Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Ο Αλβανικός Κομμουνισμός και ο «Κόκκινος Επίσκοπος» (Α' Μέρος) - Komunizmi shqiptar dhe "Peshkopi i Kuq" (Pjesa e 1-rë)





Ο Αλβανικός Κομμουνισμός και ο «Κόκκινος Επίσκοπος»

*Νικόλαος Α. Σταύρου
Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Παν/μίου Χάουαρντ της Ουάσιγκτον

Αρχεία της Commitern περιέχουν πλήθος πληροφοριών για μία γραφική προσωπικότητα της Αλβανίας, τον Fan S. Noli η αλλιώς Krasnyi Episkop (Κόκκινος Επίσκοπος). Ο Noli ξεκίνησε τη θυελλώδη καριέρα του στις αρχές του αιώνα, αρχικά ως ηθοποιός στο θέατρο και αργότερα ως ψάλτης. Άλλαξε δυο φορές την εθνικότητα του, σπούδασε θεολογία στο Harvard, και τελικά έγνινε η κινητήρια δύναμη για την «εθνικοποίηση»  της Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Κόκκινος Επίσκοπος θαύμαζε το επανασταστικό πνεύμα του Λένιν  και μιμήθηκε τον Μπολσεβίκο ηγέτη, οργανώνοντας ένα επιτυχές πραξικόπημα. Το 1924, υπηρέτησε ως πρωθυπουργός για έξι μόλις μήνες και ανατράπηκε από τον Ahmet Zogu, ο οποίος έγινες αργότερα ο Βασιλιάς Zogu I, της Αλβανίας. Λίγο αργότερα ο Νόλι πήγε στη Μόσχα με μια ομάδα νέων Αλβανών, προκειμένου να επιχειρήσουν ένα δεύτερο πραξικόπημα. Το 1927, προέβλεπε τη «σίγουρη νίκη του Κόκκινου Στρατού». Το ίδιο χρόνο, επέστρεψε στο καταφύγιό του στο Κέμπριτζ της Μασσαχουσέτης, όπου και πέθανε το 1965. Ο Κόκκινος Επίσκοπος αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού όλων των Αλβανών. Οι κομμουνιστές επαινούσαν το επαναστατικό του πνεύμα και οι εθνικιστές τον ισχυρό εθνικισμό του. Το 1946, Ο Ενβέρ Χότζα του πρότεινε μια έδρα στο κοινοβούλιο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας. Ο διάδοχος του Χότζα, ο Ραμίζ Αλία, απήγγειλε συχνά ποιήματα του Επισκόπου. Ακόμη και ο Σαλί Μπερίσα, ο πρώτος μετα-κομμουνιστής πρόεδρος της Αλβανίας, κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του στις Ηνωμένες Πολιτείες επισκέφθηκε τον τάφο του Νόλι στην Μασσαχουσέτη. Η αλβανική ιστοριογραφία πρόσεξε να μην υπάρξουν ρυτίδες στο πολιτικό πορτρέτο του Νόλι. Το παρόν άρθρο, που αποτελεί τμήμα μια εκτεταμένης μελέτης για τις ρίζες του αλβανικού κομμουνισμού, παρουσιάζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα  στο οποίο ο Νόλι κήρυττε τη δική του δημοκρατία, μια δημοκρατία δίχως κοινοβούλιο. Στην πορεία, μπορεί να προκύψει ένα νέο πορτρέτο του επισκόπου, ένα πορτρέτο στο οποίο μπορεί να εμφανίζεται με ελιές και ρυτίδες.

Η Αλβανία στις Αρχές του Αιώνα.

Ούτε ο επιστημονικός σοσιαλισμός του Μαρξ, ούτε η λενιστική παραλλαγή του μπορούσαν να γίνουν κατανοητά από την αλβανική κοινωνία στις αρχές του αιώνα. Το βασικό χαρακτηριστικό της Αλβανίας τότε ήταν, ότι επρόκειτο για ένα μουσουλμανικό θύλακα που βρισκόταν περικυκλωμένος από την ασταμάτητη μάχη των Χριστιανών να διώξουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την ευρωπαϊκή ήπειρο και να συνεχίσουν την διαδικασία εθνικής απελευθέρωσης που είχε αρχίσει με τη Γαλλική Επανάσταση. Και ενώ ο σοσιαλισμός είχε αρχίσει να εμφανίζετια στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη κατά την δεκαετία του 1890 μέσω μικροσκοπικών εργατικών ενώσεων και αγροτικών «πολιτικών κομμάτων», οι αλβανικές φυλές βασίζονταν στα αρχαία έθιμά τους, ορισμένα εκ των οποίων υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Η βεντέτα αποτελούσε συχνό φαινόμενο, οι νύφες δίνονταν στον πλειοδότη, ο φόνος ήταν ένας ευγενής τρόπος αποκατάστασης της οικογενειακής τιμής και τα χριστιανικά χωριά λεηλατούνταν σε μία προσπάθεια απόδειξης της μουσουλμανικής υπεροχής έναντι των Γιαούρηδων (απίστων). Αυτές οι συνήθειες χαρακτήρισαν πολλές γενιές και αποτέλεσαν αντικείμενο σχολαστικής παρατήρησης όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος.
Δυτικοί αρχαιολόγοι και απόγονοι Βρετανών αριστοκρατών που ταξίδεψαν στα βαλκάνια στις αρχές του αιώνα μας, θεώρησαν την αλβανική κοινωνία ζωντανή απόδειξη των «ευγενών αγρίων», έννοια που έγινε γνωστή από το JeanJacques Rousseau, το δέκατο όγδοο αιώνα. Ή Edith Durham, Βρετανή ανθρωπολόγος, περιέγραψε σχολαστικά τα αλβανικά έθιμα στο βιβλίο της Highland Albania:
Ο άγραφος νόμος του αίματος στην Αλβανία θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το μένος στην ελληνική τραγωδία. Σέρνει τον άνθρωπο προς τη μοίρα του. Η κατάρα του αίματος πέφτει πάνω του από τη στιγμή που γεννιέται και είναι η αιτία που πεθαίνει νέος. Γνωρίζει  ότι πρέπει να σκοτώσει ή να σκοτωθεί, το γεγονός δεν επηρεάζει τη ζωή του περισσότερο απ’ όσο   θα επηρεαζόταν ένας εύπορος Δυτικό-Ευρωπαίος έμπορος εάν άκουγε κατά την διάρκεια του δείπνου ότι ο άνθρωπος δεν ζει για πάντα… και όσοι από εσάς που διαβάζετε αυτό το βιβλίο πείτε ότι πρόκειται για έθιμα αγρίων, να σας θυμίσω ότι και εμείς παίζουμε το ίδιο παιχνίδι, σε μεγαλύτερη μάλιστα  κλίμακα, και το λέμε πόλεμο. Δεν μπορούμε να καταδικάσουμε ούτε το αίμα ούτε τον πόλεμο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο σοσιαλισμός, η ταξική πάλη και η ανακατανομή πλούτου αποτελούσαν αφηρημένες έννοιες στην μικροσκοπική αλβανική terra icongnita. Το σκηνικό άλλαξε εξαιτίας των Βαλακανικών πολέμων και των εθνικών συγκρούσεων που ακολούθησαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και την άνοδο των Μπολσεβίκων στη Ρωσία. Τα γεγονότα αυτά έκαναν τη στάσιμη, φεουδαρχική αλβανική κοινωνία να έρθει σ’ επαφή με τον κομμουνισμό. Οι αλβανοί εθνικιστές πρόσφυγες ανησυχώντας για το γεγονός ότι το έθνος τους αποτελούσε το τελευταίο οχυρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιθυμούσαν να δουν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Γι΄αυτό το λόγο, έψαχναν προς κάθε κατεύθυνση προκειμένου να βρουν υποστήριξη στην επίτευξη του στόχου τους κα να βρουν ένα κατάλληλο σύστημα  διακυβέρνησης για την κοινωνία τους, το οποίο θα κατέλυε τη φεουδαρχία. Εκείνη την εποχή, δύο ήταν οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Woodrow Wilson είχε συγκινήσει τα έθνη με την σθεναρή υποστήριξη του στην αυτοδιάθεση, όπως σημειωνόταν στα Δεκατέσσερα Σημεία. Η Ρωσία πειραματιζόταν με ένα νέο σύστημα, με τον Vladimir Illych Lenin να προσφέρει ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο και μια διαφορετική μορφή αυτοδιάθεσης. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν γνώριζε πολλά για το Μπολσεβίκο ηγέτη και την επανάστασή του, η πνευματική ελίτ της Αλβανίας πίστεψε ότι επρόκειτο για μια πολλά υποσχόμενη εναλλακτική λύση. Για τη στάσιμη αλβανική κοινωνία της δεκαετίας του ’20, τα «εντυπωσιακά νέα από τη Ρωσία» είχαν την ίδια σημασία με τις θέσεις του Wilson για την αυτοδιάθεση.
Ακολουθώντας διαφορετική πορεία και έχοντας διαφορετικούς στόχους, οι υπέρμαχοι  του αλβανικού εθνικισμού επέστρεψαν στην πατρίδα τους, φέρνοντας μαζί τους ιδεολογίες που φάνταζαν τουλάχιστον παράξενες για την αλβανική κοινωνία του ‘ 20, ο δείκτης αναλφαβητισμού  της οποίας έφτανε μόλις το 1,5%. Οι πρώτοι κομμουνιστές προέβαλαν από τις τάξεις του. Ίσως να μην ήταν λάθος να πούμε ότι ο αλβανικός κομμουνισμός και το αλβανικό κράτος αναπτύχθηκαν παράλληλα. Και οι δύο έννοιες αποτελούσαν έμμεσα προϊόντα παραγόντων που βρίσκονταν   πέρα από τον έλεγχο των αλβανικών ελίτ, οι οποίες, όμως, κατάφεραν να τις εκμεταλλευθούν αποτελεσματικά. Ο πιο σημαντικός παράγοντας ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, που αναζωογόνησαν τις εθνικιστικές δυνάμεις, ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος εμφύσησε νέες ιδεολογίες, βάσει των οποίων ο χειρισμός του πλήθους για την επιδίωξη εθνικών ή ταξικών στόχων αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής. Οι κοινωνικό-οικονομικοί παράγοντες δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την εμφάνιση του κομμουνισμού στην Αλβανία.
Ο εικοστός αιώνας έδωσε νέες ελπίδες στους βαλκανικούς λαούς, οι οποίοι εξακολουθούσαν να μάχονται για την αυτοδιάθεση. Οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, αν και πολλές φορές βρέθηκαν αντιμέτωποι μεταξύ τους, έθεσαν κατά μέρος τις διαφορές τους το 1912 και κατάφεραν να εκδιώξουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την Ευρώπη. Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος αποτέλεσε θρίαμβο στης περιφερειακής συνεργασίας και απειλή κατά των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που, από το Συνέδριο της Βιέννης, θεωρούσαν τα Βαλκάνια πεδίο δοκιμής των ακροβατικών τους για την τήρηση της ισορροπίας δυνάμεων.
Οι αλβανοί δεν συμμετείχαν στις κοινές προσπάθειες των υπόλοιπων βαλκανικών εθνών στον Πρώτο και στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Υποστήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αργότερα , το Νεοτουρκικό καθεστώς. Η υποστήριξή τους αυτή τους ωφέλησε. Τον Αύγουστο του 1912, οι Νεότουρκοι, αντιλαμβανόμενοι την αναπόφευκτη ήττα τους στα Βαλκάνια, προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα τουρκικό κρατίδιο, τη Μεγάλη Αλβανία. Τέσσερεις Μουσουλμάνοι Αλβανοί, ορίστηκαν κυβερνήτες στα βιλαέτια των Ιωαννίνων , του Μοναστηρίου, της Σκόδρας, και του Κοσσυφοπεδίου -οι τρείς από τις τέσσερεις περιοχές συγκέντρωναν κυρίως χριστιανικό πληθυσμό. Τα ορθόδοξα έθνη (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία)  θεώρησαν αυτή την κίνηση μια προσπάθεια διατήρησης της οθωμανικής εξουσίας μέσω των Αλβανών υποτελών τους. Όπως και ήταν. Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος έθεσε τέλος σε όλες αυτές τις ενέργειες. Όταν συνειδητοποίησαν ότι το έθνος τους κινδυνεύει, οι Αλβανοί ηγέτες προσπάθησαν να επωφεληθούν από την αναταραχή του πολέμου και την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 8 Οκτωβρίου 1912, σημαντικά μέλη των αλβανικών φυλών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν πρώην αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ο, τι είχε μείνει από αυτή) ή θα συνέχιζαν να την υποστηρίζουν με στόχο να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους με διπλωματικά μέσα σε μία ειρηνευτική διάσκεψη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, έως τότε, η Αλβανία δεν αποτελούσε κράτος. Οι ελπίδες τους ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν κράτος γίνονταν έντονες, όσο αποδυναμωνόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μόνο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της Συνάντησης των Σκοπίων ήταν η συμφωνία για την αποστολή μίας επιστολής στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, με την οποία α ζητούσαν την αναγνώρισή του δικαιώματος τους για αυτοδιάθεση.
Όμως, λόγω της θρησκευτικής τους πίστης, οι συμμετέχοντες στη συνάντηση των Σκοπίων αποφάσισαν να συνεχίσουν να στηρίζουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και "ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα έβγαινε ηττημένη μετά τον πόλεμο". Το στοίχημα τους, που βασίστηκε σε λογικές υποθέσεις, τελικά απέδωσε. Πίστευαν ότι η Αυτοκρατορία μπορεί να ήθελε να συντρίψει τους Χριστιανούς, αλλά θα υποστήριζε ένα μουσουλμανικό αλβανικό κράτος, το οποίο θα αποτελούσε τη συνέχιση της τουρκικής επιρροής στα Βαλκάνια. Όμως, ακόμη και αυτές οι προσδοκίες τους θα παρέμεναν στην σφαίρα του ονειρικού εάν δεν αναλαμβάνονταν συγκεκριμένα μέτρα από τους Αλβανούς. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η διακήρυξη για ανεξαρτησία της Αλβανίας, της 28ης Νοεμβρίου 1912. Η αλβανική ιστορία προσωποποιεί τη διακήρυξη στο όνομα του ανθρώπου. Ο Ισμαήλ Κεμάλ- Βλόρα ήταν αλβανός, ανώτατος διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ξάδελφος του μεγάλου βεζύρη του σουλτάνου Ηαμίντ, Φερίντ Βλόρα. Το 1912 αντιπροσώπευσε την περιφέρεια Μπεράτ στην συμβουλευτική συνέλευση του σουλτάνου (και ηγήθηκε της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης στο πρώτο τουρκικό κοινοβούλιο) και ανέλαβε το έργο της επαγρύπνησης της αλβανικής διασποράς προκειμένου να στηρίξει την ανεξαρτησία. Στις αρχές Νοεμβρίου 1912, συμμετείχε σε μια συνάντηση των Αλβανών μεταναστών στο Βουκουρέστι, το οποίο επί σειρά ετών προσπαθούσε να πείσει τους υπουργούς Εξωτερικών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Φεύγοντας από τη συνάντηση, ο Κεμάλη σταμάτησε στη Βιέννη, όπου έλαβε την επιβεβαίωση των Αυστριακών  ότι " η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική Χερσόνησο" . Παίρνοντας θάρρος από την απάντηση των αυστριακών και από την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 28 Νοεμβρίου 1912, φθάνοντας στο λιμάνι Αυλώνα, ύψωσε τη σημαία με το δικέφαλο αετό και διακήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Όπως αναμενόταν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έσπευσε προς βοήθεια των Αλβανών. Κατά τη διάρκεια διάσκεψης των πρεσβευτών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών και των εμπολέμων στα Βαλκάνια, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 29 Ιουλίου 1913 (και στόχο είχε την επίλυση των προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί από το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και τον καθαρισμό των νέων συνόρων στη χερσόνησο), ο αντιπρόσωπος της Τουρκίας , με την υποστήριξη της Αυστρίας και της Ιταλίας  επέμενε να εξαιρεθούν ορισμένες περιοχές που κατοικούνταν από Αλβανούς από εκείνες που θα δίνονταν στους νικητές. Έτσι δημιουργήθηκε ένα Μουσουλμανικό κράτος μεταξύ Σλάβων και Χριστιανών. Αρχικά, τα γειτονικά κράτη, θεώρησαν την Αλβανία ένα ισλαμικό οχυρό- όπως θεωρείται σήμερα και η Βοσνία. Στη διάσκεψη των πρεσβευτών ορίστηκαν τα σύνορα του νέου κράτους, καθώς και το σύστημα διακυβέρνησης του: " η Αλβανία  είναι ένα ανεξάρτητο πριγκιπάτο και εντός έξι μηνών οι μεγάλες δυνάμεις θα επιλέξουν το πρίγκιπα που θα κυβερνήσει"

Συνεχιζόμενη Αναταραχή

Η πρώτη δεκαετία, μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας και τη διάσκεψη του Λονδίνου, χαρακτηρίστηκε από έντονες αναταραχές και εμφύλιες συγκρούσεις. Το γεγονός έκανε τις μεγάλες δυνάμεις να αναρωτηθούν εάν το νέο τους δημιούργημα θα μπορούσε να γίνει πραγματικό κράτος. Από το 1913 έως το 1920, χάος επικρατούσε σε ολόκληρη τη χώρα. Οι αλβανικές κυβερνήσεις, ασκούσαν ελάχιστο έλεγχο στην αλβανική επικράτεια. Οι ισχυρές οικογένειες βάλλονταν μεταξύ  τους σε μια προσπάθεια επιβολής του ισχυρότερου. Αρκετοί αρχηγοί ων μεγάλων οικογενειών, που ήταν γνωστοί ως τοπικοί παρατηρητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή ως ληστές, κατέλαβαν υπουργεία στα Τίρανα και στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, ζήτησαν εξωτερική υποστήριξη προκειμένου να κυριαρχήσουν έναντι των αντιπάλων τους.

Ένας γερμανός πρίγκιπας ο William Weid έφθασε στην Αλβανία λίγους μόλις μήνες πριν το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου για να αναλάβει "τον αλβανικό θρόνο", όπως είχαν ορίσει οι μεγάλες δυνάμεις. Έξι μήνες αργότερα και ενώ η χώρα βρισκόταν σε διαρκή αναταραχή, έφυγε δίχως να παραιτηθεί του αξιώματός του και δίχως να επιστρέψει ποτέ. Σερβικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και αυστριακά στρατεύματα κατείχαν τα αλβανικά εδάφη καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου και πολλοί σκέφτηκαν τη διαίρεση της Αλβανίας ανάμεσα στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Σερβία. Τα όνειρα που γεννήθηκαν στην Αυλώνα κινδύνευαν να μη γίνουν ποτέ πραγματικότητα. Όμως, τα γεγονότα του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου σημαδεύτηκαν από έντονο ιδεαλισμό, ο οποίος ρίζωσε βαθιά στις καρδιές των Αλβανών διανοουμένων.
Ο πρόεδρος Woodrow Wilson είχε κεντρίσει τη φαντασία πολλών με τις δηλώσεις του για αυτοδιάθεση, ανεξαρτήτως του μεγέθους του πληθυσμού. Η πνευματική ελίτ της Αλβανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, εμπνευσμένη από τα λόγια του Αμερικανού προέδρου, πίστεψαν ότι είχαν βρει έναν αξιόπιστο σύμμαχο στην προσπάθειά τους για ανεξαρτησία. Αλλά οι συμφωνίες που έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου για τα Βαλκάνια είχαν αρνητικές επιπτώσεις για την Αλβανία. Στη συνθήκη του Λονδίνου (1915) αποφασίστηκε να διαιρεθεί η Αλβανία μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας και να αναλάβει η Ιταλία "την ευθύνη να εκπροσωπεί στο εξωτερικό ένα μικρό αλβανικό θύλακα γύρω από το Δυρράχιο". Επρόκειτο για μια μυστική συμφωνία, που δεν σημαίνει τίποτα για τις εμπόλεμες οικογένειες στην Αλβανία. Σημαίνει όμως πολλά για την αλβανική διασπορά η οποία, κατά ένα απροσδόκητο τρόπο, άλλαξε τη στάση της και υιοθέτησε τις τρεις ιδεολογίες που κυριαρχούσαν κατά τη μεταψυχροπολεμική εποχή: το σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό και τον εθνικισμό.
Το 1917, ο Λένιν δημοσιοποίησε όλες τις συνθήκες που είχε υπογράψει ο Τσάρος και κατήγγειλε τη μυστική διπλωματία, ως ένα ανήθικο μέσον των καπιταλιστών στην προσπάθεια τους να ορίσουν το μέλλον των εθνών. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να υποδηλώνει ότι ο Λένιν είχε στο νου του την Αλβανία όταν πρότεινε αυτή τη νέα προσέγγιση για την ανοιχτή διπλωματία. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι του Λένιν, η προτεινόμενη μοίρα της Αλβανίας έγινε ένα κοινό μυστικό, το οποίο είχε άμεσο αντίκτυπο στην ηγεσία του έθνους. Η πράξη του Λένιν λειτούργησε ως καταλύτης που συνένωσε τις αντιμαχόμενες οικογένειες που , έως το 1921, μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως εθνική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα λόγια του Λένιν βρήκαν απήχηση σε μια κοινωνία που εξακολουθούσε να είναι φεουδαρχική και ισχυρά εθνικιστική. Mε την επανάσταση των Μπολσεβίκων και την ισχυρή απήχηση του Λένιν στους Αλβανούς, εμφανίστηκε  και ο Φαν Νόλι, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε  επίσκοπος της Αλβανίας. Όπως θα δούμε, είχε ιδιαίτερους θεσμούς με την Μόσχα. Ο Νόλι επαινείται ή κατηγορείται διότι εισήγαγε τη ριζοσπαστική αριστερή πολιτική στην Αλβανία και δημιούργησε την πρώτη ομάδα των κομμουνιστών. Εξέχοντες Αλβανοί ιστορικοί , όπως ο εκλιπών Stavro Skendi σημειώνουν ότι "ο Μαρξισμός στην Αλβανία χρονολογείται από την επαναστατική κυβέρνηση του Φαν Νόλι, (του) Ιουνίου-Δεκεμβρίου 1924". Γι' αυτό το λόγο, αξίζει να επανεξετάσουμε την πολιτική και το ρόλο του Νόλι, ως προάγγελου του αλβανικού μαρξισμού.


Οι Εθνικές Ρίζες ενός Ριζοσπαστικού Επισκόπου.
Fan Noli me të ëmën e tij (në qëndër) dhe motrën e tij Sulltana (djathtas) Sofie 1911

Ιστορικές αναφορές, πολλές εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν με τη σύμφωνη γνώμη του καθεστώτος Χότζα, προσδίδουν τον Φαν Νόλι "εντυπωσιακά επαναστατικά κατορθώματα". Η ριζοσπαστική προσέγγιση του Χότζα στην αντιμετώπιση της οπισθοδρομικότητας της Αλβανίας κατά τη δεκαετία του '20 του έδωσε περίοπτη θέση στην ιστορία του αλβανικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού. H διακυβέρνηση του, που διήρκησε μόλις έξι μήνες, περιγράφεται ως η "αλβανική έκδοση της αστικής επανάστασης".
Το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αστική τάξη στην Αλβανία δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Το πραξικόπημα του Νόλι του Ιουνίου του 1924 προσέφερε στους Ορθοδόξους Αλβανούς Μαρξιστές το " σύνδεσμο που έλειπε" για την αναδρομική εφαρμογή του ορισμού που προβλέπει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση έπεται της αστικής.
Αν και οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν στο ριζοσπαστικό χαρακτήρα του Νόλι, κανένας δεν αναφέρεται στο πολιτιστικό του υπόβαθρο, στην " κρίση εθνικής ταυτότητας" του Νόλι και στον απαράμιλλο οπορτουνισμό του.
Αυτές οι παραλείψεις και το γεγονός ότι ο ρόλος του ως προάγγελου της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής στην Αλβανία υποτάχθηκε στο μεταπολεμικό ρεβιζιονισμό, αφήνουν ακάλυπτο ένα σημαντικό κεφάλαιο του αλβανικού κομμουνισμού. Κρίνοντας από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, πρόκειται για έναν "προοδευτικό αστό, έναν πατριώτη", περιγραφή που του αποδίδεται από όλους, ακόμη και από τους Δυτικούς μελετητές.
Προσεκτική εξέταση του παρελθόντος του Νόλι φανερώνει ότι στην καλύτερη περίπτωση , πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη  προσωπικότητα και, στη χειρότερη για έναν κλασικό οπορτουνιστή. Οι θαυμαστές του εκθειάζουν τα πνευματικά του επιτεύγματα και το "σθεναρό εθνικισμό" του οι δυσφημιστές του τον αποκαλούν τυχοδιώκτη, θεωρούν ότι άργησε να προσηλυτιστεί στον Αλβανισμό και ότι αποτελεί παράδειγμα ενός αδίστακτου πολιτικού με ράσα.

Τόσο οι υποστηρικτές, όσο και οι εχθροί του συμφωνούν ότι οι νέοι που ακολούθησαν του Νόλι στην Αλβανία στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και τον ακολούθησαν μετά την πτώση της αποκαλούμενης αστικής επανάστασης του 1924 αποτέλεσαν τους πρώτους Αλβανούς κομμουνιστές. Ποιός ήταν ο Νόλι; Τι πίστευε; Τι πέτυχε στην αλβανική πολιτική; Ερωτήματα στα οποία, στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, μπορούμε να προσφέρουμε, σύντομες μόνο απαντήσεις.
Ο Φαν Νόλι γεννήθηκε το 1882 στο Ιμπρίκ Τεπέ της Ανδριανούπολης (στη Θράκη). Το όνομα του ήταν Θεοφάνης Στυλιανού Μαυρομάτης.



Henry Bearclain, Βρετανός συγγραφέας που ταξίδεψε στην Αλβανία το 1920, αναφέρει ότι ο Νόλι είχε καταληφθεί από την έμμονη ιδέα ότι έπρεπε να αποδείξει τον Αλβανισμό του και ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει τα σημάδια του στα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονταν στη νέα αυτή χώρα- μια χώρα που πρωτοεπισκέφθηκε το 1914.
Όσα αναφέρει ο Βρετανός συγγραφέας συμφωνούν με το σύνδρομο όσων άργησαν να ασπαστούν μια ιδέα: ένας άνδρας, εντελώς αβέβαιος για τις ρίζες του, που αναζητά την ταυτότητά του στα Βαλκάνια, τη στιγμή που οι εθνικότητες εφευρίσκονται και καταστρέφονται διαρκώς, ένας άνδρας που θα έκανε τα πάντα προκειμένου να αποδείξει την πίστη του. "Αυτός ο κύριος από την Ελλάδα" γράφει ο Baerlein, "είναι πιο Αλβανός από τους Αλβανούς".
Ο Μαυρομάτης έδειξε από νωρίς την επιθυμία του να "ηγείται" και την επαναστατική του προδιάθεση. Ως μαθητές στο γυμνάσιο της Ανδριανούπολης,  παραβίαζε συχνά τους κανονισμούς και αποβλήθηκε από το σχολείο του. Η " φανατικά ελληνική" οικογένειά του προσπάθησε, δίχως επιτυχία, να ηρεμήσει την ανήσυχη φύση του, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να γίνει έξυπνος και, εάν κατάφερνε να τελειώσει το σχολείο, θα μπορούσε να βρει μια καλή δουλειά και να έχει καλή θέση στην κοινωνία. Στην προσπάθειά της να συνεχίσει το σχολείο, η οικογένεια του προσέλαβε έναν κύριο, " έναν κάποιον  Βεργαδή, που μίλησε προσωπικά με τον διευθυντή του γυμνασίου και τον έπεισε να δεχθεί και πάλι τον νεαρό Θεοφάνη, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αποβληθεί τρεις φορές λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς".
Ο Θεοφάνης δεν ευχαρίστησε τον ευεργέτη του. Τελείωσε το γυμνάσιο και, στα δεκαεπτά του, φάνηκε να είχε βρει το στόχο της ζωής του, πατριωτικά αισθήματα, όπως η οικογένεια του". Το 1901 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δύο χρόνια αργότερα σταμάτησε τις σπουδές του. Παράλληλα, βρήκε δουλειά ως αντικαταστάτης ηθοποιών σε γνωστές θεατρικές εταιρίες, μεταξύ των οποίων του Λαλαούνη, του Βενιέρη και του Παντόπουλου. Ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και χαιρόταν με τη σκέψη ότι μπορούσε, μέσω του θεάτρου, να επηρεάσει την κοινή γνώμη. Χαιρόταν να είναι ανάμεσα στους ηθοποιούς και, κυρίως, του άρεσε να ταξιδεύει σε άλλες πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια και το Βουκουρέστι, όπου επί εκατοντάδες χρόνια υπήρχαν μεγάλες ελληνικές κοινότητες. Σ' ένα από τα ταξίδια του το 1903, αποφάσισε να μείνει στην Αλεξάνδρεια ως δάσκαλος σε ένα ενοριακό ελληνικό σχολείο και παράλληλα βρήκε δουλειά ως ψάλτης σε μια από τις πολλές ελληνικές εκκλησίες της πόλης. Η ελληνική κοινότητα είχε εντυπωσιαστεί από " τον ένθερμο ελληνικό πατριωτισμό του "  και από τις ειλικρινείς προσπάθειές του να εμφυσήσει "θρησκευτικά και εθνικά ιδεώδη στους νέους της κοινότητας".

Προσηλυτισμός στον Αλβανισμό.

Ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο, ο Μαυρομάτης γνώρισε τους εκδότες δυο αλβανικών εφημερίδων, της Shkopi και της Shqipëria, που εκδίδονταν στο Κάιρο. Κατάλαβε ότι αυτές οι εφημερίδες θα μπορούσαν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη που χρειαζόταν για να βγει από την αφάνεια. Το μόνο του πρόβλημα ήταν η ελληνική του ταυτότητα. Το 1906, άλλαξε το όνομά του σε Φαν Σ. Νόλι, λέγοντας ότι ήταν το αλβανικό όνομα της οικογένειας του, πριν αυτή ελληνοποιηθεί. Με το νέο του αλβανικό όνομα και το ελληνικό του διαβατήριο πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εγκαταστάθηκε στη Βοστόνη, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται αρκετοί Αλβανοί μετανάστες. Στο νέο κόσμο βρέθηκε κοντά σε μια κοινότητα που χρειαζόταν ηγέτη- την αλβανική διασπορά. Όσο βρισκόταν στη Βοστόνη, ένωσε τις δυνάμεις του με δύο Αλβανούς ηγέτες, τον Φαϊκ Μπέι Κονίτσα και τον Σωτήρ Πέτσι, με τους οποίους συνεργάστηκε γα την ίδρυση της οργάνωσης Βάτρα και για την έκδοση των εφημερίδων Dielli (Ήλιος) και Kombi (Έθνος). Σταδιακά κινήθηκε προς το  Dielli, αλλά έτεινε επίσης να φέρει τον Πέτσι έναντι του Κονίτσα, τη στιγμή που και οι δύο αναζητούσαν διαρκώς αναγνώστες για τις εφημερίδες τους. Τελικά, η "συμμαχία " του με τον Κονίτσα έφθασε στο τέλος της για ιδεολογικούς λόγους, κυρίως επειδή ο Νόλι είχε λενιστικές τάσεις.
Ο Νόλι δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες στην προσπάθεια του να εδραιωθεί ως ηγέτης των αλβανικών κοινοτήτων του Worcester και της Βοστόνης. Τα μέλη των δύο αυτών κοινοτήτων δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν σε καμία γλώσσα και ο Νόλι έπαιξε το ρόλο του ιερέα, του δασκάλου, του παρακινητή και του πολιτικού. Το μέγεθος της φιλοδοξίας και της εξυπνάδας του θα μπορούσε να συγκριθεί με το μέγεθος του αναλφαβητισμού και της σύγχυσης της κοινότητας από τα αφηρημένα διδάγματα του.
Σύμφωνα με τον Joseph Swire,  "Από τους πέντε χιλιάδες Αλβανούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, μόνο οι είκοσι ήξεραν γραφή και ανάγνωση". Ο Νόλι, ενώ εργαζόταν σ'ένα εργοστάσιο δερματίνων ειδών, σπούδαζε τα βράδια Θεολογία στο Χάρβαρντ, απ' όπου και αποφοίτησε. Οι σπουδές του διευκολύνθηκαν χάρη στην παρέμβαση του Μητροπολίτη Πλάτωνα στης Ρωσσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος τον χειροτόνησε ιερέα της Ορθοδοξίας.

Το 1914, ο Νόλι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αλβανία ως χειροτονημένος ιερέας, θεωρητικά για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο νέο, απειλούμενο κράτος. Όμως, ο κύριος λόγος του ταξιδιού του ήταν να προωθήσει την ιδέα της "εθνικής Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας", κάτι που θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό για την αποσαφήνιση και τον προσδιορισμό του αλβανικού εθνικισμού. Το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου πολέμου δεν ακύρωσε τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1912. Με την άφιξή του στην Αλβανία, ο Νόλι αντιμετώπισε την έντονη αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την εχθρική στάση των Ορθοδόξων και την καχυποψία Μουσουλμάνω. Οι Επίσκοποι, Ιάκωβος Δυρραχίου  και Γερμανός της Κορυτσάς έχαιραν του σεβασμού της Παγκόσμιας Ορθόδοξης Κοινότητας, η οποία, έως τότε, ήταν κυρίως ελληνική. Ο Νόλι, ένας απλός ιερέας από μια μακρινή κοινότητα στη Βοστόνη, που είχε μόλις φτάσει στην Αλβανία, δεν μπορούσε να επηρεάσει τους πιστούς που θεωρούσαν τους Μουσουλμάνους εχθρούς τους και την ελληνική εκκλησία (με την υποστήριξη του ελληνικού κράτους) το μόνο μέσον σωτηρίας τους. Αλλά  δεν τα έβαλε κάτω. Η αποστολή του ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για τη δημιουργία της εθνικής Αλβανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας η οποία, όπως και οι εκκλησίες στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, θα αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του εθνικισμού. Το έργο του θα ήταν ακατόρθωτο, εκτός εάν έβρισκε ένα τρόπο να ανέλθει στην εκκλησιαστική ιεραρχία κα να εκθρονίσει τον πανίσχυρο επίσκοπο Ιάκωβο.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια, όπου ταξίδεψε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο Νόλι, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1918, και ζήτησε και πάλι τη βοήθεια της Ρώσικης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, ζήτησε να χειροτονηθεί επίσκοπος. Ο προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας στη Βόρειο Αμερική, Μητροπολίτης Αλέξανδρος της Αλάσκας, δεν συμφωνούσε απόλυτα με τη χειροτόνηση του Νόλι. Πίστευε ότι μια τέτοια κίνηση ίσως να ήταν λάθος για μια χώρα  τα σύνορα της οποίας δεν ήταν απόλυτα καθορισμένα και η οποία ήδη είχε τέσσερις Ορθοδόξους ιεράρχες, που είχαν χειροτονηθεί με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και άνηκαν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Όμως, ο Νόλι ήταν αποφασισμένος. Πίστευε ότι ο τίτλος του επισκόπου, ανεξάρτητα με τον τρόπο απόκτησής του, θα συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση των ισχυρισμών του για πνευματικά επιτεύγματα  (αν και συχνά δεν δικαιολογούνταν και, σε μία περίπτωση, ήταν ανακριβή) και θα τον έφερναν στο  τιμόνι ενός θεσμού που θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη μάχη του αλβανικού έθνους για αυτοδιάθεση.
Σε όλα τα βαλκανικά κράτη, η εθνική εκκλησία αποτελούσε κύριο συστατικό της εθνικής ταυτότητας - και η Αλβανία δεν διέθετε έναν τέτοιο θεσμό. Ο Νόλι, από τη στιγμή που θα έλυνε το πρόβλημα της απόκτησης ενός ανώτερου εκκλησιαστικού αξιώματος, θα είχε τη δυνατότητα να γίνει εθνικός και εκκλησιαστικός ηγέτης. Είναι εμφανές ότι δεν τον ενδιέφερε απλώς να υπηρετήσει τη θρησκεία του, βάσει του σχεδίου του, ένα ανώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα θα βοηθούσε στην επιδίωξη των στόχων του. Θεώρησε τη Ρωσική Εκκλησία, η οποία από το 1918 είχε περιέλθει στον έλεγχο των Μπολσεβίκων, πηγή πολιτικής νομιμοποίησης και εργαλείο μέσω του οποίου το αλβανικό έθνος θα μπορούσε, μια για πάντα, να αποτινάξει την ελληνική κυριαρχία. Ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος, αναλογιζόμενος τις συνέπειες μίας αντικανονικής χειροτόνησης, εξήγησε στον Νόλι ότι το αλβανικό ποίμνιο βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Η χειροτόνησή του ως ιερέα από τον Μητροπολίτη Πλάτωνα της Νέας Υόρκης ήταν ένα θέμα, αλλά η χειροτόνησή του ως επίσκοπος ήταν άλλο.
Ο Baerlein περιέγραφε τη μεταμόρφωση του Νόλι από ιερέα σε επίσκοπο ως εξής:
Εμφανίστηκε στη Νέα Υόρκη σε μια συνέλευση των Χριστιανών και Μουσουλμάνων Αλβανών. Τους είπε ότι οι ίντριγκες των Ελλήνων δεν επέτρεπαν την πραγματοποίηση της επιθυμίας τους: να υπάρχει ένας πραγματικός Αλβανός επίσκοπος. (Τους είπες ότι οι ρωσικές εκκλησιαστικές αρχές τον είχαν ενημερώσει ότι θα ήταν κάτω από τη δικαιοδοσία Ελληνικού Πατριαρχείου). "Λοιπόν", αναφώνησε, "τί θα κάνουμε;". Το πλήθος απάντησε "εάν ο λαός μπορεί να εκλέγει βασιλείς, τότε μπορεί να εκλέγει και τους επισκόπους του". Τότε έφυγε και επέτρεψε ντυμένος επίσκοπος  και το πλήθος φώναζε "Άξιος! Άξιος!" Τους ευλόγησε και όλοι έκαναν τον σταυρό τους εκτός από τους Μουσουλμάνους που τον χαιρέτησαν με το δικό τους τρόπο.
Ο Νόλι επέστρεψε στην Αλβανία το 1920 ως "επίσκοπος" της θεωρητικά ανεξάρτητης αλβανικής εκκλησίας. Αμέσως καταπιάστηκε με την πολιτική, συγκεκριμένα, έψαχνε να βρει τους τρόπους συνένωσης μιας φυλετικής  κοινωνίας σε ένα έθνος. Το πρώτο του βήμα ήταν να αυτοανακηρυχθεί επίσκοπος του Δυρραχίου, αντικαθιστώντας των Ιάκωβο, έναν ενεργητικό κληρικό που έχαιρε της αγάπης και της εκτίμησης των ελληνόφωνων και των αλβανόφωνων Ορθοδόξων. Η κίνηση του Νόλι συνοδεύτηκε από δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του Ιακώβου, γεγονός που οδήγησε στην απομάκρυνση του  και την μεταφορά του σε άλλην μητρόπολη. Τελικά, ο Νόλι είχε καταφέρει να αγγίξει την ευαίσθητη χορδή των αλβανών. Τόνισε το γεγονός ότι οι τρείς ορθόδοξοι επίσκοποι των ελληνοκατοικούμενων περιοχών της νότιας Αλβανίας - ο Γερμανός της Κορτυσάς, ο Σπυρίδων της Βέλλας  και της Κόνιτσας και ο Βασίλειος της Δρυινούπολης - είχαν δεχθεί υπουργικά πόστα στην Αυτόνομη Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, υπό την ηγεσία του Χρηστάκη Ζωγράφου.
Τα επιχειρήματα του Νόλι είχαν μια λογική βάση: εάν οι συγκεκριμένοι κληρικοί χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για την επίτευξη πολιτικών (ελληνικών) στόχων, τότε και το αλβανικό έθνος θα μπορεί να χρησιμοποιεί την εθνική του εκκλησία για τους ίδιους λόγους.
Η δεύτερη επίσκεψη του Νόλι στην Αλβανία ήταν πιο αποτελεσματική από την πρώτη. Τα ταξίδια του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου προωθούσε  την ιδέα της αυτοδιάθεσης της Αλβανίας, είχαν φέρει τη μουσουλμανική πλειοψηφία  με το μέρος του. Στο Συνέδριο της Λούσνιας, τον Ιανουάριο του 1920, είχε κεντρικό ρόλο  και κατάφερε να αξιοποιήσει  την εμπειρία  που είχε αποκτήσει στην Αμερική. Ο Νόλι  προετοίμασε το πρώτο αλβανικό σύνταγμα και χάραξε το δρόμο για δημιουργία ενός υπουργικού συμβουλίου από τον υποστηριζόμενο  από την Τουρκία Σουλεϊμάν Ντελβίνα. Στην ίδια συνάντηση, έθεσε το πλαίσιο για μια μελλοντική αντιβασιλεία, η οποία θα στηριζόταν από τους επικεφαλής των τεσσάρων βασικών θρησκειών, τους Ορθοδόξους  και τους Καθολικούς Χριστιανούς, τους Σουνίτες και τους Μπεκτασί Μουσουλμάνους. Δύο μήνες αργότερα, ο Νόλι εκλέχθηκε στην πρώτη Αλβανική Συνέλευση , αντιπροσωπεύοντας την αλβανό-αμερικανική κοινότητα. Αμέσως άρχισε τις προσπάθειες του να ανασχηματίσει το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως μέλος της αλβανικής αντιπροσωπίας στη Διάσκεψη των Βερσαλλιών και στην Κοινωνία των Εθνών προκειμένου να υπερασπιστεί την εθνική ακεραιότητα της Αλβανίας, που απειλείτο από τα γειτονικά της κράτη. Εντάσσοντας τους επικεφαλής όλων των θρησκευτικών δογμάτων στις υποθέσεις του κράτους, ο Νόλι και οι συνεργάτες του κατάφεραν  να εντάξουν τη θρησκεία τις κρατικές υποθέσεις. Το επόμενο βήμα του ήταν να "επαναστατικοποιήσει" την πολιτική και να νομιμοποιήσει το λενινιστικό μοντέλο σε μια κοινωνία που , όπως σωστα΄ αναφέρει ο Hugh Seton-Watson, βρισκόταν στον 17 αιώνα.


Συνεχίζεται … 

Ετοίμασε ΠΕΛΑΣΓΟΣ ΚΟΡΥΤΣΑΣ. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την αναφορά στην πηγή. 
Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο Πελασγός Κορυτσάς. 

Komunizmi shqiptar dhe "Peshkopi i Kuq".

*Nikolaou A. Stavrou
Pedagog i Shkencave Politike në Universitetin Howard Washington DC

Arkivat e Kommiternit përmbajnë një numër të madh informacionesh për një prej personaliteteve grafike të Shqipërisë, Fan Nolin ose ndryshe Krasnyi Episkop - Episkopi i Kuq.


Noli filloi karrierën e tij të stuhishme në fillimet e shekullit, në fillim si aktor në teatër dhe më vonë si psalt. Ndryshoi dy herë kombësinë e tij, studioi teologji në Harvard dhe si përfundim u bë forca lëvizëse për "nacionalizimin" e Kishës Orthodhokse Shqiptare. Peshkopi i Kuq admironte frymën revolucionare të Leninit dhe imitoi udhëheqësin Bollshevik, duke organizuar një puç të suksesshëm.
Më 1924-ën , shërbeu si kryeministër  për pothuajse gjashtë mujash dhe u përmbys nga Ahmet Zogu i cili u bë më vonë Mbreti Zogu i I-rë, i Shqipërisë. Pak më vonë Noli shkoi në Moskë me një grup të rinjsh shqiptarë, në mënyrë që të përpiqeshin për grusht të dytë shteti. Më 1927-ën, parashikonte "një fitore të sigurt të Ushtrisë së Kuqe". Në të njejtin vit, u kthye në strehën e tij në Kembrixh të Masahusetit, ku dhe vdiq në vitin 1965. Peshkopi i Kuq përbënte një objekt admirimi  të gjithë shqiptarëve. Komunistët e lavdëronin frymën e tij revolucionare dhe nacionalistët për nacionalizmin e tij të fortë. Në vitin 1946, Enver Hoxha i propozonte një vend në parlamentin e Republikës Popullore të Shqipërisë. Pasardhësi i Hoxhës, Ramiz Alia, recitonte shpesh poezi të Peshkopit. Dhe vetë Sali Berisha, presidenti i parë i Shqipërisë post komuniste, gjatë vizistës së tij të parë zyrtare në USA vizitoi varrin e Nolit në Masahuset. Historiografia shqiptare u kujdes që të mos kishte rrudha në portretin politik të Nolit. Ky artikull, përbën pjesë e një studimi të gjërë për rrënjët e komunizmit shqiptar, paraqet kontesktin historik dhe shoqëror brenda të cilit Noli predikonte domokracinë e tij, një demokraci pa parlament. Në rrugëtim, mund të dalë një portret i ri i peshkopit, një portret në të cilin mund të shfaqen nishanet dhe rrudhat.

Shqipëria në Filllimet e Shekullit.

As socializmi shkencor i Marksit, as variacioni leninistik do të mund të kuptoheshin nga shoqëria shqiptare në fillimet e shekullit. Karakteristika kryesore e Shqipërisë atëhere ishte, se bëhej fjalë për një fole myslymane e rrethuar nga lufta e pandalshme e të krishterëve që të dëbonin Perandorinë Osmane nga kontinenti Europian dhe të vazhdonin procesin e çlirimit kombëtar i cili kishte filluar me Revolucionin Francez. Ndërsa socializmi kishte filluar të shfaqej në vendet e tjera të ballkanit gjatë dhjetëvjeçarit të 1890-ës nëpërmjet bashkimeve mikroskopike punëtore dhe "partive politike" bujqësore, fiset shqiptare bazoheshin në zakonet e tyre të lashta, disa prej të cilave ekzistojnë deri më sot.  Gjakmarrja përbënte një fenomen të shpeshtë, nuset jepeshin tek oferta më e mirë, vrasja ishte mënyra fisnike e vendosjes së nderit familjar dhe fshatrat e krishtera plaçkiteshin në një përpjekje të vërtetimit të superioritetit myslyman ndaj kaurëve (të pabesëve). Këto zakone cilësuan shumë breza dhe përbënë një subjekt vrojtimi skolastik kur plasi dhe Lufta e Parë Botërore.

Arkeologë perendimorë dhe pasaardhës të aristokratëve Britanikë udhëtuan në  ballkan gjatë fillimeve të shekullit tonë, e konsideruan shoqërinë shqiptare si një vërtetim të gjallë të "të egërve fisnikë", një koncept që u bë i njohur nga Jean-Jeacques Rousseau, gjatë shek të 8-të. Edit Durham, antropologia Britanike, përshkroi në mënyrë skolastike, të detajuar, zakonet shqiptare në librin e saj Highland Albania:
Ligji i pashkruar i gjakut në Shqipëri do të mund të ngjasohej me tërbimin në tragjedinë helene. E tërheq njeriun drejt fatit të tij. Mallkimi i gjakut bie mbi të që në momentin e lindjes dhe është shkaku që ai  vdes i ri. E di që duhet të vrasë ose duhet të vritet, ky fakt nuk ndikon në jetën e tij më tepër se sa do të ndikohej një tregëtar i pasur i Europës Perendimore nëse dëgjonte gjatë darkës se njeriu nuk jeton përgjithmonë... dhe të gjitha sa prej jush që do të lexoni këtë libër thoni se bëhet fjalë për zakone njerëzish të egër, do t'iu kujtoja se dhe ne luanim të njejtën lojë, bile në shkallë më të lartë, dhe e quajmë luftë. Nuk mund të dënojmë as gjakun as luftën.

Në këtë kontekst, socializmi, beteja klasore dhe rishpërndarja e pasurisë përbënin koncepte abstrakte në tokën e panjohur mikroskopike shqiptare. Skena ndryshoi për shkak të luftërave Ballkanike  dhe të përplasjeve kombëtare që pasuan pas Luftës së Parë Botërore dhe ngritjen e Bollshevikëve në Rusi. Këto ngjarje bënë që shoqëria shqiptare staciale, feudale të vinte në kontakt me komunizmin. Nacionalistët emigrantë shqiptarë duke u shqetësuar nga fakti se kombi i tyre përbënte strehën e fundit të Perandorisë Osmane, dëshironin krijimin e një shteti të pavarur shqiptar. Për këtë arsye, kërkonin në çdo drejtim në mënyrë që të gjenin mbështejte në arritjen e qëlimeve të tyre dhe të gjenin një sistem qeverisjeje për shoqërinë e tyre, i cili do të rrëzonte feudalizmin. Në atë kohë, dy ishin forcat  që do të mund t'i ndihmonin: USA dhe Rusia.

Presidenti Amerikan Woodrow Wilson kishte prekur kombet me mbështetjen e tij të fortë për vetëvendosje, siç shkruhej në Katërmbëdhjetë Pikat. Rusia po ekpserimentonte një sistem të ri, me Vladimir Illych Lenin që ofronte një model të ri shoqëror dhe një formë të re vendvendosjeje. Mgjth se pjesa më e madhe e botës nuk dinte shumë për udhëheqësin Bollshevik dhe revolucionin e tij, elita intelektuale e Shqipërisë besoi se bëhej fjalë për një zgjidhje alternative që premtonte shumë. Për shoqërinë shqiptare në stanjiacion, të dhjetëvjeçarit të '20-të, "të rejat impresionuese nga Rusia" kishin të njejtën rëndësi me pozicionet e Wilsonit për vetëvendosje.
Duke ndjekur një rrugë tjeτër dhe duke pasur synime të ndryshme, mbështetësit e nacionalizmit shqiptar u kthyen në atheun e tyre, duke marrë me vete ideologjitë që dukeshin të paktën të çuditëshme për shoqërinë shqiptare të viteve 20, treguesi i analfabetizmit i së cilës arrinte vetëm 1,5%. Komunistët e parë dolën nga rradhët e tyre. Ndoshta nuk është gabim që të themi se komunizi shqiptar dhe shteti shqiptar u zhvilluan paralelisht. Që të dyja konceptet përbënin produkte të tërrthorta të faktorëve që gjenden përtej kontrrollit të elitave shqiptare, por që të cilat ja dolën që t'i shfrytëzojnë në mënyrë rezultative. Faktori më i rëndësishëm ishin luftërat Ballkanike, të cilat ringjallën fuqitë nacionaliste, ndërsa lufta e Parë Botërore frymëzoi ideologji të reja, në bazë të së cilave menaxhimi i popullatës për arritjen e qëllimeve kombëtare ose klasore përbënte një karakteristikë bazë të jetës politike. Faktorët ekonomiko-shoqërore nuk kishin ndonjë marrdhënie të veçantë me shfaqjen e komunizmit në Shqipëri.
Shekulli i 20-të iu dha shpresa të reja popujve të ballkanit, të cilët vazhdonin që të luftonin për vetëvendosje. Serbët, Malezezët, Grekët dhe Bullgarët, mgjth  se shpesh u gjendën përballë njëri-tjetrit, lanë mënjanë kontraditat e tyre të 1912-ës dhe ia dolën që të dëbojnë në nivel të lartë Perandorinë Osmane nga Europa. Lufta e parë Ballkanike ishte në esencë triumfi i bashkëpunimit periferik dhe një kërcënim ndaj fuqive të mëdha europiane të cilat që prej Konferencës së Vienës, e konsideronin Ballkanin një fushë provë të akrobacive të tyre për ruajtjen e balancës së forcës.


Shqiptarët nuk merrnin pjesë në përpjekjet e përbashkëta të shteteve të tjera ballkanike gjatë Luftës së Parë e të Dytë Ballkanike. Mbështetën Perandorinë Osmane dhe më vonë, pushtetin Neoturk. Kjo mbështetje e tyre i ndihmoi. Në Gusht të vitit 1912, Turqit e Rinj, duke kuptuar humbjen e pashmangshme të tyre në Ballkan, u përpoqën që të krijonin një shtet të vogël turk, Shqipërinë e Madhe.
Katër Myslymanë Shqiptarë, u caktuan si udhëheqës në Vilajetet e Janinës, Manastirit, Shkodrës dhe Kosovës - tre nga katër zonat kishin kryesisht popullatë të krishterë. Kombet orthodhokse (Greqia, Serbia, Mali i zi dhe Bullgaria) e konsideruan këtë lëvizje një përpjekje të ruajtjes së pushtetit osman nëpërmjet vartësve të tyre shqiptarë. Ashtu siç dhe  në realitet ishte.

Lufta e 1-rë Ballkanike solli fundin e të gjitha këtyre veprimeve. Kur kuptuan se kombi i tyre rrezikohej, udhëheqësit shqiptarë u përpoqën që të përfitojnë nga rrëmuja e luftës dhe nga pamundësia e Perandorisë Osmane.

Më 8 Tetor 1912, anëtarë të rëndësishëm të fiseve shqiptare, shumica e të cilëve ishin ish oficerë të Perandorisë Osmane (ajo çka kishte mbetur prej saj) ose do të vazhdonin që ta mbështetnin me qëllim për të përfituar pavarësinë e tyre me mjete dipllomatike në një konferencë paqeje. Do duhet të theksojmë këtu se, deri atëhere, Shqipëria nuk ishte shtet. Shpresat e tyre se do të mund të përbënin shtet përforcoheshin për sa kohë dobësohej Perandoria Osmane. I vetmi rezultat konkrret i Takimit të Shkupit ishte marrveshja për dërgimin e një letre tek Fuqitë e Mëdha, me të cilën të kërkonin njohjen e të drejtës së tyre për vetëvendosje.
Por, për shkak të besimit fetar, pjesëmarrësit në takimin e Shkupit, vendosën që të të vazhdonin të mbështetnin Perandorinë Osmane, mgjth se "ishte pothuajse e sigurt që do të dilte e mundur nga lufta". Ky bast i tyre, që u bazua në hipoteza, më në fund dha fruta. Besonin se Perandoria do të mund të dërrmonte të krishterët, por do të mbështeste një shtet myslyman shqiptar, i cili do të ishte vazhdimi i ndikimit turk në Ballkan. Por dhe këto pritshmëri të tyre do të mbeteshin në sferën e ëndrrave nëse nuk merreshin masa konkrrete nga shqiptarët. Më e rëndësishmja nga të gjitha këto ishte shpallja e pavarësisë së Shqipërisë më 28 Nëntor 1912. Historia shqiptare e personifikon shpalljen e pavarësisë me emrin e një njeriu. Ismail Qemal – Vlorës ishte shqiptar, nënpunës i lartë i administratës së Perandorisë Osmane dhe kushëri i vezirit të madh të sulltan Hamitit, Ferit Vlorës. Më 1912-ën përfaqësonte zonën e Beratit në konferencën këshilluese të sulltanit (dhe udhëhoqi opozitën liberale në parlamentin e parë turk) po ashtu mori si detyrë informimin e vazhdueshëm të diasporës shqiptare me qëllim mbështetjen e pavarësisë. Në fillimet e Nëntorit të vitit 1912, merrte pjesë në një takim të emigrantëve shqiptarë në Bukuresht, e cila për vite me radhë po përpiqej që të bindte Ministrat e Jashtëm të shteteve të mëdha europiane që të mbështetnin pavarësinë e Shqipëris. Duke u larguar nga takimi, Qemali  ndaloi në Vjenë ku dhe mori konfirmimin e Austriakëve se “krijimi i një shteti të pavarur shqiptar nuk ishte kundër interesave të Perandorisë në “Gadishullin Ballkanik”. Duke marrë kurajo nga përgjigjia e austriakëve dhe nga dobësimi i Perandorisë Osmane, më 28 Nëntor 1912, pasi arriti në portin e Vlorës, ngriti flamurin me shqiponjën dykrenare dhe shpalli pavarësinë e Shqipërisë.
Ashtu siç dhe pritej, Perandoria Osmane nxitoi për të ndihmuar shqiptarët. Gjatë konferencës së ambasadorëve të shteteve të mëdha europiane dhe palëve në luftë në Ballkan, që u realizua në Londër më 29 Korrik 1913 ( si qëllim kishte zgjidhjen e problemeve që ishin krijuar nga Lufta e II Ballkanike me caktimin e kufijve të rinj në gadishull), përfaqësuesi i Turqisë, me mbështetjen e Austrisë dhe Italisë këmbëngulte që të përjashtohen disa zona që banohen nga shqiptarët nga ato që do t’iu jepeshin fitimtarëve. Kështu u krijua shteti myslyman ndërmjet sllavëve dhe të krishterëve. Si fillim, vendet fqinje, e konsideruan Shqipërinë një barrikadë islame- ashtu siç konsiderohet sot Bosnja. Në konferencën e ambasadorëve u caktuan kufijte e shtetit të ri, pasi dhe sistemi i qeverisjes së tij: “ Shqipëria është një principatë e pavarur dhe brenda 6 muajve fuqitë e mëdha do të zgjedhin princ i cili do ta qeverisë”.



Rrëmuja e vazhdueshme.

 Dhjetëvjeçari i parë, pas shpalljes së pavarësisë së Shqipërisë dhe konferencës së Londrës, u karakterizua nga rrëmujra të mëdha dhe përplasje të brendshme civile. Ky fakt bëri që fuqitë e mëdha të pyesnin veten nëse kjo krijesë e re e tyre do të mund të bëhej një shtet i vërtetë, real. Që prej 1913 deri në vitin 1920 kaosi mbizotëronte në të gjithë vendin. Qeveritë shqiptare, ushtronin kontrroll minimal në shtetin shqiptar. Familjet e fuqishme ktheheshin ndaj njëra tjetrës në një përpjekje mbizotërimi të më të fortit. Mjaft udhëheqës të familjeve të mëdha, që ishin të njohur si vëzhgues lokalë të Perandorisë Osmane ose si hajdutë, morën ministritë në Tiranë dhe në vendet e tjera të ballkanit kërkuan mbështetje të jashtme në mënyrë që të konsolidonin pushtetin e tyre ndaj kundërshtarëve.

Një princ Gjerman William Weid mbërriti në Shqipëri fare pak muaj pas nisjes së Luftës I Botërore që të merrte përsipër “fronin shqiptar”, ashtu siç kishin caktuar fuqitë e mëdha. Gjashtë muaj më vonë dhe ndërsa vendi gjendej në një rrëmujë të vazhdueshme, u largua pa hequr dorë nga grada e tij dhe pa u kthyer më kurrë. Ushtritë, serbe, helene, italiane, franceze dhe austriake kishin zotëruar tokat shqiptare gjatë gjithë luftës dhe shumë menduan ndarjen e  Shqipërisë ndërmjet Greqisë, Italisë dhe Serbisë. Ëndërrat që u lindën në Vlorë po rrezikoheshin që të mos realizoheshin kurrë. Por, ngjarjet e Luftës së I-rë u shënuan nga një idealizëm i theksuar, i cili zurri rrënjë të thella në zemrat e intelektualëve shqiptarë.

 Presidenti Woodrow Wilson kishte tërhequr fantazinë e shumë njerëzve me deklaratat e tij për vetëvendosje, pavarësisht të masës së popullatës. Elita intelektuale e Shqipërisë në Shtetet e Bashkuara, e frymëzuar nga fjalët e Presidentit Amerikan, besuan se kishin gjetur një aleat të besuar në pëprjekjen e tij për pavarësinë. Por, marrveshjet që u bënë gjatë luftës për Ballkanin kishin rrjedhime negative për Shqipërinë. Në marrveshjen e Londrës (1915) u vendos që të ndahej Shqipëria ndërmjet Greqisë dhe Serbisë dhe të marrë përsipër Italia "përgjegjësinë që të përfaqësojnë ndërkombëtarisht një pjesëz shqiptare rreth Durrësit". Bëhet fjalë për një marrveshje të fshehtë, që nuk ka asnjë rëndësi për familjet në luftë në Shqipëri. Por për diasporën Shqiptare kishte domethënie të madhe dhe në një mënyrë të papritur ndryshoi pozicionin e saj dhe adoptoi tre ideologjitë që mbizotëronin gjatë periudhës të ftohtë të pasluftës: socializmin, komunizmin dhe nacionalizmin.

Më 1917, Lenini publikoi që të gjitha marrveshjet që kishte nënshkruar Cari dhe denoncoi diplomacinë sekrete si një mjet imoral të kapitalistëve në përpjekjen e tyre që të caktonin të ardhmen e kombeve. Nuk ekziston asnjë vërtetim që të nënkuptojë se Lenini kishte në mendjen e tij Shqipërinë kur propozoi këtë përqasje  për dipllomacinë e hapur. Cilado qofshin arsyet e Leninit, fati i propozuar për Shqipërinë u bë një sekret i njohur nga të gjithë, sekret që pati reflektim të menjëhershëm  në udhëheqjen e kombit. Veprimi i Leninit funksionoi si katalizator i cili bashkoi të gjitha familjet në konflikt që deri në vititn 1921 mundën që të funksionin si një  qeveri kombëtare. Në veçanti i rëndësishëm është fakti se fjalët e Leninit gjetën mbështetje në një shoqëri që vazhdonte të ishte feudale dhe ashpërsisht nacionaliste. Me kryengritjen e Bollshevikëve dhe ndikimin e fortë të Leninit tek Shqiptarët, u shfaq dhe Fan Noli, i cili u vetshpall peshkop i Shqipërisë. Ashtu siç do të shohim, ka lidhje të veçanta me Moskën. Noli lavdërohet ose akuzohet sepse futi politikën e majtë radikale në Shqipëri dhe krijoi grupin e parë të komunistëve. Historianë të rëndësishëm Shqiptarë, si i ndjeri Stavro Skendi kanë shkruar "Marksizmi në Shqipëri datohet që prej qeverisë revolucionare të Fan Nolit, (atë të ) Qershor-Dhjetor 1924". Për këtë arsye, ja vlen që të analizojmë politikën dhe rolin e Nolit, si një lajmëtar të marksizmit shqiptar.



Rrënjët Kombëtare të një peshkopi Radikal.

Raportet historike, shumë nga të cilat u publikuan me miratimin e pushtetit të Hoxhës, i atribojnë Fan Nolit "arritje impresionuese revolucionare".  Përqasja radikale e Hoxhës në përballimin e prapambetjes së Shqipërisë gjatë dhjetëvjeçarit të viteve 20 i fali një pozicion të veçantë në historinë e socializmit dhe komunizmit shqiptar.  Qeverisja  e tij, e cila zgjati vetëm gjashtë muaj, përshkruhet si "varianti shqiptar i revolucionit qytetar".
Fan Noli me M S. Gurra dhe M Sherko në Rusi 1911
Fakti që në atë kohë nuk ekzistonte klasa qytetare në Shqipëri, nuk luan rol të veçantë. Grushti i shtetit të Nolit në Qershor të vitit 1924 iu ofroi orthodhoksëve marksistë shqiptarë "lidhjen që mungonte" për praktikimin retrospektiv të përkufizimit që parashikon se revolucioni socialist vjen pas atij qytetar.
Nëse shumica e historianëve janë dakort mbi karakterin radikal të Nolit, askush nuk flet për sfondin e tij kulturor, për "krizën e identitetit kombëtar" të Nolit dhe për oportunizmin e tij të padiskutueshëm.

Këto mangësi dhe fakti se roli i pararendësit të politikës së majtë radikale në Shqipëri iu nënshtrua revizionizmit të pas luftës, lenë të pa mbuluar një kapitull të rëndësishëm të komunizmit shqiptar. Duke gjykuar nga bibliografia që kemi në dispozicion, bëhet fjalë për një "qytetar pëparimtar, një patriot", përshkrim që i dedikohet nga shumë, akoma dhe nga studiues Perendimorë.
Një analizë e kujdesshme e të kaluarës së Nolit na tregon se në rastin më të mirë, bëhet fjalë për një personalitet të diskutueshëm dhe në rastin më të keq për një oportunist klasik. Admiruesit e tij  lartësojnë arritjet e tij shpirtërore dhe "nacionalizmin e fortë" të tij, ndërsa kritikët e tij e quajnë oportunist, e konsiderojnë që u vonua që të prosilitizohej në shqiptarizëm dhe përbën shëmbullin e një politikani të pamëshirshëm me raso.

Sa mbështetësit, sa dhe armiqtë e tij janë dakort se të rinjtë që ndoqën Nolin në Shqipëri në fillimet e Luftës së I Botërore dhe e ndoqën dhe pas rrënies së të ashtuquajturit revolucion qytetar të vitit 1924 përbën komunistët e parë shqiptar.


Kush ishte Noli? Çfarë besonte? Çfarë arriti në politikën shqiptare? Pyetje tek të cilat, në kontekstin e këtij artikulli, mundet të ofrojmë, përgjigje të shkurtra.

Fan Noli u lind në vitin 1882 në Ibrik Tepe e Andrianupojës (në Thrakë). Emri i tij ishte Theofan Stilian Mavromati.
Henry Bearclain, shkrimtar Bretanik, që udhëtonte në Shqipëri gjatë 1920-ës, shkruan se Noli ishte zotëruar nga një ide fiksim, se do të duhet të vërtetonte shqiptarinë e tij dhe se ishte i vendosur që të linte shenjat e tij në ngjarjet historike që po zhvilloheshin në këtë vend të ri - një vend të cilin vizitoi për herë të parë në vitin 1914.
Të gjitha ato sa përmend shkrimtari britanik përputhen me sindromën e të gjithë atyre që u vonuan të përqafonin një ide: një burrë, plotësisht i pasigurt për rrënjët e tij, që kërkon identitetin e tij në Ballkan, në çastin që nacionalitetet shkatërrohen vazhdimisht, një burrë që do të bënte gjithçka që të vërtetonte besimin e tij. "Ky zotëria nga Greqia" shkruan Baerlein, "është më Shqiptar se Shqiptarët".

Mavromati tregoi që herët dëshirën e tij që të "udhëhiqte" por dhe predispozitën e tij revolucionare. Si nxënës gjimnazi të Andrianupojës, shkelte vazhdimisht rregullat dhe u përjashtua nga shkolla e tij. Famlija e tij "fanatike helene" u përpoq pa sukses që të qetësojë natyrën e tij të paqetë, duke shpresuar se do të mund të bëhej i zgjuar dhe, nëse ja dilte mbanë që të mbaronte shkollën, do të mund të gjente një punë të mirë dhe të kishte një vend të mirë në shoqëri. Në përpjekjen e saj që të vazhdonte shkollën, familja e tij punësoi një zotëri "një farë Vergadhi, i cili foli personalisht me drejtorin e gjimnazit dhe e bindi që të pranonte sërish Theofanin e ri, pavarësisht faktit që ishte tashmë përjashtuar tre herë për shkak të sjelljes së papërshtatëshme".
Theofani nuk e falenderoi bamirësin e tij. Përfundoi gjimnazin dhe në moshën 17 vjeçare u duk sikur kishte gjetur qëllimin e jetës së tij, ndjenjat patriotike ashtu si familja e tij". Në vitin 1901 u regjistrua në Degën e Filozofisë së Universitetit të Athinës, por dy vjet më vonë ndaloi studimet. Paralelisht, gjeti një punë si zvendës aktorësh në kompani të ndryshme teatrale, ndër të cilat atë të Lalaunit, të Venierit dhe të Pantopoulout. Ishte shumë  i mirë në punën e tij dhe gëzohej me mendimin se do të mundej, nëpërmjet teatrit, që të ndikonte mbi opinionin publik. Gëzohej që ishte ndër aktorët dhe kryesisht i pëlqente që të udhëtonte në qytete të tjera, si Konstandinupoja, Aleksandria dhe Bukureshti, ku me qindra vjet ekzistonin komunitete helene. Në një prej udhëtimeve të 1903-së vendosi që të qëndronte në Aleksandri si mësues në një Kishë greke famulltare dhe paralelisht  gjeti punë si psalt  në një prej kishave të shumta greke të qytetit. Komuniteti helen ishte impresionuar nga "patriotizmi i tij i zjarrtë helen" dhe nga përpjekjet e tij të sinqerta që të transsmetonte "ideale fetare dhe kombëtare tek të rinjtë e komunitetit".

Prosilitizimi në shqiptarizëm.


Ndër sa gjendej në Egjipt, Mavromati, njohu botuesit e dy gazetave shqiptare, Shkopi dhe Shqipëria, që botoheshin në Kajro. Kuptoi se këto gazeta do të mund të përbënin fuqinë lëvizëse që nevojitej për të dalë nga padukshmëria. I vetmi problem ishte identiteti i tij helen. Në vitin 1906, ndryshoi emrin në Fan S Noli, duke thënë se ishte emri shqiptar i familjes së tij para se të helenizohej. Me emrin e tij të ri shqiptar dhe pashaportën helene shkoi në Shtetet e Bashkuara. U vendos në Boston, ku kishin filluar që të mblidheshin mjaft emigrantë shqiptarë. Në botën e re ku u gjend pranë një komuniteti që kishte nevojë për udhëheqës - diasporën shqiptare. Për sa kohë ishte ne Boston, bashkoi fuqitë e tij me dy udhëheqësit shqiptarë, Faik Bej Konicën dhe Sotir Pecin, me të cilët bashkëpunoi për themelimin e organizatës Vatra dhe për botimin e gazetave Dielli dhe Kombi. Gradualisht lëvizi drejt Diellit, por tentonte gjithashtu që të vendoste Pecin kundër Konicës, gjatë çastit kur që të dy kërkonin vazhdimisht lexues për gazetat e tyre. Si përfundim, "aleanca" e tij me Konicën arriti në fund për arsye ideologjike, kryesisht sepse Noli kishte tendenca leniniste.
Noli nuk pati probleme serioze në përpjekjen e tij që të konsolidohej si udhëheqës i komuniteteve shqiptare në Worcester dhe Boston. Anëtarët e këtyre dy komuniteteve nuk mundeshin të lexonin apo të shkruanin në asnjë gjuhë dhe Noli luajti rolin e klerikut, të mësuesit, të motivuesit dhe të politikanit. Masa e ambicies dhe e zgjuarsisë së tij do të mund të krahasohej me masën e analfabetizimit dhe të konfuzionit të komunitetitt nga mësimet e tij abstrakte. Sipas Joseph Swire, "Nga pesë mijë shqiptarë në USA, vetëm njëzet prej tyre dinin shkrim e këndim". Noli, ndërsa punonte në një fabrikë lëkure, studionte mbrëmieve Teologji në Harvard, nga ku dhe u dipllomua. Studimet e tij u lehtësuan falë ndërhyrjes së Mitropolitit Platon të Kishës Orthodhokse Ruse, i cili e dorëzoi klerik orthodhoks.


Në vitin 1914, Noli vizitoi për herë të parë Shqipërinë si një klerik i dorëzuar, teorikisht që të ofronte shërbimet e tij tek shteti i ri që ishte nën kërcënim. Por, arsyeja kryesore e udhëtimit të tij ishte që të promovonte idenë e "Kishës Orthodhokse Kombëtare Shqiptare", diçka që e konsideronte në veçanti të rëndësishme për përcaktimin e qartë të nacionalizmit shqiptar.
Fillimi i luftës së I-rë Botërore nuk anulloi shpalljen e pavarësisë të vitit 1912. Me mbërritjen e tij në Shqipëri, Noli përballoi reagimin e Kishës Orthodhokse nga Patriarkana e Konstandinupojës, qëndrimin armiqësor të Orthodhoksëve dhe dyshimin e myslymanëve. Peshkopët, Jakovi i Durrësit dhe Gjermanoi i Korçës, gëzonin respektin e Komunitetit mbarë Botëror Orthodhoks, i cili deri atëhere ishte kryesisht helen. Noli, një klerik i thjeshtë nga një komunitet i largët në Boston, që kishte erdhur në Shqipëri, nuk mundej të ndikonte tek besimtarët që i konsideronin myslymanët armiqtë e tyre dhe kishën helene (me mbështetjen e shtetit helen) si të vetmin mjet të shpëtimit të tyre. Por, nuk u dorëzua. Misioni i tij ishte të përgatiste terrenin për krijimin e një Kishe Orthodhokse Shqiptare kombëtare, e cila ashtu si Kishat në vendet e tjera të Ballkanit, do të përbënte gurin e themelit të nacionalizmit. Vepra e tij do të ishte e pamundur, nëse nuk gjente një mënyrë që të ngjitej në hierarkinë kishtare dhe të shfronëzonte peshkopin e gjithëpushtetshëm Jakov.

Pas 4 vjetësh, kur udhëtonte në kryeqytetet europiane, Noli, u kthye në Shtetet e Bashkuara në vitin 1918 dhe kërkoi sërish ndihmën e Kishës Orthodhokse Ruse. Më konkretisht, kërkoi që të dorëzohej peshkop. Udhëheqësi i Kishës Ruse të Amerikës së Veriut, Mitropolit Aleksandër i Alaskës, nuk binte plotësisht dakort me dorëzimin e Nolit. Besonte se një lëvizje e tillë ndoshta do të ishte gabim për një vend që kufijtë e së cilës nuk ishin përfundimisht të caktuara dhe e cila kishte katër hierarkë Orthodhoksë, që ishin dorëzuar  me proceduart e parashikuara dhe ishin nën juridiksionin e Patriarkanës Ekumenike të Konstandinupojës. Por, Noli ishte i vendosur. Besonte se titulli i peshkopit, pavarësisht mënyrës së marrjes së saj, do të ndihmonte në mënyrë deçizive në përforcimin e pretendimeve të tij për arritje shpirtërore (mgjth se shpesh nuk justifikohej dhe në një rast ishte jo-korrekt) dhe do ta sillnin atë në timonin e një institucioni që do të mund të luante rol të rëndësishëm në betejën e kombit shqiptar për vetëvendosje.

Në të gjitha shtetet ballkanike, kisha kombëtare përbënet elementin kryesor të identitetit kombëtar - dhe Shqipëria nuk disopnonte një institucion të tillë. Noli, që prej çastit që do të zgjidhte problemin e pronësimit të një grade më të lartë kishtare do të kishte mundësinë që të bëhej udhëheqës kombëtar dhe kishtar. Ishte e dukshme se nuk i interesonte thjesht t’i shërbente fesë së tij. Me bazë planin e tij një gradë e lartë kishtare do ta ndihmonte në arritjen e qëllimeve të tij. E konsideroi Kishën Ruse të cilën që prej vitit 1918 ishte nën kontrrollin e Bollshevikëve, një burim legjitimimi politik dhe vegël nëpërmjet së cilës kombi shqiptar do të mundej, njëherë e mirë, të çlirohej nga mbizotërimi helen. Mitropoliti Aleksandër, duke menduar rezultatet e një dorëzimi jo-kanonik, i shpjegoi Nolit se kopeja shqiptare gjendej nën juridiksionin e Konstandinupojës. Dorëzimi i tij si klerik nga Mitropoliti Platon i New Yorkut ishte një çështje por dorëzimi i tij si peshkop ishte çështje tjetër.

Baerlein përshkruante shndërrimin e Nolit nga prift në peshkop si mëposhtë:
U shfaq në New York në një mbledhje të shqiptarëve Myslymanë dhe të Krishterë. Iu tha se intrigat e Helenëve nuk lejonin realizimin e dëshirës së tyre: të kishin një peshkop të vërtetë shqiptar. (Ju tha se institucionet kishtare ruse e  kishin informuar se do të ishte nën juridiksionin e Patriarkanës Helene). “Pra “ tha, “Çfarë do të bëjmë?”. Turma u përgjigj “nëse populli mund të zgjedhë mbretër, atëhere mund të zgjedhë dhe peshkopët e tij”. Atëhere u largua dhe u kthye i veshur peshkop dhe turma thërriste “I Denjë ! I Denjë”. I bekoi dhe të gjithë bënë kryqin përveç myslymanëve të cilët e përshëndetën me mënyrën e tyre.

Noli u kthye nga Shqipëria në vitin 1920 si “peshkop” i kishës shqiptare teorikisht të pavarur. Menjëherë u kap me politikën, konkretisht, kërkonte që të gjente mënyra të bashkimit të një shoqërie të ndarë në fise në një komb. Hapi i parë ishte që të vetshpallej peshkop i Durrësit, duke zvendësuar Jakovin, një klerik energjik i cili gëzonte dashurinë dhe vlerësimin e orthodhoksëve grekofonë dhe shqipfolës. Lëvizja e Nolit u shoqërua nga dy tentativa për vrasje të Jakovit, fakt i cili solli largimin e tij dhe transferimin e tij në mitropoli tjetër. Si përfundim, Noli ja doli  mbanë që të prekte kordën delikate të shqiptarëve. Theksoi faktin se tre episkopët orthodhoksë në zonë e banuar nga grekët në jug të Shqipërisë – Gjermanos i Korçës, Spiridhoni i Velas dhe Konicës dhe Vasili i Dropullit- kishin pranuar poste ministrore në Qeverinë e Pavaruar të Epirit të Veriut, nën udhëheqjen e Kristaq Zografos.

Argumentat e Nolit kishin një bazë llogjike: nëse këta klerikë përdornin vendin e tyre për arritjen e qëllimeve (greke) politike atëhere kombi shqiptar do të mund të përdorë kishën kombëtare për të njejtat arsye.
Vizita e dytë e Nolit në Shqipëri ishte më frutdhënëse se e para. Udhëtimet e tij në kryeqytetet europiane, ku dhe promovonte idenë e vetëpërcaktimit të Shqipërisë, kishin sjellë mbështetjen ndaj tij, të shumicës myslymane.
Në Kongresin e Lushnjës, në Janar të vitit 1920, kishte një rol kryesor dhe ja doli që të shfrytëzonte eksperiencën që kishte marrë në Amerikë. Noli përgatiti kushtetutën e parë shqiptare dhe hapi rrugën për krijimin e një këshilli ministror nga i mbështeturi i Turqisë në atë kohë, Sulejman Delvina. Në të njejtin takim, vendosi kontekstin për një regjencë të ardhme, e cila do të mbështetje nga udhëheqësit e katër feve kryesore, të krishterët Orthodhoksë dhe romanokatolikë, myslymanët sunitë dhe bektashin. Dy muaj më vonë, Noli u zgjodh në Asamblenë e parë Shqiptarë, duke përfaqësuar komunitetin shqiptaro-amerikan. Menjëherë filloi përpjekjet e tij që të riformojë skenën politike të vendit. Ofroi shërbimet e tij si anëtar i përfaqësisë shqiptare në Konferencën e Versajës dhe në Kombet e Bashkuara me qëllim që të mbronte sovranitetin kombëtar të Shqipërisë, e cila kërcënohej nga vendet fqinje. Duke rënditur udhëheqësit e dogmave fetare në çështjet e shtetit, Noli dhe bashkëpunëtorët e tij ja dolën që të futin fenë në çështjet e shtetit. Hapi tjetër i tij ishte që të “revolucianizojë” poltikën dhe të legjitimojë modelin leninistik në një shoqëri ku, ashtu siç drejt thotë Hug Senton-Watson, gjendej në shek e 17-të.



Vijon…….

Përgatiti Përktheu PELASGOS KORITSAS
Ndalohet shpërndarja dhe ribotimi pa iu referuar burimit. 
Mbrohet nga ligji për të drejat e autorit. 





*Ο Νικόλαος Α. Σταύρου
 (Αγγλικά: Nikolaos A. Stavrou, Γριάσδανη Αυλώνα, 1935 Μπεθέσντα Μέρυλαντ, 29 Δεκεμβρίου 2011)

 Ήταν Ελληνοαμερικανός ακαδημαϊκός και συγγραφέας.

Θεωρούνταν ως  "μαχητική φωνή" του απόδημου ελληνισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Γεννήθηκε στο χωριό Γριάσδανη (αλβανικά: Grazhdan) της Βορείου Ηπείρου, που σήμερα υπάγεται στον δήμο Λιβαδειάς της επαρχίας  Αγίων Σαράντα του νομού Αυλώνα. Ήταν γιος της πολυμελούς οικογένειας του Αθανασίου Σταύρου και είχε τρία αδέλφια και τρεις αδελφές. Το 1952 η οικογένειά του καταφεύγει μετά την άνοδο του κομμουνισμού στην Αλβανία, αρχικά στην Ελλάδα και έπειτα ο ίδιος το 1956 στην Αμερική.
Έπειτα από το διδακτορικό του στην Πολιτική Θεωρία και τις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Τζωρτζ Ουάσινγκτων, διδάσκει στην Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Χάουαρτ στην Ουάσινγτων όπου φτάνει στην θέση του ομότιμου καθηγητή.
Μεγάλο μέρος της ζωής του ασχολήθηκε με την ανακάλυψη των οστών του χαμένου του αδερφού του Γρηγόρη για να τα ενταφιάσει στον τάφο του πατέρα τους Αθανασίου. Ο Γρηγόρης Σταύρου εκτελέστηκε στις  3 Σεπτεμβρίου του 1953 από το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, και τιμήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1991 από την ελληνική πολιτεία για την προσφορά του ως πράκτορας κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, λαμβάνοντας το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων.
Έχει συγγράψει σημαντικό αριθμό άρθρων και βιβλίων σε ζητήματα βαλκανικής ιστορίας, και ιδιαίτερα για τα εθνικά θέματα της Ελλάδας, της Κύπρου και τις σχέσεις αυτών με τις υπόλοιπες γειτονικές χώρες. Προέβαλε στα αμερικανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης την προάσπιση των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου από τις κυβερνήσεις της Αλβανίας. Ήταν εκδότης της έγκριτης περιοδικής έκδοσης "Mediterranean Quarterly" (published by Duke University Press) με πόλη έκδοσης την Ουάσιγκτων. Υπήρξε συνεργάτης στις ελληνοαμερικανικές εκδόσεις του Εθνικού Κήρυκα και στην αγγλική εβδομαδιαία έκδοση της The National  Herald της Νέας Υόρκης.
Στις 29 Δεκεμβρίου 2011, πεθαίνει σε ηλικία 76 ετών στο νοσοκομείο Suburban της πόλης Bethesda (προάστειο της Ουάσιγκτων) της πολιτείας του Μέρυλαντ έπειτα από σειρά καρδιακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. 
Τιμήθηκε μετά θάνατον με ψήφισμα από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων για την προσωπικότητά του, το συγγραφικό του έργο που αφορούσε θέματα της Ηπείρου, της Ελλάδας και της ευρύτερης γεωπολιτικής σκηνής.
Το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής του βιβλιοθήκης του δωρίθηκε στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος. Ήταν νυμφευμένος με την Καταρίνα Σταύρου και δεν είχε τέκνα.

*Nikolaos A Stavrou, Grazhdan Vlorë 1935
Bethesda, Merylan 29 Dhjetor 2011). Akademik grekoamerikan dhe shkrimtar. Konsiderohej si "një zë luftarak" i helenizmit të diasporës në USA.

U lind në Grazhdan të Epirit të Veriut, që sot ndodhet në Bashkinë e Livadhiasë së zonës së Sarandës në Prefekturën e Vlorës. Ishte djalë i familjes me shumë anëtarë të Athanas Stavrou dhe kishte tre vëllezër dhe tre motra. Në vitin 1952 Familja e tij pas ardhjes në pushtet të komunizmit në Shqipëri u strehua në Greqi dhe më pas ai vetë në vitin 1956 në Amerikë.

Pas doktoraturës së ti në Teorinë Politike dhe në Marrdhënie Ndërkombëtare në Universitetin Xhorxh Uashington, filloi të japë mësim në Fakultetin e Shkencave Politike të Universitetit Haward në Washington ku dhe arriti të mbante vendin e pedagogut.

Një pjesë të madhe të jetës së tij u mor me zbulimin e eshtrave të vëllait të tij të humbur Grigor që t'i varroste në varrin e të atit të tij Athanas. Grigor Stavrou u ekzekutua në 3 Shtator të vitit 1953 nga pushteti komunist i Enver Hoxhës, dhe u nderua më 19 Shtator të vitit 1991 nga shteti helen për kontributin e tij si agjent gjatë Luftës së Ftohtë duke marrë Medaljen e Veprave të Shkëlqyera.

Ka shkruar një numër të madh artikujsh dhe librash në lidhje me historinë e Ballkanit, dhe në veçanti për çështjet kombëtare të Greqisë, të Qipros dhe të marrdhënieve të tyre me vendet e tjera fqinje. Promovoi në Mediat amerikane mbrojtjen e të drejtave të minoritetit etnik grek në Epirin e Veriut nga qeveritë shqiptare. Ishte botues i versionit periodik të revistës së njohur  Mediterranean Quarterly" (published by Duke University Press) me qytet botimi Washington. Ishte bashkëpunëtor i botimeve grekoamerikane të gazetës Ethniko Kirika dhe të  botimit javor në anglisht të The National Herald të New Yorkut.

Më 29 Dhjetor të vitit 2011  ndërroi jetë në moshën 78 vjeçare në spitalin Surburban të qytetit Bethesda ( periferi e Washingtonit) të shtetit të Merylandit pas një numër të madh të problemeve që kishte me zemrën. 
U nderua pas vdekjes me një votim të Universitetit të Janinës për personalitetin e tij, veprën e tij shkruese e cila kishte lidhje me çështjet e Epirit, të Greqisë dhe të skenës së gjërë gjeopolitike. Pjesa më e madhe e bibliotekës së tij personale u dhurua në Bibliotekën Qëndrore të Institucionit. Ishte i martuar me Katerina Stavrou dhe nuk kishte fëmijë. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: