezu Krisht, bëj që të të duam Ty aq sa, para se të të njihnim, donim mëkatin.»

 Përktheu, Përgatiti Pelsgos Koritsas


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Γλωσσικός ρατσισμός απ’ την Υφυπουργό Τουρισμού της Αλβανίας – η καθεστωτική νοοτροπία καταπίεσης της ΕΕΜ.-Racizmi linguistik nga ana e Zv. Ministres së Turizmit të Shqipërisë – mentalitet regjimor diskriminimi të MEG.

Επίθεση γνωστού αλβανικού τηλεοπτικού σταθμού και προπαγάνδα γεμάτο διαστρεβλώσεις εναντίον της Ελλάδας! - Sulm i kanalit të njohur shqiptar me propagandë plotë shtrembërime kundër Greqisë!