Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς- Η Μεταμόρφωση του Κυρίου - Shën Grigor Palamai - Shpërfytyrimi i Zotit

Ομιλία στη Θεία Μεταμόρφωση (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)
Predikim mbi Shpërfytyrimin e Shënjtë (Shën Grigor Palamai)



Ο Προφήτης Ησαΐας προείπε για το ευαγγέλιο ότι «λόγο συντετμημένο θα δώσει ο Κύριος επί της γης» (Ησ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος είναι εκείνος, που μέσα σε λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ας επανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα όσα έχουμε εκθέσει κι ας προσθέσουμε όσα υπολείπονται, για να εμφορηθούμε ακόμη περισσότερο από τα εναποκείμενα άφθαρτα νοήματα και ολόκληροι να καταληφθούμε από τα θεία.

«Τον καιρό εκείνο παραλαμβάνει ο Ιησούς τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και τους ανεβάζει σε όρος υψηλό κατ΄ ιδίαν. Εκεί μεταμορφώθηκε ενώπιόν τους και έλαμψε το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος» (Ματθ. 17, 1). Ιδού τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, σήμερα ημέρα σωτηρίας, αδελφοί, ημέρα θεία, νέα και αΐδιος, που δεν μετρείται με διαστήματα, δεν αυξομειώνεται, δεν διακόπτεται από νύκτα. Διότι είναι η ημέρα του Ήλιου της δικαιοσύνης, ο οποίος δεν υφίσταται αλλοίωση η σκια ένεκα μετατροπής» (Ιακ. 1, 7). Αυτός, αφ΄ ότου φιλανθρώπως έλαμψε σε μας με ευδοκία του Πατρός και συνεργία του Αγίου Πνεύματος και μας εξήγαγε από το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως, συνεχίζει για πάντα να λάμπει πάνω από τα κεφάλια μας ως άδυτος ήλιος.

Επειδή, λοιπόν, είναι δικαιοσύνης και αλήθειας ήλιος, δεν ανέχεται να φέγγει και να γνωρίζεται από αυτούς που μετέρχονται το ψεύδος η υψώνουν την αδικία με λόγια η την επιδεικνύουν με έργα. Αλλά εμφανίζεται και γίνεται πιστευτός από τους εργάτες της δικαιοσύνης και τους εραστές της αλήθειας και αυτούς ευφραίνει με τις λάμψεις Του. Αυτό είναι που λέει η Γραφή «Φως ανέτειλε για τον δίκαιο και η σύζυγός του ευφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι΄ αυτό και ο ψαλμωδός προφήτης άδει προς τον Θεό: «Το Θαβώρ και ο Ερμών θα αγαλλιάσουν στο όνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας την ευφροσύνη που προκλήθηκε αργότερα στο όρος από την έλλαμψη εκείνη σ΄ αυτούς που την είδαν.

Ο δε Ησαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό αδικίας, διάλυσε τους κόμπους βιαίων συνθηκών, κάθε άδικη συμφωνία αναίρεσε» (Ησ. 58, 6). Και κατόπιν: «Τότε θα ξεχυθεί σαν την αυγή το φως σου και τα ιάματά σου γρήγορα θα ανατείλουν, θα πορεύεται ενώπιόν σου η δικαιοσύνη σου και η δόξα του Θεού θα σε προστατεύει» (Ησ. 58, 8). Και πάλι, «εάν αφαιρέσεις από σένα δεσμό και χειρονομία καταδικαστική και κακολογία, και δώσεις στον πεινασμένο άρτο με την ψυχή σου και χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θα ανατείλει μέσα από το σκοτάδι το φως σου και το σκοτάδι σου θα γίνει σαν μεσημέρι» (Ησ. 58, 9). Πράγματι, τους καθιστά κι αυτούς άλλους ήλιους, πάνω στους οποίους ο ήλιος αυτός θα λάμψει απλέτως, «διότι θα λάμψουν και οι δίκαιοι όπως ο ήλιος στην βασιλεία του Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ας αποβάλλουμε λοιπόν, αδελφοί, τα έργα του σκότους, κι ας εργαζόμαστε τα έργα του φωτός, ώστε όχι μόνο να βαδίσουμε ευσχημόνως σαν σε τέτοια ημέρα, αλλά και ημέρας υιοί να γίνουμε. Και ας ανεβούμε στο όρος, όπου ο Χριστός έλαμψε, για να δούμε τι συνέβη εκεί. Ή μάλλον, εάν είμαστε όπως πρέπει και έχουμε γίνει άξιοι τέτοιας ημέρας, ο ίδιος ο Λόγος του Θεού θα μας ανεβάσει στον κατάλληλο καιρό. Τώρα όμως, παρακαλώ, εντείνετε και ανυψώστε τους οφθαλμούς της διάνοιας προς το φως του ευαγγελικού κηρύγματος, έως ότου μεταμορφωθείτε με την ανακαίνιση του νου σας και έτσι αποκτώντας την θεία αίγλη από ψηλά, να γίνετε σύμμορφοι με το ομοίωμα της δόξας του Κυρίου (Φιλ. 3, 21), του οποίου το πρόσωπο επάνω στο όρος έλαμψε σήμερα σαν τον ήλιο.

Τι σημαίνει «σαν τον ήλιο;» Κάποτε το ηλιακό φως δεν υπήρχε σαν σε σκεύος στον δίσκο τούτο. Το μεν φως είναι πρωτογεννημένο, τον δε δίσκο την τετάρτη ημέρα δημιούργησε ο Κτίστης των πάντων, ανάβοντας σ΄ αυτόν το φως και κάμνοντάς τον άστρο που φέρνει την ημέρα και συγχρόνως φαίνεται την ημέρα. Κατά τον ίδιο τρόπο και το φως της θεότητας κάποτε δεν βρισκόταν σαν σε σκεύος στο σώμα του Χριστού. Εκείνο μεν είναι πριν από κάθε αρχή και δίχως αρχή. Τούτο δε το πρόσλημμα, το οποίο έλαβε από μας ο Υιός του Θεού, δημιουργήθηκε για χάρη μας στους ύστερους χρόνους, λαμβάνοντας εντός του το πλήρωμα της θεότητας. Έτσι εμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός και συνάμα θεοφεγγής. Έτσι έλαμψε το πρόσωπο του Χριστού όπως ο ήλιος, τα δε ιμάτιά Του έγιναν λευκά όπως το φως. Ο δε Μάρκος λέει «στιλπνά και λευκά πολύ σαν χιόνι, τέτοια που δεν μπορεί να λευκάνει γναφέας επί της γης» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, με το ίδιο φως και το προσκυνητό εκείνο σώμα του Χριστού και τα ιμάτια, αλλ΄ όχι εξίσου. Διότι το μεν πρόσωπό Του σαν τον ήλιο έλαμψε, τα δε ιμάτια, εφόσον άγγιζαν το σώμα Του, έγιναν φωτεινά. Και έδειξε με αυτό ποιές είναι οι στολές της δόξας, που θα ενδυθούν κατά τον μέλλοντα αιώνα όσοι πλησίασαν τον Θεό, και ποιά είναι τα ενδύματα της αναμαρτησίας, τα οποία όταν απέβαλε ο Αδάμ λόγω της παραβάσεως, φαινόταν γυμνός και αισθανόταν ντροπή. Ο μεν θείος Λουκάς λέει: «Έγινε η μορφή Του διαφορετική και η ενδυμασία Του λευκή και απαστράπτουσα», βλέποντας ότι όλα τα εκεί τελούμενα δεν έχουν κάτι αντίστοιχο να συγκριθούν. Ο δε Μάρκος εικονίζει μεν τα ιμάτια, λέγοντας όμως ότι είναι στιλπνά και λευκά σαν χιόνι έδειξε και αυτός ότι οι εικόνες και τα παραδείγματα υστερούν έναντι της θέας των ιματίων εκείνων. Διότι το χιόνι είναι μεν λευκό, αλλ΄ όχι στιλπνό. Έχει πάντα ανώμαλη επιφάνεια, εφόσον όλο αποτελείται από μικρές φυσαλίδες λόγω της μίξεως του ενυπάρχοντος σ΄ αυτό αέρα. Όταν δηλαδή το σύννεφο δεν έχει ακόμη συσταθεί τελείως και δεν μπορεί να αποβάλει τον ενυπάρχοντα αέρα, πήζει από την σφοδρότητα του ψύχους και έτσι κατέρχεται γεμάτο αέρα, λευκό και ανώμαλο, όπως περίπου ο αφρός.

Επειδή, λοιπόν, δεν αρκούσε το λευκό του χιονιού, για να παραστήσει την τερπνότητα της θέας εκείνης, συμπεριλήφθηκε και το στιλπνό, δείχνοντας και μ΄ αυτά ο ευαγγελιστής την υπερφυή φύση του φωτός εκείνου, με το οποίο τα ιμάτια εκείνα έγιναν στιλπνά και λευκά. Πράγματι, δεν είναι ιδιότητα του φωτός να καθιστά λευκά και στιλπνά αυτά που φωτίζει, αλλά να δείχνει το χρώμα τους. Αντιθέτως, εκείνο, καθώς φαίνεται, τα αποκάλυψε η μάλλον τα αλλοίωσε, πράγμα που δεν συνιστά ιδιότητα αισθητού φωτός. Το δε ακόμη παραδοξότερο, ότι και όταν τα αλλοίωσε, τα διατήρησε πάλι αναλλοίωτα, όπως φάνηκε λίγο αργότερα. Πως να τα ενεργεί αυτά φως γνώριμο σε μας; Γι΄ αυτό ο ευαγγελιστής θέλοντας να δείξει υπερφυή όχι μόνο την υπεροχική λαμπρότητα και ομορφιά του προσώπου του Κυρίου, αλλά και την ωραιότητα των ενδυμάτων, παραμέρισε με τρόπο την φυσική ωραιότητα συνάπτοντας την στιλπνότητα με το λευκό του χιονιού. Επειδή όμως και η τέχνη μαζί με την φύση επινοεί το ωραίο, θέτοντας εκείνη την ομορφιά πάνω από τεχνητούς ωραϊσμούς, αναφέρει: «τέτοια, που δεν μπορεί να λευκάνει γναφέας επάνω στην γη».

Αλλ΄ όμως ο προαιώνιος Λόγος, που σαρκώθηκε για μας, η ενυπόστατη σοφία του Πατρός, φέρει οπωσδήποτε μέσα Του και τον λόγο του ευαγγελικού κηρύγματος, του οποίου το γράμμα είναι σαν ενδυμασία, λευκό και σαφές, συνάμα δε στιλπνό και λαμπρό και σαν μαργαριτάρι, μάλλον δε θεοπρεπές και ένθεο γι΄ αυτούς που βλέπουν πνευματικά τα του Πνεύματος και ερμηνεύουν θεοπρεπώς τις λέξεις των κειμένων και δείχνουν ότι τα λόγια του ευαγγελικού κηρύγματος είναι τέτοια, που γναφέας επάνω στην γη, δηλαδή σοφός του κόσμου τούτου, δεν μπορεί να διασαφήσει. Και τι λέω να διασαφήσει; Δεν μπορεί να τα κατανοήσει, ούτε όταν τα εξηγεί άλλος. Διότι, καθώς λέει ο απόστολος, «ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του Πνεύματος, ούτε μπορεί να τα γνωρίσει» (Α΄ Κορ. 2, 14). Γι΄ αυτό και εσφαλμένως θεωρεί αισθητές τις ασύλληπτες και θείες και πνευματικές ελλάμψεις, «ερευνώντας πράγματα που δεν είδε, μάταια υπερυφανευόμενος με τον υποδουλωμένο στην αμαρτία νου του» (Κολ. 2, 18).

Αλλ΄ ο Πέτρος, που ο νους του φωτίσθηκε από την θεσπέσια εκείνη θέα και ανυψώθηκε προς θείο έρωτα και πόθο μεγαλύτερο, μη θέλοντας πλέον να αποχωρισθεί το φως εκείνο, «καλό είναι να είμαστε εδώ», έλεγε στον Κύριο, «αν θέλεις, ας κατασκευάσουμε εδώ τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Μωϋσή και μία για τον Ηλία», μη γνωρίζοντας τι λέει. Διότι, βέβαια, δεν είχε φθάσει ο καιρός της αποκαταστάσεως. Όταν έλθει ο καιρός, δεν θα χρειασθούμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα από αυτό, δεν έπρεπε να εξισώνει τον Δεσπότη με τους δούλους με την ομοιότητα των σκηνών. Ο μεν Χριστός ως Υιός γνήσιος στους κόλπους του Πατρός βρίσκεται, οι δε προφήτες ως υιοί γνήσιοι του Αβραάμ στους κόλπους του Αβραάμ όπως πρέπει θα κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ο Πέτρος στην άγνοιά του έλεγε αυτά, «ιδού, νεφέλη φωτεινή τους επισκίασε», διακόπτοντας τους λόγους του Πέτρου και δείχνοντας ποιά είναι η σκηνή που αρμόζει στον Χριστό. Τι ήταν όμως αυτή η νεφέλη και πως, ενώ ήταν φωτεινή, τους επισκίασε; Μήπως είναι αυτή το απρόσιτο φως, στο οποίο ο Θεός κατοικεί, το φως που ενδύεται σαν ιμάτιο; Διότι λέει: «αυτός που καθιστά τα σύννεφα άμαξά Του» (103, 4) και «έθεσε το σκότος περικάλυμμά Του σαν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ενώ ο απόστολος λέει: «είναι ο μόνος που έχει αθανασία και κατοικεί σε φως απρόσιτο» (Α΄ Τιμ. 6, 16). Ώστε το ίδιο είναι εδώ και φως και σκότος, που επισκιάζει από ασύγκριτη λαμπρότητα.

Αλλά και αυτό, που λίγο πριν είδαν τα μάτια των αποστόλων, χαρακτηρίζεται ως απρόσιτο από τους ιερούς θεολόγους. «Σήμερα είναι φωτός απροσίτου άβυσσος. Σήμερα φωτίζει τους αποστόλους απεριόριστη έκχυση θείας αίγλης στο Θαβώρ». Και ο μέγας Διονύσιος αποκαλώντας γνόφο το απρόσιτο φως, όπου λέγεται ότι κατοικεί ο Θεός λέει ότι «σ΄ αυτόν τον γνόφο εισέρχεται όποιος αξιώνεται να γνωρίσει και να δει τον Θεό». Επομένως το ίδιο φως ήταν αυτό που πρωτύτερα έβλεπαν να λάμπει από το πρόσωπο του Κυρίου οι απόστολοι και η φωτεινή νεφέλη που κατόπιν επισκίασε. Αλλά στην αρχή επειδή έλαμπε μετριότερα, επέτρεπε την όραση. Όταν όμως διαχύθηκε με πολύ μεγαλύτερη ένταση, ήταν γι΄ αυτούς αόρατο λόγω της ασύγκριτης λαμπρότητας. Και έτσι επισκίασε την πηγή του θείου και αεννάου φωτός, τον ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό. Άλλωστε, και στον αισθητό ήλιο το ίδιο φως και την όραση παρέχει μέσω της ακτίνας και αφαιρεί πάλι την όραση, όταν κατάματα τον κοιτάξει κανείς, διότι η λαμπρότητά του είναι υπεράνω της δυνατότητας των οφθαλμών μας.

Αλλ΄ ο μεν αισθητός ήλιος φαίνεται όπως είναι εκ φύσεως και όχι όπως θέλει, ούτε μόνο σε όποιους θέλει. Ο δε ήλιος της αλήθειας και της δικαιοσύνης Χριστός, έχοντας όχι μόνο φύση και φυσική λαμπρότητα και δόξα, αλλά και θέληση ανάλογη, φωτίζει προνοητικώς και σωτήρια μόνο όσους θέλει και όσο θέλει. Έτσι θέλησε και φάνηκε σαν ήλιος ενώπιον των αποστόλων και μάλιστα όχι από μεγάλη απόσταση. Έπειτα έλαμψε πιο έντονα κατά την θέλησή Του και από την ασύγκριτη φωτεινότητα έγινε αόρατος στα μάτια των αποστόλων, σαν να εισήλθε σε φωτεινή νεφέλη. Αλλά και φωνή ακούσθηκε από την νεφέλη: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον ευδόκησα, Αυτόν να ακούτε». Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη, ανοίχθηκαν οι ουρανοί και η ίδια ακούσθηκε φωνή από την δόξα εκείνη ασφαλώς, την οποία δόξα και ο Στέφανος αργότερα ενατένισε, όταν άνοιξαν γι΄ αυτόν οι ουρανοί και καταλήφθηκε από τον Πνεύμα το Άγιο. Τώρα ακούσθηκε από την νεφέλη, που επισκίασε τον Ιησού. Επομένως είναι αυτή η ίδια η υπερουράνια δόξα του Θεού. Πως λοιπόν είναι αισθητό φως το υπερουράνιο;

Δίδαξε δε η από την νεφέλη φωνή του Πατρός, ότι όλα εκείνα τα προ της ελεύσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησου Χριστού, οι νομοθεσίες, οι υιοθεσίες, ήταν ατελή και δεν έγιναν ούτε τελέσθηκαν σύμφωνα με προηγούμενο θέλημα του Θεού, αλλά παραχωρήθηκαν για την μέλλουσα αυτή του Κυρίου παρουσία και επιφάνεια. Αυτός λοιπόν είναι εκείνος, στον οποίο ευδοκεί και αναπαύεται και ευαρεστείται τέλεια ο Πατήρ, όπως σε Υιό αγαπητό. Γι΄ αυτό και παραγγέλλει Αυτόν να ακούμε και σ΄ Αυτόν να πειθαρχούμε. Και όταν λέει «εισέλθετε από την στενή πύλη, διότι είναι πλατειά και άνετη η οδός που οδηγεί στην απώλεια, ενώ στενή και δύσβατη η οδός που οδηγεί στην ζωή», Αυτόν να ακούτε. Κι όταν λέει πως το φως αυτό είναι βασιλεία του Θεού, Αυτόν να ακούτε, σ΄ Αυτόν να πιστεύετε και τέτοιου φωτός να καθιστάτε αξίους τους εαυτούς σας.

Όταν λοιπόν φάνηκε η φωτεινή νεφέλη και ήχησε από την νεφέλη η πατρική φωνή, έπεσαν, λέει, με το πρόσωπο στην γη οι μαθητές, όχι εξ αιτίας της φωνής, αφού και άλλοτε πολλές φορές ακούσθηκε, όχι μόνο στον Ιορδάνη αλλά και στα Ιεροσόλυμα όταν πλησίαζε το σωτήριο πάθος. Πράγματι, όταν ο Κύριος είπε «Πάτερ, δόξασε το όνομά Σου» ήλθε φωνή από τον ουρανό: «Το όνομά μου το δόξασα και πάλι θα το δοξάσω» (Ιω. 12, 28), και όλος μεν ο όχλος άκουσε, αλλά κανείς από αυτούς δεν έπεσε. Εδώ όμως όχι μόνο φωνή, αλλά και φως απεριόριστο συνάμα φάνηκε. Ευλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οι θεοφόροι Πατέρες ότι γι΄ αυτόν τον λόγο έπεσαν πρηνείς οι μαθητές, όχι για την φωνή, αλλά για το παράξενο και υπερφυές φως. Διότι και πριν φθάσει η φωνή ήσαν φοβισμένοι, όπως λέει ο Μάρκος, σαφώς από την θεοφάνεια εκείνη.

Όμως, όταν με όλα αυτά αποδεικνύεται ότι το φως εκείνο είναι θείο και υπερφυές και άκτιστο, τι παθαίνουν πάλι αυτοί που επιδίδονται με υπερβολικό ζήλο στην θύραθεν και σαρκική παιδεία και δεν μπορούν να γνωρίσουν τα του Πνεύματος; Κατρακυλούν σε άλλο γκρεμό. Δεν το ονομάζουν θεία δόξα, ούτε βασιλεία Θεού, ούτε κάλλος, ούτε χάρη, ούτε λαμπρότητα, όπως από τον Θεό και τους θεολόγους διδαχθήκαμε, αλλά ισχυρίζονται ότι τούτο είναι η ουσία του Θεού, το οποίο προηγουμένως έλεγαν ότι είναι αισθητό και κτιστό. Ο δε Κύριος στα ευαγγέλια λέει πως τούτη η δόξα δεν είναι κοινή μόνο σ΄ Αυτόν και τον Πατέρα, αλλά και στους αγίους αγγέλους, καθώς γράφει ο θείος Λουκάς: «όποιος ντραπεί να ομολογήσει εμένα και την διδασκαλία μου στην γενεά αυτή, θα ντραπεί και ο Υιός του ανθρώπου γι αυτόν, όταν έλθει μέσα στην δόξα Του και την δόξα του Πατρός και των αγίων αγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αυτοί λοιπόν που ισχυρίζονται πως η δόξα αυτή είναι ουσία, θα δεχθούν ότι αυτή είναι κοινή ουσία του Θεού και των αγγέλων, πράγμα που αποτελεί εσχάτη ασέβεια.

Μάλιστα, όχι μόνο οι άγγελοι, αλλά και οι άγιοι μεταξύ των ανθρώπων μετέχουν σ΄ αυτή την δόξα και βασιλεία. Αλλ΄ ο μεν Πατήρ και ο Υιός μαζί με το θείο Πνεύμα έχουν φυσική τούτη την δόξα και βασιλεία, οι δε άγιοι άγγελοι και άνθρωποι την αποκτούν κατά χάρη, δεχόμενοι από εκεί την έλλαμψη. Άλλωστε και ο Μωϋσής και ο Ηλίας, που εμφανίσθηκαν μαζί Του σ΄ αυτή την δόξα, αυτό ακριβώς μας παρέστησαν. Ο δε Μωϋσής φάνηκε κοινωνός της θεϊκής δόξας όχι μόνο τώρα επάνω στο Θαβώρ, αλλά και τότε που το πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ώστε να μη μπορούν οι Ισραηλίτες να το αντικρύσουν. Τούτο δηλώνει και αυτός που λέει ότι ο Μωϋσής δέχθηκε στο θνητό πρόσωπό του την αθάνατη δόξα του Πατρός. Καθώς και εκείνος που, όταν ο Ευνόμιος χαρακτήριζε αμετάδοτη προς τον Υιό την δόξα του Παντοκράτορα, τον αντέκρουσε λέγοντας ότι, δεν θα ανεχόμουν τέτοιο λόγο, ακόμη κι αν αναφερόταν στον Μωϋσή.

Κοινή, λοιπόν, και μία είναι η δόξα και η βασιλεία και η λαμπρότητα του Θεού και των αγίων Του. Γι΄ αυτό και ο ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «η λαμπρότητα του Θεού μας θα είναι επάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να πει ότι είναι μία και κοινή η ουσία του Θεού και των αγίων. Και βέβαια κοινή φάνηκε τελευταία επάνω στο όρος η θεία λαμπρότητα της θεότητας του Λόγου και της ανθρώπινης σάρκας. Ότι είναι όμως κοινή η ουσία της θεότητας και της σάρκας, θα το έλεγαν ο Ευτυχής και ο Διόσκορος και όχι αυτοί που θέλουν να είναι ευσεβείς. Και την μεν δόξα αυτή και λαμπρότητα, όπως και τώρα την είδαν οι συνοδοιπόροι του Ιησού, όλοι θα την αντικρύσουν, όταν ο Κύριος φανεί να λάμπει από ανατολή έως δύση. Κανείς όμως δεν στάθηκε στην υπόσταση και ουσία του Θεού και είδε η περιέγραψε την θεία φύση. Και το μεν θείο τούτο φως δίδεται με μέτρο και επιδέχεται το μάλλον και ήττον μεριζόμενο δίχως να διαιρείται, κατά την αξία αυτών που το δέχονται. Η απόδειξη είναι κοντά. Το μεν πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε πιο πολύ απ΄ τον ήλιο, τα δε ιμάτια έγιναν λαμπρά και λευκά σαν χιόνι. Και ο Μωϋσής και ο Ηλίας στην ίδια θεάθηκαν δόξα, αλλά κανείς τους δεν άστραψε τότε σαν ήλιος. Και οι ίδιοι οι μαθητές μέρος του φωτός εκείνου είδαν, μέρος δεν μπόρεσαν να ατενίσουν.

Έτσι λοιπόν μετρείται και μερίζεται, δίχως να διαιρείται, το φως εκείνο και επιδέχεται αυξομείωση. Και ένα μέρος αυτού γνωρίζεται τώρα ένα μέρος αργότερα. Γι΄ αυτό και ο θείος Παύλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε και κατά μέρος προφητεύουμε» (Α΄ Κορ. 13, 9). Όμως τελείως αμέριστη και ακατάληπτη είναι η ουσία του Θεού και καμμιά ουσία δεν επιδέχεται αυξομειώσεις. Κατά τα άλλα, είναι γνώρισμα των καταραμένων Μεσσαλιανών το να νομίζουν ότι η ουσία του Θεού γίνεται ορατή στους κατ΄ αυτούς αξίους. Εμείς όμως ανατρέποντας και τους παλαιούς και τους σύγχρονους κακοδόξους και πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ότι οι άγιοι βλέπουν και κοινωνούν όχι την ουσία του Θεού, αλλά βασιλεία και δόξα και λαμπρότητα και φως απόρρητο και θεία χάρη, ας οδεύσουμε προς την λάμψη του φωτός της χάριτος, για να γνωρίσουμε και να θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, που ακτινοβολεί ενιαία απόρρητη αίγλη από μία τρισυπόστατη φύση. Και τα μάτια του νου ας ανυψώσουμε προς τον Λόγο, που είναι τώρα με το σώμα Του εγκατεστημένος πάνω από τις ουράνιες αψίδες. Αυτός, θεοπρεπώς καθήμενος στα δεξιά της μεγαλωσύνης, σαν από μακρυνό τόπο μας στέλνει αυτό το μήνυμα: «όποιος θέλει να παραστεί σ΄ αυτή την δόξα, ας μιμείται κατά το δυνατόν και ας πορεύεται την οδό και την πολιτεία, την οποία υπέδειξα με τον επίγειο βίο μου».

Ας παρατηρούμε, λοιπόν, με τους εσωτερικούς οφθαλμούς το μέγα τούτο θέαμα, την φύση μας να ζει αιωνίως με το άϋλο πυρ της θεότητος. Και αφού αποβάλουμε τους δερμάτινους χιτώνες, τους οποίους φορέσαμε εξαιτίας της παραβάσεως, τα γεώδη και σαρκικά φρονήματα, ας σταθούμε σε γη αγία, αναδεικνύοντας ο καθένας την δική του γη αγία δια της αρετής και της ανατάσεως προς το Θεό, ώστε να έχουμε παρρησία, όταν έρχεται ο Θεός μέσα σε φως, και προστρέχοντας να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να ζήσουμε αιωνίως μαζί Του προς δόξα της τρισήλιας και μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων.



Αγίου Γρηγορίου Παλαμά

Profeti Isaia parashikoi për ungjillin që “fjalë të koncetruara do të japë Zoti mbi tokë” (Isaia 10,25). Fjalë e koncetruar është ajo që brënda pak fjalëve përmbledh një kuptim të pasur. Le të rianalizojmë pra sot të gjitha sa kemi paraqitur dhe le të shtojmë të gjitha ato sa mbeten, që të edukohemi akoma më tepër nga kuptimet e përjetëshme të pa diskutuara  dhe të zotërohemi tërësisht nga hyjnoret.


“Në atë kohë mori Jesui Pjetrin, Jakovin dhe Joanin dhe i ngjiti në mal të lartë ku ishin vetë. Atje u shpërfytyrua para tyre dhe ndriçoi fytyra e Tij si dielli” (Mattheu 17,1). Ja pra tani është koha e duhur, sot dita e shpëtimit, vëllezër,ditë hyjnore, e re dhe e përjetëshme, që nuk matet me seanca, nuk  shtohet dhe zvogëlohet, nuk ndërpritet natën. Sepse është dita e Diellit të drejtësisë, i cili nuk pëson ndryshim ose hije për shkak të shndërrimit” (Jakovi 1,7). Ai, pasi filanthropi ndriçoi  tek ne me pëlqimin e Atit dhe bashkëpunimin e Shpirtit të Shënjtë dhe na nxorri nga errësira në dritën e mrekullueshme, vazhdon për gjithmonë të ndriçojë mbi kokët tona si një diell që nuk perëndon.



Mqs, pra, është djell i drejtësisë dhe i së vërtetës, nuk pranon të ndriçojë dhe të bëhet i njohur tek ata që marrin pjesë në gënjeshtra dhe lavdërojnë padrejtësinë me fjalë ose e tregojnë me vepra. Por shfaqet dhe bëhet i besuar nga punëtorët e drejtësisë dhe dashnorët e së vërtetës dhe ata i ngazëllon me ndriçimet e Tij. Kjo është ajo që thotë Shkrimi “Dritë lindi për të drejtin dhe bashkëshortja  e tij ngazëllimi” (Psalmi 96,12). Për këtë arsye dhe profeti  këndon drejt Zotit: “Tabor dhe Ermoni do të përqafojnë emrin tënd” (Psalm 88, 12), duke pralajmëruar ngazëllimin që u shkakëtua më vonë në mal nga ai ndriçim tek ata që e panë.



Ndërsa Isaia thotë: “zgidhi çdo lidhje padrejtësie, treti kotkat e kushteve të dhunëshme, anulloi çdo kontratë të padrejtë” (Isaia 58,6). Dhe më pas: “atëhere do të derdhet si mëngjesi drita dhe shërimet e tua shpejt do të lindin, do të ecë para teje drejtësia jote dhe lavdia e Zotit do të të mbrojë” (Isaia 58,8). Diku tjetër sërish “nqs heq nga vetja jote lidhje dhe xhest të dënueshëm dhe ligësi, dhe i jep të uriturit bukë me gjithë shpirt dhe ngop një shpirt të përulur, atëhere  do të lindë brenda errësirës drita jote, dhe errësira jote do të bëhet si mesditë”. (Isaia 58,9). Me të vërtetë, i bën ata si djej të tjerë mbi të cilët ky djell do të ndriçojë gjërësisht, “sepse do të ndriçojnë dhe të drejtët si djelli në mbretërinë e Atit të tyre”. (Mattheut 13,43).



Le të largojmë pra, vëllezër, veprat e djallit dhe le të punojmë veprat e dritës, që jo vetëm të ecim me hijeshi si në një ditë të tillë, por dhe të bëhemi bij të dritës. Le të ngjitemi në mal, ku Krishti ndriçoi, dhe të shohim se çfarë ndodhi atje. Ose më mirë nqs jemi ashtu siç duhet dhe jemi bërë të denjë të një dite të tillë, vetë Fjala e Zotit do të na ngrerë në kohën e duhur. Por tani, ju lutem, përqëndroni dhe ngrini sytë e mendjes drejt dritës së predikimit ungjillor, deri sa të shndërroheni me rinovimin  e mendjes suaj dhe kështu duke  përfituar hijeshinë hyjnore që lart, të konformoheni sipas shëmbëlltyrës së lavdisë së Zotit (Filimonit 3,21), fytyra  e së cilit ndriçoi sot mbi mal si djell.



Çdo të thotë “si djell?” Dikur drita e djellit nuk ekzistonte ashtu si kjo enë në këtë disk. Drita është e parëlindur, ndërsa diskun Ndërtuesi i të gjithave e krijoi ditën e 4- ët, duke ndezur tek ai dritën dhe duke krijuar bardhësinë që sjell ditën dhe në të njejtën kohë me sa duket, ditën.

Me të njejtën mënyrë dhe drita e hyjnisë dikur nuk gjendej si një enë në trupin e Krishtit. Ai është para çdo fillimi dhe pa fillim. Ndërsa kjo pjesë, të cilën mori nga ne Biri i Perëndisë, u krijua falë nesh kohë më vonë, duke marrë brenda tij hyjninë e plotë. Kështu u shfaq si ndriçues hyjnibërës dhe në të njejtën kohë hyjnivezullues. Kështu ndriçoi fytyra e Krishtit ashtu si djelli, ndërsa rrobat e Tij u bënë të bardha si dritë. Ndërsa Marku na thotë “të shkëlqyera, shumë të bardha si dëborë, të tilla që rrobëzbardhës në këtë botë nuk mund ti zbardhë” Mark 9,3.



U ndriçua pra, me të njejtën dritë dhe ai trup i peligrimuar i Krishtit dhe rrobat, por jo njësoj. Sepse fytyra e tij si djell ndriçoi, ndërsa rrobat, përderisa preknin trupin e Tij  u bënë të ndritëshme. Tregoi kështu me këtë cilat janë veshjet e lavdisë, që do të veshin në shekullin e ardhshëm të gjithë sa iu afruan Zotit, dhe cilat janë veshjet e pamëkatësisë, të cilat  kur i hoqi adami për shkak të shkeljes, dukej lakuriq dhe ndjente turp. Ndërsa Llukai hyjnor thotë: “U bë forma e Tij ndryshe dhe veshja e Tij e bardhë dhe vezulluese”, duke parë që të gjitha ato sa ndodhnin nuk kanë diçka konkrete me të cilën mund të krahasohen. Ndërsa Markoja i përshkruan rrobat duke thënë që janë të shkëlqyera dhe të bardha si dëborë, kështu tregoi dhe ai që pamjet dhe shëmbujt  janë të dobët para pamjes së atyre veshjeve. Sepse dëbora është e bardhë, por jo e shkëlqyer.

Ka gjithmonë një sipërfaqe të deformuar, mqs e gjitha përbëhet nga flluska të vogla për shkak të ngatërrimit të ajrit që paraekziston tek ajo. Kur pra reja nuk është krijuar plotësisht dhe nuk mund të largojë ajrin që ekziston më përpara, trashet nga egërsia e të ftohtit dhe kështu zbret plot me ajër, të bardhë të çrregullt, përafërsisht si shkuma.


Mqs pra, nuk mjaftonte e bardha e dëborës, për të pasqyruar që ajo pamje është e korruptueshme, përmblodhi ungjillori në përshkrimin e tij dhe fjalë e “shkëlqyer”, duke treguar me këto natyrën mbinatyrale të asaj drite, me të cilën ato veshje u bënë të shkëlqyera dhe të bardha. Me të vërtetë, nuk është cilësi e dritës që i bën të bardha dhë shkëlqyese ato që ndriçon, por të tregojë bojën e tyre. Në kundërshtim, këtë me sa duket e zbuloi ose më mirë e ndryshoi, gjë e cila nuk përbën cilësi të dritës shqisore (të ndjeshme. Ndërsa ajo që është akoma më paradoksale, është, që edhe kur e ndryshoi, e ruajti sërish të pandryshueshme, ashtu siç u duk pak më vonë. Si ti kryejë këto drita e njohur tek ne? Për këtë arsye Ungjillori duke dashur të tregojë mbinatyralitetin dhe jo vetëm shkëlqimin mbizotërues por dhe bukurinë e fytyrës së Zotit, gjithashtu dhe bukurinë e veshjeve, shmangu me mënyrë bukurinë natyrale duke e përputhur  me të bardhën e dëborës. Por mqs dhe arti bashkë me natyrën shpik të bukurën, duke vendosur ajo bukurinë mbi zbukurime artificiale, përmend: “të tillë nuk mund të zbardhë asnjë pastrues në këtë botë”.


Por Fjala e përjetëshme që u trupëzua për ne, urtësia “enhipostatike”  e Atit, sjell me patjetër brënda Tij dhe fjalën e predikimit ungjillor, i të cilit gërma është si veshje, e bardhë dhe e qartë, në të njejtën kohë shkëlqyese dhe ndriçuese si një margaritar,  më mirë të themi e përshtatëshme hyjnore dhe më zotin për ata që shohin shpirtërisht Shpirtëroret dhe interpretojnë hyjnërisht fjalët e teksteve dhe tregojnë që fjalët e predikimit ungjillor janë të tilla, që zbardhues mbi tokë, dmth i urtë i kësaj bote, nuk mundet ti qartësojë. Pse them t’i qartësojë? Nuk mundet ti kuptojë kur i sqaron tjetër. Sepse, thotë apostulli, “njeri shpirtëror nuk pranon gjërat e Shpirtit as mundet që ti njohë” (1 Korinthasve 2:14). Për këtë arsye në mënyrë të gabuar konsideron të ndjeshme (të kuptueshme) ndriçimet e pakonceptueshme hyjnore dhe shpirtërore, “duke analizuar gjëra të cilat nuk pa, duke u mburur kot me mëndjen e tij të nënështruar në mëkat” (Kolasais 2:18).


Por Petroja, që mendja e tij u ndriçua nga ajo pamje e mrekullueshme dhe u ngrit drejt dashurisë hyjnore me pasion më të madh, duke mos dashur më  të ndahej nga ajo dritë, “mirë është që të jemi këtu”, thoshte tek Zoti, “nqs, do të ndërtojmë tre çadra, një për ty, një për Moisiun dhe një për Ilian”, duke mos ditur se çfarë po thoshte.  Sepse, sigurisht që nuk kishte arritur koha e rivendosjes. Kur të vijë koha, nuk do të na duhen çadra të bëra me dorë. Përtej kësaj, nuk duhet të barazojë Dhespotin me shërbëtorët për nga ngjashmëria e çadrave. Ndërsa Krishti si Bir origjinal gjendet në gjirin e Atit, ndërsa profetët  si bij origjinalë  të Abraahamit në gjirin e Abrahamit ashtu siç duhet  do të banojnë. Pasi Petroja nga mosdituria e tij thoshte këto, “Ja ku një re e ndritëshme i mbuloi”, duke ndërprerë fjalët e Petros dhe duket treguar cila çadër i përshtatej Krishtit. Por çfarë ishte kjo re dhe si, ndërsa ishte e ndritëshme i mbuloi? Mos ndoshta është ajo drita e paarritëshme, në të cilën banon Zoti, drita që vishet si veshje? Sepse thotë: “Ai që i bën retë karrocën e Tij” (103,4) dhe “vendosi errësirën mbulesë të Tij ashtu si një çadër rrethore” (Psalm 17:13), ndërsa apostulli thotë: “është i vetmi që ka pavdekshmërinë dhe banon në dritë të paaritëshme” (1 Timothe 6,16). Ndërsa e njejta është këtu dhe dritë dhe errësirë, që mbulon ndriçimin e papërmbajtur.




Por dhe këtë, që para pa e panë sytë e apostujve, karakterizohet si e paaritëshme nga teologët e shënjtë.
“Sot është humënerë drite e paaritëshme. Sot ndriçon apostujt derdhje e pakufishme ndriçim lavdie hyjnore në Tabor”. Dhionisi i madh e quan errësirë dritën e paaritëshme, ku thuhet  që banon Zoti thotë që “në këtë errësirë hyn ai i cili bëhet i denjë të njohë dhe të shohë Zotin”.
Si rrjedhim e njejta dritë ishte ajo që më përpara shihnin të ndriçonte nga fytyra e Zotit apostujt dhe reja e ndritëshme që më pas e mbuloi.

Por në fillim mqs ndriçonte mesatarisht, lejonte shikimi. Por kur u derdh me tension më të madh, ishte për ata e padukshme për shkak të shkëlqimit të pakrahasueshëm. Kështu mbuloi burimin e dritës hyjnore dhe të përjetëshme, djellin e drejtësisë Krisht.
Pas të gjithash dhe në djellin e ndjeshëm e njejta dritë  dhe shikimin ofron nëpërmjet rrezeve dhe sërish heq shikimin, kur e sheh dikush direkt, sepse ndriçimi i tij është mbi aftësistë e syve tanë.


Por ndërsa djelli i ndjeshëm duke ashtu siç është nga natyra dhe jo ashtu siç do ai, por as tek ata që do. Ndërsa djelli i së vërtetës dhe drejtësisë Krishti, duke pasur jo vetëm natyrë, ndriçim dhe lavdi  natyrale, ndriçon përkujdestarisht dhe në mënyrë shpëtimtare vetëm ata sa dëshiron dhe në masën që dëshiron. Kështu deshi dhe u shfaq si djell, para apostujve  dhe bile jo në distancë të largët. Më pas ndriçoi  më fort sipas vullnetit të Tij dhe nga ndiçimi i pakrahasueshëm u bë i padukshëm dhe në sytë e apostujve, sikur hynte në një re të ndriçuar.  Por edhe zë u dëgjua nga reja: “Ky është Biri im i dashur, që e pëlqeva, Atë të dëgjoni”. Kur Zoti u pagëzua në Jordan, u hapën qiejtë dhe ajo vetë u dëgjua  zë nga ajo lavdi sigurisht, lavdi të cilën dhe Stefani më vonë e vështroi, kur u hapën për këtë qiejtë dhe u mbulua nga Shpirti i Shënjtë. Tani u dëgjua nga reja që mbuloi Jesuin. Si rrjedhim është ajo vetë lavdia mbiqiellore e Zotit. Si pra është dritë e ndjeshme mbiqiellorja?




Mësoi pra zëri i Atit nga reja, që të gjitha ato para ardhjes së Zotit dhe Perëndisë dhe Shpëtimtarit tonë Jesu Krisht, ligjëvëniet, adoptimet, ishin të mangëta dhe nuk u bënë as u kryen sipas vullnetit të kaluar të Zotit, por u lejuan për këtë prezencë dhe shfaqje të ardhëshme të Zotit. Ai pra ishte Ai tek i cili pëlqen, çlodhet dhe kënaqet përsoshmërisht Ati, ashtu si tek një Bir i dashur. Prandaj dhe porosit që të dëgjojmë Atë dhe tek Ai të bindemi. Kur thotë “hyni nga dera e ngushtë, sepse është e gjërë dhe e rehatëshme rruga që çon në humbje ndërsa e ngushtë dhe e pakalueshme rruga që çon në jetë”. Atë të dëgjoni. Kur thotë që kjo dritë është mbretëria e Zotit, Atë të dëgjoni, tek Ai të besoni dhe të bëheni të denjë veten për këtë dritë.




Kur u duk pra reja e ndritëshme dhe kumboi nga reja zëri etëror, ranë, thotë, me fytyrën në tokë nxënësit, jo për shkak të zërit pasi dhe herë të tjera u dëgjua, jo vetëm në Jordan por dhe në Jerusalem kur u afrua pasioni shpëtimtar. Me të vërtetë, kur Zoti tha “At, lavdëro emërin Tënd” erdhi zëri nga qielli: “Emërin tim lavdërova e sërish do ta lavdëroj” (Joani 12,28), dhe ndërsa i gjithë populli dëgjoi, por asnjë prej tyre nuk ra më gjunjë. Ndërsa këtu jo vetëm zë, por dhe dritë e pafundme u shfaq. Mirë pra, e kuptuan etërit Perëndimbajtës që për këtë arsye ranë më gjunjë nxënësit, jo për zërin, por për dritën e çuditëshme dhe mbinatyral. Sepse dhe para se të dëgjohej zëri ishin të trembur, ashtu siç thotë Markoja, natyrisht nga ajo shfaqje hyjnore.




Por kur me të gjitha këto vërtetohet që ajo dritë është hyjnore, mbinatyrale dhe e pakrijuar, çfarë pësojnë sërish ata që jepen me zell të madh në edukimin trupor dhe filozofik dhe nuk mund të njohin gjërat e Shpirtit? Rrokullisen në një tjetër greminë. Nuk e quajnë lavdi hyjnore, as mbretëri të Zotit, as bukuri, as hir, as ndriçim, ashtu siç mësuam nga Zoti dhe Teologët, por pretendojnë që kjo është esenca e Zotit , të cili më parë thoshin që është i ndjeshëm dhe i krijuar. Ndërsa Zoti në ungjijtë thotë që kjo lavdi nuk është e përbashkët vetëm tek Ai dhe tek Ati, por dhe tek ëngjëjt e shënjtë, pasi shkruan Llukai hyjnor: “ai i cili do të ketë turp të më pohojë mua dhe doktrinën time në këtë brez, do të ketë turp dhe Biri i njeriut për atë, kur të vijë brenda lavdisë së Tij dhe lavdinë e Atit dhe të ëngjëjve të Shënjtë” (Lluka 9:26). Këta pra që pretendojnë që kjo lavdi është esencë, do të pranojnë që kjo është esencë e përbashkët e Zotit dhe e ëngjëjve, gjë e cila përbën dhe mosrespektimin maksimal.



Bile, jo vetëm ëngjëjt, por dhe shënjtorët ndërmjet njerëzve  marrin pjesë në këtë lavdi të mbretërisë. Por nga njëra anë Ati dhe Biri  bashkë me Shpirtin hyjnor kanë këtë lavdi dhe mbretëri në mënyrë natyrale, nga ana tjetër ëngjëjt e shënjtë dhe njerëzit e fitojnë me hirin, duke pranuar prej andej ndriçimin. Me gjithë këto dhe Moisiu dhe Ilia që u shfaqën bashkë me Të në këtë lavdi, këtë pikërisht na pasqyruan. Moisiu u shfaq si kungues i lavdisë hyjnore jo vetëm tani mbi Thavor, por dhe atëhere kur personi i tij u lavdërua kaq, sa të mos mundeshin dot Israelitët ta përballojnë.  Kjo deklaron që ai që thotë që Moisiu tek personi i tij i vdekshëm lavdinë e pavdekshme të Atit. Gjithashtu dhe ai, të cilin Evnomi, e karakterizoi si të patransmetueshme drejt Birit lavdinë e Gjithëpushtetëshmit, iu kundërpërgjigj duke thën që, nuk do të pranoja fjalë të tillë, edhe sikur t’i rreferohej Moisiut.

E përbashkët pra, dhe një është lavdia dhe mbretëria dhe vezullimi i Zotit dhe i Shënjtorëve të Tij. Për këtë dhe profeti psalën:  “ vezullimi i Zotit do të jetë mbi ne” (Psalmi 89,19). Por asnjeri deri tani nuk guxoi të thotë që është një esencë e pëbashkët e Zotit me shënjtorët. Sigurisht e përbashkët u duk së fundmi mbi mal ndriçimi hyjnor i Fjalës dhe i trupit njerëzor. Por që është e përbashkët esenca e hyjnisë dhe e trupit, do ta thonin Eftiqi dhe Dioskori dha jo ata që duan të jenë besimtarë. Ndërsa këtë lavdi dhe shkëlqim, ashtu siç e panë tani bashkëudhëtarët e Jesuit, të gjithë do ta shohin, kur Zoti të shfaqet duke ndriçuar nga lindja në perëndim. Por asnjeri nuk u mor me hipostazën dhe esencën e Zotit ose të shihte dhe të përshkruante natyrën hyjnore. Ndërsa kjo dritë hyjnore jepet me masë dhe  pranon më tepër ose më pak duke u ndarë pa u pjestuar, sipas denjësisë së atij që e pranon. Vërtetimi është pranë. Ndërsa fytyra e Zotit ndriçoi më tepër nga djelli dhe rrobat e tij u bën të ndritëshme dhe të bardha si borë. Moisiu dhe Ilia u panë në të njejtën lavdi por asnjëri prej tyre nuk ndriçoi atëhere si djell. Dhe vetë nxënësit panë pjesë të asaj drite, një pjesë tjetër nuk mundën ta shohin.



Kështu pra matet dhe ndahet, pa u pjestuar, ajo dritë dhe pranon shtim ose pakësim. Dhe një pjesë e asaj njihet tani ndërsa pjesa tjetër më vonë. Për këtë arsye dhe Pavlli i shënjtë thotë: “tani pjesërisht njohim dhe pjesërisht profetizojmë” (1 Korinthasve 13:9). Por plotësisht e papjestueshme dhe e pakuptueshme është esenca e Zotit dhe asnjë esencë nuk pranon rritje dhe zvogëlim. Ndër të tjera është karakteristikë e Mesalianëve të mallkuar të kujtojnë që esenca e Zotit bëhet e dukëshme tek ata që janë të denjë. Por ne duke përmbysur ata që besojnë gabim, si të vjetërit dhe të rinjtë, pasi mësuam që shënjtorët shikojnë të kungojnë jo esencën e Zotit, por mbretërinë dhe lavdinë dhe shkëlqimin e dritës së hirit, për të njohur dhe parë Perëndin tredritëshe, që rrezaton e unifikuar lavdi të pakuptueshme nga natyra trehipostatike. Dhe sytë e mendjes le të ngremë drejt Fjalës, që është tani me trupin e Tij i vendosur mbi harqet qiellore. Ai, duke qëndruar ashtu siç i ka hije Zotit në të djathtë të madhështisë, si nga një vend i largët na dërgon këtë mesazdh: “Ai i cili do të ndodhet prezent në këtë lavdi, le të imitojë dhe të ecën në rrugën dhe jetën të cilën e tregova gjatë jetës sime tokësore”.





 Le të vërejmë pra, me sytë e brëndëshme këtë shfaqje të madhe, natyrën tonë që jeton përjetësisht me zjarrin jo material të hyjnisë. Dhe pasi të kemi hequr veshjet e lëkurës , të cilat veshëm për shkak të shkeljes, sjelljet tokësore dhe trupore, le të qëndrojmë në tokë të shënjtë, duke shpalosur secili tokën e tij të shënjtë nëpërmjet virtytit dhe ngjalljes kundrejt Zotit, që të kemi guxim, kur të vijë Zoti brenda dritës dhe duke nxituar të ndriçohemi  dhe të ndriçuar të jetojmë përjetësisht bashkë me Të drejt lavdisë së shkëlqimit tredjellor dhe njëburimësh, tani e përherë dhe në jetë të jetëve.


Shën Grigor Palamai




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1415) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (372) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (251) Β Ήπειρος (237) ορθοδοξία-orthodhoksia (231) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)