Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Οι βεβιασμένες δηλώσεις του Αλβανού πρωθυπουργού και η ανώφελη επιδείνωση των σχέσεων με την Ελλάδα - Deklaratat emocionale dhe acarimi i panevojshëm me Greqinë




Jordan Jorgji

Υποψήφιος Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων

Οι πρόσφατες διπλωματικές τριβές ανάμεσα στην Αθήνα και τα Τίρανα, καθώς και οι συναισθηματικής και καθόλου διπλωματικής μορφής πολιτικο-μιντιακές δηλώσεις του Έντι Ράμα από τη θέση του εκπροσώπου του κράτους, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά προκάλεσαν τεταμένες σχέσεις με τη γείτονα χώρα. Την τελευταία, ο Ράμα είχε αποκαλέσει στρατηγικό εταίρο τηςΑλβανίας μόλις εξελέγη πρωθυπουργός το 2013.

Παρόμοιες συμπεριφορές δεν υπονομεύουν μόνο τις διακρατικές σχέσεις αλλά και εκείνες ανάμεσα στην αλβανική και ελληνική κοινωνία, σχέσεις πολύ καλές και ισχυρές, λόγω των πολυδιάστατων και αιωνίων επαφώνμεταξύ των δύο λαών. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να επικεντρωθούμε ιδιαιτέρως στην ουσία των μηνυμάτων που μεταδόθηκαν από τις δηλώσεις Ράμα.

Κατά πρώτον, ο πρωθυπουργός προκαλεί τις αμοιβαίες σχέσεις και τα σύνθετα διμερή προβλήματα, θέτοντας ζήτημα των Αρβανιτών στην Ελλάδα, ως ένας διαφορετικός και διαφοροποιημένος πληθυσμός από τον ελληνικό.  Να αναφέρεσαι στους Αρβανίτες με τη λογική της επίκλησής τους ως μοχλός πολιτικής πίεσης, σημαίνει ότι έχεις χάσει πλέον κάθε αίσθηση σοβαρότητος όσον αφορά τις διακρατικές σχέσεις. Στο παρελθόν δεν έχουν λείψει οι μελέτες για τους Αρβανίτες και είναι καλό αυτές να συνεχίζονται και στο μέλλον, όσον αφορά εμπειρογνώμονες της γλώσσας, ιστορίας ή εθνογραφίας. Αλλά στην περίπτωση μίας σκόπιμης πολιτικοποίησής τους, ο δράστης πέφτει σε επίπεδο αμάθειας ή διαβολικής δημαγωγίας.
Κατά δεύτερον, οι εν λόγω δηλώσεις συμπίπτουν χρονικά – τυχαία ή μη – με την εθνικιστικού και αναθεωρητικού τύπου δημαγωγία του Τούρκου προέδρου Έρντογαν, ο οποίος, πριν από λίγο καιρό, αμφισβήτησε τη Συνθήκη της Λωζάνης, και εμμέσως τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Τα διαφιλονικούμενης μορφής λεγόμενα του πρωταγωνιστή της Τουρκίας, καταδικάστηκαν από Τούρκους καθηγητές των διεθνών σχέσεων, ως έκφραση μίας ριψοκίνδυνης δημοκοπίας.
Κατά τρίτον, η ρητορική που χρησιμοποιείται από τον πρωθυπουργό της Αλβανίας έχει την τάση όχι μόνο να αποπροσανατολίσει την προσοχή της κοινής γνώμης από τα σοβαρά και επίκαιρα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα – όπως, για παράδειγμα, ο νόμος περί λιπασμάτων, η φτώχεια, η διαφθορά, η επιλεκτική εφαρμογή των πολεοδομικών και φορολογικών πρωτοβουλιών – αλλά επίσης, να ενισχύσει τη δική του προσωπολατρία και την πολιτική αυταρχικότητα, χρησιμοποιώντας την ψευδή εικόνα του «Εθνικού Ήρωα».
Αυτό οφείλεται, κυρίως, στα ανθελληνικά αισθήματα που επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος της αλβανικής κοινωνίας.
Κατά τέταρτον, η σκοπίμως πολιτική χρήση του ανθελληνισμού ως αντίβαρο των αλβανοσερβικών επαφών, αποδεικνύει την ανάγκη οι γενναίες πρωτοβουλίες να πρέπει να νομιμοποιούνται εξίσου θαρραλέα από τους ψηφοφόρους και την κοινή γνώμη. Κι’αυτό θα πρέπει να συμβαίνει, όχι "σερβίροντας πατριωτισμό», αλλά προχωρώντας σε δημιουργικό άνοιγμα της Αλβανίας στην περιοχή και τον κόσμο, εξυπηρετώντας, παράλληλα, τη σταδιακή επίλυση των διμερών θεμάτων.
Κατά πέμπτον, ο χυδαίος και μιντιακός εθνικισμός παρενοχλεί επίτηδες τις παλιές πληγές – ή τις παρωχημένες αντιλήψεις – προκειμένου να ικανοποιήσει την εσωτερική πολιτική κατανάλωση. Συν τοις άλλοις, αυτό εκφράζει μια ιδεολογική μετατόπιση εκ δεξιάς των αριστερών κυβερνώντων κομμάτων, όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά και όσον αφορά τον εθνικισμό. Κατά αυτόν τον τρόπο, διαστρεβλώνεται ο ιδεολογικός ανταγωνισμός των πολιτικών δυνάμεων, σε σχέση με την παροχή ορθότερων διακυβερνητικών επιλογών.
Κατά έκτον, η ειρωνεία του Ράμα από τη θέση του Πρωθυπουργού ότι η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να επιβάλλει τις θέσεις της στην Αλβανία, καταδεικνύει υποκειμενικότητα και έλλειψη καθολικότητας, όχι μόνο στην εξωτερική πολιτική, αλλά και όσον αφορά τη σχέση της εξουσίας με τον πολίτη. Ο πρωθυπουργός Rama θα πρέπει να γνωρίζει το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι «άλλοι ισχυροί», στους οποίους εκείνος όχι μόνο απλά υπακούει, αλλά τους αφήνει να λαμβάνουν ανενόχλητα δράσεις, που στην περίπτωση της Ελλάδας, ο Ράμα θα τις κατάγγελνε ως «παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτος». Τέτοιες δράσεις μπορεί να θεωρούνται οι δηλώσεις και οι ενέργειες του πρεσβευτή των ΗΠΑ στα Τίρανα ή η βαλκανική πολιτική της Γερμανίας.
 Η επιλεκτικότητα αυτή θυμίζει τα καθημερινά προβλήματα των Αλβανών αποφοίτων, οι οποίοι, απογοητευμένοι από την πραγματικότητα, παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης, επειδή τη θέση εργασίας που διεκδικούσαν, πρόλαβαν να την καταλάβουν όσοι είχαν «βύσμα» κάποιο γνωστό, κάποιον πλούσιο, ή εν πάση περιπτώσει, κάποιον «ισχυρότερο». Ενώ οι αναφορές ότι οι Χιμαριώτες είναι Αλβανοί πολίτες όπως οι υπόλοιποι Αλβανοί· στο πλαίσιο της δημοκρατίας αντανακλούν εκείνο που ο Alexis de Tocqueville είχε αποκαλέσει «κίνδυνος της τυραννίας της πλειοψηφίας». Η κατασκευή ομοιογενοποιημένων κοινωνικών – και κομματικών – δομών, αντικατοπτρίζει την προβληματική πραγματικότητα της Αλβανίας, όπου οι απόψεις της μειοψηφίας καταπιέζονται και καταστέλλονται από την πλειοψηφία, σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή της διαπραγμάτευσης των κυβερνητικών μέτρων με την ίδια την κοινωνία και τους ενδιαφερόμενους δημότες.
Τέλος, κατά έβδομον, ο συγκεκριμένος προβληματισμός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μη ορθολογικά τρόπος αντιπαράθεσης, δεν συμβάλλει στην ορθή επίλυση των διμερών προβλημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να βρεθούν αποτελεσματικοί τρόποι επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τη σημερινή πραγματικότητα των πολυεπίπεδων δια-εθνοτήτων επαφών, προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η σταθερότητα των δίκαιων διμερών και πολυμερών σχέσεων στην περιοχή των Βαλκανίων.

Δημοσιευθηκε στις 4 του μήνα στην αλβανική εφημερίδα Σέκουλλι
/infognomonpolitics

Nga Jordan Jorgji

Fërkimi diplomatik midis Athinës dhe Tiranës kohën e fundit, si dhe deklaratat emocionale politiko-mediatike dhe aspak diplomatike të Edi Ramës nga poltroni i përfaqësuesit zyrtar, nuk bënë gjë tjetër veçse acaruan marrëdhëniet tona me fqinjin jugor, të cilin Rama e pati quajtur partner strategjik të Shqipërisë menjëherë sa ai u zgjodh kryeministër. Gjithashtu, këto sjellje minojnë marrëdhëniet midis shoqërisë shqiptare dhe asaj greke, marrëdhënie vërtet shumë të forta, për arsye të kontakteve shumë-dimensionale dhe shumë-shekullore midis dy popujve. Në këtë aspekt, nevojitet një përqendrim më i kujdesshëm në lidhje me esencën e mesazhit të transmetuar.

E para, kryeministri provokon marrëdhëniet dypalëshe dhe problematikën e tyre komplekse, duke ngritur çështjen e Arvanitasve në Greqi, si një popullsi e ndryshme nga ajo greke dhe e diferencuar prej saj. T’u referohesh Arvanitasve, në logjikën e përdorimit të tyre si mjet presioni, do të thotë të kesh humbur sensin e seriozitetit në marrëdhëniet ndërshtetërore. Arvanitët janë studiuar, studiohen dhe është mirë të studiohen edhe në të ardhmen nga specialistët e fushës së gjuhës, etnografisë apo dhe historisë. Por, në rastin e politizimit të tyre të qëllimshëm, politizuesi bie në nivelin e injorancës ose të demagogjisë dinake.


E dyta, koha që bëhet kjo deklaratë përkon me demagogjinë nacionaliste dhe revizioniste të presidentit turk Erdogan, i cili, jo shumë kohë më parë vuri në dyshim Traktatin e Lozanës që pati caktuar kufijtë me Greqinë. Deklaratat e personazhit polemizues të Turqisë u dënuan ashpër nga profesorë turq të marrëdhënieve ndërkombëtare, si shprehje e rrezikshme të demagogjisë.

E treta, retorika e përdorur nga kryeministri shqiptar, tenton jo vetëm të fshehë vëmendjen e opinionit publik nga problemet e mprehta ekonomike, sociale dhe politike-si ligji i plehrave, varfëria, korrupsioni, aplikimi selektiv i nismave urbanistike, apo atyre kundër informalitetit-por edhe të forcojë kultin e tij të individit si dhe autoritarizmin e tij politik, duke përdorur imazhin e rremë të “Heroit Kombëtar”. Kjo, për shkak të anti-greqizmit të theksuar në pjesën më të madhe të shoqërisë shqiptare.

E katërta, përdorimi politik i antigreqizmit për të zbutur “martesën” e kryeministrit tonë me atë të Serbisë, tregon se marrja e inisiativave kurajoze, duhet bëhet duke i legjitimuar ato tek votuesit, po në mënyrë kurajoze. Kjo, jo nëpërmjet “shitjes së patriotizmit”, por përmes vizionit të hapjes së Shqipërisë në rajon dhe në botë, në harmoni me zgjidhjen graduale të problematikave bilaterale.

E pesta, nacionalizmi ordiner dhe mediatik ve dorën qëllimisht mbi plagët e vjetra-ose mbi perceptimet e vjetërsuara-me synim përdorimin e tij për konsum të brendshëm politik. Gjithashtu, kjo shpreh një lloj zhvendosje ideologjike djathtas të partive të majta kur ato marrin pushtetin politik qeverisës, jo vetëm në planin ekonomik, por edhe në atë nacionalist. Në këtë mënyrë, tjetërsohet konkurrenca ideologjike e forcave politike, në raport me ofrimin e alternativave më të mira dhe më racionale qeverisëse.

E gjashta, përgjigjet emocionale të Ramës si kryeministër i Republikës së Shqipërisë se ka ikur koha që i forti t’i tregojë arrat të dobëtit, tregon subjektivizëm dhe mungesë universalizmi, jo vetën në lidhje me politikën e jashtme, por edhe në raportet e pushtetit politik me qytetarin. Kryeministri Rama duhet ta dijë se vazhdojnë të ekzistojnë disa “të fortë” të tjerë që ai jo vetëm u bindet, por i le hapur të ndërmarrin veprime, të cilat në rastin e Greqisë Rama do i quante ndërhyrje në punët e brendshme të një shteti të pavarur e sovran. Të tilla mund të jenë deklaratat dhe veprimet e ambasadorit amerikan apo dhe politika gjermane e Ballkanit. Ky selektivizëm të kujton vuajtjet e përditshme të të rinjve shqiptarë të diplomuar, të cilët, të zhgënjyer marrin rrugën e kurbetit kur ata nuk punësohen, sepse vendi i punës u zu nga miku, ose më i pasuri, me një fjalë nga “më i forti”. Ndërsa citimet se qytetarët e Himarës janë njëlloj si të gjithë shqiptarët e tjerë, në kontekstin e kontratës shoqërore reflekton atë që Alexis de Tocqueville e pati quajtur “rreziku i tiranisë së shumicës”. Ndërtimi i strukturave të homogjenizuara shoqërore, deri në partiake, reflekton realitetin e rrezikshëm shqiptar të shtypjes së mendimit ndryshe nga shumica, duke anashkaluar dhe shkelur parimet themeltare të negocimit të masave qeverisëse me vetë shoqërinë dhe banorët e interesuar.

E shtata, por jo e fundit, reflektohet tashmë konkluzioni se rruga e konfrontimit irracional nuk i shërben zgjidhjes së urtë të problemeve dypalëshe. Në këtë aspekt, duhen gjetur mënyra komunikimi dhe negociimi, në raport me aktualitetin e kontakteve komplekse ndëretnike, për të forcuar akoma më shumë qëndrueshmërinë e marrëdhënieve të drejta dypalëshe dhe shumëpalëshe në rajonin e Ballkanit.

*Specialist i Marrëdhënieve Ndërkombëtare
http://www.shekulli.com.al/

Δεν υπάρχουν σχόλια: