Ο
διάδοχος του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου, αναφέρει στο ΒΗΜΑ τη πορεία και το
μέλλον της Εκκλησίας της Αλβανίας, ενώ παραθέτει τα γεγονότα που σημάδεψαν τη
ζωή του Σε
έναν κατάμεστο από κόσμο Ναό, αυτόν της Αναστάσεως του Κυρίου στα Τίρανα,
πραγματοποιήθηκε εχθές Σάββατο, 29 Μαρτίου, η ενθρόνιση του νέου
Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Ιωάννη. Ο διάδοχος του
Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου, καλείται να κρατήσει το πηδάλιο της Εκκλησίας της
Αλβανίας στα ήρεμα ύδατα που την οδήγησε ο προκάτοχος του. «Θα
συνεχίσουμε σε αυτό που μας έλεγε πάντα ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Εμείς θα
κάνουμε μόνο αυτό που είναι καλό για την Εκκλησία, και, όταν έλεγε για την
Εκκλησία, εννοούσε αυτό που είναι καλό για όλα τα μέλη της» τονίζει ο κ.
Ιωάννης μέσα από την συνέντευξη του στο «Βήμα». Αναφέρεται
στην πορεία και το μέλλον της Εκκλησίας της Αλβανίας με προεξάρχοντες στόχους
τη διαφύλαξη της ενότητάς της και την ενίσχυση της θρησκευτικής συνύπαρξης,
ενώ για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και
Πατριαρχείου Μόσχας πιστεύει ότι «αν υπάρχει καλή θέληση, όλα μπορούν να
επιτευχθούν. Από τις διαιρέσεις και τις διχόνοιες όλοι είμαστε χαμένοι,
κανείς δεν κερδίζει». Η
κοίμηση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου σας άφησε μια βαριά
κληρονομιά. Μπορείτε να περιγράψετε τα συναισθήματά σας ως διάδοχός του και
ποιες είναι οι σκέψεις σας για το μέλλον της Εκκλησίας της Αλβανίας; «Η
εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου άφησε ένα μεγάλο κενό στην
Εκκλησία μας. Αισθανόμασταν ασφαλείς, όταν τον είχαμε, επειδή κάθε πρόβλημα
που προέκυπτε το έλυνε εκείνος. Αλλά, καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούσαμε να
τον έχουμε σωματικά για πάντα. Παρόλο που είμαστε λυπημένοι που χάσαμε έναν
πατέρα και έναν εξαιρετικό ποιμένα, έχουμε και μια μεγάλη παρηγοριά, επειδή
θα έχουμε μια ισχυρή φωνή κοντά στον Θεό, που θα προσεύχεται για την Εκκλησία
που αγάπησε τόσο πολύ. Όσον αφορά το μέλλον, νομίζω ότι θα προσπαθήσουμε να
συνεχίσουμε, όσο μπορούμε, το έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, καθώς και το
πνεύμα που εκείνος διέδωσε μέσα στην Εκκλησία, επικεντρώνοντας σε ορισμένες
κατευθύνσεις: στη διαφύλαξη της διδασκαλίας του Κυρίου, που μεταδόθηκε από τους
Αποστόλους μέχρι τις μέρες μας· στην ενότητα της Εκκλησίας· στην ενίσχυση της
θρησκευτικής συνύπαρξης· στη φροντίδα για όλους, -ιδιαίτερα για εκείνους που
είναι φτωχοί, ασθενείς, ζουν στη μοναξιά και στο περιθώριο- και στην προώθηση
του διαλόγου, τόσο του διορθόδοξου, όσο και του διαλόγου με όλους τους
άλλους». Γεννηθήκατε
σε ένα μπεκτασικό περιβάλλον. Μέλη της οικογένειάς σας φυλακίστηκαν από το
αθεϊστικό καθεστώς. Πότε λάβατε το κάλεσμα του Χριστιανισμού και ποιες
δυσκολίες έπρεπε να ξεπεράσετε από τότε; «Το
περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα ήταν πολύ διαφορετικό από ό,τι γίνεται
αντιληπτό απ’ έξω. Δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση όλων των
ιστορικών, πολιτιστικών και πολιτικών συνθηκών της χώρας μας. Οι πρόγονοί μου
ήταν χριστιανοί, αλλά κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μετατράπηκαν
σε Μπεκτασή. Μια μεγάλη διάδοση του μπεκτασισμού έγινε στην εποχή του Αλή
Πασά Τεπελενλή, ο οποίος ήταν και ο ίδιος Μπεκτασή, ιδιαίτερα στο Νότο της
Αλβανίας, όπου βρίσκεται και η περιοχή των γονέων μου. Αλλά, η μεταστροφή δεν
έγινε αμέσως και δεν είχε θρησκευτικούς λόγους. Οι κύριοι λόγοι ήταν: οι
διακρίσεις, το βαρύ φορολογικό σύστημα, καθώς και η επιθυμία για διάφορα
οφέλη. Δεν αποκλείονται όμως και άλλοι λόγοι, προσωπικοί ή συλλογικοί. Οι
χριστιανοί, ίσως ένιωθαν πιο οικεία αποδεχόμενοι τον μπεκτασισμό, επειδή και
δεν έρχονταν σε σύγκρουση με το επίσημο Ισλάμ και ταυτόχρονα μπορούσαν να
διατηρήσουν πολλές από τις πρακτικές τους. Αλλά, στην εποχή και στο
περιβάλλον που μεγάλωσα εγώ, δεν ασκούσαν κάποια πίστη. Δεν ήταν ότι εγώ
ασκούσα μια πίστη και μετά μεταστράφηκα. Η πρώτη μου επαφή με την πίστη
συνέβη το 1974, όταν ήμουν στο τέταρτο έτος του Γυμνασίου (Λυκείου). Τυχαία
έπεσε στα χέρια μου η Καινή Διαθήκη, κάτι σπάνιο εκείνη την εποχή. Όταν τη
διάβασα, κάτι άλλαξε βαθιά στην ψυχή μου. Ο τρόπος που ήταν γραμμένη, τα απλά
αλλά πολύ βαθιά λόγια του Κυρίου με έπεισαν για την αλήθεια της. Αυτές είναι
ψυχολογικές αλήθειες. Ακόμη και όταν κάποιος σου λέει κάτι, πολλές φορές, ο
τρόπος που σου το λέει σε πείθει ότι είναι αληθινό. Έτσι το Ευαγγέλιο ήταν η
πρώτη μου πίστη. Τότε αποφάσισα να βαπτιστώ, κάτι που πραγματοποιήθηκε λίγο
αργότερα». Η
υποψηφιότητά σας για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο αντιμετωπίστηκε με αντιδράσεις,
με το σκεπτικό ότι το ελληνικό στοιχείο της χώρας σας θα περιθωριοποιηθεί.
Ποια είναι η απάντησή σας σε αυτές τις ανησυχίες; «Δεν
γνωρίζω ότι αντιμετωπίστηκε με αντιδράσεις, είναι η πρώτη φορά που το ακούω
αυτό. Γι’ αυτό, αυτή η ερώτηση, μου φαίνεται παράξενη, διότι μέσα στην
Εκκλησία δεν υπήρξαν αντιδράσεις, μάλιστα έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό.
Όταν λέω μέσα στην Εκκλησία, συμπεριλαμβάνονται όλα τα μέλη της: Μέλη της
Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας είναι όλοι οι βαπτισμένοι στην
Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι κάτοικοι της Αλβανίας, χωρίς διάκριση καταγωγής.
Πιστεύω ότι κανείς στην Εκκλησία μας δεν αισθάνεται περιθωριοποιημένος και
δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, διότι τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα στην
Εκκλησία. Αν έχετε πληροφορίες για ανησυχίες, όποιοι και αν είναι αυτοί, με
όλο το σεβασμό που έχουμε για κάθε άνθρωπο ή ομάδα ανθρώπων, νομίζω ότι δεν
είναι ζήτημα μέσα στην Εκκλησία. Θα συνεχίσουμε σε αυτό που μας έλεγε πάντα ο
Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Εμείς θα κάνουμε μόνο αυτό που είναι καλό για την
Εκκλησία, και, όταν έλεγε για την Εκκλησία, εννοούσε αυτό που είναι καλό για
όλα τα μέλη της». Οι
σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου της Μόσχας
βρίσκονται, σήμερα, σε σημείο ρήξης κάνοντας πολλούς να μιλούν ακόμη και για
σχίσμα. Κατά τη γνώμη σας, πώς μπορεί να επιλυθεί αυτή η κατάσταση και ποια
στάση σκοπεύετε να κρατήσετε σχετικά με όλα αυτά; «Πιστεύω
ότι, αν υπάρχει καλή θέληση, όλα μπορούν να επιτευχθούν. Από τις διαιρέσεις
και τις διχόνοιες όλοι είμαστε χαμένοι, κανείς δεν κερδίζει. Σχετικά με τη
στάση μας, έχουμε μια γνωστή απόφαση της Συνόδου και δεν έχουμε τίποτα άλλο
να προσθέσουμε. Όμως, η Εκκλησία μας θα είναι πάντοτε έτοιμη να δώσει την
υποστήριξη και τη μικρή της συμβολή στην επίλυση αυτού του περίπλοκου
ζητήματος, προς δόξαν Θεού και για το καλό ολόκληρης της Ορθόδοξης
Εκκλησίας». Η
γειτονιά μας δεν παύει να βιώνει διάφορες μορφές αναταραχών που απειλούν την
ειρήνη και την ευημερία των αντίστοιχων κοινωνιών. Ποια είναι η στάση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο και ποιες
κοινές πρωτοβουλίες και προσπάθειες, αν υπάρχουν, σχεδιάζετε σε συνεργασία με
τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας σας; «Η
Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας έχει προσπαθήσει για τη διατήρηση της ειρήνης
και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των διαφόρων λαών, ιδιαίτερα με τους
γείτονες. Δεν έχουμε αρκεστεί μόνο στα λόγια, αλλά έχουμε κάνει σημαντικές
και συνεχείς προσπάθειες για την αποφυγή συγκρούσεων, στο βαθμό που
μπορούσαμε. Για τον λόγο αυτό έχει συσταθεί το Διαθρησκειακό Συμβούλιο της
Αλβανίας, στο οποίο συμμετέχουν οι επικεφαλής των θρησκευτικών κοινοτήτων στη
χώρα μας. Η Εκκλησία μας, υπό την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου,
ήταν ενεργή σε όλες τις πρωτοβουλίες για διάλογο και κατανόηση με όλους. Θα
προσπαθήσει να αναπτύξει περαιτέρω τη συνεργασία με τις θρησκευτικές
κοινότητες, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Επίσης, η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη
Εκκλησία της Αλβανίας θα συνεχίσει να είναι φιλική, και επιθυμεί να ζει
ειρηνικά με όλους, ακολουθώντας τη συμβουλή του Αγίου Παύλου: «εἰ δυνατόν, τὸ
ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες». (Ρωμ. 12:18). «Τα
γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου και μου άλλαξαν πορεία» Σεβασμιότατε,
όταν σε νεαρή ηλικία αποφασίσατε να επιστρέψετε στη χώρα σας από τη Βοστώνη,
όπου σπουδάσατε Θεολογία, σας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μια μέρα θα
βρισκόσασταν στο σημερινό αξίωμα; «Η
πρώτη μου επαφή με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο ήταν το 1992. Ένας από τους
καθηγητές μου, ο Μητροπολίτης Βρεσθένης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αμερικής
Δημήτριος, καθώς ήταν στενός φίλος με τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, από τα
πρώτα νεανικά τους χρόνια, μου μίλησε για τη δραστηριότητά του στην Ελλάδα
και την ιεραποστολή του στην Αφρική. Μέσω αυτού συνδέθηκα με τον
Αρχιεπίσκοπο, στον οποίο είπα ότι, όταν τελειώσω τις σπουδές μου θα επιστρέψω
στην Αλβανία. Εκείνος χάρηκε και μου έδωσε συγχαρητήρια. Εκείνη την εποχή η
κατάσταση στην Αλβανία ήταν δύσκολη, αλλά σκέφτηκα ότι στην Αμερική ένας
ιερέας περισσότερο ή λιγότερο θα ήταν το ίδιο, ενώ στην Αλβανία υπήρχε μεγάλη
ανάγκη για κληρικούς. Επιπλέον, ήταν η χώρα μου, η χώρα όπου γεννήθηκα και
μεγάλωσα και ένιωθα μια υποχρέωση. Αυτοί ήταν οι λόγοι για τους οποίους
επέστρεψα. Όσον αφορά τη δεύτερη ερώτηση, είναι δύσκολο να απαντήσω, διότι
πλέον πολλές απαντήσεις, ακόμη και αν είναι ειλικρινείς, έχουν γίνει
τυποποιημένες και μη πιστευτές. Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά την επιστροφή
μου ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό, διότι δεν ήθελα ένα τέτοιο βάρος. Αλλά
ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επέμενε, λέγοντάς μου συχνά, ότι πρέπει να αναλάβω
αυτή την ευθύνη, όμως εγώ δίσταζα για πολλούς λόγους. Μετά από μια μακρά
επιμονή από την πλευρά του, πριν από περίπου δύο χρόνια, του είπα ότι, αν
είναι το θέλημα του Θεού και αν η Εκκλησία με επιλέξει, δεν θα το αρνηθώ». Ποια
ήταν τα καθοριστικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή σας; «Το
πρώτο καθοριστικό γεγονός ήταν η συνάντηση με το Ευαγγέλιο, που άλλαξε όλη
την πορεία της ζωής μου και ευχαριστώ συνεχώς στην καρδιά μου τον Θεό για
αυτό το ανεκτίμητο δώρο. Αργότερα η συνάντηση και η φιλία μου με έναν μεγάλο
πιστό και λόγιο, τον κ. Πέτρο Ζέϊ, ο οποίος έγινε ο ανάδοχός μου. Με αυτόν
συνταξιδέψαμε στα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής καταδίωξης, ως μέλη μιας
μικρής υπόγειας εκκλησίας. Προσεύχομαι πάντα για την ανάπαυση της ευγενικής
ψυχής του. Σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου, ήταν επίσης, η ευκαιρία που μου
δόθηκε να φύγω από την Αλβανία και να σπουδάσω στη Βοστώνη και η συνάντηση με
τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, ο οποίος έγινε παράδειγμα για μένα και για τον
κλήρο στην Αλβανία, για το πώς πρέπει να είναι ένας ορθόδοξος κληρικός.
Ευχαριστώ συνεχώς τον Θεό που γνώρισα και έζησα με αυτούς τους σπάνιους
ανθρώπους». |
Pasardhësi i
Kryepiskopit Anastas, flet
për gazetën
"To Vima"
mbi rrugëtimin
dhe të ardhmen
e Kishës
së Shqipërisë,
ndërsa rrëfen
ngjarjet që shënuan
jetën e
tij. “Do
të vazhdojmë në
atë që na
thoshte gjithmonë Kryepiskopi
Anastas: Ne do
të bëjmë
vetëm atë
që është e
mirë për
Kishën, dhe,
kur fliste për
Kishën, ai
nënkuptonte atë
që është e
mirë për
të gjithë anëtarët
e saj”, thekson
imzot Joani
në intervistën
e tij për
“To Vima”. Ai flet për
rrugëtimin dhe
të ardhmen e
Kishës së
Shqipërisë, me
qëllime kryesore
ruajtjen e unitetit
të saj dhe
forcimin e bashkëjetesës
fetare, ndërsa
për normalizimin
e marrëdhënieve
ndërmjet Patriarkanës Ekumenike
dhe Patriarkanës
së Moskës
beson se “nëse ekziston
vullnet i mirë,
gjithçka mund
të arrihet. Nga
ndarjet dhe përçarjet
të gjithë dalim
të humbur, askush
nuk fiton.” Vdekja e të
ndjerit Kryepiskop të
Shqipërisë Anastas ju
la një trashëgimi të
rëndë. A
mund të përshkruani
ndjenjat tuaja si
pasardhës
i tij dhe
cilat janë mendimet
tuaja për
të ardhmen
e Kishës
së Shqipërisë? “Largimi
në përjetësi
e Kryepiskopit të
ndjerë Anastas la
një boshllëk
të madh në
Kishën tonë.
Ne ndiheshim të
sigurt kur e
kishim pranë, sepse
çdo problem që
shfaqej e zgjidhte
ai. Por, e
kuptojmë se nuk
mund ta kishim
trupërisht përjetësisht.
Edhe pse jemi
të trishtuar që
humbëm një
atë dhe një
bari të jashtëzakonshëm,
kemi edhe një
ngushëllim të
madh, sepse do
të kemi një
zë të fortë
pranë Zotit, i
cili do të
lutet për
Kishën që
e deshi aq
shumë. Jeni lindur në një mjedis bektashian. Anëtarë të familjes suaj u burgosën nga regjimi ateist. Kur e morët thirrjen e Krishtërimit dhe cilat vështirësi duhej të kapërcenit që nga ajo kohë? «Mjedisi në të cilin u rrita ishte shumë ndryshe nga sa
perceptohet nga jashtë. Nuk mund të kuptohet pa njohur të gjitha rrethanat
historike, kulturore dhe politike të vendit tonë. Paraardhësit e mi ishin të
krishterë, por gjatë sundimit osman u kthyen në bektashinj. Përhapja e madhe
e bektashizmit ndodhi në kohën e Ali Pashë Tepelenës, i cili ishte vetë
bektashi, veçanërisht në jug të Shqipërisë, ku ndodhet edhe rajoni i
prindërve të mi. Por, konvertimi nuk ndodhi
menjëherë dhe nuk pati arsye fetare. Arsyet kryesore ishin: diskriminimet,
sistemi i rëndë i taksave, si edhe dëshira për përfitime të ndryshme.
Megjithatë, nuk përjashtohen edhe arsye të tjera, personale apo kolektive. Të
krishterët ndoshta ndiheshin më rehat duke pranuar bektashizmin, sepse nuk
binin në konflikt me Islamin zyrtar dhe njëkohësisht mund të ruanin shumë nga
praktikat e tyre. Por, në kohën dhe në mjedisin ku jam rritur unë, nuk
ushtrohej ndonjë besim. Nuk është se unë ushtroja një fe dhe më pas u
konvertova. Kontakti im i parë me fenë ndodhi në vitin 1974, kur isha në
vitin e katërt të gjimnazit. Rastësisht më ra në dorë Dhjata e Re, diçka e
rrallë në atë kohë. Kur e lexova, diçka ndryshoi thellë në shpirtin tim. Mënyra
se si ishte shkruar, fjalët e thjeshta por shumë të thella të Zotit, më
bindën për të vërtetën e saj. Këto janë të vërteta psikologjike. Edhe kur
dikush të thotë diçka, shpeshherë mënyra se si ta thotë, të bind që është e
vërtetë. Kështu, Ungjilli ishte besimi im i parë. Atëherë vendosa të
pagëzohesha, diçka që u realizua pak më vonë.» Kandidatura juaj për fronin kryepiskopal u përball me reagime, me mendimin se elementi grek në vendin tuaj do të margjinalizohet. Cila është përgjigjja juaj ndaj këtyre shqetësimeve? «Nuk e di që është përballur me reagime, është hera e parë që e dëgjoj këtë. Prandaj kjo pyetje më duket e çuditshme, sepse brenda Kishës nuk pati reagime, përkundrazi u prit me entuziazëm të madh. Kur them brenda Kishës, përfshihen të gjithë anëtarët e saj: Anëtarë të Kishës Ortodokse Autoqefale të Shqipërisë janë të gjithë të pagëzuarit në Kishën Ortodokse dhe që janë banorë të Shqipërisë, pa dallim prejardhjeje. Besoj se askush në Kishën tonë nuk ndihet i margjinalizuar dhe nuk ka arsye për shqetësim, sepse asgjë nuk ka ndryshuar brenda Kishës. Nëse keni informacion për shqetësime, kushdo qofshin ata, me gjithë respektin që kemi për çdo njeri apo grup njerëzish, mendoj se nuk është çështje që lidhet me Kishën. Do të vazhdojmë në atë që na thoshte gjithmonë Kryepiskopi Anastas: Ne do të bëjmë vetëm atë që është e mirë për Kishën, dhe, kur fliste për Kishën, ai nënkuptonte atë që është e mirë për të gjithë anëtarët e saj.» Marrëdhëniet ndërmjet Patriarkanës Ekumenike dhe Patriarkanës së Moskës ndodhen sot në një pikë përçarjeje, duke bërë që shumë të flasin madje edhe për një shizmë. Sipas jush, si mund të zgjidhet kjo situatë dhe çfarë qëndrimi keni ndërmend të mbani lidhur me të gjitha këto? Lagjja jonë nuk pushon së përjetuari forma të
ndryshme trazirash që rrezikojnë paqen dhe mirëqenien e shoqërive përkatëse.
Cili është qëndrimi i Kishës Ortodokse të Shqipërisë ndaj këtij rreziku dhe
cilat iniciativa apo përpjekje të përbashkëta, nëse ka, planifikoni në
bashkëpunim me komunitetet e tjera fetare të vendit tuaj? «Kisha Ortodokse e Shqipërisë ka bërë përpjekje për
ruajtjen e paqes dhe bashkëjetesës paqësore ndërmjet popujve të ndryshëm,
veçanërisht me fqinjët. Nuk jemi mjaftuar vetëm me fjalë, por kemi ndërmarrë
përpjekje të rëndësishme dhe të vazhdueshme për të shmangur konfliktet, në
masën që kemi mundur. Për këtë qëllim është krijuar Këshilli Ndërfetar i
Shqipërisë, në të cilin marrin pjesë drejtuesit e komuniteteve fetare në
vendin tonë. Kisha jonë, nën udhëheqjen e Kryepiskopit Anastas, ka qenë
aktive në të gjitha nismat për dialog dhe mirëkuptim me të gjithë. Ajo do të
përpiqet të zhvillojë më tej bashkëpunimin me komunitetet fetare, si brenda
ashtu edhe jashtë vendit. Gjithashtu, Kisha Ortodokse Autoqefale e Shqipërisë
do të vazhdojë të jetë miqësore dhe dëshiron të jetojë në paqe me të gjithë,
duke ndjekur këshillën e Shën Palit: «nëse është e mundur, sa për ju,
jetoni në paqe me të gjithë njerëzit». (Rom. 12:18). Fortlumturi, kur në moshë të re vendosët të ktheheni në vendin tuaj nga Bostoni, ku studiuat Teologji, ju shkoi ndonjëherë në mendje se një ditë do të gjendeshit në detyrën që mbani sot? «Kontakti im i parë me Kryepiskopin Anastas ishte në
vitin 1992. Njëri nga profesorët e mi, Mitropoliti i Vreshtenisë dhe më pas
Kryepiskop i Amerikës, Dimitrios, i cili ishte mik i ngushtë i Kryepiskopit
Anastas që nga vitet e rinisë së tyre, më foli për veprimtarinë e tij në
Greqi dhe për misionin e tij në Afrikë. Përmes tij u lidha me Kryepiskopin,
të cilit i thashë se, kur të mbaroja studimet, do të kthehesha në Shqipëri.
Ai u gëzua dhe më uroi. Në atë kohë, situata në Shqipëri ishte e vështirë,
por mendova se në Amerikë një prift më shumë apo më pak nuk bënte diferencë,
ndërsa në Shqipëri kishte një nevojë të madhe për klerikë. Për më tepër,
ishte vendi im, vendi ku linda dhe u rrita, dhe ndjeja një detyrim. Këto
ishin arsyet për të cilat u ktheva. Cilat ishin ngjarjet përcaktuese që shënuan jetën
tuaj? «Ngjarja e parë përcaktuese ishte takimi me
Ungjillin, që ndryshoi të gjithë rrjedhën e jetës sime, dhe falënderoj
vazhdimisht në zemrën time Zotin për këtë dhuratë të paçmuar. Më vonë, takimi
dhe miqësia ime me një besimtar të madh dhe dijetar, z. Petro Zëi, i cili u
bë kumbari im. Me të udhëtuam së bashku në vitet e vështira të përndjekjes
komuniste, si pjesëtarë të një kishe të vogël në ilegalitet. Lutem gjithmonë
për pushimin e shpirtit të tij fisnik. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου